Μενού Κλείσιμο

Α.Μ.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ  1332/2018

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τακτική Διαδικασία)

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Πρόεδρο Πρωτοδικών – Εισηγητή, Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις  6 Ιουνίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Δ. Σ. του Σ., κατοίκου Κ. Α., με ΑΦΜ …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Ιωάννη Δομέτιο και Παναγιώτη Χριστογεώργη.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….» που έχει την έδρα της στον Π. Α. και πλέον στη Γ. Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Α. Β. του Κ., κατοίκου Π… και ήδη Γ., με ΑΦΜ …, ο οποίος δεν ήταν παρών στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο καλών – ενάγων, ζήτησε να γίνει δεκτή η από  26-3-2015 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, η οποία προσδιορίστηκε μετά από αναβολές για την 28-2-2017, οπότε και ματαιώθηκε.

Ήδη, η υπόθεση εισάγεται για νέα συζήτηση. Η σχετική από 22-3-2017 κλήση, κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για την αρχικά αναφερόμενη  δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του καλούντος, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τα ακριβή αντίγραφα των υπ’ αριθμ. … και … εκθέσεων επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Ε. Τ. και των υπ’ αριθμ. … και … εκθέσεων επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Γ. Γ., τα οποία επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, προκύπτει ότι ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα της από 18-3-2015 και με αριθμ.κατ. ΓΑΚ … αγωγής του, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 2 -6- 2015, επιδόθηκαν, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στους εναγόμενους (άρθρα 126, 127, 128 παρ. 1, 228, 229 Κ.Πολ.Δ, ως ίσχυε, κατά τον χρόνο προσδιορισμού της, πριν καταργηθεί με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 1 του Ν. 4335/2015). Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, η συζήτηση της υποθέσεως ματαιώθηκε και μετά από διαδοχικές ματαιώσεις, ο ενάγων, με την από 22-3-2017 και με αριθμ.κατ. … κλήση του, που έχει επίσης νομίμως και εμπροθέσμως, επιδοθεί στους αντιδίκους του  (βλ.σχετ. τα ακριβή αντίγραφα των υπ’ αριθμ. … και … εκθέσεων επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Γ. Γ.), επαναπροσδιόρισε την αγωγή προς συζήτηση, κατά την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Οι εναγόμενοι, ωστόσο, δεν παραστάθηκαν σε αυτήν την δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά εγγραφής του οικείου πινακίου και, επομένως, πρέπει να δικαστούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011 – ΦΕΚ Α` 165/25-7-2011).

Σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού). Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Άλλωστε, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Προσβολή προσωπικότητας με αδικοπραξία πραγματώνεται και με το έγκλημα της προβλεπόμενης από το άρθρο 229 παρ. 1 ΠΚ αξιόποινης πράξεως της ψευδούς καταμηνύσεως, για την στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια και να απέβλεπε με αυτή την κίνηση ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του αναληθώς εγκαλούντος. Επίσης, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε, ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε, ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην ή έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την ΠΚ 361 (ΑΠ 753/2011, ΕφΠατρ 335/2017, Α΄ Δημ. ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι στις 5-12-2013, οι εναγόμενοι υπέβαλλαν εις βάρος του, ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, την από 5-12-2013 και με ΑΒΜ … έγκληση τους, στην οποία περιέλαβαν τα αναλυτικώς περιγραφόμενα στην αγωγή ψευδή και συκοφαντικά για αυτόν γεγονότα, που αφορούν την δραστηριότητα του ως στελέχους (υπεύθυνου λογιστή) της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη κοινοπραξίας με την επωνυμία «…», κατά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του έτους 2013, με σκοπό να προκαλέσουν την ποινική του δίωξη για τα κακουργήματα της απάτης, με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους, υπερβαίνοντος τα 120.000 ευρώ και της κατ’ εξακολούθηση πλαστογραφίας, μετά χρήσεως και με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους, υπερβαίνοντος τα 120.000 ευρώ. Επικαλούμενος, λοιπόν, ως νόμιμο λόγο ευθύνης των εναγόμενων την υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας του από την ψευδή καταμήνυση και την συκοφαντική του δυσφήμηση, που τέλεσαν με πρόθεση εις βάρος του, ζητεί: α) την άρση της προσβολής, δια της ανακλήσεως της με ΑΒΜ … εγκλήσεως τους, αλλά και των αγωγών (από 26-9-2013 και με αριθμ.κατ. … αγωγή του δεύτερου των εναγόμενων και από 27-9-2013 και με αριθμ.κατ. … αγωγή της πρώτης των εναγομένων), που έχουν καταθέσει, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείο Πειραιώς, κατά της Κοινοπραξίας, του Προέδρου της και του Εντεταλμένου Συμβούλου της β) την απαγόρευση επαναλήψεως της στο μέλλον και γ) την επιδίκαση του χρηματικού ποσού των 299.960 ευρώ, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητας του. Επίσης, ζητεί να του επιδικασθεί το ως άνω χρηματικό ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να απαγγελθεί εις βάρος του δεύτερου των εναγόμενων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσον εκτελέσεως της αποφάσεως και να καταδικασθούν οι αντίδικοι του στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, αρμοδίως και παραδεκτώς, εισάγεται προς συζήτηση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 9, 11, 18, 22 και 25 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Είναι, δε, ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις 57, 59, 932, 299, 481, 345 και 346 ΑΚ, 229 και 363 – 362 ΠΚ, 908 παρ. 1 περ.δ΄, 1047 και 176 του Κ.Πολ.Δ., μόνον, όμως, ως προς το αίτημα επιδικάσεως αποζημιώσεως για την μη περιουσιακή ζημία, που υπέστη ο ενάγων από την υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας του. Αντιθέτως, το αίτημα άρσεως της προσβολής πρέπει να απορριφθεί: α) ως αόριστο, κατά το σκέλος, που αναφέρεται στις αγωγές, που έχουν ασκήσει οι εναγόμενοι, αφού στο δικόγραφο της αγωγής περιγράφεται, μόνον, η προσβολή του από την εις βάρος του έγκληση, χωρίς να υπάρχει καμία αναφορά στις … και … αγωγές και β) ως μη νόμιμο, κατά το σκέλος, που ζητείται η ανάκληση της ΑΒΜ … εγκλήσεως, καθώς με την ως άνω υποβληθείσα έγκληση, οι εναγόμενοι ζήτησαν την ποινική δίωξη του ενάγοντος για αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα, με αποτέλεσμα να μην είναι επιτρεπτή η ανάκληση της, με τον ενάγοντα να διατηρεί, μόνον, αξιώσεις αποκαταστατικού χαρακτήρα. Επισημαίνεται, πάντως, ότι το ως άνω αίτημα θα ήταν μη νόμιμο, ακόμη και εάν η έγκληση αφορούσε κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, αφού μετά την υποβολή της εγκλήσεως και την άσκηση ποινικής διώξεως εις βάρος του ενάγοντος, η προσβολή θα είχε ήδη συντελεσθεί, με αποτέλεσμα να μη νοείται άρση της, κατά την έννοια του άρθρου 57 ΑΚ. Απορριπτέο ως αόριστο είναι και το αίτημα παραλείψεως των προσβολών στο μέλλον, καθώς δεν εκτίθεται κανένα στοιχείο από το οποίο μπορεί να πιθανολογηθεί ότι οι εναγόμενοι προτίθενται να στραφούν, εκ νέου, κατά του ενάγοντος (εννοείται ότι μετά το πέρας της ποινικής δικογραφίας, οι εναγόμενοι δεν θα δικαιούνται να ζητήσουν νέα ποινική δίωξη του ενάγοντος για τα ίδια εγκλήματα). Κατά το μέρος, επομένως, που η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αίτημα, ο ενάγων έχει καταβάλει το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ.σχετ. το υπ’ αριθμ. … γραμμάτιο εισπράξεως από την ΕΤΕ, το υπ’ αριθμ. … διπλότυπο εισπράξεως της Γ΄ΔΟΥ Πειραιώς και την υπ’ αριθμ. … απόδειξη του ΕΤΑΑ, Τομέα Υγείας Δικηγόρων).

Σύμφωνα με το άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011 και ισχύει σήμερα), στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγόμενου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός εάν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Στην υπό κρίση διαφορά, επιτρέπεται η ομολογία των εναγόμενων για τα προσβλητικά και ψευδή γεγονότα, που επικαλείται ο ενάγων, την υπαιτιότητα των εναγόμενων, αλλά και τον αιτιώδη σύνδεσμό μεταξύ της συμπεριφοράς των εναγόμενων και την προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος και δεν υφίσταται κάποια ένσταση, που να λαμβάνεται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (η εφαρμογή του άρθρου 250 του Κ.Πολ.Δ. δεν αποτελεί ένσταση). Αντιθέτως ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, το ποσό αυτό καθορίζεται από το Δικαστήριο κατά την εύλογη κρίση του και επομένως, δεν τεκμαίρεται ομολογία ως προς το αιτούμενο ποσό από την ερημοδικία των εναγόμενων. Ως προς αυτό, λοιπόν, το ζήτημα, το Δικαστήριο κρίνει ότι λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγόμενων και ειδικότερα της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως του ενάγοντος, προσβλήθηκε το επί της προσωπικότητας δικαίωμα του τελευταίου, και υπέστη ηθική βλάβη, με αποτέλεσμα να δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, η οποία καθορίζεται στο ποσό των 50.000,00 €, έχοντας προς τούτο υπόψη του τον βαθμό του πταίσματος των εναγόμενων, το μέγεθος της προσβολής και τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτή έλαβε χώρα και την κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση των διαδίκων. Συνεπώς, η αγωγή πρέπει να γίνει και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη εν μέρει και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 50.000 ευρώ, με το νόμιμο επιτόκιο επιδικίας από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Ως μέσον εκτελέσεως της αποφάσεως, πρέπει να απαγγελθεί εις βάρος του δεύτερου εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους, ενώ το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, καθώς το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι και η επιβράδυνση της εκτελέσεως δε θα προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα (άρθρα 907 και άρθρο 908 παρ. 1 δ` του ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των εναγόμενων, σύμφωνα με το οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρο 178 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), στο οποίο θα οριστεί και το παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση ασκήσεως από τους εναγόμενους ανακοπής ερημοδικίας κατά της αποφάσεως αυτής (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ.2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει ερήμην των εναγόμενων.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) Ευρώ για κάθε εναγόμενο.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, με το νόμιμο επιτόκιο επιδικίας από την επόμενη ημέρα επιδόσεως της αγωγής.

Απαγγέλλει εις βάρος του δεύτερου εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους, ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της αποφάσεως.

Καταδικάζει τους εναγόμενους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις      7-3-2018 και δημοσιεύθηκε στις 14-3-2018, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του καλούντος.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ