ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 5409/2018
(ΓΑΚ – ΕΑΚ δικογράφου : …/2018)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη-Εισηγητή, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Οκτωβρίου 2018, για να δικάσει τη με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ-ΕΑΚ/ΈΤΟΣ …/2018 αγωγή.
Της ενάγουσας : … εταιρίας περιορισμένης ευθύνης που εδρεύει στο … της Ν. Α., …, …, …, νομίμως εκπροσωπούμενη που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Ιωάννη Οικονομίδη (AM ΔΣΑ 13929), δυνάμει των υπ’ αριθμ. … και … ειδικών πληρεξουσίων του Συμ/φου της Ναμίμπια Daniel Francois Malherbe, νομίμως προσκομισθέντων επικυρωμένων και σε μετάφραση, η οποία δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα προτάσεις.
Του εναγομένου : Π. Κ. του ……… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του, Μιχαήλ Νταλάκο (AM ΔΣΠ ..) δυνάμει του από 14/6/2018 ειδικού πληρεξουσίου με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τον προαναφερθέντα Δικηγόρο, ο οποίος δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα προτάσεις.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 14-03-2017 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 14-03-2018, έλαβε ΓΑΚ-ΕΑΚ/ΈΤΟΣ …/2018 και προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της από 26-09-2018 Πράξης ορισμού δικασίμου και σύνθεσης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι όμιλος εταιριών με έδρα το … της Ν. Α.. Ότι ο εναγόμενος είχε συστήσει την εταιρία “…” με καταστατική έδρα στην Μ., αλλά πραγματική το νέο Ψ. κι ότι διαχειριζόταν μέσω αυτής δύο πλοία (“C.” και “I.”). Ότι κατά το έτος 2012 παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στην ενάγουσα ότι με συνεταίρο τον W. G., δια της συσταθείσας από τους ίδιους εταιρίας “S. A. F.”, θα δρομολογήσει στην γραμμή μεταξύ των λιμένων …, W. B. και L. το πλοίο “C.”, το οποίο σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του ήταν αξιόπλοο και κατάλληλο μεταφορικά για να αναλάβει την εξυπηρέτηση της γραμμής. Ότι στα τέλη του έτους 2012 ήλθε σε επαφή με την ενάγουσα, μέσω του συνεταίρου του (ο οποίος εξαπατήθηκε ομοίως), εμφανίζοντας εαυτόν ως αξιόπιστο και φερέγγυο επιχειρηματία που θα εκμεταλλευόταν την ανωτέρω γραμμή με το αξιόπλοο και τεχνικά άρτιο ανωτέρω πλοίο ζητώντας την λιμενική πρακτόρευση του στη Νότια Αφρική. Ότι η ενάγουσα πεισθείσα από τις ψευδείς, ως εκ των υστέρων αποδείχθηκε κατά την ενάγουσα, διαβεβαιώσεις του, ανέλαβε την πρακτόρευση του πλοίου “C.” στη Νότια Αφρική, το οποίο, όμως, μόλις έφθασε στο … διαπιστώθηκε από τις λιμενικές αρχές ότι είχε σοβαρά τεχνικά προβλήματα, που έπρεπε να αποκατασταθούν, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις – σημειώσεις στα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας και ασφάλειας του πλοίου από το Νηογνώμονα, με αποτέλεσμα να του απαγορευθεί ο απόπλους. Ότι αρχές Ιανουαρίου του έτους 2013, λίγες ημέρες, δηλαδή, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του …, η ενάγουσα ξεκίνησε, με δικά της κεφάλαια, τις επισκευές αυτού, κι ότι, αντί για το χρηματικό ποσό των 400.000 Ραντ (32.500€), στο οποίο είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων να πιστωθεί ο λογαριασμός του πλοίου από την ενάγουσα, απαιτήθηκαν 5.000.000 Ραντ (350.000€). Ότι οι επισκευές αυτές των βλαβών του πλοίου, που τις είχε αποσιωπήσει δολίως ο εναγόμενος, τις διενήργησαν οι «εταιρικοί κλάδοι» της ενάγουσας (όπως αναφέρονται από την ενάγουσα) “N. N.”, “…” και “…”, “…”, “…” κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, με τα επί μέρους ποσά σε ΖΑR που προσδιορίζονται στην αγωγή. Ότι ο εναγόμενος προέβη τον Ιανουάριο του 2013 μόνο σε μία καταβολή ποσού 30.000$, ενώ τον Φεβρουάριο του 2013 ουδέν της κατέβαλε, οπότε η ενάγουσα, καθώς είχαν ήδη διενεργηθεί εργασίες και αγορές εφοδίων αξίας 3 εκατ. ΖΑΡ, έλαβε πληροφορίες ότι ο εναγόμενος ήταν αφερέγγυος, ότι υπήρχε βάρος στο πλοίο αξίας 300.000$, ότι δεν είχαν καταβληθεί μισθοί στο πλήρωμα από τον Νοέμβριο του 2012 κι ότι η ναύλωση στην εταιρία “S. A. F.” ήταν άκυρη, πληροφορίες τις οποίες εγγράφως διέψευσε ο εναγόμενος προβαίνοντας σε δύο καταβολές, μία ποσού 30.000 $ στις 14/3/2013 και μία ποσού 25.000 $ στις 5/4/2013, με αποτέλεσμα στα μέσα Απριλίου και μετά την καταβολή μόνο του ¼ του συνολικώς δαπανηθέντος ποσού (αθροιζόμενων των ανωτέρω επιμέρους καταβολών και υπολογιζομένων των περαιτέρω επισκευών/προμηθειών), η οφειλή του εναγομένου έναντι της ενάγουσας να ξεπερνά τα 4.000.000 Ραντ. Ότι, μετά ταύτα και για τα ανωτέρω χρέη σε θυγατρικές της εταιρίες, η ενάγουσα προέβη σε συντηρητική κατάσχεση του πλοίου (η ίδια) για ποσό 1.650.062,34 Ραντ (140.362,74 $) πλέον τόκων και εξόδων και η εταιρία “… (…) …” σε συντηρητική κατάσχεση του πλοίου για ποσό 2.510.792 Ραντ (213.580,88 €), χωρίς να εκτίθεται στο δικόγραφο οποιαδήποτε σχέση της ενάγουσας με την τελευταία εταιρία. Ότι με νέες έγγραφες και προφορικές δηλώσεις και διαβεβαιώσεις ο εναγόμενος, καθώς και με επιστολή προς την ενάγουσα και την εταιρεία εμπορικής εκμετάλλευσης του πλοίου “… (…) …”, ανέλαβε την υποχρέωση, αφενός, να καταβάλει το 25% του συνολικού ναύλου των πρώτων έξη (6) ταξιδιών του πλοίου δηλαδή των μηνών Μαΐου, Ιουνίου και Ιουλίου απευθείας σε λογαριασμό της ενάγουσας και, αφετέρου, να εξασφαλίσει την εξ ιδίων του πληρωμή του ελάχιστου ποσού του 1.000.000 Ράντ σε περίπτωση που το 25% του θαλάσσιου ναύλου δεν επαρκούσε για να καλύψει το ελάχιστο εν λόγω ποσό, προκειμένου η ενάγουσα να άρει τις παραπάνω συντηρητικές κατασχέσεις, κι ότι, σαν δήθεν δείγμα καλής θέλησης και φερεγγυότητας, προχώρησε στις 26.4.2013 σε μία ακόμα καταβολή ύψους 100.000 $ (σε ισόποσο Ράντ 904,763.42) κι ότι συνεπεία των ως άνω δηλώσεων και ενεργειών του εναγομένου πείστηκε να αρθούν οι ανωτέρω συντηρητικές κατασχέσεις. Ότι ο συνολικός ναύλος που συγκεντρώθηκε από το φορτίο των φορτηγών αυτοκινήτων που μετέφερε το πλοίο στο πρώτο ταξίδι στις 13.5.2013 ήταν 202.997,24 Ράντ, από το οποίο καταβλήθηκε στην ενάγουσα έναντι της οφειλής του εναγομένου το 25%, δηλαδή ποσό μόλις 50.749,31 Ραντ (€4.290,28), μετά δε την καταβολή αυτού απέμεινε υπόλοιπο 949.250,69 Ραντ για την κάλυψη του υπολοίπου μέχρι του ελάχιστου ποσού του 1.000.000 Ραντ που είχε εγγυηθεί ο εναγόμενος ανά ταξίδι. Ότι με την είσπραξη του ναύλου το πλοίο αναχώρησε την 13.5.2013 και έφθασε στο L. την 20.5.2013, οπότε και εκφόρτωσε κι ότι έκτοτε ο εναγόμενος αρνήθηκε να διατηρήσει τη γραμμή και να προβεί στην εκτέλεση των επόμενων δρομολογίων ισχυριζόμενος πως λόγω των εξόδων της γραμμής ήταν αναγκασμένος να αναζητήσει φορτία αλλού και συγκεκριμένα στην Γκάνα – Δυτική Αφρική καταβάλλοντας στην ενάγουσα, περαιτέρω, το ποσό των 30.000 $ με ισόποσο σε Ράντ 297,294.85 στις 3.6.2013, ενώ στη συνέχεια κατέβαλε 10.000 $ στις 10.6.2013 με ισόποσο σε Ραντ 100,948.01. Ότι ο εναγόμενος, ακολούθως, ζήτησε η περίοδος αποπληρωμής της οφειλής να επεκταθεί στους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο, δεσμευόμενος παραπλανητικά να προχωρήσει σε δύο καταβολές από $50.000 Δολλ. ΗΠΑ η κάθε μία στις 15 Ιουλίου 2013 και 15 Αυγούστου 2013 κι ότι τελικά στις 31 Ιουλίου 2013 κατέβαλε στην ενάγουσα ποσό $50.000 δολλ. ΗΠΑ με ισόποσο σε Ραντ 491,985.00, καταβολή που ήταν και τελευταία του, δεσμευόμενος για την καταβολή των υπολοίπων, υπόσχεση που δεν τήρησε. Ότι στη συνέχεια και μετά από σειρά έντονων οχλήσεων προς τον εναγόμενο, ο τελευταίος πληροφόρησε το πρώτον την ενάγουσα ότι το πλοίο ήταν υποθηκευμένο σε τράπεζα κι ότι έπρεπε να λάβει έγκριση της τελευταίας για να προχωρήσει σε περαιτέρω καταβολή, ενώ ταυτόχρονα φοβούμενος νέα κατάσχεση, έδωσε εντολή το πλοίο να οδηγηθεί στη Βομβάη της Ινδίας, όπου το μεταβίβασε, αντί τιμήματος ποσού 2,5 εκατ. δολλ. ΗΠΑ, τα οποία (πιθανόν) εισέπραξε η τράπεζα. Ότι με τις ανωτέρω ψευδείς βεβαιώσεις και αθέμιτες αποσιωπήσεις γεγονότων ο εναγόμενος κατάφερε να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη ζημία της ενάγουσας από τις αναλυτικά εκτιθέμενες στην αγωγή δαπάνες που για λογαριασμό του κατέβαλε και δη για επιθεωρήσεις ναυτιλιακής ασφάλειας, σωστικές σχεδίες, λέμβους, αναβάθμισης κατάστασης πλοίου, εργασίες επισκευών, προμήθειες, εξοπλισμό, τροφοδοσία, υλικά συντήρησης, εξυπηρέτησης πλοίου, έξοδα προσόρμισης, άσκηση μεσογειακής πρόσδεσης και δοκιμαστικής άσκησης πρόσδεσης, ράμπες επιβίβασης, μετακινήσεις πλοίου, επιθεωρήσεις, καταβολή μετρητών στον πλοίαρχο, λιμενικά τέλη, αμοιβές ρυμουλκών, τέλη πρόσδεσης και εφοδιασμό του πλοίου στο λιμάνι W. B. της Ναμίμπια και στο λιμάνι …, στις οποίες προέβησαν οι θυγατρικές της εταιρίες – παραγωγικοί της κλάδοι “… …”, “P. S. A. B.”, “… … …”, “… W. B.” και “…”. Ότι μετά τον επί μέρους καταλογισμό των ανωτέρω ποσών που έναντι κατέβαλε ο εναγόμενος, υπέστη θετική ζημία ποσού 399.262,62 ευρώ (5.521.163,58 Ραντ) και περαιτέρω ζημία για τόκους επί της αντίστοιχης ζημίας 164.456,55 ευρώ κι ότι εκ της ως άνω ιστορούμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου τρώθηκε η έως τότε άριστη φήμη της ενάγουσας και κλονίστηκε η εμπιστοσύνη των συναλλασσομένων με αυτή, υποστάσα ζημιά στη φήμη της ύψους 250.000 ευρώ.
Με βάση τα περιστατικά αυτά η ενάγουσα ζητεί, όπως παραδεκτώς (άρθρα 223, 295 και 297 ΚΠολΔ) έτρεψε με τις προτάσεις της το καταψηφιστικό αίτημα αυτής (αγωγής) στο σύνολο του σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος τις οφείλει τα ανωτέρω ποσά, πλέον νομίμων τόκων από την επίδοση της αγωγής κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας (απάτη). Περαιτέρω, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 3, 22, 18, άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 – βλ. και ΠολΠΠειρ 3105/2007, Νομος, ΠΠΠειρ 4635/2008, Νομος). Ακολούθως, ενόψει του ότι η ένδικη διαφορά έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά και δη ότι ο τόπος επελεύσεως της ζημίας της ενάγουσας είναι η Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής, στην οποία εδρεύει η ενάγουσα και έλαβε χώρα η αποδιδόμενη στον εναγόμενο αδικοπρακτική συμπεριφορά, ήτοι η εν γνώσει του παράσταση των αναφερόμενων ψευδών γεγονότων ως αληθινών και η αθέμιτη αποσιώπηση γεγονότων, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της Ν. Α., σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11-7-2007 («Ρώμη ΙΙ», τεθείς σε ισχύ κατά το άρθρο 32 αυτού στις αδικοπραξίες που τελέστηκαν από τις 11.1.2009) καθώς η φερόμενη στο δικόγραφο αδικοπραξία έχει τελεστεί το έτος 2013, ήτοι σε χρόνο που είχε τεθεί σε ισχύ ο Κανονισμός και δεν εμπίπτει αυτή (αδικοπραξία) στις εξαιρέσεις του, οπότε – και μόνο τότε – λόγω της οικουμενικότητας αυτού (άρθρο 3) αναπτύσσει ισχύ το άρθρο 26 ΑΚ (βλ. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη – Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, στ΄έκδ., σελ. 344 – 345). Εντούτοις, με βάση τα ιστορούμενα στην αγωγή για μεγάλο μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος και δη για ποσό 2.510.792,83 Ραντ (213.580,88€) νομιμοποιείται, ως κρίθηκε σε εφαρμογή του δικαίου της Ν. Α. και προκύπτει από την επικαλούμενη στο δικόγραφο της αγωγής υπ’ αριθμ. φακέλου 21/2013 Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Δυτικού …, η εταιρία “… (…) …” (αναφερόμενη στην εν λόγω απόφαση ως «ενάγουσα») και όχι η ενάγουσα της παρούσας αγωγής, χωρίς να διευκρινίζεται στην τελευταία ποιες από τις επικαλούμενες εργασίες, οι οποίες, κατά την ενάγουσα, έλαβαν χώρα λόγω πλάνης οφειλόμενης στις απατηλές διαβεβαιώσεις του ενάγοντος έγιναν από την ίδια και όχι την εταιρία “…” και αν, μετά τις επικαλούμενες επιγενόμενες της άρσης της συντηρητικής κατασχέσεως από την ενάγουσα καταβολές, εξοφλήθηκαν οι απαιτήσεις της έστω και μερικώς με αποτέλεσμα η αγωγή να καθίσταται αόριστη στο σύνολο της. Ας σημειωθεί δε ότι σε άλλο σημείο του δικογράφου αναφέρονται ως διενεργήσασες τις επισκευές – ως πάροχοι εφοδίων οι «θυγατρικές εταιρίες – παραγωγικοί κλάδοι “… …”, “P. S. A. B.”, “… … …”, “… W. B.” και “…”» της ενάγουσας, με αναφορά σε τιμολόγια εξοφλημένα και ανεξόφλητα, χωρίς όμως να αναφέρεται, αφενός η ακριβής σχέση τους με την ενάγουσα και, αφετέρου η σχέση τους με την εταιρία “… (…) …”, καθώς και της τελευταίας με την ενάγουσα. Τέλος, καίτοι η αγωγή στρέφεται κατά του εναγομένου – φυσικού προσώπου, όλες οι επίμαχες δικαιοπραξίες φέρονται, κατά το δικόγραφο της αγωγής, να έχουν ως εργοδότη τις εταιρίες “…” “S. A. F.” και “…” (εμπορική πρακτόρευση), χωρίς περαιτέρω οποιαδήποτε αναφορά σε κατάχρηση της νομικής τους προσωπικότητας για να προκαλέσει ο εναγόμενος με δόλο ζημιά σε τρίτο, οπότε θα ανακύπτει αδικοπρακτική ευθύνη του (βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 330/2012, ΕλλΔνη 53.735, ΑΠ 1910/2009, ΕλλΔνη 52.149). Εντεύθεν, η αγωγή ως προς την ιστορική της βάση πάσχει αοριστίας (216 ΚΠολΔ), αφού με βάση το δίκαιο της Ν. Α. για άγνωστο μέρος της επικαλούμενης απαίτησης νομιμοποιείται φερόμενη ως τρίτη εταιρία (δικαιούχος, σύμφωνα με το περιεχόμενο της αγωγής είναι η “…” και όχι η “…”) και, επομένως, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), μειωμένων όμως ως προς το κονδύλιο της ηθικής βλάβης για τον υπολογισμό αυτών, καθώς το κονδύλιο αυτό εξαρτάται από την κρίση του δικαστή (άρθρο 178 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.-
Απορρίπτει την αγωγή.-
Καταδικάζει την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου, τα οποία ορίζει σε δώδεκα χιλιάδες ευρώ (12.000 €).-
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 11.12.2018.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά, στις 19.12.2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ