ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Αποφάσεως 2370/2018
(…)
ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεωργία Βρεττού, Πρόεδρο Πρωτοδικών-Εισηγήτρια, Κωνσταντίνο Σπυράκο, Πρωτοδίκη και Γεωργία Κοταδήμου Πρωτοδίκη και την Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Μαΐου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εναγόντων : 1) Της υπό εκκαθάριση ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ΑΦΜ …, 2) … του …, κατοίκου …, οδ. …, 3) …, …, Λεωφ. … αρ. …, ΑΦΜ …, 4) … του Σταύρου, κατοίκου …, Λεωφ. … αρ. …, ΑΦΜ …, 5) … του …, κατοίκου … Λεωφ. … αρ. … ΑΦΜ …, και 6) … , κατοίκου … οδ. … ΑΦΜ …, για λογαριασμό των οποίων προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, η πληρεξουσία δικηγόρος τους Ευγενία Στάμου και δεν παρέστη στο ακροατήριο κατά την άνω συνεδρίαση (237 παρ. 4 εδ. ζ ΚΠολΔ).
Της εναγομένης: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …» που εδρεύει στην … , οδ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, για λογαριασμό της οποίας προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, η πληρεξουσία δικηγόρος της Ευαγγελία Μπέσιου και δεν παρέστη στο ακροατήριο κατά την άνω συνεδρίαση (237 παρ. 4 εδ. ζ ΚΠολΔ).
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 15-11-2016 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό καταθέσεως … και προσδιορίστηκε να δικαστεί μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ ως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, για την ως άνω δικάσιμο δυνάμει της από 28-4-2017 Πράξης ορισμού δικασίμου και σύνθεσης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών παραστάθηκαν όπως σημειώθηκε πιο πάνω.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως ισχύει μετά τη διαδοχική αντικατάστασή της με το άρθρο 10 παρ. 24 του Ν. 2741/1999 και το άρθρο 2 παρ.2 του Ν.3587/2007, γενικοί όροι συναλλαγών, δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης τραπέζης (ΑΠ 1242/2017, 1463/2017 Νόμος), στον οποίο αυτή, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί οιασδήποτε μορφής δάνειο ή πίστωση. Κατά τους περαιτέρω δε ορισμούς της ιδίας διατάξεως ο καταχρηστικός χαρακτήρας και εντεύθεν η ακυρότητα γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται μετά συνεκτίμηση της φύσεως των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, του σκοπού της, του συνόλου των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και πασών των λοιπών ρητρών της συμβάσεως ή άλλης τοιαύτης, εκ της οποίας αυτή εξαρτάται, τα συμφέροντα δε, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει ένα γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη να είναι ιδιαίτερα σημαντική κατά τις αρχές της καλής πίστεως (ΟλΑΠ 6/2006 ΔΕΕ 2006.665, ΕφΘεσ 1034/2013 ΕΕμπΔ 2014.57). Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., που συνεπάγεται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην επομένη παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς, ως προς αυτούς, να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ’ αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Η σωρευτική εφαρμογή από το δικαστήριο των παραγράφων 6 και 7 του προμνησθέντος άρθρου δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου της σημαντικής – ουσιώδους διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή είναι δυνατόν να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αορίστων νομικών εννοιών και αξιολογικών κριτηρίων που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επί μέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές περιπτώσεις, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, καταχρηστικότητος, αποτελούν ενδείκτες που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και συγκεκριμένα της έννοιας της διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, υπό την έννοια ότι σε σύμβαση περιέχουσα γενικούς όρους συναλλαγών, οι όροι αυτοί πρέπει να εμφανίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της συμβάσεως (ΟλΑΠ 15/2007, ΑΠ 1242/2017 οπ, ΑΠ 2037/2014 ΕΕμπΔ 2015.120). Τέλος, εφ’ όσον καταφάσκεται περίπτωση ακυρότητας γενικού όρου ή όρων των συναλλαγών, επέρχεται σχετική ακυρότητα του αντιστοίχου ή των αντιστοίχων όρων, χωρίς, κατ’ αρχάς, τούτο να συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την υπόλοιπη σύμβαση, η οποία εξακολουθεί να ισχύει με κάλυψη του κενού από συναφή διάταξη ενδοτικού δικαίου ή, εφόσον αυτή απουσιάζει, με την εφαρμογή του ερμηνευτικού κανόνα των συμβάσεων του άρθρου 200 του ΑΚ (ΕφΘεσ 3/2017 Αρμ 2017.602 ΕφΑθ 5180/2014 ΔΕΕ 2015.60, ΕφΑθ 1471/2013 Νόμος), εκτός και αν ήθελε προβληθεί και αποδειχθεί ότι τα μέρη δεν θα προχωρούσαν στην κατάρτιση της συμβάσεως χωρίς τον επίμαχο όρο (ΕφΑθ 1471/2013 Νόμος, Β. Δούβλη, Ο δικαστικός έλεγχος λειτουργίας των ΓΟΣ στις τραπεζικές συναλλαγές, ΕΤρΑξΧρΔ 1999, σελ. 12 και 16, Καράκωστας, Προστασία του Καταναλωτή, σελ. 56). Εδώ να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολοκλήρου της συμβάσεως, εκ του λόγου ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολοκλήρου της συμβάσεως, εφ’ όσον βεβαίως συντρέχουν οι όροι του άρθρου 181 του ΑΚ. Ειδικότερα κατά την έννοια της διάταξης αυτής ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική εάν αφορά μέρος μόνο αυτής. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια της ακυρότητας πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας της προμνησθείσης διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία εξωτερικά δικαιοπραξία, αποτελουμένη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και κατά τη θέληση όλων των συμβληθέντων οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μιας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα εκάστης εξ αυτών να καθιστά μη ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Περίπτωση δικαιοπραξίας, δυναμένης να διαιρεθεί σε διακριτά μεταξύ τους μέρη, συντρέχει προδήλως επί τραπεζικής σύμβασης πιστώσεως και δη μεταξύ του τμήματός της που αφορά στη χορηγουμένη πίστωση και αυτού που αναφέρεται στο ύψος του αποδοτέου παρά του πιστούχου τόκου, οπότε, ακυρότητες του περί την τοκοφορία μέρους της επιφέρουν την ακυρότητα της όλης συμβάσεως μόνο υπό τον προεκτεθέντα περιορισμό. Σταθερό δε και ασφαλή προς τούτο οδηγό αποτελεί η διάταξη του άρθρου 294 ΑΚ και τα επ’ αυτής παγίως νομολογούμενα, κατά τα οποία δικαιοπραξία για αθεμίτους τόκους, ευθέως ή συγκεκαλυμμένως συνομολογουμένους, είναι άκυρη κατά το υπερβάλλον μόνον, χωρίς να επηρεάζεται η εγκυρότητα της υπολοίπου συμβάσεως (ΑΠ 385/2010 ΧρΙδΔ 2010. 1136, ΑΠ 1438/1997 ΕλλΔνη 1998.381). Όπως όμως προαναφέρθηκε για να επεκταθεί η εκ της προμνησθείσης αιτίας μερική ακυρότητα σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία πρέπει ο διώκων αυτήν συμβαλλόμενος να ισχυριστεί και αποδείξει ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, θα ήταν να μην ισχύσει αυτή, εάν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας (ΑΠ 1448/2014 ΕπισκΕμπΔ 2014.345, ΑΠ 772/2014 ΧρΙδΔ 2014. 680).
Με την υπό κρίση αγωγή οι ενάγοντες, όπως παραδεκτά διόρθωσαν αυτήν ως προς το συνολικά αιτούμενο κονδύλιο υπό στοιχείο Ι.5 στο αιτητικό αυτής, μετέτρεψαν το καταψηφιστικό αίτημά της στο σύνολό του σε αναγνωριστικό (223, 224 ΚΠολΔ) και παραιτήθηκαν του δικογράφου της από 1-7-2014 και με αριθμ. καταθ. … αγωγής τους, ώστε αυτή να θεωρείται ότι ουδέποτε ασκήθηκε (294, 295, 297 ΚΠολΔ), εκθέτουν ότι η πρώτη εξ αυτών κατάρτισε με την εναγομένη στις …, την υπ’ αριθμ. … σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό μέχρι του ποσού των 70.000 ευρώ, την πιστή τήρηση των όρων της οποίας (σύμβασης) εγγυήθηκαν οι δεύτερος έως πέμπτη των εναγόντων, καθώς και την από … πρόσθετη πράξη. Ότι η εν λόγω σύμβαση περιελάμβανε μεταξύ άλλων προδιατυπωμένους όρους (6, 7, 8, 9, και 25) αναφορικά με το επιτόκιο, την προμήθεια αδράνειας, τους τόκους, την αποδεικτική δύναμη αντιγράφων του λογαριασμού και την ευθύνη των εγγυητών για τους οποίους δεν υπήρχε στάδιο διαπραγμάτευσης ούτε ενημέρωση. Ότι στις 16-9-2008 προέβησαν στην εκταμίευση του ποσού των 70.000 € κατά τα προβλεπόμενα στη σύμβαση και την πρόσθετη πράξη και μέχρι το έτος 2010 τηρούσαν πιστά τους συμβατικούς όρους. Ότι τέλη τους έτους 2011 η πρώτη εξ αυτών (εταιρία) λύθηκε συνεπεία οικονομικών προβλημάτων και τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης. Ότι η εναγομένη στα πλαίσια της επιθετικής πολιτικής της στις 8-3-2013 δέσμευσε το ποσό των 23.007,5 € σε λογαριασμό του β’ εξ αυτών που τηρούσε με τη σύζυγό του στην εναγομένη και το ποσό των 1.963,55 € σε λογαριασμό του γ’ εξ αυτών προς συμψηφισμό των μέχρι τότε οφειλομένων από την προαναφερόμενη σύμβαση, ακολούθως κατήγγειλε αυτήν (σύμβαση) με την από 2-11-2012 εξώδικη καταγγελία, επιδοθείσα σε αυτούς στις 20-3-2013, με την οποία τους γνωστοποιούσε επιπλέον το κλείσιμο του τηρούμενου λογαριασμού υπ’ αριθμ. … και τους καλούσε σε εξόφληση του υπολοίπου 59.737,45 € και εν συνεχεία, στις 30-4-2013, τους επέδωσε την από 25-4-2013 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για εγγραφή προσημείωσης σε δύο ακίνητα του δ’ εξ αυτών. Ότι συνεπεία της περιγραφόμενης ως άνω συμπεριφοράς της εναγομένης και αποσκοπώντας στην αποδέσμευση των λογαριασμών τους εξαναγκάστηκε η υπό εκκαθάριση πλέον πρώτη εξ αυτών νομίμως εκπροσωπούμενη από τους εκκαθαριστές της, 5η και 6ο των εναγόντων, συμβληθέντων και των λοιπών ως εγγυητών στην υπογραφή της από 6-6-2013 πρόσθετης πράξης, με την οποία αναγνώρισαν τη οφειλή ποσού 60.827,88 €, πλέον τόκων και εξόδων, που συμφωνήθηκε να καταβληθεί κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην πράξη αυτή και συναίνεσαν στην παραχώρηση εμπράγματης ασφάλειας για ποσό 73.000 € σε ακίνητο κυριότητας του δ’ εξ αυτών δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1001/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς. Ότι η περιεχόμενη στην από 6-6-2013 πρόσθετη πράξη δήλωση βούλησης αναφορικά με τον όρο 2.9, με τον οποίο αναγνωρίζουν οφειλή ποσού 60.827,88 €, είναι προϊόν πλάνης ως προς τις έννομες συνέπειες της δήλωσης αυτής, καθόσον θεωρούσαν εσφαλμένα ότι η σύμβαση αυτή έχει περιεχόμενο την επιμήκυνση της οφειλής τους με ταυτόχρονη μείωση του επιτοκίου και ευνοϊκότερους όρους και όχι ότι με αυτή στην πραγματικότητα ιδρύεται νέα ενοχή, που αποτελεί βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής υπό την έννοια ότι ως οφειλέτες δεν μπορούν να προβάλλουν ενστάσεις που πηγάζουν από την παλιά ενοχική σχέση, συνέπειες τις οποίες αντιλήφθηκαν τον Μάρτιο 2014, οπότε απευθύνθηκαν σε δικηγόρο. Ότι ο όρος αυτός είναι ουσιώδης για όλη της δικαιοπραξία, την πραγματική σημασία του οποίου εάν γνώριζαν εξ αρχής δεν θα προέβαιναν στη σύναψη της πρόσθετης αυτής πράξης. Ότι η ένδικη σύμβαση και οι πρόσθετες πράξεις αυτής αποτελούν κοινό δάνειο και όχι αλληλόχρεο λογαριασμό, καθόσον ελλείπει η συμφωνία περί υπαγωγής των απαιτήσεων των δύο μερών σε κοινό λογαριασμό. Ότι η ένδικη σύμβαση περιλαμβάνει γενικούς όρους συναλλαγών που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό συμβάσεων, οι οποίοι είναι άκυροι και καταχρηστικοί, διότι διαταράσσουν την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή, έννοια στην οποία εμπίπτουν άπαντες και ότι ως τέτοιοι αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρων 281 και 919 ΑΚ και άρθρο 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/94 (ΓΟΣ), όπως ειδικότερα αναφέρονται σε κάθε ένα εκ των λόγων αυτών, περί της ακυρότητας των οποίων έμαθαν όταν απευθύνθηκαν σε δικηγόρο. Ότι με βάση τους άκυρους αυτούς όρους διαμορφώθηκε το οφειλόμενο υπόλοιπο. Ότι η ακυρότητα των όρων αυτών συνεπάγεται και την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, διότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο αυτό μέρος. Ότι η περιγραφόμενη στην αγωγή συμπεριφορά της καθ’ ης είναι άδικη ως αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη, στις διατάξεις περί προστασίας του καταναλωτή και στις αρχές του τραπεζικού δικαίου που διέπει τις μεταξύ τους σχέσεις. Ότι από την άδικη συμπεριφορά της εναγομένης υπέστησαν ηθική βλάβη. Κατόπιν τούτων ζητούν 1) να αναγνωριστεί ότι η υπ’ αριθμ. …/… σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό για ποσό 70.000 €, όπως συμπληρώθηκε με τις από … και από 6-6-2013 πρόσθετες πράξεις δεν αποτελεί σύμβαση αλληλοχρέου λογαριασμού, αλλά σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, 2) να αναγνωριστεί ότι ο περιεχόμενος στην από 6-6-2013 πρόσθετη πράξη όρος με υπό στοιχείο 2.9 κατά το μέρος που περιέχει αναγνώριση οφειλής είναι ακυρώσιμος ως προϊόν πλάνης μεταξύ δήλωσης και βούλησης, 3)να αναγνωριστεί η ακυρότητα της υπ’ αριθμ. …/… σύμβασης πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό στο σύνολό της κατ’ άρθρο 181 ΑΚ, 4) να ανακληθεί η υπ’ αριθμ. 1001/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς δυνάμει της οποίας παραχωρήθηκε προσημείωση υποθήκης σε ακίνητου ιδιοκτησίας του δ’ εξ αυτών και 5) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει σε έκαστο του 2ου και 3ου το ποσό των 40.000 € και σε έκαστο των λοιπών το ποσό των 20.000 € ως χρηματική ικανοποίηση από την ηθική βλάβη που υπέστησαν και επικουρικά 1) να αναγνωριστεί ότι η υπ’ αριθμ. …/… σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό για ποσό 70.000 €, όπως συμπληρώθηκε με τις από … και από 6-6-2013 πρόσθετες πράξεις, δεν αποτελεί σύμβαση αλληλοχρέου λογαριασμού, αλλά σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, 2) να αναγνωριστεί ότι ο περιεχόμενος στην από 6-6-2013 πρόσθετη πράξη όρος υπό στοιχείο 2.9 κατά το μέρος που περιέχει αναγνώριση οφειλής είναι ακυρώσιμος ως προϊόν πλάνης μεταξύ δήλωσης και βούλησης, 3)να αναγνωριστεί λόγω καταχρηστικότητας η ακυρότητα των αναφερομένων σε αυτή όρων, 4) να προβεί το Δικαστήριο σε ερμηνεία των καταχρηστικών όρων της σύμβασης σύμφωνα με τις διατάξεις των όρων 173 και 200 ΑΚ, 5) να διαταχθεί η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να προσδιοριστεί το υπόλοιπο οφειλής χωρίς τους καταχρηστικούς όρους, 6) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει σε έκαστο του 2ου και 3ου το ποσό των 40.000 € και σε έκαστο των λοιπών το ποσό των 20.000 € ως χρηματική ικανοποίηση από την ηθική βλάβη που υπέστησαν, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή, για την οποία τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία των αρθρ. 215 και 237 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (αρθρ. 7, 9, 10, 14 παρ.2, 18 και 33 ΚΠολΔ). Προσκομίζεται δε το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 61 Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων για το παραδεκτό της κατάθεσης και της συζήτησης της αγωγής (…). ι) Η αγωγή κατά το επιμέρους αίτημα (κύριο και επικουρικό) να αναγνωριστεί ότι η υπ’ αριθμ. …/… σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό για ποσό 70.000 €, όπως συμπληρώθηκε με τις από … και από 6-6-2013 πρόσθετες πράξεις, δεν αποτελεί σύμβαση αλληλοχρέου λογαριασμού, αλλά σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως. Πλέον συγκεκριμένα κατά τη διάταξη του άρθρου 70 του ΚΠολΔ «όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή». Από την ουσιαστικού δικαίου διάταξη αυτήν προκύπτει ότι μπορεί να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή ανυπαρξία έννομης σχέσης, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει γι’ αυτό έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από το δίκαιο, δημιουργεί δε δικαίωμα ή μπορεί με τη συνδρομή και άλλων όρων να καταλήξει σε δικαίωμα, για την έννομη προετοιμασία του οποίου παρέχεται με την ως άνω διάταξη η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής (ΑΠ 134/2015, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 508/2013 Νόμος, ΑΠ 468/2010 ΝοΒ 2011.956, ΑΠ 155/2002 ΕλλΔνη 43.1346). Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ακόμη ότι για την έγερση αναγνωριστικής αγωγής πρέπει να συντρέχει έννομο συμφέρον, το οποίο, ερευνώμενο αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, υπάρχει όταν εξαιτίας της αμφισβήτησης δημιουργείται αβεβαιότητα για τις έννομες σχέσεις του ενάγοντος, από την οποία απειλείται σ’ αυτόν βλάβη, που δεν μπορεί να ανατραπεί διαφορετικά παρά μόνο με την αναγνώριση από το δικαστήριο της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του δικαιώματος ή της υποχρέωσης, αιρόμενης έτσι της νομικής αβεβαιότητας και του από αυτήν προερχομένου κινδύνου. Το έννομο τούτο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο κατά την έννοια του άρθρου 68 ΚΠολΔ, δηλαδή η αβεβαιότητα ως προς την επίδικη σχέση πρέπει να υπάρχει κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδίδεται η απόφαση (ΑΠ 356/2013 οπ. ΕφΑθ 2588/2014 ΕλλΔνη 2013.1049), υπό την έννοια ότι η έννομη προστασία, που ζητείται με τη μορφή έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης, πρέπει ν’ αποτελεί πρόσφορο και μοναδικό ένδικο μέσο για την εξάλειψη της αβεβαιότητας (ΑΠ 1192/2007, 780/2007 Νόμος, ΑΠ 640/2003 ΕλλΔνη 45.1347). Τέλος, το έννομο συμφέρον είναι ένα από τα στοιχεία που θα πρέπει να περιέχει, για το κατ’ άρθρο 216 του ΚΠολΔ ορισμένο της, η παραπάνω αναγνωριστική αγωγή, η έλλειψη του οποίου συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης (ΑΠ 1914/2014 Νόμος, ΑΠ 155/2002 ό.π., ΑΠ 886/2001 ΕλλΔνη 43.1347, 700, ΕφΠατρ 7/2004 ΑχαΝομ 2005.214, ΕφΠειρ 310/2000 ΠειρΝομ 2000.200). Εν προκειμένω δεν εκτίθενται στην υπό κρίση αγωγή, όπως απαιτείται κατά τα προαναφερόμενα για την υποβολή του εν λόγω αιτήματος, πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν και να εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον των εναγόντων για την άσκηση της, ώστε η ζητούμενη δικαστική προστασία να κριθεί ικανή να συμβάλει στην προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων αυτών, με αποτέλεσμα, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, να μη δημιουργείται αβεβαιότητα, ή κίνδυνος για τα συμφέροντά τους, είτε άμεσος, είτε επικείμενος, είτε εξαρτώμενος από τη συνδρομή άλλου μέλλοντος περιστατικού την αποτροπή του οποίου εξασφαλίζει η αιτούμενη αναγνώριση. ιι) Περαιτέρω η αγωγή κατά το έτερο επιμέρους αίτημα (κύριο και επικουρικό) περί ακυρώσεως του περιεχόμενου στην από 6-6-2013 πρόσθετη πράξη όρου υπό στοιχείο 2.9, κατά το μέρος που περιέχει αναγνώριση οφειλής ως προϊόντος πλάνης μεταξύ δήλωσης και βούλησης, τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι στηρίζεται σε αποσβεσθέν δικαίωμα, λόγω παρόδου της διετούς αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 157 εδ. β’ ΑΚ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (280 ΑΚ) (ΑΠ 1387/2015 Νόμος). Ειδικότερα κατά τη διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ, το δικαίωμα για ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής αποσβήνεται με την παρέλευση δύο ετών από την επομένη της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας (άρθρο 241 παρ 1 ΑΚ). Στην περίπτωση όμως που η πλάνη, απάτη ή απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία, η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών αρχίζει από την επομένη ημέρα, αφότου πέρασε η κατάσταση που ήταν δημιουργός της ελαττωματικής βούλησης του συμβαλλομένου, δηλαδή από την αποκάλυψη της πλάνης ή της απάτης ή την παύση της απειλής (ΑΠ 674/1993 ΕλλΔνη 35.1352). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μετά την πάροδο δύο ετών από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, αποκλείεται η ακύρωση αυτή λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής, τόσο με αγωγή όσο και με ένσταση, αφού η προθεσμία αυτή του άρθρου 157 ΑΚ είναι αποσβεστική ώστε να επέρχεται απόσβεση του διαπλαστικού δικαιώματος προς ακύρωση δικαιοπραξίας. Άλλωστε η τήρηση της αποσβεστικής προθεσμίας αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής ή της συναφούς ένστασης και συνεπώς απ΄ αυτήν πρέπει να προκύπτουν οι κρίσιμες ημεροχρονολογίες (ΕφΘεσ 1225/2008 Αρμεν 2009. 1027, ΕφΑθ 9153/ 2006 ΕλλΔνη 48.878) (για όλα τα ανωτέρω βλ. και ΑΠ 654/2011 Νόμος, ΑΠ 194/2012 Αρμ 2012.1735, ΑΠ 1447/2010 Νόμος, ΕφΠειρ 367/2016 Νόμος, ΕφΛαρ 164/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012.168). Εν προκειμένω από το περιεχόμενο της υπό κρίση αγωγής προκύπτει η πάροδος της τασσομένης από το νόμο προθεσμίας, καθόσον από τότε που καταρτίστηκε η εν λόγω δικαιοπραξία (6-6-2013), αλλά και από τότε που οι ενάγοντες επικαλούνται ότι ενημερώθηκαν για τα αποτελέσματα της πλανημένης κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή δήλωσής τους, ήτοι το Μάρτιο 2014, μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής τους (16-12-2016) έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, με αποτέλεσμα την απόρριψη του σχετικού αιτήματος για τους προαναφερόμενους λόγους και χωρίς αίτηση ή ένσταση του εναγόμενου. ιιι) Η αγωγή περαιτέρω κατά το επιμέρους αίτημα περί ανάκλησης της υπ’αριθμ. 1001/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας ενεγράφη προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο του δ’ των εναγόντων, τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ παρέχει τη δυνατότητα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Δικαστηρίου που τα διέταξε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων για τους αναφερόμενους στη διάταξη αυτή λόγους και όχι τη δυνατότητα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης απόφασης, που εξεδόθη από άλλο Δικαστήριο επ’ ευκαιρία άλλης δίκης, χωρίς επιπροσθέτως να αναφέρονται οι λόγοι της ανάκλησης. Κατά τα λοιπά είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994, 288, και 176 επ ΚΠολΔ και αναφορικά με το αίτημα περί αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης σε αυτές των άρθρων 914, 919, 932 ΑΚ (ΕφΑθ 4108/2012 Νόμος, ΕφΑθ 3210/2008 ΕλλΔνη 2010.139), δεδομένου ότι η χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 2251/1994 αποβλέπει στη θεραπεία συμφερόντων του κοινοτικού συνόλου και όχι σε συμφέροντα μεμονωμένου καταναλωτή. Ωστόσο το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής, μετά την πλήρη μετατροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον μόνο οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, όπως εν προκειμένω, αποτελούν τίτλους εκτελεστούς, δυνάμενες να στηρίξουν διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με τα μέσα που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 945 επ. ΚΠολΔ.. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, χωρίς να απαιτείται, μετά την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό η καταβολή του ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου.
Από την προσκομιζόμενη από τους ενάγοντες υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και από την εναγομένη υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμ/φου Αθηνών Μανούσου Μπολιώτη, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης του αντιδίκου εκάστου των διαδίκων να παραστεί κατά τη λήψη τους σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς πλήρη απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και της εναγομένης καταρτίσθηκε η υπ’ αριθμ. … σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό μέχρι του ποσού των 70.000 ευρώ, όπως συμπληρώθηκε με την από … πρόσθετη πράξη, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε στην πρώτη των εναγόντων όριο χρηματοδότησης ύψους 70.00 €, προς εξυπηρέτηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, που αναλήφθηκε στο σύνολό του στις 16-9-2008.. Την πιστή τήρηση των όρων της σύμβασης και πρόσθετης πράξης εγγυήθηκαν εγγράφως οι λοιποί ενάγοντες, ευθυνόμενοι έτσι με τη δανειολήπτρια εταιρία εις ολόκληρον, για την εκπλήρωσή της. Λόγω μη εκπλήρωσης όμως των όρων της σύμβασης η εναγομένη, έχοντας από τα τέλη του έτους 2010 οχλήσει επανειλημμένα για την εξόφληση των οφειλομένων (βλ. σχετ. από 1-12-2010, 18-4-2011 και από 1-2-2012 επιστολή), έκλεισε οριστικά στις 2-11-2011 τον τηρούμενο λογαριασμό υπ’ αριθμ. … με χρεωστικό υπόλοιπο εκ ποσού 59.737,45 € και ακολούθως κατήγγειλε αυτήν (σύμβαση) με την από 2-11-2012 εξώδικη καταγγελία, επιδοθείσα στις 20-3-2013, με την οποία τους γνωστοποιούσε επιπλέον το κλείσιμο του τηρούμενου λογαριασμού και τους καλούσε σε εξόφληση του υπολοίπου, έχοντας ήδη δεσμεύει, με άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως (325 επ ΑΚ) με σκοπό τον συμψηφισμό των μέχρι τότε οφειλομένων από την προαναφερόμενη σύμβαση, το ποσό των 23.007 € σε λογαριασμό του β’ των εναγόντων που τηρούσε με τη σύζυγό του στην εναγομένη και το ποσό των 1.963 € σε λογαριασμό του γ’ των εναγόντων (βλ. σχετ. από 8-3-2013 επιστολές περί γνωστοποίησης της δέσμευσης και τις συνοδεύουσες αυτές υπ’ αριθμ. … και … εκθέσεις επίδοσης). Εν τέλει με την τελευταία από 6-6-2013 πρόσθετη πράξη η πιστούχος, τελούσα υπό εκκαθάριση, και οι εγγυητές της αναγνώρισαν εγγράφως το κατάλοιπο της ενδίκου συμβάσεως, ως ανερχόμενο, στο χρονικό αυτό σημείο, στο ύψος των 60.827,88 ευρώ, με την ιδία δε πράξη συνομολογήθηκε μεταξύ των μερών η διάρκεια και ο τρόπος αποπληρωμής του ποσού αυτού εντός 15 ετών, σε μηνιαίες δόσεις εντόκως, των τόκων υπολογιζομένων με το προβλεπόμενο στον όρο 5 κυμαινόμενο επιτόκιο, ισχυόντων κατά τα λοιπά των όρων της αρχικής σύμβασης, την πιστή τήρηση των όρων της οποίας εγγυήθηκαν ομοίως οι λοιποί των εναγόντων. Καθ’ όλη δε τη διάρκεια της μεταξύ τους συνεργασίας κυρίως δε εν όψει της κατάρτισης της αρχικής σύμβασης αλλά και των προσθέτων πράξεων αυτής, ιδίως δε της τελευταίας υπήρχε διαρκής επικοινωνία με την εναγομένη και διαπραγμάτευση των περιεχομένων στη σύμβαση όρων, όπως βεβαίωσε ενόρκως η μάρτυρας της εναγομένης, κρίση που ενισχύεται και από τη μεταξύ των διαδίκων αλληλογραφία περί διευθέτησης της μεταξύ τους διαφοράς και ενημέρωσης εν όψει της υπογραφής της τελευταίας πρόσθετης πράξης. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι στην ένδικη σύμβαση και τις πρόσθετες πράξεις περιλαμβάνονται οι επικαλούμενοι και αναφερόμενοι στην αγωγή όροι των οποίων οι ενάγοντες διώκουν την ακύρωση ως καταχρηστικών. Ειδικότερα Ι) διώκουν την ακύρωση του όρου 7δ της από … πρόσθετης πράξης, δυνάμει του οποίου η εναγομένη προέβη μονομερώς σε εκτοκισμό του δανείου από 16-2-2011 και έκτοτε κατά το ποσοστό που υπερβαίνει το ανώτατο εξωτραπεζικό επιτόκιο, όπως το υπερβαίνον αυτό ποσοστό προσδιορίζεται στον περιεχόμενο πίνακα από 16-2-2011 έως 16-3-2016, χρεώνοντάς τους με αχρεωστήτως χρηματικά ποσά που προέκυψαν από τις επιβαλλόμενες υπερβάσεις, όρος ο οποίος διαταράσσει την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους. Επίσης ΙΙ) διώκουν την ακύρωση του όρου 6.4 της σύμβασης και του συναφούς 5.1 και 5.3 όρου της από 6-6-2013 πρόσθετης πράξης ως προς την αναπροσαρμογή του συμβατικού επιτοκίου σε κάθε μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου, καθώς καθιστούν το τίμημα αόριστο, διαταράσσοντας με τον τρόπο αυτό την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων τους, ισχυριζόμενοι ειδικότερα ότι η αναπροσαρμογή γίνεται με τα αόριστα κριτήρια «των συνθηκών αγοράς» και «το κόστος χρήματος για την Τράπεζα». Με την υπ’ αριθμ. 178/19-7-2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ (ΦΕΚ 1872/τ.α726-27-12-2006) ορίστηκε, ότι δεν επιτρέπεται ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και το σκοπό του, στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποίο διαμορφώνονται ελεύθερα, ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών, που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κλπ.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό (ΑΠ 652/2010 Νόμος), ενώ περαιτέρω και τα τυχόν παράλληλα προσδιοριζόμενα κριτήρια μεταβολής του κυμαινόμενου συμβατικού επιτοκίου (λ.χ «κίνδυνος που αναλαμβάνει έναντι του κατόχου», «το γενικότερο προϊοντικό κίνδυνο», «συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού»), συνδυαζόμενα πάντοτε με την προϋπόθεση μεταβολής του Βασικού Παρεμβατικού Επιτοκίου, αξιολογούνται ως εύλογα και δικαιολογούν τη συμβατική αυτή ρύθμιση, ως αναφερόμενα σε σημαντικά οικονομικά στοιχεία, χωρίς παράλληλα να είναι δυνατός ο περαιτέρω ειδικός προσδιορισμός τους, ώστε να καταλείπονται περιθώρια αξιολόγησής τους ως αορίστων (ΑΠ 652/2010 οπ, ΕφΘεσ 16/2016 ΕλλΔνη 2016/1419). Συνακόλουθα δεν αποδείχθηκε ότι με τους όρους αυτούς παραβιάζονται οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 περ. ια του Ν. 2251/1994. ΙIΙ) Οι ενάγοντες ακολούθως διώκουν την ακύρωση του όρου 7 περ. Δ της σύμβασης και του συναφούς 7.1(δ) και 5.1(γ) της από 6-6-2013 πρόσθετης που αφορούν στη, νόμιμη κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975, αλλά στον παράνομο ανατοκισμό αυτής, συμπεριφορά η οποία διαταράσσει την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους. Η συμβατική μετακύλιση στο δανειολήπτη της εισφοράς του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 είναι νόμιμη αφού δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου. 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου (άρθρο 174 ΑΚ), αντίθετα, ο υπολογισμός του ποσοστού της εν λόγω εισφοράς, για τον καθορισμό του επιτοκίου, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλισή της στον δανειολήπτη, εντάσσεται στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Ειδικότερα, από την γραμματική διατύπωση της διάταξης της παρ.3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, κατά την οποία «επιβάλλεται εισφορά βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα…υπέρ του, εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου, λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστό…», προκύπτει ότι ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς αυτής και τον υπόχρεο να την αποδώσει στο Δημόσιο, πρόσωπο, χωρίς όμως να προβλέπει τη δυνατότητα μετακύλισής της (από τα πιστωτικά ιδρύματα) στους δανειολήπτες, ούτε όμως και να την απαγορεύσει. Σκοπός θέσπισης της συγκεκριμένης εισφοράς είναι, η μέσω αυτής έμμεση ενίσχυση της επιδότησης των επιτοκίων συγκεκριμένων, δανείων, επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει, τελικά, να επιβαρυνθεί με αυτήν, είναι τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία, απλά ορίζεται ότι βαρύνονται να την αποδώσουν στο Δημόσιο. Συνεπώς, σε καθεστώς ελεύθερου προσδιορισμού των επιτοκίων, αι τράπεζες δεν απαγορεύεται να συμφωνήσουν τον υπολογισμό του ποσοστού της συγκεκριμένης εισφοράς, στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς να απαιτείται και ειδική αναφορά της ειδικότερης αιτίας μετακύλισής της, στο δανειολήπτη. Η επιβολή της συγκεκριμένης εισφοράς στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί, μόνον από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (AΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005.802, ΕφΘεσ 473/2017 Νόμος, ΕφΠειρ 401/2015 Νόμος, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676, ΕφΑθ 3670/2012 ΔΕΕ 2012.1039, ΕφΘεσ 492/2010 ΕπισκΕμπΔικ 2010.1143, ΕφΑθ 4424/2009 ΕλΔνη 2011.875, ΕφΑθ 1558/2007 ΕλλΔνη 48. 902, ΕφΛαρ 114/2007 Δικογραφία 2007. 24, ΕφΠατρ 195/2007 Αρμ 2008. 92), γεγονός το οποίο οι ενάγοντες δεν επικαλούνται, ρητά, στην προκειμένη υπόθεση, ούτε άλλωστε προκύπτει το γεγονός αυτό, από το σαφές περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης δανείου (που επισυνάπτεται στο αγωγικό δικόγραφο). Επιπλέον, καθ’ ο μέρος η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, νομίμως ανατοκίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω (βλ. και ΟλΑΠ 35/1997, ΕφΑθ 4424/2009 ΕλλΔνη 2011.875). Ακολούθως σύμβαση ανοίγματος πίστωσης υφίσταται, όταν ο ένας από τους συμβαλλόμενους υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του άλλου ορισμένη πίστωση για ορισμένο χρόνο και ο άλλος, δηλαδή ο πιστούχος, μπορεί να κάνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, είτε με τη λήψη του χρηματικού ποσού, είτε με προεξόφληση και από αυτή γεννιέται απαίτηση κατ’ αυτού υπέρ του οποίου έχει καταρτισθεί, όταν και στο μέτρο που θα εκτελεσθεί. Η σύμβαση ανοίγματος πίστωσης συνιστά κατά την ορθότερη άποψη δάνειο που καταρτίζεται με μόνη την κοινή συναίνεση των συμβαλλομένων. Αυτή είναι δυνατό να συνδυάζεται με αλληλόχρεο (ανοικτό) λογαριασμό, οπότε έχουν εφαρμογή και οι σχετικοί με τον αλληλόχρεο λογαριασμό κανόνες (ΑΠ 1227/2006 ΔΕΕ 2007.61, ΕφΑθ 3288/2014 ΔΕΕ 2014.972, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676, ΕφΑθ 4424/2009 ΕλλΔνη 2011.875).Τέλος από το άρθρο 8 § 6 του ν. 1083/1980, την υπ’ αριθ. 289/1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω νόμου, το άρθρο 296 του ΑΚ και τα άρθρα 110, 111 και 112 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι ο ανατοκισμός των οφειλόμενων σε τραπεζικούς ή άλλους πιστωτικούς οργανισμούς και ληξιπρόθεσμων τόκων, δικαιοπρακτικών νόμιμων, δεδουλευμένων ή μη, ακόμη δε και τέτοιων επί οριστικού καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού, μπορεί να γίνει από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεως, χωρίς οποιοδήποτε χρονικό ή άλλο περιορισμό με σχετική μονομερή δήλωση του δανειστή, αλλά με σχετική συμφωνία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη (ΟλΑΠ 8 και 9/1998 ΕλλΔνη 39. 71). Ωστόσο, αλλαγές στην ως άνω ρύθμιση, επέφερε ο ν. 2601/1998, που κατά το άρθρο 20 αυτού ισχύει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 15.4.1998, βάσει της διατάξεως του άρθρου 12 του οποίου, επί συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού, που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του, δηλαδή μετά τις 15.4.1998, επιτρέπεται συμφωνία ανατοκισμού των καθυστερούμενων τόκων, ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο. Περαιτέρω, επί αλληλόχρεου λογαριασμού, κατά το άρθρο 112 § 1 του ΕισΝΑΚ, όταν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο αυτού, οι τόκοι αυτοί ανατοκίζονται, κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το αν για την οφειλή του καταλοίπου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος, όπως είναι η διαταγή πληρωμής (άρθρο 631 του ΚΠολΔ), διότι το κατάλοιπο, που αποτελεί απαίτηση της δανείστριας τράπεζας, δεν χάνει, με την έκδοση της απόφασης ή του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, το χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, αφού ο προαναφερόμενος εξουσιοδοτικός νόμος και η παραπάνω απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής προβλέπουν τον εκτοκισμό των οφειλόμενων στις τράπεζες τόκων, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί, χωρίς να κάνουν καμία διάκριση, μεταξύ ενεργού συμβάσεως και συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού, που για οποιοδήποτε λόγο έληξε, ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό, όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος διαταγής πληρωμής (ΑΠ 938/2002 ΕλλΔνη 44. 1368, ΑΠ 1619/2000 ΕλλΔνη 42.744, ΕφΘεσ 16/2016 ΕλλΔνη 2016.1419, ΕφΑθ 3984 /2011 ΔΕΕ 2011.1276). Στην κρινόμενη περίπτωση, από όλα τα προαναφερόμενα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και ειδικότερα από την υπογραφείσα μεταξύ αυτών από … σύμβαση, η οποία επομένως καταρτίστηκε μετά την ισχύ του ν. 2601/98, συνάγεται σαφώς ότι σε κάθε περίπτωση καθυστερήσεως καταβολής οφειλομένων τόκων αυτοί θα εκτοκίζονται από την πρώτη ημέρα καθυστερήσεως και θα κεφαλαιοποιούνται (ανατοκίζονται) ανά εξάμηνο (όρος 7.4). Είχε επομένως συμβατικά προβλεφθεί, με τον ανωτέρω όρο δια της υπογραφής της συμβάσεως από τα συμβαλλόμενα μέρη, εξαμηνιαίος ανατοκισμός των τόκων, κατ’ απόλυτη εφαρμογή του άρθρου 12 του ανωτέρω νόμου, γεγονός που αποκλείει παντελώς το ενδεχόμενο και της απλής έστω διατάραξης της ισορροπίας των συμβαλλομένων σε βάρος του ανακόπτοντος οφειλέτη. Συνακόλουθα ο ισχυρισμός των εναγόντων περί ακυρότητας των ΓΟΣ που αφορούν στη μετακύλιση στους ιδίους ως πιστούχο και εγγυητές της εισφοράς του Ν. 128/1975 πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι κατά τα αναφερθέντα στην προεκτεθείσα νομική σκέψη, είναι αφενός επιτρεπτή η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη και εν προκειμένω είχε συμφωνηθεί η χρέωση της πιστούχου με την εισφορά του Ν 128/1975 και αφετέρου, αφού η μετακύλιση της ως άνω εισφοράς στο δανειολήπτη είναι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, νόμιμη και εντάσσεται στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων καθώς προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 293 § 1 εδ. α’ ΑΚ ως τόκος και άρα νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, εφόσον ο συνυπολογισμός της στο επιτόκιο δεν συνεπάγεται την υπέρβαση του ανώτατου θεμιτού ορίου, την οποία εξάλλου δεν επικαλούνται οι ενάγοντες (βλ. και ΕφΘεσ 16/2016 ΕλλΔνη 2016/1419, ΕφΑθ 227/2012 ΧΡΗΔΙΚ 2012.262 και ΕφΑθ 3670/2012 ΔΕΕ 2012.1039), μειοψηφούσης της εξ αριστερών συνέδρου που είχε την άποψη ότι ο όρος αυτός τυγχάνει καταχρηστικός και ότι εξ αυτού του λόγου πρέπει να αναγνωριστεί η ακυρότητά του (ΜΠΘεσ 1989/2016, 10.002/2016, ΜΠΑιγ 20/2015, ΜΠΡοδοπ 111/2015, ΜΠΘεσ 7633/2015, ΜΠΚορ 175/2013 Νόμος). ΙV ) Οι ενάγοντες διώκουν περαιτέρω την ακύρωση του όρου 9.2 της σύμβασης με τον οποίο επέρχεται μελλοντική αναγνώριση του καταλοίπου εάν μέσα σε τριάντα μέρες από το τέλος κάθε τριμήνου δεν γνωστοποιεί εγγράφως ότι δεν έλαβε αντίγραφα των λογαριασμών που έλαβε, ή ότι διαφωνεί με το τρεχούμενο του αντιγράφου που έλαβε, αφού στην ουσία o όρος αυτός αναστρέφει το βάρος απόδειξης, μη νοούμενης κατ’ άρθρο 874 ΑΚ επιπροσθέτως εκ των προτέρων της αναγνώρισης μελλοντικών καταλοίπων. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει αόριστος και προεχόντως απορριπτέος εκ του λόγου τούτου, αφού οι ενάγοντες, μη συνδέοντες, τον εν προκειμένω ισχυρισμό τους με συγκεκριμένο και σαφές αίτημα, δεν αναφέρουν αν και πότε ενεργοποιήθηκε ο όρος αυτός και αν επηρέασε και πώς τη διαμόρφωση της ένδικης σύμβασης, ώστε να κριθεί και αν διαταράχθηκε συνεπεία του όρου αυτού η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εναγόντων. V ) Οι ενάγοντες εν συνεχεία διώκουν την ακύρωση του όρου 25.2 της σύμβασης και του συναφούς 6.1 της από 6-6-2013 πρόσθετης που αφορούν στην παραίτηση των εγγυητών από τα δικαιώματα και τις ενστάσεις των άρθρων 853, 855, 858, 862, 866, 867 και έως 868 ΑΚ και ιδίως από την ένσταση διζήσεως και στη δέσμευση αυτών από κάθε αναγνώριση χρέους, διότι ο όρος αυτός προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, καθόσον έτσι διαταράσσεται η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους. Η διάταξη του άρθρου 855 ΑΚ, όπως και οι υπόλοιπες ως άνω διατάξεις, είναι ενδοτικού δικαίου και η παραίτηση από αυτές είναι δυνατή κατόπιν συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών (ΑΠ 620/2015 Νόμος, ΑΠ 884/2013 ΕΕμπΔ 2014.155), ώστε να μη μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβληθέντων. Με βάση δε όσα αποδείχθηκαν, η παραίτηση της εναγόντων – εγγυητών από τα δικαίωμα των άρθρων αυτών αποτέλεσε αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων και ήδη διαδίκων μερών, δηλαδή προϊόν ελεύθερης μεταξύ τους διαπραγμάτευσης, κυρίως δε κατά το χρόνο υπογραφής της από 6-6-213 πρόσθετης πράξης και ενώ είχαν προηγηθεί διαπραγματεύσεις ως προς τη ρύθμιση του χρέους, αφού κανένα πραγματικό περιστατικό δεν εκτίθεται σχετικά με συμφωνία που επιβλήθηκε μονομερώς από την εναγομένη ως προδιατυπωμένος όρος με εκμετάλλευση της διαπραγματευτικής της υπεροχής έναντι των εγγυητών, ούτε άλλωστε αποδείχθηκε. Περαιτέρω λαμβανομένων υπόψη της φύσης και του σκοπού της σύμβασης εγγύησης, οι εγγυητές γνωρίζουν ότι, σε κάθε περίπτωση, εφόσον ο πρωτοφειλέτης δεν προβεί σε εμπρόθεσμη εξόφληση του χρέους του προς το δανειστή, αναλαμβάνουν οι ίδιοι την ευθύνη της καταβολής τούτου, εκπληρώνοντας δική τους συμβατική υποχρέωση, χωρίς αυτό να αποτελεί υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας τους ή αντίθεση προς τη δημόσια τάξη ή προς τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ. Συνακόλουθα δεν αποδείχθηκε ότι με τον όρο αυτό, που έχει διατυπωθεί σαφώς, παραβιάζονται οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν 2251/1994. Εξ άλλου, μόνο το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση ο περί παραιτήσεως των προαναφερομένων από την προστασία των άνω διατάξεων όρος ήταν προτυπωμένος στην ένδικη σύμβαση και αποτελούσε αναγκαία, για την πιστοδότρια τράπεζα, συνθήκη, ώστε να προχωρήσει στην παροχή της ενδίκου πιστώσεως στην πιστούχο εταιρεία, δεν καθιστά αφ’ εαυτού και άνευ ετέρου άκυρη την εγγυητική σύμβαση, όπως οι ενάγοντες εγγυητές ισχυρίζονται, αφού η παραίτησή τους από τις άνω ενστάσεις τους δεν συνιστά άνευ ετέρου υπέρμετρη εκμετάλλευση της οικονομικής τους θέσεως και ως εκ τούτου άκυρη, ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, την ένδικη εγγυητική σύμβαση, τη στιγμή που δεν επικαλούνται συγκεκριμένα περιστατικά, δυνάμενα να προσδώσουν αντίθετη στα χρηστά ήθη μορφή στην, όπως διαμορφώθηκε μετά την παραίτησή τους εκ των άνω δικαιωμάτων, δέσμευσή τους από την ένδικη εγγυητική σύμβαση (ΑΠ 1297/1990 ΕλλΔνη 1991. 1215, ΕφΘεσ 473/2017 Νόμος, ΕφΑθ 2057/2010 ΔΕΕ 2011. 339, ΕφΘεσ 2788/2009 ΕπισκΕμπΔικ 2010.196). Συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. VΙ) Οι ενάγοντες ακολούθως διώκουν την ακύρωση του όρου 8.2 της σύμβασης και του συναφούς 7.4 IV της από … πρόσθετης πράξης και του συναφούς 4.14 της από 6-6-2013 πρόσθετης πράξης που προβλέπουν ότι «Ο τόκος υπολογίζεται τιμαριθμικώς με βάση έτος 360 ημερών …» και ότι «Οι τόκοι υπολογίζονται επί του ανεξόφλητου κάθε φορά υπολοίπου με βάση έτος 360 ημερών …» και όχι 365 ημερών, καθώς ο όρος αυτός προσκρούει στον όρο της διαφάνειας που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, αφού ο καταναλωτής δε μπορεί να πληροφορηθεί το πραγματικό επιτόκιο όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 του Α.Κ. και επιπροσθέτως επιβαρύνεται κατά 1,3889% περισσότερους τόκους για κάθε ημέρα, επικαλούμενοι επιπροσθέτως παράβαση εκ μέρους της εναγομένης τράπεζας κανόνων της κοινοτικής Οδηγίας 97/7/ΕΚ (που ενσωματώθηκε με το εθνικό δίκαιο με την ΚΥΑ Ζ1-178/13.2.2001). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν. 2842/2000 περί λήψεως συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΚ) 1103/97, 971/98 και 2866/98 του Συμβουλίου, όπως ισχύουν σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ, οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor), που προβλέπεται σε υφιστάμενες νομικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 1103/97 του Συμβουλίου, αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπ’ όψιν ως βάση υπολογισμού των τόκων οι πραγματικές ημέρες και το έτος των 360 ημερών, προσαρμοσμένο κατά τον λόγο 365 προς 360, εφ’ όσον δεν έχει προβλεφθεί ή δεν έχει συμφωνηθεί ή ορισθεί αναφορά σε άλλο ισχύον επιτόκιο. Ακολούθησε, μετά ταύτα, σε συμμόρφωση προς τις παραπάνω διατάξεις, η υπ’ αριθμ. 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α’ 43/2000) απόφαση του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τραπέζης της Ελλάδος, που τέθηκε σε ισχύ από 10 – 3 – 2000, σύμφωνα με την οποία ως βάση υπολογισμού των τόκων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής λαμβάνονται οι πραγματικές ημέρες και το έτος των 360 ημερών και, εν τέλει, η υπ’ αριθμ. 15/19-4-2000 απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Ενώσεως Ελληνικών Τραπεζών, με την οποία υιοθετήθηκε το εμπορικό έτος των 360 ημερών ως βάση υπολογισμού των τόκων από 1-1-2001. Εξαίρεση έχει τεθεί αποκλειστικά και μόνο για την καταναλωτική πίστη, για την οποία ήδη ισχύει από 23 – 6 – 2010 η υπ’ αριθμ. ΖΙ-699/2010 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β’ 917/2010), εκδοθείσα επί σκοπώ προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας με την κοινοτική οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 (που κατήργησε την ομοία προγενέστερα οδηγία 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου), η οποία καθιερώνει διάρκεια έτους 365 ημερών, 52 εβδομάδων και ίσων με αυτές 12 μηνών στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής και ιδίως στις σχέσεις μεταξύ του εκδότη και κατόχου πιστωτικής κάρτας (ΕφΘεσ 473/2017 Νομος, ΕφΠειρ 638/2015 Νόμος, ΕφΑθ 227/2012 Νόμος, ΕφΑθ 1778/2010 Αρμ 2010.1829 και Αρμ 2011 . 251), συναλλαγή που δεν υφίσταται εν προκειμένω. Έτσι, η εναγομένη τράπεζα συμμορφούμενη προς τα ανωτέρω ισχύοντα, νόμιμα εφάρμοσε στους εκτοκισμούς της το έτος των 360 ημερών. Πέραν τούτου, όπως προαναφέρθηκε, για να χαρακτηρισθεί άκυρος, ως καταχρηστικός, γενικός όρος των συναλλαγών, πρέπει να οδηγεί σε σημαντική διατάραξη ουσιωδών συμφερόντων του καταναλωτή. Στην προκειμένη περίπτωση, υπό την αποδοχή της θέσεως των εναγόντων ότι η εφαρμογή του άνω όρου οδηγεί σε προσαύξηση των ετησίων τόκων κατά ποσοστό 1,3889%, ελλείψει προσδιορισμού της ετήσιας επιβάρυνσής τους από την εν λόγω προσαύξηση, δεν δύναται να διακριβωθεί το μέγεθος της οικονομικής τους επιβάρυνσης και εάν αυτή διαταράσσει , σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και τις περί την ένδικη σύμβαση περιστάσεις και ιδία εν όψει του μεγέθους της σύμβασης, σημαντικά, όπως ο νόμος απαιτεί, τα συμφέροντα των συμβληθέντων μερών σε βάρος των καταναλωτών – δανειοληπτών και εάν επιφέρει ουσιώδη απόκλιση από τις συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες των τελευταίων για το συγκεκριμένο είδος τραπεζικής συναλλαγής. Τέλος ο όρος αυτός, που φέρει αληθώς τα χαρακτηριστικά γενικού όρου των συναλλαγών κατά την προεκτεθείσα έννοια, ευθέως και σαφώς διατυπούμενος στην ένδικη σύμβαση δεν μπορεί a priori να θεωρηθεί αδιαφανής και εντεύθεν καταχρηστικός και, συνεπώς, άκυρος, αφού τούτο εξετάζεται, εν όψει και των ορισμών του εδαφίου β’ της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, κατά περίπτωση. Υπό τη θεώρηση δε αυτή των πραγμάτων οι ενάγοντες, δραστηριοποιούμενοι στο χώρο της ναυτιλίας δια της πρώτης ενάγουσας ναυτικής εταιρίας ήταν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, απολύτως σε θέση να κατανοήσουν ότι η μείωση του εύρους της χρονικής βάσεως του κατ’ έτος υπολογισμού των τόκων της ενδίκου πιστώσεως απέληγε σε μικρή μεν, υπαρκτή δε, επιβάρυνση του συμφωνηθέντος επιτοκίου, ώστε, τελικά, να μη μπορεί να γίνει λόγος για παραβίαση, εν προκειμένω, της αρχής της διαφάνειας από πλευράς της εναγομένης. Συνακόλουθα ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, μειοψηφούσης της εξ αριστερών συνέδρου που είχε την άποψη ότι ο όρος αυτός τυγχάνει καταχρηστικός και ότι εξ αυτού του λόγου πρέπει να αναγνωριστεί η ακυρότητά του (ΕφΑιγ 11/2017 ΔΕΕ 2017.1237). Συμπληρωματικά πρέπει να λεχθεί ότι αλυσιτελώς εν προκειμένω γίνεται παρά των εναγόντων επίκληση των ειδικότερων ορισμών της υπ’ αριθμ. Ζ1-798/25-6-2008 Αποφάσεως του Υπουργού Ανάπτυξης, όπως συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. Ζ1-21/17-1-2011 ομοία, «για την απαγόρευση αναγραφής Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις», αφού η άνω υπουργική απόφαση αφορά, στο συγκεκριμένο σημείο της, μόνο συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1331/2012 Νόμος), περί της οποίας δεν πρόκειται εδώ. Εν όψει των προαναφερομένων η αγωγή κατά το επιμέρους αίτημα να αναγνωριστεί η ακυρότητα της υπ’ αριθμ. …/… σύμβασης πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, μετά την αναγνώριση της ακυρότητας των προαναφερομένων λόγων, στο σύνολό της κατ’ άρθρο 181 ΑΚ, κρίνεται ομοίως απορριπτέα ως αβάσιμη, δεδομένου ότι οι όροι αυτοί δεν κρίθηκαν καταχρηστικοί κατά την αμέσως προαναφερόμενη αιτιολογία. Αλλά ακόμη και αν θεωρούνταν ως αληθής η ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας των όρων με το αναφερόμενο στην αγωγή περιεχόμενο, δε θα συνεπαγόταν, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγοντες, την ολική ακυρότητα της σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και συνακόλουθα το ανεκκαθάριστο του οφειλομένου υπολοίπου, αλλά την ισχύ αυτής, έστω και χωρίς τους συγκεκριμένους όρους, όπως επίσης και το δικαίωμα να επιδιωχθεί δικαστικά η ακύρωση της επιδικαζόμενης δι’ αυτής απαίτησης κατά το μέρος που η γέννησή της θεμελιώνεται σε άκυρο ως καταχρηστικό γενικό όρο συναλλαγών. Τούτο διότι όπως ελέχθη η ακυρότητα συγκεκριμένου Γ.Ο.Σ. δεν επιδρά στο κύρος όλης της δικαιοπρακτικής σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός κατά το νόμο όρος. Ούτε εξάλλου αποδείχθηκε ότι στην περίπτωση αυτή, αν δηλαδή θεωρούνταν ως αληθής η ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας των όρων αυτών, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών κατά το χρόνο καταρτίσεως της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει αυτή, εάν γνώριζαν την ακυρότητα των συγκεκριμένων όρων. Κατόπιν τούτων το αίτημα περί διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να διακριβωθεί το οφειλόμενο από τους ενάγοντες ποσό μετά την αφαίρεση των ποσών που συνυπολογίστηκαν δυνάμει άκυρων όρων καθίσταται άνευ αντικειμένου και ως εκ τούτο απορριπτέο, όπως ομοίως απορριπτέο τυγχάνει και το αίτημα περί αποζημίωσης αυτών (εναγόντων) λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν.
Επομένως η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστούν οι ενάγοντες ως ηττηθέντες διάδικοι στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης (176 και 195 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί ότι η από 1-7-2014 και με αριθμ. καταθ. … αγωγή ουδέποτε ασκήθηκε.
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Καταδικάζει τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 16-4-2018, όπου και δημοσιεύτηκε, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαΐου 2018, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ