Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

Αριθμός απόφασης

2499/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 28η Μαρτίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία …), που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο αυτής …, η οποία υπέβαλε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ιωάννας Λαγουμίδου (ΑΜ ΔΣΑ …, κατοίκου……, … και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ανάργυρου Κουτσούκου (ΑΜ ΔΣΠ …), κατοίκου …..οδός … και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 10-3-2022 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 7110/3464/29-7-2022, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους αναψυχής …, έτους κατασκευής 2006, κ.ο.χ. …, μήκους μέτρων 28,60, βυθίσματος 3,10, εξοπλισμένου με δύο μηχανές κατασκευής MTU, συνολικής ιπποδύναμης 4.800 ίππων. Ότι συνήψε με την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, δυνάμει του με αριθμό … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, με ισχύ από 8-4-2019 έως 8-4-2020 και όριο κάλυψης για ζημίες του σκάφους και των μηχανών του το ποσό των 1.500.000 ευρώ. Ότι συμφωνήθηκε ότι η εν λόγω σύμβαση ασφάλισης θα διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και τις «Ρήτρες του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής» (Institute Yacht Clauses) της 1.11.1985, καθώς και από την πρόσθετη ρήτρα επέκτασης ασφάλισης για την κάλυψη μηχανικών βλαβών (Institute Yacht Clauses Machinery Damage Extension Clause). Ότι ειδικότερα με την πρόσθετη αυτή ρήτρα συμφωνήθηκε ότι «ανεξάρτητα των προβλέψεων των ρητρών 9.2.2.1, 9.2.2.2 και 10.10 του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Θαλαμηγών 1.11.85, αλλά πάντοτε κάτω από τους Όρους αυτής της ασφάλισης, η κάλυψη επεκτείνεται στην κάλυψη της απώλειας ή της ζημίας στον κινητήρα και τις συνδέσεις του, τον ηλεκτρολογικό εξοπλισμό, τις μπαταρίες και τις συνδέσεις, όταν προκαλούνται από: 1) κρύφια ελαττώματα στο σκάφος ή τη μηχανή, θραύση των αξόνων ή διάρρηξη των λεβήτων…, 2) την αμέλεια οιουδήποτε προσώπου…. και 3) κακοκαιρία». Ότι ως πρόσθετη προϋπόθεση για την επέκταση της ασφαλιστικής κάλυψης στις μηχανικές βλάβες του σκάφους τέθηκε η εκπόνηση, με δαπάνες της ενάγουσας, ικανοποιητικής και πρόσφατης μηχανικής πραγματογνωμοσύνης πριν τον πλου του σκάφους. Ότι μεταξύ των διαδίκων υπεγράφησαν δύο πρόσθετες πράξεις επί του ως άνω αρχικού ασφαλιστηρίου, με τη δεύτερη από τις οποίες, υπ’ αριθ. …, καταχωρήθηκε εκ νέου η παραπάνω ρήτρα επέκτασης μηχανικών βλαβών, με προϋπόθεση για την ενεργοποίησή της την εκπόνηση πρόσφατης μηχανολογικής πραγματογνωμοσύνης από εγκεκριμένο πραγματογνώμονα πριν τη σύναψη της πρόσθετης αυτής πράξης. Ότι σε εκτέλεση των συμβατικών της υποχρεώσεων η ενάγουσα κατέβαλε τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα και μερίμνησε για την εκπόνηση της από 9-5-2019 έκθεσης επιθεώρησης – πραγματογνωμοσύνης αναφορικά, μεταξύ άλλων, με την κατάσταση του μηχανολογικού εξοπλισμού και των μηχανών του ασφαλισθέντος σκάφους, τα οποία βρέθηκαν σε ικανοποιητική κατάσταση. Ότι την 24-7-2019 το μεσημέρι, ενώ το σκάφος έπλεε προς τη Μαρίνα Αλίμου, εκτελώντας ναύλο, σταμάτησε η λειτουργία της δεξιάς κύριας μηχανής του, με αποτέλεσμα αυτό να καταπλεύσει στην παραπάνω Μαρίνα με τη λειτουργία της αριστερής κύριας μηχανής του. Ότι μετά από έλεγχο του κινητήρα που διενεργήθηκε αυθημερόν από μηχανικούς της εταιρείας … διαπιστώθηκε ότι η αντλία καυσίμου δεν έκανε περιστροφή και δη ότι το γρανάζι μετάδοσης κίνησης του στροφαλοφόρου άξονα στην αντλία ύδατος κυκλοφορίας, από την οποία λάμβανε κίνηση η αντλία καυσίμου, ήταν σπασμένο, καθώς κι ότι το σημείο στην αντλία ύδατος κυκλοφορίας που έδινε κίνηση στην αντλία καυσίμου ήταν κατεστραμμένο. Ότι το εν λόγω συμβάν ανήγγειλε προσηκόντως στην εναγόμενη εταιρεία την επομένη, ήτοι την 25-7-2019, αποστέλλοντάς της ταυτόχρονα ηλεκτρονικά την από 9-5-2019 έκθεση επιθεώρησης – πραγματογνωμοσύνης των μηχανών του επίδικου σκάφους. Ότι παρά το γεγονός ότι η ρήτρα επέκτασης των μηχανικών βλαβών του σκάφους είχε ενεργοποιηθεί, καθότι η ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης συντάχθηκε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην επίδικη ασφαλιστική σύμβαση, πριν την έναρξη των πλόων του σκάφους, πριν την έναρξη ισχύος της δεύτερης πρόσθετης πράξης (20-5-2019) και πριν την ημερομηνία υπογραφής της εν λόγω πρόσθετης πράξης (28-5-2019), εντούτοις η εναγομένη αρνείται αντισυμβατικά να καταβάλει στην ενάγουσα την οφειλόμενη ασφαλιστική αποζημίωση, επικαλούμενη ότι η έναρξη της συμφωνηθείσας επέκτασης κάλυψης είχε οριστεί από τη στιγμή παραλαβής και ελέγχου της πραγματογνωμοσύνης, η οποία εν προκειμένω έλαβε χώρα την 25-7-2019, ήτοι μετά το συμβάν, με αποτέλεσμα να μην καλύπτεται η ζημία της. Ότι ειδικότερα η ενάγουσα δαπάνησε για αγορά ανταλλακτικών και εργασίες επισκευής της δεξιάς κύριας μηχανής του σκάφους της το συνολικό ποσό των 110.610,28 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του αντίστοιχου ΦΠΑ. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη ότι την 24-7-2019 επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση – κίνδυνος, μετά την παρουσίαση βλάβης του δεξιού κινητήρα του ασφαλισμένου σκάφους της, η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτού με τις έγγραφες προτάσεις της περιορισμού του αιτήματος της αγωγής (άρθρ. 223 εδ. β΄ ΚΠολΔ) στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το ποσό των 110.610,28 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επέλευση της ζημίας, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του αρμόδιου τούτου και δυνάμει έγκυρης ρήτρας παρέκτασης περιεχόμενης στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 42 ΚΠολΔ και 51 παρ. 1, 2, 3 Β περ. θ Ν. 2172/1993, ως εκ της ναυτικής φύσης της διαφοράς) Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, όσον αφορά στο εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την επίδικη διαφορά, η οποία δεν προέρχεται μεν από διεθνή ιδιωτική έννομη σχέση, αναφέρεται, όμως, ως εκ του αντικειμένου της, σε θέματα διεθνούς ναυτικής ασφάλισης, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου (βλ. ΠΠρΠειρ 1336/1990-ΕΝΔ 1991/6), πρέπει να αναφερθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριου συμβολαίου, το οποίο προσκομίζουν με επίκληση αμφότεροι οι διάδικοι, προκύπτει ότι αφενός συμφωνήθηκε μεταξύ τους η ένδικη ασφαλιστική σύμβαση να διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και την αγγλική πρακτική, αφετέρου συμπεριλήφθηκαν οι Ρήτρες του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses) της 1ης-1-1985, ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των οποίων εφαρμοστέο είναι, επίσης, το αγγλικό δίκαιο και η πρακτική, όπως, άλλωστε, τα ανωτέρω, περί του εφαρμοστέου δικαίου, συνομολογούνται και από τους διαδίκους. H ως άνω συμφωνία είναι νόμιμη κατά τα άρθρα 361 και 25 εδ. α΄ ΑΚ, αφού στην ένδικη υπόθεση δεν έχει εφαρμογή ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), που αντικατέστησε από τη 17η.12.2009 την κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (βλ. σχετ. άρθρο 1 παρ. 2 ι΄ του Κανονισμού «Ρώμη Ι» και 1 παρ. 3 της Σύμβασης). Συνεπώς, σύμφωνα με το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο θα κριθεί η επίδικη διαφορά και δη τόσο η νομική βάση της αγωγής, όσο και των ενστάσεων αντίστοιχα που προβάλλει η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία. Εξάλλου, ενόψει του ότι η εναγομένη προσκομίζει σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική (άρθρο 53 Ν.Δ. 3026/1954), κατά το μεγαλύτερο μέρος, τις διατάξεις των κανόνων του ως άνω εφαρμοζόμενου αγγλικού δικαίου, που θεμελιώνουν την επίδικη διαφορά και τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, δεν απαιτείται να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ, η απόδειξη του περιεχομένου του ως άνω αλλοδαπού δικαίου, το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Το εν λόγω δίκαιο (το οποίο, ας αναφερθεί, κατά διεθνή συναλλακτική συνήθεια επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές με σχετική ρήτρα των όρων της ασφάλισης, ανεξαρτήτως μάλιστα του ουσιώδους ή μη συνδέσμου με αυτές – πρβλ. ΠΠρΠειρ 5462/1999-ΕΝΔ 1999/370, ΠΠρΑθ 8277/1988-ΕΝΔ 1991/13), περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστό με την ονομασία «Marine Insurance Act 1906» (Μ.I.A. 1906), ο οποίος τροποποιήθηκε σε συγκεκριμένα άρθρα με το νόμο «Insurance Act 2015», που τέθηκε σε ισχύ 18 μήνες από την ψήφισή του την 12-2-2015 (ήτοι την 12-8-2016 – βλ. 23.2 αυτού πλην τροποποιήσεων Section 3 του “Rights against Insurers” – βλ. 23.3), καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις τούτου δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου και στην αγγλική πρακτική (English practice) και ερμηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους Άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και με τις σχετικές ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής «Institute Yacht Clauses» Cl. 328 1.11.1985 (βλ. σχετ. με τις πηγές του αγγλικού δικαίου K.J. EDDEY, Το Αγγλικό Νομικό Σύστημα, σελ. 114). Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμα υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Ειδικότερα, με τον «Marine Insurance Act 1906» (Μ.Ι.Α. 1906) προβλέπεται ότι: Άρθρο 1. «Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο, κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται με αυτήν κατά θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή των κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια». Ορισμός «θαλάσσιας περιπέτειας»: Άρθρο 3 § 2. «Ειδικότερα υπάρχει θαλάσσια περιπέτεια όπου (α) Οποιοδήποτε πλοίο, πράγματα ή άλλα κινητά εκτίθενται σε θαλάσσιους κινδύνους. Αυτή η περιουσία αναφέρεται σε αυτό το Νόμο ως «ασφαλίσιμη περιουσία» … Ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος: Άρθρο 5. «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου, ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. 2. Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτή και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου, ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του, ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό». Περιγραφή αντικειμένου της ασφάλισης: Άρθρο 26. «1. Το αντικείμενο της ασφάλισης θα πρέπει να περιγράφεται σε ένα ναυτικό ασφαλιστήριο με εύλογη βεβαιότητα…». Αποτιμημένο ασφαλιστήριο: Άρθρο 27. «1. Το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. 2. Αποτιμημένο ασφαλιστήριο είναι το ασφαλιστήριο το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος. 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εν απουσία απάτης, η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίωσης του πράγματος για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας». Καλυπτόμενες και εξαιρούμενες (ζημίες) απώλειες. Άρθρο 55. «1. Περιλαμβανόμενες και εξαιρούμενες απώλειες. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εκτός αν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια/ ζημιά μη προκληθείσα αιτιωδώς από ασφαλισμένο κίνδυνο. 2. Ειδικότερα, α. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δολίας ενέργειας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου, αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμα και εάν η απώλεια δεν θα είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος, β. Εκτός αν το ασφαλιστήριο συμβόλαιο προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής πλοίου ή πραγμάτων (αγαθών) δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια της οποίας η πλησιέστερη αιτία είναι η καθυστέρηση, ακόμη και αν η καθυστέρηση έχει προκληθεί από έναν ασφαλισμένο κίνδυνο. γ. Εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για συνήθη φθορά, διαρροή και θραύση, για εγγενές μειονέκτημα (εγγενή εκφυλισμό) ή για τη φύση του ασφαλισμένου πράγματος ή για οποιαδήποτε απώλεια η οποία έχει ως έγγιστα προκληθεί από αρουραίους ή σκουλήκια, ή για βλάβη σε μηχανήματα που δεν έχει ως έγγιστα προκληθεί από θαλάσσιους κινδύνους». Άρθρο 69. «Όταν το πλοίο έχει υποστεί ζημίες, αλλά δεν έχει απωλεσθεί ολοσχερώς, το μέτρο της αποζημίωσης, υπό την αίρεση ρητής πρόβλεψης στο ασφαλιστήριο, έχει ως εξής (1) Όταν το πλοίο επισκευάστηκε, ο ασφαλισμένος δικαιούται το λογικό κόστος των επισκευών, μείον των συνηθισμένων εκπτώσεων, χωρίς να υπερβαίνει όμως το ποσό της ασφάλισης για οποιοδήποτε συμβάν. (2) Στην περίπτωση που το πλοίο έχει μόνο μερικώς επισκευασθεί, ο ασφαλισμένος δικαιούται τα λογικά έξοδα των επισκευών, υπολογιζομένων ως άνω και επιπλέον αποζημίωση για εύλογη απομείωση αξίας του πλοίου, εφόσον συντρέχει τοιαύτη, προκληθείσα εκ της μη επισκευασθείσας ζημίας, εφόσον το συνολικό ποσό δεν υπερβαίνει το κόστος επισκευής της συνολικής ζημίας, υπολογιζομένης ως άνω. (3) Στην περίπτωση που το πλοίο δεν έχει επισκευασθεί και δεν έχει πωληθεί στην κατάσταση ζημίας που βρίσκεται, κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, ο ασφαλισμένος δικαιούται να αποζημιωθεί για την εύλογη απομείωση της αξίας του πλοίου προκληθείσα εκ της μη επισκευασθείσας ζημίας, αλλά μη υπερβαίνουσα το εύλογο κόστος επισκευής αυτής, όπως ως άνω υπολογίζεται». Άρθρο 78 παρ. 1: «Όπου ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο περιέχει μία ρήτρα αποτροπής και περιορισμού της ζημίας, η ανάληψη αυτής της υποχρέωσης θεωρείται ότι είναι συμπληρωματική προς τη σύμβαση της ασφάλισης και ο ασφαλισμένος μπορεί να αποζημιωθεί από τον ασφαλιστή για οποιεσδήποτε δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε κανονικά σύμφωνα με τη ρήτρα, ανεξαρτήτως του ότι ο ασφαλιστής μπορεί να έχει πληρώσει για ολική απώλεια ή ότι το αντικείμενο της ασφάλισης μπορεί να έχει καταστεί αντικείμενο εγγύησης ελεύθερο από μερική αβαρία, είτε ολικώς είτε κάτω από κάποιο ποσοστό». Άρθρο 78 παρ. 4: «Είναι καθήκον του ασφαλισμένου και των πρακτόρων του, σε όλες τις περιπτώσεις, να λάβουν τα μέτρα εκείνα, τα οποία μπορεί να είναι εύλογα προς το σκοπό αποτροπής ή ελαχιστοποίησης μίας ζημίας». Περαιτέρω, στη ρήτρα 9 των «Institute Yacht Clauses» από 1.11.1985 ορίζεται ότι «ΚΙΝΔΥΝΟΙ – Υποκείμενοι πάντοτε στις εξαιρέσεις αυτής της ασφάλισης: 9.1. Η ασφάλιση αυτή καλύπτει απώλεια ή ζημία στο ασφαλισμένο αντικείμενο, η οποία προκαλείται από 9.1.1. κινδύνους της θάλασσας, των ποταμών, των λιμνών ή άλλων πλεύσιμων υδάτων, 9.1.2. πυρκαϊά, 9.1.3. εκβολή, 9.1.4.πειρατεία, 9.1.5. πρόσκρουση με τον εξοπλισμό ή τις εγκαταστάσεις του λιμανιού ή της αποβάθρας με οποιαδήποτε χερσαία μεταφορικά μέσα, αεροσκάφη ή παρόμοια αντικείμενα ή αντικείμενα τα οποία πέφτουν από αυτά, 9.1.6. σεισμό, ηφαιστειακή έκρηξη ή κεραυνό. 9.2. και με την προϋπόθεση ότι τέτοια ζημία ή απώλεια δεν προκύπτει από την έλλειψη επαρκούς επιμέλειας από τους Ασφαλισμένους Πλοιοκτήτες ή Διαχειριστές, η παρούσα ασφάλιση καλύπτει: 9.2.1. ζημία ή απώλεια στο ασφαλισμένο αντικείμενο η οποία προκαλείται από: 9.2.1.1. ατυχήματα κατά τη φόρτωση, εκφόρτωση ή τη διακίνηση εφοδίων, συνέργων, εξοπλισμού, μηχανημάτων ή καυσίμων. 9.2.1.2. εκρήξεων, 9.2.1.3. κακόβουλων πράξεων, 9.2.1.4. την κλοπή ολόκληρου του σκάφους ή της (των) λέμβου (λέμβων) ή εξωλεμβίου (εξωλεμβίων) κινητήρα (κινητήρων), με την προϋπόθεση ότι είναι ασφαλώς προσδεδεμένο στο πλοίο ή στη (στις) λέμβο (λέμβους) με αντικλεπτικό σύστημα, σαν συμπλήρωμα της κανονικής μεθόδου πρόσδεσης ή την κλοπή -κατόπιν βίαιης εισόδου στο πλοίο ή στον τόπο αποθήκευσης ή επισκευής- των μηχανών, περιλαμβανομένου (περιλαμβανομένων) του (των) εξωλεμβίου (εξωλεμβίων) κινητήρα (κινητήρων), των συνέργων ή των εφοδίων, 9.2.2. ζημία ή απώλεια στο ασφαλισμένο σκάφος, εκτός της μηχανής και των συνδέσεών της (αλλά όχι του εξωτερικού στηρίγματος του ελικοφόρου άξονα, του άξονα και της προπέλας) του ηλεκτρικού εξοπλισμού και των μπαταριών και των συνδέσεων, η οποία προκαλείται από: 9.2.2.1. κρύφια ελαττώματα στο σκάφος ή τη μηχανή, θραύση των αξόνων ή το σκάσιμο των λεβήτων (με εξαίρεση τα έξοδα και την αξία αντικατάστασης ή επισκευής του ελαττωματικού μέρους, του σπασμένου άξονα ή του λέβητα ο οποίος έχει σκάσει). 9.2.2.2. την αμέλεια οποιουδήποτε προσώπου, αλλά εξαιρείται το κόστος αποκατάστασης ελαττώματος που προέρχεται από την αμέλεια ή παράβαση συμβολαίου, αναφορικά με οποιαδήποτε εργασία επισκευής ή μετατροπής που εκτελείται για λογαριασμό του Ασφαλισμένου ή και των Πλοιοκτητών ή αναφορικά με τη συντήρηση του σκάφους. 9.3. η παρούσα ασφάλιση καλύπτει τα έξοδα επιθεώρησης των υφάλων του σκάφους μετά από προσάραξη, αν αυτά έχουν πραγματοποιηθεί εύλογα ειδικά για αυτό το σκοπό του παροπλισμού, ακόμα και αν δεν εντοπίστηκε ζημία». Από τις ανωτέρω διατάξεις του Μ.Ι.Α. 1906, που δεν προσκρούουν στην αγγλική πρακτική και στους «Institute Yacht Clauses 1.11.1985», συνάγεται ότι τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή απέναντι του ασφαλισμένου καθορίζει καταρχήν το ασφαλιστήριο ή τα ενσωματωμένα σε αυτό έγγραφα ή εκείνα στα οποία αναφέρεται το ασφαλιστήριο. Γενικά ο ασφαλιστής είναι υπεύθυνος για οποιαδήποτε ζημιά που προκλήθηκε αμέσως από τον ασφαλισθέντα κίνδυνο τον οποίον καθορίζει το ασφαλιστήριο. Ο νόμος αυτός (Μ.Ι.Α. 1906) δεν προβλέπει τους επιμέρους προς ασφάλιση κινδύνους ούτε αναφέρεται στο περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης (ιδίως σε περιορισμούς, αιρέσεις, εξαιρέσεις κ.λπ.), αλλά καταλείπει τη διαμόρφωσή του (περιεχομένου) στην ελεύθερη βούληση των μερών. Στην πράξη το έργο αυτό έχει αναλάβει το Ινστιτούτο των Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters), το οποίο ως επαγγελματικό όργανο έρευνας και προώθησης των ναυτασφαλιστικών ζητημάτων στην αγγλική αγορά, έχει προβεί στην τυποποίηση των όρων κάλυψης των θαλάσσιων κινδύνων για κάθε κατηγορία ναυτασφάλισης, με τους έντυπους όρους του Ινστιτούτου για θαλαμηγά σκάφη αναψυχής, υπό την κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1.11.1985. Η παρεχόμενη με τους όρους αυτούς ασφαλιστική κάλυψη δεν είναι κατά παντός κινδύνου (all risks), αλλά κατά συγκεκριμένων μόνο κατηγοριών κινδύνου, που απαριθμούνται αυτοτελώς και περιοριστικά (named risks). Μεταξύ των ασφαλιζόμενων κινδύνων περιλαμβάνονται και οι θαλάσσιοι κίνδυνοι (perils of the sea- ρήτρα 9.1.1), ήτοι οι κίνδυνοι οι οποίοι έχουν σχέση ασφαλισμένου πλοίου στη θάλασσα. Ωστόσο ο όρος «perils of the sea» δεν καλύπτει κάθε ατύχημα ή συμβάν το οποίο είναι δυνατό να συμβεί στη θάλασσα, αλλά αφορά κίνδυνο εξαιτίας της θάλασσας και αναφέρεται μόνο σε τυχαία (απρόοπτα) περιστατικά (συμβάντα, ατυχήματα) εξαιτίας της θάλασσας και δεν περιλαμβάνει την κανονική ενέργεια των ανέμων και των κυμάτων. Πρέπει, με άλλα λόγια, να είναι ένας κίνδυνος απρόβλεπτος και ένα αποτρέψιμο ατύχημα, όχι ένα προβλέψιμο και αναπόφευκτο αποτέλεσμα, και πρέπει να είναι εξαιτίας της θάλασσας, όχι απλώς επί της θάλασσας [«but it’s clear that there must be a peril, an unforeseen and inevitable result; and it must be of the seas, not merely on the seas»]. Εξάλλου, προκειμένου να γεννηθεί αξίωση αποζημίωσης εκ της ασφαλιστικής σύμβασης πρέπει να αποδειχθεί ότι η ζημία προκλήθηκε, ως έγγιστα, από κάποιον ασφαλισθέντα κίνδυνο. Η αρχή αυτή εκφράζεται στο γνωστό νομικό απόφθεγμα «causa proxima non remota spectatur» (πρέπει να αναζητείται η εγγύτερη αιτία και όχι η απώτερη τοιαύτη) και αποτυπώνεται στην ως άνω διάταξη του άρθρου 55 (1) Μ.Ι.Α. 1906. Συνεπώς, για τη θεμελίωση της ευθύνης του ασφαλιστή σε περίπτωση απώλειας ή ζημίας του ασφαλισμένου πράγματος πρέπει να υφίσταται μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, δηλαδή του επελθόντος κινδύνου -ο οποίος πρέπει να αποτελεί ασφαλισμένο δια του ασφαλιστηρίου κίνδυνο- και της επελθούσας απώλειας ή προξενηθείσας ζημίας του ασφαλισμένου πράγματος, αιτιώδης σύνδεσμος, ήτοι η ζημία να είναι άμεσο αποτέλεσμα της εγγύτερης προς αυτήν αιτίας. Ως εγγύτερη δε αιτία θεωρείται όχι η χρονικώς τελευταία, αλλά εκείνη που είναι πρόσφορη και επικρατέστερη για την επέλευση του αποτελέσματος (predominant in efficiency). Γενικώς, όπου ο κίνδυνος περιγράφει μία αιτία, εναπόκειται στον ασφαλισμένο να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία, η αξιούμενη βάσει ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου, οφειλόταν σε έναν ασφαλισμένο κίνδυνο. Εάν ο ασφαλισμένος προβάλλει επαρκή αποδεικτικά μέσα για να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία πιθανόν προκλήθηκε από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά ο ασφαλιστής διατυπώνει μια εναλλακτική θεωρία ως προς την αιτία, το ζήτημα θα αποφασισθεί βάσει των πιθανοτήτων και για να επιτύχει ο διάδικος, ο οποίος φέρει το βάρος της απόδειξης, πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει μία υπερέχουσα πιθανότητα (preponderance of probability), η οποία στηρίζει την υπόθεσή του. Αυτός δεν οφείλει να αποκλείσει όλες τις πιθανότητες των ισχυρισμών της άλλης πλευράς, απλώς πρέπει να αποδείξει ότι η δική του περίπτωση στηρίζεται σε μία υπερέχουσα πιθανότητα (ΕφΠειρ 727/2014-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 358/2007-ΕΝΔ 2007/194, όπου και παραπομπές σε αγγλική νομολογία και βιβλιογραφία). Το βάρος επίκλησης και απόδειξης ότι η ζημία επήλθε από τον πλησιέστερο προς αυτή ασφαλισμένο κίνδυνο φέρει ο ασφαλισμένος (ΠολΠρΠειρ 1656/2015, αδημ. στο νομικό τύπο, ΜΠΠειρ 3025/2020, δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 περ. δ΄ και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 ΚΠολΔ: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, δηλαδή πρέπει να γίνεται σαφής έκθεση στο δικόγραφό της όλων των γεγονότων, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σε αυτή και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής θα πρέπει να είναι τόσα, όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση της αξίωσης, και να αναφέρονται αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε, όχι μόνο να μην αφήνεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντος που απορρέει από αυτά, στην οποία αναφέρεται το αίτημα της αγωγής, αλλά ακόμη και κατά τρόπο ώστε ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα άμυνας με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης του ενάγοντος και το δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα να προβεί στην αξιολόγηση της αγωγής και να διεξάγει τις σχετικές αποδείξεις. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων, περίπτωση της οποίας αποτελεί και η μη εξειδίκευση με πληρότητα των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών (ποσοτική αοριστία), καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξης. Επίσης, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1728/2014-ΕΕμπΔ 2015/596, ΑΠ 250/2011-ΕΕμπΔ 2011/591, ΑΠ 49/2011-ΕλλΔνη 2011/1594, ΑΠ 1042/2009-ΕΕμπΔ 2010/46, ΑΠ 1611/2008-Δίκη 2008/1131, ΜονΕφΠειρ 47/2020-ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω επέλευσης ασφαλιζόμενου θαλάσσιου κινδύνου με βάση σύμβαση ασφάλισης σκάφους αναψυχής που είχε συμφωνηθεί να διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και πρακτική και τις τυποποιημένες ρήτρες ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου («Institute Yacht Clauses 1.11.1985»), αναγκαίο στοιχείο της βάσης της, το οποίο ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθεί, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με τις ανωτέρω αναλυθείσες διατάξεις του άρθρου 55 (1 & 2c) Μ.Ι.Α. 1906 και της ρήτρας 9.1.1. «Institute Yacht Clauses 1.11.1985», η επέλευση ασφαλιζόμενου κινδύνου εξαιτίας της θάλασσας, δηλαδή συγκεκριμένου τυχαίου και απρόβλεπτου κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θαλάσσιου συμβεβηκότος, οφειλόμενου στην ασυνήθιστη δράση του ανέμου και των κυμάτων (peril of the sea – ρήτρα 9.1.1.), που ως εγγύτερη αιτία (proximate cause) και κατά υπερέχουσα πιθανότητα (preponderance of probability) επέφερε την ασφαλιστική περίπτωση (ΜονΕφΠειρ 53/2023, δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ΜονΕφΠειρ 343/2021-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 204/2015-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 358/2007 ό.π., βλ. και Αθ. Μαρκάκη, σημείωση στην ΕφΠειρ 815/2000-ΕΝΔ 2001/164, 165). Σύμφωνα με τα παραπάνω, στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του ως άνω περιεχόμενου του δικογράφου της ένδικης αγωγής, προκύπτει ότι αυτή δεν περιέχει όλα τα αναγκαία, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, στοιχεία όσον αφορά τη μόνη βάση της από σύμβαση ασφάλισης σκάφους αναψυχής, με αποτέλεσμα να μη δύναται η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία να αμυνθεί και να διεξαχθούν οι δέουσες αποδείξεις και δεδομένου ότι το ορισμένο αυτής, ως προϋπόθεση του παραδεκτού, ανάγεται στο πεδίο του δικονομικού δικαίου και συνεπώς, εφαρμοστέο ως προς αυτό είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, δεκτού γενομένου και του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης. Ειδικότερα, η ενάγουσα δεν εκθέτει στο δικόγραφο αυτής, ως όφειλε, τα ειδικά δικαιοπαραγωγικά πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την υπαγωγή τους από το Δικαστήριο στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου του άρθρου 55 του Μ.Ι.Α. του 1906 σε συνδυασμό με τη ρήτρα επέκτασης μηχανικών βλαβών Cl.332 (Institute Yacht Clauses Machinery Damage Extension Clause), δηλαδή δεν εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την ασφαλιστική περίπτωση, ήτοι τον ασφαλισμένο κίνδυνο που εμπίπτει στην καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ασφάλισης, με βάση τη συμβατική συμφωνία ασφαλιστικής κάλυψης και αποζημίωσης, ώστε να πληρούται το πραγματικό των ανωτέρω εφαρμοστέων κανόνων δικαίου και να επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση και η εξ αυτής αιτιωδώς προκληθείσα ζημία στο ασφαλισμένο σκάφος της ενάγουσας κατά τους όρους του μεταξύ τους καταρτισθέντος ασφαλιστηρίου συμβολαίου να δημιουργεί υποχρέωση της εναγομένης προς καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης που συμφώνησαν μεταξύ τους τα συμβαλλόμενα μέρη (ΑΚ 361), λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, κατ’ εφαρμογή του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου (ΑΚ 25). Αντίθετα, η ενάγουσα συγχέοντας την έννοια του ασφαλιστικού κινδύνου με αυτήν της επέλευσης της ζημίας στο σκάφος, περιορίζεται σε μία εντελώς ασαφή και αόριστη αναφορά για το ζημιογόνο αποτέλεσμα της μηχανικής βλάβης που υπέστη η δεξιά κύρια μηχανή του σκάφους, ήτοι περιορίζεται στην αναφορά της αδυναμίας περιστροφής της αντλίας καυσίμου, την οποία αποδίδει στο ότι το γρανάζι μετάδοσης κίνησης του στροφαλοφόρου άξονα στην αντλία ύδατος κυκλοφορίας, από την οποία λάμβανε κίνηση η αντλία καυσίμου, ήταν σπασμένο, χωρίς να αναφέρει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ήτοι με επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, το ζημιογόνο αίτιο, την αιτία δηλαδή πρόκλησης της ως άνω ζημίας στον εξοπλισμό της μηχανής (σπασμένο γρανάζι) και συγκεκριμένα αν αυτή οφείλεται σε κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους ασφαλισμένους κινδύνους, για τους οποίους επεκτάθηκε η ασφαλιστική κάλυψη και στα μηχανικά μέρη του σκάφους, ήτοι εάν οφείλεται σε κρύφια ελαττώματα του σκάφους ή της μηχανής, σε αμέλεια οιουδήποτε προσώπου ή σε κακοκαιρία. Επίσης, η ενάγουσα δεν αναφέρει, ως όφειλε, πώς ο επελθών ασφαλισμένος κίνδυνος συνδέεται αιτιωδώς (κατά τον κανόνα “causa proxima non remota spectator”) με την εμφανισθείσα μεταγενέστερα μηχανική βλάβη του σκάφους της, κατά τρόπο που να συνιστά την εγγύτερη αιτία (proximate cause) που, κατά υπερέχουσα πιθανότητα (preponderance of probability), επέφερε την ασφαλιστική περίπτωση. Περαιτέρω, οι ανωτέρω ασάφειες και ελλείψεις καθιστούν αδύνατο να ελεγχθεί εάν πράγματι επήλθε ασφαλισμένος κίνδυνος (περίπτωση που, σημειωτέον, δεν συντρέχει κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 55 (2γ) M.I.A. 1906 εάν η ζημία οφειλόταν σε συνήθη φθορά της μηχανής του σκάφους) και σε καταφατική περίπτωση εάν υπήρχε και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του επελθόντος αυτού κινδύνου και της προκληθείσας μηχανικής ζημίας του ασφαλισμένου σκάφους και του μηχανοηλεκτρολογικού εξοπλισμού του. Η ως άνω πρόδηλη αοριστία της αγωγής είναι αθεράπευτη με τις προτάσεις της ενάγουσας και με την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και καθιστά την αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει τήρησης της νόμιμης προδικασίας (άρθρα 111, 118, 216 ΚΠολΔ). Συνεπώς, απαραδέκτως η ενάγουσα επικαλείται το πρώτον με την προσθήκη επί των προτάσεών της την ύπαρξη «κρυφίων ελαττωμάτων» στη μηχανή του σκάφους, καθόσον η επίκληση αυτών άγει σε ανεπίτρεπτη διεύρυνση της ιστορικής βάσης της αγωγής (άρθρο 224 ΚΠολΔ).

Κατόπιν αυτών, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, τα δε δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την                26-7-2023     , χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ