Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Αριθμός αποφάσεως 1394/2018

(ΓΑΚ/ΕΑΚ …)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

 

 

Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.            Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10Οκτωβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην Αθήνα, … και …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Παναγιώτης Κορωναίος του Θεοδώρου (ΑΜ/ΔΣΑ … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος Πειραιά, οδός Ηρ. Πολυτεχνείου αριθ. 50 και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Του ασφαλιστικού οργανισμού με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο … (……, διατηρεί γραφείο στον ….. επί της … και εκπροσωπείται νόμιμα,με ΑΦΜ …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος του Αικατερίνη Πρωτόπαππα του Εμμανουήλ (ΑΜ/ΔΣΑ … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος …, οδός … και ο οποίος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.             Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16.3.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης … και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 28.9.2017 πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

(Α) Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 215, 226, 237, 260 και 271 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 και εφαρμόζονται επί αγωγών που κατατίθενται κατά την τακτική διαδικασία μετά την 1.1.2016, προκύπτουνοι ακόλουθες ερμηνευτικές διακρίσεις:α) Αν όλοι οι διάδικοι καταθέσουν προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμωςκατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 και δεν παραστούν κατά τη συζήτηση, τότε η συζήτηση της υπόθεσης, που ορίσθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ. 4, γίνεται κανονικά και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, και δεν επέρχονται, συνεπώς, οι συνέπειες της ματαίωσης της συζήτησης ή της ερημοδικίας.β) Αν όλοι οι διάδικοι δεν έχουν καταθέσει προτάσεις, τότε η συζήτηση ματαιώνεται κατ’ άρθρο 260 παρ. 2, ανεξάρτητα αν κατά τη συζήτηση, που τυχόν ορίσθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ. 4, παρίστανται ή απολείπονται όλοι οι διάδικοι. γ) Αν, τέλος, ένας μόνον διάδικος έχει μεν καταθέσει προτάσεις, αλλά δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, τότε εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 237 παρ. 4 εδ. ζ’ και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας. Αντίθετα αν ένας διάδικος δεν κατέθεσε μεν προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως και δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, θα επέρχονται κατά περίπτωση οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Το ίδιο θα ισχύει και αν ο διάδικος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, παρίσταται κατά τη συζήτηση, οπότε και πάλι θα επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας κατά τις διακρίσεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Από τα ανωτέρω προκύπτει, λοιπόν, ότι βασική για την έννοια της ερημοδικίας στην τακτική διαδικασία είναι στο ισχύον δίκαιο η έννοια της κανονικής ή μη συμμετοχής του διαδίκου στη δίκη, η οποία λόγω του κυρίως έγγραφου χαρακτήρα της τακτικής διαδικασίας σημαίνει την κατάθεση των προτάσεων υπό τους όρους του άρθρου237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή κατάθεση προτάσεων νομίμως και εμπροθέσμως. Ο διάδικος, ο οποίος δεν καταθέτει προτάσεις νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ δικάζεται ερήμην, είτε παρίσταται είτε δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Και η μεν εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ενώ η νόμιμη κατάθεση προτάσεων ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις, προϋποθέτει λ.χ. την υπογραφή των προτάσεων από πληρεξούσιο δικηγόρο κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ προκύπτει ότι συνέπεια της ερημοδικίας του εναγομένου και ενάγοντος στην τακτική διαδικασία, όπως άλλωστε ισχύει και σήμερα, είναι το πλάσμα της δικαστικής ομολογίας και της παραιτήσεώς του αντίστοιχα. Προτού όμως κριθεί ότι ο εναγόμενος δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή επιδόθηκε νομίμως στον εναγόμενο. Η υποχρέωση αυτή ορίζεται στο άρθρο 271 παρ. 1, με την εξής διατύπωση «Αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σ’ αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή». Κατά την ορθότερη ερμηνεία στην τακτική διαδικασία προβλέπεται μόνο η επίδοση της αγωγής, ενώ η διατήρηση του όρου «κλήση» στη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 2, αφορά μόνο τις περιπτώσεις που υπάρχει κλήση προς συζήτηση, όπως λ.χ. στις ειδικές διαδικασίες, στον προσδιορισμό νέας συζήτησης με κλήση μετά από τη ματαίωση της αγωγής (260 παρ. 2) ή στην επανάληψη της συζήτησης (254) και όχι στην τακτική αγωγή (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος – Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 4ηέκδ., σελ. 87, 343, 533 επ.,  Μακρίδου, Απαλαγάκη, Διαμαντόπουλος,  Πολιτική δικονομία, έκδ. 2016, σελ. 9, Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδ., σελ. 472 επ.).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι αυτοί έχουν καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 17.3.2017 και η μεν ενάγουσα κατέθεσε προτάσεις στις 27.6.2017, νομίμως υπογεγραμμένες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της δυνάμει της από 31.5.2017 εξουσιοδότησης του νομίμου εκπροσώπου και διευθύνοντος συμβούλου της …, σε συνδυασμό με το από 30.5.2017 πρακτικό συνεδριάσεως του Δ.Σ., ο δε εναγόμενος στις 26.6.2017, νομίμως υπογεγραμμένες από την πληρεξούσια δικηγόρο του δυνάμει του από 5.6.2017 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Λονδίνου LuisNeilHyde-Vaamonde. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνουν κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ).

(Β) Ι. Ο Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την 10η Ιανουαρίου 2015 (άρθρο 66 παρ. 1 Καν), ορίζει τα εξής:«ΚΕΦΑΛΑΙΟ I- ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ- Άρθρο 1.1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει, ιδίως, φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή την ευθύνη κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας (acta jure imperii). ΚΕΦΑΛΑΙΟ II- ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ- ΤΜΗΜΑ 1- Γενικές διατάξεις-Άρθρο 4. 1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους – μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους – μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους. Άρθρο 5. 1. Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος – μέλος μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους – μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου. ΤΜΗΜΑ 2 – Ειδικές δικαιοδοσίες -Άρθρο 7. Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος – μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος – μέλος: […] 5) ως προς διαφορές σχετικές με την εκμετάλλευση υποκαταστήματος, πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκατάστασης, ενώπιον του δικαστηρίου της τοποθεσίας τους […]». Άλλωστε, με τις Γενικές Διατάξεις του ως άνω Κανονισμού (άρθρα 61 επ.), προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Άρθρο 62. 1. Για να καθορίσει αν διάδικος έχει την κατοικία του στο έδαφος του κράτους – μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου, το δικαστήριο εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο. 2. Αν διάδικος δεν έχει την κατοικία του στο κράτος – μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου, το δικαστήριο, προκειμένου να καθορίσει αν ο διάδικος έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος – μέλος, εφαρμόζει το δίκαιο του κράτους – μέλους αυτού. Άρθρο 63. Για την εφαρμογή του παρόντος Κανονισμού, εταιρία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση ή γ) την κύρια εγκατάστασή της. 2. Για τους σκοπούς της Ιρλανδίας, της Κύπρου και του Ηνωμένου Βασιλείου με τον όρο «καταστατική έδρα» νοείται ο τόπος του «registeredoffice», ελλείψει δε αυτού νοείται το «placeofincorporation» (ο τόπος ιδρύσεως), ελλείψει δε και αυτού ο τόπος δυνάμει της νομοθεσίας του οποίου πραγματοποιήθηκε η «formation» (σύσταση) του νομικού προσώπου».Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 5 του Καν 1215/2012, πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος ως προς τις διαφορές σχετικές με την εκμετάλλευση υποκαταστήματος, πρακτορείου ή άλλης εγκατάστασης ενώπιον του Δικαστηρίου της τοποθεσίας του. Έτσι ορίστηκε ότι η δωσιδικία των νομικών προσώπων προσδιορίζεται όχι μόνον από την έδρα τους, αλλά και από το τυχόν υποκατάστημά τους, όταν βέβαια πρόκειται για διαφορές που προκύπτουν από την εκμετάλλευσή του. Οι όροι του υποκαταστήματος, πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκατάστασης είναι ταυτόσημοι και υπάγονται στη γενική έννοια της προέκτασης της μητρικής εταιρίας. Μητρική επιχείρηση και υποκατάστημα, πρακτορείο κ.λπ. πρέπει να είναι οντότητες εγκατεστημένες σε διάφορα συμβαλλόμενα κράτη, αλλά να μπορούν να εκτιμηθούν κατά ταυτόσημο τρόπο, είτε η εκτίμηση γίνεται από την άποψη της μητρικής επιχείρησης είτε από την άποψη της προέκτασής της είτε από την άποψη τρίτων, με τους οποίους έχουν συναφθεί έννομες σχέσεις (Νίκας – Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, σελ. 200). Τέλος, στο άρθρο 126 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «1. Η επίδοση γίνεται: α) προσωπικά σε εκείνον, στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο, β) για πρόσωπα που δεν έχουν ικανότητα δικαστικής παράστασης, στο νόμιμο αντιπρόσωπό τους, γ) για νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων, στον εκπρόσωπό τους, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, δ) για το Δημόσιο, σε εκείνους που το εκπροσωπούν, σύμφωνα με το νόμο. 2. Αν υπάρχουν περισσότεροι νόμιμοι αντιπρόσωποι, αρκεί η επίδοση σε έναν από αυτούς.». Περαιτέρω, στο άρθρο 124 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «1. Η επίδοση επιτρέπεται οπουδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο πρόκειται να γίνει. 2. Αν το πρόσωπο έχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικία, κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο είτε μόνο του είτε με άλλον ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης, η επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του. 3. […].». Εξάλλου, στο άρθρο 129 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «1. Αν ο παραλήπτης της επιδόσεως δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο που προβλέπει το άρθρο 124 παρ. 2, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επιδόσεως. 2. Αν κανένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο 128 παρ. 4.». Αν αντίθετα ανευρεθεί κάποιο από τα πρόσωπα της παρ. 1 και αρνηθεί την παραλαβή, η θυροκόλληση γίνεται κατά το άρθρο 130 παρ. 1 ΚΠολΔ, χωρίς να επιτρέπεται η αναζήτηση άλλων προσώπων, στα οποία μπορεί να γίνει επίδοση. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των ανωτέρω άρθρων σαφώς προκύπτει ότι προκειμένου να γίνει επίδοση εγγράφου σε ανώνυμη εταιρία, που αποτελεί νομικό πρόσωπο, αυτή γίνεται προς τον κατά νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπό της είτε στην κατοικία του είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, όταν δε ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο εγχειρίζεται σε συνοικούντα με αυτόν συγγενή ή υπηρέτη και σε περίπτωση απουσίας τους σε έναν από τους λοιπούς συνοίκους, ενώ στην περίπτωση που ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, το έγγραφο εγχειρίζεται στον διευθυντή ή σε κάποιον από τους υπηρέτες ή υπαλλήλους του καταστήματος, πρέπει δε στην έκθεση επιδόσεως να αναγράφεται η ιδιότητα και το ονοματεπώνυμο του προσώπου αυτού. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η δυνατότητα γνώσεως του επιδιδομένου εγγράφου εκ μέρους του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 16/2000 ΕλλΔνη 2000.957 = ΑρχΝ 2001.558). Η έμμεση επίδοση (σε υπάλληλο, συνεργάτη κ.λπ.) πρέπει να επιχειρείται στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, αν δε υπάρχουν περισσότερα καταστήματα η επίδοση εγκύρως διενεργείται σε οποιοδήποτε από αυτά. Τα πρόσωπα στα οποία διενεργείται η έμμεση επίδοση πρέπει να προσφέρουν εργασία ή υπηρεσίες στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου (ΕφΑθ 427/2009 ΕφΑΔ 2010.204), ανεξάρτητα από την έννομη σχέση που τα συνδέει με αυτό (ΑΠ 423/1989 ΕΕΝ 1990.107), γραφείο δε, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 124 παρ. 2 και 129 παρ. 1 του ΚΠολΔ, είναι ο χώρος στον οποίο εκείνος που αφορά η επίδοση ασκεί το επάγγελμά του ή προσφέρει πράγματι, κατά το χρόνο της επιδόσεως, τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης (ΟλΑΠ 3/2001 Δ 2001.752 = ΕλλΔνη 2001.376, ΑΠ 484/2010ΝοΒ 2011.339 = ΝοΒ 2010.2014). Για το κύρος, πάντως, της επιδόσεως απαιτείται το κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο να λειτουργεί εν γένει. Λειτουργία σημαίνει την ανάπτυξη επαγγελματικών δραστηριοτήτων, ανάλογων με τον προορισμό του, χωρίς να απαιτείται η άμεση επαφή με αντισυμβαλλόμενο [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ορφανίδης), ό.π., 129 αριθ. 4]. ΙΙ. Κατά το άρθρο 72 ΚΠολΔ, οι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία, ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτη τους, εφόσον εκείνος δεν τα ασκεί, εκτός αν συνδέονται στενά με το πρόσωπό του. Προϋπόθεση της πλαγιαστικής αυτής αγωγής είναι η αδράνεια του ασφαλισμένου και υπόχρεου προς αποζημίωση του παθόντος τρίτου, να ασκήσει κατά του ασφαλιστή του την αξίωση ελευθέρωσης. Το αίτημα της πλαγιαστικής αγωγής πρέπει να διατυπωθεί κατά τρόπο, ώστε με αυτή να ζητείται η καταδίκη του ασφαλιστή να καταβάλει στον ασφαλισμένο, όχι δε προς τον ενάγοντα τρίτο. Η αξίωση αυτή έχει ως βάση τη σύμβαση ασφάλισης και πηγή της είναι η αδικοπραξία του ασφαλισμένου. Κατά την κρατούσα δε άποψη στη θεωρία και νομολογία, το δικαίωμα του ασφαλισμένου να στραφεί κατά του ασφαλιστή του, για να τον καλύψει ασφαλιστικά, γεννιέται από το χρόνο που θα επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, δηλαδή το τέλος του έτους εντός του οποίου θα επιδώσει ο παθών στον ασφαλισμένο την αγωγή αποζημίωσης. Συνεπώς, πριν από την επίδοση στον ασφαλισμένο και υπόχρεο σε αποζημίωση της αγωγής του παθόντος, δεν γεννιέται το δικαίωμα του ασφαλισμένου να απαιτήσει από τον ασφαλιστή του κάλυψη με το μηχανισμό της πλαγιαστικής αγωγής. Περαιτέρω, πριν την ως άνω επίδοση στον ασφαλισμένο της αγωγής του παθόντος, αφού δεν έχει γεννηθεί η αξίωση του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή για καταβολή του ασφαλίσματος, δεν μπορεί καν να νοηθεί αδράνεια ενός προσώπου, το οποίο ακόμη τότε δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του δανειστή του ασφαλιστή του (ΕφΠειρ 664/2015, ΕφΠειρ 100/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Η αδράνεια μπορεί να είναι υπαίτια ή ανυπαίτια, πρέπει δε να την επικαλείται και να την αποδεικνύει ο πλαγιαστικώς ενάγων, άλλως η πλαγιαστική αγωγή ασκείται πρόωρα (βλ. Μαργαρίτη, ό.π., 72 αριθ. 4). ΙΙΙ.Στην αλληλασφάλιση, όπως ασκείται μέσω του θεσμού των ενώσεων προστασίας και αποζημιώσεως, γνωστών ως Protection and Indemnity Clubs (P&l Clubs), οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι συνασπίζονται ασφαλίζοντες μέρος των κινδύνων ή της ευθύνης τους και αναλαμβάνουν, σε συγκεκριμένη αναλογία, συνήθως καθοριζομένη βάσει σταθερών μεγεθών, να καλύψουν από κοινού τις ζημίες που υφίσταται έκαστος τούτων. Πρόκειται κυρίως περί κινδύνων ή ζημιών που δεν ευρίσκουν επαρκή ή ολική κάλυψη στην ασφαλιστική αγορά. Το ασφαλιστικό κόστος είναι συνήθως χαμηλότερο σε σχέση με το κόστος που επιβάλλει η ανοικτή ασφαλιστική αγορά, το δε σύστημα αποζημιώσεως κρίνεται ως αποτελεσματικώτερο και ταχύτερο, αφού υφίσταται ταύτιση συμφερόντων ασφαλιστή και ασφαλισμένου, που υπαγορεύει την ταχεία και αποτελεσματική ρύθμιση των ζημιών. Οι εταιρίες είναι μη κερδοσκοπικές χωρίς ή με ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο, τα μέλη των οποίων είναι οι πλοιοκτήτες που έχουν «εισαγάγει» τα πλοία τους στο Club και εκπροσωπούνται από το εκάστοτε διοικητικό όργανο αυτού. Ασφαλίζουν οτιδήποτε δεν καλύπτει η ασφάλεια του σώματος του σκάφους (hull) και του μηχανολογικού εξοπλισμού (machinery). Οι πόροι που προορίζονται για κάλυψη αποζημιώσεων στην αλληλασφάλιση δεν προέρχονται, ως στις λοιπές μορφές ασφάλισης, από ασφάλιστρα, αλλά από εισφορές, επενδύσεις και αποθεματικά των ιδίων των ασφαλισμένων. Ο συντονισμός μεταξύ τους, όσον αφορά την επάρκεια των τελευταίων αλλά και τα κατώτατα επίπεδα κάλυψης εκάστου αλληλασφαλιζομένου, είναι απαραίτητος προκειμένου να αποφευχθούν αθέμιτες συμπεριφορές εκμεταλλεύσεως των αλλότριων επενδύσεων («free riding»). Εκάστη ένωση λειτουργεί συμφώνως προς τον εσωτερικό της κανονισμό και τους κανόνες της αλληλασφάλισης (rules). Στην Αγγλία, χώρα προελεύσεως και τόπο συγκεντρώσεως της πλειονότητας των συναφών δραστηριοτήτων, η ισχύουσα νομοθεσία περί θαλάσσιας ασφάλισης (Marine Insurance Act, 1906) περιορίζεται στον ορισμό της αμοιβαίας ασφαλίσεως, χωρίς να περιλαμβάνει άλλες ρυθμίσεις σχετικώς προς την οργάνωση και λειτουργία τους. Ο εσωτερικός κανονισμός θεσπίζεται ανά διαστήματα από το ανώτατο όργανο του Club, τη Γενική Συνέλευση. Η ΓΣ απαρτίζεται από τα μέλη (πλοιοκτήτες, εκναυλωτές, διαχειριστές) που εισφέρουν πλοία στο Club. Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος αποχωρήσει από την ομάδα αμοιβαίας ασφάλισης, καταβάλλει τη λεγόμενη εισφορά αποδέσμευσεως – απελευθερώσεως (release call). Καθένα από τα Ρ&Ι Clubs διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο εκπροσωπεί τα μέλη, ενώ η καθημερινή διαχείριση ανατίθεται σε ειδικευμένα διοικητικά στελέχη διοριζόμενα από αυτό. Το ΔΣ, το οποίο αποτελείται από μέλη του Club, λαμβάνει αποφάσεις επί θεμάτων γενικής πολιτικής και έχει την εποπτεία της λειτουργίας της ένωσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το Club είναι σε θέση να ανταποκρίνεται και να κατανοεί τις ασφαλιστικές ανάγκες των μελών του. Στην αλληλασφάλιση δεν οφείλεται ασφάλιστρο αλλά εισφορά, το ύψος της οποίας εξαρτάται από το μέγεθος του κινδύνου. Στα Clubs οι κίνδυνοι κατανέμονται μεταξύ των μελών, κατ’ αναλογία του συμφέροντος το οποίο ασφαλίζει καθένα εξ αυτών. Η εισφορά (call) δεν είναι καθορισμένη εκ των προτέρων, διότι η βασική σκέψη στην οποία στηρίζεται η λειτουργία ενός Club είναι ότι το σύνολο των εισφορών μιας περιόδου πρέπει να αντισταθμίζει σε γενικές γραμμές το σύνολο των ασφαλιστικών αποζημιώσεων και λοιπών εξόδων του Club κατά την ίδια περίοδο. Έτσι, ένα μέρος της εισφοράς, που ονομάζεται προκαταβολική εισφορά (advance call), καταβάλλεται στην αρχή κάθε ασφαλιστικού έτους. Εάν στη συνέχεια εμφανισθεί έλλειμμα, τότε ζητούνται από τα μέλη συμπληρωματικές εισφορές (supplementary calls). Ο θεσμός των ενώσεων προστασίας και αποζημιώσεως συνιστά σήμερα ένα από τα σημαντικώτερα και δυναμικώτερα στοιχεία του παγκόσμιου ναυτασφαλιστικού οικοδομήματος. Η κατά περίπτωση αυτόνομος ή συμπληρωματική ασφαλιστική κάλυψη που προσφέρουν τα P&l Clubs έχει συνεισφέρει στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης και ασφάλειας, όχι μόνο στα μέλη τους αλλά και έναντι των τρίτων εμπλεκόμενων σε ασφαλιστικής φύσεως διαφορές, που προκύπτουν από την καθημερινή άσκηση της ναυτιλιακής δραστηριότητας. Η διασάλευση του συστήματος λειτουργίας των Clubs θα έθετε σε κίνδυνο ολόκληρη την παγκόσμια ναυτιλία και όχι μόνον (βλ. ΕφΠειρ 676/2013 ΕΝαυτΔ 2013.409).Περαιτέρω, το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφαλίσεως περιέχεται κωδικοποιημένο, όπως προεκτέθηκε, στον Αγγλικό Νόμο περί θαλάσσιας Ναυτικής Ασφαλίσεως του 1906 [Marine Insurance Act, 1906], οι δε διατάξεις του, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων [case law] και τους άγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου [authorities], ισχύουν αναλλοί­ωτες μέχρι σήμερα. Οι διατάξεις του ως άνω Αγγλικού Νόμου [ΜΙΑ 1906] έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση ασφαλίσεως πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων, αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανο­μένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Αποτελεί διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφαλίσεως πλοίων, σκαφών και φορτίων να διέπεται η ασφάλιση, πέραν των διατάξεων του ανωτέρω εφαρμοστέου νόμου, και υπό εντύπων κωδικοποιημένων όρων ασφαλίσεως εκπονημένων κατά κανόνα από τον συλλογικό φορέα των Άγγλων ασφαλιστών, εδρεύοντος στο Λονδίνο υπό την επωνυμία «Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου» [Institute of London Underwriters]. Σε περίπτωση συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως, διεπομένης υπό του Αγγλικού Δικαίου, αυτή ερμηνεύεται βάσει των διατάξεων του περί ναυτικής ασφαλίσεως νόμου, του κοινού Δικαίου και της αγγλικής πρακτικής, σε συνδυα­σμό προς τους εκάστοτε εντύπους όρους ασφαλίσεως του Ινστιτούτου των Ασφα­λιστών, οι οποίοι προσιδιάζουν στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο και κατά τη συμφωνία των μερών ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο. Τέλος, οι όροι του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, γενικοί ή ειδικοί, έχουν την ίδια νομική αξία και σημασία και είναι υποχρεωτικοί, έστω και αν δεν καλύπτο­νται με την υπογραφή των συμβαλλομένων, αρκεί να γίνεται σαφής παραπομπή σε αυτούς με τη σύμβαση ασφάλισης, διότι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος αυτής. Ακόμη, οι όροι που περιέχονται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, για την κατάρτιση του οποίου ο απαιτούμενος κατά νόμο τύπος δεν είναι συστατικός αλλά αποδεικτι­κός, είναι δεσμευτικοί ειδικότερα για τον ασφαλισμένο και στην περίπτωση κατά την οποία δεν υπέγραψε μεν αυτός τούτο, στηρίζοντας όμως στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ίδιες αυτού αξιώσεις επικαλείται τούτο, διότι η επίκληση απ’ αυτόν του ασφαλιστήριου συμβολαίου σημαίνει αποδοχή των όρων του, πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν ο ίδιος ο ασφαλισμένος επικαλείται σαφώς και περαιτέρω πράξεις συνιστώσες αποδοχή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, π.χ. παραλαβή του ασφα­λιστηρίου συμβολαίου απ’ αυτόν, καταβολή των ασφαλίστρων κ.λπ. [βλ. για όλα τα πιο πάνω ΑΠ 1584/2011 ΕΝαυτΔ 2012.45, ΑΠ 1657/2006 ΕπισκΕΔ 2006.1065, ΕφΘεσ 660/2013 ΕπισκΕΔ 2013.699, ΕφΠειρ 530/2011 ΕΝαυτΔ 2012.55, ΕφΠειρ 285/2011ΕλλΔνη 2011.781, ΕφΠειρ 232/2011 ΕΝαυτΔ 2011.204, ΕφΠειρ 11/2011 ΔΕΕ 2011.814, ΕφΠειρ 9/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Σε αυτό το σημείο πρέπει ν’ αναφερθεί ότι οι αλληλοασφαλιστικοί οργανισμοί προσφέρουν ασφάλιση αποζημίωσης (indemnityinsurance) και όχι ασφάλιση ευθύνης (liabilityinsurance). Αυτό σημαίνει ότι ο Οργανισμός δεν αναλαμβάνει να καλύψει τις ευθύνες προς αποζημίωση ενός μέλους του που προέκυψαν κατά τη διαχείριση του πλοίου τους. Αντ’ αυτού, ο Οργανισμός αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον πλοιοκτήτη (μέλος του) μόνο εάν αυτός έχει ήδη ανταποκριθεί στην ευθύνη του. Η αρχή “paytobepaid” (πλήρωσε για να πληρωθείς) παραμένει ο κανόνας που έχουν όλοι οι Αλληλοασφαλιστικοί Οργανισμοί. Απαραίτητη, δηλαδή, προϋπόθεση για να υπάρχει η ευθύνη του Οργανισμού είναι ο πλοιοκτήτης να έχει προηγουμένως καταβάλει αποζημίωση προς τον τρίτο δανειστή (βλ. διπλωματική εργασία Ευδοκίας Νομικού (2004), Ναυτεργατικά ατυχήματα σε πλοία – Νομικές προεκτάσεις και Αντιμετώπισή τους από τους αλληλοασφαλιστικούς οργανισμούς, ιδίως σελ. 48-49, δημ. στο διαδίκτυοhttp://hellanicus.lib.aegean.gr).Εξάλλου, το δικαίωμα του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή του, σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες ασφαλίσεως, ενεργοποιείται μόνο μετά την καταβολή από αυτόν της απαίτησης που συνιστά ο ασφαλιστικός κίνδυνος (όρος “PaymentfirstbytheMember”). Κατά συνέπεια, ο ασφαλισμένος θεωρείται εδώ δανειστής του ασφαλιστή υπό την αναβλητική αίρεση της προηγούμενης καταβολής, προϋπόθεση, όμως, η οποία ματαιώνει τη δυνατότητα ενεργοποίησης της ΚΠολΔ 72 (βλ. παρατ. Κωνσταντίνου Καταβάτη υπό την ΠΠρΠειρ 534/2003, ΝαυτΔνη 2003.238 επ., ιδίως σελ. 251-252). IV. Ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Κανονισμός Ρώμη Ι), ο οποίος εφαρμόζεται στις ενοχές από συμβάσεις που συνάπτονται μετά από την 17η Δεκεμβρίου 2009, καθώς αντικατέστησε τη Σύμβαση του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Σύμβαση της Ρώμης), που είχε με τη σειρά της αντικαταστήσει ως προς το μεγαλύτερο μέρος του πεδίου εφαρμογής του το άρθρο 25 ΑΚ, δεν εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του τις συμβάσεις ασφαλίσεως, παρά μόνο τις «συμβάσεις ασφάλισης που απορρέουν από εργασίες οι οποίες διενεργούνται από άλλους οργανισμούς εκτός των επιχειρήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 2 της Οδηγίας 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής, που αποβλέπει στην καταβολή παροχών σε μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους οι οποίοι ανήκουν σε μια επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων ή σε έναν επαγγελματικό ή διεπαγγελματικό κλάδο, σε περίπτωση θανάτου ή επιβίωσης, ή σε περίπτωση διακοπής ή μείωσης της απασχόλησης, ή σε περίπτωση ασθένειας που σχετίζεται με την εργασία ή με εργατικό ατύχημα». Το άρθρο 7 του Κανονισμού Ρώμη Ι εφαρμόζεται σε συμβάσεις μεγάλων κινδύνων (όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ΄ της Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ), ανεξαρτήτως του εάν ο καλυπτόμενος κίνδυνος ευρίσκεται σε κράτος – μέλος, και σε όλες τις άλλες συμβάσεις ασφάλισης οι οποίες καλύπτουν κινδύνους που ευρίσκονται εντός της επικράτειας των κρατών – μελών. Από προφανή παραδρομή το ελληνικό κείμενο του Κανονισμού αναφέρεται σε «κινδύνους που ευρίσκονται εκτός της επικράτειας των κρατών – μελών», αλλά από τις άλλες γλωσσικές εκδοχές προκύπτει ότι το ορθό θα ήταν αντί της λέξης «εκτός» να τεθεί η λέξη «εντός». Συνεπώς, το άρθρο 7 διέπει όλες τις συμβάσεις ασφάλισης, εκτός από τις συμβάσεις αντασφάλισης και από τις συμβάσεις πρωτασφάλισης (πλην των συμβάσεων ασφάλισης μεγάλων κινδύνων), οι οποίες καλύπτουν κινδύνους που ευρίσκονται εκτός της επικράτειας των κρατών – μελών. Οι εξαιρούμενες συμβάσεις διέπονται από τις γενικές διατάξεις του Κανονισμού. Στην περίπτωση των συμβάσεων ασφάλισης μεγάλων κινδύνων, τα μέρη είναι ελεύθερα να επιλέξουν εφαρμοστέο δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού. Σε περίπτωση έλλειψης επιλογής, εφαρμόζεται το δίκαιο της συνήθους διαμονής του ασφαλιστή, εκτός αν η σύμβαση προδήλως συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε εφαρμόζεται το δίκαιο αυτής της χώρας (βλ. Μεταλληνό σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 25αριθ. 1, 14, 43, 44).

(Γ) Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την υπό κρίση πλαγιαστική αγωγή της ισχυρίζεται ότι κατά της εταιρίας με την επωνυμία «….», πλοιοκτήτριας του πλοίου “…”, έχει ασκήσει την από 25.1.2017 υπ’ αριθ. κατάθεσης … αγωγή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία ζητεί ν’ αποζημιωθεί για τη συνολική ζημία, θετική και αποθετική, που υπέστη συνεπεία της περιγραφόμενης σ’ αυτήν αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του πλοιάρχου του ως άνω πλοίου, που είχε ως αποτέλεσμα την εκτεταμένη βλάβη υποβρύχιου καλωδίου κυριότητάς της, για την αποκατάσταση της οποίας ευθύνεται η προαναφερθείσα πλοιοκτήτρια εταιρία, προστήσασα αυτόν, και η οποία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 18.514.123,46 ευρώ, εκ των οποίων 14.034.510,96 ευρώ αφορούν στη θετική και 4.479.612,5 ευρώ αφορούν στην αποθετική της ζημία. Ότι πριν την άσκηση της ως άνω αγωγής η ενάγουσα είχε καταθέσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 6.9.2016 αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1378/2016 απόφαση, δυνάμει της οποίας διετάχθη η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης πλοιοκτήτριας εταιρίας για την εξασφάλιση απαιτήσεως της ενάγουσας εναντίον της ύψους 8.687.772,60 ευρώ και μέχρι του ποσού των 12.000.000 ευρώ, παρέχοντας στην καθ’ ης την ευχέρειαν’ αντικαταστήσει τη διαταχθείσα συντηρητική κατάσχεση με την κατάθεση στη Γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης τράπεζας που λειτουργεί στην Ελλάδα, ποσού 12.000.000 ευρώ. Ότι η εναγομένηεταιρία της από 25.1.2017 αγωγής («….») είναι μέλος του εναγόμενου αλληλασφαλιστικού οργανισμού με την επωνυμία «…» για την κάλυψη της έναντι τρίτων ευθύνης της από τη χρήση και λειτουργία του εν λόγω πλοίου, καλυπτόμενη ασφαλιστικά, μεταξύ άλλων, και για την αποζημίωση που θα κληθεί να καταβάλει για κάθε απώλεια ή ζημία προξενηθείσα από αυτό, είτε η ζημία λάβει χώρα στην ξηρά είτε στη θάλασσα, σε κινητά ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία. Ότι, συνεπώς, η ως άνω πλοιοκτήτρια εταιρία έχει γεγενημένη και απαιτητή αξίωση περιουσιακού χαρακτήρα κατά του εναγόμενου αλληλασφαλιστικού οργανισμού, πλην όμως αδρανεί στην ικανοποίηση του δικαιώματός της, καθώς δεν έχει προβεί σε καμία δικαστική ενέργεια εναντίον του.Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, επικαλούμενη έννομο συμφέρον της στην άσκηση της αγωγήςσυνιστάμενο στην προσδοκία περιέλευσης περιουσιακού στοιχείου στα χέρια της οφειλέτριάς της, από το οποίο θα ικανοποιήσει τη δική της απαίτηση κατ’ αυτής, ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό στο σύνολό του σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου αλληλασφαλιστικού οργανισμού να καταβάλει στην κατά τα ανωτέρω οφειλέτριά της εταιρία με την επωνυμία «….»το συνολικό ποσό των 18.514.123,46 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής σ’ αυτόν και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και, τέλος, να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα το Δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής, με την οποία εισάγεται ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, που έχει ως βάση τη σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως μεταξύ της οφειλέτριας της ήδη ενάγουσας εταιρίας («….») και του εναγόμενου αλληλασφαλιστικού οργανισμού, σύμφωνα με τηδιάταξη του άρθρου 7 παρ. 5 του Καν 1215/2012. Ειδικότερα, αν και ο εναγόμενος οργανισμός εδρεύει στο …, ήτοι σε έτερο κράτος – μέλος, στοιχείο που θεμελιώνει καταρχήν τη διεθνή δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων (άρθρα 4 παρ. 1, 63 Καν 1215/2012), ωστόσο, επειδή η προκείμενη διαφορά είναι σχετική με την εκμετάλλευση των κείμενων στον Πειραιά και επί της … γραφείων του, θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου να επιληφθεί της ένδικης διαφοράς, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου. Η ύπαρξη «εγκατάστασης» του εναγόμενου αλληλασφαλιστικού οργανισμού στον Πειραιά και συγκεκριμένα στην ανωτέρω διεύθυνση προκύπτει από την ιστοσελίδα που διατηρεί ο εναγόμενος (……..), στην οποία αναγράφεται ότι ο εν λόγω αλληλασφαλιστικός οργανισμός, πέραν των κεντρικών του γραφείων (HeadOffice) στο Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου, διαθέτει επίσης γραφεία ανά τον κόσμο (OfficesWorldwide) και ειδικότερα στον … και αλλού, με την επιλογή δε του Π….., εμφανίζεται η διεύθυνση …, με τον σχετικό τηλεφωνικό αριθμό επικοινωνίας. Επομένως, εφόσον ο εναγόμενος δηλώνει στον επίσημο ιστότοπό του ότι διατηρεί χώρο επαγγελματικής εγκαταστάσεως (γραφεία) στον Πειραιά, επί της …, φέρει δε καταχωρημένο αριθμό τηλεφώνου, ασφαλώς διαμορφώνεται η κρίση ότι διατηρεί εγκατάσταση στον ………υπό την έννοια του άρθρου 7 παρ. 5 του Καν 1215/2012, που συμβαδίζει και με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ερμηνεύθηκε στη μείζονα πρόταση. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι η ευρισκόμενη στα ως άνω γραφεία υπάλληλος … αρνήθηκε να παραλάβει το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, με συνέπεια τη θυροκόλλησή του κατ’ άρθρο 130 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …), καθόσον δεν εκτίθεται ο λόγος άρνησης αυτής, το κρίσιμο δε εν προκειμένω, σύμφωνα με τη μείζονα πρόταση,είναι ότι τα εν λόγω γραφεία πράγματι λειτουργούσαν κατά το χρόνο μετάβασης σ’ αυτά της δικαστικής επιμελήτριας. Άλλωστε, η εταιρία “…”, που κατά τους βάσιμους ισχυρισμούς του εναγομένου διατηρεί γραφεία στην ίδια ως άνω διεύθυνση στον Π……., δεν είναι «ξένη» προς αυτόν εταιρία, καθώς, όπως προκύπτει από την επίσημη ιστοσελίδα της (………), είναι η διαχειρίστρια εταιρία του εναγόμενου αλληλασφαλιστικού οργανισμού. Τέλος, το γεγονός ότι η παρούσα διαφορά είναι σχετική με την εκμετάλλευση της ως άνω «εγκατάστασης» του εναγομένου στον Πειραιά προκύπτει αδιαμφισβήτητα, πέραν του τόπου επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος(3 περίπου χλμ. Ν.Α. του λιμένος Λαυρίου), που αποτελεί την αφορμή για την έγερση της παρούσας πλαγιαστικής αγωγής με βάση την ενυπάρχουσα σύμβαση ναυτικής ασφάλισης, από το γεγονός ότι και η εναγόμενη της από 25.1.2017 αγωγής («….») διατηρεί γραφεία στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην …, επί της οδού … και …, διεύθυνση στην οποία εδρεύει και η διαχειρίστρια αυτής εταιρία με την επωνυμία «…D». Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο εντός της τασσόμενης από το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας,γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από αυτόν (πρβλ. την υπ’ αριθ…. έκθεση κατάθεσης δικογράφου και την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά …, σε συνδυασμό με την … έκθεση επίδοσης της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, επέχοντα θέση υπηρεσίας διαβίβασης σύμφωνα με τον Κανονισμό 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τις επιδόσεις δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις), αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται για συζήτηση σ’ αυτό το Δικαστήριο κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρα 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 18, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α΄, 2 εδ. α΄, 3Α – Β περ. θ΄ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς). Εξάλλου, η αγωγή, με την οποία εισάγεται ιδιωτική διαφορά που έχει ως βάση σύμβαση ναυτικής ασφάλισης και πηγή την τελεσθείσα από τον προστηθέντα της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας εταιρίας, αδικοπραξία, είναι ερευνητέα κατά το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 3 του  Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, σύμφωνα με τον Κανόνα 42 του εγχειριδίου «Κανόνες & Κανονισμοί 2016 – UKP&ICLUB»(“Rules&Bye-Laws 2016”), που ορίζει ότι «κάθε σύμβαση, όπως και αν καταρτίστηκε μεταξύ του Συνεταιρισμού και ενός Πλοιοκτήτη, και αυτοί οι Κανόνες θα διέπονται και θα ερμηνεύονται σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο».Σημειώνεται ότι, το γεγονός πωςη εναγόμενη της από 25.1.2017 αγωγής πλοιοκτήτρια εταιρία («….»)ήταν μέλος του εναγόμενου («UKP&ICLUB») κατά το έτος 2016, καθώς και ότι επέλεξε να συμμορφώνεται προς τους Κανόνες που περιέχονται στο Βιβλίο Κανόνων του προαναφερθέντος συνεταιρισμού, προκύπτει από την από 22.6.2017 προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τον εναγόμενο, βεβαίωσή της.Ωστόσο, ερευνώμενη η υπό κρίση πλαγιαστική αγωγή υπό το αγγλικό δίκαιο, τυγχάνει απαράδεκτη και εντεύθεν απορριπτέα, όπως βάσιμα ισχυρίζεται επικουρικά ο εναγόμενος και προκύπτει σε κάθε περίπτωση και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, σε αυτήν τυγχάνει εφαρμογής ο Κανόνας 5 του εγχειριδίου «Κανόνες & Κανονισμοί 2016 – UKP&ICLUB» (“Rules&Bye-Laws 2016”), που ορίζει τα εξής: «Όροι, Εξαιρέσεις και Περιορισμοί. Α. Πληρωμή πρώτα από τον Πλοιοκτήτη. Εκτός και αν οι Διευθυντές κατά τη διακριτική ευχέρειά τους αποφασίσουν άλλως, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να δικαιούται ο πλοιοκτήτης ν’ αποζημιωθεί από τα κεφάλαια του Συνεταιρισμού για οποιεσδήποτε αποζημιώσεις, έξοδα και δαπάνες, ότι θα τα έχει πρώτα εξοφλήσει ή καταβάλει με δικά του κεφάλαια εξ ολοκλήρου και όχι μέσω δανείου ή άλλως πώς. Β. […]». Πρόκειται για τον προεκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας Κανόνα «paytobepaid», που απαιτεί την προηγούμενη καταβολή από τον Πλοιοκτήτη στον τρίτο (ζημιωθέντα) του ποσού της αποζημίωσης, με δικά του κεφάλαια εξ ολοκλήρου, προκειμένου να έχει αυτός το δικαίωμα αποζημίωσης από τον εναγόμενο αλληλοασφαλιστικό οργανισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν προκύπτει προηγούμενη καταβολή του τυχόν ορισθησομένου ποσού της αποζημίωσης -η οποία, άλλωστε, εκκρεμεί προς δικανική κρίση- από την πλοιοκτήτρια εταιρία στη ζημιωθείσα ενάγουσα, με συνέπεια να μην είναι κεκτημένο και απαιτητό το δικαίωμα της πλοιοκτήτριας, που ασκεί πλαγιαστικά, ως δικαίωμα της οφειλέτριάς της, η ενάγουσα. Τούτο δεν αναιρείται από την κατάθεση στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς εκ μέρους της πλοιοκτήτριας εταιρίας εγγυητικής επιστολής ποσού 3.000.000 ευρώ, προκειμένου να επιτραπεί ο απόπλους του πλοίου της από το λιμάνι Λαυρίου, καθόσον με το ποσό αυτό δεν ικανοποιήθηκε -ούτε καν εν μέρει, ως προς το ισόποσο αυτής- η ενάγουσα, κατατέθηκε δε αυτό σε συμμόρφωση προς την ως άνω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, με μόνο σκοπό τον απόπλου του πλοίου της. Περαιτέρω, μόνη η άσκηση της προηγούμενης από 25.1.2017 αγωγής της ενάγουσας κατά της πλοιοκτήτριας εταιρίας και η μη «δραστηριοποίησή»της στα πλαίσια της δίκης αυτής, λ.χ. με την άσκηση προσεπίκλησης και (παρεμπίπτουσας) αγωγής αποζημίωσης κατά του ήδη εναγόμενου αλληλασφαλιστικού οργανισμού, δεν στοιχειοθετεί την έννοια της «αδράνειας» κατά τη διάταξη του άρθρου 72 ΚΠολΔ. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή ασκείται απαραδέκτως, μη πληρουμένων των τασσομένων εκ του άρθρου 72 ΚΠολΔ προϋποθέσεων, όπως εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, σε κάθε δε περίπτωση ασκείται προώρως, καθόσον δεν νοείται «αδράνεια» της οφειλέτριας πλοιοκτήτριας εταιρίας πριν την προηγούμενη καταβολή εκ μέρους της της τυχόν ορισθησομένης αποζημίωσης στη δανείστρια αυτής, ενάγουσα εταιρία. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί, να συμψηφισθούν δε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις30 Ιανουαρίου 2018, δημοσιεύθηκε δε στις  19 Μαρτίου 2018, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, μετά την προαγωγή και αναχώρηση της Προέδρου Πρωτοδικών Κωνσταντίνας Παπαντωνίου, με νέα σύνθεση αποτελούμενη από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Αντώνιο Σβύνο και τους Πρωτοδίκες Γεώργιο Παντελίδη και Αντωνία Κοντογεωργάκη, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ