ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
2210/2023
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη, Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 4η Απριλίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… … …» και διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στον … κι εκπροσωπείται νόμιμα από τον …, η οποία υπέβαλε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Κίμωνα Ευαγγελάτου (ΑΜ ΔΣΑ …), κατοίκου … εταίρου της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην ίδια ως άνω διεύθυνση και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…» και διακριτικό τίτλο «… που εδρεύει στον … κι εκπροσωπείται νόμιμα και 2) …, μεσεγγυούχου δυνάμει της υπ’ αριθ. … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης σκάφους, κατοίκου …, οι οποίοι υπέβαλαν νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις δια των πληρεξούσιων δικηγόρων τους Νικολάου Λύγουρη (ΑΜ ΔΣΑ …), κατοίκου … (ΑΜ ΔΣΑ …), κατοίκου … εταίρου της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην ίδια ως άνω διεύθυνση και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 1-4-2022 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2988/1488/1-4-2022, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 7-2-2023, ότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε λόγω απόσυρσης των υποθέσεων από το οικείο πινάκιο, στο πλαίσιο αναστολής εργασιών του παρόντος Δικαστηρίου, εξαιτίας αιφνίδιων και έντονων καιρικών φαινομένων και επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν με την υπ’ αριθ. 843/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 956 ΚΠολΔ, που αναφέρεται στην αναγκαστική κατάσχεση των κινητών πραγμάτων, τα κατασχεθέντα παραδίδονται από τον δικαστικό επιμελητή σε μεσεγγυούχο για φύλαξη και ο μεσεγγυούχος φυλάσσει τα κατασχεθέντα πράγματα στερούμενος της εξουσίας χρήσης αυτών, υποχρεούται δε σε λογοδοσία και το προϊόν της διαχείρισής του παραδίδει στον υπάλληλο επί του πλειστηριασμού. Εξάλλου, στις διατάξεις του άρθρου 996 παρ. 1 εδ. α΄ και γ΄ ορίζεται ότι μεσεγγυούχος του ακινήτου είναι όποιος το κατέχει όταν γίνεται η κατάσχεση και ότι οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 956 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και εδώ. Σύμφωνα δε με το άρθρο 992 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, τα πλοία υπόκεινται στην επί των ακινήτων προβλεπομένη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων (Βλ. Μπρίνια «Αναγκαστική Εκτέλεσις» Β΄ ‘Εκδοση σελ 1939-40). Συνεπώς, ως κάτοχος, ο οποίος καθίσταται εκ του νόμου μεσεγγυούχος του κατασχεθέντος πλοίου, νοείται ο κατά την επιβολή της κατάσχεσης πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, ενδεχομένως και ο τυχόν ναυλωτής του πλοίου. Δεν αποκλείεται όμως και ο κατόπιν απόφασης του αρμόδιου Ειρηνοδικείου διορισμός άλλου προσώπου ως μεσεγγυούχου, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 996 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ (βλ. υπ’ αριθ. 55/2019 Γνωμοδότηση Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ). Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι σκοπός της μεσεγγύησης είναι η αποφυγή της απόκρυψης των κατασχεθέντων και η διασφάλιση και διαφύλαξή τους, προς αποφυγή χειροτέρευσης ή καταστροφής αυτών και η αποτροπή της αντικατάστασής τους. Η μεσεγγύηση αυτή εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό και διέπεται από τις σχετικές διατάξεις του δικονομικού δικαίου, γι’ αυτό και διαφοροποιείται από τη δικαστική μεσεγγύηση του άρθρου 832 του ΑΚ, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η συμπληρωματική εφαρμογή της άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξης και κατ’ ακολουθία η, στις διατάξεις για παρακαταθήκη των άρθρων 822 επ. ΑΚ παραπομπή, εφόσον αυτές προσαρμόζονται προς τη φύση της προκείμενης μεσεγγύησης, ως σχέσης δημοσίου δικαίου, και συμπορεύονται προς το σκοπό της. Έτσι, ο μεσεγγυούχος ευθύνεται για τη φύλαξη ή για την τυχόν διαχείριση των κατασχεθέντων, δικαιούμενος να λάβει αμοιβή, ως και δαπάνες που έκανε για τη φύλαξη και την τυχόν διαχείριση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 822 και 823 ΑΚ, δεδομένου ότι στον ΚΠολΔ δεν υφίσταται σχετική ρύθμιση, ευθυνόμενος για κάθε πταίσμα, χωρίς να αποκλείεται η θεμελίωση της ευθύνης του και στις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, οπότε πρόκειται για συρροή αξιώσεων (ΑΠ 932/2011-ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο μεσεγγυούχος έχει την κατοχή των υπό κατάσχεση και μεσεγγύηση πραγμάτων, ενώ ο νομέας διατηρεί την ιδιότητά του. Τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής των πραγμάτων φέρει ο καθ’ ου η εκτέλεση ως κύριος αυτών. Με το εδ. β΄ της παρ. 4 του άρθρου 956 ΚΠολΔ παρέχεται η δυνατότητα διενέργειας διαχειριστικών πράξεων στον μεσεγγυούχο, μετά από άδεια του Ειρηνοδικείου της περιφέρειας του τόπου, όπου έγινε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, την οποία δικαιούνται να ζητήσουν ο μεσεγγυούχος και οι έχοντες έννομο συμφέρον, πλην όμως η άδεια αυτή μόνο στο μεσεγγυούχο παρέχεται. Ειδικότερα, η εξουσία του δικαστηρίου περιεχόμενο έχει την παροχή άδειας στο μεσεγγυούχο για την ενέργεια συγκεκριμένων διαχειριστικών πράξεων, που λ.χ. δικαιολογούν την οικονομική αξιοποίηση του υπό μεσεγγύηση πράγματος (βλ. σχετ. Κων. Μπέη, Πολ.Δ στο άρθρο 726 σελ. 611 Παρ. Τζίφρα Ασφαλιστικά μέτρα, έκδ. 4η (1985), σελ. 2338 Β. Βαθρακοκοίλη: Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Δ`, Αθήνα 1996, στο άρθρο 726 αριθ. 5, ιδίου, Κωδ. Πολ.Δ, τόμος Ε`, Αθήναι 1997, στο άρθρο 956 αριθ. 11). Σχετικά με την έννοια των διαχειριστικών πράξεων, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην έννοια αυτή εμπίπτει κάθε πράξη διαχείρισης υλική ή νομική, η οποία είναι απαραίτητη για τη συντήρηση, εκμετάλλευση, χρησιμοποίηση, κάρπωση και αύξηση της αξίας του πράγματος (ΠΠΑ 4373/2011-ΝΟΜΟΣ με παραπομπές σε Δεληγιάννη, ΕΕΝ 24,67 Σκούρας σε Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου: Αστικός Κώδιξ – κατ’ άρθρο Ερμηνεία – Τόμος IV, σελ. 161 και επ.). Στην περίπτωση δε που παρασχεθεί από το δικαστήριο η άδεια αυτή για πλοίο, τότε ο μεσεγγυούχος καθίσταται διαχειριστής του πλοίου (1540/1991-ΔΙΚΗ 1991/734, ΕφΑθ 6771/1987-ΝοΒ 35/1415). Περαιτέρω, κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου 15 παρ. 11 του ν. 2743/1999, εκδόθηκε το Π.Δ. 280/2000, το οποίο θεσπίζει υποχρέωση του επισπεύδοντος δανειστή να προσλάβει φύλακες – καθ΄ όλο το 24ωρο- στα πλοία που τελούν υπό απαγόρευση απόπλου λόγω αναγκαστικής ή συντηρητικής κατάσχεσης ή προσωρινής διαταγής των δικαστηρίων και ρυθμίζει τις αναγκαίες με το θέμα αυτό λεπτομέρειες, καθορίζοντας τα καθήκοντα του φύλακα πλοίου. Ειδικότερα, ο φύλακας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 του ως άνω προεδρικού διατάγματος: α) Λαμβάνει κάθε πρόσφορο και ενδεδειγμένο μέτρο για την αποφυγή κλοπών, βλαβών ή φθορών, για την αποφυγή απόκρυψης ή λάθρα απόπλου του πλοίου, καθώς και την πλήρη και διαρκή ενημέρωση των επισπευδόντων δανειστών, αλλά και των Λιμενικών Αρχών για κάθε θέμα που αφορά τη διατήρηση της αξίας και της κατάστασης του πλοίου, β) ελέγχει προσεκτικά όλους τους χώρους του πλοίου και ειδοποιεί τη Λιμενική Αρχή για οποιαδήποτε μεταβολή που θα παρατηρήσει στην κατάστασή τους, γ) τηρεί ανελλιπώς “Ημερολόγιο Φύλακα”, το οποίο φυλλομετρείται και θεωρείται στην τελευταία σελίδα από τη Λιμενική Αρχή πριν από την έναρξη συμπλήρωσής του. Περαιτέρω, εάν επί του υπό απαγόρευση απόπλου πλοίου δεν επιβαίνει “συγκεκροτημένο πλήρωμα”, ο φύλακας παρακολουθεί και τη γενική κατάσταση του πλοίου και αναφέρει άμεσα στη Λιμενική Αρχή οποιασδήποτε μορφής ανωμαλία εντοπίσει (κλίση του πλοίου, χαλάρωση αλύσεων ή σχοινιών πρόσδεσης, εστίες ρύπανσης ή πυρκαγιάς κ.λπ). Εξάλλου, στο ημερολόγιο του φύλακα (το οποίο κάθε εβδομάδα υποβάλλεται προς θεώρηση στη Λιμενική Αρχή και σε περίπτωση εκτάκτων περιστατικών υποβάλλεται αυθημερόν) καταχωρίζεται κάθε θέμα που έχει σχέση με το διορισμό του, την εκτέλεση εργασιών στο πλοίο και τα ειδικά καθήκοντα του φύλακα. όπως αυτά προβλέπονται στο διάταγμα αυτό, καθώς και τα στοιχεία κάθε ανερχόμενου στο πλοίο προσώπου. Από την σαφή γραμματική διατύπωση των διατάξεων του Π.Δ. 280/2000 συνάγεται ανενδοίαστα ότι οι ρυθμίσεις του συγκεκριμένου νομοθετήματος καταλαμβάνουν τον επισπεύδοντα δανειστή ακόμα και αν έχει ορισθεί μεσεγγυούχος για το κατασχεθέν πλοίο (βλ. σχετικά υπ’ αριθ. 55/2019 Γνωμοδότηση Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι προϋποθέσεις γένεσης ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή της παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, δ) ζημία και ε) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (ήτοι του «νομίμου λόγου ευθύνης») και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος (ΟλΑΠ 8/2018 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1572/2014, ΑΠ 1361/2013, δημ. ΤΝΠ Δ.Σ.Α., ΕφΑθ 6675/2014-ΕλλΔνη 57/802), το βάρος δε επίκλησης και απόδειξης των παραπάνω προϋποθέσεων της αδικοπραξίας φέρει ο ζημιωθείς. Ειδικότερα, ευθύνη από παράλειψη δημιουργείται, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος, τούτο δε συμβαίνει, όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας, ειδικότερα δε όταν ο ζημιώσας με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα αποτροπής του κινδύνου (ΑΠ 449/2014, ΑΠ 1736/2013 δημ. ΤΝΠ Δ.Σ.Α., ΕφΑθ 480/2023-ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 68 και 73 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων διεξαγωγής της δίκης, είναι, και η ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη της οποίας ερευνάται σε κάθε στάση της δίκης και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΕφΑθ 6152/1982-ΝοΒ 30/1282, ΕφΠειρ 133/1987-ΝοΒ 35/1069). Περαιτέρω, από το άρθρο 216 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ συνάγεται ότι ως νομιμοποίηση των διαδίκων, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση τους, δηλαδή για βιοτική σχέση αυτών με άλλο πρόσωπο ή αντικείμενο, η οποία καθορίζεται, κατά κανόνα, ως προς τους φορείς της και το αντικείμενό της, από το ουσιαστικό δίκαιο και έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Την εν λόγω εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμά του ή έννομη σχέση αυτού, έχει, κατά κανόνα ο φορέας της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ενώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ο νόμος παρέχει την εξουσία διεξαγωγής της δίκης σε πρόσωπα, που δεν είναι φορείς της ουσιαστικής έννομης σχέσης (μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι), όπως λχ ο σύνδικος της πτώχευσης, ο εκτελεστής διαθήκης, ο εκκαθαριστής κληρονομίας και ο αναγκαστικός διαχειριστής (ΟλΑΠ 1/2023-ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση της κατά κανόνα νομιμοποίησης για τη θεμελίωσή της αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο ίδιος είναι ο φορέας του δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης (ΑΠ 152/2022-ΝΟΜΟΣ). Η νομιμοποίηση, δηλαδή η ύπαρξη του δικαιώματος υπεράσπισης της υπόθεσης, στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων ή εναγόμενος ή της εξουσίας διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, συμπίπτει με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσης. Τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση. Τέλος, η κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ έλλειψη της νομιμοποίησης ως συνέπεια έχει, λόγω ανυπαρξίας συνδέσμου μεταξύ των διαδίκων και της επικαλουμένης έννομης σχέσης, την απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου και όχι ως αβάσιμου (βλ. ΕφΑθ 2431/2022-ΝΟΜΟΣ με παραπομπή σε Νίκα, Ερμηνεία Κωδ.ΠολΔικ Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, αρθρ. 68 σελ. 144-145 με εκεί παραπομπές σε νομολογία).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι ασχολείται με την εμπορία, εισαγωγή, εξαγωγή αυτοκινήτων, ανταλλακτικών παντός είδους ηλεκτρικών συσκευών, ποτών, παντός είδους τροφίμων και ξυλείας, ότι, μεταξύ άλλων, δύναται να συμμετέχει σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις και να εκμεταλλεύεται τουριστικά ή επαγγελματικά πλοία και πλοιάρια, καθώς κι ότι τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία τουριστικού σκάφους αναψυχής «…», με αριθμό νηολογίου …… …, ολικού μήκους 24,67 μέτρων, πλάτους 6,10 μέτρων, βυθίσματος 2,20 μέτρων, κ.ο.χ. 68,28. Ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρεία δραστηριοποιείται με την εκμετάλλευση του τουριστικού λιμένα Ζέας και δη συνάπτει με ενδιαφερόμενους πλοιοκτήτες συμβάσεις ελλιμενισμού, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος τυγχάνει υπάλληλος αυτής. Ότι δυνάμει σύμβασης ελλιμενισμού που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης εταιρείας η τελευταία παραχώρησε στην ενάγουσα θέση στη … για τον ελλιμενισμό του παραπάνω σκάφους της. Ότι η πρώτη εναγομένη εξέδωσε σε βάρος της ενάγουσας τις υπ’ αριθ. … διαταγές πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για απαιτήσεις της προερχόμενες από οφειλόμενα ετήσια τέλη ελλιμενισμού. Ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση επί του προαναφερθέντος σκάφους, με την υπ’ αριθ. … έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου, με την οποία ορίστηκε ως ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού η … και ως τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 106.666,67 ευρώ. Ότι κατόπιν διαδοχικών ματαιώσεων του πλειστηριασμού εκδόθηκαν αντίστοιχες επαναληπτικές περιλήψεις της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης, πλην όμως ο πλειστηριασμός δεν τελεσφόρησε. Ότι ακολούθως δυνάμει της υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση επί του ίδιου ως άνω σκάφους, με την υπ’ αριθ. … έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου, με την οποία ορίστηκε ως ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού η … και ως τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 150.000 ευρώ. Ότι κατόπιν διαδοχικών ματαιώσεων του πλειστηριασμού εκδόθηκαν αντίστοιχες επαναληπτικές περιλήψεις της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης, πλην όμως και πάλι ο πλειστηριασμός δεν τελεσφόρησε. Ότι στη συνέχεια δυνάμει της υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς επιβλήθηκε εκ νέου αναγκαστική κατάσχεση επί του ίδιου ως άνω σκάφους, με την υπ’ αριθ. … έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου, με την οποία ορίστηκε ως ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού η … και ως τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 60.000 ευρώ, πλην όμως ότι και ο τελευταίος αυτός πλειστηριασμός ματαιώθηκε λόγω έλλειψης πλειοδοτών. Ότι σύμφωνα με την έκθεση εκτίμησης του επιθεωρητή, ναυπηγού – μηχανολόγου μηχανικού, …, που συμπεριλαμβάνεται στην τελευταία ως άνω κατασχετήρια έκθεση, το σκάφος στερείται συντήρησης για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που έχει προκαλέσει ζημίες, ενώ στα ύφαλα αυτού υπάρχει αυξημένη θαλάσσια ρύπανση. Ότι λόγω της μη ευδοκίμησης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του διορισμένου μεσεγγυούχου, ο οποίος οφείλει να προβαίνει σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για να διαφυλάξει το κατασχεθέν και να διενεργεί τις απαιτούμενες διαχειριστικές ενέργειες, όπως ενέργειες συντήρησης του πράγματος, ώστε να διατηρείται αυτό στην κατάσταση που βρισκόταν κατά την επιβολή της κατάσχεσης, η ενάγουσα αποφάσισε να διορίσει πραγματογνώμονα για να αποτυπώσει την κατάσταση, στην οποία βρισκόταν το σκάφος της εννέα έτη μετά την επιβολή της πρώτης κατάσχεσης. Ότι πραγματογνώμονας διορίστηκε ο ναυπηγός – μηχανολόγος μηχανικός …, ο οποίος συνέταξε την από … έκθεση πραγματογνωμοσύνης, με την οποία διαπίστωσε ότι το σκάφος έφερε δεξιά εγκάρσια κλίση, ότι η γάστρα του ήταν εμφανώς ρυπασμένη, ότι υπήρχε εισροή υδάτων σε αυτό, ότι ήταν συνδεδεμένο με καλώδια με σύστημα μπαταριών παρακείμενου σκάφους κι ότι από την εν λόγω συνδεσμολογία υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης σπινθήρα και εκδήλωσης πυρκαγιάς, ότι υπήρχαν έντονα σημάδια λεηλασίας και παραμονής ατόμων στο σκάφος, ότι βασικά χαρακτηριστικά του σκάφους είχαν αλλοιωθεί, ότι υφίστατο κίνδυνος περαιτέρω εισροών υδάτων και πιθανής βύθισης του σκάφους, ότι υπήρχε παντελής έλλειψη συντήρησής του, καθώς και ότι ο βασικός εξοπλισμός που συνδέεται με την αξιοπλοΐα του βρισκόταν σε αχρησία. Ότι περαιτέρω ο ίδιος ως άνω πραγματογνώμονας προσδιόρισε τις επισκευαστικές ενέργειες που έπρεπε να διενεργηθούν, προκειμένου το σκάφος να καταστεί αξιόπλοο, τις οποίες κοστολόγησε στο συνολικό ποσό των 835.000 ευρώ. Ότι παρότι το επίδικο σκάφος κατασχέθηκε προκειμένου να ικανοποιηθούν οι, κατά την εναγομένη υφιστάμενες, απαιτήσεις της κατά της ενάγουσας, αμφότεροι οι εναγόμενοι παρέλειψαν να συντηρήσουν και να προστατέψουν την περιουσία της, με αποτέλεσμα η κατάσταση του σκάφους να χειροτερεύει ολοένα και περισσότερο και η οικονομική ζημία της ενάγουσας ολοένα να αυξάνεται, ενώ υφίσταται και κίνδυνος ολοσχερούς καταστροφής της περιουσίας της. Ότι από το έτος 2012 έως και σήμερα η αγοραστική αξία και η οικονομική ταυτότητα του σκάφους έχουν μεταβληθεί κατά μεγάλο ποσοστό και συγκεκριμένα ότι πριν την κατάσχεση το σκάφος ήταν καθ’ όλα αξιόπλοο και λειτουργικό, ενώ από την κατάσχεσή του κι έπειτα υπέστη σοβαρές φθορές εξαιτίας της πλημμελούς φύλαξης και συντήρησης και πλέον κατέστη αναξιόπλοο. Ότι όλα αυτά τα έτη η πρώτη εναγομένη, αν και όφειλε, ουδέποτε προέβη σε πράξεις επιμέλειας και συντήρησης του κατασχεθέντος σκάφους, με αποτέλεσμα οι φθορές ολοένα να αυξάνονται. Ότι ακόμη η εναγομένη επέτρεπε συνειδητά την κατ’ εξακολούθηση λεηλάτηση του σκάφους από τρίτους, οι οποίοι εισέρχονταν ανενόχλητοι, έκλεβαν τον εξοπλισμό του και προκαλούσαν ζημίες. Ότι για όλες αυτές τις ενέργειες και παραλείψεις η εναγομένη ευθύνεται για βαριά αμέλεια, καθώς όφειλε να προβλέψει ενδεχόμενες φθορές του σκάφους και να το προστατέψει από εξωτερικές παρεμβάσεις και παράγοντες. Ότι το κόστος για την επαναφορά του σκάφους στην προτέρα κατάσταση και δη για την αποκατάσταση των ζημιών του ανέρχεται στο ποσό των 835.000 ευρώ. Ότι αποκλειστικά υπαίτιοι για τις φθορές, ζημίες και κλοπές αντικειμένων του σκάφους είναι οι εναγόμενοι, οι οποίοι όφειλαν να το φυλάσσουν και να το συντηρούν στην κατάσταση που το παρέλαβαν, καθώς κι ότι η ως άνω συμπεριφορά τους είναι παράνομη. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν παραδεκτού με τις έγγραφες προτάσεις της περιορισμού του αιτήματος της αγωγής (άρθρ. 223 εδ. β΄ ΚΠολΔ) στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν το ποσό των 835.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής έως την ολοσχερή της εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 18, 22, 25 παρ. 2, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Ωστόσο, με το παραπάνω περιεχόμενο, η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, αφού δεν εκτίθενται σε αυτήν τα δικαιοπαραγωγικά περιστατικά που δικαιολογούν την άσκησή της σε βάρος των εναγομένων, ήτοι τα περιστατικά που θεμελιώνουν την παθητική νομιμοποίηση αυτών, με αποτέλεσμα να μην παρέχεται η δυνατότητα αφενός μεν στο Δικαστήριο να κρίνει το νομικά βάσιμο των ισχυρισμών της ενάγουσας, αφετέρου δε στους εναγομένους να αντικρούσουν την αγωγή, προβάλλοντας ενστάσεις. Ειδικότερα, η ενάγουσα δεν επικαλείται τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που καθιστούν τους εναγομένους φορείς της επίδικης υποχρέωσης, ήτοι δεν εκθέτει υπό ποια ιδιότητα εναγάγει την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, ήτοι αν την εναγάγει ως μεσεγγυούχο του πλοίου ή ως επισπεύδουσα δανείστρια, ενώ αναφορικά με το δεύτερο εναγόμενο το μόνο που αναφέρει στην ένδικη αγωγή είναι ότι αυτός είναι υπάλληλος της πρώτης εναγομένης, στο δε προεισαγωγικό τμήμα της αγωγής φέρεται ως εναγόμενος υπό την ιδιότητά του ως μεσεγγυούχος δυνάμει της υπ’ αριθ. … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης σκάφους. Περαιτέρω, ιδίως ενόψει του ότι ex lege μεσεγγυούχος του κατασχεθέντος πλοίου είναι ο κατά την κατάσχεση κάτοχος αυτού, ήτοι εν προκειμένω, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, η ενάγουσα πλοιοκτήτρια εταιρεία, η τελευταία δεν αναφέρει στην ένδικη αγωγή, ως όφειλε, ότι, δυνάμει σχετικής απόφασης του αρμόδιου κατ’ άρθρο 996 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ Ειρηνοδικείου, ορίστηκαν ως μεσεγγυούχοι του κατασχεθέντος πλοίου οι εναγόμενοι. Επίσης, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο μεσεγγυούχος δεν έχει δικαίωμα να διαχειρίζεται το πράγμα, η ενάγουσα δεν εκθέτει ούτε ότι, δυνάμει σχετικής απόφασης του αρμόδιου κατ’ άρθρο 956 παρ. 4 εδ. β΄ ΚΠολΔ Ειρηνοδικείου, παρασχέθηκε στους εναγόμενους η κατά νόμο αναγκαία άδεια για διενέργεια διαχειριστικών πράξεων επί του υπό μεσεγγύηση σκάφους, ήτοι πράξεων που ήταν απαραίτητες για τη συντήρηση αυτού, ούτε άλλωστε το εύρος της άδειας αυτής με ρητή αναφορά στο είδος των διαχειριστικών πράξεων, τις οποίες είχαν το δικαίωμα αυτοί να ενεργήσουν, ως μεσεγγυούχοι του επίδικου πλοίου, ήτοι, αν επρόκειτο για γενική άδεια ή αν για ειδική άδεια, που εξαντλείται σε ορισμένες και μόνο διαχειριστικές πράξεις. Επιπλέον, ο δεύτερος εναγόμενος, καίτοι φέρεται στο προεισαγωγικό τμήμα της αγωγής ως μεσεγγυούχος δυνάμει της υπ’ αριθ. … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης σκάφους, εντούτοις ενάγεται για ζημίες που προκλήθηκαν στο επίδικο σκάφος για προγενέστερο της κτήσης της ως άνω ιδιότητάς του χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα για ζημίες προκληθείσες από το έτος 2012 (χρόνος επιβολής της πρώτης κατάσχεσης) έως το έτος 2020 (χρόνος σύνταξης της από … έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του ναυπηγού – μηχανολόγου μηχανικού, …). Τέλος, απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης τυγχάνει η ένδικη αγωγή και αναφορικά με τη συρρέουσα από αδικοπραξία βάση της, αφού δεν εκτίθεται από πού πηγάζει η νομική υποχρέωση των εναγομένων να προβούν σε ενέργειες προς προφύλαξη του προσβληθέντος δικαιώματος της ενάγουσας και προς αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, ήτοι από ποια διάταξη νόμου πηγάζει η υποχρέωσή τους να ενεργήσουν προς προφύλαξη του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας επί του κατασχεμένου σκάφους της και προς αποτροπή της χειροτέρευσης της κατάστασης αυτού. Κατόπιν τούτων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει κανένας απολύτως σύνδεσμος μεταξύ των εναγομένων και της επίδικης έννομης σχέσης, πρέπει η ένδικη αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης. Σημειωτέον, ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας που προβλήθηκε για πρώτη φορά με την προσθήκη – αντίκρουσή της, ότι η πρώτη εναγομένη όφειλε να ορίσει κάποιο φύλακα προκειμένου να προστατευτεί το επίδικο σκάφος από εξωτερικές παρεμβολές, βανδαλισμούς και λεηλασίες, δεδομένου ότι το εν λόγω σκάφος ναυλοχεί στη …, ήτοι σε χώρο που της ανήκει, δεν αναιρεί τα ανωτέρω, το μεν διότι απαραδέκτως προβάλλεται με την προσθήκη – αντίκρουση, το δε διότι και πάλι δεν εξειδικεύεται η ιδιότητα της εναγομένης και δη ο λόγος για τον οποίο αυτή ευθύνεται εν προκειμένω.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και η ενάγουσα να καταδικαστεί, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), στο σύνολο των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, κατ’ αποδοχή σχετικού (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) αιτήματος των τελευταίων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγόμενων, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων τετρακοσίων (15.400) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 23 Ιουνίου 2023 και δημοσιεύτηκε στις 7 Ιουλίου 2023 σε έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ