ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 4208/2018
(ΓΑΚ/ΕΑΚ …)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Ιανουαρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στη …, …, με ΑΦΜ … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της … του Δημητρίου (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικος …, και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εκπροσωπήθηκε από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο. ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Της αλλοδαπής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στη … (…) του … (…), …, …, …, …… και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Μπακόπουλος του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικος …, οδός …, και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. 2. …, κατοίκου …, …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Μπακόπουλος του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικος …, οδός …,και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 15.6.2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης (ΓΑΚ) …και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (ΕΑΚ) … και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 19.12.2017 πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 197, 198 ΑΚ, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 919 του ίδιου Κώδικα, συνάγονται τα εξής: Η καθιερούμενη με τις διατάξεις αυτές ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμβάσεως έχει εφαρμογή και στην περίπτωση ματαίωσης της συμβάσεως, έστω και σε χρόνο κατά τον οποίο οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών έχουν ολοκληρωθεί και δεν υπολείπεται παρά η τυπική υπογραφή της συμβάσεως, περί της οποίας έχουν δοθεί σαφείς βεβαιώσεις, ότι πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Το στάδιο των διαπραγματεύσεων αρχίζει από τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί η προσέγγιση των προσώπων που ενδιαφέρονται για τη σύναψη και ισχύ της μεταξύ τους σύμβασης για τη διερεύνηση των δυνατοτήτων σύναψης και καθορισμού των όρων αυτής και λήγει είτε με την οριστική διακοπή των διαπραγματεύσεων είτε με τη σύναψη της συμβάσεως και φυσικά άμα η σύμβαση αυτή περιληφθεί τον απαιτούμενο νόμιμο ή δικαιοπρακτικό τύπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 158 και 159 παρ. 2 ΑΚ (ΠΠρΛαρ 630/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Καράσης σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, 197-198 αρ. 2).Προσυμβατική ευθύνη γεννιέται επίσης και κατά τις διαπραγματεύσεις για κατάρτιση προσυμφώνου ή σε περίπτωση καταρτίσεως προσυμφώνου (Λέκκας, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 197-198 αρ. 5, με παραπομπές στη θεωρία). Εκείνος που, με συμπεριφορά αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ματαίωσε τη σύναψη της συμβάσεως, είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει το άλλο μέρος για τη ζημία που προέρχεται από το γεγονός ότι αυτός πίστευε ότι η σύμβαση θα καταρτιζόταν. Ως ζημία, δηλαδή, νοείται το αρνητικό της συμβάσεως διαφέρον, ήτοι κάθε ζημία, θετική ή και διαφυγόν κέρδος, που συναρτάται προς το ότι το έτερο μέρος υποβλήθηκε σε δαπάνες ή ματαίωσε άλλη ευκαιρία εξαιτίας της πεποίθησής του ότι η σύμβαση θα καταρτιζόταν, όχι δε το διαφέρον από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης, δηλαδή ζημία θετική ή αποθετική που οφείλεται στο ότι δεν εκπληρώθηκε η σύμβαση, αφού τέτοιο διαφέρον προϋποθέτει ότι η σύμβαση έχει συναφθεί (ΑΠ 1721/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Στην έννοια του αρνητικού διαφέροντος υπάγονται ιδίως τόσο η ζημία του αναίτιου μέρους εξαιτίας δαπανών στις οποίες προέβη διότι πίστεψε ως επικείμενη τη σύναψη της σύμβασης, όσο και η ζημία την οποία αυτό υπέστη για τον ίδιο λόγο από την απόκρουση άλλης ευκαιρίας για σύναψη όμοιας σύμβασης με τους ίδιους ή ευνοϊκότερους όρους (ΑΠ 197/2007 ΕΕμπΔ 2008.380, ΕφΠατρ 823/2009 ΑχαΝομ 2010.30).Η ευθύνη δε αυτή θεμελιώνεται ευθέως στο νόμο, διακρινόμενη από την ενδοσυμβατική ευθύνη (ΑΠ 228/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όταν οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται μέσω τρίτου, ευθυνόμενος από τις διαπραγματεύσεις είναι άλλοτε ο τρίτος, άλλοτε ο αντιπροσωπευόμενος και άλλοτε τόσο ο τρίτος όσο και ο αντιπροσωπευόμενος. Ειδικότερα, αν αυτός που διενεργεί τις διαπραγματεύσεις έχει προσωπική βασική επιρροή σε αυτές, προκαλεί δε και αποδέχεται την εμπιστοσύνη του άλλου μέρους στο πρόσωπό του, τότε δημιουργείται ευθύνη κατά τις ΑΚ 197-198 εκείνου που πράγματι διενήργησε κυριαρχικά τις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, υποστηρίζεται και η άποψη ότι ο αντιπροσωπευόμενος έχει σε κάθε περίπτωση την κατά τις ΑΚ 197-198 ευθύνη για τη ζημιογόνο, υπαίτια και αντίθετη στην καλή πίστη και στα συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά του αντιπροσώπου του, χωρίς να αποκλείεται και η ευθύνη του τρίτου είτε κατά τις ΑΚ 914 επ. είτε κατά τις ΑΚ 197-198. Ευθύνη του τρίτου από τις διαπραγματεύσεις γεννιέται ιδίως στις περιπτώσεις που ο τρίτος είτε έχει δικό του άμεσο οικονομικό συμφέρον για την κατάρτιση της σύμβασης είτε προκάλεσε στο πρόσωπό του και στη συνέχεια διέψευσε την εμπιστοσύνη του άλλου μέρους κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων (Λέκκας, ό.π., 197-198 αρ. 34-35, με παραπομπές σε θεωρία και νομολογία, Καράσης, ό.π., 197-198 αρ. 10 και Δωρής σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, 211 αρ. 23). Εξάλλου,αν κάποιος κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων επιδείξει συμπεριφορά αντίθετη με τα χρηστά ήθη, τότε παράλληλα με την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις θεμελιώνεται κατ’ αυτού και αξίωση από αδικοπραξία, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις των άρθρων 919 και 914 επ. ΑΚ. Ειδικότερα κατά το άρθρο 919 ΑΚ όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Προϋποθέσεις εφαρμογής της πιο πάνω διατάξεως είναι: α) ανθρώπινη συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) αντίθεση της συμπεριφοράς αυτής στα χρηστά ήθη, γ) πρόθεση επαγωγής ζημίας, δ) να προκλήθηκε πράγματι η ζημία και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική, εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου, για την κρίση δε της υπάρξεως ή μη υπάρξεως αντιθέσεως της συγκεκριμένης συμπεριφοράς προς τα χρηστά ήθη εκτιμάται όχι μεμονωμένο στοιχείο, όπως το αίτιο ή ο σκοπός του δράστη, αλλά το σύνολο των συνθηκών και περιστάσεων που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά. Η πρόθεση (δόλος) έχει την έννοια ότι ο ζημιώσας ήξερε ότι με τη συμπεριφορά του θα ζημιωνόταν κάποιος άλλος και ήθελε την πρόκληση της ζημίας. Εκτός όμως από τον άμεσο δόλο, που υπάρχει όταν ο υπαίτιος ενήργησε με αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλο, αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος (ΟλΑΠ10/1991), δηλαδή αρκεί ο υπαίτιος να γνώριζε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρά ταύτα να μην απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη. Τέλος, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς και της ζημίας που επήλθε στον παθόντα έχει την έννοια ότι η πράξη ή παράλειψη του υπαιτίου, ενόψει των ειδικών περιστάσεων και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ήταν πρόσφορη αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος (ΑΠ 228/2016 ό.π.). Σημειωτέον ότι υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί, πέρα από την αξίωση από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ. Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή νομίμων βάσεων, μεταξύ συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει δικαίωμα να στηρίξει την αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο(ΕφΠειρ 482/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, κατόπιν εκδήλωσης ενδιαφέροντος από τη δεύτερη των εναγομένων για αγορά του περιγραφόμενου στην αγωγή επαγγελματικού σκάφους αναψυχής «…», κυριότητας της ενάγουσας, στις 30.6.2016 μετά από επιθεώρηση και θαλάσσια δοκιμή αυτού, παρουσία της ιδίας, συνεργατών της και του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, ακολούθησαν μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, κατά τις οποίες συμφωνήθηκε ως τίμημα για την αγοραπωλησία το ποσό των 3.000.000 ευρώ, που θα εξοφλούνταν με την καταβολή 2.700.000 ευρώ από τη δεύτερη των εναγομένων και με τη μεταβίβαση του σκάφους «…», αξίας 300.000 ευρώ, ιδιοκτησίας της πρώτης των εναγομένων, στην ενάγουσα, δεσμεύθηκε δε αυτή(ενάγουσα) ν’ ακυρώσει τους ήδη προγραμματισμένους για τους καλοκαιρινούς μήνες ναύλους και να προβεί στις αιτηθείσες από τον Πλοίαρχο των εναγομένων εργασίες επί του σκάφους, των οποίων το κόστος θα κατέβαλλε η δεύτερη εξ αυτών. Ότι, με επιθυμία της τελευταίας και για φορολογικούς λόγους, προκρίθηκε η αγορά του σκάφους, κατόπιν τροποποίησής του από επαγγελματικό σε ιδιωτικό σκάφος αναψυχής, από την πρώτη των εναγομένων, εδρεύουσα στον …, εταιρία, της οποίας η δεύτερη εναγόμενη είναι η μοναδική μέτοχος και ασκεί την πραγματική διοίκηση. Ότι στις 16.8.2016 η τελευταία εντελώς αιφνίδια δήλωσε προφορικά στην ενάγουσα ότι υπαναχωρούσε από τη σύμβαση, για λόγους οφειλόμενους αποκλειστικά στην ίδια και αφορώντες σε ατύχημα με σκάφος που είχε προκαλέσει οικογενειακός της φίλος, ενώ σε προηγούμενο ηλεκτρονικό μήνυμα που είχε αποστείλει στον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας στις 28.7.2016 τον είχε διαβεβαιώσει ότι, παρά τις όποιες καθυστερήσεις, η συμφωνία εξακολουθούσε να ισχύει και η ίδια θα φρόντιζε να επισπευσθεί η διαδικασία, ήδη δε ήταν έτοιμο προς υπογραφή το προσύμφωνο αγοραπωλησίας σκάφους, με καταληκτική ημερομηνία παράδοσης αυτού τις 22.8.2016. Ότι τον Οκτώβριο 2016 η δεύτερη των εναγομένων ενημέρωσε την ενάγουσα ότι υπαναχωρεί οριστικά από τη σύμβαση, χωρίς να προβάλει οποιονδήποτε λόγο. Ότι με τον τρόπο αυτό οι εναγόμενοι αντισυμβατικά και υπαιτίως, με πρόθεση ενεργώντας και με τρόπο αντίθετο προς τη συμπεριφορά την οποία επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και οι συναλλακτικές συνήθειες, της δημιούργησαν με τις διαβεβαιώσεις τους την πεποίθηση ότι θα καταρτιζόταν τελικά η σύμβαση μεταβίβασης του σκάφους, χωρίς δε κανένα δικαίωμα υπαναχώρησαν αυτής, με συνέπεια την πρόκληση σε βάρος της ζημίας. Με βάση τα ανωτέρω, ζητεί, σωρεύοντας τις νόμιμες βάσεις της ευθύνης από διαπραγματεύσεις και της αδικοπρακτικής ευθύνης λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη, ν’αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν, εις ολόκληρον εκάστη, να της καταβάλουν: α) το ποσό των 336.000 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη από τη μη ναύλωση του ως άνω σκάφους κατά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2016, β) το ποσό των 35.000 ευρώ που δαπάνησε για εργασίες [τρίψιμο εξωτερικών καταστρωμάτων (deck), αντικατάσταση σε ορισμένα σημεία του λάστιχου του καταστρώματος, τοποθέτηση νέου λογισμικού στα πτερύγια σταθεροποίησης, μετατροπή σε αντίθετη φορά χειριστηρίων Bow&SternThruster, εσωτερικά βερνικώματα επίπλων και φινιρίσματα μικροβαφών στο σκάφος], εκτελεσθείσες ως επί το πλείστον από υπαλλήλους της, γ) το ποσό των 12.400 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, ως αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου της, δ) το ποσό των 100.000 ευρώ που απώλεσε από τη ματαίωση της αγοραπωλησίας, καθώς απέκρουσε προσφορές πώλησης αυτού έναντι τιμήματος 3.100.000 ευρώ, ε) το ποσό των 1.285 ευρώ που δαπάνησε για πετρέλαιο κίνησης και το ποσό των 500 ευρώ που κατέβαλε σε δύο μηχανικούς της εταιρίας Caterpilar για να πιστοποιήσει την ποιότητα των μηχανών,κατά τη θαλάσσια δοκιμή της 30ής.6.2016, και στ) το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη μείωση της εμπορικής της πίστης, ήτοι συνολικά το ποσό των 635.185 ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω ποσάμε το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστούν στη δικαστική της δαπάνη.Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος αρμοδίου καθ’ ύλην (άρθρα 7, 9, 14 παρ. 2 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπονκαι, συνακόλουθα, έχοντος διεθνή δικαιοδοσία, Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα του ΚΠολΔ3 παρ. 1, 33 (ως προς την προσυμβατική ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις· βλ. σχετ. ΠΠρΠειρ 2359/2002 ΧρΙΔ 2002.804) και 35 (ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ) ως προς την πρώτη εναγόμενη, εδρεύουσα στον …, εταιρία, και σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 1, 5 παρ. 3 [πρβλ. Απόφαση ΔΕΚ 17.9.2002 υπόθ. C-334/2000 Συλλογή της Νομολογίας 2002 σελ. I-07357=ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ για την εμπίπτουσα στην κατηγορία των ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, κατά την έννοια του άρθρου 5 σημ. 3 της Σύμβασης των Βρυξελλών,προσυμβατική ευθύνη (culpaincontrahendo) –βλ. όμως, σχετ. επιφύλαξη στιςΠροτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα ΔΕΚ της 7ης.4.2016 υπόθ. C-102/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]και 24 της Σύμβασης του Λουγκάνο της 30ής Οκτωβρίου 2007 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η εφαρμογή της οποίας δεν εθίγη από τον Κανονισμό 1215/2012 (βλ. άρθρο 73 παρ. 1 αυτού) ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, κάτοικο …, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 3Α –Βα του ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, σχετικά με τον παραδεκτά προβαλλόμενο ισχυρισμό των εναγομένων ότι η αγωγή είναι ανυπόστατη ελλείψει νόμιμης επίδοσης, πρέπει να σημειωθούν τα εξής:Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, «Στην περίπτωση του άρθρου 237ΚΠολΔ, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα». Από την υπ’αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών Α. Α., που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση από 15.6.2017 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. …/…) αγωγής, που απευθύνεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με πράξη κατάθεσής της στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου και με ορισμό προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων, μαζί με την αντίστοιχη επικυρωμένη μετάφραση του δικογράφου, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια της ανωτέρω διαδίκου, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, εδρεύουσας στον …, εταιρίας (άρθρα 122 παρ.1, 123, 134 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ). Με την επίδοση αυτή συντελέσθηκε η πλασματική επίδοση, για την οποία προβλέπουν τα άρθρα 134 και 136 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκειμένου για πρόσωπα, που διαμένουν ή έχουν την έδρα τους στο εξωτερικό, καθώς ο …, όπου εδρεύει η πρώτη εναγόμενη, δεν έχει συμβληθεί ή προσχωρήσει στη Σύμβαση της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που προβλέπει πραγματική επίδοση σε πρόσωπα στην αλλοδαπή, ούτε έχει καταρτισθεί μεταξύ αυτού και της Ελλάδας διμερής σύμβαση, ρυθμίζουσα τα θέματα των επιδόσεων με διαφορετικό τρόπο(ΕφΠειρ 390/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται ότι ουδόλως προέκυψε από τη δικογραφία ότι το ανωτέρω νομικό πρόσωπο έχει διορίσει αντίκλητο στην Ελλάδα για τις επιδόσεις εγγράφων, που το αφορούν, είτε με δήλωση ενώπιον της γραμματείας αυτού του Δικαστηρίου είτε με ρήτρα σε σύμβαση με την ενάγουσα ή με διορισμόπληρεξούσιου δικηγόρου κατά το άρθρο 96 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 142 παρ.1 και 143 παρ.1-4 του ιδίου Κώδικα, και συγκεκριμένα την …, δικηγόρο Αθηνών, στην οποία επέδωσε επίσης ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής(βλ. την υπ’αριθ. … έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα). Επειδή, όμως, συντελέσθηκε εμπρόθεσμα κατά τα ανωτέρω η πλασματική επίδοση των άρθρων 134, 136 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή λογίζεται υποστατή ως προς την πρώτη εναγόμενη. Επίσης,από την υπ’αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών Α. Α., που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, που απευθύνεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με πράξη κατάθεσής της στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου και με ορισμό προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων, μαζί με την αντίστοιχη επικυρωμένη μετάφραση του δικογράφου, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια της ανωτέρω διαδίκου, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης, κατοίκου Ο. και συγκεκριμένα … (άρθρα 122 παρ.1, 123, 134 παρ.1 και 2 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Με την επίδοση αυτή συντελέσθηκε η πλασματική επίδοση, για την οποία προβλέπουν τα άρθρα 134 και 136 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκειμένου για πρόσωπα, που διαμένουν ή έχουν την έδρα τους στο εξωτερικό, καθώς η Ουρουγουάη, όπου κατοικεί η δεύτερη εναγόμενη, δεν έχει συμβληθεί ή προσχωρήσει στη Σύμβαση της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που προβλέπει πραγματική επίδοση σε πρόσωπα στην αλλοδαπή, ούτε έχει καταρτισθεί μεταξύ αυτής και της Ελλάδας διμερής σύμβαση, ρυθμίζουσα τα θέματα των επιδόσεων με διαφορετικό τρόπο, ενώ ουδόλως προέκυψε από τη δικογραφία ότι το ανωτέρω πρόσωπο έχει διορίσει αντίκλητο στην Ελλάδα για τις επιδόσεις εγγράφων, που το αφορούν, είτε με δήλωση ενώπιον της γραμματείας αυτού του Δικαστηρίου είτε με ρήτρα σε σύμβαση με την ενάγουσα ή με διορισμόπληρεξούσιου δικηγόρου κατά το άρθρο 96 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 142 παρ.1 και 143 παρ.1-4 του ιδίου Κώδικα. Σημειώνεται ότι της πλασματικής αυτής επίδοσης είχαν προηγηθεί άλλες δύο επιδόσεις στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης, ως κατοίκου αντίστοιχα της … (…) και της … (…) (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα). Στην Ελβετία δεν ήταν δυνατή η πραγματική επίδοση της αγωγής, όπως απαιτούν οι διατάξεις της από 30.3.1934 διμερούς σύμβασης μεταξύ της Ελλάδας και της … και σε κάθε περίπτωση της από 15.11.1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης που αμφότερες έχουν κυρωθεί στην Ελλάδα με τον Α.Ν. 729 της 8/15 Ιουνίου 1937 και το Ν. 1334/1983 (πρβλ. ΟλΑΠ 22/2009 ΕΠολΔ 2209.776, ΑΠ 111/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επεστράφη δε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς ανεπίδοτη. Ακολούθησε η επίδοση ως κατοίκου …, πλην όμως δεν αποδεικνύεται ότι αυτή έχει ολοκληρωθεί με την πραγματική επίδοση του υπό κρίση εισαγωγικού δικογράφου, όπως απαιτείται δυνάμει του Κανονισμού 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, που εφαρμόζεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποία περιλαμβάνεται και η Γερμανία, σχετικά με τις επιδόσεις δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, μη αρκούσης της κατά τα άρθρα 134 και 136 ΚΠολΔ πλασματικής επίδοσης στον Εισαγγελέα, καθόσον δεν προσκομίζεται η κατά το άρθρο 19 του άνω Κανονισμού βεβαίωση. Επειδή, όμως, συντελέσθηκε εμπρόθεσμα κατά τα ανωτέρω η πλασματική επίδοση των άρθρων 134, 136 παρ. 1 ΚΠολΔ στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης ως κατοίκου της Ο., η αγωγή λογίζεται υποστατή και ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, ανεξαρτήτως πραγματικής επίδοσης στις λοιπές διευθύνσεις της. Σημειώνεται ότι, όπως συνομολογεί η δεύτερη εναγόμενη και αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από τη δεύτερη εναγόμενη έγγραφο της αρμόδιας δικαστικής αρχής του … Ο., στην εν λόγω χώρασυντελέσθηκε και πραγματική επίδοση του υπό κρίση αγωγικού δικογράφου στις 15.11.2017. Σε κάθε περίπτωση, αμφότερες οι εναγόμενες νόμιμα παραστάθηκαν, καταθέτοντας εμπρόθεσμα πολυσέλιδες και αναλυτικές επί της ουσίας της διαφοράς προτάσεις, είχαν δε το δικαίωμα, εάν θεωρούσαν ότι ο χρόνος προετοιμασίας της άμυνάς τους δεν ήταν επαρκής και σύμφωνος με την αρχή της ισότητας των όπλων (άρθρα 110 παρ. 1 ΚΠολΔ, 4 παρ. 1 Συντάγματος και 6 ΕΣΔΑ), να ζητήσουν παράταση των σχετικών, τασσόμενων στο άρθρο 237 ΚΠολΔ, προθεσμιών, από τον Δικαστή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 148 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 4335/2015, με την οποία προβλέπεται δικονομική δυνατότητα παράτασης των νόμιμων ή των δικαστικών προθεσμιών και από τον ίδιο τον Δικαστή (χωρίς δηλαδή κοινή πράξη των διαδίκων), μετά από στάθμιση των περιστάσεων (Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4335/2015 υπό το νέο άρθρο 148 – βλ. σχετ. Ευτυχίας Κλουδά, Η πρωτοβάθμια πολιτική δίκη κατά τον ελληνικό ΚΠολΔμετά το ν. 4335/2015. Επίκαιρα ζητήματα, ΝοΒ 2017.1031, ιδίως σελ. 1042 επ.). Εξάλλου, εφαρμοστέο δίκαιο στην ένδικη υπόθεση είναι το ελληνικό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 2 α΄ και γ΄ του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη ΙΙ») ως προς την προσυμβατική ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία (lexlocidamni) και,σε κάθε περίπτωση,διότι, από το σύνολο των περιστάσεων, η επίδικη απορρέουσα από συζητήσεις πριν τη σύναψη της σύμβασης εξωσυμβατική (όπως ο όρος αυτός στον εν λόγω Κανονισμό ερμηνεύεται αυτοτελώς) ενοχή συνδέεται προδήλως στενότερα με την Ελλάδα και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του ιδίου ως άνω Κανονισμού ως προς τη σωρευόμενη αδικοπρακτική ευθύνη κατ’ άρθρο 919 ΑΚ, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία. Σημειώνεται ότι η παρ. 2 του άρθρου 12 του ως άνω Κανονισμού εφαρμόζεται εν προκειμένω διότιδεν μπορεί να καθοριστεί το δίκαιο (ελληνικό ή αγγλικό) που θα εφαρμοζόταν στη σύμβαση εάν αυτή είχε συναφθεί (άρθρο 12 παρ. 1 Καν). Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, πλην του κονδυλίου ποσού 35.000 ευρώ που η ενάγουσα αξιώνει για τις τεχνικές εργασίες που εκτελέσθηκαν επί του σκάφους, το οποίο κρίνεται αόριστο, κατά παραδοχή σχετικού βάσιμου ισχυρισμού των εναγόμενων, και απορριπτέο, αφού δεν προσδιορίζεται το κόστος των υλικών και εκάστης εργασίαςπου πραγματοποιήθηκε, αοριστία που δεν συμπληρώνεται με τις προτάσεις της ενάγουσας ούτε καλύπτεται από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, και νόμω βάσιμη ως προς την προσυμβατική ευθύνη των εναγομένων, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 197, 198, 211, 297, 298, 330, 481, 340, 345 ΑΚ, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ωστόσο, κατά το κεφάλαιό της που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, σύμφωνα με αυτά που εκτίθενται στη νομική σκέψη, η αγωγή είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, αφού, κατά τα ως άνω εκτιθέμενα δεν μπορεί να θεμελιωθεί αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, διότι οι υπαίτιες πράξεις που αυτή τους αποδίδει, ήτοι η υπαναχώρηση από την κατάρτιση της συμβάσεως αγοραπωλησίας του σκάφους, την αγορά του οποίου διαπραγματεύονταν με αυτήν, παρά τις περί του αντιθέτου σαφείς διαβεβαιώσεις τους, συναρτώνται κατ’ ανάγκη με τη μη εκπλήρωση των ως άνω προσυμβατικών υποχρεώσεών τους, των επιβαλλομένων από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, και δεν μπορούν να νοηθούν χωρίς την ύπαρξη της ειδικής αυτής εκ του νόμου ενοχής. Συνεπώς, η βάση αυτή της αγωγής και, συνακόλουθα, η αξίωση επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία αδικοπραξίας, είναι νομικά αβάσιμη. Σημειώνεται ότι, με βάση τις διατάξεις της ευθύνης από διαπραγματεύσεις, δεν αποκαθίσταται τυχόν ηθική βλάβη (Λέκκας, ό.π., 197-198 αρ. 32, με παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, δεδομένου ότι, ενόψει του αναγνωριστικού αιτήματος της αγωγής, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, προσκομίστηκε δε το από 28.11.2017πληρεξούσιο της Καλλιόπης Σακιώτου συζ. Στυλιανού, υπό την ιδιότητά της ως νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας εταιρίας (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. Πρωτ. 12398/8.2.2017 Ανακοίνωση καταχώρησης στο Γ.Ε.ΜΗ.), η από 22.11.2017 εξουσιοδότηση του CristophBirgelen, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, σε συνδυασμό με τα από 22.11.2017 Πρακτικά συνεδρίασης του Δ.Σ. αυτής, και η από 22.11.2017 εξουσιοδότηση της δεύτερης εναγόμενης προς τους αναφερόμενους στα εισαγωγικά της παρούσας και υπογράφοντες τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους (άρθρα 237 παρ. 1 και 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το Ν. 4335/2015), πληρεξούσιους δικηγόρους τους, κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔ, οι οποίοι κατέθεσαν αντιστοίχως τα με αριθμούς Α174795/29.11.2017, Α174867/29.11.2017 και Α174869/29.11.2017γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
Από τις διατάξεις των άρθρων 49 παρ. 1, 2 και 64 παρ. 1 του ν.δ. 3026/1954 «Κώδικος περί Δικηγόρων» και ήδη των άρθρων 5, 38 και 140 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», σε συνδ. με αυτές των άρθρων 400 παρ. 1 και 401 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι δεν εξετάζονται ως μάρτυρες οι δικηγόροι, ως προς εκείνα τα πραγματικά γεγονότα τα οποία εμπιστεύθηκανσ’ αυτούς οι εντολείς τους ή διαπιστώθηκαν από αυτούς κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους και για τα οποία υπάρχει καθήκον εχεμύθειας, εκτός αν επιτρέψει την εξέτασή τους εκείνος που τους τα εμπιστεύθηκε και εκείνος τον οποίο αφορά το απόρρητο. Αντίθετα, για όσα πραγματικά γεγονότα οι δικηγόροι έλαβαν γνώση κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, δεν απαγορεύεται η εξέτασή τους, αλλά αφήνεται στους ίδιους να κρίνουν κατά συνείδηση αν πρέπει, καλούμενοι ως μάρτυρες, να καταθέσουν γι’ αυτά. Η χωρίς την προηγουμένη άδεια του Δ.Σ. του Συλλόγου όπου ανήκουν ή σε επείγουσες περιπτώσεις του Προέδρου αυτού εξέτασή τους δεν καθιστά άκυρη την κατάθεσή τους, αλλά συνεπάγεται μόνον πειθαρχική κύρωση κατά του παραβάτη δικηγόρου (ΕφΑθ 12884/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ, όπως αυτά τροποποιήθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν. 4335/2015:«421. Οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επόμενων άρθρων. 422. 1. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, επιδίδει δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, η οποία αναφέρει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι. 3. Δεν επιτρέπεται η λήψη ένορκων βεβαιώσεων πάνω από πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι για να είναι σαφής και ορισμένη η επίκληση πρόσθετων ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου, οι οποίες προσκομίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή ενώπιον του εφετείου στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης (άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ) μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 2 του άρθρου 237 ΚΠολΔ, για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων, πρέπει στην προσθήκη των προτάσεων του διαδίκου που τις προσκόμισε, να αναφέρεται, εκτός των άλλων, ότι αυτές προσκομίζονται για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων του αντιδίκου, ώστε το δικαστήριο της ουσίας να κρίνει αυτές παραδεκτές και στη συνέχεια να ελέγξει, αν πράγματι προσκομίσθηκαν για τον σκοπό αυτό(ΑΠ 74/2017, ΑΠ 1454/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … που ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Νάκου με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της με την από 17.11.2017 κλήση κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ(βλ. τις υπ’ αριθ. …, …, … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Πρωτοδικείου … Α. Α.), από τις υπ’ αριθ. … και … ένορκες βεβαιώσεις της μάρτυρος …, δικηγόρου, που ελήφθησαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Γεωργίας Βούλγαρη με επιμέλεια της πρώτης και της δεύτερης εναγόμενης αντίστοιχα κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου τους με τις από 23.11.2017 κλήσεις (βλ. τις υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Α. Δ.), με τη σημείωση ότι η χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, στον οποίο ανήκει, εξέταση της μάρτυρος αυτής δεν επάγεται ακυρότητατης καταθέσεώς της, όπως προαναφέρθηκε, παρά τις σχετικές αιτιάσεις της ενάγουσας, ενώ η ένσταση εξαίρεσης ως μάρτυρα του πληρεξουσίου δικηγόρου διαδίκου μπορεί να προβληθεί μόνο από τον διάδικο πελάτη – εντολέα του δικηγόρου που προτείνεται ως μάρτυρας και όχι από τον αντίδικό του, γιατί το επαγγελματικό απόρρητο του δικηγόρου έχει ταχθεί προς το συμφέρον του πελάτη εκείνου που αφορά το απόρρητο και όχι του αντιδίκου του (ΑΠ 1693/2017, ΑΠ 862/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), μη λαμβανομένης, ωστόσο, υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα … που ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Αίγινας Μαρδικούλας Χαλδαίου – Ευσταθοπούλου με επιμέλεια της δεύτερης εναγόμενης, διότι στην από 14.12.2017 προσθήκηεπί των προτάσεών της προκύπτει ότι σ’ αυτήν δεν αναφέρεται ότι η ανωτέρω ένορκηβεβαίωση μάρτυρα προσκομίζεται για την αντίκρουση ένορκης βεβαίωσης της ενάγουσας, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική σκέψη, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, που εδρεύει στη … και φέρει αριθμό Μ.Α.Ε. …), έχει ως καταστατικό της σκοπό την απόκτηση με αγορά, κατασκευή ή ναυπήγηση πλοίου ή πλοίων κάθε είδους, την εκμετάλλευση, εκναύλωση και ναύλωση των ιδιόκτητων πλοίων της εταιρίας, την επάνδρωση και τον διακανονισμό των πληρωμάτων ιδιόκτητων πλοίων της εταιρίας, τη διενέργεια κάθε φύσεως εργασίας και ναυτιλιακής επιχείρησης η οποία έχει σχέση με τον παραπάνω σκοπό, δηλαδή την εκμετάλλευση των ιδιόκτητων πλοίων της εταιρίας και ενδεικτικά ναυλώσεων, μεταφοράς προσώπων, συντήρησης πλοίων και ρυμούλκησής τους στην ξηρά για μεταφορά τους σε χώρους επισκευής και τη συμμετοχή της με οποιονδήποτε τρόπο, είτε με εισφορές είτε με απόκτηση τίτλων, σε άλλες εταιρίες, οποιασδήποτε νομικής μορφής και σε ατομικές επιχειρήσεις, ημεδαπές ή αλλοδαπές, που υφίστανται ή που θα συσταθούν και οι οποίες επιδιώκουν ακριβώς τον ίδιο σκοπό, η συνεργασία με αυτές και η διενέργεια κάθε γενικά επιχείρησης ή εργασίας, απαραίτητης για την εκπλήρωση των σκοπών της εταιρίας, καθώς και η συγχώνευση, μερική ή ολική της εταιρίας, με άλλη ή άλλες εταιρίες αμιγώς του ίδιου σκοπού. Στην αποκλειστική κυριότητά της ανήκει το επαγγελματικό σκάφος αναψυχής υπό ελληνική σημαία «…)», νηολογημένο στο λιμάνι Πειραιά υπ’ αριθ. νηολογίου …, με Δ.Δ.Σ. SY2498, που φέρει δύο (2) προωστήριες μηχανές ντήζελ (diesel) Caterpillar, με ολική χωρητικότητα (κ.ο.χ.) 146,66 και καθαρή χωρητικότητα (κ.κ.χ.) 85,47, ολικού μήκους 26,80 μ., μήκους νηολόγησης 24,89 μ., πλάτους νηολόγησης 6,40 μ. και βάθους νηολόγησης 3,65 μ. Στο εν λόγω μηχανοκίνητο πλοίο έχει χορηγηθεί η με Α.Μ.Ε.Π.Α. … υπ’ αριθ. Πρωτ. …/…/2002 από 28.6.2002 άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, αορίστου χρόνου. Το καλοκαίρι του έτους 2015 η δεύτερη εναγόμενη εκδήλωσε ενδιαφέρον για το ως άνω σκάφος, το οποίο ήταν υπό πώληση, όταν το είδε αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πόρου. Το ενδιαφέρον αυτό εκδηλώθηκε πιο έντονα τον Φεβρουάριο του έτους 2016, όταν ο στενός συνεργάτης της … επικοινώνησε τηλεφωνικά με το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας εταιρίας …, ζητώντας του να πραγματοποιηθεί μια συνάντηση στο σκάφος, προκειμένου να επιθεωρήσει το εσωτερικό του ένας στενός φίλος της δεύτερης εναγόμενης, ονόματι …. Πράγματι, ο τελευταίος μετέβη στο σκάφος και το επιθεώρησε, παρουσία του ενόρκως βεβαιώσαντος για λογαριασμό της ενάγουσας και στενού συνεργάτη των μελών του Δ.Σ. αυτής … και της ετέρας νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας …, έμεινε δε απολύτως ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα της επιθεώρησης, όπως ανέφερε αμέσως σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τη δεύτερη εναγόμενη. Κατόπιν των ανωτέρω, τον Ιούνιο του έτους 2016 η δεύτερη εναγόμενη ζήτησε από τον ως άνω … να μεταβεί στην Ελλάδα από την Αμερική όπου ευρισκόταν για επαγγελματικούς λόγους, προκειμένου να παρευρίσκεται και αυτός σε επιθεώρηση του σκάφους στην οποία θα προέβαινε η ίδια η δεύτερη εναγόμενη μαζί με στενούς συνεργάτες της. Πράγματι, στις 30 Ιουνίου 2016 πραγματοποιήθηκε η συνάντηση στο σκάφος, το οποίο κατά το χρόνο εκείνο βρισκόταν αγκυροβολημένο στη μαρίνα της Βουλιαγμένης, παρουσία, πέραν του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας … και της δεύτερης εναγόμενης, των συνεργατών της τελευταίας …, Πλοιάρχου, …, μηχανικού, και …, δικηγόρου. Από την πλευρά της ενάγουσας παρόντες ήταν επίσης ο ως άνω … και ο μηχανικός της …. Τέλος, επί του σκάφους επέβαιναν και δύο μηχανικοί, συνεργάτες της κατασκευάστριας των μηχανών του σκάφους εταιρίας (Caterpillar), προκειμένου να προβούν σε έλεγχό τους, κατόπιν απαιτήσεως του προαναφερθέντος …. Στο σημείο αυτό σκόπιμο κρίνεται ν’ αναφερθεί ότι ο τελευταίος είναι Πλοίαρχος στο σκάφος «…», ιδιοκτησίας της πρώτης των εναγόμενων εδρεύουσας στον … εταιρίας με την επωνυμία «….», η οποία είναι των αποκλειστικών συμφερόντων της δεύτερης εναγόμενης, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά κατωτέρω. Κατά τη συνάντηση εκείνη ο … και ο … επιθεώρησαν επισταμένως το σκάφος, στη συνέχεια δε ζήτησαν να γίνει και θαλάσσια δοκιμή (seatrial) αυτού. Πράγματι, αν και δεν είθισται να γίνεται θαλάσσια δοκιμή πριν την κατάρτιση προσυμφώνου πώλησης και την καταβολή προκαταβολής, ενόψει του εγνωσμένου κύρους και της οικονομικής επιφάνειας της δεύτερης εναγόμενης ακολούθησε θαλάσσια δοκιμή του ανωτέρω σκάφους, με τις μηχανές σε πλήρη ισχύ. Κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας δοκιμής δεν διαπιστώθηκε κανένα πρόβλημα, ούτε σχετικά με τη θερμοκρασία των μηχανών ούτε σχετικά με τις γεννήτριες, τον κλιματισμό, τη σταθερότητα του σκάφους, το προπελάκι της πλώρης και της πρύμνης αντίστοιχα. Κατόπιν τούτων, η δεύτερη εναγόμενη εκδήλωσε την έντονη επιθυμία να το αγοράσει, αρχομένων των διαπραγματεύσεων μεταξύ των ήδη αντιδίκων πλευρών. Ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας της ανέφερε ότι το τίμημα ανερχόταν στο ύψος των 3.000.000 ευρώ, η δεύτερη δε εναγόμενη αποδέχθηκε αμέσως το ύψος του τιμήματος, προτείνοντας τον ακόλουθο τρόπο εξόφλησης: Την καταβολή ποσού 2.700.000 ευρώ και τη μεταβίβαση του προαναφερθέντος υπό σημαία … σκάφους αναψυχής «…», ιδιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης, αξίας 300.000 ευρώ, στην ενάγουσα, πρόταση που έγινε αποδεκτή από την πλευρά της τελευταίας. Σημειώνεται ότι το «…», υπ’ αριθ. νηολογίου … 42908 – 11 – C και με Διεθνές Διακριτικό Σήμα ΗΡ …,έχει μήκος 19,77 μ., πλάτος 4,95 μ. και βάθος 1,86 μ., έχει δύο (2) μηχανές ΜΑΝ, ιπποδύναμη 2 ˣ 1.050 και χωρητικότητα 73,64 κόρους, καθαρή δε χωρητικότητα 59,86 κόρους.Στη συνέχεια, αφού υπήρξε προφορική συμφωνία για το ύψος του τιμήματος, η δεύτερη εναγόμενη ζήτησε να επισπευσθεί η διαδικασία μεταβίβασης του σκάφους, προκειμένου να μπορέσει να το χρησιμοποιήσει στις καλοκαιρινές της διακοπές, και να της παραδοθεί στην ίδια κατάσταση στην οποία βρισκόταν κατά την επιθεώρηση, χωρίς να μεσολαβήσει εκναύλωσή του σε οποιονδήποτε τρίτο μέχρι να της παραδοθεί. Ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας δήλωσε ότι θ’ ακύρωνε όλους τους ήδη συμφωνηθέντες για τους καλοκαιρινούς μήνες (Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο) ναύλους, περαιτέρω δε, θα διατηρούσε το σκάφος αγκυροβολημένο καθ’ όλο το διάστημα που έπρεπε να μεσολαβήσει μέχρι τη μεταβίβασή του, προκειμένου να μη φθαρείκαι, παράλληλα, να γίνουν σ’ αυτό οι απαιτηθείσες από την πλευρά της δεύτερης εναγόμενης εργασίες επί του σκάφους, το κόστος των οποίων θ’ αναλάμβανε η τελευταία. Τις επόμενες ημέρες, ήρθαν σε επαφή οι δικηγόροι των ήδη αντιδίκων, ήτοι του … και των συνεργατών του από την πλευρά της ενάγουσας και της … από την πλευρά των εναγόμενων, μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων και τηλεφωνικών επικοινωνιών, προκειμένου να καθορίσουν τους λεπτομερείς όρους κατάρτισης του προσυμφώνου για τη μεταβίβαση του σκάφους. Ενδεικτικά, στις 11 Ιουλίου 2016 η …, σε ηλεκτρονικό μήνυμά της προς τον …, του γνωστοποίησε τα πλήρη στοιχεία (επωνυμία, έδρα) της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, που θ’ αγόραζε το σκάφος, και δήλωσε ότι κατά την κατάρτιση του προσυμφώνου αγοραπωλησίας θα την εκπροσωπούσε η ίδια, προσκομίζοντας εν καιρώ τα νομιμοποιητικά της έγγραφα, πράγμα που η ενάγουσα αποδέχθηκε. Η δεύτερη εναγόμενη, η οποία διατηρεί επαγγελματικά συμφέροντα στην Ελβετία, επιθυμούσε τον έλεγχο των σχετικών τίτλων αγοραπωλησίας και από τους Ελβετούς δικηγόρους της, πριν τη σύναψη της σύμβασης, οι οποίοι, ωστόσο, στερούμενοι σχετικής εμπειρίας σε αγοραπωλησίες σκαφών, καθυστερούσαν. Για τον λόγο αυτό, μετά την πάροδο ενός μήνα από τη θαλάσσια δοκιμή και την έναρξη των διαπραγματεύσεων, και ενώ ήδη από την 1.7.2016 ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας …, σε ηλεκτρονικό του μήνυμα, είχε αποστείλει στην πληρεξούσια δικηγόρο των εναγόμενων … τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού που τηρούσε η ενάγουσα στην «Τράπεζα Κύπρου», αυτός απέστειλε στις 26.7.2016 στην ίδια τη δεύτερη εναγόμενη ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο εξέφραζε την απογοήτευσή του για την καθυστέρηση των διαδικασιών, δεδομένου ότι ο ίδιος είχε τηρήσει όλες τις δεσμεύσεις του σχετικά με την ακύρωση των ήδη συμφωνηθέντων ναύλων και τη διενέργεια εργασιών επί του σκάφους, χωρίς μάλιστα να έχει λάβει οποιοδήποτε ποσό ως προκαταβολή. Στο εν λόγω μήνυμα ο …ανέφερε ότι είχε εξαρχής ενημερώσει τη δεύτερη εναγόμενη ότι το σκάφος έφερε ελληνική σημαία και διεθνή άδεια ναύλωσης, οι καθυστερήσεις δε οφείλονταν στις προσπάθειες των δικηγόρων των εναγόμενων να το μετατρέψουν σε ιδιωτικό σκάφος αναψυχής υπό σημαία …. Είχε προηγηθεί το από 15.7.2016 ηλεκτρονικό μήνυμα της πληρεξούσιας δικηγόρου … σ’ αυτόν, στο οποίο τον καθησύχαζε ότι όλα θα ολοκληρώνονταν μέχρι την ερχόμενη Δευτέρα, αποδίδοντας τις καθυστερήσεις στην απειρία των Ελβετών δικηγόρων.Στο από 26.7.2016 ηλεκτρονικό μήνυμα του …, η δεύτερη εναγόμενη αντέδρασε με έκπληξη, αναφερόμενη στο πλήθος των συμφωνιών που έχει κάνει στη ζωή της και στην ειλικρίνεια των προθέσεών της που ανέκαθεν την χαρακτήριζε, ενέμεινε δε στην πρόθεσή της να κάνει ό,τι μπορεί για να επιταχυνθούν οι διαδικασίες. Πράγματι, η τελευταία διόρισε και δεύτερο πληρεξούσιο δικηγόρο (Έλληνα) προκειμένου ν’ ασχοληθεί με την αγοραπωλησία, τον …, ο οποίος από τα τέλη Ιουλίου 2016 ήλθε σε επικοινωνία με τους προαναφερθέντες δικηγόρους που ασχολούνταν με την υπόθεση μέχρι εκείνη τη στιγμή, στη συνέχεια δε και συγκεκριμένα στις 9 Αυγούστου 2016 απέστειλε ηλεκτρονικά κείμενο προσυμφώνου αγοραπωλησίας σκάφους (ΜΟΑ), στο οποίο οι δικηγόροι … και … κατέληξαν ύστερα από επεξεργασία των σχετικών προσχεδίων. Η 16η Αυγούστου 2016 ορίστηκε ως ημερομηνία υπογραφής του ήδη συμφωνημένου ως προς το περιεχόμενο προσυμφώνου αγοραπωλησίας σκάφους (ΜΟΑ), με καταληκτική ημερομηνία παράδοσής του στις 22 Αυγούστου 2016. Ωστόσο, την ημέρα εκείνη η δεύτερη των εναγόμενων ανακοίνωσε ότι, μετά το θανατηφόρο ατύχημα που είχε προκαλέσει ο οικογενειακός της φίλος … στην Αίγινα με το σκάφος «…», υπαναχωρούσε από την αγοραπωλησία για λόγους οφειλόμενους αποκλειστικά στην ίδια. Οι νόμιμοι εκπρόσωποι της ενάγουσας … και …, ενόψει και του μεγέθους της οικονομικής τους ζημίας, ανέμεναν ως και τον Οκτώβριο του έτους 2016 μήπως η δεύτερη των εναγόμενων μεταπειθόταν και τελικά προέβαινε στην κατάρτιση της σύμβασης, της συμπεριφοράς τους αυτής μη συνιστάμενης οικείο πταίσμα στη ζημία τους (άρθρο 300 ΑΚ), αφού δεν συνετέλεσε στην πρόκληση ή την έκτασή της, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης των εναγόμενων, ωστόσο τον Οκτώβριο η τελευταία δήλωσε οριστικά ότι υπαναχωρούσε από τη σύμβαση και μάλιστα χωρίς ταυτόχρονα να επικαλεστεί το μη συμφέρον της συμφωνίας ούτε ακροθιγώς κάποια υπαιτιότητα της ενάγουσας ως προς την παραβίαση οποιουδήποτε όρου της ή τη μη συμμόρφωση σε αυτόν. Με την προπεριγραφείσα συμπεριφορά της, κατά τρόπο αντίθετο εκείνου που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα υγιή συναλλακτικά ήθη, προέβη τελικώς σε υπαναχώρηση της συμφωνίας περί μεταβιβάσεως του επίδικου σκάφους, επικαλούμενη προσωπικούς της -ψυχολογικούς- λόγους. Η δεύτερη εναγόμενη καθ’ όλο το προαναφερθέν χρονικό διάστημα ουδέποτε εξέφρασε δυσαρέσκεια για οποιονδήποτε όρο της μεταξύ αυτής και της ενάγουσας καταρτισθείσας προφορικά συμφωνίας, αντίθετα ενίσχυσε στον ως άνω νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας … την πεποίθηση ότι όλα έβαιναν ομαλά και οι όποιες καθυστερήσεις οφείλονταν στην απειρία των Ελβετών δικηγόρων για την επίδικη αγοραπωλησία, χωρίς να του δημιουργήσει, στην πορεία των συναλλακτικών επαφών τους, έστω την υποψία ότι ενδεχομένως η σύμβαση αυτή να μην καταρτιζόταν, ώστε να προβληματιστεί (έστω) για την απώλεια τόσων ναύλων και για το κόστος των εργασιών στις οποίες είχε προβεί προκειμένου η μέλλουσα αγοράστρια του σκάφους να είναι απόλυτα ικανοποιημένη. Οι εργασίες αυτές δεν απαιτούνταν ούτε για την ασφάλεια των πλόων του ούτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, αποσκοπούσαν δε μόνο στην ολοκληρωτική ικανοποίηση της δεύτερης εναγόμενης από την αγορά αυτή. Οι εναγόμενες ισχυρίζονται με τις νομοτύπως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους ότι δεν είχε επέλθει μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων μερών συμφωνία σε όλα τα σημεία της υπό κατάρτιση σύμβασης, η δε υπαναχώρηση οφειλόταν σε φορολογικούς λόγους, καθώς η μετατροπή του υπό πώληση σκάφους αναψυχής από επαγγελματικό σε ιδιωτικό συνεπαγόταν την επιβάρυνση των εναγόμενων με την καταβολή υψηλού φόρου και δη του ποσού των 600.000 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός, ωστόσο, τυγχάνει απορριπτέος κατ’ ουσίαν, καθόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει η σχετική υποχρέωση, αντίθετα από το υπ’ αριθ. Πρωτ. … έγγραφο του Α΄ τελωνείου εισαγωγής, Ε.Φ.Κ. & Εφοδίων Πειραιά, αποδεικνύεται ότι, επειδή το ως άνω σκάφος υπήρξε ως Ε/Γ – Τ/Ρ πλέον της 10ετίας από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκε η ατελής παράδοσή του και έχει οριστικοποιηθεί η ατέλεια, δεν οφείλει Φ.Π.Α. σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν. 1567/1985 (ΦΕΚ Α΄ 171). Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι τον μήνα Αύγουστο 2016 υπήρχε ακόμη αβεβαιότητα ως προς την οφειλή ή μη Φ.Π.Α., τον μήνα Οκτώβριο 2016, οπότε η δεύτερη εναγόμενη δήλωσε ότι υπαναχωρεί οριστικά από την κατάρτιση της σύμβασης, η σχετική εκκρεμότητα είχε λυθεί, όπως ακριβώς εξαρχής είχε διαβεβαιώσει η πλευρά της ενάγουσας. Περαιτέρω, αναφέρθηκε ανωτέρω ότι το σκάφος θα αγοραζόταν τυπικά από την πρώτη εναγόμενη εταιρία, καθώς το σκάφος «…», που θα μεταβιβαζόταν στην ενάγουσα προκειμένου να συμψηφιστεί το υπόλοιπο τίμημα ποσού 300.000 ευρώ, ήταν της ιδιοκτησίας της. Η εν λόγω αλλοδαπή, εδρεύουσα στον …, εταιρία (πρώτη εναγόμενη), της οποίας αποκλειστική μέτοχος είναι η δεύτερη εναγόμενη, έχει ως κύριο σκοπό την αγορά, πώληση, μεταφορά, διάθεση, συναλλαγή, χρηματοδότηση, ανταλλαγή, ιδιοκτησία, διοίκηση, χορηγώντας ή λαμβάνοντας δάνειο, προμήθεια, υποθήκη, ασφάλεια, χρηματοδοτική μίσθωση, επικαρπία, πτώχευση, οποιοδήποτε είδος ιδιοκτησίας, είτε προσωπικής είτε πραγματικής, μετοχών ή δικαιωμάτων και να πράττει και να δέχεται όλων των ειδών τις συναλλαγές, συμβόλαια, επιχειρήσεις και δοσοληψίες του νόμιμου εμπορίου, συμπεριλαμβανομένων όλων των ειδών των δραστηριοτήτων του ναυτικού δικαίου. Το Διοικητικό της Συμβούλιο αποτελείται από τον drErikBirgelen ως Πρόεδρο, τηDoraLuscherως Ταμία και τον CristophBirgelenως Γραμματέα, δύναται, όμως, αυτό να διορίζει αξιωματούχους, διευθυντές, γενικούς ή ειδικούς συμβούλους, όπως επίσης πράκτορες και εντολείς κάθε είδους, στον … ή σε κάθε άλλη χώρα. Στις κρίσιμες διαπραγματεύσεις, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, προέβαινε για λογαριασμό της καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα (30 Ιουνίου 2016 – Οκτώβριος 2016) η δεύτερη εναγόμενη καιμοναδική μέτοχος της πρώτης, η οποία προσδοκούσε άμεσο οικονομικό όφελος από τη σχετική αγοραπωλησία και, περαιτέρω, ήταν αυτή που προκάλεσε την εμπιστοσύνη της ενάγουσας, νομίμως εκπροσωπούμενης, στο πρόσωπό της και στη συνέχεια διέψευσε την εμπιστοσύνη του άλλου μέρους, ματαιώνοντας αυθαίρετα και αδικαιολόγητα την κατάρτιση της σύμβασης και αδιαφορώντας για τη διασφάλιση των εννόμων αγαθών (περιουσίας) της ενάγουσας. Επομένως, αμφότερες οι εναγόμενες, σύμφωνα και με τη μείζονα πρόταση της παρούσας απόφασης, ευθύνονται βάσει των διατάξεων περί προσυμβατικής ευθύνης, αφού δεν κατέβαλαν την απαιτούμενη από τις συναλλαγές επιμέλεια. Σημειώνεται ότι στην αγωγή δεν περιλαμβάνεται -ούτε ήταν απαραίτητη για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης της δεύτερης εναγόμενης, κατά τα προεκτεθέντα- βάση περί άρσης της νομικής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πρώτης εναγόμενης, όπως αβασίμως υποστηρίζει η δεύτερη εναγόμενη.Ενόψει της ματαίωσης της μεταβίβασης του επίδικου σκάφους, η ενάγουσα ζημιώθηκε κατά το ποσό των ναύλων που θα εισέπραττε με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, ζημία που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την υπαίτια αντισυναλλακτική και αντίθετη στην καλή πίστη συμπεριφορά των εναγόμενων, καθόσον η δεύτερη εναγόμενη ήταν αυτή που απαίτησε το σκάφος να της παραδοθεί στην κατάσταση που ήταν κατά τον δοκιμαστικό πλου, με συνέπεια την ακύρωση των προγραμματισθέντων για τους καλοκαιρινούς μήνες ναύλων, τούτο δε δεν αποτελούσε επιχειρηματική απόφαση της ενάγουσαςκαι συνεπώς οικείο πταίσμα της, όπως αβασίμωςυποστηρίζουν οι εναγόμενες.Το γεγονός, άλλωστε, ότι κατά τον ίδιο κρίσιμο χρόνο το σκάφος «…» εκτελούσε κανονικά πλόες δεν αντικρούει την ως άνω μονομερή απαίτηση των εναγόμενων ως προς το -πολύ μεγαλύτερης αξίας- σκάφος «…», το οποίο, άλλωστε, αποτελούσε και το κύριο αντικείμενο της επίδικης αγοραπωλησίας. Από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών σχετικά με τη ναύλωση του επίδικου σκάφους κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο 2015, ήτοι τα υπ’ αριθ. … και …, συνολικής καθαρής αξίας (32.668 + 60.000 + 93.000 + 56.000 =) 241.668 ευρώ, σε συνδυασμό με την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης … σχετικά με τον ημερήσιο ναύλο του επίδικου σκάφους κατά τους καλοκαιρινούς μήνες του 2016, ανερχόμενο στο ποσό των 6.000 ευρώ, και τις προσφορές ναύλωσης που απέρριψε η ενάγουσα γι’ αυτό το χρονικό διάστημα, συνολικής αξίας 336.000 ευρώ, προκύπτει ότι η ενάγουσα δικαιούται για την αιτία αυτή ως διαφέρον εμπιστοσύνης το ποσό των 250.000 ευρώ, αφού δεν αποδεικνύεται αύξηση στη ζήτηση της ναύλωσης του σκάφους κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο 2016 κατά ποσοστό 30%. Εξάλλου, από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα ηλεκτρονικά μηνύματα υποψήφιων αγοραστών του επίδικου σκάφους δεν αποδεικνύεται ούτε ότι η ενάγουσα απέκρουσε κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων άλλες ευκαιρίες προς πώληση του σκάφους ούτε το τίμημα έναντι του οποίου θα επωλείτο. Επομένως, το κονδύλι των 100.000 ευρώ, ως διαφορά τιμήματος, τυγχάνει ουσία αβάσιμο και απορριπτέο. Τέλος, ως ουσιαστικά αβάσιμα και απορριπτέα πρέπει ν’ απορριφθούν τα κονδύλια 12.400 ευρώ ως αμοιβή δικηγόρου, 1.285 ευρώ για πετρέλαιο κίνησης και 500 ευρώ ως αμοιβή των μηχανικών Caterpillar, τα οποία ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι δαπάνησε, καθόσον αυτά, πέραν της ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος απόδειξης …, δεν αποδεικνύονται από άλλο αποδεικτικό μέσο (λ.χ. τα σχετικά παραστατικά – φορολογικά στοιχεία), με συνέπεια το Δικαστήριο να μην μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση για τις σχετικές δαπάνες και το ύψος αυτών. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον η ενάγουσα υπέστη ζημία λόγω παραβίασης εκ μέρους των εναγομένων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, πρέπει ν’ αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν, εις ολόκληρον εκάστη, να καταβάλουν στην ενάγουσα ως αποζημίωση το ποσό των 250.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επόμενη ημέρα επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, οι εναγόμενες πρέπει να καταδικαστούν, λόγω της ήττας τους και κατά το μέρος αυτής, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 par. 1i,2, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον εκάστη, το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επόμενη ημέρα επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 19 Ιουλίου 2018, δημοσιεύθηκε δε στις 12 Σεπτεμβρίου 2018, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, μετά την προαγωγή και αναχώρηση της Προέδρου Πρωτοδικών Κωνσταντίνας Παπαντωνίου, με νέα σύνθεση αποτελούμενη από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Αντώνιο Σβύνο και τους Πρωτοδίκες Γεώργιο Παντελίδη και Αντωνία Κοντογεωργάκη, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ