Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

Αριθμός απόφασης

4065/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 31η Οκτωβρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) …, 2) … και 3) … οι οποίοι υπέβαλαν προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Μάρκου Δάρα (ΑΜ ΔΣΑ …), κατοίκου……., Λεωφόρος … και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Νικολάου Λύγουρη (ΑΜ ΔΣΑ …), κατοίκου……, οδός … και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 28-12-2022 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 12213/6078/28-12-2022, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 166, 361 ΑΚ και 6 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι η σύναψη της σύμβασης πώλησης πλοίου είναι δυνατό να προσυμφωνηθεί, με υποσχετική ενοχική σύμβαση που πρέπει, επί ποινή ακυρότητας, να καταρτιστεί και αυτή εγγράφως (ΤριμΕφΠειρ 472/2011-ΕπισκΕμπΔ 2012/156, ΕφΠειρ 539/2000-ΠειρΝ 2000/343). Το αντικείμενο της εκ προσυμφώνου ενοχής συνίσταται στην ανάληψη υποχρέωσης σύμπραξης των μερών για την κατάρτιση της σκοπούμενης οριστικής υποσχετικής σύμβασης. Η σύναψη της σκοπούμενης οριστικής σύμβασης επιφέρει την απόσβεση της ενοχής από το προσύμφωνο (ΑΠ 825/2019-ΧρΙΔ 2019/729, ΑΠ 1306/2019-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1186/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο) και τη δημιουργία νέας ενοχής εκ της οριστικής πλέον σύμβασης, κατατείνουσας στην πώληση και μεταβίβαση του πλοίου. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 383 και 385 ΑΚ, προκύπτει ότι στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη ο δανειστής αποκτά, μεταξύ άλλων και δικαίωμα υπαναχώρησης από την σύμβαση, αν τάξει στον οφειλέτη εύλογη προθεσμία εκπλήρωσης, συνοδευόμενη και από τη σαφή και κατηγορηματική δήλωση, ότι μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποκρούει την παροχή και παρέλθει πράγματι άπρακτη η προθεσμία αυτή, εκτός εάν από την όλη στάση του υπερήμερου οφειλέτη προκύπτει χωρίς αμφιβολία, ότι θα ήταν άσκοπος ο καθορισμός της προθεσμίας, διότι αυτός δεν πρόκειται να προβεί στην εκπλήρωση της παροχής, όπως όταν αυτός δηλώνει κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό ότι δεν θα εκπληρώσει την παροχή. Η υπαναχώρηση αυτή, κατά το άρθρο 390 ΑΚ, εφαρμοζόμενο και στη νόμιμη υπαναχώρηση (ΑΚ 383), σύμφωνα με το άρθρο 387 εδ. β΄ ΑΚ, ασκείται με δήλωση αυτού που έχει δικαίωμα υπαναχώρησης προς τον άλλον. Η διαπλαστική αυτή δήλωση είναι άτυπη και δεν απαιτείται να περιέχει τη λέξη “υπαναχώρηση”. Με την άσκηση δε αυτής, κατά τη διάταξη του άρθρου 389 εδ. β΄ ΑΚ, επέρχεται απόσβεση των υποχρεώσεων προς παροχή, οι οποίες απορρέουν από τη σύμβαση και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Αποτέλεσμα δηλαδή της υπαναχώρησης, κατά την προαναφερθείσα διάταξη, που εφαρμόζεται και επί νόμιμης υπαναχώρησης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 904 και 912 ΑΚ, είναι ότι η σύμβαση καταργείται ex tunc, αποσβήνεται η υποχρέωση προς παροχή και οι παροχές που δόθηκαν αναζητούνται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ήτοι ex causa finite και αποδίδεται η ληφθείσα παροχή αυτούσια ή η αξία της, καθώς και ο νόμιμος τόκος από την υπαναχώρηση, διότι έκτοτε έπρεπε να προβλεφθεί η αναζήτηση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 389 εδ. α΄ ΑΚ, στη σύμβαση μπορεί κάποιος να επιφυλάξει στον εαυτό του το δικαίωμα της υπαναχώρησης, το οποίο, εν προκειμένω, ασκείται από το δικαιούχο χωρίς να τάξει προηγουμένως στον άλλον εύλογη προθεσμία προς εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα, ότι μετά την πάροδό της αποκρούει την παροχή, γιατί τέτοια υποχρέωση υπάρχει μόνο στο παρεχόμενο από το άρθρο 383 ΑΚ δικαίωμα νόμιμης υπαναχώρησης από τη σύμβαση και δεν αποτελεί προϋπόθεση της από τις παραπάνω διατάξεις ρυθμιζόμενης συμβατικής υπαναχώρησης (ΠΠΠειρ 116/2022-ΝΟΜΟΣ). Τέλος, στις περιπτώσεις που ο δανειστής ασκεί το δικαίωμα της υπαναχώρησης δεν δικαιούται διαφέροντος μη εκπλήρωσης, μπορεί όμως να ζητήσει και, κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου, να του επιδικασθεί αποζημίωση για την τυχόν ζημία του από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης (άρθρο 387 ΑΚ). H τελευταία αυτή διάταξη εισάγει μετριασμό της ανορθωτέας ζημίας, κατά την εύλογη κρίση του δικαστή της ουσίας. Ο νόμος δεν θέτει κριτήρια για τον καθορισμό της αποζημίωσης αυτής, το δικαστήριο όμως έχει την ευχέρεια, ενόψει της αποδειχθείσας πραγματικής ζημίας του δανειστή, που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς την αντισυμβατική διαγωγή του οφειλέτη, να την επιδικάσει ή όχι, κατά την εύλογη κρίση του, και σε έκταση που δεν επιτρέπεται να υπερβεί την πραγματική ζημία. Προς τούτο, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να διατάξει αποδείξεις για το ύψος της επιδικαστέας αποζημίωσης, πρέπει όμως να πράξει τούτο, προκειμένου να προσδιορίσει την έκταση της πραγματικής ζημίας, για το μετριασμό της οποίας θα καταβληθεί η αποζημίωση. H ζημία δε αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης (που αποκαθίσταται με το θετικό διαφέρον), είτε από την κατάρτιση αυτής (και αποκαθίσταται με το αρνητικό διαφέρον). Το αν στη συγκεκριμένη περίπτωση η εύλογη αποζημίωση θα δοθεί έναντι του θετικού ή του αρνητικού διαφέροντος, εξαρτάται από τις περιστάσεις και από την αίτηση του δανειστή (ΑΠ 1417/1999-ΕΕΝ 2001/246, ΑΠ 679/1988-ΕλλΔνη 30/759). Σημειωτέον ότι οι παραπάνω διατάξεις για τις συνέπειες της υπερημερίας, που εφαρμόζονται σε όλες γενικά τις συμβάσεις, κατ’ αναλογία, εφαρμόζονται και στο, κατ’ άρθρο 166 ΑΚ, προσύμφωνο, που και αυτό αποτελεί καταρτισμένη αυτοτελή αμφοτεροβαρή σύμβαση, αφού δεν υπάρχει αντίθετη προς τούτο διάταξη (βλ. ΕφΠειρ 242/2014-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 542/2007-ΑχαΝομ 2008/27). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι δυνάμει του από 5-10-2011 προσυμφώνου πώλησης που συνήψαν με την εναγόμενη εταιρεία συμφώνησαν να αγοράσουν από αυτή, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας τους, το υπό ελληνική σημαία ιστιοφόρο επαγγελματικό – τουριστικό σκάφος … με αριθμό νηολογίου … έναντι τιμήματος 98.430 ευρώ, καθώς και ότι η παράδοση και η μεταβίβαση της κυριότητας αυτού θα λάμβανε χώρα την 30-10-2017. Ότι σε εκτέλεση του προσυμφώνου μεταβίβασαν στην εναγομένη, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, την κυριότητα του σκάφους αναψυχής … με αριθμό νηολογίου ……… αξίας 64.000 ευρώ, ενώ περαιτέρω της κατέθεσαν σε τραπεζικό λογαριασμό της το ποσό των 34.430 ευρώ. Ότι παρότι αυτοί τήρησαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις η εναγομένη φερόμενη αντισυμβατικά δεν τους μεταβίβασε την κυριότητα του σκάφους, ούτε τους το παρέδωσε κατά τη συμφωνηθείσα ημερομηνία. Ότι περί τα τέλη Ιανουαρίου 2021 αποκαλύφθηκε ότι το υπό πώληση σκάφος βαρυνόταν με νομικό ελάττωμα, που κώλυε τη μεταβίβαση της κυριότητάς του στους ενάγοντες και που τους είχε αποκρύψει η εναγομένη και ειδικότερα ότι βαρυνόταν με το ΦΠΑ της αγοράς του από τη θυγατρική της εναγομένης ιταλική εταιρεία με την επωνυμία … και της εισαγωγής του από την εν λόγω χώρα. Ότι κατόπιν τούτου κοινοποίησαν στην εναγομένη την από 28-4-2021 εξώδικη πρόσκληση-δήλωση, με την οποία την κάλεσαν, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παραπάνω προσυμφώνου, όπως εντός προθεσμίας δύο μηνών από την επίδοση σε αυτήν της εξωδίκου, τους μεταβιβάσει την κυριότητα του παραπάνω σκάφους, δηλώνοντάς της συνάμα ότι με το πέρας άπρακτης της εν λόγω προθεσμίας, θα αποκρούσουν την παροχή, οπότε θα υποχρεωθεί η εναγομένη να τους επιστρέψει το καταβληθέν τίμημα. Ότι με την από 12-5-2021 εξώδικη δήλωση η εναγομένη απάντησε ότι η αδυναμία της να μεταβιβάσει την κυριότητα του σκάφους οφειλόταν σε έλεγχο της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς αναφορικά με την άρση της απαλλαγής ΦΠΑ, της οποίας είχε τύχει κατά την αγορά του, λόγω αυτοδίκαιης παύσης ισχύος της επαγγελματικής του άδειας. Ότι μετά την πάροδο άπρακτης της ταχθείσας δίμηνης προθεσμίας οι ενάγοντες κοινοποίησαν στην εναγομένη την από 3-8-2021 εξώδικη δήλωση, δια της οποίας της δήλωσαν ότι αποκρούουν την παροχή της μεταβίβασης της κυριότητας του σκάφους και την κάλεσαν να τους επιστρέψει εντός επτά ημερών από την επίδοση της εξωδίκου το καταβληθέν τίμημα ποσού 98.430 ευρώ, υπαναχωρώντας κατά τον τρόπο αυτό από το προσύμφωνο πώλησης. Ότι ακολούθως με την από 5-8-2021 εξώδικη απάντηση η εναγομένη ισχυρίστηκε ότι είχε καταβάλει στη ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς το συνολικό της χρέος, ύψους 440.930,38 ευρώ και κάλεσε τους ενάγοντες να συμπράξουν στη μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους και στην παράδοσή του σε αυτούς, δηλώνοντάς τους ότι σε αντίθετη περίπτωση θα θεωρούσε ότι υπαναχωρούν από το προσύμφωνο πώλησης. Ότι επειδή οι ενάγοντες άσκησαν το δικαίωμα συμβατικής υπαναχώρησης, άλλως και επικουρικώς το δικαίωμα νόμιμης υπαναχώρησης, εξαιτίας της υπερημερίας της εναγομένης, η τελευταία υποχρεούται, κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, να τους αποδώσει το καταβληθέν τίμημα των 98.430 ευρώ, ήτοι το ποσό των 32.810 ευρώ σε καθέναν από αυτούς, καθώς και το ποσό των 4.500 ευρώ σε καθέναν ως εύλογη αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης, η οποία (ζημία) ανέρχεται στο ποσό των 26.250 ευρώ και αντιστοιχεί στους ναύλους που απώλεσαν οι ενάγοντες από τη μη εκμετάλλευση του σκάφους κατά την τουριστική περίοδο του έτους 2022. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς το ποσό των 37.310 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και επιδικίας ως ακολούθως: α) για το μεν ποσό των 32.810 ευρώ, από την 12-8-2021, επομένη της παρόδου της επταήμερης προθεσμίας που τάχθηκε με το από 3-8-2021 εξώδικο, άλλως από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και β) για το δε ποσό των 4.500 ευρώ, από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την πλήρη τους εξόφληση. Τέλος, ζητούν να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης αφενός ως δικαστήριο του τόπου της έδρας της εναγόμενης εταιρείας (άρθρα 1 § 1, 4 § 1, 63 § 1 και 66 § 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις») κι αφετέρου ως δικαστήριο που έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδικάσει τις διαφορές που θα προκύψουν από την επίδικη έννομη σχέση κατόπιν ειδικής προς τούτο συμφωνίας των διαδίκων, η οποία αποτυπώνεται στον υπ’ αριθ. 7 όρο του από 5-10-2011 προσυμφώνου πώλησης όπου θεμελιώνεται η αποκλειστική δωσιδικία των Δικαστηρίων του Πειραιά (άρθρα 42 ΚΠολΔ, 1 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 66 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012). Ακολούθως, η κρινόμενη αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2 και 3Α και 3Β περ. α΄ του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), προκειμένου να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, ενόψει του ότι με την ένδικη αγωγή εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, εν προκειμένω, εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου τέτοιου από τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο ως δίκαιο της χώρας στην οποία η πωλήτρια εναγόμενη εταιρεία έχει τη συνήθη διαμονή της [άρθρα 1 παρ. 1, 4 παρ. 1 περ. α΄ και 28 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Κανονισμός Ρώμη Ι)], σε κάθε περίπτωση δε, το ίδιο (ελληνικό) δίκαιο είναι εφαρμοστέο λόγω μετασυμβατικού καθορισμού του, εφόσον τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου επικαλούνται τόσο οι ενάγοντες, όσο και η εναγομένη, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 3 παρ. 2 του ως άνω Κανονισμού σε συνδ. με άρθρο 25 εδ. β΄ ΑΚ).  Ωστόσο, με το παραπάνω περιεχόμενο η ένδικη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθ’ ο μέρος με αυτήν ζητείται η απόδοση στους ενάγοντες του ποσού των 64.000 ευρώ, ως μέρος του καταβληθέντος τιμήματος, αφού σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή το ως άνω ποσό δεν καταβλήθηκε με χρήματα, αλλά με δόση αντί καταβολής και δη με τη μεταβίβαση στην εναγομένη της κυριότητας του σκάφους αναψυχής … με αριθμό νηολογίου Πειραιώς … με αποτέλεσμα να πρέπει για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται όχι αυτούσιο το πρωτογενές αντικείμενο του πλουτισμού (ήτοι εν προκειμένω το σκάφος …), αλλά το αντάλλαγμα που ο λήπτης έλαβε από αυτό (άρθρ. 908 εδ. α΄ ΑΚ), να αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο δεν σώζεται το αντικείμενο της δοθείσας παροχής, ώστε να προκύπτει η αποκόμιση ή μη ανταλλάγματος, καθώς και το είδος αυτού, δεδομένου ότι η παροχή μπορεί να μη σώζεται εξαιτίας χαριστικής αιτίας (λ.χ. δωρεάς), οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν υφίσταται πλουτισμός του εναγομένου (βλ. ΕφΠειρ 355/2020-ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4060/2006-ΕλλΔνη 2008/278). Κατά τα λοιπά η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εναγομένη, αφού αναφορικά με το κονδύλιο της εύλογης, κατ’ άρθρο 387 ΑΚ, αποζημίωσης, αναφέρονται επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά που προσδιορίζουν με συγκεκριμένο τρόπο το ύψος της πραγματικής ζημίας των εναγόντων (βλ. ΕφΑθ 6731/1998-ΕλλΔνη 1999/1193). Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη ως προς αμφότερες τις βάσεις της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 166, 340, 345, 346, 361, 383, 387, 389, 390, 513, 516, 904 επ., 908, 912 του ΑΚ, 6 ΚΙΝΔ, 176, 907, 908 παρ.1 περ. στ΄ ΚΠολΔ. Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι α) για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται το από 3-5-2023 πρακτικό περάτωσης υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ) διαμεσολάβησης, υπογεγραμμένο από τη διαμεσολαβήτρια και τα συμμετέχοντα μέρη και β) καταβλήθηκε το αντίστοιχο για το καταψηφιστικό αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπό τον κωδικό … e-παράβολο της ΓΓΠΣ του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με την από … απόδειξη εκτέλεσης συναλλαγής της …).

Από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μηνά Σεφεριάδη, η οποία ελήφθη με την επιμέλεια των εναγόντων και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ κλήτευσης της εναγομένης, όπως προκύπτει από τη με αριθμό 10.736Β/2-5-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς Θεόδωρου Λυκοτραφίτη και την από … ένορκη βεβαίωση της Δήμητρας Σωτηροπούλου, η οποία λήφθηκε με την επιμέλεια της εναγομένης και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ κλήτευσης των εναγόντων (βλ. τη με αριθμό 11162Δ/2-5-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Βασίλειου Παπαγιαννούλα), δόθηκε στη δικηγόρο Αθηνών Δήμητρα Ανανιάδου και έλαβε την υπ’ αριθ. πρωτ. ΔΣΑ_ ΕΒ_0026393_2023 ηλεκτρονική απόδειξη λήψης της από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα παρακάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδ. β΄ και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 5-10-2011 έγγραφου προσυμφώνου πώλησης που καταρτίστηκε στην Αθήνα μεταξύ των εναγόντων, ως αγοραστών και της εναγόμενης εταιρείας, ως πωλήτριας, προσυμφωνήθηκε η πώληση και η μεταβίβαση από την εναγομένη στους ενάγοντες της κυριότητας, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθέναν από αυτούς, του επαγγελματικού – τουριστικού (Ε/Π –Τ/Ρ) σκάφους …), τύπου Bavaria 40, ιστιοφόρου με μια βοηθητική μηχανή ντήζελ, κ.ο.χ. 19,05, κ.κ.χ. 17,78, ολικού μήκους 11,99 μέτρων, μήκους νηολόγησης 11,55 μέτρων, πλάτους 3,99 μέτρων και βυθίσματος 1,52 μέτρων, έναντι τιμήματος 98.430 ευρώ, χωρίς ΦΠΑ. Το παραπάνω σκάφος κατά το χρόνο κατάρτισης του εν λόγω προσυμφώνου τελούσε υπό ιταλική σημαία, ήταν νηολογημένο στο … με αριθμό νηολογίου … και ανήκε στη θυγατρική της εναγομένης εταιρεία με την επωνυμία … ενώ μετά την κατάρτιση του από 11-7-2017 πωλητηρίου (Bill of Sale) και την καταχώρηση αυτού στα νηολόγια Πειραιώς την 11-1-2018, μεταβιβάστηκε κατά κυριότητα στην εναγόμενη εταιρεία, τέθηκε υπό ελληνική σημαία και νηολογήθηκε στα νηολόγια Α΄ κλάσης Πειραιώς με αριθμό νηολογίου …. Ειδικότερα, δυνάμει του ως άνω προσυμφώνου συμφωνήθηκε ότι: α) η παράδοση και η μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους στους ενάγοντες θα λάμβανε χώρα την 30-10-2017 (υπ’ αριθ. 3.2 όρος του προσυμφώνου), β) οι αγοραστές ήταν υποχρεωμένοι να προκαταβάλουν το τίμημα ως ακολούθως: η πληρωμή του ποσού των 64.000 ευρώ θα πραγματοποιείτο με ανταλλαγή του σκάφους … τύπου Bavaria 39, με αριθμό νηολογίου Πειραιώς 8983, ενώ το υπόλοιπο του τιμήματος ποσό των 34.430 ευρώ θα καταβαλλόταν στην εναγομένη μέσω τραπεζικού εμβάσματος, με την αποδοχή του παραπάνω συμφωνητικού (υπ’ αριθ. 3.3 όρος του προσυμφώνου) και γ) στην περίπτωση που η πωλήτρια δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή της να πωλήσει το σκάφος, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του προσυμφώνου, και αφού προηγηθεί όχληση προς αυτήν με συστημένη επιστολή χωρίς απάντηση σε διάστημα δύο μηνών, το ποσό που καταβλήθηκε από τους αγοραστές θα τους επιστραφεί (υπ’ αριθ. 4 όρος του προσυμφώνου). Σε εκτέλεση δε των όρων του προσυμφώνου οι ενάγοντες κατέβαλαν το τίμημα, κατά τον προδιαληφθέντα τρόπο και δη μεταβίβασαν στην εναγομένη, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας τους, την κυριότητα του σκάφους … και της κατέβαλαν με μετρητά το ποσό των 34.430 ευρώ, όπως άλλωστε συνομολογείται από την ίδια την εναγομένη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η προθεσμία κατάρτισης της οριστικής σύμβασης πώλησης του σκάφους παρατάθηκε με νέα συμφωνία των μερών για τέλη Οκτωβρίου του έτους 2020. Πιο συγκεκριμένα, επειδή κατά το χρόνο που έπρεπε αρχικώς να καταρτιστεί η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας του σκάφους (30-10-2017) οι ενάγοντες δεν είχαν ακόμη αποφασίσει αν θα το αποκτούσαν οι ίδιοι στο όνομά τους ή στο όνομα εταιρείας συμφερόντων τους ή αν θα το πωλούσαν σε τρίτους αγοραστές έναντι ικανοποιητικού τιμήματος που θα εισέπρατταν οι ίδιοι, συμφώνησαν με την εναγομένη να παραταθεί η προθεσμία μεταβίβασης της κυριότητας του σκάφους και να εξακολουθήσει η εναγομένη να το εκμεταλλεύεται και να το διαχειρίζεται, έναντι ετήσιου ανταλλάγματος που θα κατέβαλε στους ενάγοντες, το οποίο ανήλθε στο ποσό των 6.000 ευρώ για το έτος 2018, στο ποσό των 4.500 ευρώ για το έτος 2019 και στο ποσό των 3.000 ευρώ για το έτος 2020. Ωστόσο, από τα μέσα Οκτωβρίου του 2020, ότε και πλησίαζε η τελευταία ναύλωση του σκάφους που έληγε την 24-10-2020, οι ενάγοντες άρχισαν να οχλούν την εναγομένη με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (emails) αναφορικά με την αγοραπωλησία και τη μεταβίβαση της κυριότητας του εν λόγω σκάφους (βλ. τα από … emails του δεύτερου ενάγοντος προς την υπάλληλο της εναγομένης, …), η δε εναγομένη καθυστερούσε να συμπράξει στην κατάρτιση της οριστικής σύμβασης επικαλούμενη γραφειοκρατικά προσκόμματα. Ειδικότερα, με το από 3-11-2020 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της παραπάνω υπαλλήλου της προς τον δεύτερο ενάγοντα αναφέρει επί λέξει: «Όπως σου είπα στο τηλέφωνο υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση όχι μόνο λόγω του κορονοϊού. Η ελληνική εφορία και το ελληνικό τελωνείο αποφάσισαν ξαφνικά να ελέγξουν όλες τις μεταβιβάσεις κυριότητας που έχουν γίνει τα τελευταία δέκα χρόνια! Δυστυχώς αυτές οι δύο δημόσιες υπηρεσίες δεν συνεργάζονται πολύ καλά και όλο αυτό μας έχει προκαλέσει τεράστιες καθυστερήσεις σε όλες τις μεταβιβάσεις κυριότητας επειδή μας έχουν μπλοκάρει. Δεν ξέρουμε πότε θα τελειώσει όλο αυτό. Λυπάμαι πολύ για αυτή την κατάσταση. Δυστυχώς στην Ελλάδα πολλή περιττή γραφειοκρατία …». Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι αιτία της καθυστέρησης της εναγομένης στην εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων που ανέλαβε με το από 5-10-2011 προσύμφωνο δεν ήταν η γραφειοκρατία του ελληνικού Δημοσίου, αλλά οι εκκρεμείς φορολογικές της υποχρεώσεις έναντι της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς, οι οποίες προσδιορίστηκαν για τη φορολογική περίοδο από 1-1-2017 έως 31-12-2017 στο ποσό των 372.741,93 ευρώ, δυνάμει της υπ’ αριθ. 19/14-6-2021 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ/επιβολής προστίμου της Προϊσταμένης της παραπάνω ΔΟΥ και εξαιτίας των οποίων (φορολογικών υποχρεώσεων) η αρμόδια ως άνω ΔΟΥ, στην οποία υπαγόταν η εναγομένη, αρνούνταν να εκδώσει το απαραίτητο, προς μεταβίβαση της κυριότητας του ένδικου σκάφους, πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητάς της. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οι ως άνω φορολογικές εκκρεμότητες της εναγόμενης εταιρείας προήλθαν από την άρση της απαλλαγής του ΦΠΑ της αγοράς δώδεκα σκαφών, μεταξύ των οποίων και το ένδικο … από την προαναφερθείσα θυγατρική της εναγομένης ιταλική εταιρεία, εξαιτίας της αυτοδίκαιης παύσης ισχύος της επαγγελματικής άδειας αυτών, επειδή η εναγομένη δεν είχε προσκομίσει εμπρόθεσμα τα νέα έγγραφα εθνικότητας των σκαφών, προκειμένου να σημειωθεί στην επαγγελματική τους άδεια η αλλαγή σημαίας, νηολογίου και πλοιοκτησίας αυτών. Πλέον συγκεκριμένα, αναφορικά με το ένδικο επαγγελματικό σκάφος, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. πρωτ. Φ.3134.1-3/21445/20-3-2018 απόφασης της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Ναυτιλιακών Επενδύσεων και Θαλάσσιου Τουρισμού (Τμήμα Επαγγελματικών Σκαφών και ΝΕΠΑ) του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία κοινοποιήθηκε στην εναγομένη την 29-3-2018, έπαυσε από την 28-10-2017 η ισχύς της με αριθμό Φ.3344.1/7672/2012/11-7-2012 άδειας του επαγγελματικού σκάφους αναψυχής … …, νυν … νηολογίου ………. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη τελούσε σε γνώση της ως άνω αυτοδίκαιης παύσης ισχύος της επαγγελματικής άδειας του ένδικου σκάφους από την 29-3-2018 κι ως εκ τούτου όφειλε να συμπεριφερθεί όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και δη να ενημερώσει τους ενάγοντες ότι εξαιτίας του παραπάνω γεγονότος υπείχε φορολογικές υποχρεώσεις στην αρμόδια ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς, οι οποίες εμπόδιζαν τη μεταβίβαση του υπό πώληση σκάφους και όχι να κάνει λόγο για γραφειοκρατία και κωλυσιεργία της ελληνικής εφορίας και του ελληνικού τελωνείου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες έλαβαν γνώση του πραγματικού λόγου καθυστέρησης της εναγομένης μόλις την 22-1-2021, ότε ενημερώθηκαν σχετικώς με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον …, που είχαν ορίσει ως μεσίτη για την ανεύρεση τρίτου αγοραστή για το ένδικο σκάφος. Κατόπιν τούτου, επέδωσαν την 28-4-2021 στην εναγομένη τη με όμοια ημερομηνία εξώδικη πρόσκληση και δήλωση, δια της οποίας, επικαλούμενοι τον όρο υπ’ αριθ. 4 του προσυμφώνου, την καλούσαν όπως, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την επίδοση σε αυτήν της εξωδίκου, τους μεταβιβάσει, κατά ποσοστό 1/3 σε καθέναν από αυτούς, την κυριότητα του σκάφους … και τους το παραδώσει, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά το πέρας άπρακτης της παραπάνω προθεσμίας αποκρούουν την παροχή, ήτοι τη μεταβίβαση της κυριότητας και την παράδοση του σκάφους, οπότε η εναγομένη θα οφείλει να τους επιστρέψει το καταβληθέν τίμημα των 98.430 ευρώ και να ανορθώσει οποιαδήποτε ζημία τους. Σε απάντηση η εναγομένη κοινοποίησε την 14-5-2021 στους ενάγοντες την από 12-5-2021 εξώδικη δήλωση – απάντηση – διαμαρτυρία – πρόσκληση, δια της οποίας συνομολόγησε ότι οι ενάγοντες της ζήτησαν να προβεί στη μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους τον Οκτώβριο του 2020, πλην όμως ότι η μη ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητά της, αλλά στην αδυναμία της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς να εκτελέσει έγκαιρα το ελεγκτικό της έργο. Ακολούθως, μετά την πάροδο άπρακτης της δίμηνης προθεσμίας που έθεσαν οι ενάγοντες με την από 28-4-2021 εξώδικο, κοινοποίησαν στην εναγομένη την 4-8-2021 την από 3-8-2021 εξώδικη ανταπάντηση – πρόσκληση και δήλωση, δια της οποίας της δήλωσαν ότι αποκρούουν την παροχή της μεταβίβασης της κυριότητας του σκάφους και την κάλεσαν όπως εντός επτά ημερών από την επίδοση της παραπάνω εξωδίκου τους επιστρέψει το καταβληθέν τίμημα των 98.430 ευρώ. Στην ως άνω εξώδικο η εναγομένη απάντησε με την από 5-8-2021 εξώδικη δήλωση – απάντηση – διαμαρτυρία – πρόσκληση, που κοινοποιήθηκε στους ενάγοντες την 6-8-2021, δια της οποίας διαμαρτυρόταν ότι το περιεχόμενο της από 3-8-2021 εξώδικης δήλωσης των εναγόντων ήταν συκοφαντικό και καταχρηστικό, τους δήλωνε ότι εξόφλησε πλήρως και ολοσχερώς το οφειλόμενο ποσό προς τη ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 440.930,38 ευρώ και τους καλούσε να συμπράξουν για την άμεση μεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους … και την παράδοσή του σε αυτούς, διαφορετικά θα θεωρούσε ότι υπαναχωρούν ακύρως και υπαιτίως από τη σύμβαση πώλησης. Ωστόσο, οι ενάγοντες με την προαναφερθείσα από 3-8-2021 εξώδικη δήλωσή τους είχαν ήδη υπαναχωρήσει από το από 5-10-2011 προσύμφωνο πώλησης, ασκώντας το δικαίωμα τόσο της συμβατικής υπαναχώρησης (άρθρα 361 και 389 εδ. α΄ ΑΚ) που τους παρεχόταν με τον όρο υπ’ αριθ. 4 του προσυμφώνου, όσο και αυτό της νόμιμης υπαναχώρησης (άρθρο 383 ΑΚ), με αποτέλεσμα το εν λόγω προσύμφωνο πώλησης να έχει ήδη λυθεί αναδρομικά και οι συμβαλλόμενοι να υποχρεούντο αμοιβαίως σε απόδοση των παροχών που έλαβαν κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 389 εδ. β΄ σε συνδ. με 904 επ. ΑΚ), το γεγονός δε ότι στην παραπάνω εξώδικη δήλωση δεν γίνεται αναφορά της λέξης “υπαναχώρηση” δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η διαπλαστική αυτή δήλωση είναι άτυπη και δεν απαιτείται να περιέχει τη λέξη “υπαναχώρηση”. Η παραπάνω δε υπαναχώρηση ήταν καθ’ όλα έγκυρη και ισχυρή, αφού αποδείχθηκε ότι συνέτρεξαν τόσο οι προϋποθέσεις που τάσσει ο συμβατικός όρος του προσυμφώνου, ήτοι μη εκπλήρωση της υποχρέωσης της εναγόμενης πωλήτριας να μεταβιβάσει την κυριότητα και να παραδώσει τη νομή του σκάφους και προηγούμενη όχληση από τους ενάγοντες με δίμηνη προθεσμία χωρίς απάντηση από την εναγομένη, όσο και οι προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος και δη ληξιπρόθεσμη παροχή της οφειλέτριας εναγομένης, υπαίτια καθυστέρηση εκπλήρωσης της τελευταίας, τάξιμο προθεσμίας εκ μέρους των δανειστών εναγόντων για εκπλήρωση της παροχής συνοδευόμενο από τη σαφή και κατηγορηματική δήλωση των τελευταίων ότι μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποκρούουν την παροχή, πάροδος άπρακτης της προθεσμίας, απόκρουση της παροχής και αίτημα απόδοσης της παροχής που λήφθηκε για αιτία που δεν επακολούθησε. Ειδικότερα, από όλα όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω το Δικαστήριο κρίνει ότι η καθυστέρηση της εναγομένης να συμπράξει στην κατάρτιση της κύριας σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης του σκάφους … στους ενάγοντες ήταν υπαίτια κι ότι ως εκ τούτου η εναγομένη τελούσε σε υπερημερία οφειλέτη τουλάχιστον από την 31-10-2020, ότε έληξε η συμφωνηθείσα παράταση κατάρτισης της παραπάνω σύμβασης. Ενισχυτικά της παραπάνω κρίσης ότι η εναγομένη βαρύνεται με υπαιτιότητα αποτελούν τα ακόλουθα: α) πρόκειται για μια εταιρεία με μεγάλη εμπειρία, αφού δραστηριοποιείται στο χώρο της αγοράς και εκμετάλλευσης σκαφών αναψυχής από το έτος 1986 και συνεπώς όφειλε να γνωρίζει τις συνέπειες που επισύρει η παύση ισχύος της επαγγελματικής άδειας των εν λόγω σκαφών της, β) παρότι προσέφυγε κατά της προαναφερθείσας οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ, η ενδικοφανής προσφυγή της απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 4180/8-11-2021 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ και γ) καίτοι εξόφλησε τις φορολογικές της υποχρεώσεις προς τη ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς, προβαίνοντας σε επιμέρους καταβολές κατά το διάστημα από 25-6-2021 έως και 30-6-2021, δεν ειδοποίησε σχετικώς τους ενάγοντες, προκειμένου να αναμείνουν για την έκδοση του πιστοποιητικού φορολογικής ενημερότητάς της, αλλά τους ενημέρωσε το πρώτον με το από 5-8-2021 εξώδικό της, ήτοι ενάμιση μήνα αργότερα και αφού αυτοί είχαν ήδη υπαναχωρήσει από το επίδικο προσύμφωνο. Σημειώνεται ότι η υποβληθείσα από την εναγομένη ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης που είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, επειδή δήθεν οι ενάγοντες έθεσαν επίτηδες την προθεσμία των δύο μηνών από την επίδοση της από 28-4-2021 εξωδίκου, εκτιμώντας ότι ο εν λόγω χρόνος δεν θα ήταν επαρκής για την ολοκλήρωση του φορολογικού ελέγχου, κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσία, αφού αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες έθεσαν την παραπάνω προθεσμία, επειδή ήταν αυτή ακριβώς που είχαν συμφωνήσει με την εναγομένη, κατά τα οριζόμενα στον υπ’ αριθ. 4 όρο του προσυμφώνου. Εξάλλου, εάν ήθελαν να πιέσουν χρονικά την εναγομένη θα της είχαν τάξει πολύ νωρίτερα την ως άνω προθεσμία και δη τουλάχιστον από τον Ιανουάριο του 2021, που έμαθαν την ύπαρξη των φορολογικών της εκκρεμοτήτων. Ενόψει όλων των ανωτέρω, η εναγομένη έχει, τόσο συμβατική, κατά τον ως άνω όρο του προσυμφώνου, όσο και νόμιμη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 389 εδ. β΄ και 904 ΑΚ, υποχρέωση απόδοσης στους ενάγοντες του προκαταβληθέντος μέρους του τιμήματος ποσού 34.430 ευρώ, ως προς το οποίο κρίθηκε ορισμένη η ένδικη αγωγή και δη υποχρέωση απόδοσης σε καθέναν από αυτούς του ποσού των (34.430 € : 3 =) 11.477 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της παρέλευσης της επταήμερης προθεσμίας που τάχθηκε με το από 3-8-2021 εξώδικο, ήτοι από την 12-8-2021. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, αν το ένδικο Ε/Π-Τ/Ρ σκάφος είχε μεταβιβασθεί στους ενάγοντες από την εναγόμενη εταιρεία, όπως προβλεπόταν από την παραπάνω συμφωνία τους, αυτοί κατά το μετέπειτα χρονικό διάστημα της τουριστικής περιόδου του έτους 2022 θα το εκμεταλλεύονταν, εκμισθώνοντάς το σε τρίτους, επί δέκα πέντε (15), κατά μέσον όρο, εβδομάδες το χρόνο (ως προς το χρόνο μίσθωσης συνάγεται ομολογία της εναγομένης λόγω της μη ειδικής αμφισβήτησης του σχετικού ισχυρισμού των εναγόντων, κατ’ άρθρο 261 εδ. β΄ ΚΠολΔ), λαμβανομένων δε υπόψη των ανωτέρω περιστάσεων, αυτοί θα είχαν αποκομίσει με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το συνολικό ποσό των 26.250 ευρώ (2.800 ευρώ ο μέσος εβδομαδιαίος ναύλος – 750 ευρώ οι πρακτορειακές προμήθειες που συνομολογούνται από τους ενάγοντες – 300 ευρώ ο ΦΠΑ = 1.750 ευρώ ο καθαρός εβδομαδιαίος ναύλος Χ 15 εβδομάδες). Ενόψει τούτου, αφού οι ενάγοντες, υπαναχώρησαν, όπως αναφέρθηκε, νομίμως από το ένδικο προσύμφωνό τους με την εναγομένη, λόγω υπερημερίας της τελευταίας και της παραπάνω συμπεριφοράς της και, περαιτέρω, από τη μη εκπλήρωση του εν λόγω προσυμφώνου ζημιώθηκαν, τελικώς, κατά το παραπάνω ποσό των 26.250 ευρώ, που αντιστοιχεί στα διαφυγόντα κέρδη τους, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, το Δικαστήριο τούτο, εκτιμώντας όλες τις παραπάνω περιστάσεις και λαμβάνοντας υπόψιν του το βαθμό του πταίσματος της εναγομένης, την έλλειψη πταίσματος των εναγόντων και τον περιουσιακό αντίκτυπο της καθυστέρησης κατάρτισης της κύριας σύμβασης πώλησης του ένδικου σκάφους στην περιουσία των εναγόντων, κρίνει ότι θα πρέπει να επιδικασθεί σ’ αυτούς, ως εύλογη αποζημίωση, για την προαναφερθείσα ζημία τους, σύμφωνα με το άρθρο 387 εδ. α΄ ΑΚ, το ποσό των 9.000 ευρώ, ήτοι σε καθέναν από αυτούς το ποσό των 3.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε καθέναν από τους ενάγοντες το συνολικό ποσό των (11.477 + 3.000 =) 14.477 ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως ακολούθως: ως προς το επιμέρους ποσό των 11.477 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 12-8-2021 και ως προς το επιμέρους ποσό των 3.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής. Το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της παρούσας προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό, καθώς κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, ενόψει και της παλαιότητας της οφειλής και του εμπορικού χαρακτήρα αυτής (άρθρα 907 και 908 παρ. 1 περ. στ΄ ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης, κατά την έκταση της ήττας της (άρθρα 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει σε καθέναν από τους ενάγοντες το συνολικό ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα επτά (14.477) ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως ακολούθως: ως προς το επιμέρους ποσό των έντεκα χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα επτά (11.477) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 12-8-2021 και ως προς το επιμέρους ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα εν μέρει προσωρινά εκτελεστή και δη για το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ ως προς καθέναν από τους ενάγοντες.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριάντα (2.030) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την                                        με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ