Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    2208/2018

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τακτική Διαδικασία)

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Τζελέπη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Γεώργιο Σερετίδη, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Κρυσταλλία Κριμιζά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26-9-2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. Κ. Χ. του Ν., κατοίκου Ν. Κ. Α., οδός …, ΑΦΜ …, 2. Σ., συζ. Κ. Χ., το γένος Α. Π., κατοίκου Ν. Κ. Α., οδός …, ΑΦΜ …, 3. Α. Χ. του Κ., κατοίκου Ν. Κ. Α., οδός …, ΑΦΜ …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, Αλέξανδρος Ελευθερίου, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Του Κ.  Λ. (S.  L.), που εδρεύει στην Τ. της Λ. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2. Της εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην Τ. της Λ., A. , T. – L. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι δεν προκατέθεσαν προτάσεις και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 27-1-2017 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με ειδ. αριθ. κατ. δικογράφου …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο με αριθμό 5.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

  1. I. Από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείου Πειραιώς Δ. Ρ. προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για τους εναγόμενους στον κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς σύμφωνα με το άρθρο 134 ΚΠολΔ [άρθρα 122, 123, 126, 127, 134, 136§1 και 215§2 του ΚΠολΔ, όπως η παρ. 1 του άρθ. 126 και η παρ. 2 του άρθ. 215 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθ. πρώτο παρ. 2 και δεύτερο παρ. 2 αντίστοιχα του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015)], δεδομένου ότι εφαρμοστέες τυγχάνουν οι γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ καθώς η Λιβύη δεν είναι μεταξύ των κρατών που έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση της Χάγης, ούτε έχει καταρτισθεί διμερής σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Λ., η δε εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο κατά την ορισθείσα δικάσιμο, που διαλαμβάνεται στην αρχή της παρούσας, επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης των εναγομένων (άρθρο 237§4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθ. δεύτερο παρ. 2 του ως άνω Ν. 4335/2015). Οι τελευταίοι, όμως, δεν έλαβαν μέρος κανονικά στη δίκη κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, αφού δεν κατέθεσαν προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, ως ισχύει κατά τα ανωτέρω, και, επομένως, πρέπει να δικαστούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 115 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, όπως οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 271 και το άρθρο 115 αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθ. δεύτερο παρ. 2 και πρώτο παρ. 2 αντίστοιχα του ως άνω Ν. 4335/2015).
  2. II. Χάριν των καλών διεθνών σχέσεων μεταξύ των κρατών, θεσπίστηκε ο θεσμός της ετεροδικίας, δυνάμει, του οποίου εξαιρούνται της δικαιοδοσίας των εθνικών δικαστηρίων ορισμένα πρόσωπα. Η ύπαρξη και μόνης ετεροδικίας δεν αποτελεί από μόνη της δυσανάλογο περιορισμό στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το άρθρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ΕΔΔΑ: Fogarty κατά Ην Βασιλείου, απόφ, τπξ 21 11.2001 και MacElhinney απόφ ins 21 11 2001). Η ετεροδικία καθορίζει μόνο αρνητικά τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της χώρας (Καραμεύς ΑστΔικΔικ ΓΜ 11), λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, η δε σχετική απόφαση, κατά παράβαση της ετεροδικίας, είναι ανυπόστατη (άρθρο 313 παρ. 2 ε). Απολαύουν δε ετεροδικίας από τα ημεδαπά δικαστήρια μόνο πρόσωπα με αλλοδαπή ιθαγένεια και ποτέ Έλληνες. Με βάση τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου, τα ξένα κράτη απολαμβάνουν του προνομίου της ετεροδικίας (par ni parem non habet imperium), αλλά μόνο για τις κατά την αντίληψη της ελληνικής έννομης τάξης κυριαρχικές τους πράξεις, ως φορείς εξουσίας, ενώ δωσιδικούν στην Ελλάδα για πράξεις, που αναφέρονται στη διαχείριση της ιδιωτικής τους περιουσίας ή γενικά προέρχονται από ιδιωτικού δικαίου σχέσεις κ.λπ.. (ΑΕΔ 6/02 ΕλλΔνη 2002.1268 με πλειοψηφία 6-5, ΑΠ 853/09 ΝοΒ 2009.2171, ΑΠ 1654/07 ΝοΒ 2008 693). Τέλος, οι ρυθμίσεις του ΚανΒρυξ και Καν 44/01 δεν θίγουν τους δημοσίου δικαίου κανόνες δικαιοδοσίας των κρατών μελών της ΕΕ, όπως τους περί ετεροδικίας κρατών (ΑΠ 1857/07 ΝοΒ 2008 961, αδικοπραξίες στρατευμάτων κατοχής).

III. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3§1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα Ελληνικού δικαστηρίου. Επομένως, τα Ελληνικά πολιτικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, είτε οι διάδικοι είναι ημεδαποί, είτε αλλοδαποί μόνο αν κατά τις ισχύουσες διατάξεις υφίσταται κατά τόπο αρμοδιότητα Ελληνικού δικαστηρίου λόγω γενικής (άρθρο 22 ΚΠολΔ) ή ειδικής δωσιδικίας (ΑΠ 18/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1309/2002, ΕΕμπΔ 2002. 870). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 του ΚΠολΔ, τα δικαστήρια, όταν ο εναγόμενος δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση, ερευνούν αυτεπαγγέλτως την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας, σε περίπτωση δε όπου διαπιστωθεί η έλλειψη της, το δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 5 § 3 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και ήδη άρθρο 7 σημ. 2 του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ορίζεται ότι πρόσωπο, που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος, ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός. Η έννοια «ενοχές από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία», σύμφωνα με το νόημα του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών και ήδη άρθρο 7 σημ. 2 του Κανονισμού 1215/2012, περιλαμβάνει κάθε απαίτηση με την οποία τίθεται ζήτημα ευθύνης του εναγομένου και δεν αφορά «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, της ίδιας Συμβάσεως (ΔΕΚ απόφαση της 1 7 Σεπτεμβρίου 2002 – υπόθεση C-334/00 και απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002 – υπόθεση C-167/00, ΕλλΔνη 44. 583 και 586, αντιστοίχως) και ήδη άρθρο 7 σημ. 2 του Κανονισμού 1215/2012, ενώ η έννοια «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός», όπως χρησιμοποιείται στην ίδια διάταξη, μπορεί να καλύπτει τόσο τον τόπο όπου επήλθε η ζημία, όσο και τον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός (ΕφΠειρ 61/2008, ΝΟΜΟΣ, ΔΕΚ απόφαση της 19 Σεπτεμβρίου 1995 – υπόθεση C-364/93, ΕλλΔνη 38. 1684), και δεν αναφέρεται στον τόπο της κατοικίας του ενάγοντος, όπου βρίσκεται «το επίκεντρο της περιουσίας του», για τον μοναδικό λόγο ότι ο ενάγων υπέστη στον τόπο αυτόν περιουσιακή ζημία λόγω της σημειωθείσας σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος απώλειας ορισμένων περιουσιακών του στοιχείων (C-168/2002, ΔΕΚ, ΝΟΜΟΣ). Η διεύρυνση αυτή θα κατέληγε στην αποδοχή της δωσιδικίας του ενάγοντος, αφού το θύμα υφίσταται κατά κανόνα τη ζημία ακριβώς στον τόπο της κατοικίας του, είναι δε προφανές ότι το αποτέλεσμα αυτό είναι πλήρως ασυμβίβαστο προς τις «ειδικές δωσιδικίες», που απαριθμούνται στα άρθρα 5 και 6 της Συμβάσεως και ήδη 7 και 8 του Κανονισμού 1215/2012, που συνιστούν αποκλίσεις από την αρχή της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του εναγομένου και, συνεπώς, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς (βλ. C-364/1993 ΔΕΚ, και C-168/2002 ΔΕΚ, ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε γεωγραφικής αποκλίσεως των τόπων, ο ενάγων έχει την ευχέρεια να ασκήσει την αγωγή του ενώπιον του δικαστηρίου ενός οποιουδήποτε από τους τόπους αυτούς (Κεραμέως/Κρεμλή/ Ταγαρά, Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, σελ. 71). Εξ άλλου, οι ορισμοί της Σύμβασης πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με αυτόνομα κοινοτικά κριτήρια, για να εξασφαλισθεί έτσι μια ομοιογενής εφαρμογή της σε όλα τα συμβαλλόμενα Κράτη (ΑΠ 18/2006, ΝΟΜΟΣ, σχετ. ΔΕΚ υποθ. 27.9.1988, Καλφέλης/Schreder, ΣυλλΝ 1988. 5565). Περαιτέρω, ο κανονισμός 1215/2012 της Ε.Ε. «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις αντικατέστησε τον προϊσχύσαντα κανονισμό 44/2001 και ισχύει για όσες αγωγές ασκούνται από την 10-1-2015 και εφεξής (άρθρο 66§1). Σύμφωνα δε με τις αιτιολογικές σκέψεις 15 και 16 του κανονισμού 1215/2012: «(15) Οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Η δωσιδικία αυτή θα πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των διαδίκων δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας, (16) Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για τη διευκόλυνση του έργου της δικαιοσύνης. Η ύπαρξη στενού συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. Αυτό το στοιχείο είναι σημαντικό, ιδίως σε διαφορές που αφορούν εξωσυμβατικές υποχρεώσεις, οι οποίες απορρέουν από παραβιάσεις της ιδιωτικότητας και του δικαιώματος της προσωπικότητας, περιλαμβανομένης της δυσφήμισης.». Περαιτέρω, στο κεφάλαιο II του εν λόγω κανονισμού περιλαμβάνονται οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας. Ειδικότερα, στο άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού υπό τον τίτλο «Ειδικές δικαιοδοσίες», προβλέπει τα εξής στο σημείο 2: «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1)[…], 2) ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός». Το γράμμα του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012 ταυτίζεται με εκείνο του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), ο οποίος όπως καταργήθηκε με τον κανονισμό 1215/2012, και αντιστοιχεί στο άρθρο 5, σημείο 3, της συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις(17-10/2017 ΔΕΚ C-194/2016 ΤΝΠ Νόμος).

  1. IV. Τέλος, κατά το άρθρο 10 του Αστικού Κώδικα, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, ως έδρα του νομικού προσώπου από την οποία, κατ’ άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προσδιορίζεται, εκτός άλλων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου, νοείται η πραγματική έδρα, δηλαδή ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η διοίκηση του και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται απλώς ως έδρα στο καταστατικό του (καταστατική έδρα) (ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003 388, ΟλΑΠ 2/1999 ΕΝΔ 1999 81).
  2. V. Στην προκείμενη περίπτωση, με τη κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν, ότι στις 4-1-2015 ο Ν. Χ. του Κ., υιός του πρώτου και της δεύτερης των εναγόντων και αδερφός του τρίτου εξ αυτών, από αποκλειστική υπαιτιότητά των εναγομένων σκοτώθηκε όταν το υπό σημαία Λιβερίας δεξαμενόπλοιο …, που ήταν αγκυροβολημένο έξω από το λιμένα της … της Λ. δέχθηκε από αέρος παράνομη επίθεση με ρίψη ρουκετών από πολεμικό αεροσκάφος του πρώτου εναγομένου, υπό τις συνθήκες, που περιγράφονται ειδικότερα στην αγωγή. Ότι το προαναφερθέν δεξαμενόπλοιο, πλοιοκτήτρια του οποίου ήταν η εταιρεία με την επωνυμία …., που εδρεύει στους Μ. και διαχειρίστρια η εταιρεία με την επωνυμία …, που εδρεύει στην Αθήνα, κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν ναυλωμένο στην δεύτερη εναγομένη εταιρεία. Ότι η δεύτερη εναγομένη εταιρεία είναι ελεγχόμενη από το πρώτο εναγόμενο και όφειλε με βάση και το ναυλοσύμφωνο να εξασφαλίζει ότι οι λιμένες, στους οποίους θα προσέγγιζε το πλοίο θα ήταν ασφαλείς. Ότι η δεύτερη εναγομένη γνώριζε ότι η ευρύτερη περιοχή, όπου έλαβε χώρα το ανωτέρω ατύχημα ήταν κατά το κρίσιμο χρόνο θέατρο συγκρούσεων μεταξύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων για τον έλεγχο του Κ. Λ. και ότι εξ αυτού γνώριζε ότι θα υπήρχε πιθανός κίνδυνος κατά την προσέγγιση του πλοίου στον ανωτέρω λιμένα και συνεπώς όφειλε, είτε να μην κατευθύνει το πλοίο στον ανωτέρω λιμένα, είτε να εξασφαλίσει ότι η προσέγγιση, παραμονή και αναχώρηση του θα γινόταν σε συνθήκες ασφάλειας. Ότι σε εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρέωσης της η δεύτερη εναγόμενη όφειλε να ειδοποιήσει το αρχηγείο της πολεμικής αεροπορίας ότι το ένδικο πλοίο ήταν ναυλωμένο σ’ αυτή και ότι μετέφερε αποκλειστικά και μόνο πετρέλαιο για λογαριασμό της, όπως άλλωστε είχε πράξει και στο παρελθόν. Ότι η δεύτερη των εναγομένων είχε νόμιμη υποχρέωση λήψης μέτρων επιμέλειας απέναντι στο πλήρωμα του ανωτέρω πλοίου αφού η ίδια ήταν εκείνη που κατηύθυνε αυτό στο συγκεκριμένο λιμένα, ώστε να αποφευχθεί οποιοδήποτε κίνδυνος για τη ζωή των μελών του πληρώματος. Ότι η ανωτέρω συμπεριφορά των εναγομένων, όπως ειδικότερα αναφέρεται και στην αγωγή, επέφερε την απώλεια της ζωής του Ν. Χ. και συνεπώς η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους επέφερε αιτιωδώς το προαναφερθέν αποτέλεσμα. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούν, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας: α) Στον πρώτο από αυτούς το ποσό 400.000,00 ευρώ, β) Στη δεύτερη από αυτούς, το ποσό των 400.000,00 ευρώ και γ) Στον τρίτο από αυτούς το ποσό των 200.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν λόγω του θανάτου του υιού τους, οι δύο πρώτοι των εναγόντων και του αδερφού του ο τρίτος εξ αυτών, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής. Ζητούν, επίσης να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
  3. VI. Στην προκείμενη περίπτωση, η προαναφερόμενη αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, τυγχάνει απαράδεκτη τόσο ως προς το πρώτο εναγόμενο, καθώς το τελευταίο ως ξένο κράτος απολαμβάνει του προνομίου της ετεροδικίας, όσο και ως προς την δεύτερη εναγομένη εταιρεία λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, για την εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή το πρώτο εναγόμενο Λιβυκό κράτος, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη, απολαμβάνει του προνομίου της ετεροδικίας (par ni parem non habet imperium), διότι κατά την αντίληψη της ελληνικής έννομης τάξης η ανωτέρω πράξη αποτελεί κυριαρχική του πράξη και δεν υπάγεται στη διαχείριση της ιδιωτικής του περιουσίας, ούτε επίσης προέρχεται από ιδιωτικού δικαίου σχέσεις και συνεπώς η κρινόμενη αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη ως προς αυτό. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή η δεύτερη εναγομένη εταιρία με την επωνυμία «…» εδρεύει στην Τ. της Λ. (A. , …), όπου ασκείται και η πραγματική διοίκηση αυτής, δηλαδή η επιχειρηματική της διεύθυνση με τα όργανά της και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία της αποφάσεις από τα μέλη της διοίκησης αυτής. Συνεπώς, εφόσον σύμφωνα με τα άνω εκτιθέμενα η πραγματική έδρα της δεύτερης εναγομένης ασκείται στην αλλοδαπή (Τ. Λ.), όπου λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία και οικονομική απόδοσή της αποφάσεις δεν θεμελιώνεται δωσιδικία της έδρας της εταιρείας (άρθρ. 25§2 του ΚΠολΔ) και συνακόλουθα, διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεση, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη που προηγήθηκε. Περαιτέρω, διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε και στη διάταξη του άρθρου 35 του ΚΠολΔ, ούτε επίσης στις διατάξεις του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ούτε τέλος επίσης στις διατάξεις του κανονισμού 1215/2012 της Ε.Ε. «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» ο οποίος αντικατέστησε τον προϊσχύσαντα κανονισμό 44/2001, καθώς ως προελέχθη η δεύτερη εναγομένη έχει πραγματική έδρα στην Τ.ς της Λ., το δε ζημιογόνος γεγονός συνέβη στο λιμένα της … της Λ.. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ως τόπος στον οποίο επήλθε η ζημία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η Κηφισιά Αττικής, δηλαδή ο τόπος όπου οι ενάγοντες αισθάνθηκαν θλίψη και στεναχώρια λόγω του θανάτου του ανωτέρω οικείου τους και συνεπώς εξ αυτού δεν μπορεί να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου (ΑΠ 1738/2009 ΝοΒ 2010.728). Τέλος, όσον αφορά τη θεμελίωση από τους ενάγοντες της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου σε λόγους δημοσίας τάξεως, η οποία επιχειρείται το πρώτον με τις προτάσεις των εναγόντων που κατατέθηκαν νόμιμα, ο σχετικός ισχυρισμός κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας του. Τούτο δε διότι δεν εκτίθενται συγκεκριμένοι λόγοι δημοσίας τάξεως, δυνάμει των οποίων το πρώτο εναγόμενο αποτελεί ένα ασύντακτο πολιτικά και διοικητικά κράτος και ότι η προσφυγή στην δικαιοσύνη του εν λόγω κράτους καθίσταται επικίνδυνη για τους ενάγοντες. Μάλιστα, η έλλειψη αναφορά των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών καθίσταται εντονότερη, αφού όπως συνάγεται και από τα αναφερόμενα στην αγωγή υπάρχει συγκροτημένη κρατική δομή και λειτουργία και οικονομική δραστηριότητα, στα πλαίσια των οποίων συνάπτονται οικονομικές συμφωνίες όπως εν προκειμένω η επίμαχη σύμβαση ναυλώσεως, που επιφέρουν τα σκοπούμενα από τα μέρη αποτελέσματα. Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν αποτελεί πασίδηλο υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 336§1 του KΠολΔ, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι υπάρχει βέβαιη γνώση για το ανωτέρω, ούτε επίσης είναι σε γνώση του Δικαστηρίου τούτου ότι οι ενάγοντες αδυνατούν να προσφύγουν στα δικαστήρια του Κ. Λ., που έχουν εν προκειμένω διεθνή δικαιοδοσία, λόγω εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ διαφόρων αντιμαχόμενων ομάδων.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη και να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους των εναγομένων άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της. Τέλος, διάταξη περί επιβολής δικαστικής δαπάνης εις βάρος των ηττηθέντων εναγόντων δεν θα διαληφθεί ως προς τους εναγομένους, διότι λόγω της ερημοδικίας τους δεν υποβλήθηκε από αυτούς σχετικό αίτημα (άρθρο 191§2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις     -4-2018 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις     8-5-2018.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ