Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης 4886/2018

(Αριθ. καταθ. αγωγής …)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Βασίλειο Τζελέπη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Γεώργιο Δ. Σερετίδη, Πρωτοδίκη-Εισηγητή, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Της ενάγουσας: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, με ΑΦΜ … όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Απόστολος Τουρκαντώνης και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Των εναγομένων: 1.Της εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία τυπικά εδρεύει στη …, αλλά στην πραγματικότητα η διοίκηση της ασκείται στον ……. (…), όπου ασκείται η διοίκηση της και συνεδριάζει το Διοικητικό της Συμβούλιο, νόμιμα εκπροσωπούμενης και σε κάθε περίπτωση αντιπροσωπευόμενης στην Ελλάδα από την νόμιμη αντιπρόσωπο και αντίκλητο της, εταιρεία με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον …….. … όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Πωλογιώργης και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2. Της εταιρεία με την επωνυμία «….», η οποία τυπικά εδρεύει στις … … αλλά στην πραγματικότητα η διοίκηση της ασκείται στην … (οδός …) όπου και συνεδριάζει το Διοικητικό τη Συμβούλιο, νόμιμα εκπροσωπουμένης από τον …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Μπότση και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19-6-2017, με γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου … και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 22-6-2017, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών, που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 23-1-2017  πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και εγγράφηκε στο πινάκιο με αριθμό 3.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

  1. Σύμφωνα με τα άρθρα 25 παρ. 1 και 31 παρ. 2, 3 του Κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», με έναρξη ισχύος τη 10η Ιανουάριου 2015, δυνάμει του οποίου καταργήθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001, ορίζεται ότι: (άρθρο 25 παρ. 1) «Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ της βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση…». (άρθρο 31 παρ. 2, 3). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ορίζεται ότι «πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24». Κατά παρεμφερή τρόπο αναγνωρίζεται η δυνατότητα σύναψης σιωπηρής συμφωνίας παρέκτασης και στον ΚΠολΔ, στο άρθρο 42 παρ. 2 του οποίου ορίζεται ότι «υπάρχει σιωπηρή συμφωνία, αν ο εναγόμενος παρίσταται στο ακροατήριο στην πρώτη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα την ένσταση αναρμοδιότητας» (ΕρμΚΠολΔ Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα τ. Ι σελ 100).
  2. Με την κρινόμενη αγωγή, όπως το δικόγραφο αυτής εκτιμάται από το Δικαστήριο, ιστορούνται τα ακόλουθα: Δυνάμει σύμβασης δανείου που καταρτίσθηκε την 27-5-2015 στη Μ. μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου εταιρείας με την επωνυμία «….» ως δανειοδότριες και της πρώτης εναγομένης, καθώς και των ναυτιλιακών εταιρειών με την επωνυμία «….», «….» και «…», ως από κοινού και εις ολόκληρον ευθυνομένων δανειοληπτριών, συμφωνήθηκε να χορηγηθεί στις δανειολήπτριες εταιρείες από τις δανειοδότριες ως άνω εταιρείες το συνολικό ποσό των 1.335.000,00 δολαρίων ΗΠΑ με σκοπό τη χρηματοδότηση της αγοράς του φορτηγού πλοίου «…», μετέπειτα μετονομασθέν σε «…». Ότι με βάση την ανωτέρω σύμβαση δανείου η ενάγουσα όφειλε εκ του ανωτέρω ποσού να χορηγήσει στις δανειολήπτριες το συνολικό ποσό των 800.000,00 δολαρίων ΗΠΑ, και το υπόλοιπο να καταβληθεί από την έτερη δανειοδότρια εταιρεία (μη διάδικο). Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω συμβάσεως η ενάγουσα χορήγησε στις δανειολήπτριες εταιρείες το συνολικό ποσό των 800.000,00 δολαρίων Η.Π.Α. με τους ειδικότερους όρους που ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή, το οποίο (ποσό) πιστώθηκε τμηματικά στο λογαριασμό της διαχειρίστριας της πρώτης εναγομένης και των λοιπών δανειοληπτριών εταιρειών με την επωνυμία «….», που η τελευταία διατηρούσε στην τράπεζα με την επωνυμία «….». Ότι το έτος 2015 οι ανωτέρω δανειζόμενες εταιρείες δεν κατέγραψαν κέρδη και επιπρόσθετα το ίδιο έτος, αλλά και το έτος 2016 οι λοιπές πλην της ενάγουσας δανειζόμενες εταιρείες προχώρησαν στην πώληση των αναφερομένων στην αγωγή πλοίων ιδιοκτησίας τους, αντίστοιχα. Ότι τον Οκτώβριο του έτους 2016 η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι και η πρώτη εναγομένη υπέγραψε μυστική συμφωνία για τη μεταβίβαση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου που είχε απομείνει από τις δανειζόμενες εταιρείες, ήτοι του πλοίου «…» στη δεύτερη εναγομένη. Ότι για το λόγο αυτό ασκήσαν την από 17-11-2016 αγωγή της με την οποία κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση δανείου και απαίτησε την πρώτη εναγομένη να της καταβάλλει το ποσό των 800.000,00 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον των οφειλομένων τόκων. Ότι με ηλεκτρονικό μήνυμα ενημέρωσε αμφότερες τις εναγόμενες ότι για την ολοκλήρωση της σχετικής αγοραπωλησίας θα ήταν απαραίτητη και η δική της συναίνεση. Ότι κατόπιν συμβιβασμού που επετεύχθη με την πρώτη των εναγομένων, η τελευταία της κατέβαλε το ποσό των 323.000,00 δολαρίων ΗΠΑ στις 7-12-2016, ποσό που προήλθε από την πώληση του ανωτέρω πλοίου στην δεύτερη εναγομένη. Ότι στην πορεία οι όροι του συμβιβασμού δεν τηρήθηκαν με αποτέλεσμα να της οφείλεται το υπόλοιπο των 505.432,00 δολαρίων ΗΠΑ, που αφορά οφειλόμενο κεφάλαιο και τόκους. Ότι, τέλος, η δεύτερη εναγομένη και νυν πλοιοκτήτρια του πλοίου «…» ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη για την ως άνω ανεξόφλητη οφειλή που δημιουργήθηκε ως άνω, σε χρόνο προγενέστερο της μεταβίβασης αυτού, ενώ το ίδιο το πλοίο αποτελούσε τη μοναδική περιουσία της πρώτης εναγομένης, γεγονός το οποίο η δεύτερη εναγομένη γνώριζε, καθώς είχε ενημερωθεί σχετικά από την ενάγουσα. Με βάση τα περιστατικά αυτά, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εταιρίες να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστη, για την προαναφερόμενη αιτία το συνολικό ποσό των 505.251,12 δολαρίων Η.Π.Α., άλλως το ισάξιο σε ευρώ κατά την ημέρα της πληρωμής, άλλως το ισάξιο σε ευρώ των 505.251,12 δολαρίων Η.Π.Α. κατά την ημέρα σύνταξης της αγωγής (19-6-2017), το οποίο ανέρχεται, κατά τους υπολογισμούς της, στο ύψος των 451.157,35 ευρώ. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.
  3. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 25§2 του KΠολΔ και 1, 2, 25 και 26 ΚΑΝΕΕ 1215/2012: Διεθνή δικαιοδοσία. Αναγνώριση & εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές – εμπορικές υποθέσεις, σε συνδυασμό με το αρ. 51 ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και συνακόλουθα έχει και διεθνή δικαιοδοσία (άρθρο 3§1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του οποίου υπάγονται οι συμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου στις περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση νόμων (άρθρο 1§1 εδ. α΄ του Κανονισμού), όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Λόγω του οικουμενικού χαρακτήρα του Κανονισμού αυτού, που ρητά διατυπώνεται στο άρθρο 2 αυτού, οι διατάξεις του αντικαθιστούν τους εθνικούς κανόνες συγκρούσεως των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τις συμβάσεις που υπάγονται στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του (βλ. και την ερμηνεία του αντίστοιχου άρθρου της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-06-1980 σε Σπ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γ΄ έκδοση, έτος 2008, σελ. 178-179, αναφορικά με τον οικουμενικό χαρακτήρα αντιστοίχως της προϊσχύσασας Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-06-1980). Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του άρθρου 3§1 του ως άνω Κανονισμού, εφαρμοστέο ως προς την ένδικη σύμβαση, που καταρτίσθηκε κατά την 27-5-2015, τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο καθόσον αφενός μεν η ένδικη διαφορά προέρχεται από «σύμβαση» κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 3 του ως άνω Κανονισμού και αφετέρου γίνεται επίκληση ρητής συμφωνίας από τα διάδικα μέρη, σύμφωνα με την οποία (συμφωνία) αυτά υπήγαγαν την ένδικη σύμβαση στις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου. Περαιτέρω, η υπό κρίσιν αγωγή τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 806 επ. 345, 346 ΑΚ, 907, 908 και 176 KΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίσιν αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι: α) για το καταψηφιστικό αίτημα της καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθ. … e-παράβολο της ΓΓΠΣ του Υπουργείο Οικονομικών και την από 8-11-2017 απόδειξη εξόφλησης της τράπεζας Πειραιώς-winbank), β) για το παραδεκτό της άσκησης της αγωγής έχει καταβληθεί το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. και για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής έχουν καταβληθεί, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, το με αριθμό … και, από τους πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγομένων, τα με αριθμό … και … γραμμάτια προείσπραξης, αντίστοιχα, του ΔΣΠ (άρθρο 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτός ισχύει) και γ) ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας προσκομίζει και επικαλείται, με τις προτάσεις του, το από 26-10-2016 πληρεξούσιο, το οποίο χορηγήθηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας (για την εγκυρότητα του πληρεξουσίου, διεπόμενου, ως προς τον τύπο του, από το δίκαιο του τόπου όπου επιχειρείται, κατ’ άρθρο  11 ΑΚ, πρβλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1996, υπό άρθρο 96, αριθ. 9), ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εναγομένων, προσκομίζουν, με τις προτάσεις τους, τα από  11-10-2017 και 24-10-2017 πληρεξούσια, αντίστοιχα, τα οποία χορηγήθηκαν από τους νομίμους εκπροσώπους των εναγομένων, δυνάμει των οποίων παρέχεται σε αυτούς πληρεξουσιότητα διενέργειας της παρούσας δίκης.
  4. Σύμφωνα με το άρθρο 871 ΑΚ «με τη σύμβαση του συμβιβασμού οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μια φιλονικία τους, ή μια αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση. Με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη σύναψη της σύμβασης του συμβιβασμού απαιτείται πρόταση του ενός από τα μέρη να διαλύσουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις έριδα ή αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση και αποδοχή της πρότασης από το άλλου μέρος (ΟλΑΠ 578/1980). Για την κατάρτιση του συμβιβασμού αρκεί να συνάγεται η βούληση των μερών για την επιδίωξή του από το περιεχόμενο της σύμβασης, χωρίς να είναι αναγκαία η πανηγυρική διατύπωση του σχετικού όρου. Η σύμβαση του συμβιβασμού αν γίνει στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης, υπό τους όρους του άρθρου 293 ΚΠολΔ επιφέρει την αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης. Στην περίπτωση όμως ενώ αν γίνει εκτός δίκης (εξώδικος), κρίνεται ως προς το κύρος του κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και μπορεί να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση υπέρ του αντισυμβαλλόμενου μέρους, με την πρόταση και απόδειξη της οποίας το δικαστήριο οφείλει να εκδώσει απόφαση σύμφωνη προς το περιεχόμενο του συμβιβασμού. Εξάλλου, ο συμβιβασμός, ως υποσχετική σύμβαση, πρέπει να διακρίνεται από τις δικαιοπραξίες που καταρτίζονται σε εκτέλεση του. Συχνά δε η ερμηνεία του συμβιβασμού είναι κρίσιμη και για την ερμηνεία των δικαιοπραξιών αυτών, ιδίως μάλιστα όταν καταρτίζονται ταυτόχρονα με τον συμβιβασμό. Συγκεκριμένα στην περίπτωση που ο εξώδικος συμβιβασμός συνάπτεται ταυτόχρονα με εκποιητική δικαιοπραξία, όπως λ.χ. η άφεση χρέους, δεν οδηγεί σε κατάργηση της δίκης, όπως στο δικαστικό συμβιβασμό, αλλά τυχόν αγωγή προς επιδίκαση της απαίτησης θα πρέπει να απορριφθεί επειδή μετά την άφεση του χρέους δεν υφίσταται πλέον το επίδικο δικαίωμα. Τέλος δικονομικά, η επίκληση από τον εναγόμενο (εκποιητικής) δικαιοπραξίας, η οποία καταρτιζόμενη σε εκτέλεση συμβιβασμού, κατάργησε ΄η αλλοίωσε το επίδικο δικαίωμα, συνιστά (ανατρεπτική ή αναβλητική, ανάλογα με το περιεχόμενο του συμβιβασμού) ένσταση (ΑΠ 1416/2008 τνπ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 937/2006 ΧρΙΔ 206.803, Απ. Γεωργιάδη ΣΕρμΑΚ 2010 ΤΟΜΟΣ Ι, άρθρο 871, σελ. 1673§§8-10). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει το χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η άφεση χρέους, η οποία είναι σύμβαση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, με την οποία ο πρώτος παραιτείται από την ενοχική αξίωση που έχει κατά του δευτέρου, έχει ως αποτέλεσμα την άμεση απόσβεση της ενοχής. Έτσι, ο δανειστής δεν δικαιούται πλέον να ασκήσει το δικαίωμα που πηγάζει απ’ αυτήν την ενοχή. Αν δε, παρόλα αυτά, το ασκήσει αποκρούεται επιτυχώς με την από το άρθρο αυτό (454 ΑΚ) παρακωλυτική της ασκήσεως του δικαιώματος σχετική ένσταση. Η σύμβαση δε αυτή περί αφέσεως χρέους καταρτίζεται με άτυπη δήλωση του δανειστή προς τον οφειλέτη, η οποία μπορεί να γίνει ακόμη και σιωπηρά, αρκεί να είναι σαφής και αναμφίβολη, όπως συμβαίνει με κάθε απαλλοτρίωση περιουσίας και μάλιστα με κάθε παραίτηση από δικαίωμα (ΑΠ 934/2014, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
  5. Εν προκειμένω, η πρώτη εναγόμενη προβάλλει με το δικόγραφο των προτάσεών της τον ισχυρισμό ότι η απαίτηση της ενάγουσας, που απορρέει από την ένδικη σύμβαση δανείου έχει αποσβεσθεί, καθώς την 6-12-2016 υπεγράφη με την ενάγουσα και τις ανωτέρω δανειολήπτριες εταιρείες, συνεπώς και της ενάγουσας, σύμβαση άφεσης χρέους, με την οποία επήλθε απόσβεση της απαίτησης της ενάγουσας, που απορρέει από την ως άνω δανειακή σύμβαση. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης συνιστά, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ένσταση καταλυτική της αγωγής, η οποία τυγχάνει νόμιμη, καθώς στηρίζεται στις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρων 262§1 του KΠολΔ και 361 και 454 του ΑΚ και ως εκ τούτου πρέπει, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, λαμβανομένου υπόψη ότι ουδείς εκ των ανωτέρω διαδίκων προέβαλε ισχυρισμό περί εφαρμοστέου στην υπό κρίση περίπτωση δικαίου, υφιστάμενης προς τούτο μετασυμβατικής συμφωνίας ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο.
  6. Από τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του … του … ενώπιον τη Συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Κοσμά, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …), την οποία προσκομίζουν και επικαλούνται τόσο η ενάγουσα, όσο και η πρώτη εναγομένη, από τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον τη Συμβολαιογράφου Πειραιά …, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. … εκθέση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …), την οποία προσκομίζει και επικαλείται η δεύτερη εναγομένη, από τις ομολογίες των διαδίκων ως κατωτέρω εκτίθενται και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά (με την επισήμανση ότι τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα με την προσθήκη των προτάσεών τους, λαμβάνονται υπόψιν μόνο προς αντίκρουση των ισχυρισμών των αντιδίκων τους, κατά τους ορισμούς του άρθρου 238 εδ.γ΄ ΚΠολΔ): Δυνάμει της από 25-5-2015 σύμβασης δανείου, που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας …. (δανειοδότριες) και της πρώτης εναγόμενης, αλλά και των μη διαδίκων εταιρειών με την επωνυμία «…», «…» και «…» (δανειολήπτριες εις ολόκληρον συνοφειλέτες), συμφωνήθηκε να μεταβιβάσουν οι ανωτέρω δανειοδότριες στις δανειολήπτριες κατά κυριότητα το συνολικό ποσό του ενός εκατομμυρίου τριακοσίων τριάντα πέντε χιλιάδων Δολαρίων ΗΠΑ (1.335.000 US$) και συγκεκριμένα συμφωνήθηκε να καταβάλει η ενάγουσα το ποσό των οκτακόσιων χιλιάδων Δολαρίων Η.Π.Α (800.000 US$) και η μη διάδικος εταιρεία «…», να καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των πεντακοσίων τριάντα πέντε χιλιάδων Δολαρίων ΗΠΑ (535.000 US$), εντόκως. Εξάλλου, η ανωτέρω σύμβαση συνήφθη, μεταξύ άλλων, προκειμένου η πρώτη εναγόμενη, να προβεί στην αγορά του φορτηγού πλοίου «…» και μετέπειτα μετονομασθέν σε «…», καθώς και για να καλύψει τα πρώτα έξοδα κίνησης αυτής. Πράγματι, σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης δανείου η ενάγουσα κατέβαλε δια διαδοχικών κατάθεσεων στον οριζόμενο στο δάνειο λογαριασμό, ήτοι στον υπ’ αριθ. GR… λογαριασμό που διατηρούσε η εταιρεία με την επωνυμία «…», ως διαχειρίστριας των πλοίων της πρώτης εναγομένης, αλλά και των λοιπών δανειοληπτριών εταιρειών, στην τράπεζα …, το συμφωνηθέν ποσό, ήτοι το συνολικό ποσό των οκτακόσιων χιλιάδων Δολαρίων ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, στις 28-5-2015 κατέβαλε το ποσό των 500.000 δολαρίων ΗΠΑ και στις 2-6-2015 κατέβαλε το ποσό των 300.000 δολαρίων ΗΠΑ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη προέβη τον Ιούνιο του 2015 αντί του ποσού των 4.300.000,00 Δολαρίων ΗΠΑ στην αγορά του φορτηγού πλοίου «…» και μετέπειτα μετονομασθέν σε «…». Τα ανωτέρω συνομολογούνται από άπαντες τους διαδίκους. Επίσης, αποδείχθηκε ότι τα έτη 2015 και 2016 οι ανωτέρω δανειολήπτριες εταιρείες, πλην της πρώτης εναγομένης προχώρησαν εντός του 2015 και του 2016 στην πώληση των πλοίων που ανήκε σε έκαστη, ενώ τον Οκτώβριο του 2016 και η πρώτη εναγόμενη υπέγραψε σχετικό συμφωνητικό για την πώληση του ανωτέρω φορτηγού πλοίου «…» στην δεύτερη εναγόμενη, το οποίο (πλοίο) ήταν το μόνο περιουσιακό στοιχείο που είχε απομείνει σε όλες τις δανειζόμενες, αφού οι λοιπές είχαν ήδη πουλήσει τα πλοία τους. Η ενάγουσα μόλις πληροφορήθηκε την ανωτέρω πώληση, άσκησε κατά της πρώτης εναγόμενης την από 17-11-2016 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση δανείου και απαίτησε από την πρώτη εναγόμενη (ευθυνόμενη εις ολόκληρον μαζί με τις λοιπές ως ανωτέρω δανειζόμενες) να της καταβάλουν το ποσό των Δολαρίων ΗΠΑ 823.457,54, ήτοι για το κεφάλαιο ποσό 800.000 Δολαρίων ΗΠΑ πλέον οφειλόμενων τόκων. Μάλιστα, με το από το από 29-11-2016 σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα σε αμφότερες τις εναγόμενες (πωλήτρια και αγοράστρια του ανωτέρω πλοίου) δήλωσε ότι δεν συμφωνεί με την ένδικη πώληση. Για το λόγο αυτό και προκειμένου να ολοκληρωθεί η ανωτέρω αγοραπωλησία η ενάγουσα και η πρώτη εναγομένη οδηγήθηκαν σε διαπραγματεύσεις, οι οποίες οδήγησαν στον από 26-12-2016 εξώδικο συμβιβασμό (…), με το οποίο διακανονίστηκε μεταξύ άλλων η απαίτηση της ενάγουσας από την ένδικη σύμβαση δανείου. Στο εν λόγω συμβιβασμό προβλεπόταν μεταξύ άλλων ότι όσον αφορά την ανωτέρω σύμβαση δανείου, που χορηγήθηκε από την ενάγουσα προς τις εταιρείες «….», «…», «….» (εναγόμενη) και «…», θα θεωρείται πλήρως και οριστικώς εξοφλημένο (συμπεριλαμβανομένων του κεφαλαίου, τόκων εξόδων κλπ.), εφόσον εκπληρωθούν οι ρήτρες 3 και 4 του ως άνω συμβιβασμού. Ειδικότερα, οι ρήτρες 3 και 4 προέβλεπαν α) 1) την καταβολή ποσού 323.000,00 δολαρίων ΗΠΑ στην ενάγουσα, β) τη μεταβίβαση από τον Γ. Σ. 75 ονομαστικών μετοχών αντιπροσωπευουσών το 15% του συνόλου των 500 ονομαστικών μετοχών στο Εταιρικό Κεφάλαιο της Εταιρείας …. (η οποία κατείχε το 100% στο Εταιρικό Κεφάλαιο της πλοιοκτήτριας εταιρείας …. πλοιοκτήτριας του πλοίου …) και τη μεταβίβαση από τον … 100 ονομαστικών μετοχών αντιπροσωπευουσών το 20% του Συνόλου των 500 ονομαστικών μετοχών στο εταιρικό κεφάλαιο της … και γ) τη συγκρότηση των Διοικητικών Συμβουλίων της εταιρείας …. και της πλοιοκτήτριας …. κατόπιν έγγραφης συμφωνίας των μετόχων από δύο Διευθυντές για κάθε μία εταιρεία, ήτοι ένας Διευθυντής θα επελέγετο από την ενάγουσα και ένας από τον Γ. Σ., οι οποίοι (διευθυντές) θα ενεργούν από κοινού και σύμφωνα με τη ανωτέρω συμφωνία των μετόχων. Εξάλλου, η ενάγουσα συνομολογεί ότι οι δύο πρώτοι εκ των ανωτέρω όρων εκπληρώθηκαν, ισχυρίζεται περαιτέρω όμως ότι δεν πληρώθηκε ο ανωτέρω τρίτος όρος και ως εκ τούτου καταγγέλθηκε από μέρους της ο ανωτέρω συμβιβασμός. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν αποδείχθηκε και ως εκ τούτου κρίνεται απορριπτέος διότι αποδείχθηκε ότι ναι μεν δεν υπήρξε η προβλεπόμενη ως άνω συμφωνία των μετόχων (shareholders agreement), πλην όμως, όπως προκύπτει από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την πρώτη εναγομένη πρακτικά των Διοικητικών Συμβούλιων της εταιρείας «….» και της πλοιοκτήτριας ….», η ενάγουσα ενεργούσα διόρισε τον … σε αμφότερα τα Διοικητικά Συμβούλια των ανωτέρω εταιρειών με την επισήμανση ότι οι τελευταίες θα δεσμεύονται με τις υπογραφές και των δύο Διευθυντών τους υπογραφόντων από κοινού για την λήψη οποιασδήποτε απόφασης και την διενέργεια οποιασδήποτε συναλλαγής οποιασδήποτε φύσης. Εξάλλου, στο σημείο τούτο πρέπει να επισημανθεί ότι η μη υπογραφή της ανωτέρω συμφωνίας των μετόχων δεν καθιστά τον ανωτέρω συμβατικό όρο μη εκπληρωθέντα, ως ισχυρίζεται η ενάγουσα, δεδομένου ότι με βάση την αληθινή βούληση των μερών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, καθώς επίσης και με βάση την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (άρθρα 173 και 200 του ΑΚ), προέκυψε ότι τα συμβαλλόμενα μέρη με τον ανωτέρω υπό στοιχεία «γ» όρο απέβλεψαν στη δυνατότητα συμμετοχής της ενάγουσας τόσο στη λήψη των αποφάσεων των ανωτέρω αναφερομένων εταιρειών, όσο και στον έλεγχο της διαχείρισης αυτών, σκοπός ο οποίος εκπληρώθηκε κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα αποδείχθηκε ότι τα ανωτέρω συμβαλλόμενα μέρη με τον ανωτέρω συμβιβασμό και σε εκτέλεση του κατήρτισαν εν ταυτώ και άφεση χρέους (εκποιητική δικαιοπραξία), η οποία μετά την εκτέλεση των όρων του συμβιβασμού, που προαναφέρθηκαν οδήγησε στην απόσβεση της απαίτησης. Συνεπώς, κατ’ αποδοχή ως βάσιμης και κατ’ ουσίας, της σχετικής ενστάσεως της πρώτης εναγομένης πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν τόσο ως προς την τελευταία (πρώτη εναγομένη), όσο και προς την δεύτερη εναγομένη, δεδομένου ότι η ευθύνη της τελευταίας βασίζεται σε αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ, προϋπόθεση που εν προκειμένω δεν συντρέχει, ενώ παρέλκει και η εξέταση των υπ’ αυτή προβαλλόμενων ισχυρισμών-ενστάσεων.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 εδ. τελ. ΚΠολΔ.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στο σύνολό τους.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 31-10-2018 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις 2-11-2018.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ