ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 4205/2018
(ΓΑΚ/ΑΚ αγωγής …)
(ΓΑΚ/ΕΑΚ κλήσης …)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Προέδρο Πρωτοδικών, Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 27η Φεβρουαρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στον ……… (Μ. Ζ.), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Λύγουρη του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικο …, που προκατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γ. Λ. του Β. (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικο ……., …, που προκατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
Η καλούσα – ενάγουσα με την από 4.12.2017 ένδικη κλήση της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ) … και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (ΕΑΚ) …, προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς συζήτηση την από 29.3.2010 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ) … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (ΑΚΔ) …, επανήλθε προς συζήτηση με τη με αριθμό κατάθεσης … κλήση (μετά από ματαίωση) της ενάγουσας και συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 2ας.3.2017. Επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό … απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων,κήρυξε εαυτό αναρμόδιο κατά τόπο και καθ’ ύλη για την εκδίκαση της υπόθεσης και παρέπεμψε την υπόθεσηπρος εκδίκαση στο παρόν αρμόδιο Δικαστήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, Τμήμα Ναυτικών Διαφορών.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 46 εδ. α΄ και β΄ ΚΠολΔ, «Αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή». Κατά την άποψη που το παρόν Δικαστήριο θεωρεί προκριτέα, από την προαναφερόμενη διάταξη του εδαφίου β΄ του παραπάνω άρθρου συνάγεται ότι η δέσμευση του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή από την τελεσίδικη απόφαση παραπομπής, δεν αποκλείει, χωρίς να δημιουργεί δικονομικό απαράδεκτο, την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο της παραπομπής, στο οποίο αυτοδικαίως έχει μετατεθεί η εκκρεμοδικία, πριν από την τελεσιδικία της απόφασης παραπομπής. Επομένως, το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή και εισάγεται προς συζήτηση η υπόθεση μπορεί ν’ αποφανθεί για τη δική του αρμοδιότητα και ακόμη, όχι μόνο να δικάσει την υπόθεση, αλλά και να την αναπέμψει στο δικαστήριο που την παρέπεμψε καθώς και να την παραπέμψει περαιτέρω σε άλλο δικαστήριο (βλ. ΕφΠειρ 59/2016, ΕφΘεσ 168/2012 ΤΝΠ NOMOΣ, ΕφΑθ 513/1997 ΕλλΔνη 1997.1604). Στην προκειμένη περίπτωση με την από 4.12.2017υπ’ αριθ. κατάθεσης δικογράφου … κλήση της καλούσας – ενάγουσας, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η από 29.3.2010υπ’ αριθ. κατάθεσης δικογράφου … αγωγή της, η οποία συζητήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στη δικάσιμο της 2ας.3.2017 κατά την τακτική διαδικασία, κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθ. … οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία αυτό, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, κηρύχθηκε αναρμόδιο κατά τόπο και καθ’ ύλη για την εκδίκαση της υπόθεσηςκαι παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο παρόν αρμόδιο Δικαστήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, Ναυτικό Τμήμα, συμψήφισε δε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Σημειώνεται ότι, παρόλο που από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει εάν η παραπάνω αναφερόμενη απόφαση του παραπέμψαντος Δικαστηρίου έχει καταστεί τελεσίδικη, το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά επιλαμβάνεται της εκδίκασης της υπόθεσης, χωρίς να δημιουργείται δικονομικό απαράδεκτο, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Από τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι για τη γέννηση ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση από αδικοπραξία πρέπει να υπάρχει: α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) επέλευση ζημίας και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ενός και της ζημίας του άλλου. Η παράνομη συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται είτε σε θετική ενέργεια είτε σε παράλειψη. Ο χαρακτηρισμός της παραλείψεως ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύπτει είτε από δικαιοπραξία, οπότε μάλιστα μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη, είτε από ειδική διάταξη νόμου – όπως είναι και το άρθρο 919 ΑΚ, εφόσον συντρέχει αντίθεση στα χρηστά ήθη και πρόθεση βλάβης – είτε από την αρχή της καλής πίστεως, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, και που είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος. Έτσι αδικοπρακτική ευθύνη, κατά τα άρθρα 914 επ. ΑΚ, γεννιέται όταν το ζημιογόνο γεγονός είναι ανεξάρτητο από προηγούμενη υποχρέωση και μπορεί να προέλθει από οποιονδήποτε τρίτο, ο οποίος με παράνομη πράξη ή παράλειψή του προσβάλλει απόλυτο δικαίωμα του προσώπου, που ζημιώθηκε. Αν, αντίθετα, η πράξη ή παράλειψη που προκάλεσε τη ζημία δεν είναι καθ’ εαυτή παράνομη, αλλά συνιστά αθέτηση υποχρεώσεως, που έχει ήδη αναληφθεί, δεν υπάρχει αδικοπρακτική, αλλά ενδοσυμβατική ευθύνη, συνισταμένη στο διαφέρον, το οποίο συνδέεται αιτιωδώς με την αθέτηση (υπερημερία, αδυναμία, θετική προσβολή κ.λπ.). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ προκύπτει ότι η από πρόθεση πρόκληση ζημίας σε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη είναι πράξη παράνομη και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 932 ΑΚ).Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 AK, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/1991 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας), συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Η γένεση, εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, υποχρεώσεως για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 298 του ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, υπό την έννοια ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν καθεαυτή και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 864/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι ανέλαβε από 1.1.2003 και για σαράντα έτη τη διαχείριση και εκμετάλλευση του χερσαίου και θαλάσσιου χώρου του τουριστικού Λ. Ζ., τον οποίο μίσθωσε από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…». Ότι η εναγόμενη τράπεζα έχει επιβάλει αναγκαστικές κατασχέσεις στα αναλυτικά περιγραφόμενα στην αγωγή σκάφη «…», «…», «…», «…» και «…», με αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη απαγόρευση απόπλου των σκαφών κατά το άρθρο 1 του π.δ. 280/2000, που επιδείνωσε την ήδη επαχθή για την ενάγουσα κατάσταση λόγω της ανεξόφλητης οφειλής των τελών ελλιμενισμού για τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα μέχρι την επιβολή των κατασχέσεων από τις πλοιοκτήτριες εταιρίες. Ότι η παράλειψη της εναγόμενης να της καταβάλει τα οφειλόμενα τέλη ελλιμενισμού των κατασχεθέντων σκαφών ή/και να εξεύρει επαρκή χερσαίο χώρο για την εναπόθεση αυτών, ώστε η ενάγουσα να αξιοποιήσει επωφελώς τις θέσεις αγκυροβολίας, παρά την περί του αντιθέτου διαβεβαίωση εκπροσώπων της εναγόμενης, ενόψει και του γεγονότος ότι οι πλειστηριασμοί των ανωτέρω σκαφών έχουν αποβεί άκαρποι, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης κατά την καλή πίστη ενέργειας και αδικοπρακτική συμπεριφορά ενάντια στα χρηστά ήθη κατ’ άρθρα 914 και 919 ΑΚ, συνεπεία της οποίας η ενάγουσα υφίσταται ζημία, η οποία συνίσταται στη μη είσπραξη των οφειλόμενων, σύμφωνα με το τιμολόγιο της Μ. Ζ. και τις διαστάσεις εκάστου σκάφους, τελών ελλιμενισμού από τη χρήση των θέσεων αγκυροβολίας, που έχουν καταλάβει τα ανωτέρω σκάφη από τις αναφερόμενες στην αγωγή ημερομηνίες επιβολής των αναγκαστικών κατασχέσεών τους. Με βάση αυτό το ιστορικό η ενάγουσα ζητεί, μετά από μερική παραίτηση από το δικόγραφο ως προς τα οφειλόμενα τέλη του σκάφους με το όνομα «…» με τις προτάσεις της και με δήλωσή της στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα με αριθμό … πρακτικά συνεδρίασηςτου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και με παραδεκτή μετατροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με δήλωσή της στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα ως άνω με αριθμό … πρακτικά συνεδρίασης, όπως οι σχετικές δηλώσεις επαναλήφθηκαν και καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 39.648 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ύψος των οφειλόμενων τελών ελλιμενισμού, όπως αναλύονται στην αγωγή, καθώς και το ποσό των 80.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την εν λόγω αδικοπραξία, νομιμοτόκως δε αμφότερα τα ποσά από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμόδιου καθ’ ύλην (χρόνος κατάθεσης αγωγής 6.4.2010) και κατά τόπο Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 14 παρ. 2, 18, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), λόγω και του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς (άρθρο 51 ν. 2172/1993), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Η ενάγουσαεπιχειρεί να θεμελιώσει τη νομική και ιστορική βάση της αγωγής στις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 του ΑΚ, πλην όμως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας,υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν θεμελιώνεται παράνομη και αποδοκιμαζόμενη από την έννομη τάξη και τα χρηστά ήθη συμπεριφορά (θετική ή αρνητική) της εναγόμενης, καθώς η παραμονή των κατασχεθέντων σκαφών στις θέσεις αγκυροβολίας τους στη «Μ. Ζ.» συνιστά αυτόθροη συνέπεια της κατάσχεσης και της εκ του νόμου συνακόλουθης απαγόρευσης απόπλου τους. Παρέπεται ότι με την περιγραφόμενη συμπεριφορά της εναγόμενης σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το υποκειμενικό στοιχείο της πρόθεσής της, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, να προκαλέσει ζημία στην ενάγουσα, συνιστάμενη στη μη είσπραξη των τελών ελλιμενισμού από άλλα σκάφη που θα αγκυροβολούσαν στις θέσεις αγκυροβολίας των κατασχεθέντων σκαφών. Εξάλλου, μόνο το γεγονός ότι έτερο τραπεζικό ίδρυμα καταβάλλει τα οφειλόμενα τέλη ελλιμενισμού για το αναφερόμενο κατασχεθέν από αυτό σκάφος, δεν καθιστά κρατούσα αντίληψη για τη συγκεκριμένη κατηγορία συναλλαγών την υποχρέωση του αναγκαστικώς κατασχόντος να καταβάλλει τα τέλη ελλιμενισμού για το σκάφος του οποίου ο απόπλους εκ του νόμου απαγορεύεται μετά την αναγκαστική κατάσχεσή του, υποχρέωση η οποία βαρύνει πρωταρχικά την πλοιοκτήτρια εταιρία, ούτε την υποχρέωσή του (αναγκαστικώς κατασχόντος) για την ανεύρεση άλλου χώρου μεθόρμισης του σκάφους, προκειμένου η εκάστοτε παραχωρήσασα τη θέση ελλιμενισμού (εν προκειμένω, η «Μ. Ζ.») να μη στερηθεί των σχετικών τελών από τη μίσθωση του σχετικού χώρου σε έτερο σκάφος. Συνεπώς, η αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη. Τέλος, η ενάγουσα πρέπει να καταδικασθεί λόγω της ήττας της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης (άρθρα 176, 191 παρ.2ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 i, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙτην ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων (2.400,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 19 Ιουλίου 2018, δημοσιεύθηκε δε στις 12 Σεπτεμβρίου 2018, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, μετά την προαγωγή και αναχώρηση της Προέδρου Πρωτοδικών Κωνσταντίνας Παπαντωνίου, με νέα σύνθεση αποτελούμενη από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Αντώνιο Σβύνο και τους Πρωτοδίκες Γεώργιο Παντελίδη και Αντωνία Κοντογεωργάκη, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ