Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

Αριθμός αποφάσεως     777 /2017

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

        Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Λέκκου, Πρόεδρο Πρωτοδικών – Εισηγήτρια, Χαρίλαο Παππά, Πρωτόδικη, Νικολάου Πολυζωγοπουλου, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11/10/2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στις Φ. και εκπροσωπείται νόμιμα, και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Νικολίτσα Τσαφούλια.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ε. Λ. του Κ. και της Χ., κατοίκου Πειραιά, 2) Ε. συζύγου Ε. Λ., το γένος Θ. και Ε. – Ε. Α., κατοίκου Ε., 3) των Ε. Λ. του Κ. και της Χ., κατοίκου Πειραιά, και Ε. συζύγου Ε. Λ., το γένος Θ. και Ε. – Ε. Α., κατοίκου Ε., ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου του Γ. Λ. του Ε. και της Ε., κατοίκου Ε., και 4) των Ε. Λ. του Κ. και της Χ., κατοίκου Πειραιά, και Ε. συζύγου Ε. Λ., το γένος Θ. και Ε. – Ε. Α., κατοίκου Ε., ως ασκούντων τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου του Χ. Λ. του Ε. και της Ε., κατοίκου Ε., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Χριστοφή.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 15/4/2016 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμ. καταθ. … και επί της οποίας προσδιορίστηκε δικάσιμος προς συζήτηση η παραπάνω και γράφτηκε στο πινάκιο.

        Η συζήτηση της υπόθεσης έγινε απόντων των διαδίκων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των οποίων είχαν προκαταθέσει προτάσεις κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τις διατάξεις του Ν. 4335/2015.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

        Από τις διατάξεις των άρθρων 939, 941, 942 και 943 ΑΚ προκύπτει ότι, για τη διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, πρέπει να συντρέχουν οι εξής όροι: α) απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη, β) η πράξη αυτή να έγινε με σκοπό βλάβης των δανειστών και αυτός υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (τρίτος) να γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, και γ) η υπολειπόμενη μετά την απαλλοτρίωση περιουσία του οφειλέτη να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών. Σκοπός βλάβης υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου η υπόλοιπη περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του, οι οποίοι έτσι θα υποστούν βλάβη από την απαλλοτρίωση. Κατά το άρθρο 942 ΑΚ, η γνώση του τρίτου δεν απαιτείται, αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία. Οι δανειστές έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον (και κατά το μέρος που) η υπολειπόμενη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους. Ως απαλλοτρίωση, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη που γίνεται λόγω γονικής παροχής (κατά το άρθρο 1509 ΑΚ), καθόσον το γεγονός, ότι η απαλλοτρίωση (διάθεση) αυτή γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης του γονέα προς το τέκνο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών (ΑΠ 1217/2014 ΝΟΜΟΣ). Κατά τη διάταξη του άρθρ. 939 ΑΚ, βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη αξίωσης του δανειστή προς διάρρηξη ως καταδολιευτικής της γενόμενης από τον οφειλέτη προς τρίτο απαλλοτρίωσης στοιχείου της περιουσίας του, αποτελεί η δημιουργούμενη εξ αιτίας αυτής για τον οφειλέτη αφερεγγυότητα, δηλαδή η ανεπάρκεια της υπολειπόμενης περιουσίας του προς ικανοποίηση του δανειστή, πρέπει δε η αφερεγγυότητα να υπάρχει και κατά το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής, οπότε κρίνεται το στοιχείο της βλάβης του δανειστή (ΟλΑΠ 12/2012, ΑΠ 858/2002 1189/2003, 1937/2006, 1800/2008, 1284/2011), ενώ αδιάφορο είναι αν η απαίτηση του δανειστή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία ή αν αυτή έχει δικαστικά βεβαιωθεί και εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, αρκεί αυτή να έχει γεννηθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και να είναι ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής (ΟλΑΠ 709/1974, ΑΠ 1482/2004 602/2005, 278/2011). Η επάρκεια ή η ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη και επομένως η ύπαρξη αφερεγγυότητάς του κατά τα κρίσιμα χρονικά σημεία κρίνεται με βάση τα εμφανή περιουσιακά του στοιχεία (ΟλΑΠ 15/2012, ΑΠ 1001/2007, 651/2008) και τέτοια είναι κατ` αρχήν όσα είναι γενικώς γνωστά και μπορούν να επιχειρήσουν σ` αυτά εκτέλεση οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όπως προπάντων είναι τα ακίνητα, ως προς τα οποία ισχύει σύστημα δημοσιότητας, ενώ δεν υπολογίζονται τα αφανή περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή όσα δεν είναι γενικώς γνωστά στους δανειστές και επομένως εξομοιώνονται με ανύπαρκτα γι` αυτούς περιουσιακά στοιχεία, αφού με διαφορετική εκδοχή τίθεται σε κίνδυνο ο επιδιωκόμενος με τη διάρρηξη σκοπός της προστασίας των δανειστών από καταδολιευτικές απαλλοτριώσεις (ΑΠ 637/2001, 941/2007). Περαιτέρω, ορίζοντας το άρθρ. 941 ΑΚ ότι η απαλλοτρίωση υπόκειται σε διάρρηξη, αν ο τρίτος, υπέρ του οποίου έγινε, γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, απαιτεί ο τρίτος να γνωρίζει θετικά κατά την απαλλοτρίωση την καταδολιευτική πρόθεση του οφειλέτη και δεν αρκεί η υπαίτια άγνοιά του, έστω και οφειλόμενη σε βαριά αμέλειά του (ΑΠ 1798/2007, 278/2011, 1818/2011). Γνώση όμως του τρίτου δεν απαιτείται κατά το άρθρ. 942 ΑΚ, όταν πρόκειται για απαλλοτρίωση από χαριστική αιτία. Τέτοια είναι και η κατά το άρθρ. 1509 ΑΚ παροχή περιουσίας σε τέκνο από γονέα (γονική παροχή), αφού ναι μεν χαρακτηρίζεται στο άρθρο αυτό ως δωρεά κατά το ποσό που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, όμως με το χαρακτηρισμό αυτό αποσκοπείται απλώς να αποκλεισθεί η δυνατότητα ανάκλησής της κατά το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά και όχι εξ αντιδιαστολής να χαρακτηρισθεί κατά το μέρος αυτό ως επαχθής δικαιοπραξία (ΑΠ 1687/2002, 638/2004, 1778/2006, 1567/2008). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 946 ΑΚ, η αγωγή διάρρηξης παραγράφεται όταν περάσουν πέντε έτη από την απαλλοτρίωση. Η ερμηνεία της διάταξης αυτής κατά την εφαρμογή της δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι η ανωτέρω πενταετής παραγραφή της αγωγής διάρρηξης αρχίζει σε κάθε περίπτωση από το χρονικό σημείο που έλαβε χώρα η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία. Τούτο δε διότι, πέραν του ότι οδηγεί σε άτοπα και αντιφάσεις νομικής θεμελίωσης ως προς τον νόμιμο τρόπο απόκτησης εμπράγματου δικαιώματος και συντέλεσης της δικαιοπραξίας μεταβίβασης αυτού, κυρίως όμως, γεννά αδικίες σε βάρος του δανειστή, αφού απαιτεί από εκείνον να γνωρίζει πράγματα, τα οποία αντικειμενικά δεν θα μπορούσε υπό κανονικές συνθήκες να γνωρίζει και του επάγει το βάρος της γνώσης και της αδράνειας άσκησης των δικαιωμάτων του, ακόμη και υπό συνθήκες πλήρους άγνοιας ή ανωτέρας βίας, κατ’ εξαίρεση από τις γενικές αρχές του Αστικού Δικαίου, που εδράζονται σε αντίστοιχα συνταγματικά δικαιώματα προστασίας της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, της παροχής δικαστικής προστασίας και της ελευθερίας οικονομικής ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου (άρθρα 2, 5, 17, 20 του Συντάγματος). Διότι προκαλεί την απώλεια της προθεσμίας άσκησης της αγωγής διάρρηξης, πριν καν αρχίσει να τρέχει σε βάρος του, χωρίς υπαιτιότητά του, ένεκα της άγνοιάς του, καταλογίζοντάς του άδικα κυρώσεις για παράλειψη που δεν θα μπορούσε με την επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου να αποσοβήσει, επιβραβεύοντας τον κακόπιστο οφειλέτη που απέκρυψε το γεγονός της απαλλοτρίωσης. Όμως, ο δανειστής δεν έχει κανένα άλλο τρόπο να γνωρίζει, πριν τη δημοσιότητα του συμβολαίου που συντελείται με τη μεταγραφή του. Η θέση αυτή έρχεται σε πρόδηλη αντίφαση τόσο με τις αρχές ενός συστήματος διατάξεων στον Αστικό Κώδικα (άρθρα 361, 1033 επ., 200, 281, 288), όσο και με τις γενικές αρχές περί παραγραφής και αποσβεστικής προθεσμίας που διέπουν το σύνολο των δικαιωμάτων, ενοχικών και εμπραγμάτων, κατ’ άρθρα 247 επ., 279 επ. Α.Κ., σχετικά με τους λόγους αναστολής ή διακοπής σε αντίστοιχες περιπτώσεις (Α.Κ. 255, 279 κλπ.), στις οποίες ο νόμος απαιτεί για την έναρξη της παραγραφής ή της αποσβεστικής προθεσμίας τη γνώση του δικαιούχου και τη δυνατότητά του για δικαστική επιδίωξη του δικαιώματός του. Ουδείς όμως υποχρεούται στα αδύνατα, να γνωρίζει τα επιμελώς και δολίως κρυμμένα από τον κακόπιστο οφειλέτη, για να ασκήσει τα δικαιώματά του, όταν δεν γνωρίζει τη σε βάρος του ματαίωση της ικανοποίησης της αξίωσης του και όταν ο οφειλέτης, σε συμπαιγνία με τον ειδικό διάδοχο του απαλλοτριωθέντος, έχει εξαντλήσει τα όρια της κακοπιστίας και της καταχρηστικής συμπεριφοράς, αποκρύπτοντας τη δωρεά του εμπράγματου δικαιώματος του καθόλο το χρονικό διάστημα που έτρεχε η 5ετής προθεσμία από την κατάρτιση του καταδολιευτικού συμβολαίου. Ειδάλλως, θα επιβραβεύονταν η κακοπιστία, η κρυψίνοια και η υποκρισία, γεγονός που δεν μπορεί να αγνοεί το Δίκαιο και ο Νόμος, διότι έτσι αυτοαναιρείται, χάνεται κάθε αξιοπιστία και ασφάλεια δικαίου, καταστρατηγείται ο σκοπός του θεσμού της αγωγής διάρρηξης και προσβάλλεται το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Αντίκειται κατάφωρα σε κάθε έννοια δίκαιου να καταλογίζεται στον δανειστή η απώλεια της προθεσμίας άσκησης του δικαιώματός του, πριν τη μεταγραφή που σηματοδοτεί το γεγονός της δημοσιότητας και της γνώσης (βλ. άρθρα 937, 251 ΑΚ κλπ). Θα ήταν δε άτοπο ειδικά για τον θεσμό της διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας να ακολουθείται μία τόσο στενή και απρόσφορη contra legem ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 946 ΑΚ, λόγω της αλυσιτελούς διατύπωσής του. Αντίθετα, η ερμηνεία της λέξης «απαλλοτρίωση» πρέπει διασταλτικά κατά το γράμμα και τελολογικά κατά το πνεύμα της διάταξης να συνδυαστεί με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί μεταγραφής δικαιοπραξιών, καθότι απαλλοτρίωση ακινήτου δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την εκποιητική δικαιοπραξία και τη μεταγραφή της, αφού ουδόλως επαρκεί η υποσχετική για να θεωρηθεί ότι επήλθε απαλλοτρίωση του οφειλέτη σε βάρος του δανειστή (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, 2006, άρθρο 939, σελ. 1135, αρ. 2, σελ. 1138, αρ. 9, Εφ.Αθ. 3349/2001 ΝοΒ 50.123, Εφ.Αθ. 90963/1999 Ελλ.Δνη 41.1414, Εφ.Θεσ. 3061/1988 Ελλ.Δνη 31.1472). Οι αντίθετες νομολογιακές απόψεις, αφενός παραγνωρίζουν τις έννομες συνέπειες τόσο της παράλειψης της μεταγραφής στις εκποιητικές δικαιοπραξίες (Α.Κ. 1192, 1198), όσο και της ισχύος ενός απλού προσυμφώνου (ενοχική ενέργεια), αφετέρου εμφανίζονται αδικαιολόγητα αυστηρές για τον δανειστή που πρακτικά μπορεί να πληροφορηθεί την απαλλοτρίωση μόνο από τα βιβλία μεταγραφών (βλ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, σελ. 744, Μπανάκα σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Ερμ.Α.Κ., άρθρο 946, σελ. 870, Πολ.Πρ.Καστ. 6/2002 Αρμ. 2002.525). Ο θεσμός της διάρρηξης δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι έχει θεσπιστεί όχι για να επιβραβεύεται ο δόλιος και κακόπιστος οφειλέτης, αλλά ακριβώς το αντίθετο, για να αποτρέπονται και να επανορθώνονται καταστάσεις που δημιουργούνται από τέτοιες καταχρηστικές συμπεριφορές οφειλετών, που δεν αρμόζει στο δίκαιο και στον νομικό πολιτισμό να «καλύπτονται» από τον μανδύα της τυπολατρικής εμμονής στο γράμμα του νόμου προς δικαίωση αδίκων συναλλακτικών συμπεριφορών που προσκρούουν στα χρηστά ήθη και στην ευθύτητα και ασφάλεια που προσδοκάται στις συναλλαγές, ενώ το μείζον αγαθό της ασφάλειας των συναλλαγών δεν πρέπει να θυσιάζεται ενώπιον της ταχύτητας στη διεκπεραίωση των εκκρεμών υποθέσεων, αλλά να συνδυάζεται με την ισορροπία στα συμφέροντα των αντιδίκων, προκειμένου να ενισχύεται και ο θεσμός της διάρρηξης (ΕΒορΑιγ. 36/2015 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 249 ΚΠολΔ «Αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την Αναβολή της Συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί. Αν η διοικητική αρχή δεν έχει ακόμη ασχοληθεί με την υπόθεση, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία, μέσα στην οποία ο διάδικος οφείλει να προκαλέσει με αίτηση την ενέργεια της αρχής.».

Με την ένδικη αγωγή και κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτής, και όπως το περιεχόμενο αυτής παραδεκτώς διορθώθηκε δια των εγγράφων προτάσεων, η, εδρεύουσα στις Φ., ενάγουσα εταιρεία, ισχυρίζεται ότι δυνάμει συμβάσεως που κατήρτισε την 31-7-2008, μετά των εταιρειών «…», πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Π. πλοίου …, και …,  διαχειρίστριας του ιδίου ως άνω πλοίου, ανέλαβε όπως έναντι αμοιβής, όπως ειδικότερα ορίζεται στην αγωγή, εκπροσωπεί αυτές (αντισυμβαλλόμενες εταιρείες) στις Φ., κατά την κατάρτιση και υπογραφή συμβάσεων ναυτικής εργασίας του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, στην επιμέλεια και αποστολή του πληρώματος στο ανωτέρω πλοίο, καθώς και στην εκκαθάριση και εξόφληση των απαιτήσεων του ως άνω πληρώματος. Παράλληλα, με την ίδια σύμβαση, ανέλαβαν τόσο οι αντισυμβαλλόμενες αυτής (ενάγουσας εταιρείας) ως άνω εταιρείες, αλλά και ο ήδη πρώτος των εναγομένων, να της καταβάλουν την πάγια αμοιβή της καθώς και κάθε δαπάνη στην οποία θα προέβαινε προς εκτέλεση της ένδικης σύμβασης. Η εν λόγω σύμβαση λειτούργησε και εξ αυτής η ενάγουσα διατηρεί απαίτηση και κατά του ήδη πρώτου εναγομένου, εκ ποσού ευρώ 100.979,31 δολ. ΗΠΑ, όπως ειδικότερα τις επιμέρους δαπάνες που πραγματοποίησε σε εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης αναλύει στην αγωγή της. Περαιτέρω, η ενάγουσα, επικαλούμενη κατά πρώτον τη συμβατική υποχρέωση του ήδη πρώτου εναγομένου προς καταβολή της ανωτέρω απαίτησής της, επιπλέον δε ότι ο ίδιος εναγόμενος ενέχεται ως εκ της ιδιότητός του ως ομορρύθμου εταίρου της ανωτέρω πλοιοκτήτριας αλλά και της ανωτέρω διαχειρίστριας εταιρείας, οι οποίες τυπικά και μόνον φέρονται ότι εδρεύουν στην αλλοδαπή ενώ στην πραγματικότητα εδρεύουν στην Ελλάδα, δίχως να έχουν τηρήσει τις απαραίτητες διατυπώσεις δημοσιότητας που ο νόμος απαιτεί για τη σύστασή τους, δεδομένου μάλιστα ότι η εγκατάσταση της ανωτέρω διαχειρίστριας εταιρείας κατά της διατάξεις του ΑΝ 89/1967 και 378/68, αναδρομικά ακυρώθηκε, για τους διαλαμβανόμενους στην ένδικη αγωγή λόγους, από της εγκρίσεώς της το έτος 2007, με αποτέλεσμα, εφόσον λειτούργησαν, να αποτελούν εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες εταιρείες, επικουρικώς δε διότι εν προκειμένω συντρέχει περίπτωση άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των ανωτέρω εταιρειών, της οποίας μέτοχος τυγχάνει ο ήδη πρώτος εναγόμενος, επικουρικώς σύμφωνα με τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων και όλως επικουρικώς σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, διατείνονται ότι για την εν λόγω απαίτηση ενέχεται και ο πρώτος εναγόμενος. Περαιτέρω, ότι για την ένδικη απαίτηση, η ενάγουσα έχει εγείρει και κατά του ήδη πρώτου εναγομένου την από 27-12-2011 αγωγή της (αριθμός έκθεσης κατάθεσης …) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία κοινοποιήθηκε στον ήδη πρώτο εναγόμενο την 29-12-2011. Ενώ, κατά την ίδια αγωγή, ήδη τουλάχιστον από την 10-2-2011, όπως διευκρινίσθηκε με τις προτάσεις, η ενάγουσα διατηρεί την ως άνω απαίτηση κατά του ήδη πρώτου εναγομένου, ο τελευταίος, κύριος των περιγραφομένων στην ένδικη αγωγή τριών αγροτεμαχίων, αξίας ήδη 15.000 ευρώ, 7.000 ευρώ και 7.000 ευρώ, αντίστοιχα, την 19-4-2011, με σκοπό βλάβης της ενάγουσας, δυνάμει των με αριθμό … συμβολαίων της συμβολαιογράφου Θήβας Ασημίνας Κώτση – Γκόγκου, τα οποία έχουν μεταγραφεί νομίμως την 4-5-2011, 11-5-2011 και 11-5-2011, αντίστοιχα, όπως ειδικότερα ορίζεται στην αγωγή, μεταβίβασε αυτά, που αποτελούσαν τη μόνη εμφανή του περιουσία, λόγω γονικής παροχής, στα δύο ανήλικα τέκνα του (τρίτο και τέταρτη των εναγομένων), τα οποία εκπροσωπήθηκαν κατά την κατάρτιση των εν λόγω συμβάσεων, από τον πρώτο εναγόμενο πατέρα τους και τη δεύτερη των εναγομένων μητέρα τους και δη μεταβίβασε τα δύο πρώτα στον τρίτο εναγόμενο ανήλικο υιό του και το τρίτο των ανωτέρω ακινήτων στην τέταρτη των εναγομένων ανήλικη θυγατέρα του. Κατόπιν αυτών, ζητεί, να διαρρηχθούν οι ανωτέρω συμβάσεις γονικής παροχής και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη.

Για το παραδεκτό της συζήτησης α) κατεβλήθη η νόμιμη προείσπραξη της δικηγορικής αμοιβής των παρισταμένων δικηγόρων και β) αντίγραφο της ένδικης αγωγής μετεγράφη νομίμως στα βιβλία Διεκδικήσεων των οικείων Υποθηκοφυλακείων Ελευσίνας και Καρδαμύλων Χίου (οράτε σχετικά υπ’ αριθμ. … από 8-6-2016 και υπ’ αριθμ. … πιστοποιητικά εγγραφής διάρρηξης γονικής παροχής των Υποθηκοφυλακείων Ελευσίνας και Καρδαμύλων Χίου).

Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι αναφορικά με την ένδικη αξίωση της ενάγουσας, η τελευταία έχει ήδη ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά την τακτική διαδικασία, κατά του ήδη πρώτου εναγομένου την από 27-12-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή της, με την οποία ζητά να της καταβάλει και ο ήδη πρώτος εναγόμενος, ενεχόμενος εις ολόκληρον μετά τους λοιπούς εναγομένους στην ανωτέρω αγωγή, το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής, της ανωτέρω εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 100.979,31 ανωτέρω ένδικης απαίτησής της. Επί της παραπάνω αγωγής, εξεδόθη η με αριθμό 4187/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από το περιεχόμενο της οποίας προκύπτει ότι η ανωτέρω αγωγή, ως προς τον ήδη πρώτο εναγόμενο, απερρίφθη ως αόριστη. Επιπλέον, προκύπτει ότι, κατά της εν λόγω απόφασης, η ενάγουσα έχει ήδη ασκήσει την από 12-12-2014 έφεσή της, η οποία, με τη με αριθμό … πράξη του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για την 14-1-2016, πλην όμως, όπως αμφότερες οι διάδικες πλευρές διατείνονται με τις προτάσεις τους, κατά την ανωτέρω δικάσιμο αναβλήθηκε η συζήτηση αυτής για τη δικάσιμο της 22-9-2016, δίχως περαιτέρω από οιονδήποτε των διαδίκων να προσκομίζεται απόφαση επί της ανωτέρω έφεσης. Σύμφωνα, όμως, με τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά η εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσεως που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό δικαστήριο, το δικαστήριο της κυρίας δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζητήσεως εωσότου περατωθεί τελεσίδικα η αμετάκλητα η άλλη δίκη. Εν προκειμένω, για να ευδοκιμήσει η κρινόμενη περί διαρρήξεως αγωγή, θα πρέπει προηγουμένως να κριθεί εάν πράγματι η ενάγουσα διατηρεί απαίτηση κατά του πρώτου εναγομένου. Όπως, όμως προαναφέρθηκε, εκκρεμεί ήδη ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η προαναφερομένη έφεση των ήδη εναγόντων κατά της με αριθμό 4187/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου η οποία έκρινε επί της από 27-12-2011 αγωγή της ενάγουσας και κατά του ήδη πρώτου εναγομένου που αφορά την ένδικη απαίτηση, ενόψει της οποίας ζητείται η διάρρηξη. Κατά συνέπεια, αν και κατά την ορθότερη και μάλλον κρατούσα άποψη δεν απαιτείται η ύπαρξη εκτελεστού τίτλου για την έγερση της αγωγής διάρρηξης (ΑΠ 1701/2008 ΝΟΜΟΣ), πρέπει, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης τούτης μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 27-12-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …, αγωγής της ήδη ενάγουσας και κατά του ήδη πρώτου εναγομένου. Διάταξη περί δικαστικής δαπάνης δεν περιέχεται, διότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

        ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων,

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής, ώσπου να κριθεί τελεσίδικα η από 27-12-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …, αγωγής της ήδη ενάγουσας και κατά του ήδη πρώτου εναγομένου, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 21-2-2017.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 23-2-2017.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ