Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης

2496/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 28η Μαρτίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει στον ……. επί της οδού … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Νικολάου Γερασίμου … κατοίκου Πειραιώς, οδός … εταίρου της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στην ίδια ως άνω διεύθυνση και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στη … επί της οδού … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν υπέβαλε προτάσεις, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-5-2022 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 4381/2175/17-5-2022, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το άρθρο 15 του υπ’ αριθ. 1393/2007 Κανονισμού (ΕΚ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, προβλέπει τη δυνατότητα απευθείας διαβίβασης του επιδοτέου εγγράφου στον αποδέκτη μέσω δικαστικού επιμελητή ή άλλου αρμόδιου κατά το δίκαιο του τόπου παραλαβής δημόσιου λειτουργού. Αντίστοιχη διάταξη περιέχει και το άρθρο 10 της Σύμβασης Χάγης 1965 (ως προς την οποία η Ελλάδα διατύπωσε επιφύλαξη το 2000) που αποτέλεσε και το νομοτεχνικό πρότυπο του άρθρου 15. Αναλογίες παρουσιάζει επίσης η ρύθμιση και προς το άρθρο 137 ΚΠολΔ. Διαφοροποιείται όμως από το τελευταίο ως προς την έκταση της παραπομπής στο δικονομικό δίκαιο του κράτους παραλαβής. Ειδικότερα υπό το άρθρο 137 ΚΠολΔ παρέχεται η δυνατότητα διενέργειας της επίδοσης κατά τους τρόπους που προβλέπει το δίκαιο του κράτους παραλαβής χωρίς περαιτέρω περιορισμούς ως προς τη συγχωρούμενη μέθοδο επίδοσης. Αντίθετα, υπό το άρθρο 15 Καν. 1393/2007 είναι νοητή η διενέργεια της επίδοσης αποκλειστικά μέσω δικαστικών λειτουργών ή υπαλλήλων ή ανάλογων προσώπων. Εξ αντιδιαστολής π.χ. θα πρέπει να αποκλεισθεί η δυνατότητα προσφυγής στη ρύθμιση του άρθρου 15 ως νομικής βάσης για τη διενέργεια της επίδοσης με άλλους τρόπους (π.χ. με ηλεκτρονικά μέσα). Η διενέργεια επίδοσης σύμφωνα με το άρθρο 15 προϋποθέτει: α) επίδοση που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ορισμένης δίκης, β) να προβλέπεται η μέθοδος επίδοσης από το δίκαιο του κράτους παραλαβής. Η απευθείας επίδοση σύμφωνα με το άρθρο 15 Καν. 1393/2007 διαφοροποιείται από τις λοιπές μεθόδους επίδοσης του Κανονισμού, καθώς η επίδοση επισπεύδεται με επιμέλεια του διαδίκου και χωρίς τη μεσολάβηση των αρχών παραλαβής και διαβίβασης. Επιπλέον, προϋποτίθεται ότι η απευθείας μέθοδος διαβίβασης των δικογράφων είναι γνωστή όχι μόνον κατά το δίκαιο του κράτους παραλαβής, αλλά και σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους διαβίβασης. Η επίδοση κατά το άρθρο 15 Καν. 1393/2007 επισπεύδεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους παραλαβής. Ο τύπος, μέσα, χρόνος και τόπος της επίδοσης θα κριθούν σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου διενέργειας της επίδοσης και κατά το ίδιο δίκαιο θα αξιολογηθεί το κατά πόσον το όργανο που διενήργησε την επίδοση ήταν αρμόδιο προς τούτο. Η αξιολόγηση και απαγγελία των δικονομικών κυρώσεων που συναρτώνται με τα δικονομικά ελαττώματα που θα εμφιλοχωρήσουν κατά τη διενέργεια της επίδοσης θα αξιολογηθεί σύμφωνα με τη lex fori. Κατά το ίδιο δίκαιο θα αξιολογηθεί και το έννομο συμφέρον του επισπεύδοντας την επίδοση. Όταν η επίδοση επισπεύδεται από διάδικο η συνδρομή του στοιχείου του εννόμου συμφέροντος πάντως θα πρέπει να προεξοφλείται ως αυτονόητη. Συμπλήρωση του εντύπου του Παραρτήματος I δεν απαιτείται, ούτε και σύνταξη βεβαίωσης για τη διενέργεια της επίδοσης σύμφωνα με το άρθρο 10 § 2 Καν. 1393/2007. Η πιστοποίηση για τη διενέργεια της επίδοσης θα λάβει χώρα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το δίκαιο του τόπου όπου ενεργήθηκε η επίδοση. Η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή κατά την οποία η διενέργεια της επίδοσης στον παραλήπτη πρέπει να αποδεικνύεται από βεβαίωση που περιλαμβάνει τα στοιχεία του Παραρτήματος I κρίνεται ως μη πειστική, αφενός επειδή δεν προκύπτει από τον Καν. 1393/2007 υποχρέωση προς συμπλήρωση του εντύπου αυτού στην περίπτωση του άρθρου 15 και επιπλέον επειδή καταλήγει εκ του αποτελέσματος να επιβάλλει σε αλλοδαπό δημόσιο λειτουργό τη σύνταξη του εγγράφου κατά συγκεκριμένο τύπο που διαγράφει το δίκαιο άλλης πολιτείας. Κατά το ίδιο δίκαιο θα αξιολογηθεί και η αποδεικτική ισχύς της έκθεσης ή απόδειξης παραλαβής που θα συνταγεί κατά τους οικείους δικονομικούς τύπους. Στο μέτρο που η επίδοση του άρθρου 15 Καν. 1393/2007 λαμβάνει χώρα χωρίς τη μεσολάβηση των αρχών παραλαβής και διαβίβασης δεν καταλείπεται περιθώριο εφαρμογής της ρύθμισης του άρθρου 9 § 2. Ως εκ τούτου χρόνος ολοκλήρωσης της επίδοσης θα πρέπει να λογισθεί ο προβλεπόμενος από το δικονομικό δίκαιο του τόπου όπου ενεργείται η επίδοση. Η πρακτική χρησιμότητα της ρύθμισης του άρθρου 15 Καν. 1393/2007 περιορίζεται ενόψει του γεγονότος ότι σημαντικός αριθμός κρατών μελών επιφυλάχθηκαν ως προς την συγκεκριμένη μέθοδο επίδοσης. Ειδικότερα, επιφύλαξη διατύπωσαν τα ακόλουθα κράτη μέλη: Βουλγαρία, Τσεχία, Εσθονία, Ισπανία, Ιρλανδία, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Αυστρία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβενία, Σλοβακία, Ηνωμένο Βασίλειο (πλην Σκωτίας και Γιβραλτάρ). Επιπλέον το Λουξεμβούργο εξάρτησε το επιτρεπτό της απευθείας επίδοσης από τον όρο της αμοιβαιότητας (Π. Γιαννόπουλος, Ερμηνευτικά προβλήματα και αλληλεπίδραση της νέας τακτικής διαδικασίας με τον Κανονισμό 1393/2007, 2018, σ. 77-80, ΤΝΠ www.sakkoulas-on.gr ). Ωστόσο, η Κύπρος δεν περιλαμβάνεται στα κράτη μέλη τα οποία διατύπωσαν επιφύλαξη ως προς την απευθείας επίδοση ή κοινοποίηση εισαγωγικού δικογράφου δίκης βάσει του άρθρου 15 του Κανονισμού 1393/2007, με συνέπεια να είναι δυνατή και υποστατή η επίδοση αγωγής με δικαστικό επιμελητή στην Κύπρο κατά τις διατυπώσεις του κυπριακού δικαίου, δηλαδή του δικαίου του κράτους παραλαβής (ΠΠΘεσ 9536/2021-Δ/ΝΗ 2022/1140). Στην προκείμενη περίπτωση από την υπ’ αριθ. … ένορκη δήλωση επίδοσης του … Ιδιώτη Επιδότη του Πρωτοκολλητείου Λευκωσίας (Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας), προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής επιδόθηκε την 30-5-2022 στο …, ως αρμόδιο άτομο παραλαβής δικαστικών εγγράφων στη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της εναγόμενης εταιρείας, σύμφωνα με τις διατυπώσεις του κυπριακού δικαίου, με βάση το οποίο κρίνεται το νομότυπο της επίδοσης (άρθρο 7 Καν. 1393/2007). Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι, παρότι έλαβε χώρα πραγματική επίδοση της ένδικης αγωγής στην εναγομένη, η οποία ήταν νομότυπη (άρθρ. 15 του Κανονισμού 1393/2007) και εμπρόθεσμη (άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ), εντούτοις η τελευταία δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη με την κατάθεση προτάσεων μέσα σε προθεσμία 120 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής (άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ) κι ως εκ τούτου πρέπει να δικαστεί ερήμην  (άρθρο 271 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εταιρεία, η οποία έχει ως κύριο αντικείμενο απασχόλησής της την επισκευή μηχανών πλοίων και τις εν γένει κατασκευές και εγκαταστάσεις έναντι αμοιβής, εκθέτει ότι τον Ιούλιο του 2016 κατήρτισε με την εναγόμενη εταιρεία, πλοιοκτήτρια του υπό ιταλική σημαία επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου …, αριθμού νηολογίου …, σύμβαση για τη διενέργεια επισκευαστικών εργασιών μηχανολογικής φύσης στο παραπάνω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 7 Ιουλίου 2016 έως 22 Ιουλίου 2016, ενόσω αυτό ναυλοχούσε στο Πέραμα Αττικής. Ότι για τις εργασίες που ζήτησε η εναγομένη να διενεργηθούν συντάχθηκε η από 11-8-2016 έγγραφη προσφορά της ενάγουσας, η οποία επισυνάπτεται στην ένδικη αγωγή και συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων η αμοιβή της τελευταίας να ανέλθει στο ποσό των 88.450 ευρώ. Ότι την 22 Ιουλίου 2016 ανακλήθηκε η άδεια εκτέλεσης των ως άνω εργασιών, κατόπιν σχετικής απόφασης του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, επειδή απαγορεύτηκε η μεταβολή της νομικής και πραγματικής κατάστασης του πλοίου, δυνάμει προσωρινής διαταγής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι αυτό είχε ως επακόλουθο την πρόκληση σε αυτήν (την ενάγουσα) ανεπανόρθωτης ζημίας, καθώς μέχρι την κατά τα άνω διακοπή των εργασιών επί του επίδικου πλοίου είχε προβεί σε έξοδα προς τρίτους για την προμήθεια των αναγκαίων υλικών, ανταλλακτικών και εξαρτημάτων, συνολικού ποσού 13.700 ευρώ, ενώ, επιπλέον, είχε εκτελέσει μέχρι τότε εργασίες που ανέρχονταν συνολικά στο ποσό των 45.000 ευρώ. Ότι η εναγομένη δεν προέβη σε εξόφληση των εργασιών, που διενεργήθηκαν, σύμφωνα με τις εντολές και τις υποδείξεις της, μολονότι έχει ρητά αναγνωρίσει το χρέος της κι εξακολουθεί να αρνείται να προβεί στην εξόφληση των προαναφερθέντων ποσών, παρά τις συνεχείς προς τούτο οχλήσεις της. Ότι, κατόπιν αίτησης της ενάγουσας και για την εξασφάλιση της ανωτέρω απαίτησής της, διατάχθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς η συντηρητική κατάσχεση του παραπάνω πλοίου μέχρι του ποσού των 80.000 ευρώ. Ότι στη συνέχεια το πλοίο εκπλειστηριάστηκε έναντι του ποσού των 1.801.000 δολαρίων ΗΠΑ και η ίδια, η οποία ανήγγειλε νόμιμα και εμπρόθεσμα την απαίτησή της στον ανωτέρω πλειστηριασμό (διακόπτοντας έτσι την παραγραφή της επίδικης αξίωσης), κατετάγη σε αυτόν στην πρώτη τάξη των προνομίων, υπό την αίρεση τελεσιδικίας της απαίτησής της, για το ποσό των 69.333,17 δολαρίων ΗΠΑ. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί, κυρίως με βάση τις διατάξεις της σύμβασης έργου κι επικουρικώς με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και κατόπιν παραδεκτού με τις έγγραφες προτάσεις της περιορισμού του αιτήματος της αγωγής (άρθρ. 223 εδ. β΄ ΚΠολΔ) στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 58.700 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της ολοκλήρωσης παροχής των υπηρεσιών της (22-7-2016), άλλως με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφλησή της, καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία ως εκ του τόπου εκπλήρωσης της παροχής των υπηρεσιών επισκευής του πλοίου (άρθρο 7 παρ. 1 στ. β΄ και 63 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»). Ακολούθως, το παρόν Δικαστήριο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) προς εκδίκαση της ένδικης αγωγής κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Εν προκειμένω, ως προς την ιστορούμενη σύμβαση και την εξ αυτής απορρέουσα ευθύνη της εναγόμενης εταιρείας (αντισυμβαλλομένης), εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου τέτοιου από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. β΄ και 2 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πάροχος υπηρεσίας έχει τη συνήθη διαμονή του και ότι η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος το οποίο οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης, έχει τη συνήθη διαμονή του. Εξάλλου, το ίδιο (ελληνικό) δίκαιο είναι εφαρμοστέο, εφόσον τις διατάξεις αυτού επικαλείται η ενάγουσα και δεν αντιλέγει η εναγομένη λόγω της ερημοδικίας της, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 3 παρ. 2 ως άνω Κανονισμού, ΑΠ 1115/2015, Νομος, ΕφΠειρ 541/2016, ΔΕΕ 2017, σ. 401, Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη – Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, στ.΄ έκδ., σ. 308 – 309). Περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει, ως προς την κύρια βάση της που ερείδεται στην ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης, ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 361, 681 επ., 694 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί τοκοφορίας από την επομένη της ολοκλήρωσης παροχής των υπηρεσιών της ενάγουσας, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως αόριστο, αφού η ενάγουσα δεν εκθέτει ότι η ως άνω ημέρα τέθηκε ως δήλη ημέρα καταβολής της αμοιβής της, ούτε άλλωστε ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία έλαβε χώρα παράδοση του έργου, ήτοι περιέλευση αυτού στη σφαίρα εξουσίασης της εναγομένης. Εξάλλου, ως προς την επικουρική της βάση που ερείδεται στην αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, η αγωγή τυγχάνει αόριστη κι ως εκ τούτου απορριπτέα, καθότι η ενάγουσα δεν εκθέτει διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από αυτά που αναφέρει για τη θεμελίωση της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, ήτοι περιστατικά που και χωρίς τη συμβατική σχέση, που προϋπάρχει, να καθιστούν παράνομη τη συμπεριφορά της εναγομένης, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία, αφού μόνον η αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζονται α) η από 12-5-2022 έγγραφη ενημέρωση της νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της για τη δυνατότητα επίλυσης της ένδικης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 και β) το από 13-12-2022 πρακτικό περάτωσης υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ) διαμεσολάβησης, υπογεγραμμένο από τη διαμεσολαβήτρια και το συμμετέχον μέρος, ενώ λόγω της τροπής του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 2 παρ. 1 του ν. ΓΠΟΗ/1912 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ. 3 του ν.δ. 1544/1942, ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 42 παρ. 1 του Ν. 4640/2019).

Οι πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας, που δεν αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία απαγορεύεται η ομολογία, τεκμαίρονται ομολογημένοι λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης, εναντίον δε της αγωγής δεν υπάρχει κάποια ένσταση που να εξετάζεται αυτεπάγγελτα (άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το ποσό των 58.700 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση. Τέλος, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από αυτήν κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ερημοδικίας και της ήττας της (άρθρα 176, 184 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγόμενης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την εναγομένη στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πενήντα οκτώ χιλιάδων επτακοσίων (58.700) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων (2.400) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την  26-7-2023                              με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ