Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης

2497/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 28η Μαρτίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στο … ……. επί της οδού … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ιωάννη Κυριακού (…), κατοίκου Πειραιώς, οδός Φιλελλήνων αρ. 9 και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: …, κατοίκου …, ο οποίος δεν υπέβαλε προτάσεις, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Γεώργιου Τασιόπουλου (… κατοίκου Πειραιώς, οδός Κολοκοτρώνη αρ. 72, εταίρου της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «ΣΤΕΦΑΣ – ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία» που εδρεύει στην ίδια ως άνω διεύθυνση και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 6-6-2022 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5133/2556/8-6-2022, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης …, που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη κατάθεσης δικογράφου και μνεία της νόμιμης προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων για τους διαδίκους, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον πρώτο εναγόμενο (άρθρα 126 παρ. 1 περ. α΄, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1 και 215 παρ. 2 ΚΠολΔ). Ωστόσο, ο τελευταίος δεν κατέθεσε προτάσεις μέσα σε εκατόν είκοσι ημέρες από την κατάθεση της ένδικης αγωγής (άρθρο 237 παρ. 1 σε συνδυασμό με 251 παρ. 2 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).

Η μεταφορά πραγμάτων δια θαλάσσης προϋποθέτει συμφωνία μεταξύ αυτού που αναλαμβάνει να εκτελέσει τη μεταφορά και αυτού ο οποίος θέλει να μεταφέρει πράγματα από ένα λιμένα σε άλλον. Η συμφωνία αυτή αποτελεί τη σύμβαση ναύλωσης υπό ευρεία έννοια και μπορεί να πάρει τη μορφή είτε της κατά κυριολεξία σύμβασης ναύλωσης είτε της σύμβασης μεταφοράς πραγμάτων. Όταν ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής θέτει στη διάθεση αυτού που θέλει να μεταφέρει τα πράγματα τη χωρητικότητα του πλοίου εν όλω ή εν μέρει για ορισμένο χρονικό διάστημα ή για ένα ταξίδι, η συμφωνία παίρνει τη μορφή της κατά κυριολεξία ναύλωσης. Στη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης ή ο εφοπλιστής καλείται εκναυλωτής και ο αντισυμβαλλόμενός του ναυλωτής, ενώ η μεταξύ τους συμφωνία αποδεικνύεται με έγγραφο, το οποίο καλείται ναυλοσύμφωνο (άρθρ. 108 παρ.1 ΚΙΝΔ). Όταν αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο το χρησιμοποιεί σε προκαθορισμένο δρομολόγιο, προσφέροντας τις μεταφορικές του υπηρεσίες σε οποιονδήποτε θέλει να μεταφέρει μονάδες ή ποσότητες εμπορευμάτων, η σύμβαση που τους συνδέει παίρνει τη μορφή της σύμβασης μεταφοράς πραγμάτων. Τότε, αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο καλείται μεταφορέας και αυτός που συμβάλλεται μαζί του και παραδίδει τα πράγματα προς μεταφορά καλείται φορτωτής. Τέλος, η μεταξύ τους σύμβαση αποδεικνύεται με έγγραφο που καλείται φορτωτική (άρθρ. 108 παρ. 2 ΚΙΝΔ) (βλ. Αλίκη Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, ΣΤ΄ έκδοση, τ.ΙΙ, σ.2). Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ναυλωτής είναι και φορτωτής εμπορευμάτων του στο ναυλωμένο πλοίο, ο πλοίαρχος εκδίδει προσθέτως και φορτωτική. Το αξιόγραφο αυτό λειτουργεί ως απόδειξη της φόρτωσης υπέρ αυτού, παραλλήλως δε αποτελεί και τίτλο παραστατικό του δικαιώματος για την περίπτωση πώλησης του φορτίου, ενώ οι σχέσεις μεταξύ αυτού και του πλοιοκτήτη ρυθμίζονται από το ναυλοσύμφωνο. Έτσι, εάν υπάρχει διαφορά μεταξύ των όρων του ναυλοσυμφώνου και της φορτωτικής, κατά τις πιο πάνω περιπτώσεις, στις σχέσεις μεταξύ του ναυλωτή και του εκναυλωτή υπερισχύουν οι όροι του ναυλοσυμφώνου, σ’ αυτές δε μεταξύ του τρίτου παραλήπτη ή του φορτωτή – μη ναυλωτή και του εκναυλωτή οι όροι της φορτωτικής (βλ. Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ.2005, τόμος δεύτερος, υπό άρθρ. 108 ΚΙΝΔ, σ.114). Η ναύλωση είναι σύμβαση αμφοτεροβαρής. Ο ναύλος αποτελεί την αντιπαροχή του ναυλωτή για τις υπηρεσίες που του προσφέρει ο εκναυλωτής με το πλοίο του. Δικαιούχος του ναύλου είναι ο εκναυλωτής ή ο θαλάσσιος μεταφορέας στη ναύλωση ή τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, αντίστοιχα και υπόχρεος είναι ο ναυλωτής ή ο φορτωτής, αντίστοιχα. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 153 ΚΙΝΔ, η οποία προβλέπει ότι «δια την εν τω τόπω προορισμού παραλαβής του εμπορεύματος, ο παραλήπτης αναλαμβάνει εις ολόκληρον μετά του ναυλωτού την υποχρέωσιν να καταβάλη τα εν τη φορτωτική, άλλως εν τω ναυλοσυμφώνω, καθοριζόμενα τον ναύλον και πάσαν κατ’ άρθρον 149 πρόσθετον παροχήν», καθιερώνει έναντι του εκναυλωτή νόμιμη παθητική εις ολόκληρον ενοχή του ναυλωτή και του παραλήπτη του φορτίου, σε περίπτωση που αυτός είναι πρόσωπο άλλο από το ναυλωτή ή το φορτωτή, για την πληρωμή του ναύλου και των λοιπών παροχών που προβλέπονται στο άρθρο 149 ΚΙΝΔ. Στην έννοια του παραλήπτη εντάσσεται κάθε πρόσωπο που νομιμοποιείται να παραλάβει το φορτίο, με βάση τη φορτωτική ή τη σύμβαση ναύλωσης, ενώ προϋπόθεση για την εφαρμογή της ρύθμισης αποτελεί η παραλαβή του φορτίου. Η παραλαβή του φορτίου πρέπει να είναι πραγματική, δηλαδή αυτή που γίνεται με παράδοση της κατοχής των πραγμάτων από τον εκναυλωτή στον παραλήπτη, με τη σύμπραξη και των δύο. Τέλος, είναι επιτρεπτή αντίθετη συμφωνία, γιατί η διάταξη είναι ενδοτικού δικαίου. Έτσι, μπορεί να συμφωνηθεί ότι ο φορτωτής ή ο ναυλωτής απαλλάσσεται από την πληρωμή του ναύλου ή ότι ο παραλήπτης υποχρεούται να τον καταβάλει σε μεταγενέστερο από την παραλαβή χρόνο ή ότι ο τελευταίος απαλλάσσεται εντελώς (βλ. Ι. Κοροτζή, ο.π., υπό αρθρ. 149, σ.275, 276, 277 και υπό αρθρ. 153, σ.292, 293). Ειδικότερα, εάν ο ναύλος συμφωνήθηκε “προπληρωτέος” ο παραλήπτης, παραλαμβάνοντας τα  εμπορεύματα, δεν ευθύνεται για την πληρωμή τούτου, και αν ακόμη δεν έχει καταβληθεί από το ναυλωτή εξ ολοκλήρου ή μερικώς, διότι δια του όρου προπληρωμής τούτου, ο ναυλωτής απήλλαξε εκουσίως τον παραλήπτη από την υποχρέωση προς πληρωμή αυτού κατά την παραλαβή του φορτίου. Συνεπώς, ο παραλήπτης του φορτίου δεν έχει υποχρέωση προς πληρωμή ναύλου, έστω και αν αυτός δεν εκπληρώθηκε ακόμη, διότι δια της εις την φορτωτική αναγραφής της φράσης “ναύλος προπληρωθείς” αποδεικνύεται ότι μεταξύ εκναυλωτή (μεταφορέως) και ναυλωτή (φορτωτή) συμφωνήθηκε όπως ο παραλήπτης απαλλαγεί από την υποχρέωση της καθιερουμένης υπό της ως άνω διάταξης του άρθρου 153 ΚΙΝΔ πληρωμής ναύλου και προσθέτων  παροχών (βλ. Καμβύση, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον άρθρ. 153 σελ. 439, 440, Ποταμιανού, Η Σύμβασις Θαλάσσιας Μεταφοράς, σελ. 102,  Στυλιανέα Περί ειδικών  ρητρών της φορτωτικής ΕλΔ 28.974 επ. ιδ. σελ. 990, ΠΠΠειρ 1235/1973-ΕΝΔ  2/273, ΜΠΠειρ 12/1995-ΕΕΜΠΔ 1995/283, ΜΠΠειρ 2089/1984-ΕΝΔ  13/145, ΜΠΠειρ 1259/1983-ΕΝΔ 11/454). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4, 8 παρ. 1, 14 παρ. 1, 16 παρ. 1 και 2, 19 παρ.1, 21, 35 παρ.1 και 36 του Ν. 2859/2000 “Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας” (ΦΕΚ Α 248), ο οποίος κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο το Ν.1642/1986 (ΦΕΚ Α 125), που εισήγαγε στη χώρα τον ΦΠΑ, όπως οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα και, ως ειδικές, υπερισχύουν των διατάξεων του ενδοτικού δικαίου, όπως είναι και η διάταξη του άρθρου 425 του ΑΚ, σαφώς προκύπτει, ότι στην περίπτωση σύμβασης έργου (όπως είναι κατά την κρατούσα άποψη η ναύλωση εν στενή εννοία), κατά την οποία ο εργολάβος παρέχει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη για την εκτέλεση του έργου έναντι αμοιβής, για την οποία είναι υπόχρεος στην έκδοση τιμολογίων και την απόδοση προς το Δημόσιο του αναλογούντος σε αυτά ΦΠΑ (ο οποίος, σημειωτέον, επιρρίπτεται στον εργοδότη, ως λήπτη των παρεχόμενων σε αυτόν υπηρεσιών και υπόχρεο συνεπεία τούτου στην καταβολή του), εφόσον ο εργολάβος προβεί, μέσα στα χρονικά όρια που τίθενται από τις σχετικές διατάξεις του ως άνω νόμου, στην έκδοση των σχετικών τιμολογίων, που τον υποχρεώνουν στην απόδοση του αναλογούντος σε αυτά ΦΠΑ στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., χωρίς ωστόσο να έχει προεισπράξει τον φόρο αυτό από τον εργοδότη, δικαιούται να τον αναζητήσει απ’ αυτόν, κατά τις ως άνω διατάξεις, και επικουρικά, κατ’ εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκτός αν ο εργοδότης επικαλεστεί και αποδείξει ειδική συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργολάβου, με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει την τοιαύτη υποχρέωσή του (ΑΠ 1113/2017 και ΑΠ 1598/2011 ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση όμως που κατά τον χρόνο εκδίκασης της διαφοράς δεν έχει εκδοθεί το σχετικό τιμολόγιο ή η απόδειξη παροχής υπηρεσιών από τον εργολάβο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που ο φόρος γίνεται απαιτητός κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής του εργολάβου ύστερα από επιταγή δημοσίας αρχής, όπως δικαστικής απόφασης, ο εργολάβος οφείλει να εκδώσει κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής (δηλαδή στο μέλλον) τιμολόγιο ή απόδειξη ή άλλο στοιχείο που προβλέπεται από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, στο οποίο θα αναγράψει τη φορολογική αξία (την ως άνω επιδικασθείσα αμοιβή) και το ποσό του φόρου χωριστά. Η εν λόγω απαίτηση του εργολάβου έναντι του εργοδότη για την οφειλή του ΦΠΑ μπορεί να καταστεί αντικείμενο δίκης, κατά τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 περ. ε΄ του ΚΠολΔ. Επομένως, για την κατά τα ανωτέρω αναγνώριση της ως άνω οφειλής του ΦΠΑ δεν αρκεί η εξόφληση στο μέλλον της σχετικής οφειλής από τον υπόχρεο εργοδότη, αλλά απαιτείται επιπλέον και η έκδοση από τον εργολάβο, κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής, του κατά τη φορολογική νομοθεσία απαραίτητου φορολογικού στοιχείου. Ο φόρος δε στην περίπτωση αυτή θα υπολογιστεί με βάση το ποσοστό που θα ισχύει κατά τον χρόνο της εξόφλησης (ΑΠ 535/2018, ΑΠ 1113/2017, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία φορτηγού πλοίου … το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο νηολόγιο Πειραιώς με αριθμό … και ότι, δυνάμει σύμβασης ναύλωσης, που συνήψε με τον πρώτο εναγόμενο στον Πειραιά την 26-10-2021, ανέλαβε την υποχρέωση μεταφοράς, δια θαλάσσης, με το ανωτέρω πλοίο φορτίου αραβόσιτου, κριθαριού και βρώμης χύδην από το λιμένα Σταυρό Θεσσαλονίκης στο Ηράκλειο Κρήτης, προκειμένου να παραδοθεί στη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, έναντι ναύλου, ο οποίος συμφωνήθηκε πληρωτέος εντός πέντε εργασίμων ημερών από την έκδοση της φορτωτικής. Ότι σε εκτέλεση της άνω σύμβασης το φορτίο φορτώθηκε στο πλοίο από τον πρώτο εναγόμενο την 30-10-2021 κι εκδόθηκε αυθημερόν η υπ’ αριθ. … φορτωτική, στην οποία ως φορτωτής φερόταν ο πρώτος εκ των εναγομένων, ως παραλήπτρια η δεύτερη εξ αυτών, ενώ ο οφειλόμενος ναύλος ορίστηκε στο ποσό των 30.000 ευρώ κατ’ αποκοπή, πλέον ΦΠΑ 24%, ήτοι ποσού 7.200 ευρώ. Ότι καίτοι το φορτίο παραδόθηκε στην παραλήπτρια δεύτερη εναγόμενη εταιρεία την 2-11-2021, ουδέποτε καταβλήθηκε στην ενάγουσα ο συμφωνηθείς ναύλος. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 37.200 ευρώ με τους νόμιμους τόκους, ο μεν πρώτος από την 5-11-2021, ότε κατέστη απαιτητός ο ναύλος, η δε δεύτερη από την 2-11-2021, ότε της παραδόθηκε το φορτίο, άλλως αμφότεροι οι εναγόμενοι με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 14 παρ. 2 και 33 εδ. α΄ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3Α  και 3Β περ. ε΄, 4 Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 107 παρ. 1 β’ και 2, 127, 149, 153 ΚΙΝΔ και 361, 340, 341, 345, 346, 481 ΑΚ, 69 παρ. 1 περ. ε΄, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. στ΄ ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί καταβολής στην ενάγουσα του επιμέρους ποσού των 7.200 ευρώ που αντιστοιχεί στον αναλογούντα ΦΠΑ 24% επί του αιτούμενου αγωγικού κονδυλίου των 30.000 ευρώ, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι ο αποδοτέος και οφειλόμενος από τους εναγόμενους ΦΠΑ θα προσδιοριστεί με βάση το ποσοστό υπολογισμού που θα ισχύει κατά το χρόνο που θα λάβει χώρα το μελλοντικό γεγονός της έκδοσης από την ενάγουσα των αντίστοιχων φορολογικών παραστατικών, ήτοι των απαιτούμενων από το νόμο τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, το ποσοστό δε αυτό υπολογισμού δύναται σε βάθος χρόνου να διακυμανθεί και δεν μπορεί να προσδιοριστεί εκ των προτέρων. Τυγχάνει ωστόσο νόμιμο, εν προκειμένω, το περιεχόμενο στο ως άνω αγωγικό αίτημα έλασσον αίτημα περί καταβολής στην ενάγουσα του ποσού του αναλογούντος ΦΠΑ με βάση το ποσοστό υπολογισμού που θα ισχύει κατά το χρόνο της εξόφλησης της οφειλής από τους εναγομένους, οπότε και θα εκδοθούν από την ενάγουσα τα αντίστοιχα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, υπό τον όρο ότι κατά το χρόνο είσπραξης του ποσού αυτού στο μέλλον με την εξόφληση της επιδικασθησόμενης από το Δικαστήριο αξίωσης της ενάγουσας, θα εκδοθούν τα εν λόγω τιμολόγια, ως αναγκαία προϋπόθεση της καταβολής. Στο πλαίσιο όμως αυτό, το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας ως προς το παραπάνω ποσό, είναι νόμιμο όχι από το χρόνο που ο ναύλος κατέστη απαιτητός ή που το φορτίο παραδόθηκε στην παραλήπτρια, ούτε άλλωστε και από αυτόν της επίδοσης της αγωγής, αλλά από το μεταγενέστερο χρόνο της έκδοσης του αντίστοιχου φορολογικού στοιχείου (λ.χ. τιμολογίου, απόδειξης παροχής υπηρεσιών κλπ.) και της παράδοσής του στους εναγομένους, ειδάλλως, η ως άνω έναρξη της τοκοδοσίας προσκρούει στον σκοπό των οικείων φορολογικών διατάξεων, που είναι η διασφάλιση της απόδοσης του ΦΠΑ στο Δημόσιο από την έκδοση από την ενάγουσα της σχετικής απόδειξης ή τιμολογίου και παράδοσής του στους εναγομένους, συμπεριλαμβανομένου του οφειλόμενου ΦΠΑ (ΕφΠατρ 124/2017-ΝΟΜΟΣ), καθόσον το παραπάνω ποσό τοκοφορίας περιέχεται ως έλασσον στο μείζον προσδιοριζόμενο με το αγωγικό δικόγραφο χρονικό διάστημα τοκοδοσίας (ΑΠ 1288/1996-ΕλλΔνη 1997/1141, ΕφΠειρ 878/2004-ΕλλΔνη 2005/283, ΕφΠειρ 996/2003-ΕΔΠ 2006/109, ΕφΑθ 6715/2001, ΕφΑθ 6717/2001 αδημ. στον νομικό Τύπο, ΜονΠρΘεσ 156/2016-ΝΟΜΟΣ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι α) για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται α1) η από 1-6-2022 έγγραφη ενημέρωση του νομίμου εκπρόσωπου της ενάγουσας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της για τη δυνατότητα επίλυσης της ένδικης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 και α2) το από 4-11-2022 πρακτικό περάτωσης υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ) διαμεσολάβησης, υπογεγραμμένο από τη διαμεσολαβήτρια και τα συμμετέχοντα μέρη και β) καταβλήθηκε το αντίστοιχο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπό τον κωδικό … της ΓΓΠΣ του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με την από 4-11-2022 απόδειξη εκτέλεσης συναλλαγής της 2……).

Καθ’ ο μέρος η ένδικη αγωγή στρέφεται κατά του πρώτου εναγομένου, οι πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας, που δεν αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία απαγορεύεται η ομολογία, τεκμαίρονται ομολογημένοι λόγω της ερημοδικίας του, εναντίον δε της αγωγής δεν υπάρχει κάποια ένσταση που να εξετάζεται αυτεπάγγελτα (άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ).

Καθ’ ο μέρος η αγωγή στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης, από τη νομίμως προσαγόμενη από την ενάγουσα υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση της … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Άννας – Κλαύδιας Εράσμου Κωνσταντίνου, η οποία λήφθηκε νομότυπα κατόπιν εμπρόθεσμης προ 2 τουλάχιστον εργασίμων ημερών κλήσης των εναγομένων (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης … και την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης με έδρα το Πρωτοδικείο Ηρακλείου …), τις νομίμως προσαγόμενες από τη δεύτερη εναγομένη υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις των …, αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ηρακλείου, οι οποίες λήφθηκαν νομότυπα κατόπιν εμπρόθεσμης προ 2 τουλάχιστον εργασίμων ημερών κλήσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς …), καθώς και από όλα τα έγγραφα που η ενάγουσα και η δεύτερη εναγομένη νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε ως βάση για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία φορτηγού πλοίου … με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, ο πρώτος εναγόμενος ασχολείται με το χονδρικό εμπόριο ζωοτροφών και δημητριακών και διατηρεί στη Θεσσαλονίκη το κατάστημα … και η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, που εδρεύει στη …, ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την επεξεργασία, βιομηχανοποίηση, τυποποίηση πρώτων υλών πτηνοκτηνοτροφών και την εμπορία αυτών. Δυνάμει σύμβασης ναύλωσης που συνήφθη την 26-10-2021 μεταξύ της ενάγουσας εταιρείας ως εκναυλώτριας και του πρώτου εναγομένου ως ναυλωτή, η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να μεταφέρει δια θαλάσσης με το παραπάνω πλοίο της και μέχρι τη συνολική χωρητικότητα αυτού χύδην φορτίο αραβοσίτου, κριθαριού και βρώμης, το οποίο ο πρώτος εναγόμενος είχε πωλήσει στη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία και δη να φορτώσει το φορτίο στο λιμένα Σταυρό Θεσσαλονίκης και να το εκφορτώσει στο λιμένα Ηρακλείου Κρήτης, όπου θα το παραλάμβανε η δεύτερη εναγομένη. Επρόκειτο περί ναύλωσης κατά ταξίδι, επί της οποίας εφαρμοστέες τυγχάνουν οι διατάξεις περί ναύλωσης, ενώ προς απόδειξη αυτής καταρτίστηκε το από 26-10-2021 ναυλοσύμφωνο, όπου ρητώς αναγράφεται ότι η φόρτωση του φορτίου θα λάμβανε χώρα την 29-30/10-2021, η φορτοεκφόρτωση θα διεκπεραιωνόταν εντός τεσσάρων ημερών, ο ναύλος θα διαμορφωνόταν στα 15 ευρώ ανά τόνο λόγω των τριών ειδών του μεταφερόμενου φορτίου, καθώς και ότι η καταβολή του ναύλου θα γινόταν σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την έκδοση των φορτωτικών. Σε εκτέλεση της παραπάνω σύμβασης ο πρώτος εναγόμενος φόρτωσε την 30-10-2021 στο λιμένα Σταυρό Θεσσαλονίκης στο παραπάνω πλοίο το επίδικο φορτίο και ακολούθως ο πλοίαρχος αυτού εξέδωσε την υπ’ αριθ. … φορτωτική, από την οποία αποδεικνύεται ότι επί του παραπάνω πλοίου φορτώθηκαν 1.156,720 μετρικοί τόνοι αραβοσίτου χύδην, 407,560 μετρικοί τόνοι κριθαριού χύδην και 201,980 μετρικοί τόνοι βρώμης χύδην, ότι φορτωτής του παραπάνω φορτίου ήταν ο πρώτος εναγόμενος, παραλήπτρια αυτού η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, καθώς και ότι ο ναύλος συμφωνήθηκε κατ’ αποκοπή στο ποσό των 30.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24%, ήτοι πλέον ποσού 7.200 ευρώ, δηλαδή συνολικά στο ποσό των 37.200 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 2-11-2021 έλαβε χώρα στο Ηράκλειο Κρήτης η εκφόρτωση του φορτίου και η παράδοσή του στη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, ήτοι έλαβε χώρα η παράδοση της κατοχής του μεταφερόμενου φορτίου από την εκναυλώτρια ενάγουσα στην παραλήπτρια δεύτερη εναγομένη, με τη σύμπραξη και των δύο. Ωστόσο, καίτοι η ενάγουσα τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, δεν έλαβε το συμφωνηθέντα ναύλο για τη μεταφορά του παραπάνω φορτίου, όπως τούτο συνομολογείται εκ της ερημοδικίας του πρώτου εναγομένου, ο οποίος ευθύνεται συμβατικά για την καταβολή του. Παράλληλα, όμως, υφίσταται νόμιμη υποχρέωση και της δεύτερης εναγομένης προς καταβολή του οφειλόμενου ναύλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 153 ΚΙΝΔ, ενόψει του ότι έλαβε χώρα πραγματική παράδοση του φορτίου σε αυτήν ως παραλήπτρια. Η τελευταία αρνείται την ένδικη αγωγή και ισχυρίζεται ότι με τον πρώτο εναγόμενο συνεργάζεται από το έτος 2017 κι ότι όλες οι αγοραπωλησίες πτηνοκτηνοτροφών που συνήψε μαζί του συνομολογούνταν πάντα με τη ρήτρα CIF (Cost, Insurance, Freight), δηλαδή στο τίμημα που κάθε φορά κατέβαλε συμπεριλαμβάνονταν ο ναύλος της μεταφοράς και το κόστος ασφάλισης της μεταφοράς των προϊόντων, καθώς κι ότι η ενάγουσα τελούσε σε πλήρη γνώση της εν λόγω συμφωνίας. Ότι και στην επίδικη περίπτωση είχε καταβάλει το ναύλο μεταφοράς στον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος ως εκ τούτου είναι ο μοναδικός υπόχρεος προς καταβολή του στην ενάγουσα. Ωστόσο, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής ή μη βασιμότητάς του περί συνομολόγησης της ένδικης σύμβασης πώλησης με τη ρήτρα CIF, ο εν λόγω αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός το μεν δεν δύναται να προβληθεί έναντι της ενάγουσας, αφού αφορά την εσωτερική έννομη σχέση των δύο εναγομένων, στην οποία η ενάγουσα τυγχάνει τρίτη, το δε ουδόλως δύναται να οδηγήσει σε απαλλαγή της δεύτερης εναγομένης παραλήπτριας του φορτίου από τη νόμιμη υποχρέωση καταβολής του επίδικου ναύλου, κατ’ άρθρο 153 ΚΙΝΔ, αφού σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν αποδεικνύεται, ούτε άλλωστε η δεύτερη εναγομένη επικαλείται, ότι μεταξύ της εκναυλώτριας ενάγουσας και του ναυλωτή εναγομένου είχε συμφωνηθεί η προκαταβολή του ναύλου, ούτε ότι είχε αναγραφεί επί της υπ’ αριθ. … φορτωτικής η φράση “ναύλος προπληρωθείς”, αφού μόνο δια του ως άνω όρου περί προπληρωμής του ναύλου, θα μπορούσε ο πρώτος εναγόμενος ναυλωτής να απαλλάξει εκουσίως τη δεύτερη εναγόμενη παραλήπτρια από την υποχρέωση προς πληρωμή αυτού κατά την παραλαβή του φορτίου. Εξάλλου, ο έτερος ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης ότι συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος η επιχειρούμενη με την ένδικη αγωγή απόπειρα της ενάγουσας να επιβαρυνθεί η εναγομένη με την πληρωμή του επίδικου ναύλου για δεύτερη φορά για το ίδιο φορτίο, ενόψει της διαμορφωθείσας κατάστασης από όλες ανεξαιρέτως τις προηγούμενες παραδόσεις εμπορευμάτων όπως και από την υπό κρίση παράδοση, που της είχε δημιουργήσει την εύλογη και ακλόνητη πεποίθηση ότι δεν διατηρούσε, ούτε επρόκειτο να ασκήσει το επικαλούμενο αγωγικό δικαίωμά της εναντίον της, είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, πλην όμως τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσία. Τούτο διότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι η προκείμενη σύμβαση πώλησης μεταξύ των δύο εναγομένων είχε καταρτιστεί με τη ρήτρα CIF, ήτοι ότι στο καταβληθέν τίμημα συμπεριλαμβάνονταν, εκτός από το κόστος των εμπορευμάτων, οι δαπάνες ασφάλισης αυτών κατά τη διάρκεια της μεταφοράς και το ποσό του οφειλομένου ναύλου, αφού από το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο του πρώτου εναγομένου αποδεικνύεται ότι το τίμημα που ορίστηκε ως πληρωτέο, αφορούσε αποκλειστικά το κόστος των πωληθέντων εμπορευμάτων, ήτοι συνολικά το ποσό των [(1.156.720 κιλά αραβοσίτου Χ 0,21 ευρώ/κιλό =) 242.911,20 ευρώ + (407.560 κιλά κριθαριού Χ 0,20 ευρώ/κιλό =) 81.512 ευρώ + (201.980 κιλά βρώμης Χ 0,20 ευρώ/κιλό =) 40.396 ευρώ =] 364.819,20 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ 27.594,99 ευρώ. Συνεπώς, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι η παραπάνω αγοραπωλησία συνήφθη με τη ρήτρα CIF, δεν τίθεται θέμα γνώσης της ενάγουσας περί καταβολής του επίδικου ναύλου από τη δεύτερη εναγομένη στον πρώτο εναγόμενο και ως εκ τούτου η υποβαλλόμενη ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν.

Τέλος δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 153 ΚΙΝΔ, λόγω αντίθεσης αυτού στα άρθρα 4 παρ. 1 και 2 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ισχυρίζεται η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, υπό την έννοια ότι η εν λόγω διάταξη επιφυλάσσει προνομιακή μεταχείριση των πλοιοκτητών – ναυτικών εταιρειών έναντι άλλων κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας και επιβάλλει σε τρίτους – μη συμβαλλόμενους την υποχρέωση να εκτελέσουν τους όρους σύμβασης (ναύλωσης), στην οποία δεν συμβλήθηκαν. Τούτο διότι δια της προαναφερθείσας διάταξης δεν απαλλάσσεται ο ναυλωτής από την υποχρέωση καταβολής του οφειλόμενου ναύλου και των λοιπών παροχών που προβλέπονται στο άρθρο 149 ΚΙΝΔ, αλλά καθιερώνεται νόμιμη πρόσθετη ευθύνη του παραλήπτη του φορτίου, ήτοι δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή του ναυλωτή και του παραλήπτη του φορτίου έναντι του εκναυλωτή, ο οποίος δεν βρίσκεται σε προνομιούχα θέση σε σχέση με άλλους επιχειρηματίες, αφού η εξωτερική του σχέση με τους παραπάνω οφειλέτες εξακολουθεί να διέπεται κατά το μέτρο που αφορά τα δικαιώματά του από την αρχή της εφάπαξ εκπλήρωσης της παροχής και την αρχή της κατά την προτίμηση του δανειστή επιλογής του οφειλέτη (βλ. Απόστολο Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα, Τόμος Ι, άρθρο 481, σελ. 975). Περαιτέρω, ο παραλήπτης του φορτίου ναι μεν είναι πράγματι τρίτος, μη συμβαλλόμενος στη σύμβαση ναύλωσης, πλην όμως αφενός επωφελείται από την εκτέλεση αυτής, για το λόγο δε αυτό κατά κανόνα τόσο η σύμβαση ναύλωσης, όσο και η τοιαύτη της θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων, αποτελούν σύμβαση υπέρ τρίτου (βλ. ΕφΠειρ 585/2020-ΝΟΜΟΣ), αφετέρου σε περίπτωση καταβολής του οφειλόμενου ναύλου και των λοιπών προβλεπόμενων παροχών δεν παραμένει απροστάτευτος, αλλά διατηρεί αναγωγικό δικαίωμα έναντι του ναυλωτή (βλ. Αντώνιο Αντάπαση – Λία Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σελ. 495). Κατόπιν τούτων, ενόψει του ότι δεν καταβλήθηκε ο συμφωνηθείς ναύλος για την επίδικη μεταφορά, ο οποίος ανερχόταν στο ποσό των 30.000 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ και ήταν πληρωτέος βάσει σχετικού όρου του ναυλοσυμφώνου εντός πέντε εργασίμων ημερών από την έκδοση της υπ’ αριθ. … φορτωτικής, ήτοι εν προκειμένω την 5-11-2021, ενέχονται αμφότεροι οι εναγόμενοι εις ολόκληρον για την καταβολή αυτού στην ενάγουσα εταιρεία, με το νόμιμο τόκο από την ως άνω ημερομηνία (5-11-2021), η οποία ορίστηκε ως δήλη ημέρα πληρωμής του (βλ. ΕφΠειρ 695/2018-ΝΟΜΟΣ), χωρίς εντεύθεν να απαιτείται όχληση της δεύτερης εναγομένης, απορριπτομένου του αιτήματος της τελευταίας περί έναρξης της τοκοφορίας από την επίδοση της ένδικης αγωγής, όπως επίσης απορριπτομένου και του έτερου` αιτήματος αυτής περί μη επιδίκασης τόκων επιδικίας, κατ’ άρθρο 346 ΑΚ, καθόσον εν προκειμένω δεν συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις για κατ’ εξαίρεση επιδίκαση της επίδικης απαίτησης με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, ούτε άλλωστε πρόκειται για κατ’ εύλογη κρίση του Δικαστηρίου επιδικαζόμενη χρηματική απαίτηση (βλ. άρθρ. 346 εδ. δ΄ και ε΄ ΑΚ).

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, πλέον του αναλογούντος στο παραπάνω ποσό ΦΠΑ, όπως θα υπολογιστεί με βάση το ποσοστό που θα ισχύει κατά το χρόνο εξόφλησης από τους εναγόμενους της προαναφερόμενης οφειλής τους και έκδοσης από την ενάγουσα των αντίστοιχων, απαιτούμενων από τον νόμο, τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, υπό τον όρο της έκδοσης των εν λόγω τιμολογίων από την ενάγουσα κατά το χρόνο της είσπραξης της προαναφερόμενης απαίτησής της, νομιμότοκα με τις ακόλουθες διακρίσεις: α) ως προς το επιμέρους ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, από την 5-11-2021 και β) ως προς το επιμέρους ποσό του αναλογούντος ΦΠΑ, από την έκδοση του σχετικού φορολογικού στοιχείου και την παράδοσή του στους εναγομένους. Το αίτημα περί κήρυξης της παρούσας προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσία, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό, καθώς κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ενόψει και της παλαιότητας της οφειλής και του εμπορικού χαρακτήρα αυτής (άρθρα 907 και 908 παρ. 1 περ. στ΄ ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της ερημοδικίας του πρώτου εναγομένου, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από αυτόν κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1, 184 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του πρώτου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τον πρώτο εναγόμενο στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, πλέον του αναλογούντος στο παραπάνω ποσό ΦΠΑ, όπως θα υπολογιστεί με βάση το ποσοστό που θα ισχύει κατά το χρόνο εξόφλησης από τους εναγομένους της προαναφερόμενης οφειλής τους και έκδοσης από την ενάγουσα των αντίστοιχων, απαιτούμενων από το νόμο, τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, υπό τον όρο της έκδοσης των εν λόγω τιμολογίων από την ενάγουσα κατά το χρόνο της είσπραξης της προαναφερόμενης απαίτησής της, νομιμότοκα με τις ακόλουθες διακρίσεις: α) ως προς το επιμέρους ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, από την 5-11-2021 και β) ως προς το επιμέρους ποσό του αναλογούντος ΦΠΑ, από την έκδοση του σχετικού φορολογικού στοιχείου και την παράδοσή του στους εναγομένους.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα εν μέρει προσωρινά εκτελεστή και δη για το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων εβδομήντα (1.770) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την         26-7-2023                               με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ