Μενού Κλείσιμο

 ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

Αριθμός απόφασης

184/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευλαμπία Καπελούζου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την υπ’ αριθ. πρωτ. 6231/20-11-2023 πράξη του, με την οποία της χρέωσε την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου …, ο οποίος υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Γεώργιου Σπύρου (ΑΜ ΔΣΧαλκίδας 305), κατοίκου ….

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία υπέβαλε προτάσεις δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Χρήστου Πλέγκα (ΑΜ ΔΣΠ 3150), κατοίκου ….

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 26-5-2021 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 3573/1659/31-5-2021, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 215 και 237 ΚΠολΔ προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 15ης-2-2022, ότε η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3258/29-9-2023 διάταξη της τότε Πρωτοδίκη Πειραιώς Ελένης Μπαντή, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα …, ναυπηγό – μηχανικό, ορίσθηκε το θέμα της πραγματογνωμοσύνης και η προθεσμία για την κατάθεση της σχετικής έκθεσης στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου. Ήδη μετά την αποποίηση του διορισμού του παραπάνω πραγματογνώμονα, ο οποίος ζήτησε την αντικατάστασή του κι ενόψει του ότι η εκδόσασα την ως άνω διάταξη Πρωτοδίκης έχει πλέον μετατεθεί και υπηρετεί σε άλλο Πρωτοδικείο, ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, χρέωσε, με την υπ’ αριθ. πρωτ. 6231/20-11-2023 πράξη του, την κρινόμενη υπόθεση στην Πρωτοδίκη Πειραιώς Ευλαμπία Καπελούζου.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την ένδικη από 26-5-2021 και υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 3573/1659/31-5-2021 αγωγή, η οποία συζητήθηκε κατά την τακτική διαδικασία κατά τη δικάσιμο της 15ης-2-2022 και εκδόθηκε επ’ αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 8 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 12 του Ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις με έναρξη ισχύος από 1-1-2022 (βλ. άρθρα 116 παρ. 1 στ. β΄ και 120 του ίδιου ως άνω νόμου), η υπ’ αριθ. 3258/29-9-2023 διάταξη της τότε Πρωτοδίκη Πειραιώς, Ελένης Μπαντή, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα …, ναυπηγό – μηχανικό, ορίσθηκε το θέμα της πραγματογνωμοσύνης και η προθεσμία για την κατάθεση της σχετικής έκθεσης στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου. Ακολούθως, μετά τη γνωστοποίηση στους διαδίκους της καταχώρησης της ανωτέρω διάταξης στο οικείο βιβλίο του Πρωτοδικείου, η οποία έγινε ηλεκτρονικά με την αποστολή από τη Γραμματέα του Πρωτοδικείου ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τους, καθώς και μετά τη γνωστοποίηση έκδοσης της ως άνω διάταξης στον διορισθέντα πραγματογνώμονα, ο τελευταίος αποποιήθηκε το διορισμό του με το από 3-11-2023 ηλεκτρονικό μήνυμα που έστειλε στη Γραμματέα του Πρωτοδικείου, επικαλούμενος ότι αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν λόγω φόρτου εργασίας, αλλά και λόγω ενός επικείμενου ταξιδιού του σε χώρα της Ανατολικής Ασίας, το οποίο θα διαρκέσει άνω των 40 ημερών και ζήτησε την αντικατάστασή του. Στη συνέχεια, επειδή η εκδόσασα την ως άνω υπ’ αριθ. 3258/2023 διάταξη Πρωτοδίκης έχει πλέον μετατεθεί και υπηρετεί σε άλλο Πρωτοδικείο, ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, χρέωσε, με την υπ’ αριθ. πρωτ. 6231/20-11-2023 πράξη του, την κρινόμενη υπόθεση στην Πρωτοδίκη Πειραιώς Ευλαμπία Καπελούζου.

Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι είναι μόνιμος κάτοικος … και επισκέπτεται τακτικά την Ελλάδα ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες, διαμένοντας στην …, όπου διατηρεί εξοχική κατοικία. Ότι την 25-7-2018 αγόρασε ένα μεταχειρισμένο ερασιτεχνικό ταχύπλοο σκάφος αναψυχής τύπου «…» με το όνομα «…» και αριθμό λεμβολογίου …), το οποίο κατασκευάστηκε στην Πολωνία το 2007 και έφερε δύο εξωλέμβιες βενζινοκινητήριες μηχανές, έναντι τιμήματος 27.500 ευρώ. Ότι το παραπάνω σκάφος ασφάλισε για το σύνολο των ζημιών του στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, με το από 30-10-2018 και υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο, για το διάστημα από 30-10-2018 έως 30-10-2019, με ασφαλιζόμενο κεφάλαιο το ποσό των 48.000 ευρώ, στο οποίο αποτίμησε η εναγομένη την αξία του σκάφους. Ότι για πρώτη φορά καθέλκυσε το σκάφος στο λιμάνι της Ερέτριας την 25-5-2019 και το προσέδεσε μόνιμα και σύμφωνα με τον ενδεδειγμένο τεχνικά τρόπο σε θέση που του υποδείχθηκε από τον Οργανισμό Λιμένων Νομού Ευβοίας. Ότι την 28-7-2019 και περί ώρα 18.30 τον ενημέρωσαν τηλεφωνικά ότι το παραπάνω ελλιμενισμένο σκάφος του έχει πρόβλημα. Ότι αμέσως έσπευσε στο σημείο ελλιμενισμού αυτού, όπου διαπίστωσε ότι το σκάφος είχε ανατραπεί και είχε κατά το μεγαλύτερο μέρος του βυθιστεί στο σημείο πρόσδεσής του. Ότι ακολούθως μερίμνησε για την ανέλκυσή του με τη συνδρομή ειδικού γερανοφόρου οχήματος και τη μεταφορά του στις παρακείμενες εγκαταστάσεις της εταιρείας με την επωνυμία «…», όπου έλαβαν χώρα κατεπείγουσες εργασίες για τον περιορισμό της επελθούσας ζημίας. Ότι την προηγούμενη ημέρα (27-7-2019) είχε χρησιμοποιήσει το σκάφος, πραγματοποιώντας πλου στην ανοικτή θάλασσα για αρκετές ώρες, χωρίς να διαπιστώσει κανένα πρόβλημα. Ότι τις επόμενες ημέρες, αναζητώντας απαντήσεις για τα αίτια του συμβάντος, πληροφορήθηκε ότι κατά το ίδιο έτος άλλα τρία μικρά σκάφη αναψυχής, που ελλιμενίζονταν στο ίδιο σημείο, είχαν ανατραπεί. Ότι το φαινόμενο αποδόθηκε από τους ψαράδες της περιοχής, που γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες του λιμένα Ερέτριας, στον έντονο κυματισμό σε συνδυασμό με το ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα που δημιουργείτο από τα απόνερα των διερχόμενων σε μικρή απόσταση οχηματαγωγών σκαφών (ferryboats) που κινούνται στη γραμμή Ερέτρια – Ωρωπός και που ειδικά τις Κυριακές εκτελούν πολύ συχνά δρομολόγια, ανά 15 λεπτά, κινούμενα αυτή την ημέρα της εβδομάδας εντός του λιμένα της Ερέτριας, κάνοντας ελιγμούς με μεγαλύτερη ταχύτητα από ότι επιβάλλεται από τις συνθήκες, για να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις του μεταφορικού έργου οχημάτων εκδρομέων που επιστρέφουν από διάφορα σημεία της Εύβοιας προς την Αττική. Ότι την επόμενη ημέρα ενημέρωσε, μέσω της ασφαλιστικής του συμβούλου, την εναγομένη, συνταχθείσας προς τούτο της υπ’ αριθ. … δήλωσης ναυτικού ατυχήματος σκάφους, ενώ ακολούθως διενεργήθηκε επιθεώρηση του σκάφους από τον πραγματογνώμονα της εναγομένης ναυπηγό μηχανολόγο μηχανικό, …, ο οποίος συνέταξε σχετική τεχνική έκθεση. Ότι από την ανατροπή και ημιβύθιση του σκάφους εισέρρευσε σε αυτό μεγάλη ποσότητα θαλασσινού νερού τόσο στους δύο βενζινοκινητήρες, καταστρέφοντάς τους ολοσχερώς, όσο και στο χώρο της καμπίνας, καταστρέφοντας το εσωτερικό και τον ευρισκόμενο σε αυτό ηλεκτρονικό και ηλεκτρολογικό εξοπλισμό, τις ταπετσαρίες, τα όργανα ελέγχου και πορείας και τις ηλεκτρικές συσκευές. Ότι έλαβε προσφορές για την αποκατάσταση των παραπάνω ζημιών, η πλέον συμφέρουσα από τις οποίες ανέρχεται για μεν την προμήθεια ανταλλακτικών και υλικών και για τις εργασίες αντικατάστασης και επισκευής του σκάφους στο συνολικό ποσό των 17.198,80 ευρώ, για δε τις εργασίες αντικατάστασης ταπετσαριών, μαξιλαριών, τεντών κλπ. στο συνολικό ποσό των 4.076,50 ευρώ, όπως τα ποσά αυτά ειδικότερα αναλύονται στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι έχει ήδη καταβάλει το ποσό των 372 ευρώ για την ανέλκυση του σκάφους από το λιμάνι της Ερέτριας και τη μεταφορά του στο χώρο φύλαξης, όπως επίσης και το ποσό των 2.053,44 ευρώ για τις εργασίες προληπτικής συντήρησης και περιορισμού ζημιών που εκτελέστηκαν από την εταιρεία «…». Ότι η συνολική ζημία του που αντιστοιχεί τόσο στις ήδη καταβεβλημένες δαπάνες, όσο και σε αυτές που απαιτείται να καταβάλει στο μέλλον, ανέρχεται στο ποσό των 23.700,74 ευρώ. Ότι η εναγομένη, μετά την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος από τη διενέργεια της ως άνω πραγματογνωμοσύνης, τον ενημέρωσε ότι η προκληθείσα ζημία του δεν καλυπτόταν ασφαλιστικά, επειδή συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής της εξαίρεσης που προβλεπόταν στην παράγραφο 10.9 των επισυναφθεισών στο ασφαλιστήριο Ρητρών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών Λονδίνου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής (1.11.1985), λόγω μετασκευών του σκάφους. Ότι κατόπιν τούτου ο ενάγων κοινοποίησε την 6-3-2020 στην εναγομένη την από 4-3-2020 εξώδικη δήλωση, δια της οποίας της ζήτησε να του γνωστοποιήσει το περιεχόμενο της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και να προχωρήσει άμεσα στην καταβολή της αποζημίωσής του. Ότι με την από 24-4-2020 εξώδικη απάντησή της η εναγομένη ισχυρίστηκε ότι από τη συνταχθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης προέκυπτε αφενός αναξιοπλοΐα του σκάφους υφιστάμενη πριν την αγορά αυτού και οφειλόμενη σε πραγματοποιηθείσες από τους προηγούμενους πλοιοκτήτες αυθαίρετες ανακατασκευές και μετατροπές στις δεξαμενές καυσίμου και γλυκού νερού κι αφετέρου επιδείνωση της εν λόγω αναξιοπλοΐας του σκάφους, οφειλόμενη στην παράλειψη του ενάγοντος να πραγματοποιήσει πριν την αγορά αυτού σχετικό τεχνικό έλεγχο και να ελέγχει το βύθισμα του σκάφους καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια του ελλιμενισμού του για να διαπιστώσει αν ήταν μεγαλύτερο του επιτρεπόμενου. Ότι η ανατροπή και η ημιβύθιση του σκάφους προήλθε λόγω της απώλειας ευστάθειάς του από την ξαφνική εισροή μεγάλης ποσότητας θαλασσινού νερού που οφειλόταν στα απόνερα των διερχόμενων οχηματαγωγών πλοίων. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος ότι έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 23.700,74 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της εξώδικης όχλησής του προς την εναγομένη (από 6-3-2020), άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία αφενός ως δικαστήριο του τόπου όπου εδρεύει η εναγόμενη εταιρεία κι αφετέρου λόγω υφιστάμενης συμφωνίας των διαδίκων περί παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας που εμπεριέχεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (άρθρα 4 παρ. 1, 25 παρ. 1, 63 παρ. 1 και 66 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»). Ακολούθως, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του αρμόδιου τούτου και δυνάμει έγκυρης ρήτρας παρέκτασης περιεχόμενης στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 33, 42 ΚΠολΔ και 51 παρ. 1, 2, 3 Β περ. θ Ν. 2172/1993, ως εκ της ναυτικής φύσης της διαφοράς) Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, όσον αφορά στο εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την επίδικη διαφορά, πρέπει να αναφερθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του υπ’ αριθ. …/30-10-2018 ασφαλιστήριου συμβολαίου, το οποίο προσκομίζουν με επίκληση αμφότεροι οι διάδικοι, προκύπτει ότι αφενός συμφωνήθηκε μεταξύ τους η ένδικη ασφαλιστική σύμβαση να διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και την αγγλική πρακτική, αφετέρου συμπεριλήφθηκαν οι Ρήτρες του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses) της 1ης-11-1985, ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των οποίων εφαρμοστέο είναι, επίσης, το αγγλικό δίκαιο και η πρακτική, όπως, άλλωστε, τα ανωτέρω, περί του εφαρμοστέου δικαίου, συνομολογούνται και από τους διαδίκους. H ως άνω συμφωνία είναι νόμιμη κατά τα άρθρα 361 και 25 εδ. α΄ ΑΚ, αφού στην ένδικη υπόθεση δεν έχει εφαρμογή ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), όπως τούτο ρητώς ορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. ι΄ αυτού. Συνεπώς, σύμφωνα με το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο θα κριθεί η επίδικη διαφορά και δη τόσο η νομική βάση της αγωγής, όσο και των ενστάσεων αντίστοιχα που προβάλλει η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία. Εξάλλου, ενόψει του ότι η εναγομένη προσκομίζει σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική (άρθρο 53 Ν.Δ. 3026/1954), κατά το μεγαλύτερο μέρος, τις διατάξεις των κανόνων του ως άνω εφαρμοζόμενου αγγλικού δικαίου, που θεμελιώνουν την επίδικη διαφορά και τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, δεν απαιτείται να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ, η απόδειξη του περιεχομένου του ως άνω αλλοδαπού δικαίου, το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Το εν λόγω δίκαιο (το οποίο, ας αναφερθεί, κατά διεθνή συναλλακτική συνήθεια επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές με σχετική ρήτρα των όρων της ασφάλισης, ανεξαρτήτως μάλιστα του ουσιώδους ή μη συνδέσμου με αυτές – πρβλ. ΠΠρΠειρ 5462/1999-ΕΝΔ 1999/370, ΠΠρΑθ 8277/1988-ΕΝΔ 1991/13), περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστό με την ονομασία «…, ο οποίος τροποποιήθηκε σε συγκεκριμένα άρθρα με το νόμο «Insurance Act 2015», που τέθηκε σε ισχύ 18 μήνες από την ψήφισή του την 12-2-2015 (ήτοι την 12-8-2016 – βλ. 23.2 αυτού πλην τροποποιήσεων Section 3 του “Rights against Insurers” – βλ. 23.3), καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις τούτου δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου και στην αγγλική πρακτική (English practice) και ερμηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους Άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και με τις σχετικές ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής «Institute Yacht Clauses» Cl. 328 1.11.1985 (βλ. σχετ. με τις πηγές του αγγλικού δικαίου K.J. EDDEY, Το Αγγλικό Νομικό Σύστημα, σελ. 114). Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμα υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Ειδικότερα, με τον «… προβλέπεται ότι: Άρθρο 1. «Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο, κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται με αυτήν κατά θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή των κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια». Ορισμός «θαλάσσιας περιπέτειας»: Άρθρο 3 § 2. «Ειδικότερα υπάρχει θαλάσσια περιπέτεια όπου (α) Οποιοδήποτε πλοίο, πράγματα ή άλλα κινητά εκτίθενται σε θαλάσσιους κινδύνους. Αυτή η περιουσία αναφέρεται σε αυτό το Νόμο ως «ασφαλίσιμη περιουσία» … Ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος: Άρθρο 5. «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου, ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. 2. Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτή και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου, ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του, ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό». Καλυπτόμενες και εξαιρούμενες (ζημίες) απώλειες. Άρθρο 55. «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εκτός αν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια/ζημιά μη προκληθείσα αιτιωδώς από ασφαλισμένο κίνδυνο. 2. Ειδικότερα, α. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δολίας ενέργειας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου, αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμα και εάν η απώλεια δεν θα είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος, β. Εκτός αν το ασφαλιστήριο συμβόλαιο προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής πλοίου ή πραγμάτων (αγαθών) δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια της οποίας η πλησιέστερη αιτία είναι η καθυστέρηση, ακόμη και αν η καθυστέρηση έχει προκληθεί από έναν ασφαλισμένο κίνδυνο. γ. Εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για συνήθη φθορά, διαρροή και θραύση, για εγγενές μειονέκτημα (εγγενή εκφυλισμό) ή για τη φύση του ασφαλισμένου πράγματος ή για οποιαδήποτε απώλεια η οποία έχει ως έγγιστα προκληθεί από αρουραίους ή σκουλήκια, ή για βλάβη σε μηχανήματα που δεν έχει ως έγγιστα προκληθεί από θαλάσσιους κινδύνους». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο νόμος αυτός (…) δεν προβλέπει τους επιμέρους προς ασφάλιση κινδύνους, ούτε αναφέρεται στο περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης (ιδίως σε περιορισμούς, αιρέσεις, εξαιρέσεις, κ.λ.π.), αλλά καταλείπει την διαμόρφωσή του (περιεχομένου) στην ελεύθερη βούληση των μερών. Στην πράξη το έργο αυτό έχει αναλάβει το Ινστιτούτο των Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters) το οποίο, ως επαγγελματικό όργανο έρευνας και προώθησης των ναυτασφαλιστικών ζητημάτων στην αγγλική αγορά, έχει προβεί στην τυποποίηση των όρων κάλυψης των θαλάσσιων κινδύνων για κάθε κατηγορία ναυτασφάλισης. Ειδικότερα για την ασφάλιση των θαλαμηγών οι διεθνώς χρησιμοποιούμενοι όροι είναι οι έντυποι του Ινστιτούτου για θαλαμηγά σκάφη αναψυχής, υπό την κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1-11-1985. Η παρεχόμενη με τους όρους αυτούς ασφαλιστική κάλυψη δεν είναι κατά παντός κινδύνου (all risks), αλλά κατά συγκεκριμένων μόνο κατηγοριών κινδύνου, που απαριθμούνται αυτοτελώς και περιοριστικά (named risks). Μεταξύ των ασφαλιζόμενων κινδύνων περιλαμβάνονται και οι θαλάσσιοι κίνδυνοι (Perils of the sea – ρήτρα 9.1.1), ήτοι οι κίνδυνοι οι οποίοι έχουν σχέση με την πλεύση του ασφαλισμένου πλοίου στη θάλασσα. Ωστόσο ο όρος «Perils of the sea» δεν καλύπτει κάθε ατύχημα ή συμβάν το οποίο είναι δυνατό να συμβεί στη θάλασσα, αλλά αφορά κίνδυνο εξαιτίας της θάλασσας και αναφέρεται μόνο σε τυχαία (απρόοπτα) περιστατικά (συμβάντα, ατυχήματα) εξαιτίας της θάλασσας και δεν περιλαμβάνει την κανονική ενέργεια των ανέμων και των κυμάτων. Πρέπει, με άλλα λόγια, να είναι ένας κίνδυνος απρόβλεπτος και ένα αποτρέψιμο ατύχημα, όχι ένα προβλέψιμο και αναπόφευκτο αποτέλεσμα και πρέπει να είναι εξαιτίας της θάλασσας, όχι απλώς επί της θάλασσας [«but it is clear that there must be a peril, an unforseen and inevitable result, and it must be of the seas, not merely on the seas», From the judgement of Lord Herschell in the Xantho (12 APP Cas Ρ 509), Templeman on MARINE Insurance, 6th edit, p. 134]. Ειδικότερα, η γενική έκφραση «εναντίον κινδύνων θάλασσας» δεν περιλαμβάνει έναν απλό κίνδυνο, ούτε κάθε απώλεια ή ζημία που από τη φύση της πρέπει να θεωρηθεί αναπόφευκτη, αλλά μια κατηγορία κινδύνων ακαθόριστης έκτασης, η οποία περικλείει κάθε είδους ναυτικά ατυχήματα πλοίων (ναυάγιο, βύθιση, προσάραξη, κ.λπ.), όπως και κάθε είδους ζημία που προκλήθηκε στο πλοίο από επιζήμια ενέργεια της θάλασσας, πλην της συνήθους φθοράς από το ταξίδι ή από ενέργεια ή αμέλεια του ασφαλισμένου ως άμεσου αίτιου (Lord Chorley & Giles, Ναυτικό Δίκαιον, μετάφρ. Ιασ. Κρεμεζή, Αθήνα 1978, σ. 302). Αφορά περιστατικά που συμβαίνουν στο ασφαλισμένο αντικείμενο (πλοίο) προερχόμενα από εξωτερικούς παράγοντες και όχι από την ίδια τη φύση του ασφαλισμένου αντικειμένου, αποκλειόμενης κάθε ευθύνης για απώλεια ή ζημία ή δαπάνη η οποία είναι αναπόφευκτη, όπως συνήθη φθορά και ξέφτισμα, συνήθη διαρροή και θραύση και πολύ περισσότερο προερχόμενη από πράξεις του ίδιου του ασφαλισμένου (Templeman on Marine Insurance, 6th edition, 168-169). Αυτό διότι κάθε πλοίο κατά τη διάρκεια της ναυσιπλοΐας ή ακόμα και αν είναι παροπλισμένο, είναι φυσικό να εκτίθεται σε κάποια αναπόφευκτη, αν και σταδιακή, διαδικασία αποσύνθεσης – φθοράς, κυρίως λόγω της δράσης των κυμάτων και του ανέμου, δηλαδή σε μια προοδευτική χειροτέρευση από τη συνήθη καταπόνησή του από τους εν λόγω παράγοντες, η οποία κοινώς ορίζεται ως φθορά και ξέφτισμα, φυσικό αποτέλεσμα των άνω παραγόντων, για τα οποία δεν υπάρχει ευθύνη του ασφαλιστή ακόμα και αν η χειροτέρευση από φθορά και ξέφτισμα (συνήθη χρήση και φθορά) καταστεί τόσο σοβαρή ώστε να προκαλέσει τη διαρροή και βύθιση του πλοίου (Templeman on Marine Insurance, 6th edition, σ. 164). Η ζημία επομένως που προκαλείται από διαρροή θαλασσινού νερού στο εσωτερικό του πλοίου και οδηγεί στην βύθισή του, δεν αποτελεί βάρος του ασφαλιστή, παρά μόνο στην περίπτωση που οφείλεται άμεσα σε απρόβλεπτο και τυχαίο γεγονός ή σε ασύνηθες συμβάν, οφειλόμενο στην ασυνήθιστη δράση του ανέμου και των κυμάτων (Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, vol 1, par. 798, p. 661). Περαιτέρω προκειμένου να γεννηθεί αξίωση αποζημίωσης από την ασφαλιστική σύμβαση για ζημία ή απώλεια του ασφαλισθέντος πράγματος (πλοίου) και να θεμελιωθεί ευθύνη του ασφαλιστή, πρέπει να αποδειχθεί ότι η ζημία προκλήθηκε ως έγγιστα από ασφαλισθέντα κίνδυνο, σύμφωνα με την αρχή που εκφράζεται στο γνωστό νομικό απόφθεγμα «causa proxima non remota spectatur» (πρέπει ν’ αναζητείται η εγγύτερη αιτία και όχι η απώτερη) και αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 55 (1) του …, με τον τίτλο «Καλυπτόμενες και Εξαιρούμενες Ζημίες» (ΕφΠειρ 815/2000-ΕΝΔ 2001/157). Συνεπώς, για τη θεμελίωση της ευθύνης του ασφαλιστή σε περίπτωση απώλειας ή ζημίας του ασφαλισμένου πράγματος πρέπει να υφίσταται μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, δηλαδή του επελθόντος κινδύνου -ο οποίος πρέπει να αποτελεί ασφαλισμένο δια του ασφαλιστηρίου κίνδυνο- και της επελθούσας απώλειας ή προξενηθείσας ζημίας του ασφαλισμένου πράγματος, αιτιώδης σύνδεσμος, ήτοι η ζημία να είναι άμεσο αποτέλεσμα της εγγύτερης προς αυτήν αιτίας. Ως εγγύτερη δε αιτία θεωρείται όχι η χρονικώς τελευταία, αλλά εκείνη που είναι πρόσφορη και επικρατέστερη για την επέλευση του αποτελέσματος (predominant in efficiency). Γενικώς, όπου ο κίνδυνος περιγράφει μία αιτία, εναπόκειται στον ασφαλισμένο να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία, η αξιούμενη βάσει ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου, οφειλόταν σε έναν ασφαλισμένο κίνδυνο. Εάν ο ασφαλισμένος προβάλλει επαρκή αποδεικτικά μέσα για να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία πιθανόν προκλήθηκε από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά ο ασφαλιστής διατυπώνει μια εναλλακτική θεωρία ως προς την αιτία, το ζήτημα θα αποφασισθεί βάσει των πιθανοτήτων και για να επιτύχει ο διάδικος, ο οποίος φέρει το βάρος της απόδειξης, πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει μία υπερέχουσα πιθανότητα (preponderance of probability), η οποία στηρίζει την υπόθεσή του. Αυτός δεν οφείλει να αποκλείσει όλες τις πιθανότητες των ισχυρισμών της άλλης πλευράς, απλώς πρέπει να αποδείξει ότι η δική του περίπτωση στηρίζεται σε μία υπερέχουσα πιθανότητα (ΕφΠειρ 727/2014-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 358/2007-ΕΝΔ 2007/194, όπου και παραπομπές σε αγγλική νομολογία και βιβλιογραφία). Το βάρος επίκλησης και απόδειξης ότι η ζημία επήλθε από τον πλησιέστερο προς αυτή ασφαλισμένο κίνδυνο φέρει ο ασφαλισμένος (ΠολΠρΠειρ 1656/2015, αδημ. στο νομικό τύπο, ΜΠΠειρ 3025/2020, δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Περαιτέρω, σύμφωνα με γενικώς αποδεκτή (άγραφη) αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, συναγόμενη, στο ελληνικό δίκαιο, εμμέσως και από τις διατάξεις των άρθρων 5 § 2 και 6 § 2 ΚΠολΔ, επικρατούσα δε και στο αγγλικό δίκαιο (βλ. σχετ. Fawcett J.J./Carruthers J.M., Private International Law, 2008, ch. 30, σελ. 1235), οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, επί διαφορών που εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας είτε εξ υποκειμένου, λόγω της προσωπικής κατάστασης των αντιδίκων είτε εξ αντικειμένου, λόγω των χαρακτηριστικών της κρινόμενης βιοτικής σχέσης ή εξαιτίας του εφαρμοστέου στην επίδικη έννομη σχέση ουσιαστικού δικαίου, κρίνονται πάντοτε κατά την lex fori, δηλαδή κατά το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (ΑΠ 1584/2011-ΕΝΔ 2012/45). Έτσι, επί ιδιωτικών διαφορών υπαγόμενων στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, οι όροι έγκυρης έναρξης και διεξαγωγής της δίκης, μεταξύ των οποίων και το παραδεκτό του εισαγωγικού δικογράφου από την άποψη της πληρότητας του περιεχομένου του, κρίνονται κατά το ημεδαπό αστικό δικονομικό δίκαιο, η δε εξέτασή τους προηγείται της έρευνας της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής. Κατά δε το σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό τη σύγχρονη εκδοχή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (περί του οποίου βλ. αναλυτικά σε Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 24 επομ.), που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (άρθρο 216 § 1), για το ορισμένο της αγωγής απαιτείται (αλλά και αρκεί) η παράθεση με σαφήνεια και επάρκεια όσων πραγματικών περιστατικών είναι νομικώς ικανά για τη θεμελίωση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η προστασία (ΑΠ 6/2022-ΝΟΜΟΣ) ή, με άλλη διατύπωση, των στοιχείων του πραγματικού του κανόνα δικαίου, των οποίων η συνδρομή επισύρει την έννομη συνέπεια που αντιστοιχεί στο αίτημα του ενάγοντος. Επειδή δε το ορισμένο της αγωγής συναρτάται στενά με το ουσιαστικό δίκαιο που προβλέπει τις προϋποθέσεις παραγωγής του επίδικου δικαιώματος, είναι αυτονόητο ότι, αν με την αγωγή που εισάγεται σε ελληνικό δικαστήριο ασκούνται ουσιαστικά δικαιώματα, που κρίνονται κατ’ αλλοδαπό δίκαιο, το οποίο με συμφωνία τους οι διάδικοι κατέστησαν εφαρμοστέο στην επίδικη σχέση, τα αναγκαία για την πληρότητα του αγωγικού δικογράφου στοιχεία θα υποδείξει ο αλλοδαπός κανόνας δικαίου που καλείται σε εφαρμογή. Σε κάθε περίπτωση, η πλήρης έκθεση των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η αγωγική αξίωση είναι αναγκαία  προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα τόσο στον εναγόμενο να αντιτάξει αποτελεσματική άμυνα όσο και στο δικαστήριο να οριοθετήσει τα θέματα απόδειξης και να κατανείμει το αντίστοιχο βάρος. Παρόμοια ισχύουν και στο αγγλικό δικονομικό δίκαιο κατ’ εφαρμογή της αρχής της prima facie case, στα πλαίσια της οποίας ο ενάγων, συστοίχως προς τις επιταγές του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, έχει το βάρος σαφούς επίκλησης των ισχυρισμών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής του με τέτοια πληρότητα, ώστε να είναι αυτή επιδεκτική αφενός μεν απάντησης από τον αντίδικό του και αφετέρου δικαστικής εκτίμησης, οπότε ακολουθεί η διεξαγωγή αποδείξεων. Άλλως, γίνεται δεκτό ότι δεν υπάρχει υπόθεση προς εκδίκαση και η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη (Φ. Χριστοδούλου, Βάρος ισχυρισμού και αποδείξεως επί ασφαλιστικής απαιτήσεως λόγω εξαφανίσεως του ασφαλισμένου πλοίου κατά το αγγλικό δίκαιο, σε Μελέτες προς τιμήν Νικολάου Α. Δελούκα, τόμος ΙΙ, 1989, σελ. 1031 επομ. [1035]). Συνεπώς, επί θαλάσσιας ασφάλισης, η οποία αποτελεί ασφάλιση κατά ζημιών, τόσο κατά το ελληνικό (Ι. Ρόκας, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2020, αρ. 291, σελ. 165), όσο και κατά το αγγλικό δίκαιο (Kyriaki Noussia, The Principle of Indemnity in Marine Insurance Contracts, 2007, σελ. 27, Χ. Στυλιανέας, Περί του δικαίου των ρητρών της ναυτικής ασφαλίσεως, σε Δνη 1982/281 επομ.), για το ορισμένο της αγωγής με την οποία, επιδιώκεται κατά το ελληνικό δίκαιο η καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου, αρκεί, σύμφωνα με τα άρθρα 1, 7 § 7, 11 §§ 1, 3 του Ν. 2496/1997 και 269 § 1 του ΚΙΝΔ, η επίκληση α) της ανάληψης εκ μέρους του ασφαλιστή συμβατικά και έναντι ασφαλίστρου της υποχρέωσης καταβολής ασφαλίσματος σε περίπτωση επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης (ΑΠ 568/2007-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 978/1996-ΕΕμπΔ 1997/77), β) της επέλευσης της περίπτωσης αυτής, καθώς και γ) της ζημίας που προκλήθηκε στην ασφαλισμένη περιουσία με την αναφορά, επί αποκατασταθείσας ζημίας, των πραγμάτων που απωλέσθηκαν ή εβλάβησαν και εκείνων με τα οποία αντικαταστάθηκαν, ως και της αξίας (κόστους αγοράς) τους (ΕφΘεσ 28/2006-ΕπισκΕΔ 2006/496, ΕφΑθ 6347/1990-ΕΕμπΔ 1992/285). Λόγω δε της καταρχήν ισχύος στο ελληνικό δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης της αρχής της καθολικότητας των ασφαλιζόμενων κινδύνων (βλ. σχετ. ΕφΠειρ. 815/2000-ΕΝΔ 2001/157, με παρατηρήσεις Α. Μαρκάκη, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Η αρχή της καθολικότητας των καλυπτομένων κινδύνων στη θαλάσσια ασφάλιση, σε ΕπισκΕΔ 2006/609 επομ., Α. Σινανιώτου – Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2017, σελ. 253), που εκφραζόμενη νομοθετικά στη διάταξη του άρθρου 269 § 1 ΚΙΝΔ αποσκοπεί στην κατά το δυνατόν καθολική κάλυψη του λήπτη της ασφάλισης έναντι όλων των κινδύνων που απειλούν το ασφαλισμένο συμφέρον και κατά την οποία καλύπτονται ασφαλιστικά όλοι οι κίνδυνοι της θαλασσοπλοΐας που μπορεί να συμβούν κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού και, ειδικότερα, τόσο οι κίνδυνοι της θάλασσας (perils of the sea), δηλαδή εκείνοι που η επέλευσή τους οφείλεται στην επενέργεια των στοιχείων της θάλασσας, όσο και οι κίνδυνοι στη θάλασσα (perils on the sea), δηλαδή εκείνοι που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια του πλου χωρίς να οφείλονται στην επιζήμια επενέργεια των θαλάσσιων δυνάμεων επί του ασφαλισμένου αντικειμένου (λ.χ. κλοπή εν πλω), ο ζημιωθείς ενάγων δεν χρειάζεται να επικαλεστεί ότι η ζημία προκλήθηκε από ασφαλισμένο κίνδυνο, καθώς για να αποζημιωθεί αρκεί να επικαλεστεί (και, αν αμφισβητηθεί, να αποδείξει) ότι υπέστη ζημία, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του πλου και ενόσω η ασφαλιστική σύμβαση ήταν σε ισχύ (Γ. Δανιήλ, Στοιχεία του Δικαίου της Θαλάσσιας Ασφάλισης, 2022, σελ. 67). Τα ίδια κατά βάση ισχύουν και όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω επέλευσης ασφαλιζόμενου θαλάσσιου κινδύνου με βάση σύμβαση ασφάλισης, που είχε συμφωνηθεί να διέπεται από το αγγλικό δίκαιο. Ενόψει, όμως, της ισχύος εκεί της (αντίθετης) αρχής της ειδικότητας των ασφαλιζόμενων κινδύνων, που έχει την έννοια ότι καλύπτονται μόνον οι κίνδυνοι της θάλασσας που αναφέρονται στην ασφαλιστική σύμβαση [s. 55 (1) MIA 1906], αναγκαίο στοιχείο της ιστορικής της βάσης είναι, εκτός των άλλων, και η επέλευση συγκεκριμένου ασφαλισμένου κινδύνου εξαιτίας της θάλασσας, που επέφερε την ασφαλιστική περίπτωση (ΜονΕφΠειρ. 343/2021-ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 περ. δ΄ και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 ΚΠολΔ: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, δηλαδή πρέπει να γίνεται σαφής έκθεση στο δικόγραφό της όλων των γεγονότων, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σε αυτή και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής θα πρέπει να είναι τόσα, όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση της αξίωσης, και να αναφέρονται αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε, όχι μόνο να μην αφήνεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντος που απορρέει από αυτά, στην οποία αναφέρεται το αίτημα της αγωγής, αλλά ακόμη και κατά τρόπο ώστε ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα άμυνας με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης του ενάγοντος και το δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα να προβεί στην αξιολόγηση της αγωγής και να διεξάγει τις σχετικές αποδείξεις. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων, περίπτωση της οποίας αποτελεί και η μη εξειδίκευση με πληρότητα των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών (ποσοτική αοριστία), καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξης. Επίσης, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1728/2014-ΕΕμπΔ 2015/596, ΑΠ 250/2011-ΕΕμπΔ 2011/591, ΑΠ 49/2011-ΕλλΔνη 2011/1594, ΑΠ 1042/2009-ΕΕμπΔ 2010/46, ΑΠ 1611/2008-Δίκη 2008/1131, ΜονΕφΠειρ 47/2020-ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω επέλευσης ασφαλιζόμενου θαλάσσιου κινδύνου με βάση σύμβαση ασφάλισης σκάφους αναψυχής που είχε συμφωνηθεί να διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και πρακτική και τις τυποποιημένες ρήτρες ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου («Institute Yacht Clauses 1.11.1985»), αναγκαίο στοιχείο της βάσης της, το οποίο ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθεί, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με τις ανωτέρω αναλυθείσες διατάξεις του άρθρου 55 (1 & 2c) … και της ρήτρας 9.1.1. «Institute Yacht Clauses 1.11.1985», η επέλευση ασφαλιζόμενου κινδύνου εξαιτίας της θάλασσας, δηλαδή συγκεκριμένου τυχαίου και απρόβλεπτου κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θαλάσσιου συμβεβηκότος, οφειλόμενου στην ασυνήθιστη δράση του ανέμου και των κυμάτων (peril of the sea – ρήτρα 9.1.1.), που ως εγγύτερη αιτία (proximate cause) και κατά υπερέχουσα πιθανότητα (preponderance of probability) επέφερε την ασφαλιστική περίπτωση (ΜονΕφΠειρ 53/2023, δημοσιευμένη στον ιστότοπο του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ΜονΕφΠειρ 343/2021-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 204/2015-ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 358/2007 ό.π., βλ. και Αθ. Μαρκάκη, σημείωση στην ΕφΠειρ 815/2000-ΕΝΔ 2001/164, 165). Σύμφωνα με τα παραπάνω, στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του περιεχόμενου του δικογράφου της ένδικης αγωγής, προκύπτει ότι αυτή δεν περιέχει όλα τα αναγκαία, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, στοιχεία όσον αφορά τη μόνη βάση της από σύμβαση ασφάλισης σκάφους αναψυχής, με αποτέλεσμα να μην δύναται η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία να αμυνθεί και να διεξαχθούν οι δέουσες αποδείξεις και δεδομένου ότι το ορισμένο αυτής, ως προϋπόθεση του παραδεκτού, ανάγεται στο πεδίο του δικονομικού δικαίου και συνεπώς, εφαρμοστέο ως προς αυτό είναι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, το ελληνικό δίκαιο (lex fori), με γνώμονα όμως τον αλλοδαπό κανόνα δικαίου που καλείται σε εφαρμογή, κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, δεκτού γενομένου και του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης. Ειδικότερα, ο ενάγων δεν εκθέτει στο δικόγραφο αυτής, ως όφειλε, τα ειδικά δικαιοπαραγωγικά πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την υπαγωγή τους από το Δικαστήριο στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου του άρθρου 55 του Μ.Ι.Α. του 1906 σε συνδυασμό με τη ρήτρα 9.1.1. «Institute Yacht Clauses 1.11.1985», δηλαδή δεν εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την ασφαλιστική περίπτωση, ήτοι τον ασφαλισμένο κίνδυνο που εμπίπτει στην καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ασφάλισης, με βάση τη συμβατική συμφωνία ασφαλιστικής κάλυψης και αποζημίωσης, ώστε να πληρούται το πραγματικό των ανωτέρω εφαρμοστέων κανόνων δικαίου και να επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση και η εξ αυτής αιτιωδώς προκληθείσα ζημία στο ασφαλισμένο σκάφος του ενάγοντος κατά τους όρους του μεταξύ τους καταρτισθέντος ασφαλιστηρίου συμβολαίου να δημιουργεί υποχρέωση της εναγομένης προς καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης που συμφώνησαν μεταξύ τους τα συμβαλλόμενα μέρη (ΑΚ 361), λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, κατ’ εφαρμογή του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου (ΑΚ 25). Πιο συγκεκριμένα, καίτοι κατά το επικαλούμενο αγγλικό δίκαιο και πρακτική και τις στερεότυπες ρήτρες ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου («Institute Yachts Clauses 1.11.1985») που συμφωνήθηκε να διέπουν την ένδικη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, η ασφαλιστική κάλυψη πλοίου δεν γίνεται κατά παντός κινδύνου (all risks), αλλά κατά συγκεκριμένων μόνο κατηγοριών κινδύνου που απαριθμούνται αυτοτελώς και περιοριστικά (named risks), συμπεριλαμβανομένων των θαλασσίων κινδύνων (perils of the sea – άρθρο 55 (1, 2c) …, Ρήτρα 9.1.1. «Institute Yachts Clauses 1.11.1985»), σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, στην υπό κρίση αγωγή δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια ο επελθών ασφαλιζόμενος θαλάσσιος κίνδυνος ως ένα τυχαίο και απρόβλεπτο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θαλάσσιο συμβεβηκός, οφειλόμενο στην ασυνήθιστη δράση του ανέμου και των κυμάτων (peril of the sea), που ως εγγύτερη αιτία (proximate cause), κατά υπερέχουσα πιθανότητα (preponderance of propability), επέφερε την ασφαλιστική περίπτωση. Τούτο διότι, ο έντονος κυματισμός στο λιμένα Ερέτριας και το ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα που δημιουργείται από τα απόνερα των διερχόμενων σε μικρή απόσταση οχηματαγωγών πλοίων (ferryboats) που εκτελούν ειδικά τις Κυριακές συχνότατα (ανά 15λεπτο) δρομολόγια το μεν αναφέρονται γενικόλογα απλώς ως μια πιθανή εκδοχή για την ανατροπή και ημιβύθιση του ένδικου σκάφους που δεν έγινε αντιληπτή από τον ενάγοντα, αλλά την πληροφορήθηκε από τους ψαράδες της περιοχής «που γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες του λιμένα Ερέτριας», το δε ουδόλως χαρακτηρίζονται ως ένα τυχαίο, ασύνηθες και απρόβλεπτο γεγονός, ώστε να δύνανται να υπαχθούν με ασφάλεια στην έννοια του θαλάσσιου συμβεβηκότος, αντίθετα δε παρουσιάζονται στο δικόγραφο της αγωγής ως ένα σύνηθες και προβλέψιμο γεγονός που συμβαίνει κατά κόρον στον ιδιαίτερο λιμένα της Ερέτριας, όπου (κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς) κατά το ίδιο έτος ανετράπησαν άλλα τρία μικρά σκάφη αναψυχής που ελλιμενίζονταν στο ίδιο σημείο με το ένδικο σκάφος. Επίσης, ο ενάγων δεν αναφέρει, ως όφειλε, πώς ο επελθών ασφαλισμένος κίνδυνος συνδέεται αιτιωδώς (κατά τον κανόνα “causa proxima non remota spectator”) με την προκληθείσα ζημία στο ασφαλισμένο σκάφος του, κατά τρόπο που να συνιστά την εγγύτερη αιτία (proximate cause) που, κατά υπερέχουσα πιθανότητα (preponderance of probability), επέφερε την ασφαλιστική περίπτωση. Η αοριστία του δικογράφου επιτείνεται από την παράλειψη αναφοράς α) του εάν ο ενάγων κατέβαλε τα ετήσια ασφάλιστρα στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία και είχε ως εκ τούτου εκπληρώσει τη δική του συμβατική υποχρέωση έναντι αυτής, β) της έντασης και του χρονικού διαστήματος που διήρκεσε ο έντονος κυματισμός στο αγκυροβόλιο και η αιφνιδιαστική και απρόβλεπτη εισροή θαλάσσιου ύδατος στο σκάφος και γ) του λόγου για τον οποίο η εισροή του θαλάσσιου ύδατος στο σκάφος που οδήγησε στη ημιβύθισή του δεν μπορούσε να προβλεφθεί από τον ενάγοντα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εάν αυτός ήλεγχε το βύθισμά του κατά τη διάρκεια του ελλιμενισμού του στο λιμένα Ερέτριας και ιδιαιτέρως την προηγούμενη ημέρα που το είχε χρησιμοποιήσει πραγματοποιώντας πλου στην ανοικτή θάλασσα, προκειμένου να διαπιστώσει αν ήταν μεγαλύτερο του επιτρεπομένου. Οι ανωτέρω ασάφειες και ελλείψεις καθιστούν αδύνατο να ελεγχθεί εάν επήλθε ασφαλισμένος θαλάσσιος κίνδυνος και σε καταφατική περίπτωση εάν υπήρξε και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του επελθόντος αυτού κινδύνου και της προκληθείσας ζημίας του ασφαλισμένου σκάφους και του μηχανοηλεκτρολογικού εξοπλισμού του. Η ως άνω πρόδηλη αοριστία της αγωγής είναι αθεράπευτη με τις προτάσεις του ενάγοντος και με την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο. Συνεπώς, αφού ανακληθεί αυτεπαγγέλτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 8 εδ. ι’ ΚΠολΔ, η υπ’ αριθ. 3258/29-9-2023 διάταξη της Πρωτοδίκη, Ελένης Μπαντή, με την οποία κρίθηκε σιωπηρά ότι η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη κι ότι επί της ουσίας από τη μελέτη της δικογραφίας ανακύπτει ανάγκη διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, πρέπει η ένδικη αγωγή να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, ελλείψει τήρησης της νόμιμης προδικασίας (άρθρα 111, 118, 216 ΚΠολΔ).

Κατόπιν αυτών, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, τα δε δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΝΑΚΑΛΕΙ την υπ’ αριθ. 3258/29-9-2023 διάταξη της Πρωτοδίκη, Ελένης Μπαντή, που εκδόθηκε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 8 ΚΠολΔ επί της ένδικης αγωγής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την                     , χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ