Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙA

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 218/2017

(Αριθ. καταθ….

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙA

 

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Σεπτεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Της Ναυτικής Εταιρίας με την επωνυμία … νόμιμα εκπροσωπούμενη, που εδρεύει στη Μ., η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Θεμιστοκλή Λιακόπουλο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1. Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ. Βασιλική Παπαγιαννοπούλου. 2. Του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας, που εδρεύει στον Πειραιά, Ακτή Βασιλειάδη και υπάγεται στο «Υπουργείο Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού», που εδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την δικαστική πληρεξουσία Βασιλική Παπαγιαννοπούλου.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 29.7.2015, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 20.10.2015, μετά από αναβολή, για τη δικάσιμο της 23.2.2016 και, μετά από νέα αναβολή, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και η υπόθεση γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Το άρθρο 94 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 1, ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και στην παράγραφο 2, ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές. Σε εφαρμογή των συνταγματικών αυτών ορισμών, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 9 του ν. 1406/1983, όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπάγονται από την 11.6.1985 στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ενώ, κατά το άρθρο 1 του ΚΠολΔ, οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου ανήκουν στην δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι προκειμένου για έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, ως προς την οποία έχει καθιερωθεί από τον νόμο δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, αποκλείουσα την ανάμειξη των πολιτικών δικαστηρίων, δεν είναι δυνατή η έγερση ενώπιον των τελευταίων αγωγής. Αυτό ισχύει για όλες τις αξιώσεις που πηγάζουν από την έννομη σχέση, ακόμη και για την αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό είναι δημοσίου δικαίου (βλ. ΑΕΔ 2/1993, ΟλΑΠ 138/1996). Αντιθέτως, διαφορές από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή την λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου (βλ. ΑΕΔ 18/2009, 2/1993, 42/1990 και ΟλΑΠ 5/1995, ΑΠ 1307/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1490/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1781/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Με το άρθρο δε 1 παρ. 2 του αυτού ως άνω νόμου (ν. 1406/1983) υπήχθησαν στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μεταξύ άλλων, και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο Γ`), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε, παρεπόμενη από την σύμβαση αυτή, αξίωση. Είναι δε η σύμβαση διοικητική, αν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει την σύμβαση, είτε βάσει ρητρών που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στην σύμβαση και αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, χάριν του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος. Η τοιαύτη δε υπερέχουσα θέση του ενός των συμβαλλομένων μερών εξασφαλίζεται με την παροχή της δυνατότητας επιβολής κυρώσεων ή, γενικότερα, μονομερούς επεμβάσεως προς διαμόρφωση υπέρ των συμφερόντων του ιδίου από τα συμβαλλόμενα μέρη του συμβατικού δεσμού. Η παροχή δε αυτής της δυνατότητας προβλέπεται είτε στις διατάξεις, οι οποίες διέπουν την σύμβαση αυτή, δηλαδή προστασία βάσει ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος που δημιουργεί αποκλίσεις υπέρ του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ., από τους ρυθμιστικούς κανόνες του ιδιωτικού δικαίου, τόσον ως προς τον τρόπο και γενικώς την σύναψη των συμβάσεων αυτών, όσον και ως προς τους όρους τους οποίους οφείλει να αποδεχθεί ο αντισυμβαλλόμενος, είτε στους όρους της σχετικής διακηρύξεως, είτε βάσει ρητρών κανονιστικώς προβλεπομένων και περιλαμβανομένων στην σύμβαση, αποκλινουσών δε από το κοινό δίκαιο, είτε από αυτήν την ίδια την σύμβαση (βλ. ΕφΠειρ 755/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί εκτενείς αναφορές στη νομολογία των πολιτικών και των διοικητικών δικαστηρίων, ΑΠ 1682/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επομένως, συμβάσεις από τις οποίες γεννώνται διαφορές υπαγόμενες στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων νοούνται όχι όλες οι συμβάσεις οι συναπτόμενες από το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ., αλλά μόνον εκείνες οι οποίες έχουν διοικητικό χαρακτήρα (ΕφΠειρ 755/2014, ο.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 79, 80, 82, 83 και 85 του ν. Ν 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού ορίζεται ότι: (άρθρο 79) «Συμβάσεις, από τις οποίες δημιουργούνται υποχρεώσεις σε βάρος του Δημοσίου, δεν δύναται να συνομολογηθούν εάν δεν προβλέπονται από γενικές ή ειδικές διατάξεις ή δεν συντελούν στην εκπλήρωση των σκοπών του» (άρθρο 80) «Για το κύρος συμβάσεως του Δημοσίου με αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ ή που γεννά διαρκή υποχρέωση αυτού, απαιτείται η κατάρτισή της να γίνει με ιδιωτικό τουλάχιστον έγγραφο. Το ανωτέρω ποσό μπορεί να τροποποιείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών» (Σημειώνεται δε ότι το ποσό των 400.000 δρχ. του άρθρου 80 αναπροσαρμόστηκε από 1-1-2002 σε δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ με την ΥΑ 2/59649/0026/2001, ΦΕΚ Β΄ 1427 22.10.2001). Επί συμβάσεως, η αποδοχή της προτάσεως δύναται να γίνει και με χωριστό έγγραφο, η υπό του αντισυμβαλλομένου όμως του Δημοσίου εκπλήρωση της παροχής του αίρει την εκ της ελλείψεως του γραπτού τύπου της αποδοχής ακυρότητα της συμβάσεως» (άρθρο 82) «1. Για κάθε σύμβαση του Δημοσίου που συνεπάγεται έσοδο ή δαπάνη αυτού, αν δεν ορίζεται διαφορετικά με ειδική διάταξη, προηγείται η προβλεπόμενη από τις κατά περίπτωση ισχύουσες διατάξεις διαδικασία του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων με συνοπτική διαδικασία ή διαπραγμάτευση… (άρθρο 83) «Ι. Επιτρέπεται η με απευθείας ανάθεση σύναψη σύμβασης προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων για ετήσια δαπάνη μέχρι ποσού ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) δραχμών. Από το ποσό αυτό και μέχρι τέσσερα εκατομμύρια (4.000.000) δρχ. απαιτείται διαγωνισμός με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρος) που θα διενεργείται από τριμελή επιτροπή. Άνω του ποσού των τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.0000) δρχ., απαιτείται σύναψη σύμβασης για προμήθεια προϊόντων, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων κατόπιν διενέργειας τακτικού διαγωνισμού (ανοικτού ή κλειστού), βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών τα ανωτέρω ποσά δύναται να αναπροσαρμόζονται. Σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών με την ίδια διαδικασία γίνεται και στην περίπτωση μικτής προμήθειας, κατά την οποία η αξία των παρεχόμενων υπηρεσιών υπερβαίνει την αξία των προϊόντων.» (Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την ΑΥΟ 2/45564/0026/2001 (Β΄1066), η ισχύος της οποίας άρχισε από 1.1.2002, ορίσθηκε ότι: « Ι. Αυξάνουμε και ορίζουμε σε ευρώ τα ποσά για τη σύναψη συμβάσεων ετησίας δαπάνης που αφορούν προμήθεια προϊόντων, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων, ως ακολούθως : α) Με απ’ ευθείας ανάθεση μέχρι του ποσού των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. β) Με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρο διαγωνισμό) από του ποσού της προηγούμενης περίπτωσης μέχρι του ποσού των σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000) ευρώ γ) Με διενέργεια τακτικού διαγωνισμού άνω του ποσού των σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000) ευρώ. 2. Οι περιορισμοί των ως άνω ποσών αναφέρονται σε σχέση με το ύψος της εγγεγραμμένης ετησίας πίστωσης κατά ειδικό Φορέα και Κ.Α.Ε στον προϋπολογισμό κάθε φορέα και στα ποσά αυτά συμπεριλαμβάνεται ο Φ.Π.Α.») 2. Επιτρέπεται με έγκριση του αρμόδιου οργάνου η σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών με διαπραγμάτευση ύστερα από δημοσίευση σχετικής προκήρυξης…», (άρθρο 85). «Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 79 έως και 84 του παρόντος νόμου επάγεται την απόλυτη ακυρότητα της συμβάσεως. Από την ακυρότητα αυτής και τη σχετική παρανομία των οργάνων του Δημοσίου δεν γεννάται υποχρέωση αυτού προς αποζημίωση του αντισυμβαλλόμενου, στην περίπτωση που τα αρμόδια όργανα εκ προθέσεως παραβίασαν τις σχετικές διατάξεις και αυτός γνώρισε την παρανομία ή συνετέλεσε στην παραβίαση των διατάξεων». Εξάλλου, κατά το άρθρο 158 ΑΚ «η τήρηση του τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνο όπου ο νόμος το ορίζει» και κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 159 ΑΚ « δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη». Τέλος, η παραβίαση των ως άνω διατάξεων επάγεται την απόλυτη ακυρότητα της συμβάσεως, η οποία επειδή οι σχετικές διατάξεις είναι δημόσιας τάξεως μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτεπαγγέλτως (πρβλ. ΑΠ 1701/2005, ΕφΠειρ 746/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 904 παρ. 1 ΑΚ «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη». Κατά δε το άρθρο 908 εδ. α του ιδίου Κώδικα «ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται υπηρεσίες ή εργασίες με άκυρη σύμβαση, «ο αντισυμβαλλόμενος» του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια την οποία απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες (ΑΠ 1462/2012, ΧρΙΔ 2003, σ.195, ΑΠ 1225/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 157/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού γι’ αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΑΠ 435/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 157/2014, ο.π.). Τέλος, ναι μεν πρέπει στην αγωγή, με την οποία ο ενάγων αναζητεί ευθέως από τον εναγόμενο τον πλουτισμό, που αυτός αποκόμισε εξ αιτίας της ακυρότητας της μεταξύ τους σύμβασης, να αναφέρονται στο δικόγραφό της, για να είναι αυτή κατά το άρθρ. 216§ 1 ΚΠολΔ ορισμένη, τα περιστατικά που καθιστούν άκυρη τη σύμβαση και αδικαιολόγητη επομένως την αντίστοιχη ωφέλεια του εναγομένου, όμως αν η σχετική από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αγωγική βάση σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρ. 219 ΚΠολΔ), δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης της κύριας αγωγικής βάσης από τη σύμβαση των διαδίκων, αρκεί για την πληρότητα της επικουρικής βάσης η επίκληση της ακυρότητας απλώς της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται κατά τα λοιπά να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη στη σύμβαση κύρια αγωγική βάση απορριφθεί εξ αιτίας της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, οπότε όμως ο λόγος αυτός, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, θα έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο της δίκης, ώστε να πληρούται ο σκοπός της διάταξης του άρθρ. 216§1 ΚΠολΔικ, που απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 766/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1647/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 746/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1781/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4279/2007, ΔΙΚΗ 2008, σ.393, ΠΠρΘεσσαλ 12025/2008, Αρμ 2008, σ.1384). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της 26-6/10-7-1944 περί του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, “ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως … Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 ΑΚ προκύπτει ότι, επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου, μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στην περίπτωση χρηματικής οφειλής του Δημοσίου, αυτό, κατ’ εξαίρεση προς τις γενικές διατάξεις, υποχρεούται στην καταβολή νόμιμων ή τόκων, υπερημερίας από την επίδοση σε αυτό σχετικής αγωγής από την οποία και λαμβάνει γνώση της αμφισβήτησης (ΑΕΔ 7/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το δε ποσοστό του τόκου ανέρχεται στο προαναφερθέν 6% ετησίως. Η ρύθμιση αυτή της υποχρεώσεως του Δημοσίου στην καταβολή νόμιμων τόκων ή τόκων υπερημερίας ποσοστού 6% από την επίδοση της αγωγής σε αυτό δικαιολογείται από λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος εγκειμένου στην περιστολή των από την αιτία αυτή δαπανών του Δημοσίου, τις οποίες εξυπηρετεί διά χρημάτων κυρίως του συνόλου των πολιτών και την κάλυψη δια των εξοικονομούμενων ετέρων τέτοιων δαπανών για την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο και από το γεγονός ότι καθ’ όλο το διάστημα από το έτος 1877 έως σήμερα (καθόσον έχει θεσπισθεί ουσιαστικά από το έτος 1877 με τον ν. ΧΛ`/1877, όπως διατηρήθηκε μέχρι σήμερα) το Ελληνικό Κράτος έχει διέλθει από διαδοχικές σοβαρές δημοσιονομικές κρίσεις, οι οποίες έχουν διαρκέσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αλλά και των οποίων οι επιπτώσεις επεκτείνονται και σε περιόδους, κατά τις οποίες η οικονομική κατάσταση βελτιώνεται και οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη της χώρας και δεν αντίκειται στις διατάξεις των αρθρ. 341 και 345 του ΑΚ ούτε στις διατάξεις του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά δικαιώματα και των αρθρ. 4 παρ, 1, 17, 20 και 25 παρ. 1 του Συντ., 6 και 14 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (ΑΕΔ 25/2012 ΑΡΜ 2013.339, ΑΠ 562/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου με το άρθρο 1 παρ.1 του Ν. 1406/1983 υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν είχαν υπαχθεί σ’ αυτήν. Περαιτέρω κατά την παρ. 2 περ. η του ίδιου άρθρου, στις διαφορές αυτές περιλαμβάνονται και εκείνες που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την ευθύνη του Δημοσίου, των οργάνων τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού αυτού νόμου για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διατάξεως, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος, ενώ κατά το άρθρο 106 Εισ.Ν. ΑΚ οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται και για την ευθύνη των Δήμων, των Κοινοτήτων ή των άλλων προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι κάθε αγωγή αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου, των δήμων, των κοινοτήτων και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους, που συνδέονται μαζί τους είτε με σχέση δημοσίου δικαίου είτε με σχέση ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι και οι υλικές ενέργειες οι οποίες τελέσθηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και τη λειτουργία της δημόσιας ή δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας αντίστοιχα ή εξαιτίας τους και δε συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, των δήμων κλπ., ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου, που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του, υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως αφορώσα διοικητική διαφορά ουσίας (ΑΕΔ 5/1995, ΑΠ 1067/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1175/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 657/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1395/2009). Όταν για τις παραπάνω πράξεις ενάγεται το Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ, οι διαφορές αποζημίωσης που γεννώνται από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, αποτελούν διοικητικές διαφορές, θεμελιούμενες στα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ και υπάγονται στη δικαιοδοσία των κατά το άρθρο 94 παρ.1 του Συντάγματος τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Όταν όμως ενάγεται ως προσωπικά υπεύθυνο προς αποζημίωση το όργανο του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, τότε δικαιοδοσία έχουν τα πολιτικά Δικαστήρια, διότι πρόκειται για ιδιωτική διαφορά (ΑΠ 1067/2015, ο.π., ΑΠ 302/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι τυγχάνει πλοιοκτήτρια του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου με το όνομα «…… και ότι από το έτος 1995 μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής, με αλλεπάλληλες συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, που συνάπτονταν μεταξύ αυτής, ως αναδόχου δημόσιας υπηρεσίας και του Υπουργείου Αιγαίου, μετονομασθέντος σε Υπουργείο Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, μετέπειτα δε συγχωνευθέντος δυνάμει π.δ. με το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας σε ενιαίο Υπουργείο με τίτλο «Υπουργείο Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού», το ως άνω πλοίο εκτελεί δρομολόγια για τη μεταφορά καυσίμων και χληρών φορτίων προς εξυπηρέτηση της δρομολογιακής γραμμής Αγ. Ευστράτιος – Μύρινα Λήμνου. Ότι, δυνάμει της από 17.10.2002 σύμβασης που καταρτίσθηκε μεταξύ του τότε Υπουργού Αιγαίου και της ενάγουσας, ανατέθηκε στην τελευταία η εξυπηρέτηση της άγονης δρομολογιακής γραμμής Αγ. Ευστράτιος – Μύρινα Λήμνου κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2002 έως 31.10.2003 με το ως άνω πλοίο. Ότι, ακολούθως, σε συνέχεια των αναφερομένων στην αγωγή προκηρύξεων μειοδοτικών διαγωνισμών και, ακολούθως, της διαδικασίας διαπραγμάτευσης που διενεργήθηκε με απόφαση του ως άνω Υπουργού, εγκρίθηκε η μίσθωση του προαναφερθέντος πλοίου για την εκτέλεση πέντε δρομολογίων την εβδομάδα και επιπλέον δύο δρομολογίων το μήνα για μεταφορά καυσίμων στην άγονη δρομολογιακή γραμμή Αγ. Ευστράτιος – Μύρινα Λήμνου, με μίσθωμα 1.800 Ευρώ για κάθε πλήρες δρομολόγιο από τις 3.11.2003 έως ότου ολοκληρωθεί με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης η σύναψη σύμβασης με κάποιον πλοιοκτήτη για την εξυπηρέτηση της ως άνω δρομολογιακής γραμμής και οπωσδήποτε το αργότερο έως την 31.12.2003, ημερομηνία κατά την οποίαν το πλοίο συμπλήρωνε τριακονταπενταετία. Ότι, εν τέλει, με την από 30.6.2004 σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ του Υπουργού Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και της ενάγουσας, της ανατέθηκε η μεταφορά καυσίμων και οχληρών φορτίων στην άγονη δρομολογιακή γραμμή Α. Ευστράτιος – Μύρινα Λήμνου κατά το χρονικό διάστημα από 14.6.2004 έως 31.10.2004 με το ως άνω πλοίο …, το οποίο είχε μετατραπεί από επιβατικό – οχηματαγωγό σε φορτηγό οχηματαγωγό, με μίσθωμα 1.800 Ευρώ για κάθε πλήρες δρομολόγιο. Ότι κατά το μεσοδιάστημα μεταξύ της υπογραφής των δύο ανωτέρω συμβάσεων, ήτοι από 1.1.2004 έως 13.6.2004, η ενάγουσα εξακολούθησε να εκτελεί τα προαναφερόμενα δρομολόγια επί ένα εξάμηνο, χωρίς έγγραφη εντολή του εναγομένου, λόγω διοικητικών αναταραχών και ελλιπούς οργάνωσης του Υπουργείου Αιγαίου, πλην όμως με ρητές διαβεβαιώσεις των αναφερομένων στην αγωγή αρμοδίων φορέων του εναγομένου (Ελληνικού Δημοσίου), ότι θα αποζημιωθεί πλήρως για τα εκτελεσθέντα δρομολόγια, λόγω της ανάγκης να μη διακοπεί η παροχή δημόσιας υπηρεσίας στην άγονη γραμμή, δοθέντος ότι καμία άλλη ναυτιλιακή εταιρεία δεν είχε αποδεχτεί αυτήν.  Ότι, σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας, η ενάγουσα συνέχισε να εκτελεί κανονικά δρομολόγια στην ως άνω γραμμή, χωρίς ουδέποτε το αρμόδιο Υπουργείο ή οποιαδήποτε άλλη Αρχή να εναντιωθούν ή να αμφισβητήσουν την εν λόγω παροχή υπηρεσιών από την ενάγουσα, συγκεκριμένα, δε, εκτέλεσε, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.1.2004  έως 13.6.2004 τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή (σε πίνακα, με βάση την ημερομηνία και το με ακρίβεια εκτελεσθέν δρομολόγιο) 115 δρομολόγια. Ότι, βάσει της μέσης τιμής των προηγούμενων και επόμενων συμβάσεων, ήτοι της από 30.6.2004 σύμβασης, η οποία προέβλεπε μίσθωμα 1.800 Ευρώ ανά πλήρες δρομολόγιο, η ζημία που υπέστη η ενάγουσα από τη διενέργεια των δρομολογίων αυτών κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (115 Χ 1.800 =) 207.000 Ευρώ, το οποίο πρέπει να αποζημιωθεί αυτή από τους εναγομένους, οι οποίοι προφορικά ανέθεσαν στην ενάγουσα το συγκεκριμένο έργο με τους ίδιους οικονομικούς όρους και προϋποθέσεις από τους οποίους διέποντο όλες οι μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις. Ότι, δυνάμει της από 5.5.2009 αγωγή της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 11.4.2014, η ενάγουσα ζήτησε, για τους εκεί αναφερόμενους λόγους (όπως το ιστορικό της εν λόγω αγωγής εκτίθεται αυτούσιο στην υπό κρίση αγωγή και είναι ταυτόσημο με τα ανωτέρω εκτεθέντα) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το ποσό των 207.000 Ευρώ, νομιμοτόκως, από τότε που η απαίτηση κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση του ποσού αυτού. Ότι, επί της απόφασης αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 3489/2014 Απόφαση του Γ΄ Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας κρίθηκε ότι «η ένδικη διαφορά … στηριζόμενη είτε στις διατάξεις περί εκτέλεσης συμβάσεων είτε στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, είναι ιδιωτική, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όπου επιτρέπεται να επανασκηθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 41 του Ν. 3659/2008 εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 2 μηνών από την επίδοση της απόφασης». Ότι, περαιτέρω, το ανωτέρω ένδικο πλοίο της ουδέποτε απώλεσε τα πιστοποιητικά αξιοπλοϊας του, ότι ακόμη και ως φορτηγό – οχηματαγωγό, αυτό είχε δυνατότητα μεταφοράς έως και εννέα (9) επιβατών (αριθμό που ουδέποτε εξάντλησε κατά την εκτέλεση των εν λόγω δρομολογίων, όπως αποδεικνύεται από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου) και ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο σαφώς αναγνώρισε τις υπηρεσίες του ενάγοντα στο ως άνω πλοίο, καθόσον με την αναφερόμενη στην αγωγή, από 18.8.2004, απόφασή του, αποφάσισε την έγκριση «επιχορήγησης της Κοινότητας Αγίου Ευστρατίου Νομού Λέσβου» με το ποσό των 100.000 Ευρώ, πλην όμως η εν λόγω Κοινότητα δεν αποδέχθηκε την εν λόγω οικονομική ενίσχυση επικαλούμενη αδυναμία να τη διαθέσει, δυνάμει των άρθρων 267 και 268 του ΔΚΚ. Ότι, τέλος οι εναγόμενοι ήταν υποχρεωμένοι να συνάψουν σύμβαση με την ενάγουσα, καθόσον οι αναφερόμενοι στην αγωγή αρμόδιοι φορείς του εναγομένου της ανέθεσαν προφορικά την παράταση του επίδικου δρομολογίου, χάριν δημοσίου συμφέροντος, υποσχόμενοι την πλήρη αποζημίωσή της, πλην όμως δεν έπραξαν τούτο, επισείοντας σε αυτήν τις έννομες συνέπειες που εκτίθενται στην αγωγή.  Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενη η ενάγουσα ότι με την παρούσα, επαναφέρει (επανασκεί) την ως άνω αγωγή της ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου τούτου, κατόπιν έκδοσης της ανωτέρω, με αριθμό 3489/2014 Απόφασης του Γ΄ Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, άλλως αποκλειστικά το Υπουργείο Οικονομικών, να της καταβάλουν το ποσό των 207.000 Ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που η απαίτηση κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, κυρίως, μεν (ορθώς εκτιμωμένου του υπό κρίση δικογράφου) εκ της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς που καταρτίσθηκε προφορικά μεταξύ των διαδίκων, δυνάμει της οποίας το εναγόμενο απεδέχθη ανεπιφύλακτα τις υπηρεσίες της εναγομένης, επικουρικά δε, με βάση τη διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, καθόσον η παράλειψη του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής να προβεί στη σύναψη της σχετικής σύμβασης και, συνακόλουθα, να προβεί στα νόμιμα, προκειμένου να της καταβληθούν τα μισθώματα για τα ανωτέρω δρομολόγια αποτελεί παράλειψη κατά την ενάσκηση δημόσιας εξουσίας που του έχει ανατεθεί, υφισταμένης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράλειψης της διοίκησης και της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα, πλέον δε, επικουρικά, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι το εναγόμενο κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο, με ζημία της ενάγουσας που συνίσταται στη δαπάνη που εξοικονόμησε αυτό (το εναγόμενο) στην οποίαν θα υποβαλλόταν εάν την εκτέλεση του ίδιου έργου ενέθετε με έγκυρη σύμβαση έργου σε άλλο πρόσωπο, ήτοι το ποσό των μισθωμάτων που θα λάμβανε, βάσει της μέσης τιμής των προηγούμενων και επόμενων συμβάσεων, που προέβλεπαν μίσθωμα 1.800 Ευρώ ανά πλήρες δρομολόγιο, υφισταμένης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας της ενάγουσας και του πλουτισμού του εναγομένου.  Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, αναφορικά με την επικουρική της βάση, την επιχειρούμενη όπως θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, έχουσα ως αντικείμενο την επιδίκαση αποζημίωσης στην ενάγουσα εκ της παράλειψης των οργάνων του εναγομένου προς κατάρτιση της σχετικής σύμβασης και καταβολή της αμοιβής της εκ των εκτελεσθέντων δρομολογίων, παράλειψη που (κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή) σχετίζεται με την ενάσκηση Δημόσιας εξουσίας από μέρους τους, προκαλεί διοικητική διαφορά ουσίας, σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των κατά το άρθρο 94 παρ.1 του Συντάγματος διοικητικών δικαστηρίων, επομένως, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει, κατά το μέρος τούτο, απορριπτέα ως απαράδεκτη. Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι και από και την επισκόπηση της με αριθμό 3489/2014 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Πειραιά δύναται να συναχθεί ότι το τελευταίο, ως κατά δικαιοδοσία αρμόδιο Δικαστήριο, αποφάνθηκε επί της εν λόγω βάσης της αγωγής (με το σκεπτικό ότι «από καμία διάταξη δεν προκύπτει υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να συνάψει σύμβαση με την ενάγουσα εταιρία, όπως αβάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη αγωγή»), ενώ απέρριψε λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας την ένδικη διαφορά, κατά το μέρος που αυτή στηρίζεται είτε στις διατάξεις περί εκτέλεσης συμβάσεων είτε στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (ορ. τελευταίο φύλλο της εν λόγω απόφασης). Κατά τα λοιπά, όσον αφορά στις βάσεις της υπό κρίση αγωγής (κύρια και επικουρική) που αφορούν στην αμοιβή εκ της προφορικώς καταρτισθείσας σύμβασης ναύλωσης και την αμοιβή λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά και αρμοδίως εισάγεται, για να συζητηθεί, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής, καθόσον αυτή (η αγωγή) εισάγει διαφορά ιδιωτικού δικαίου, αφού, υπό τα εκτιθέμενα σε αυτήν, η υπόθεση ανάμεσα στους εδώ διαδίκους αφορά διαδοχικές συμβάσεις ναύλωσης πλοίου, οι οποίες (ανεξαρτήτως του σκοπού που επιδιώχθηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο οποίος είναι πράγματι δημόσιος, συνιστάμενος στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας, δια της εκτέλεσης δρομολογίων σε άγονη γραμμή), ως μη καταρτισθείσες εγγράφως, δεν περιλαμβάνουν όρους που να επιτρέπουν μονομερείς επεμβάσεις του εναγομένου (Ελληνικού Δημοσίου) ούτε διέπονται από εξαιρετικό υπέρ αυτού καθεστώς, προϋπόθεση από την οποίαν εξαρτάται κυρίως ο χαρακτηρισμός μίας σύμβασης ως διοικητικής (πρβλ. ΑΕΔ 11/2013, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ΑΠ 435/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1682/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 755/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ,  καθώς και σχετική νομολογία των διοικητικών Δικαστηρίων, ήτοι, ΣΤΕ 1989/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΑθ 10/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΔΕφΑθ 806/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) και είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκασή της (αρθρ. 7, 8, 9, 10, 18, 25 παρ.2 του ΚΠολΔ, συνδ. 51 παρ. 2 και 3 εδ.ε του Ν. 2172/1993) κατά την τακτική διαδικασία, με την επισήμανση ότι, κρίσιμος χρόνος για τη θεμελίωση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου, ως δικονομικής συνέπειας εκ της άσκησης της αγωγής, τυγχάνει ο χρόνος άσκησης της ανωτέρω, από 5.5.2009, αγωγής της ενάγουσας ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 41 παρ.1 εδ.α΄ του Ν. 3659/2008 «αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος, εφόσον ασκηθεί ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή αφότου καταστεί τελεσίδικη η επιδοθείσα πρωτόδικη απόφαση, λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε», η δε, υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρμοδίου κατά δικαιοδοσία) εντός της ως άνω προθεσμίας των δύο (2) μηνών από την επίδοση στην ενάγουσα της ανωτέρω, υπ’ αριθμ. 3489/2014 απορριπτικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Πειραιά (Μεταβατική έδρα Μ.ς), όπως δύναται να συναχθεί από την από 23.6.2015 σημείωση του επιδώσαντος αυτήν δικαστικού επιμελητή επί του σώματος αυτής (ορ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, αντίγραφο της ως άνω απόφασης), σε συνδυασμό με τις από … εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Γ. Γ. Τ., που αφορούν στην επίδοση της υπό κρίση (με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγής, στο Ελληνικό Δημόσιο και στον Αναπληρωτή Υπουργό Ναυτιλίας (προσκομιζόμενες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, σε συνέχεια τηλεφωνικής κλήσης προς συμπλήρωση της τυπικής αυτής παράλειψης, κατ’ αρθρ. 227 ΚΠολΔ), προϋπόθεση αναγκαία, εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ώστε να δύναται να παράξει έννομες συνέπειες η κατάθεση της υπό κρίση αγωγής, ως στρεφόμενης κατά του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1, 2 του από 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 διατάγματος «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (πρβλ. ΑΕΔ 27/2004, ΕΔΚΑ 2005, σ.19, ΑΠ 126/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 498/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 452/2011, ΑΧΑΝΟΜ 2012, σ.291, ΑΠ 1105/2005, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 439/2004, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 690/2003, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 432/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 373/2009, ΑΧΑΝΟΜ 2010, σ. 335, ΕφΠειρ 811/2000, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2000, σ.419).  Εξάλλου, η αγωγή, τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς την επικουρική της βάση, ως προς τον δεύτερο εναγόμενο (Αναπληρωτή Υπουργό Ναυτιλίας), τυγχάνει απορριπτέα, τόσο λόγω έλλειψης ικανότητας διαδίκου (αρθρ. 62 ΚΠολΔ), καθόσον οι Υπουργοί, εκτός από μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, τυγχάνουν μονομελή διοικητικά όργανα, προϊστάμενα των δημόσιων υπηρεσιών οι οποίες έχουν διαρθρωθεί στην οργανική ενότητα ενός υπουργείου και ασκούν τις αρμοδιότητες που ορίζουν οι σχετικές διατάξεις (βλ. αρθρ. 16 Ν. 1558/1985, καθώς και Ε. Σπηλιωτόπουλου «εγχειρίδιο διοικητικού δικαίου», εκδ. 2002, σ.283 παρ. 275 και 285 παρ.277) ενώ οι Υφυπουργοί ασκούν τις αρμοδιότητες του υπουργού, στο υπουργείο στο οποίο είναι διορισμένοι, οι οποίες τους ανατίθενται με κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού του (αρθρ. 83 παρ.2 του Συντάγματος, αρθρ. 16 παρ.5 Ν. 1558/1985, Ε. Σπηλιωτόπουλου, ο.π.), πλην όμως, στις δίκες που αφορούν στο Δημόσιο, οι κατ’ ιδίαν διοικητικές υπηρεσίες του Δημοσίου (των οποίων, κατά τα ανωτέρω, προΐστανται οι Υπουργοί και Υφυπουργοί) δεν έχουν ικανότητα διαδίκου (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 62, αριθμ.54, καθώς και Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 62, αριθμ. 2). Ακολούθως, ως προς την κύρια βάση της, η αγωγή τυγχάνει νόμω αβάσιμη, διότι, αληθών υποτιθεμένων των εκτιθέμενων σε αυτήν πραγματικών περιστατικών, οι επίδικες, διαδοχικές συμβάσεις ναύλωσης πλοίου τυγχάνουν άκυρες, της ακυρότητας αυτής λαμβανομένης υπόψη αυτεπαγγέλτως, διότι για την κατάρτισή τους δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος για τη σύναψή τους έγγραφος (συστατικός) τύπος, ούτε προηγήθηκε η νόμιμη διαδικασία που απαιτείται (διαδικασία διαγωνισμού, καθόσον η ετήσια δαπάνη τους, υπερβαίνει τόσο τα 15.000 Ευρώ, προϋπόθεση διενέργειας πρόχειρου διαγωνισμού, όσο και τα 45.000 Ευρώ, προϋπόθεση διενέργειας τακτικού διαγωνισμού), σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας και συνεπώς δεν παράγει αυτή αποτελέσματα, ούτε γεννά υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 180 ΑΚ. Περαιτέρω, η αγωγή, ως προς την επικουρική της βάση, τη στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, τυγχάνει επαρκώς ορισμένη [πρβλ. ΕφΠειρ 746/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ] και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 293, 340, 345, 346, 361, 904 επ. ΑΚ, 176, 191 παρ.2, 907 και 908 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος όπως καταβληθούν τόκοι από το χρόνο που η υπό κρίση απαίτηση κατέστη απαιτητή, ήτοι προ της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και ο χρόνος έναρξης της τοκογονίας στην περίπτωση αξίωσης κατά του δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ., καθορίζονται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου άρθρου 21 του δ/τος της 26-6/10- 7-1944 (και για τα ν.π.δ.δ. αρθρ. 7 παρ.2 του Ν.Δ. 496/1974), ήτοι ο τόκος υπερημερίας ανέρχεται σε 6% ετησίως και η έναρξη της τοκογονίας αφετηριάζεται από την επίδοση της αγωγής, η οποία, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν είναι αντίθετη στα άρθρα 4 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης νόμιμων τόκων επιδικίας να είναι νόμω βάσιμο μόνο για το διάστημα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και εξής. Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 909 § 1 ΚΠολΔ που απαγορεύει την προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ, κατά την άποψη που υιοθετεί το Δικαστήριο τούτο, θεωρείται καταργημένη, ως ευρισκόμενη σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 § 1, 94 § 4, 95 § 5 Συντ, 6 § 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, 2 § 3 και 14 § 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικό Δικαιώματα (πρβλ. ΟλΑΠ 17/2002, 21/2001, Εφ Αθ 6457/2011, ΕλΔνη 2012, σ. 1064, ΠΠρΑθ 3811/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΣαμ 26/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, καθώς και Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα έτους 2006, υπό αρθρ. 909 ΚΠολΔ, αριθμ.3). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι α) για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ τρίτων (βλ. σχετική αναφορά στο σκεπτικό της με αριθμό 3489/2014 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά (μεταβατική έδρα Μ.ς, σε συνδυασμό με αρθρ. 41 παρ.2 του Ν. 3659/2008), β) για το παραδεκτό της άσκησής της έχει καταβληθεί το με αριθμό … γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π., ενώ για το για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής έχουν καταβληθεί, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, τα με αριθμούς … και … γραμμάτια προείσπραξης του Δ.Σ.Π., ενώ το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο παρίσταται ατελώς (αρθρ. 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτό ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, αρθρ. 19 Ν.Δ. 26.6/10.7.1944), ενώ, τέλος, γ) δεν συντρέχει, εν προκειμένω, νόμιμος λόγος αναστολής της έκδοσης οριστικής απόφασης στην παρούσα δίκη με βάση το άρθρο 17 του ν. 2145/1993, διότι, όσον αφορά στις επίδικες συμβάσεις ναύλωσης πλοίου, οι οποίες είναι, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, άκυρες, τέτοια βεβαίωση δεν απαιτείται, δεδομένου ότι, στην περίπτωση που η δαπάνη του ΝΠΔΔ πηγάζει από άκυρη σύμβαση, δεν υπάρχει έδαφος διενέργειας προληπτικού ελέγχου της δαπάνης αυτής από το Ελεγκτικό Συνέδριο, διότι επί οφειλής του ΝΠΔΔ με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού λόγω ακυρότητας της καταρτισθείσας σύμβασης, δεν είναι νοητή η ύπαρξη προϋφιστάμενης χορηγημένης πίστωσης, ούτε και η τήρηση των διατάξεων περί δημοσίου λογιστικού και των λοιπών συναφών διατάξεων (βλ. ΕφΠειρ 848/2014, ΔΕΦΑθ 4886/2013, σύμφωνα με την οποία η διάταξη έχει σιωπηρά καταργηθεί με άρθρο 285 παρ.1 ΚΔΔ, ΕφΑθ 1781/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 3885/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 90 §1 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού, οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου ή κατά των ΟΤΑ παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής. Η παραγραφή αυτή, κατά το άρθρο 91 του ίδιου νόμου, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η απαίτηση και ήταν δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξη. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ως προς την παραγραφή των ενοχικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και εκείνες που πηγάζουν από αδικοπραξία και αδικαιολόγητο πλουτισμό λόγω ακυρότητας της συμβάσεως) σε καμία περίπτωση ο χρόνος της παραγραφής δεν μπορεί να υπερβαίνει την πενταετία (ΑΠ 1310/2009, Α` Δημοσίευση Νόμος, ΕφΠειρ 614/2014,  ΕφΛαρ 29/2013, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2013, σ.83, ΕφΑθ 2889/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1857/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, στο άρθρο 93 του από 1.1.1996 ισχύοντος νόμου 2362/1995 «περί δημοσίου λογιστικού» ορίζεται ότι, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνον α) με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές β) την υποβολή στην αρμοδία δημοσία αρχή αιτήσεως πληρωμής της απαιτήσεως γ) την υποβολή στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, αιτήσεως αναγνωρίσεως της απαιτήσεως δ) την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση όπου αυτή επιτρέπεται ε) την έκδοση τίτλου πληρωμής και στ) την αναγνώριση της απαιτήσεως υπό του Δημοσίου με πρακτικό του Ν.Σ.Κ. εγκριθέν από τον Υπουργό Οικονομικών (ΕφΠειρ 90/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 380/2003, ΑΧΑΝΟΜ 2004, σ.413, ΕφΑθ 2582/92, ΑρχΝ 1993, σ.32). Τέλος κατά το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 94 η παραγραφή λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπ’ όψιν από τα δικαστήρια. Να σημειωθεί ότι ταυτόσημες είναι οι διατάξεις του Ν.Δ. 496/74 “περί λογιστικού του ΝΠΔΔ” όσο και του προϊσχύσαντος ΝΔ 321/69 “περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού” (ΕφΠατρ 380/2003, ΑΧΑΝΟΜ 2004, σ.413, ΕφΑθ 2582/92, ΑρχΝ 1993, σ.32). Η έννοια της τελευταίας από τις εν λόγω διατάξεις είναι ότι, για να λάβει το Δικαστήριο υπόψιν του οίκοθεν, δηλαδή χωρίς την υποβολή σχετικού ισχυρισμού εκ μέρους  του Δημοσίου, την παραγραφή της απαίτησης, η οποία κατάγεται σε δίκη από κάποιο δικαιούχο, πρέπει και αρκεί να έχουν τεθεί ενώπιον αυτού τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται αφ’ ενός η γέννηση της αξίωσης και, εντεύθεν, η έναρξη του χρόνου της παραγραφής και αφετέρου η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, που είναι ζήτημα απλής εφαρμογής του εν χρήσει ημερολογίου, πριν από την άσκηση της αξίωσης, ήτοι, κατά το συνήθως συμβαίνον, πριν από την επίδοση της σχετικής αγωγής (βλ. ΑΠ 182/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σε κάθε δε στάση της δίκης, ακόμη και ενώπιον του Εφετείου, αρκεί η συμπλήρωσή της είτε πριν από την άσκηση της αγωγής είτε κατά τη διάρκεια της επιδικίας, να προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους δικόγραφα και λοιπά έγγραφα (ΑΠ 1117/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 433/1992, ΕλΔνη 1993, σ.1411, ΠΠρΑθ 840/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 2362/1995, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 261 του ΑΚ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ.1 του Ν. 4139/2013 – ΦΕΚ Α΄ 74/20-3-2013), 106 και 262 του ΚΠολΔ, συνάγεται σαφώς, ότι η παραγραφή αξιώσεως κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο της ουσίας, ενώ η διακοπή της παραγραφής αυτής, που συντελείται με έναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 93 του Ν. 2362/1995 τρόπους, μεταξύ των οποίων και η υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο, συνιστά αντένσταση, την οποίαν πρέπει να προτείνει, παραδεκτώς και νομίμως, ο διάδικος που αποκρούει την παραγραφή και δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο. Η αυτεπάγγελτη, κατ’ άρθρο 94 εδ.δ΄ του Ν. 2362/1995, λήψη υπόψη από το δικαστήριο της παραγραφής των κατά του Δημοσίου αξιώσεων (αυτεπαγγέλτου λήψεως) η οποία δεν ισχύει για τη διακοπή της παραγραφής, δεν αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας, ούτε στις διατάξεις των άρθρων 20 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και 110 παρ. 1 του ΚΠολΔ, (και) για το λόγο ότι η διασφαλιζόμενη με τις διατάξεις αυτές δικαστική προστασία δεν έχει σχέση με την αυτεπάγγελτη εξέταση και λήψη υπόψη της παραγραφής από τα δικαστήρια, αφού η αυτεπάγγελτη αυτή ενέργεια του δικαστηρίου δεν στερεί τους αντιδίκους του Δημοσίου από τη δυνατότητα να προβάλλουν (ακόμη και καθ’ υποφοράν, ενόψει του εκ του νόμου γνωστού σ’ αυτούς αυτεπαγγέλτου της λήψεως υπόψη της παραγραφής) όλες τις αντενστάσεις που τους παρέχει το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο για την απόκρουση της παραγραφής (ΟλΑΠ 11/2003, ΑΠ 593/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1279/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2203/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1579/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 766/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1310/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1270/2003, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1371/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1857/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Για την κατά το άρθρο 262 παρ.1 ΚΠολΔ, πληρότητα της προβολής της αντένστασης διακοπής της παραγραφής, πρέπει να προταθούν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο από τον αντενιστάμενο ενάγοντα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν αυτήν και συγχρόνως να διατυπώνεται αίτημα περί απόρριψης της ενστάσεως παραγραφής (βλ. Ι. Κατρά, «Αγωγές και ενστάσεις Αστικού Κώδικα», εκδ. 2008, σ.1126, με εκεί αναφορές σε νομολογία). Ειδικά όσον αφορά στη διακοπή της παραγραφής με την έγερση αγωγής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 41 παρ.1 του Ν. 3659/2008, αν η αγωγή ασκηθεί ενώπιον δικαστηρίου, που δεν έχει δικαιοδοσία, και απορριφθεί για το λόγο αυτό και στη συνέχεια ασκηθεί νέα αγωγή ενώπιον του κατά νόμο έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου, τότε η δεύτερη αγωγή λογίζεται ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο της άσκησης της πρώτης αγωγής ως προς όλες τις έννομες συνέπειες (διακοπή παραγραφής, τοκοδοσία κλπ) υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η νέα αγωγή θα ασκηθεί μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η πρώτη αγωγή λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας. Ο ενάγων, δικαιούχος της απαίτησης, προς αντίκρουση της ενστάσεως του εναγομένου περί παραγραφής της αξιώσεώς του, δύναται να προτείνει τον ισχυρισμό (αντένσταση) περί διακοπής της παραγραφής με την έγερση της αγωγής. Για την πληρότητα της αντενστάσεως αυτής και το παραδεκτό της πρέπει κατά την πρώτη σε πρώτο βαθμό συζήτηση της υποθέσεως να προταθούν από τον αντενιστάμενο ενάγοντα τα πραγματικά περιστατικά, που αν αποδειχθούν αληθινά, επιφέρουν τη διακοπή της παραγραφής, και συγχρόνως να διατυπώνεται αίτημα περί απορρίψεως της ενστάσεως περί παραγραφής (άρθρα 262 παρ.1, 269 παρ.1 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όταν η αγωγή ασκείται μετά τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, και ο ενάγων προς αντίκρουση της ενστάσεως περί παραγραφής του εναγόμενου, ισχυρίζεται ότι αυτή έχει ήδη διακοπεί με την έγερση προηγούμενης αγωγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου για έλλειψη δικαιοδοσίας, για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός του ότι η διακοπή επήλθε, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, από την έγερση της πρώτης αγωγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, πρέπει να εκθέτει τα εξής: α) το χρόνο εγέρσεως της πρώτης αγωγής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου β) την τελεσίδικη απόρριψη της για έλλειψη δικαιοδοσίας και γ) το χρόνο άσκησης της δεύτερης αγωγής ενώπιον του Πολιτικού Δικαστηρίου που ασκήθηκε μετά τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής και εάν αυτή ασκήθηκε πριν από την επίδοση της τελεσίδικης απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου ή μετά την επίδοση της και εντός δύο μηνών από αυτή, ώστε να μπορεί να ερευνηθεί εάν η παραγραφή θεωρείται ότι διακόπηκε με την έγερση της πρώτης ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου αγωγής (πρβλ, αναφορικά με όμοιου περιεχομένου διάταξη, του άρθρου 9 παρ.4 του Ν. 1649/1986, ΑΠ 624/2003, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Από την χωρίς όρκο κατάθεση του Α. Κ., νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα τυγχάνει πλοιοκτήτρια του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», …. Από το έτος 1995 και εφεξής, με αλλεπάλληλες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς που συνήπτοντο μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Αιγαίου, η  ενάγουσα είχε αναλάβει την υποχρέωση να εκτελεί, με το ανωτέρω πλοίο, προγραμματισμένα δρομολόγια για τη μεταφορά καυσίμων και χληρών φορτίων, προς εξυπηρέτηση της δρομολογιακής γραμμής Αγ. Ευστράτιος – Μύρινα Λήμνου (βλ. κατάθεση νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου). Το εν λόγω Υπουργείο (Αιγαίου) μετονομάσθηκε σε Υπουργείο Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, στη συνέχεια, δε, συγχωνεύθηκε με το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, σε ενιαίο Υπουργείο με τίτλο «Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής», ακολούθως συγχωνεύθηκε σε ενιαίο Υπουργείο που ονομάστηκε σε «Υπουργείο Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού» (βλ. αρθρ. 2 Π.Δ. 24/2015) και πλέον έχει επανασυσταθεί και μετονομάζεται σε «Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής» (βλ. αρθρ. 2 Π.Δ. 70/2015 – ΦΕΚ Α΄/22.9.2015). Ενδεικτικά, μεταξύ των διαδίκων (της ενάγουσας και του Υπουργού Αιγαίου, εκπροσωπούντος, με την ιδιότητά του αυτήν, το Ελληνικό Δημόσιο) καταρτίσθηκε η από 17.10.2002 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας για την εξυπηρέτηση της δρομολογιακής γραμμής Αγ. Ευστράτιος – Μύρινα Λήμνου, δυνάμει της οποίας συμφωνήθηκε όπως, σε υλοποίηση της με αριθμ. ΔΜ/Φ 231.01/8297/2.8.2002 Απόφασης του Υπουργού Αιγαίου, με την οποίαν κατακυρώθηκε στον εκεί δεύτερο συμβαλλόμενο (εδώ ενάγουσα) το αποτέλεσμα του δημόσιου μειοδοτικού διαγωνισμού, που διενεργήθηκε την 17.6.2002 για την εξυπηρέτηση της ως άνω δρομολογιακής γραμμής, η εδώ ενάγουσα, ως «ανάδοχος» δημόσιας υπηρεσίας, αναλάβει την εξυπηρέτηση της δρομολογιακής γραμμής ΑΓ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ – ΜΥΡΙΝΑ ΛΗΜΝΟΥ και επιστροφή, με το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «…2, έναντι μισθώματος δύο χιλιάδων διακοσίων (2.200) Ευρώ ανά πλήρες δρομολόγιο, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ και των λοιπών νομίμων κρατήσεων, κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2002 έως 31.10.2003, με την εκτέλεση πέντε (5) δρομολογίων την εβδομάδα, υπό τους ειδικότερα εκεί συμφωνηθέντες όρους (ορ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα σύμβαση). Εξάλλου, με τις υπ’ αριθμ. πρωτ. ΔΜ/Φ231.01/6334/22-05-2003 και ΔΜ/Φ231.01/11058/03-09-2003 προκηρύξεις του τότε Υπουργείου Αιγαίου προκηρύχθηκαν δημόσιοι μειοδοτικοί διαγωνισμοί για εξυπηρέτηση δρομολογιακών γραμμών με σύναψη σύμβασης ή συμβάσεων ανάθεσης δημόσιας διάρκειας ενός (1) έτους ήτοι από 1/11/2003 έως 31/10/2004. Ανάμεσα στις γραμμές που προκηρύχθηκαν ήταν και η γραμμή ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ – ΛΗΜΝΟΣ και επιστροφή με ανώτατο προσφερόμενο μίσθωμα ανά πλήρες δρομολόγιο χίλια οκτακόσια (1.800) Ευρώ. Το πλοίο που απαιτείτο ήταν επιβατηγό – οχηματαγωγό Ε/Γ – Ο/Γ και όχι φορτηγό – οχηματαγωγό Φ/Γ – Ο/Γ. Για την εξυπηρέτηση της δρομολογιακής γραμμής ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ – ΛΗΜΝΟΣ και επιστροφή, αλλά και για άλλες δρομολογιακές γραμμές δεν εκδηλώθηκε ενδιαφέρον. Για να μη μείνει ο Άγιος Ευστράτιος χωρίς ακτοπλοϊκή σύνδεση, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. ΔΜ/Φ.231.01/13543/08-10-2013 πρόσκληση του Υπουργού Αιγαίου προς ενδιαφερόμενους πλοιοκτήτες για συμμετοχή στους διαγωνισμούς με διαπραγμάτευση για την εξυπηρέτηση της δρομολογιακής γραμμής ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ – ΛΗΜΝΟΣ και επιστροφή από 1/11/2003 έως 31/10/2004. Στις 3-11-2003 υπεγράφη από τον Υπουργό Αιγαίου η υπ’ αριθμ. ΔΜ/Φ.231.01/14795/3-11-2003 απ’ ευθείας μίσθωση του Ε/Γ-Ο/Γ «…2 στην άγονη γραμμή ΛΗΜΝΟΣ – ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ και επιστροφή για το χρονικό διάστημα από 3-11-2003 έως ολοκληρώσεως της διαδικασίας διαπραγμάτευσης και το αργότερο μέχρι 31-12-2003, ημερομηνία κατά την οποία το πλοίο συμπλήρωνε τριακονταπενταετία. Ακολούθως, εξεδόθη το υπ’  αριθμ. ΔΜ/Φ.231.01/6182/04-06-2004 έγγραφο – πρόσκληση του Υπουργού Αιγαίου & Νησιωτικής Πολιτικής για β΄ διαπραγμάτευση. Δυνάμει της ΔΜ/Φ.231.01/634/14-6-2004 απόφασης του Υπουργού Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής κατακυρώθηκε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης για την εξυπηρέτηση της δρομολογιακής γραμμής ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΛΗΜΝΟΣ και επιστροφή με σύναψη σύμβασης ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας με την ενάγουσα από 14-6-2004 έως 31-10-2004, με το Φ/Γ- Ο/Γ «…» …, λογιζόμενο αποκλειστικά ως Φ/Γ- Ο/Γ φορτηγό – οχηματαγωγό και εξεδόθη ομοίως η υπ’ αριθμ. … έγκριση δρομολογίων (ορ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από αμφότερες τις διάδικες πλευρές, από 21.3.2014, με αριθμ. πρωτ. …, έγγραφο εμπεριέχον τις Απόψεις του Ελληνικού Δημοσίου επί της με αριθμ. κατάθεσης … αγωγής της ενάγουσας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά). Ωστόσο, κατά το μεσοδιάστημα (μεταξύ των δύο προαναφερομένων συμβάσεων), ήτοι από την 1.1.2004 έως την 13.6.2004, η ενάγουσα εξακολούθησε επί ένα εξάμηνο να εκτελεί τα προαναφερθέντα δρομολόγια, χωρίς έγγραφη εντολή από το εναγόμενο, πλην όμως, κατόπιν προφορικών εντολών των εμπλεκομένων φορέων του εναγομένου, ήτοι, μεταξύ λοιπών, των αρμοδίων Υπουργών Αιγαίου και Νησιωτικής πολιτικής του επίδικου χρονικού διαστήματος (ορ. σαφή περί τούτου κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου), ώστε να μην σταματήσει να εξυπηρετείται η εν λόγω δρομολογιακή γραμμή, δεδομένου ότι δεν υπήρξε εκδήλωση ενδιαφέροντος από καμία άλλη ναυτιλιακή εταιρία. Σε εκτέλεση της εν λόγω προφορικής συμφωνίας με τους εκπροσώπους του εναγομένου, η ενάγουσα εκτέλεσε, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (από 1.1.2004 έως 13.6.2004), 115 δρομολόγια της εν λόγω δρομολογιακής γραμμής, όπως δύναται να συναχθεί από την επισκόπηση του προσκομιζομένου και επικαλουμένου από την ενάγουσα, αντίγραφο ημερολογίου του ως άνω πλοίου. Η ωφέλεια την οποίαν εξοικονόμησε το εναγόμενο από τη διενέργεια εκάστου δρομολογίου ανέρχεται στο ύψος της χρηματικής αποτίμησης του παρασχεθέντος από την ενάγουσα έργου, ήτοι 1.800 Ευρώ ανά δρομολόγιο, καθώς σε αυτό το ύψος ανήρχετο η συμφωνηθείσα αμοιβή της ενάγουσας, για την εκτέλεση του εν λόγω δρομολογίου, τόσο με την από 3.11.2003 απόφαση του Υπουργού Αιγαίου, δυνάμει της οποίας εγκρίθηκε, κατ’ εξαίρεση, η με απευθείας ανάθεση, μίσθωση του ως άνω πλοίου για την εκτέλεση πέντε (5) δρομολογίων εβδομαδιαίως και δύο (2) μηνιαίως, για τη μεταφορά καυσίμων στην εν λόγω δρομολογιακή γραμμή όσο και με την από 30.6.2004 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας για την εξυπηρέτηση της εν λόγω δρομολογιακής γραμμής που καταρτίσθηκε μεταξύ των εδώ διαδίκων (ορ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον ενάγοντα, από 3.11.2003 απόφαση του Υπουργού Αιγαίου και την από 30.6.2004 Σύμβαση Ανάθεσης Δημόσιας Υπηρεσίας, αντίστοιχα). Επομένως, το εναγόμενο  κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο, κατά το ποσό των (115 Χ 1.800 =) 207.000 Ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η συνολική χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών θαλάσσιας μεταφοράς που προσέφερε η ενάγουσα και είναι αυτό το ποσό το οποίο εξοικονόμησε το εναγόμενο από τη δαπάνη στην οποίαν θα υποβαλλόταν, εάν την εκτέλεση του ιδίου έργου ανέθετε με έγκυρη σύμβαση μεταφοράς, σε άλλο πρόσωπο το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες, υπό τις ίδιες συνθήκες. Περαιτέρω, η ένδικη αξίωση της ενάγουσας, προερχόμενη από αποφυγή μείωσης της περιουσίας του λήπτη του πλουτισμού (εν προκειμένω, εναγόμενο), συνεπεία άκυρων συμβάσεων ναύλωσης πλοίου οι οποίες εκτελέστηκαν εντός του έτους 2004, οπότε και ο βλαπτόμενος (εν προκειμένω, ενάγουσα) προέβη στη σχετική δαπάνη, γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της από το χρόνο που η ενάγουσα προέβη στη σχετική δαπάνη, την οποία διαφορετικά θα ενεργούσε ο λήπτης του πλουτισμού (εν προκειμένω, εναγόμενο) από τη δική του περιουσία, ήτοι από το χρόνο κατά τον οποίον κάθε επιμέρους φόρτωση, για την εκτέλεση της ναύλωσης προς διενέργεια εκάστου ταξιδιού, έλαβε χώρα (αρθρ. 149 ΚΙΝΔ, βλ. Α. Κιαντού – Παμπούκη, «Ναυτικό Δίκαιο», εκδ. 2007, σ. 234 – 235, συνδ. ΑΠ 294/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 614/2014, ΔΕΕ 2014, σ.1195), σε κάθε, δε, περίπτωση, μετά το πέρας κάθε εκτελεσθέντος δρομολογίου (αρθρ. 694 ΑΚ), από το τέλος, δε, του ιδίου έτους, άρχισε η πενταετής παραγραφή της αξίωσης, η οποία συμπληρώθηκε, για το σύνολό της, την 31.12.2009, δηλαδή πριν την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, δια της επίδοσής της στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο την …, κατά τα ανωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα. Η εν λόγω παραγραφή λαμβάνεται υπόψιν αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, παρότι δεν προτάθηκε από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα  σκέψη της παρούσας. Στο σημείο αυτό, αξίζει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, κατά τη σαφή διατύπωση της διάταξης του άρθρου 41 παρ.1 του Ν. 3659/2008, εφόσον ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας, ασκείται ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμοδίου δικαστηρίου εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο, λογίζεται ως προς όλες τις έννομες συνέπειές του, μεταξύ των οποίων και η διακοπή της παραγραφής, ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε (πρβλ, αναφορικά με ομοίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 9 παρ.4 του Ν. 1649/1986, ΑΠ 800/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 635/2005, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 53/2012, ΔΕΕ 2013, σ.162, ΕφΠατρ 6/2011, ΑΧΑΝΟΜ 2012, σ.9, ΕφΙωαν 24/2007, ΕΕργΔ 2007, σ.527). Ωστόσο, η ενάγουσα δεν προτείνει, κατά τρόπο παραδεκτό και νόμιμο, υπό τα επίσης αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, διακοπτικό της παραγραφής της επίδικης αξίωσης γεγονός, με αντένσταση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, μόνη δε, η αναφορά, στο υπό κρίση δικόγραφο, ότι κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατέθεσε, την από 5.5.2009 αγωγή της, ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, η οποία απορρίσθηκε δυνάμει της με αριθμό 3489/2014 Απόφασης του Γ΄ Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, χωρίς να καθίσταται σαφής από τα εκτιθέμενα, ο χρόνος τελεσιδικίας της εν λόγω απόφασης και ο ακριβής χρόνος της νομότυπης έγερσης της υπό κρίση αγωγής, δια της επίδοσης αυτής στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο  (δε γίνεται επίκληση από την ενάγουσα του χρόνου άσκησης αυτής, με επίδοση αυτής στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ούτε προσκομίσθηκαν, εξ’ αρχής, οι σχετικές εκθέσεις επίδοσης, προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού, ενώ το ότι αναζητήθηκαν αυτές, κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ και προσκομίσθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντα, τυγχάνει μεν αρκετό για τον αυτεπάγγελτο έλεγχο από το Δικαστήριο της άσκησης της αγωγής ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου Δικαστηρίου, πλην όμως δεν επαρκεί για τη νόμιμη επίκληση και απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού περί διακοπής της παραγραφής της επίδικης αξίωσης), κυρίως, δε, χωρίς να διαλαμβάνεται αίτημα περί απόρριψης της (αυτεπαγγέλτως λαμβανομένης υπόψιν από το Δικαστήριο) ένστασης παραγραφής της επίδικης αξίωσης, στην οποίαν (τη συμπλήρωση ή τη διακοπή αυτής) κανένας από τους διαδίκους δεν κάνει αναφορά (βλ. 262 παρ.1 ΚΠολΔ, ενώ σαφές περί τούτου και το σκεπτικό της ΑΠ 593/2015, ο.π., ΑΠ 1270/2003, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), δεν επαρκεί ώστε να λάβει υπόψιν του αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο τη διακοπή της παραγραφής από την άσκηση της προηγούμενης, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ασκηθείσας, αγωγής.  Τα ανωτέρω, δε, ισχύουν, αναφορικά με την προβολή των ισχυρισμών των διαδίκων πλευρών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανεξαρτήτως της δυνατότητας της ενάγουσας όπως προβάλλει παραδεκτώς την αντένσταση διακοπή της παραγραφής, λόγω της δυνατότητας απόδειξής της με έγγραφα και δικόγραφα, ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ο.π., υπό αρθρ. 527 αριθμ.8-15 και υπό αρθρ. 269, αριθμ. 6-15, ΑΠ 98/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η ένδικη αξίωση της ενάγουσας, έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 90 του Ν. 2362/1995 και, ως εκ τούτου, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη. Τέλος, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, συντρέχει  στην προκειμένη περίπτωση νόμιμος κατ’ ουσία λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων κατά το άρθρο 179 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ’ αντιμολία των διαδίκων.

Απορρίπτει την υπό κρίση, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή.

Συμψηφίζει  τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 21.12.2016 και δημοσιεύθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 17.1.2017, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων.

            Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ