ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αριθμός αποφάσεως 1291/2018
(ΓΑΚ/ΕΑΚ …)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Σεπτεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην Αθήνα, Λ. Κ. αριθ. ….και Ι., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παναγιώτης Κορωναίος του Θεοδώρου (ΑΜ/ΔΣΑ … – βλ. το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος Π……., οδός … και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία «…» (“…”), νόμιμα εκπροσωπουμένης, η οποία εδρεύει στον Π. και διατηρεί γραφεία στην Ελλάδα (οδός …), πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Π. Φ/Γ πλοίου «…», η οποία εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από τη στην Κ. Αττικής (οδός …) εδρεύουσα εταιρία με την επωνυμία «…», νόμιμα επίσης εκπροσωπουμένης, διαχειρίστριας, εκπροσώπου, αντιπροσώπου, αντικλήτου και καθολικής εντολοδόχου αυτής στην Ελλάδα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Αικατερίνη Πρωτόπαππα του Εμμανουήλ (ΑΜ/ΔΣΑ 15604 – βλ. το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος … και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 25.1.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης … και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 4.8.2017 πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Α) Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 215, 226, 237, 260 και 271 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών που κατατίθενται κατά την τακτική διαδικασία μετά την 1.1.2016, προκύπτουνοι ακόλουθες ερμηνευτικές διακρίσεις:α) Αν όλοι οι διάδικοι καταθέσουν προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμωςκατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 και δεν παραστούν κατά τη συζήτηση, τότε η συζήτηση της υπόθεσης, που ορίσθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ. 4, γίνεται κανονικά και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, και δεν επέρχονται, συνεπώς, οι συνέπειες της ματαίωσης της συζήτησης ή της ερημοδικίας.β) Αν όλοι οι διάδικοι δεν έχουν καταθέσει προτάσεις, τότε η συζήτηση ματαιώνεται κατ’ άρθρο 260 παρ. 2, ανεξάρτητα αν κατά τη συζήτηση, που τυχόν ορίσθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ. 4, παρίστανται ή απολείπονται όλοι οι διάδικοι. γ) Αν, τέλος, ένας μόνον διάδικος έχει μεν καταθέσει προτάσεις, αλλά δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, τότε εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 237 παρ. 4 εδ. ζ’ και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας. Αντίθετα αν ένας διάδικος δεν κατέθεσε μεν προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως και δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, θα επέρχονται κατά περίπτωση οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Το ίδιο θα ισχύει και αν ο διάδικος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, παρίσταται κατά τη συζήτηση, οπότε και πάλι θα επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Από τα ανωτέρω προκύπτει, λοιπόν, ότι βασική για την έννοια της ερημοδικίας στην τακτική διαδικασία είναι στο ισχύον δίκαιο η έννοια της κανονικής ή μη συμμετοχής του διαδίκου στη δίκη, η οποία λόγω του κυρίως έγγραφου χαρακτήρα της τακτικής διαδικασίας σημαίνει την κατάθεση των προτάσεων υπό τους όρους του άρθρου237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή κατάθεση προτάσεων νομίμως και εμπροθέσμως. Ο διάδικος, ο οποίος δεν καταθέτει προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ δικάζεται ερήμην, είτε παρίσταται είτε δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Και η μεν εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ενώ η νόμιμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις, προϋποθέτει λ.χ. την υπογραφή των προτάσεων από πληρεξούσιο δικηγόρο κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ προκύπτει ότι συνέπεια της ερημοδικίας του εναγομένου και ενάγοντος στην τακτική διαδικασία, όπως άλλωστε ισχύει και σήμερα, είναι το πλάσμα της δικαστικής ομολογίας και της παραιτήσεώς του αντίστοιχα. Προτού όμως κριθεί ότι ο εναγόμενος δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή επιδόθηκε νομίμως στον εναγόμενο. Η υποχρέωση αυτή ορίζεται στο άρθρο 271 παρ. 1, με την εξής διατύπωση: «Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σ’ αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Κατά την ορθότερη ερμηνεία στην τακτική διαδικασία προβλέπεται μόνο η επίδοση της αγωγής, ενώ η διατήρηση του όρου «κλήση» στη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 2, αφορά μόνο τις περιπτώσεις όπου υπάρχει κλήση προς συζήτηση, όπως λ.χ. στις ειδικές διαδικασίες, στον προσδιορισμό νέας συζήτησης με κλήση μετά από τη ματαίωση της αγωγής (260 παρ. 2) ή στην επανάληψη της συζήτησης (254) και όχι στην τακτική αγωγή (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος – Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 4ηέκδ., σελ. 87, 343, 533 επ., Μακρίδου, Απαλαγάκη, Διαμαντόπουλος, Πολιτική δικονομία, έκδ. 2016, σελ. 9, Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδ., σελ. 472 επ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι αυτοί έχουν καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 26.1.2017 και η μεν ενάγουσα κατέθεσε νομότυπα προτάσεις στις 3.5.2017, η δε εναγόμενη στις 5.5.2017. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνουν κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ).
(Β) Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ (που είναι εφαρμοστέα στην προκείμενη περίπτωση, αφού η εναγομένη δεν έχει την έδρα της σε κάποιο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε συντρέχει περίπτωση διεθνούς αποκλειστικής δικαιοδοσίας κατά τον Κανονισμό ΕΕ1215/2012), στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον υφίσταται(τοπική) αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων, δηλαδή η εξουσία τους για απονομή της δικαιοσύνης επί διεθνών ιδιωτικών διαφορών με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι υπάρχει στοιχείο θεμελιωτικό της τοπικής αρμοδιότητάς τους. Εξάλλου, στο άρθρο 35 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Διαφορές από αδικοπραξία μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ή επίκειται η επέλευσή του». Με τη νέα ρύθμιση της εν λόγω διάταξης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 3994/2011 και ταυτόχρονα ευθυγραμμίστηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 του Κανονισμού 44/2001, διευρύνεται ο κύκλος των διαφορών που μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, αφού αναφέρεται στις διαφορές από αδικοπραξία και όχι μόνον σε διαφορές από αξιόποινη πράξη, ως η καταργηθείσα διάταξη. Η διάταξη αυτή θεσπίστηκε με σκοπό να καταστούν αρμόδια για τις αδικοπρακτικές αξιώσεις και τα δικαστήρια του τόπου της αδικοπραξίας, διότι το δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός είναι το πλέον κατάλληλο να εκδικάσει κάθε διαφορά από αδικοπραξία, λόγω της μεγάλης εγγύτητάς του με αυτή. Σκόπιμη κρίθηκε, άλλωστε, η επέκταση της ρύθμισης αυτής και για τον τόπο επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος [βλ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Θ΄ (συμπληρωματικός), 2011, άρθρο 35, Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2012, άρθρο 35 αριθ. 1,3]. ΙΙ. Ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Κανονισμός Ρώμη ΙΙ) αντικαθιστά το άρθρο 26 ΑΚ κατά το μεγαλύτερο μέρος του πεδίου εφαρμογής του τελευταίου. Ο Κανονισμός Ρώμη ΙΙ έχει οικουμενικό χαρακτήρα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 3, με την έννοια ότι δύναται να οδηγεί και στην εφαρμογή δικαίου κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφαρμόζεται δε, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 31 και 32, επί ενοχών από ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα από την 11η Ιανουαρίου 2009 και έπειτα.Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισμού Ρώμη ΙΙ, εισάγεται ως γενικός κανόνας η εφαρμογή του δικαίου της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα (lexlocidamni). Παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν εισάγει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία «αν ο φερόμενος ως υπαίτιος και ο ζημιωθείς έχουν, κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας, τη συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής». Ως «συνήθης διαμονή εταιριών ή άλλων ενώσεων ή νομικών προσώπων», με βάση τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 εδ. α΄, νοείται «ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η κεντρική τους διοίκηση», όταν όμως «το ζημιογόνο γεγονός ή η ίδια η ζημία επέρχεται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων υποκαταστήματος, αντιπροσωπείας ή οποιασδήποτε άλλης εγκατάστασης, ως συνήθης διαμονή νοείται ο τόπος στον οποίο βρίσκεται το υποκατάστημα, η αντιπροσωπεία ή η οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση», σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της ίδιας παραγράφου. Περαιτέρω, με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 4 του Κανονισμού εισάγεται ρήτρα διαφυγής, καθώς ορίζεται ότι «εάν, από το σύνολο των περιστάσεων, συνάγεται ότι η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 ή 2, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. Ο προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα μπορεί να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση, η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία». Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 15 του παραπάνω Κανονισμού ορίζονται ενδεικτικά τα ζητήματα που διέπονται από το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο, σύμφωνα με τις διατάξεις του. Με βάση λοιπόν τη διάταξη αυτή το εφαρμοστέο δίκαιο διέπει -μεταξύ άλλων- τη βάση και την έκταση της ευθύνης, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των προσώπων που δύνανται να φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους (περίπτωση α΄). Έτσι, κατά το εφαρμοστέο κατά τον Κανονισμό δίκαιο κρίνονται -μεταξύ άλλων- τα θέματα του ζημιογόνου γεγονότος, του άδικου χαρακτήρα του, της ικανότητας προς αδικοπραξία, καθώς και οι προϋποθέσεις της ευθύνης, περιλαμβανομένης της υπαιτιότητας, του παρανόμου και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και ζημίας. Επίσης, κατά το εφαρμοστέο σύμφωνα με τον Κανονισμό δίκαιο κρίνονται οι λόγοι αποκλεισμού της ευθύνης / απαλλαγής από την ευθύνη, καθώς και κάθε περιορισμός και καταμερισμός της ευθύνης (περίπτωση β΄), όπως και η ύπαρξη, ο χαρακτήρας και η αποτίμηση των ζημιών ή της επιδιωκόμενης αποκατάστασης της ζημίας (περίπτωση γ΄). Έτσι, κρίνεται -μεταξύ άλλων- το αν η αποζημίωση είναι χρηματική ή in natura, το κατά πόσο και σε ποιο μέτρο αποκαθίσταται η μη περιουσιακή ζημία, το αν η αποζημίωση περιορίζεται στην αποκατάσταση της ζημίας ή έχει και κυρωτικό χαρακτήρα. Επιπλέον, κατά το εφαρμοστέο σύμφωνα με τον Κανονισμό δίκαιο κρίνεται η ευθύνη για τις πράξεις τρίτου (περίπτωση ζ΄). Με τη ρύθμιση αυτή επιλύεται (με την επιφύλαξη διεθνών συμβάσεων) και το αμφισβητούμενο υπό το προγενέστερο δίκαιο ζήτημα της ευθύνης του πλοιοκτήτη για πράξεις του πλοιάρχου και του πληρώματος. Σημειώνεται ότι με τη θέση σε ισχύ του Κανονισμού Ρώμη ΙΙ πρέπει να θεωρηθεί ότι καταργείται η διάταξη του άρθρου 77 παρ. 6 στοιχ. α΄ του ν. 1892/1990, σύμφωνα με την οποία το δίκαιο της σημαίας του πλοίου διέπει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και την έκταση του περιορισμού της ευθύνης ή της οφειλής του πλοιοκτήτη, προφανώς κατ’ απόκλιση από το άρθρο 26 ΑΚ. Αντιθέτως, οι διεθνείς συμβάσεις που διέπουν το ζήτημα του περιορισμού της ευθύνης του πλοιοκτήτη δεν επηρεάζονται από τη θέση σε ισχύ του Κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 αυτού. Εξάλλου, στο μέτρο που κατά το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο το παράνομο της συμπεριφοράς αποτελεί προϋπόθεση για την ευθύνη, πρέπει να κριθεί το δίκαιο με το οποίο θα κριθεί το παράνομο. Αντίστοιχο ζήτημα γεννάται στο μέτρο που η παράβαση κανόνων ασφαλείας συνιστά τη βάση της θεμελίωσης της υπαιτιότητας. Το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 17 του Κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο «κατά την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του φερομένου ως υπαίτιου, λαμβάνονται υπόψη, ως πραγματικό στοιχείο και στο μέτρο που είναι αναγκαίο, οι κανόνες ασφάλειας και συμπεριφοράς που ίσχυαν στον τόπο και κατά τον χρόνο επέλευσης του γεγονότος που θεμελιώνει την ευθύνη» (βλ. Μεταλληνό σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 26 αριθ. 1, 14-16, 38-41). ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, που ορίζει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της κατά τη διάταξη αυτή αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου είναι οι ακόλουθες: α) Πράξη ή παράλειψη που να μην είναι δικαιοπραξία και να παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως με βάση άλλες διατάξεις του ΑΚ, όπως είναι εκείνες των άρθρων 914 και 919 ΑΚ. β) Να πρόκειται για πράξη ή παράλειψη των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο. Ως όργανα του νομικού προσώπου, κατά το νομοθετικό λόγο της διάταξης αυτής, νοούνται όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 του ΑΚ (καταστατικά όργανα), αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμα και αν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου. Και γ) η πράξη ή η παράλειψη να έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που είχαν ανατεθεί στο όργανο, πρέπει δηλαδή να βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου, είναι δε αδιάφορο για την ευθύνη του νομικού προσώπου αν το όργανο ενήργησε καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων αυτών κατά κατάχρηση της εξουσίας του. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης, τότε ευθύνονται εις ολόκληρον και αυτό και το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή το νομικό πρόσωπο έχει πρόσθετη μετά του καταστατικού οργάνου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, από αυτήν του τελευταίου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυασμένη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια και δ) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία είτε από ειδική διάταξη νόμου είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη, η οποία αρχή, σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποφυγή της ζημίας. Περαιτέρω, στην έννοια της κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητας περιλαμβάνεται ο δόλος και η αμέλεια του παρανόμως πράξαντος ή παραλείψαντος. Εφόσον δε γίνεται επίκληση υπαίτιας συμπεριφοράς, με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, στον ειδικότερο προσδιορισμό αυτής (της υπαιτιότητας) προβαίνει το δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων. Αμέλεια υπάρχει κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από τον δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφώς νομικό καθήκον είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον, που επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β΄του ΑΚ προκύπτει ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση αξιώσεως αποζημιώσεως αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, επέφερε δε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης, από τα άρθρα 922 και 926 ΑΚ συνάγεται ότι ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο προστηθείς προξένησε σε τούτον παράνομα και υπαίτια κατ’ αυτήν την υπηρεσία του, ευθύνεται δε έναντι του τρίτου παράλληλα και εις ολόκληρον με τον προστηθέντα. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84 εδ. β΄, 86, 105, 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ν. 3816/1958), 914 και 922 ΑΚ προκύπτει ότι ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής (προστήσας) ευθύνονται για τις αδικοπραξίες που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα (προστηθέντες) κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, όταν η αδικοπραξία δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εν λόγω υπηρεσία, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με αυτήν, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 380/2008 ΧρΙΔ 2008.880).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι έχει εγκαταστήσει στη νησίδα Γ. του δήμου Λ. δύο αιολικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, συνολικής ισχύος 69 MW, για τη διασύνδεση των οποίων με το Λ. οι εργολήπτριες εταιρίες κατασκεύασαν υποβρύχιο καλωδιακό σύστημα μήκους 36 χλμ., αποτελούμενου από ένα καλώδιο εναλλασσόμενης τάσεως 150 KV με ενσωματωμένα δύο (2) καλώδια οπτικών ινών, που λειτούργησε από τις 29.7.2016 και εντεύθεν, παρέχοντας έκτοτε στον Ανεξάρτητο Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) το παραγόμενο στους ως άνω αιολικούς σταθμούς ηλεκτρικό ρεύμα. Ότι συγκεκριμένα το υποθαλάσσιο τμήμα του υποβρυχίου καλωδίου, που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε μεδιπλό οπλισμό, ενταφιάστηκε εντός τάφρου,στις μεν θαλάσσιες περιοχές με βάθος 20 μ. σε βάθος ενός (1) μέτρου κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας, στις δε θαλάσσιες περιοχές με μεγαλύτερο βάθος ενταφιάστηκε σε βάθος 0,60 μ.Ότι την 31η.8.2016 και περί ώρα 12.15, το αγκυροβολημένο στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ … και νήσου Μακρονήσου, σε απόσταση περίπου τριών (3) χλμ. ΝΑ του λιμένα … και πλησίον του υποβρυχίου καλωδίου, Φ/Γ πλοίο «…» πλοιοκτησίας της εναγομένης, με ευθύνη του πλοιάρχου του, που βρισκόταν στη γέφυρα, ξεκίνησε τη διαδικασία απάρσεως της άγκυρας αυτού, κατά τη διάρκεια της οποίας προκάλεσε εκτεταμένες βλάβες στο ως άνω υποβρύχιο καλώδιο κυριότητάς της. Ότι, ειδικότερα, η άγκυρα ενεπλάκη στο υποβρύχιο καλώδιο, το οποίο στο σημείο εκείνο ήταν ενταφιασμένο 0,60 μ. κάτω από τον πυθμένα του βυθού, εντός ειδικά κατασκευασμένου φρεατίου, μετατοπίζοντας, κατά την άπαρσή της, τμήμα αυτού μήκους 300 μ. κατά 6 μ. παράλληλα προς την αρχική του θέση, με συνέπεια την καταστροφή του σε πέντε (5) σημεία – ΧΘ, όπως αυτές αναφέρονται στην αγωγή, και, τελικά, περί ώρα 13.03, τη διακοπή τροφοδοσίας του συστήματος με την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη αποκλειστική υπαιτιότητα του κατονομαζόμενου στην αγωγή πλοιάρχου του άνω πλοίου, προστηθέντος της πρώτης εναγομένης, συνιστάμενη προεχόντωςστην αγκυροβολία του πλοίου χωρίς προηγούμενη μελέτη των χαρτών της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του ΓΕΝ, όπου απεικονιζόταν το ως άνω καλώδιο, και των εγχειριδίων του, αν και γνώριζε ότι η αγκυροβολία πλοίων απαγορεύεται σε απόσταση μικρότερη των πεντακοσίων (500) μέτρων από κάθε υποβρύχια κατασκευή ή καλώδιο, η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό στο σύνολό του σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄ΚΠολΔ),να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να τής καταβάλει το συνολικό ποσό των δεκαοκτώ εκατομμυρίων πεντακοσίων δεκατεσσάρων χιλιάδων εκατόν είκοσι τριών ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (18.514.123,46 €), και αναλυτικά: α) το ποσό των 14.034.510,96 €ως θετική της ζημία, ήτοι την αμοιβή που κατέβαλε στην εργολάβο εταιρία «…», βάσει του ενσωματωμένου στην αγωγή τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, η οποία ανέλαβε την εκτέλεση εργασιών αποκατάστασης των ζημιών και προστασίας του υποβρυχίου καλωδίου, β) το ποσό των 4.479.612,5 € ως αποθετική της ζημία, ήτοι το τίμημα που θα εισέπραττε από την πώληση της παραγόμενης ενέργειας κατά το χρονικό διάστημα που το υποβρύχιο καλώδιο έμεινε εκτός λειτουργίας, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, βάσει της συμφωνηθείσας τιμής πώλησης, όλα δε τα παραπάνω νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η παρούσα απόφαση και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη της. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα το Δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής, με την οποία εισάγεται ιδιωτική διαφορά από αδικοπραξία με στοιχεία αλλοδαπότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 35 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη εντός της τασσόμενης από το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας (πρβλ. την … έκθεση κατάθεσης δικογράφου και τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …),γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από αυτήν, αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται για συζήτηση σ’ αυτό το Δικαστήριο κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρα 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 18, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2 εδ. α΄, 3Α – Β περ. δ΄ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Εξάλλου, η κρινόμενη αγωγή, με την οποία εισάγεται ιδιωτική διαφορά από αδικοπραξία, είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3, 4 παρ. 1, 15, 31, 32 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία, με τη μνεία ότι από το σύνολο των εκτιθέμενων περιστάσεων δεν προκύπτει προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα, ώστε να εφαρμοστεί το δίκαιο της χώρας αυτής, με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του παραπάνω Κανονισμού. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, καθόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα εκ του άρθρου 216 ΚΠολΔ στοιχεία,και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 922, 297, 298, 346 ΑΚ, 84 ΚΙΝΔ, 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το οποίοτυγχάνει, μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, καθόσον μόνο καταψηφιστικές αποφάσεις μπορούν να κηρυχθούν προσωρινά εκτελεστές (βλ. Μαργαρίτη, ό.π., 907 αριθ. 2).Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, καθόσον αυτή, εφόσον μετατράπηκε σε αναγνωριστική, δεν υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (άρθρο 33 ν. 4446/2016), έχουν δε καταβληθεί τα γραμμάτια προκαταβολής δικηγορικής αμοιβής που έχουν ήδη αναφερθεί στα εισαγωγικά της παρούσας και προσκομίζονται α) η από 26.4.2017 εξουσιοδότηση του νομίμου εκπροσώπου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ενάγουσας εταιρίας, Ε. Π.,σε συνδυασμό με το από 25.4.2017 πρακτικό συνεδριάσεως του Διοικητικού της Συμβουλίου, και β) το από 3.5.2017 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της εναγομένης εταιρίας, προς τους αναφερόμενους στα εισαγωγικά της παρούσας και υπογράφοντες τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους (άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το ν. 4335/2015), πληρεξούσιους δικηγόρους τους, κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ.
(Γ) Ι. Από τον σκοπό του δικαίου της αποζημίωσης, που είναι η αποκατάσταση της πλήρους ζημίας και μόνο αυτής, όχι δε και ο πλουτισμός του ζημιωθέντος, προκύπτει ότι στις περιπτώσεις που το ζημιογόνο γεγονός προκάλεσε στον ζημιωθέντα εκτός από ζημία και ορισμένες ωφέλειες (κέρδος), που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το ζημιογόνο γεγονός, θα αποκατασταθεί η πραγματική ζημία, δηλαδή η διαφορά που προκύπτει από την αφαίρεση του κέρδους από την προκληθείσα ζημία. Ο λεγόμενος «συνυπολογισμός ζημίας και κέρδους» (compensatiolucricumdamno) δεν αποτελεί εξαίρεση από τους γενικούς κανόνες του δικαίου της αποζημίωσης αλλά εφαρμογή τους κατά τρόπο που προκύπτει από την ίδια την έννοια της ζημίας, για τον υπολογισμό της οποίας εκτιμάται η συνολική περιουσιακή κατάσταση του ζημιωθέντος και οι επιπτώσεις του ζημιογόνου γεγονότος σε αυτή, τόσο θετικές όσο και αρνητικές. Συνεπώς, για τον υπολογισμό της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση της ζημίας πρέπει να συνυπολογισθεί και το τυχόν κέρδος. Η επίκληση του συνυπολογιστέου κέρδους αποτελεί ανατρεπτική της αγωγής ένσταση του εναγομένου, η οποία οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής σε σχέση με το μέρος του αξιούμενου ποσού αποζημίωσης, το οποίο καλύπτεται από το κέρδος που αποκομίζει ο ενάγων από το επιζήμιο γεγονός (ΟλΑΠ 54 και 55/1990 ΝοΒ 1991.380, ΑΠ 1857/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ “Ισοκράτης”· βλ. Περάκη σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 298 αριθ. 14). Ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να είναι πλήρης και ορισμένος, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ. Έτσι ο ενιστάμενος οφείλει, εκτός από άλλα, να αναφέρει και την αξία που έχει το αντικείμενο, που αποτελεί το κέρδος του ενάγοντος, γιατί, σε διαφορετική περίπτωση, είναι αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης (ΕφΠειρ 112/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,ΕφΠειρ 527/1997 ΕλλΔνη 1999.354). ΙΙ.Με το ν. 1923/1991 κυρώθηκε από την Ελλάδα η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου της 19ης Νοεμβρίου 1976 «Για τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις», η οποία, από την επικύρωσή της την 1η Νοεμβρίου 1991 και τη θέση της σε ισχύ, αποτελεί, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου. Σε όσες περιπτώσεις δεν δύναται να τύχει εφαρμογής η Σύμβαση, εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι αντίστοιχες διατάξεις του ΚΙΝΔ. Σύμφωνα με τη Σύμβαση, τα πρόσωπα που δικαιούνται να περιορίσουν την ευθύνη τους για ναυτικές απαιτήσεις με τη σύσταση κεφαλαίου περιορισμού της ευθύνης κατά τα άρθρα 11 επ. αυτής (ή και χωρίς τη σύσταση του κεφαλαίου αυτού, κατ’ άρθρο 10 της Σύμβασης) αναφέρονται στο άρθρο 1 αυτής. Ειδικότερα, ως δικαιούχοι αναφέρονται ο πλοιοκτήτης και ο θαλάσσιος αρωγός (άρθρο 1 παρ. 1), ως «πλοιοκτήτης» δε νοείται ο ιδιοκτήτης, ο ναυλωτής, ο εφοπλιστής και ο διαχειριστής θαλασσοπλοούντος πλοίου (άρθρο 1 παρ. 2), ενώ ως δικαιούχος αναφέρεται και ο ασφαλιστής αστικής ευθύνης (άρθρο 1 παρ. 6). Στο άρθρο 2 της Σύμβασης αναφέρονται οι απαιτήσεις που υπόκεινται σε περιορισμό, ενώ στο άρθρο 3 αυτής προσδιορίζονται οι απαιτήσεις, οι οποίες εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής της. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 6 και 7, ο περιορισμός της ευθύνης του πλοιοκτήτη για απαιτήσεις που υπόκεινται σε περιορισμό γίνεται δια της συστάσεως κεφαλαίου με αριθμητικά προκαθορισμένες Μονάδες Υπολογισμού, ανά κόρο ολικής χωρητικότητας του πλοίου. Είναι δεΜονάδα Υπολογισμού το Ειδικό Τραβηκτικό Δικαίωμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο ανάγεται στην αξία του εθνικού νομίσματος. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. α΄ της Συμβάσεως, μεταξύ των απαιτήσεων που υπόκεινται σε περιορισμό καταλέγονται και οι προερχόμενες από απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες από απώλεια ή ζημιά σε πράγματα (περιλαμβάνοντας ζημιές σε λιμενικά έργα, δεξαμενές, διαύλους και βοηθήματα της ναυσιπλοΐας), πουσυνέβησαν πάνω στο πλοίο ή σε άμεση σχέση με την εκμετάλλευση του πλοίου ή με επιχειρήσεις επιθαλάσσιας αρωγής και από κάθε άλλη απώλειαπου προήλθε σαν συνέπειά τους. Κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 15, «η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται κάθε φορά, που πρόσωπο από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 1 επιδιώκει τον περιορισμό της ευθύνης του σε δικαστήριο Κράτους – Μέλους ή επιδιώκει να εξασφαλίσει την αποδέσμευση ενός πλοίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου ή την αποδέσμευση άλλης ασφάλειας που έχει παρασχεθεί στα πλαίσια της δικαιοδοσίας Κράτους-Μέλους. Εν τούτοις, κάθε Κράτος-Μέλος μπορεί να αποκλείσει ολικά ή μερικά την εφαρμογή της Σύμβασης αυτής από κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 1, το οποίο, κατά το χρόνο που επικαλείται τους κανόνες της παρούσας Σύμβασης στο Δικαστήριο του παραπάνω Κράτους, δεν έχει τη συνήθη διαμονή του σε Κράτος -Μέλος ή δεν έχει τον κύριο τόπο δραστηριότητάς του σε Κράτος-Μέλος ή κάθε πλοίο σχετικά με το οποίο ασκείται το δικαίωμα περιορισμού ή του οποίου επιδιώκεται η αποδέσμευση και που, κατά τον παραπάνω χρόνο, δεν φέρει τη σημαία Κράτους-Μέλους». Εξάλλου, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Η έννοια της διατάξεως αυτής είναι ότι οι διεθνείς συμβάσεις υπερισχύουν της εσωτερικής νομοθεσίας, όταν μεταξύ τους εντοπίζεται σύγκρουση κατά τη ρύθμιση του ίδιου θέματος. Από τα ανωτέρω, σε συνδυασμό προς το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη ως προς την έκταση εφαρμογής του συστήματος περιορισμού της ευθύνης που θεσπίζεται με τη Σύμβαση, συνάγεται ότι αυτή έχει εφαρμογή ανεξάρτητα: α) Από το δίκαιο που ρυθμίζει το ουσιαστικό περιεχόμενο της απαιτήσεως που υπόκειται σε περιορισμό, β) από το αν το πρόσωπο που ασκεί το δικαίωμα περιορισμού έχει κατοικία ή επιχειρηματική εγκατάσταση σε συμβαλλόμενο κράτος ή γ) αν το πλοίο που σχετίζεται με τον περιορισμό φέρει ή όχι τη σημαία συμβαλλόμενου κράτους. Συνέπεια αυτού είναι ότι σε όσες περιπτώσεις εφαρμόζεται η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου δεν εφαρμόζονται πλέον οιαντίστοιχες διατάξεις του ΚΙΝΔ, ενώ η διάταξη του άρθρου 77 παρ. 6α του ν. 1892/1990, που όριζε ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και η έκταση του περιορισμού της ευθύνης ή της οφειλής του πλοιοκτήτη ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο, καταργήθηκε σιωπηρώς (ΑΠ 388/2004 ΕΕμπΔ 2004.607, ΕφΠειρ 766/2010 ΕΝαυτΔ 2010.319).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη με τις προτάσεις της αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι δεν προκύπτει υπαιτιότητα του πλοιάρχου του Φ/Γ πλοίου «…» ως προς τη θέση αγκυροβόλησης του πλοίου ούτε ως προς τη μη χρήση πλοηγού κατά τη διαδικασία άπαρσης της άγκυρας, περαιτέρω δε αμφισβητεί και την εμπλοκή της άγκυρας στο ως άνω υποβρύχιο καλώδιο. Επικουρικά προβάλλει τον ισχυρισμό περί αποκλειστικής υπαιτιότητας άλλως συνυπαιτιότητας της ενάγουσας σε ποσοστό 99%στην πρόκληση της ζημίας της, αλλά και στην έκταση αυτής, για το λόγο ότι αυτή πόντισε το υποβρύχιο καλώδιο σε περιοχή που αποτελεί πολυσύχναστο θαλάσσιο δίαυλο, η οποία επιπλέον χρησιμοποιείται ως αγκυροβόλιο πλοίων, χωρίς προηγουμένως να πραγματοποιήσει «εκτίμηση κινδύνου», ως όφειλε, επιπροσθέτως δε δεν φρόντισε για την επαρκή προστασία του ούτε προέβη σε επιθεώρησή του αφού το είχε τοποθετήσει. Ο ως άνω ισχυρισμός της εναγομένης, ως προς το σκέλος αυτού περίαποκλειστικής υπαιτιότητας της ενάγουσας συνιστά άρνηση της αγωγής, ως προς το σκέλος δε αυτού περί συνυπαιτιότητάς της συνιστά ένσταση καταλυτική της αγωγής, η οποία κρίνεται ορισμένη κατ’ άρθρο 262 ΚΠολΔκαι νόμω βάσιμη, ερειδόμενη στη διάταξη του 300 ΑΚ, πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.Περαιτέρω η εναγομένη αρνείται τα αιτούμενα κονδύλια θετικής και αποθετικής ζημίας, για το λόγο ότι είναι υπέρογκα, σχετικά δε με το αιτούμενο κονδύλιο διαφυγόντων κερδών, ισχυρίζεται ειδικότερα ότι από την απώλεια ποσού 83.137 ευρώ ημερησίως -κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας- πρέπει ν’ αφαιρεθούν επί λέξει«τα έξοδα για τις ανάγκες λειτουργίας του αιολικού πάρκου, που ανέρχονται σε ποσοστό περίπου 40-50%, καθώς και ένα ποσοστό περίπου 2% επί του τζίρου, το οποίο εισφέρεται δια νόμου ως έσοδο στον τοπικό δήμο». Ο ισχυρισμός αυτός δεν συνιστά άρνηση της αγωγής, αλλά η επίκληση του συνυπολογιστέου κέρδους μπορεί με ταυτόχρονη επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών (και ποσά δαπανών κ.λπ.) να αποτελέσει ανατρεπτική της αγωγής ένσταση της εναγομένης, η οποία να οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής σε σχέση με το μέρος του αξιούμενου ποσού αποζημίωσης, το οποίο καλύπτεται από το κέρδος που αποκομίζει η ενάγουσα από το επιζήμιο γεγονός.Για να είναι, ωστόσο, η ένσταση αυτή ορισμένη, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη νομική σκέψη,θα έπρεπε ν’ αναγράφεται η αξία του κέρδους που αποκόμισε η ενάγουσα, προϋπόθεση που δεν πληρούται εν προκειμένω, με συνέπεια η σχετική ένσταση να κρίνεται αόριστη και απορριπτέα.Τέλος, η εναγομένη, με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πρότεινε επικουρικά τον ισχυρισμό περιορισμού της ευθύνης της κατά τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου της 19ης Νοεμβρίου 1976 «Για τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις», η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 1923/1991, ο οποίος (ισχυρισμός) προτάθηκε παραδεκτά, έστω και χωρίς τη σύσταση του κεφαλαίου ευθύνης της, είναι δε νόμιμος, καθόσον οι απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνονται στην αρίθμηση του άρθρου 2 της Διεθνούς αυτής Σύμβασης και δεν εξαιρούνται του περιορισμού κατά το άρθρο 3 αυτής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκανπαραπάνω στη μείζονα πρόταση. Παραπέρα, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 10 της Σύμβασης, ο περιορισμός της ευθύνης δύναται να ασκηθεί, έστω και αν δεν έχει συσταθεί το κεφάλαιο περιορισμού, που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 11 επ. της Σύμβασης, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν έχει κάνει χρήση της ευχέρειας που παρέχει η διάταξη του άρθρου 10 (δυνατότητα πρόβλεψης από την εθνική νομοθεσία εκάστου Κράτους – Μέλους της Σύμβασης ότι, σε περίπτωση αγωγής ενώπιον των δικαστηρίων του για την καταβολή απαίτησης που υπόκειται σε περιορισμό, το υπεύθυνο πρόσωπο δεν δύναται ν’ ασκήσει το δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης του, παρά μόνο εάν το κεφάλαιο περιορισμού έχει συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης ή γίνεται η σύστασή του κατά το χρόνο που γίνεται επίκληση του δικαιώματος περιορισμού της ευθύνης – βλ. σχετ. ΕφΠειρ 766/2010 ό.π.). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
(Δ) Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουνμε τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 237 παρ.1,2 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 ν. 3994/2011 και 8 παρ. 1 ν. 4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 ν. 4335/2015, προτάσεις τους και την προσθήκη σ’ αυτές, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τις επίσης επικαλούμενες και προσκομιζόμενες,σύμφωνα με τα άρθρα 421 επ. ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα αυτά προστέθηκαν με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 ν. 4335/2015,υπ’ αριθ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων … και …, που ελήφθησαν ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσης της εναγομένης (βλ. σχετ. την … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …), χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων η επικαλούμενη από την εναγόμενη διά των προτάσεών της και προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του …, κατοίκου Σεβαστούπολης της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που λήφθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Σεβαστούπολης Petrenko , διότι δεν αναφέρεται η ώρα λήψης αυτής,με συνέπεια να στερείται υποστάσεως, αφού δεν βεβαιώνεται ότι αυτή ελήφθη κατά τις αναγραφόμενες στην από 27.4.2017 κλήσηώρες (βλ. σχετ. την … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …), επομένως δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί απ’ το δικαστήριο αν η ενάγουσα, ερήμην της οποίας δόθηκε, είχε τη δυνατότητα παράστασης κατ’ αυτή, κατά βάσιμο σχετικό ισχυρισμό που αυτή προτείνει (πρβλ. ΑΠ 863/2013 ΕφΑΔ 2013.1008, ΕφΠειρ 548/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 89/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σε κάθε δε περίπτωση διότι δεν έχει τεθεί επ’ αυτής επισημείωση (apostille) της σφραγίδας της Χάγης,παρόλο που η Ρωσική Ομοσπονδία είναι συμβεβλημένο Κράτος, όπως ορίζειη εφαρμοζόμενη στα δημόσια έγγραφα -μεταξύ των οποίων και τα συμβολαιογραφικά- που έχουν συνταχθεί στο έδαφος ενός συμβαλλόμενου Κράτους και πρέπει να προσαχθούν στο έδαφος άλλου συμβαλλόμενου κράτους Σύμβαση, που υπογράφηκε στις 5.10.1961 και καταργεί την υποχρέωση επικύρωσης των αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 1497/1984 και έχει την ισχύ που ορίζει η παράγραφος 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος(πρβλ. ΑΠ 926/2014 ΠοινΔνη 2015.18), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…» είναι κυρία του αιολικού πάρκου που κατασκεύασε ως εργολάβος εταιρία, σύμφωνα με τους από 3.11.2014 Βασικούς Όρους, αντί συνολικής αμοιβής 76.940.000 ευρώ, η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…» στη νησίδα του …, ευρισκόμενη στον Σαρωνικό κόλπο, νότια της Αττικής, δυνάμει της υπ’ αριθ. 951/96/22.1.2015 Απόφασης του Υπουργείου Οικονομικών «Παραχώρησης δικαιώματος χρήσης ζώνης αιγιαλού, συνεχόμενου ή παρακείμενου θαλάσσιου χώρου και πυθμένα για την εκτέλεση των έργων “Λιμενικά έργα, δρόμος διέλευσης και υποβρύχια ζεύξη των αιολικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη νησίδα … Αττικής συνολικής ισχύος 69 MW”&“Υποβρύχια ενεργειακή ζεύξη 150 KV – Νήσος … – Λ.”, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1, 10 και 12 του άρθρου 14 του Ν. 2971/2001». Το εν λόγω έργο συμπεριλαμβάνει υποσταθμό, εσωτερικό δίκτυο και έργα διασύνδεσης με την ηπειρωτική χώρα μέσω υποθαλάσσιου καλωδίου, συνολικού μήκους περίπου 36 χιλιομέτρων, για την κατασκευή του δε ορίστηκε βασικός υπεργολάβος η εταιρία «…», η οποία με τη σειρά της προσέλαβε ως υπεργολάβους τις εταιρίες «…»και «@». Το ως άνω υποβρύχιο καλώδιο υψηλής τάσης, που συνδέει τον υποσταθμό της ΔΕΗ στο Λ. με τον 150 kV υποσταθμό GISτης νησίδας, μεταφέροντας την παραγόμενη στο αιολικό πάρκο ηλεκτρική ενέργεια, αποτελείται από ένα καλωδιακό σύστημα χάλκινων αγωγών υποβρύχιας τροφοδοσίας εναλλασσόμενης τάσης 150 KV, περιέχον δύο ενσωματωμένα καλώδια 24-οπτικών ινών, με κύρια χαρακτηριστικά ως εξής: εξωτερική διάμετρο 207 mm, βάρος στον αέρα 83 kg/m, βάρος στο νερό 62 kg/mκαι στατικό MBR 3.0 m, το οποίο κατόπιν ενεργοποίησης της προαίρεσης του άρθρου 1.3.a της υπ’ αριθ. 3573/18.12.2014 σύμβασης μεταξύ της ως άνω εργολάβου και της υπεργολάβου εταιρίας, σχεδιάσθηκε και παράχθηκε με διπλό οπλισμό (doublearmour). Περαιτέρω, κατόπιν τροποποίησης της σύμβασης αυτής την 1.6.2016, η «…» προέβη στην εκτέλεση επιπρόσθετων υποθαλάσσιων εργασιών προστασίας του υποβρύχιου καλωδιακού συστήματος, με αίτημα της βασικής εργολάβου εταιρίας, το κόστος των οποίων ανήλθε στο ποσό των ευρώ 1.955.653,88,περιελάμβαναν δε τη δημιουργία ορυγμάτων στον βυθό της θάλασσας για την εγκατάσταση του καλωδίου(trenching), καθώς και εργασίες υδροβολής για την κάλυψή του(jetting), σε μεγαλύτερο του αρχικά συμφωνηθέντος μήκος αυτού. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι οι θαλάσσιοι επιθεωρητές … χορήγησαν την από 21.12.2015 πιστοποίησή τους για την αποτελεσματικότητα της προστασίας του διενεργηθέντος από τη “…” έργου. Κατόπιν ολοκλήρωσης της εγκατάστασης του υποβρύχιου καλωδίου από την εταιρία «…», που έλαβε χώρα μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2015, η «…» με την από 9.11.2015 επιστολή της απέστειλε συνημμένο στην Υδρογραφική Υπηρεσία του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού – Διεύθυνση Χαρτογραφίας,CDμε τις συντεταγμένες των θέσεων της διαδρομής του υποβρυχίου καλωδίου, καθώς και σχέδιο της διαδρομής του, με σκοπό την ενημέρωση των ναυτικών χαρτών της Υδρογραφικής Υπηρεσίας για την εν λόγω περιοχή.Οι Βρετανικοί Ναυτικοί («ΒΑ»)χάρτες για την περιοχή, ήτοι οι ΒΑ 1038 και ΒΑ 1657, διορθώθηκαν την 14η εβδομάδα του 2016 με την υπ’ αριθ. 1668 διόρθωση (που εκδόθηκε από τη Βρετανική Υδρογραφική Υπηρεσία στις 28 Μαρτίου 2016), με τη συμπερίληψη ενός νέου υποβρυχίου ενεργειακού καλωδίου -του επίδικου-, από ένα σημείο στην ξηρά προς τα βόρεια του … μέσω του στενού της Μακρονήσου (μεταξύ της ξηράς στα δυτικά και της Μακρονήσου στα ανατολικά) μέχρι τη νησίδα ….Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μεταξύ 18.6.2016 και 19.6.2016 πραγματοποιήθηκε με επιτυχία Δοκιμή Αποδοχής (SAT) στο δίκτυο του ΑΔΜΗΕ της διασύνδεσης(βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. 20685/1.12.2015 σύμβαση σύνδεσης στο Σύστημα, μεταξύ της «ΑΔΜΗΕ ΑΕ» και της ενάγουσας, παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας εταιρίας), υπό τάση δικτύου για 24 συνεχόμενες ώρες, παραλήφθηκε δε το έργο από τον ιδιοκτήτη του στις 29.7.2016 και, τελικά, εισήλθε σε κατάσταση πλήρους παροχής ηλεκτρικής ενέργειας τον Αύγουστο του 2016, με τον ΛΑΓΗΕ να καταβάλει για την προμήθειά της 0,1375 €/KWh, πλέον ΦΠΑ 13%. Κατά τις μεσημβρινές ώρες της 31ης Αυγούστου 2016 (13.03΄), παρατηρήθηκε από την ενάγουσα και τη«…» διακοπή λειτουργίας του καλωδίου. Κατόπιν μετρήσεων και ελέγχου OTDR των οπτικών ινών του καλωδίου που διεξήγαγαν, διαπιστώθηκε βλάβη του υποβρυχίου καλωδίου σε απόσταση περίπου 3 χιλιομέτρων από τη θέση προσαιγιάλωσης στο Λ., μεταξύ των Χ.Θ. 2+600 και 3+100. Μετά τη διενέργεια αυτοψίαςαπό την εταιρία «…», που έλαβε χώρα από τις 2.9.2016 μέχρι τις πρωινές ώρες της 3ης.9.2016 με χρήση του πλοίου Αστρέα, το οποίο είναι εξοπλισμένο με το VenomROV (υποβρύχιο τηλεκατευθυνόμενο όχημα)με ενσωματωμένες κατάλληλες για υποβρύχια βιντεοσκόπηση κάμερες, για την οποία συντάχθηκε η από 5.9.2016 προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα έκθεση αυτοψίας βλάβης του υποβρυχίου καλωδίου, διαπιστώθηκε ότι οι οπτικές ίνες είχαν κοπεί σε πολλαπλά σημεία σε μια περιοχή 150 μ. και όχι σημειακά, γεγονός που, κατά την εκτίμηση της εν λόγω εταιρίας,υποδείκνυε την καταπόνηση των οπτικών ινών λόγω εφελκυσμού τους από εξωτερικό αίτιο. Σύμφωνα με τη διενεργηθείσα αυτοψία, κάθετα στη διαδρομή του καλωδίου με κατεύθυνση προς αυτή στη Χ.Θ. 2+870 παρατηρούνται εμφανή σημάδια από άγκυρα, τα οποία ταιριάζουν σε μέγεθος και σχήμα με την άγκυρα του Φ/Γ πλοίου «…»σημαίας Π. πλοιοκτησίας της εδρεύουσας στον Π. εναγομένης εταιρίας, με διαχειρίστρια εταιρία την «…».Το συγκεκριμένο πλοίο αποδείχθηκε ότι στις 31.8.2016ήταν αγκυροβολημένο σε απόσταση περίπου 3 χλμ. νοτιοανατολικά του λιμένος … και σε απόσταση 400 περίπου μέτρων νοτιοδυτικά του υποβρυχίου καλωδίου, με αποτέλεσμα η άγκυρά του, που η καδένα της έχει συνολικό μήκος 275 μέτρων (10 κλειδιά των 27,5 μέτρων έκαστο), να ποντίσει λίγα μέτρα βορειότερα του καλωδίου (η κεραία AISτου πλοίου, από το σήμα της οποίας προκύπτουν τα στοιχεία για την ακριβή θέση του πλοίου, βρίσκεται στη γέφυρα του πλοίου, σε απόσταση 115 μέτρων από την πλώρη, όπου βρίσκεται η άγκυρα, με αποτέλεσμα από το άθροισμα των 115 μέτρων της ως άνω αποστάσεως και των 275 μέτρων του μήκους της άγκυρας να προκύπτει η απόσταση των 400 περίπου μέτρων από το καλώδιο της ενάγουσας). Την ημέρα εκείνη ο πλοηγός πήρε εντολή από τον πράκτορα του πλοίου να μεθορμίσει το πλοίο από το σημείο όπου ήταν αγκυροβολημένο στον Λιμένα … για παραλαβή καυσίμου, κάλεσε δε τον πλοίαρχο περί ώρα 12.10΄στο VHF προκειμένου ν’ απάρει την άγκυρα και να πλησιάσει στην είσοδο του λιμένος, όπου θα το παραλάμβανε για να το οδηγήσει μέσα στο λιμάνι. Περί ώρα 12.40΄, επειδή το πλοίο καθυστερούσε να προσεγγίσει στην είσοδο του λιμένος, ο πλοηγός ρώτησε τον πλοίαρχο του πλοίου μέσω VHF τον λόγο της καθυστέρησης και ο τελευταίος του απάντησε ότι δυσκολευόταν να «βιράρει» την άγκυρά του. Το χρονικό αυτό διάστημα, το πλοίο μετακινήθηκε αρχικώς πάνω ακριβώς από το σημείο όπου βρισκόταν η καδένα της άγκυρας (Χ.Θ. 2 + 880), προκειμένου να την ανελκύσει, όμως αυτή, ωθούμενη και από τη ροή της θάλασσας προς τα νοτιοδυτικά, λόγω των βόρειων ανέμων μετρίας εντάσεως, που έπνεαν εκείνη την ημέρα, μετακινήθηκε νοτιοδυτικά προς το πλοίο και εισχωρώντας στο έδαφος του βυθού, που στο σημείο εκείνο ήταν αμμώδης, ενεπλάκη, λόγω και του μεγάλου βάρους της, με το καλώδιο της ενάγουσας, που στο σημείο εκείνο ήταν θαμμένο σε βάθος 0,60 μ. κάτω από τον πυθμένα του βυθού, που είχε βάθος περίπου 55 μ., εντός ειδικά κατασκευασμένου φρεατίου. Ειδικότερα, από τις διάσπαρτες ίνες πολυπροπυλενίου, μαύρου και κίτρινου χρώματος, που αποτελούσαν την εξωτερική στρώση του καλωδίου και συγκεντρώθηκαν στην προπέλα του ROVαποδεικνύεται ότι στη Χ.Θ. 2 + 880 ενεπλάκη το πρώτον η άγκυρα του πλοίου με το θαμμένο στο σημείο εκείνο καλώδιο. Η άγκυρα, όμως, δεν παρέμεινε σταθερή στο σημείο εκείνο, αλλά συνέχισε να κινείται κατά μήκος του καλωδίου, με βάση τα σημάδια εκσκαφής που ανευρέθησαν από τη Χ.Θ. 2 + 830 μέχρι τη Χ.Θ. 2 + 880 παράλληλα με την αρχική διαδρομή του καλωδίου, με συνέπεια τη σταδιακή καταστροφή του και την εκτροπή του μέχρι και 6 μ. εκτός άξονα από τη Χ.Θ. 2 + 650 μέχρι τη Χ.Θ. 2 + 880 (βλ. σχετ. και τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται). Τελικά, το εν λόγω πλοίο αναχώρησε από τη θέση αγκυροβολίου περί τις 13.00 προς τον λιμένα …, όπου κατέπλευσε περί ώρα 13.40, και στη συνέχεια, περί ώρα 18.45, αγκυροβόλησε εκ νέου στην ίδια θαλάσσια περιοχή. Τη δεδομένη στιγμή, άλλωστε, δεν βρισκόταν άλλο πλοίο αγκυροβολημένο στο σημείο εκείνο πλην του «…» (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. Πρωτ. … από 2.9.2016 έγγραφο του Κεντρικού Λιμεναρχείου … – Αρχηγείο Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής). Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι το πλοίο «…», μεταφοράς χύδην φορτίου, που ήταν αγκυροβολημένο πολύ κοντά στη χαρτογραφημένη θέση του υποβρύχιου καλωδίου μέχρι την 14η Αυγούστου, μπορεί να προκάλεσε ζημιές στο καλώδιο ή να το ανέσυρε στον πυθμένα του βυθού και να το μετατόπισε, καθώς η άγκυρά του «ξέσυρε» πάνω από τη χαρτογραφημένη θέση του καλωδίου το απόγευμα της 13ης Αυγούστου, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, αφού τα σχετικά αναφερόμενα στην από 17.11.2016 έκθεση των «…», που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγομένη, ανάγονται σε επίπεδο πιθανολόγησης (βλ. ιδίως συμπεράσματα 7.5. «το υποβρύχιο καλώδιο μπορεί να μην ήταν στη χαρτογραφημένη θέση του τη στιγμή που το …σήκωσε την άγκυρά του στις 31 Αυγούστου είτε επειδή το καλώδιο (α) είχε προηγουμένως μετατοπιστεί από το …κατά τη διάρκεια του Αυγούστου ή (β) δεν είχε ποντιστεί από την αρχή στη χαρτογραφημένη θέση του» – με τη σημείωση ότι το στοιχείο (β) δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό μέσο), περαιτέρω δε η διακοπή τροφοδοσίαςτου Συστήματος παρατηρήθηκε το πρώτον την 31η Αυγούστου 2016, χωρίς μέχρι τότε να έχει υπάρξει οποιαδήποτε δυσλειτουργία στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη εταιρία, πλοιοκτήτρια του πλοίου «…», ευθύνεται για την επελθούσα σε βάρος της ενάγουσας ζημία, συνεπεία της αδικοπραξίας του προστηθέντος πλοιάρχου της με το όνομα …, υπηκόου Ουκρανίας. Ο τελευταίος, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη σωστή θέση αγκυροβολίας του πλοίου του με σκοπό τη μη παρακώλυση της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας, δεν έλαβε υπόψη του τους θεσμοθετημένους ναυτιλιακούς χάρτες, οι οποίοι είχαν συμπεριλάβει το υποβρύχιο καλώδιο με πρόσφατη διόρθωση, και αγκυροβόλησε το πλοίο του σε απόσταση 400 περίπου μέτρων από αυτό, παραβλέποντας και τη διάταξη του άρθρου 10 του Γενικού Κανονισμού …, που στην παρ. 2 αυτής ορίζει: «Απαγορεύεται η αγκυροβολία πλοίων εις απόσταση μικροτέρα από πεντακόσια (500) μέτρα από κάθε υποβρυχία κατασκευή ή καλώδιο» (Απόφαση ΥπΕμπορΝαυτιλίας 1046/9.3.1978, ΦΕΚ Β΄ 460/12.5.1978). Σχετικά η εναγομένη υποστηρίζει ότι το στίγμα αγκυροβόλησης του πλοίου δόθηκε στον πλοίαρχο από το Λιμεναρχείο …, με ακριβείς συντεταγμένες, προσκομίζει δε προς απόδειξη του ισχυρισμού της αυτού χειρόγραφο σημείωμα με γεωγραφικά στίγματα και τη λέξη «exaktly». Ωστόσο, από το σημείωμα αυτό, το οποίο δεν φέρει τα στοιχεία του εκδότη του προκειμένου να αποσαφηνιστεί αν αφορά σε οδηγία του Λιμεναρχείου ή του πλοηγού, δεν αναφέρει τα στοιχεία του πλοίου στο οποίο αφορά ούτε την ημερομηνία κατά την οποία συντάχθηκε, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι το πλοίο «…»ήταν αγκυροβολημένο ήδη αρκετές μέρες πλησίον του λιμένος …, τουλάχιστον από τις 17.8.2016 (βλ. την από 19.5.2017 απάντηση του Κ.Λ/Χ … σχετικά με το υποβρύχιο καλώδιο, αποσταλείσα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως με την προσθήκη στις προτάσεις της η ενάγουσα) και είχε μετακινηθεί και κατά τις προηγούμενες μέρες από τη θέση αγκυροβολίας του (βλ. σχετ. την από 5.9.2016 έκθεση αυτοψίας βλάβης του υποβρυχίου καλωδίου της «…», στην οποία αναφέρεται ότι από την ανάλυση των δεδομένων, όπως αυτά έχουν καταγραφεί στη βάση δεδομένων AIS, το πλοίο πλησίασε και αγκυροβόλησε πάνω στο RPLτου καλωδίου στις 30.8.2016), το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε άρση της ευθύνης του πλοιάρχου ως προς τη θέση αγκυροβολίας του πλοίου του, ο οποίος είναι και ο μοναδικός υπεύθυνος γι’ αυτήν, ακόμη και στην περίπτωση χρήσης πλοηγού. Και ναι μεν η χρήση πλοηγού είναι υποχρεωτική, σύμφωνα με το άρθρο 183 ΚΔΝΔ, στις περιοχές όπου υπάρχει πλοηγικός σταθμός, όπως στον λιμένα …, πλην όμως ο πλοίαρχος του πλοίου είναι ο απόλυτα υπεύθυνος για τον ασφαλή χειρισμό του υπό διακυβέρνησή του πλοίου, ακόμα και σε περίπτωση υποχρεωτικής πλοηγίας, και θα πρέπει να μην εμπιστεύεται απόλυτα τον πλοηγό αλλά αντίθετα να λαμβάνει πρόσθετα μέτρα αντιμετώπισης έκτακτων καταστάσεων (όπως ανακρέμαση των αγκυρών σε απόλυτη ετοιμότητα, συνεχή έλεγχο και παρακολούθηση ενδείξεων βυθομέτρου και ραντάρ), όταν το πλοίο του εισπλέει σε λιμένες ή περιορισμένους θαλάσσιους χώρους, ο δε πιλότος εισφέρει τις ειδικές γνώσεις του επί των τοπικών συνθηκών, των συνήθων κινήσεων των ανέμων που προσβάλλουν εκάστη περιοχή, τον καιρό, τις παλίρροιες, τα αβαθή και γενικά οτιδήποτε μπορεί να αυξήσει σημαντικά τα στοιχεία που παρέχει ο ναυτικός χάρτης (βλ. σχετ. εκτύπωση από την ιστοσελίδα https://el.wikipedia.org./wiki/Πλοηγός_(επάγγελμα), που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη). Εν προκειμένω, το υποβρύχιο καλώδιο απεικονιζόταν στους ναυτικούς χάρτες που είχε στη διάθεσή του ο πλοίαρχος, ο οποίος συνεπώς υποχρεούτο σε κάθε περίπτωση να διασφαλίσει τη μη βλάβη του, αγκυροβολώντας σε ασφαλή απόσταση από αυτό. Ισχυρίζεται σχετικά η εναγομένη ότι δεν ήταν δυνατόν ο αλλοδαπός πλοίαρχος να γνωρίζει την ως άνω πρόβλεψη του Γενικού Κανονισμού … περί απαγόρευσης αγκυροβολίας σε απόσταση μικρότερη των 500 μ. από αυτό. Ωστόσο, στο «Εγχειρίδιο προς ναυτιλλομένους (NP 100)» (“TheMariner’sHandbook”), 8ηέκδ. 2004, που η ίδια προσκομίζει και επικαλείται, υπάρχει Προειδοποίηση όσον αφορά στα υποθαλάσσια καλώδια (3.169), που εκφράζεται ειδικότερα ως εξής: «Κάθε προσοχή πρέπει να δίνεται ώστε να αποφεύγεται η αγκυροβόληση … πλησίον των υποβρυχίων καλωδίων». Εξάλλου, σύμφωνα με τις «Ναυτικές Οδηγίες Ναυσιπλοΐας – MediterraneanPilotVolume 4»της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου, ΝΡ48 – 16ηέκδ. 2014, στο Κεφάλαιο των Κανονισμών (Διεθνείς Κανονισμοί – Υποβρύχια Καλώδια και αγωγοί) – 1.32, συνιστάται στους ναυτικούς να μην αγκυροβολούν ή αλιεύουν κοντά σε αγωγούς, παρακάτω δε γίνεται ειδική αναφορά στον λιμένα … και στην υποχρεωτικότητα της πλοήγησης για όσα πλοία εισέρχονται σε αυτόν, με τόπο επιβίβασης (του πλοηγού) 4 στάδια Νότια των Άκρων Εργαστηρίων, ακριβώς έξω από την είσοδο του λιμένα. Η έννοια του «πλησίον» (αγγλιστί “vicinity”) δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απόσταση μικρότερη των 500 μ., με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του εν λόγω Φ/Γ πλοίου, την έκταση της καδένας και την τελική απόληξη της άγκυρας, καθώς, εάν το “…” είχε αγκυροβολήσει σε απόσταση μεγαλύτερη των 500 μ. από το καλώδιο (η κεραία AIS, που δίνει το στίγμα του, να είναι σε απόσταση μεγαλύτερη των 500 μ. από το καλώδιο), δεν θα υπήρχε κίνδυνος εμπλοκής της άγκυράς του με αυτό. Επομένως, ανεξαρτήτως του αν ο Ουκρανός πλοίαρχος γνώριζε τον Γενικό Κανονισμό … -που, σημειωτέον, όφειλε να γνωρίζει, καθώς εισέπλεε στο εν λόγω Λιμάνι και όφειλε να συμμορφώνεται προς τους υφιστάμενους Κανόνες, περιβεβλημένους με τον τύπο της ΥΑ-, όφειλε να μην αγκυροβολήσει το πλοίο του σε απόσταση μικρότερη των 500 μ. από αυτό, αλλά να ζητήσει από το Λιμεναρχείο να του ορίσει νέα θέση ή τουλάχιστον να φροντίσει ώστε η γέφυρά του να είναι σε απόσταση μεγαλύτερη των 500 μ. από αυτό και η καδένα της άγκυράς του νοτιότερα του καλωδίου, σύμφωνα και μετο «Εγχειρίδιο προς ναυτιλλομένους (NP 100)» (“TheMariner’sHandbook”), Κανόνας 3.169, καθώςκαι τις «Ναυτικές Οδηγίες Ναυσιπλοΐας – MediterraneanPilotVolume 4»της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου, ΝΡ48 – 16ηέκδ. 2014, Κανόνας 1.32. Σημειώνεται ότι από τις 15.10.2012 το κύριο σύστημα παρακολούθησης πλοίων και επικοινωνιών της Υπηρεσίας του Λιμεναρχείου … είχε τεθεί εκτός λειτουργίας, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο ακριβής προσδιορισμός- έλεγχος και η εποπτεία της ακριβούς θέσεως στην οποία έχει αγκυροβολήσει το κάθε πλοίο, ωστόσο η δυσλειτουργία αυτή είχε γνωστοποιηθεί στην Υδρογραφική Υπηρεσία και στο NAVTEX, σύμφωνα με την ΩΠ:301130/07-15 Διαταγή ΥΝΑ/ΑΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ./ΔΑΝ. Ο πλοίαρχος, πέραν της προπεριγραφείσας ευθύνης του, συνιστάμενης στη θέση αγκυροβόλησης του πλοίου, ευθύνεται περαιτέρω γιατί, ενώ αντελήφθη ότι η άγκυρά του είχε εμπλακεί στο εμφαινόμενο σε όλους τους ναυτικούς χάρτες που είχε στη διάθεσή του υποβρύχιο καλώδιο, δεν σταμάτησε τη διαδικασία άπαρσης της άγκυρας προκειμένου να ζητήσει βοήθεια από το Λιμεναρχείο, από εξειδικευμένο συνεργείο ή / και δύτες, οι οποίοι με τα κατάλληλα μέσα θα απέμπλεκαν το καλώδιο από την άγκυρα με ανεπαίσθητες, σε κάθε περίπτωση πολύ μικρότερες των τελικώς επελθουσών, ζημίες, αλλά επέμεινε, εκτελώντας εσφαλμένους χειρισμούς και κινώντας την άγκυρα κατά μήκος του καλωδίου προκειμένου να την «βιράρει»,με συνέπεια τη σταδιακή καταστροφή του και τη διακοπή τροφοδοσίας του Συστήματος με την παραγομένη στους αιολικούς σταθμούς ηλεκτρική ενέργεια, περί ώρα 13.03΄. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την από 16.9.2016 έκθεση έρευνας – φάση 2 που διεξήγαγε η «…»στα πλαίσια πλέον της επισκευής του βλαβέντος καλωδίου, η οποία ήταν πιο λεπτομερής έναντι της από 5.9.2016 προγενέστερης έκθεσης αυτοψίας βλάβης και για την οποία ομοίως χρησιμοποίησε το MPSV (ΣΥΠΧ – Σκάφος Υποστήριξης Πολλαπλών Χρήσεων) Astrea που ήταν εξοπλισμένο με το ΤΟVenom, κάμερες, multibeamκαι σόναρ, το καλώδιο βρέθηκε κατεστραμμένο σε πέντε σημεία και κομμένο στη Χ.Θ. 2 + 861, όπου βρέθηκε να έχει απόσταση από την αρχική του θέση περίπου 60 μ., ενώ στη Χ.Θ. 2 + 873 εντοπίστηκε το άλλο κομμένο άκρο του καλωδίου, λόγω δε της βλάβης των εξωτερικών στρωμάτων του καλωδίου, ο οπλισμός του ήταν ορατός από τη Χ.Θ. 2 + 720 μέχρι τη Χ.Θ. 2 + 800.Όπως ειδικότερα διαπιστώθηκε, για 1.100 περίπου μέτρα (από τη θέση 2 + 286 έως τη θέση 3 + 100) το καλώδιο είχε ανέλθει στην επιφάνεια του βυθού και είχε μετατοπισθεί από τον άξονά του από 5 έως 26 μέτρα προς το νότο, ενώ ένα τμήμα του δώδεκα περίπου μέτρων από τη θέση 2 + 861 έως και τη θέση 2 + 873 είχε αποκοπεί. Όλη αυτή η βλάβη, που πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυξανόταν από την ημέρα του ατυχήματος έως την επιθεώρηση, συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι έως την ημέρα της επιθεωρήσεως μεσολάβησε και άλλος κίνδυνος για το καλώδιο. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι τόσο στην αρχική έκθεση αυτοψίας βλάβης όσο και στη μεταγενέστερη έκθεση έρευνας – φάση 2, αναφέρεται ότι υπάρχουν εμφανή σημάδια δραστηριότητας από αλιευτικά σκάφη (τράτες), καθώς και διάσπαρτα καλώδια, σύρματα και κομμάτια σχοινιών πρόσδεσης σε διάφορα σημεία της επιθεωρούμενης διαδρομής, ενδεικτικά επίσης των αλιευτικών δραστηριοτήτων στην περιοχή. Οι αλιευτικές δραστηριότητες, όπως και οιάγκυρες και η απόρριψη βυθοκορημάτων συνιστούν κύριες απειλές για τα υποβρύχια καλώδια, με συνέπεια να καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή προγράμματος προληπτικής συντήρησης για τον περιορισμό των βλαβών, μεταξύ των οποίων η βαθυμετρική επισκόπηση, η παρακολούθηση του βάθους ταφής των καλωδίων και η σύγκρισή του με το αρχικό, όπως και η επισκόπηση με σόναρ σάρωσης βυθού, δραστηριότητες που θα πρέπει να διεξάγονται κάθε 1 έως 2 χρόνια (βλ. το από 8.2.2016 υπόμνημα …). Εν προκειμένω, δεδομένης της πρόσφατης εγκατάστασης του υποβρυχίου καλωδίου και της πολύ μικρής λειτουργίας του, κατά τα προεκτεθέντα, δεν έχρηζε αυτό επιθεώρησης. Άλλωστε, η ενάγουσα εταιρία συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις της που προβλέπονταν από την υπ’ αριθ. Πρωτ. 951/96/22.1.2015 ως άνω Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Συγκεκριμένα ικανοποιήθηκαν οι κάτωθι όροι που ενδιαφέρουν στην ένδικη περίπτωση: «… ii) Το υποθαλάσσιο τμήμα του καλωδίου, μέχρι τουλάχιστον του ισοβαθούς των είκοσι (20) μέτρων, να τοποθετηθεί εντός τάφρου υπό τον βυθό, ο δε βυθός άνωθεν αυτού να επανέλθει στην πρότερή του μορφή και κατάσταση, iii)Να αποφευχθεί κατά το δυνατόν η διασταύρωση του καλωδίου με άλλα ήδη υπάρχοντα στην περιοχή και στην περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο, να ληφθεί μέριμνα για την αποφυγή πρόκλησης βλάβης στα ήδη υφιστάμενα καλώδια, … vi) Μετά το πέρας εκτελέσεως των εργασιών εγκαταστάσεως του υποθαλάσσιου τμήματος του καλωδίου, να αποσταλούν στην ανωτέρω Υπηρεσία [Υδρογραφική] τα πιο κάτω στοιχεία της θέσεως αυτού, όπως αυτό ποντίστηκε, προκειμένου να ενημερωθούν οι αντίστοιχοι ΧΕΕ: 1. Οι συντεταγμένες των σημείων προσαιγιαλώσεως του καλωδίου. 2. Οι συντεταγμένες της πορείας του καλωδίου στο βυθό. 3. Τα αντίστοιχα βάθη (εφόσον έχουν μετρηθεί). 4. Η θεωρητική ακρίβεια με την οποία έχουν προσδιορισθεί οι συντεταγμένες. Οι πληροφορίες των ανωτέρω υποπαραγράφων είναι δυνατόν να αποσταλούν και σε ψηφιακή μορφή (Autocard 2) για ενημέρωση της σχετικής βάσης δεδομένων της Υδρογραφικής Υπηρεσίας». Προβλέπεται, ωστόσο, υπό στοιχ. xi) στην ως άνω ΥΑ, ως πρόσθετος όρος «να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας κατά την εκτέλεση των εργασιών και τη μετέπειτα λειτουργία του έργου, ώστε να μην προκύψει κίνδυνος πρόκλησης ατυχήματος στους χερσαίους και θαλάσσιους χώρους». Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ενάγουσα δεν έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή πρόκλησης ατυχήματος. Συγκεκριμένα, δεν έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι η θαλάσσια περιοχή από την οποία διερχόταν το υποβρύχιο καλώδιο και ειδικότερα το σημείο στο οποίο επήλθε η βλάβη του χρησιμοποιούνταν ευρέως για αγκυροβολία πλοίωνείτε για εμπορικές πράξεις είτε εν αναμονή εισόδου στον λιμένα … ή στον λιμένα ΔΕΗ …, καθώς δεν υπάρχει θεσμοθετημένομε προεδρικό διάταγμα αγκυροβόλιο στον δίαυλο μεταξύ Αττικής και νήσου Μακρονήσου, ο δε όρμος Θορικού χρησιμοποιείται ως καταφύγιο πλοίων στην περίπτωση δυσμενών καιρικών συνθηκών(βλ. σχετ. το από 19.5.2017 ηλεκτρονικό μήνυμα τουΚ. Λ/Χ …), ήτοι δεν περιορίζεται το αγκυροβόλιο σε μια αυστηρά οριοθετημένη περιοχή, όπως αβασίμως υποστηρίζει η ενάγουσα. Σημειώνεται ότι δεν είχε προβεί σε Μελέτη Εκτίμησης Κινδύνου (“riskassessment”) σχετικά με την πόντιση και εγκατάσταση του υποβρυχίου καλωδίου. Το γεγονός αυτό επιτείνει την ευθύνη της, καθώς ναι μεν έλαβε κάποια πρόσθετα μέτρα προστασίας, για τα οποία έγινε λόγος ανωτέρω, αυτά όμως δεν ήταν επαρκή. Ειδικότερα, ενώ στη σύντομη περιγραφή εργασιών που έχει επισυναφθεί στην από 23.12.2014 … τροποποίηση της σύμβασης μεταξύ της «…» και της «…» προβλέπεται υπό το στοιχ. Β) η τοποθέτηση του καλωδίου με θάψιμο με υδροβολή / δημιουργία ορυγμάτων, καθώς και η πρόσθετη προστασία με κελύφη χυτοσιδήρου ή / και τσιμεντοστρώματα, σύμφωνα με τον Πίνακα Dτου Παραρτήματος 3 και την τεχνική προσφορά του εργολάβου, τελικά σε κανένα σημείο του καλωδίου δεν τοποθετήθηκαν κελύφη χυτοσιδήρου ή / και τσιμεντοστρώματα, όπως προκύπτει από τον Πίνακα Α.3.1. της από 1.6.2016 τροποποίησης της ως άνω σύμβασης, μάλιστα δε δεν εκτελέσθηκαν ούτε οι αρχικώς συμφωνηθείσες εργασίες, που προέβλεπαν την τοποθέτηση CIS (CastIronShells) σε μήκος 865 μ. Παρά δε την περί του αντιθέτου κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας …, ηλεκτρολόγου μηχανικού, στην υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση, η πρόσθετη προστασία με κελύφη από χυτοσίδηρο ή / και τσιμεντοστρώματα ήταν αναγκαία εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη το ότι η ευρύτερη περιοχή χρησιμοποιούνταν ως αγκυροβόλιο, υπήρχε δε σ’ αυτήν έντονη αλιευτική δραστηριότητα, τα σημάδια της οποίας ήταν ήδη εμφανή στο καλώδιο, όπως προεκτέθηκε, παρά τον σύντομο χρόνο λειτουργίας του. Άλλωστε, μετά την αποκατάσταση της βλάβης τοποθετήθηκαν τσιμεντοστρώματα για την προστασία του καλωδίου στην περιοχή, μη εμφαινόμενου πειστικού στο Δικαστήριοτου ισχυρισμού του ως άνω μάρτυρα ότι τούτο έγινε επειδή δεν ήταν δυνατή η δημιουργία ορύγματος, κατόπιν εκσκαφής από το ερπυστριοφόρο βραχοκοπτικό μηχάνημα, για να ταφεί το καλώδιο.Περαιτέρω, η ενάγουσα εταιρία φέρει μερίδιο ευθύνης στην πρόκληση και έκταση της ζημίας της και ως προς το βάθος ταφής του καλωδίου.Συγκεκριμένα, με βάση την από 16.5.2010 οριστική μελέτη – τεχνική έκθεση των προς εκτέλεση εργασιών για την εγκατάσταση της υποβρύχιας ενεργειακής ζεύξης Ν. … – Λ., του διπλ. αγρον. – τοπογράφου μηχανικού Ελευθέριου Τσαβλίρη, που είναι καταχωρημένη στο αρχείο της Διεύθυνσης Λιμενικών και Κτιριακών Υποδομών (ΔΙΛΙΚΥΠ) της Γενικής Γραμματείας Λιμένων Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών Επενδύσεων του ΥΝΑΝΠ, προβλέφθηκε στην περιοχή προσαιγιάλωσης … και την περιοχή προσαιγιάλωσης … η εκσκαφή υποθαλάσσιας τάφρου, ελάχιστου βάθος 1.5 μ., στον θαλάσσιο πυθμένα και η επανεπίχωσή της για την προστασία του καλωδίου, μετά την τοποθέτησή του, από την ακτογραμμή στο σημείο προσαιγιάλωσης στον … και στον θερμοηλεκτρικό σταθμό της ΔΕΗ στο Λ. αντίστοιχα, μέχρι βάθους θάλασσας 20 μ. κατά μήκος της υποθαλάσσιας διαδρομής του καλωδίου. Ως προς το πελάγιο τμήμα της ζεύξης, προβλέφθηκε πόντιση του καλωδίου και ταφή του, σε όλο το μήκος του μεταξύ των ισοβαθών των 20 μ. στις δύο ακτές, σε βάθος τουλάχιστον 1 μ. κάτω από τον πυθμένα με χρήση ειδικού συστήματος ταφής υποβρυχίων καλωδίων σε μεγάλα βάθη με υδροβολή (jetting) από τηλεχειριζόμενο υποβρύχιο όχημα (ROV). Επομένως, το βάθος ταφής του υποβρυχίου καλωδίου στο σημείο επέλευσης του ατυχήματος (0.6 μ.) ήταν μικρότερο του προβλεπόμενου (1 μ.), στοιχείο που επισημαίνεται και στο από 8.2.2016 υπόμνημα της εταιρίας «…», που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω αποδειχθέντων, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμης κατ’ ουσίαντης κατ’ άρθρο 300 ΑΚ ένστασης συντρέχοντος πταίσματος που πρότεινε η εναγομένη, η προπεριγραφείσα ζημία του υποβρυχίου καλωδίου της ενάγουσας οφείλεται σε ποσοστό 65% σε αμέλεια του πλοιάρχου του πλοίου «…»πλοιοκτησίας της εναγομένης, προστήσασας αυτόν, επιδειχθείσας κατά τη διαδικασία αγκυροβολήσεως του πλοίου και απάρσεως της άγκυρας, και σε ποσοστό 35% σε αμέλεια της ενάγουσας, νομίμως εκπροσωπουμένης, της προστηθείσας εργολάβου της“…”και των υπεργολάβων του έργου“…” και “…”,επιδειχθείσα κατά την εγκατάσταση, τοποθέτηση και ενταφιασμό του υποβρυχίου καλωδίου, οι οποίοι δεν κατέβαλαν την κατ’ αντικειμενική κρίση απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή, την οποία κάθε μέσος συνετός ναυτικός και εργολάβος, αντίστοιχα, θα κατέβαλλε, εάν βρισκόταν στην ίδια κατάσταση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά τη διαπίστωση της βλάβης η ενάγουσα εταιρία ανέθεσε στην «…» ως εργολάβο την επισκευή του υποθαλάσσιου καλωδίου, με υπεργολάβους τις ως άνω «…» και «……». Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που προβλεπόταν στην από 13.9.2016 προσφορά της «…» οι υπεργολάβοι ξεκίνησαν τις εργασίες στις 14.9.2016, με επιθεώρηση του καλωδίου από το τηλεχειριζόμενο όχημα VENOM. Οι εργασίες επισκευής και μετέπειτα προστασίας λειτουργίας του τμήματος του καλωδίου που αντικαταστάθηκε εκτελέσθηκαν σε τέσσερις φάσεις, ήτοι: 1. έρευνα βλάβης καλωδίου, 2. άμεση κοπή και σφράγιση του κατεστραμμένου καλωδίου, 3. φόρτωση ανταλλακτικού καλωδίου & μεταφορά στο χώρο εργασιών, παροχή σταθερής πλατφόρμας για τις εργασίες σύνδεσης, ανεύρεση και απόρριψη του καλωδίου στον βυθό, 4. σύνδεση του καλωδίου με τη χρήση του ανταλλακτικού καλωδίου και των δυο επισκευαστικών συνδέσμων προμήθειας του ιδιοκτήτη και 5. προστασία με δημιουργία ορυγμάτων & στρώματα τσιμέντου. Για την εκτέλεση των εργασιών αυτών, καθώς και τη διαχείριση του έργου, τεκμηρίωση & ολοκλήρωση και τη συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις ασφάλειας & εγγύησης ορίστηκε ως κατ’ αποκοπή τιμή αποζημίωσης το ποσό των 9.650.000 ευρώ, πλέον δε αυτού δαπανήθηκαν τα κάτωθι ποσά: 78.000 ευρώ για πλοίο περιπολίας κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης και προστασίας του καλωδίου, 600.000 ευρώ για αγορά μουφών, 542.966 ευρώ για αγορά ανταλλακτικού καλωδίου, 350.000 ευρώ για ηλεκτρικές μετρήσεις καλωδίου (τεστ αντοχής), 35.000 ευρώ για σύμβουλο / επιβλέποντα κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης και προστασίας του καλωδίου H2Offshore, 62.000 ευρώ για υπηρεσίες διαχείρισης ΤΕ και συνολικά 11.318.154 ευρώ. Για το ποσό αυτό πλέον ΦΠΑ 24% 2.716.356,96 ευρώ, ήτοι συνολικά για το ποσό των 14.034.510,96 ευρώ εκδόθηκε το υπ’ αριθ. 1016/14.11.2016 τιμολόγιο της «Τέρνα Ενεργειακή ΑΒΕΤΕ». Από το άνω ποσό, που αποτελεί τη θετική ζημία της ενάγουσας συνεπεία του ένδικου περιστατικού, η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει ποσοστό 65%, ήτοι (14.034.510,96 × 65% =) 9.122.432,124 ευρώ. Πρέπει δε να σημειωθεί, σχετικά με την αναγνώριση οφειλής και του αντιστοιχούντος στο ποσοστό συνυπαιτιότητας της εναγομένης Φ.Π.Α., ότι, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ.1, 3 παρ.1, 4, 8 παρ.1, 14 παρ.1, 16 παρ. 1 και 2, 19 παρ.1, 21, 35 παρ.1 και 36 του Ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» (ΦΕΚ Α΄ 248), ο οποίος κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο το Ν. 1642/1986 (ΦΕΚ Α΄ 125) που εισήγαγε τον ανωτέρω φόρο στη χώρα, με τις εντωμεταξύ επελθούσες αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του, οι οποίες ως ειδικές, υπερισχύουν αυτών του ενδοτικού δικαίου, όπως είναι και η διάταξη του άρθρου 425 του ΑΚ με την οποία ορίζεται ότι «τα έξοδα της εξοφλητικής απόδειξης φέρει ο οφειλέτης, αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση», σαφώς προκύπτει ότι στην περίπτωση σύμβασης έργου, κατά την οποία ο εργολάβος παρέχει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη για την εκτέλεση του έργου έναντι αμοιβής, για την οποία είναι υπόχρεος στην έκδοση τιμολογίων και την απόδοση προς το Δημόσιο του αναλογούντος σε αυτά Φ.Π.Α., ο οποίος επιρρίπτεται στον εργοδότη, ως λήπτη των παρεχόμενων σε αυτόν υπηρεσιών και υπόχρεο συνεπεία τούτου στην καταβολή του, εφόσον ο εργολάβος προβεί στην έκδοση των σχετικών τιμολογίων, που τον υποχρεώνουν στην απόδοση του αναλογούντος σ’ αυτά Φ.Π.Α. στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., εντός των χρονικών ορίων που τίθενται από τις σχετικές διατάξεις του ως άνω νόμου, χωρίς ωστόσο να έχει προεισπράξει τον φόρο αυτό από τον εργοδότη, δικαιούται να τον επιδιώξει απ’ αυτόν, κατά τις ως άνω διατάξεις, και επικουρικώς, εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκτός αν ο εργοδότης επικαλεσθεί και αποδείξει ειδική συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργολάβου, με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει την τοιαύτη υποχρέωσή του (ΑΠ 1113/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Εξάλλου, η προταθείσα από την εναγομένη ένσταση συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας ως προς την έκταση της ζημίας της, διότι με την επιλογή της συγκεκριμένης εργολάβου και των συνεργαζόμενων με εκείνη υπεργολάβων προέβη σε υπέρογκες δαπάνες που θα μπορούσαν να περιορισθούν εάν είχε προηγηθεί έρευνα αγοράς και απευθυνόταν σε κάποια εταιρία που θα διέθετε ήδη (και όχι κατόπιν μετασκευών) το απαραίτητο σκάφος και με χαμηλότερες τιμές, κρίνεται αβάσιμη κατ’ ουσία και απορριπτέα, καθώς η ενάγουσα, ως ζημιωθείσα, διατηρούσε το δικαίωμα επιλογής του εργολάβου που θα αναλάμβανε την αποκατάσταση της βλάβης. Η αποδοχή της προσφοράς της «…», με την οποία συνδεόταν με σχέση εμπιστοσύνης, καθόσον αυτή είχε εγκαταστήσει το πρώτον το καλώδιο με τις ως άνω υπεργολάβους, δικαιολογεί τη συνεργασία τους και κατά το στάδιο αποκατάστασης της βλάβης, από κανένα δε στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η προσφορά της τελευταίας ήταν δυσανάλογα υψηλότερη από τις αντίστοιχες άλλων εταιριών στην ελληνική αγορά ούτε ότι η χρέωση ήταν υπέρογκη. Περαιτέρω, συνεπεία της βλάβης στο υποβρύχιο καλώδιο και μέχρι την επισκευή του, το αιολικό πάρκο δεν λειτούργησε από 31.8.2016 (και ώρα 13.00) έως 9.10.2016 (και ώρα 17.00), καθώς και από 20.10.2016 (και ώρα 10.40) έως 2.11.2016 (και ώρα 23.50). Σημειώνεται ότι κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα (9.10.2016 – 20.10.2016) το αιολικό πάρκο τέθηκε σε λειτουργία, η οποία όμως διακόπηκε στις 20.10.2016 για να εκτελεσθούν οι απαραίτητες εργασίες προστασίας του καλωδίου. Κατά το χρονικό διάστημα μη λειτουργίας του αιολικού πάρκου, αν δεν είχε μεσολαβήσει η βλάβη του υποβρυχίου καλωδίου οι αιολικοί σταθμοί της ενάγουσας θα συνέχιζαν κανονικά τη λειτουργία τους και θα είχε παραχθεί, με βάση την ταχύτητα και τη διεύθυνση των ανέμων, ενέργεια 32.579 MWh, σύμφωνα με τις μετρήσεις του ιστού του ανεξάρτητου Εργαστηρίου Ανεμολογικών Μετρήσεων της «…». Επειδή δε η τιμή πώλησης της ενέργειας ανερχόταν στο ποσό των 137,5 €/MWh (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. 5/16.9.2016 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο για τη «…»), η συνολική απώλεια εσόδων για τις ως άνω αναφερθείσες χρονικές περιόδους ανέρχεται στο ποσό των 4.479.621 ευρώ, που αποτελούν την αποθετική ζημία της ενάγουσας, ήτοι το ποσό που με πιθανότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θ’ αποκέρδαινε αν δεν είχε μεσολαβήσει το ένδικο περιστατικό. Εκ του ποσού αυτού, η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα ποσοστό 65%, ήτοι (4.479.621 × 65% = ) 2.911.753,65 ευρώ. Συνολικά λοιπόν, για την ανωτέρω αιτία η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (9.122.432,124 + 2.911.753,65 =) 12.034.185,774 ευρώ. Κατόπιν τούτου, παρέλκει η έρευνα της επικουρικώς προβληθείσας ένστασης περιορισμού της ευθύνης της εναγομένης κατ’ εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του 1976, σε κάθε δε περίπτωση αυτή τυγχάνει απορριπτέα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 αυτής, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα με την προσθήκη στις προτάσεις της, καθόσον, από την επιμονή του πλοιάρχου κατά τη διαδικασία άπαρσης της άγκυρας, που διήρκεσε περί τα 45΄, ενώ είχε αντιληφθεί ότι αυτή είχε εμπλακεί στο υποβρύχιο καλώδιο, με βάση τους ναυτικούς χάρτες που κατείχε, αποδεικνύεται ότι αυτός επέδειξε αδιαφορία με γνώση ότι θα επακολουθήσει πιθανά η ένδικη ζημιά της ενάγουσας, δηλαδή η τελευταία οφείλεται σε συμπεριφορά του που συνιστά ιδιόρρυθμο πταίσμα, το οποίο δεν συμπίπτει με την έννοια του πταίσματος του κοινού δικαίου, αλλά τοποθετείται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου,ανάμεσα στον ενδεχόμενο δόλο και τη βαριά (ενσυνείδητη) αμέλεια.Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως βάσιμη και κατ’ουσίαν και ν’ αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούταινα καταβάλει στην ενάγουσατο συνολικό ποσό των δώδεκα εκατομμυρίων τριάντα τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ογδόντα πέντε ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (12.034.185,77 €), με το νόμιμο τόκο απ’ την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, η εναγόμενη πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας της και κατά την έκταση αυτής, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας[άρθρα 178 παρ. 1, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 58 παρ. 3,4α, 63 παρ. 1i, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013)], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσατο συνολικό ποσό των δώδεκα εκατομμυρίων τριάντα τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ογδόντα πέντε ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (12.034.185,77 €), με το νόμιμο τόκο απ’ την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εβδομήντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (72.500 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις30 Ιανουαρίου 2018, δημοσιεύθηκε δε στις 13 Μαρτίου 2018, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, μετά την προαγωγή και αναχώρηση της Προέδρου Πρωτοδικών Κωνσταντίνας Παπαντωνίου, με νέα σύνθεση αποτελούμενη από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Αντώνιο Σβύνο και τους Πρωτοδίκες Γεώργιο Παντελίδη και Αντωνία Κοντογεωργάκη, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ