Μενού Κλείσιμο

Σ.Ε.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 1087/2017

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τακτική Διαδικασία)

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Κρυσταλλία Κριμιζά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις  4 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο ‘….’, που έχει την έδρα της στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Θεοδώρου Σιούφα.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «….» που έχει την έδρα της στη … του … και εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από την εταιρεία με την επωνυμία «…» που διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα, στη … Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Ιατρίδη.

Η καλούσα – ενάγουσα, ζήτησε να γίνει δεκτή η από  25-2-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για την 5-5-2015 και μετά από αναβολή για την 1η-12-2015, οπότε και ματαιώθηκε.

Ήδη, η υπόθεση εισάγεται για νέα συζήτηση. Η σχετική από 17-12-2015 κλήση, κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για τις 17-5-2016 και μετά από αναβολή για  την αρχικά αναφερόμενη  δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την από 17-12-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση της ενάγουσας, η από 24-2-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή της, μετά τη ματαίωση της συζητήσεως της κατά τη δικάσιμο της 1-12-2015.

Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, ο ναυτικός πράκτορας, ως συνδεόμενος μετά της πλοιοκτήτριας εταιρείας δια σχέσεως εντολής, είναι, βάσει αυτής, αντιπρόσωπος και καθολικός εντολοδόχος αυτής δηλαδή αντιπρόσωπος αυτής (πλοιοκτήτριας) κατ’ άρθρο 211 του ΑΚ και, κατά τα συμφωνηθέντα, για ένα ή περισσότερα πλοία της (της πλοιοκτήτριας) σε ένα ή περισσότερα λιμάνια που αυτά προσεγγίζουν, για ένα ή περισσότερα ταξίδια, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και, συνεπώς, είναι δεκτικός για την επίδοση των απευθυνόμενων σε αυτή (πλοιοκτήτρια) δικογράφων αναγομένων στον κύκλο των ανατεθεισών στον εν λόγο εντολοδόχο πράκτορα υποθέσεων (βλ. ΑΠ 1207/2000 ΕπΕμπΔικ 52.100, ΑΠ 167/1967 ΕπΕμπΔικ 1967.598 και ΝοΒ 15.883, ΑΠ 608/1964 ΝοΒ 13.304 και ΕπΕμπΔικ 1964.528. ΕφΠειρ 1649/1987 ΕπΕμπΔικ 1990.112, ΕφΠειρ 620/1989 ΕλΔικ 1990.1489, ΕφΠειρ 579/1990 ΕΝΔ 18.249, ΕφΠειρ 1641/1987 ΕΝΔ 18.126, βλέπε όμως και αντίθετες ΑΠ 1036/1978 ΕΝΔ 7.297, ΕφΠειρ 1308/1986 ΕΝΔ 17.177, ΕφΠειρ 222/1979    ΕΝΔ   7.298,    ΕφΘεσ   2954/1998    ΕΝΔ   26.289,   λόγω   δε   της υφισταμένης αυτής αντίθεσης στη νομολογία, με την ως άνω υπ’ αριθ. 1207/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, το ζήτημα παραπέμφθηκε προς επίλυση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου χωρίς, ωστόσο, να έχει εκδοθεί μέχρι τώρα, απόφαση). Αφού λοιπόν ο (ναυτικός) πράκτορας του πλοίου είναι δεκτικός, κατ’ άρθρο 713 του ΑΚ, επιδόσεως των απευθυνόμενων στην πλοιοκτήτρια που αντιπροσωπεύει δικογράφων, πολύ περισσότερο τη δυνατότητα αυτή την έχει η διαχειρίστρια των πλοίων της πλοιοκτήτριας εταιρείας αφού η τελευταία (διαχειρίστρια) έχει την γενική διαχείριση σε έκταση τουλάχιστον ίση και συνήθως μεγαλύτερη εκείνης του ναυτικού πράκτορα, δεδομένου μάλιστα ότι όπως προαναφέρθηκε κατά κανόνα η πλοιοκτήτρια και η διαχειρίστρια είναι των αυτών οικονομικών συμφερόντων (βλ. ΕφΠειρ 299/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1316/1995 δημ. ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, η ελαττωματικότητα της επίδοσης της αγωγής κατά τα άρθρα 159 παρ. 1 εδ γ’ και 160 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως όταν παρίσταται ο διάδικος, αλλά πρέπει να προτείνεται από αυτόν, πλήττει δε το κύρος της και συνεπάγεται ακυρότητα μόνο αν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αυτή επέφερε ανεπανόρθωτη βλάβη στον προτείνοντα αυτήν διάδικο, η οποία δεν μπορεί να επιδιορθωθεί διαφορετικά (ΑΠ 1521/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, τα πολιτικά δικαστήρια, όπως και κάθε δικαστήριο, είναι υποχρεωμένα, πριν από την ουσιαστική έρευνα της διαφοράς που έχει αχθεί στην κρίση τους, να εξετάσουν και αυτεπαγγέλτως αν, με βάση τα περιστατικά που εκτίθενται στην ένδικη αγωγή, αδιαφόρως της αληθείας ή όχι αυτών, έχουν δικαιοδοσία να δικάσουν την υπόθεση (άρθρο 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ), και μάλιστα πριν από την έρευνα οποιασδήποτε άλλης διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, διότι η δικαιοδοσία, και αν γίνει δεκτό ότι δεν υπάρχει ιεράρχηση στην έρευνα από το δικαστήριο των διαδικαστικών προϋποθέσεων και του παραδεκτού της αγωγής, αποτελεί το λογικά προηγούμενο σε σχέση με την επίλυση της διαφοράς. Η έρευνα αυτή γίνεται σε οποιαδήποτε στάση της δίκης, διότι οι διατάξεις που καθορίζουν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου αφορούν τη δημόσια τάξη. Μάλιστα δε, αν διαπιστωθεί ότι το δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία, θα απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα αυτής κατά τη διάταξη του άρθρου 4 εδ. β’ ΚΠολΔ και η απόφαση του αυτή είναι οριστική και τελειωτική, αφού καταργείται με αυτήν η όλη δίκη.

Έτι περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Ο κανόνας της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και σε ιδιωτικές διεθνείς διαφορές έχει ως προϋπόθεση, σύνδεσμο αυτών με την ελληνική πολιτεία μέσω κάποιου στοιχείου θεμελιωτικού της τοπικής αρμοδιότητας των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων κατά τις διατάξεις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών των άρθρων 22 έως 40 ΚΠολΔ, χωρίς να συνάπτεται προς τη διεθνή δικαιοδοσία το ζήτημα του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου; το οποίο ερευνάται από τα ημεδαπά δικαστήρια, αν και εφόσον υφίσταται δικαιοδοσία αυτών ως προς την εκδίκαση της οικείας διαφοράς. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ο οποίος από τις 10 Ιανουαρίου 2015 (άρθρο 81). αντικατέστησε στις σχέσεις των κρατών μελών τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22-12-2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις γνωστό ως «Κανονισμός Βρυξέλλες Ι», ορίζεται ότι «1. Αν ο εναγόμενος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, με την επιφύλαξη…των άρθρων 24 και 25. 2. Κατά του εναγομένου αυτού, κάθε πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του, μπορεί να επικαλεσθεί στο κράτος μέλος αυτό, όπως και οι ημεδαποί, τους εκεί ισχύοντες κανόνες δικαιοδοσίας…». Στις περιπτώσεις των ειδικών δωσιδικιών, που μπορούν να θεμελιώσουν τοπική αρμοδιότητα και, κατά νομική αναγκαιότητα, διεθνή δικαιοδοσία ημεδαπού δικαστηρίου, είναι και η δωσιδικία του τόπου κατάρτισης της δικαιοπραξίας ή της εκπλήρωσης της παροχής, κατ’ άρθρο 33 του ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει ότι διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή και όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτήν, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος, όπου καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου εκπληρώθηκε η παροχή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής (33 ΚΠολΔ), στην προκειμένη δωσιδικία υπάγονται κατά κύριο λόγο διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξιών εν ζωή, ήτοι αστικών ή εμπορικών συμβάσεων, αλλά και μονομερών δικαιοπραξιών, καθώς και όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές, κατά συνέπεια δε, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να δικάσουν αγωγή κατά αλλοδαπού, που κατοικεί στο εξωτερικό, με βάση τη δωσιδικία αυτή. Επίσης, σύμφωνα με την ίδια ως άνω διάταξη, ορίζεται ότι οι διαφορές που αφορούν τα δικαιώματα που πηγάζουν από σύμβαση, μπορούν να εισαχθούν στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή. Τόπος κατάρτισης της παροχής προς θεμελίωση της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου νοείται ο κατά το ουσιαστικό δίκαιο τέτοιος τόπος, δηλ., κατά σειρά, εκείνος που προκύπτει ρητά ή σιωπηρά από τη σύμβαση, αλλιώς εκείνος που συνάγεται από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης.

Αντίθετα, επί αγωγικής απαίτησης που στηρίζεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ), για τον καθορισμό του κατά τόπον αρμοδίου προς εκδίκαση δικαστηρίου, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 33 ΚΠολΔ, διότι αυτή καθιδρύει συντρέχουσα αρμοδιότητα του δικαστηρίου του τόπου της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας ή της εκπληρώσεως της παροχής ειδικώς και μόνο για τις διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή και όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτήν, καθώς επίσης και για τις διαφορές προς καταβολή αρνητικού διαφέροντος, ως και για αποζημίωση ένεκα πταίσματος κατά τις διαπραγματεύσεις και όχι και για τις διαφορές από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, οι οποίες, λόγω της ειδικότητας της ως άνω διατάξεως του άρθρου 33 ΚΠολΔ και της επιβαλλομένης από αυτήν αυστηρώς περιοριστικής διατυπώσεως της καθόσον αφορά τις διαφορές που υπάγονται στη συντρέχουσα δωσιδικία της δικαιοπραξίας, αποκλείονται από τον περιοριστικό κατάλογο των διαφορών που υπάγονται στη συντρέχουσα δωσιδικία της δικαιοπραξίας και όταν ακόμη τελούν σε συνάρτηση προς προϋπάρξασα σύμβαση, αφού το επίδικο δικαίωμα δεν πηγάζει από τη δικαιοπραξία, όπως απαιτεί η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 33 ΚΠολΔ, αλλά από το νόμο (βλ. Δεληκωστοπούλου -Σινανιώτη, Ερμ. ΚΠολΔ κάτω από το άρθρο 33, Οικονομοπούλου, Εγχ. Πολ. Δικ., σελ.  186, Μπέη, Πολ. Δικ., τ. Α’ κάτω από το άρθρο 33, σελ. 227, Σταυροπούλου, Συμπλ. Ερμ. ΚΠολΔ/1971 κάτω από το άρθρο 33, σημ. 5, σελ. 28 – contra: Μητσοπούλου, Πολ. Δικ., τ. Α’, σελ. 59). Συνεπώς, για τον καθορισμό του κατά τόπον αρμοδίου Δικαστηρίου της επίδικης διαφοράς από απαίτηση αχρεωστήτου, δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν ο τόπος κατάρτισης ή εκπληρώσεως της αιτουμένης παροχής, αλλά έχει εφαρμογή η γενική περί της κατά τόπον αρμοδιότητας διάταξη του άρθρου 22 ΚΠολΔ, η οποία καθορίζει τη γενική κατά τόπον αρμοδιότητα από την κατοικία του εναγομένου (ΕφΘεσ 174/71 Αρμ 25.495), προκειμένου δε περί νομικών προσώπων, από την έδρα αυτών κατ’ άρθρο 25 ΚΠολΔ.

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ορίζεται ότι «πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24». Κατά παρεμφερή τρόπο αναγνωρίζεται η δυνατότητα σύναψης σιωπηρής συμφωνίας παρέκτασης και στον ΚΠολΔ, στο άρθρο 42 παρ. 2 του οποίου ορίζεται ότι «υπάρχει σιωπηρή συμφωνία, αν ο εναγόμενος παρίσταται στο ακροατήριο στην πρώτη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα την ένσταση αναρμοδιότητας», η οποία σιωπηρή συμφωνία τεκμαίρεται και επί ασκήσεως (μη επικουρικής) ανταγωγής (ΕρμΚΠολΔ Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα τ. Ι σελ 100).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 291, 292 ΑΚ και 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932 συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής, ενασκώντας, με την αγωγή, την αξίωση του. μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο της λήξεως ή κάποιον άλλον χρόνο. Μετά την αντικατάσταση της δραχμής, ως εθνικού νομίσματος, με το ευρώ. η οποία έλαβε χώρα την 1 η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2842/2000, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με την συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξοφλήσεως. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημιώσεως από αδικοπραξία, που διέπονται από το Ελληνικό δίκαιο (ΑΠ 678/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 698/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1349/1997 δημ. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ως προς τις τελευταίες, ισχύουν τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο του τόπου, όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η σχέση, που δημιουργείται με τη διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα, διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, άρα, για τον υπολογισμό της ζημίας και την καταβολή της αποζημίωσης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 297 και 298 του ΑΚ. Ζημία, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, θετική μεν είναι η ελάττωση της περιουσίας, αρνητική δε το, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, με πιθανότητα, προσδοκώμενο κέρδος, που ματαιώθηκε. Ως «χρήμα», κατά τη διάταξη του άρθρου 297 εδ. α’ του ΑΚ, κατά την οποία «ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα», νοείται το εθνικό νόμισμα, δηλαδή η δραχμή (ήδη ευρώ), με το νόμισμα δε αυτό πρέπει, όχι μόνο να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική ή αποθετική ζημία εκείνου που αδικήθηκε, διότι η ενοχή από αποζημίωση, λόγω αδικήματος, που συνέβη στην Ελλάδα, ως περιεχόμενο έχει ποσότητα δραχμών (ήδη ευρώ), η οποία εκφράζει εξ αρχής, πρωτογενώς, την ανορθωτέα ζημία. Για το σκοπό δε αυτό θα τραπεί η ποσότητα αλλοδαπών νομισμάτων, που απωλέσθηκε, σε δραχμές (ήδη σε ευρώ), με βάση την ισοτιμία του χρόνου της απώλειας, θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 5422/1932, που ορίζει ότι «επί χρηματικής οφειλής σε ξένο νόμισμα, πληρωτέας εις την ημεδαπή, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό σε δραχμές βάσει της επίσημης ισοτιμίας του ξένου νομίσματος κατά το χρόνο της πληρωμής» ρυθμίζει διαφορετικό, από το υπό κρίσιν ζήτημα και, συνεπώς, δεν μπορεί να οδηγήσει σε άλλη ερμηνευτική άποψη ως προς την έννοια της διάταξης του άρθρου 297 εδ. α’ ΑΚ. Συγκεκριμένα, η προαναφερθείσα διάταξη προϋποθέτει ότι υπάρχει έγκυρη συμβατική οφειλή σε ξένο νόμισμα και ρυθμίζει τον τρόπο εξόφλησης της στην Ελλάδα και όχι το νόμισμα στο οποίο θα αποτιμηθεί η ζημία, όπως στην προκειμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 14/1997, ΟλΑΠ 15/1996 δημ. ΝΟΜΟΣ και ΤΝΠ ΔΣΑ, ΟλΑΠ 9/1995 ΝοΒ 44.176, ΑΠ 295/2001 ΝοΒ 49.410, ΕφΠειρ 34/2014, ΕφΠειρ 187/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 145/2009 ΕλλΔνη 51.221).

Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία, πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτιστεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησης του, δεν το δεσμεύει. Αν η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου ανατεθεί σε τρίτο μη εταίρο, ο τελευταίος δεν ενεργεί ως καταστατικό όργανο αυτού, αλλά ενδεχομένως ως αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος αυτού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 216 επ. και 713 επ. ΑΚ. Από το συνδυασμό των τελευταίων ως άνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 229 και 238 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι σύμβαση που έχει καταρτισθεί με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν νόμιμα το νομικό πρόσωπο ή που δεν έχουν αντιπροσωπευτική εξουσία, στερείται κύρους και δεν το δεσμεύει, εκτός αν αυτό ενέκρινε τη σύμβαση, κατά την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 229 ΑΚ, που ορίζει ότι αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητα του, το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου. Η έγκριση, αναγόμενη στο χρόνο της δικαιοπραξίας, αναπληρώνει την έλλειψη της εξουσίας αντιπροσώπευσης, γίνεται δε με μονομερή δήλωση απευθυντέα στο άλλο μέρος (άρθρα 236 και 238 ΑΚ) υποβαλλόμενη στον τύπο που προβλέπεται για τη σύμβαση που αφορά αυτή και δυνάμενη, εφόσον για τη σύμβαση αυτή δεν απαιτείται η τήρηση τύπου, να παρασχεθεί και με σιωπηρή δήλωση βούλησης, συναγόμενη από πράξεις του εγκρίνοντος ή περιστάσεις που καθιστούν αναντίρρητη τη βούληση της έγκρισης (ΑΠ 2064/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τα άρθρα 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι στον κώδικα αυτόν γίνεται διάκριση μεταξύ πλοιοκτησίας, κυριότητας πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμό, όχι δε συγχρόνως πλοιοκτησία και εφοπλισμό. Ο πλοιοκτήτης με την ανωτέρω έννοια ενέχεται από τις δικαιοπραξίες που επιχείρησε ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (ΕφΠατρ 99/204 δημ. ΝΟΜΟΣ). Πιο συγκεκριμένα, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 39, 49 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι στον Πλοίαρχο, εκτός των καθηκόντων που απορρέουν από τη σύμβαση ναυτολογήσεως, είναι ανατεθειμένα από το Νόμο και διαχειριστικά καθήκοντα, όπως η σύναψη δικαιοπραξιών που δεσμεύουν τον πλοιοκτήτη, η κατάρτιση των συμβάσεων ναυτολογήσεως των μελών του πληρώματος κ.α. Η εκ μέρους του Νομοθέτη ανάθεση των καθηκόντων αυτών, είναι σύμφωνη προς τη θέση του Πλοιάρχου που έχει ιδιαιτέρως εμπιστευτικό χαρακτήρα όχι μόνον ως εκμισθωτή εργασίας, αλλά και ως εντολοδόχου του πλοιοκτήτου (ΕφΠειρ 199/2003 δημ. ΝΟΜΟΣ). Πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού, μετά τον (φορέα της) πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα όσο και σε αυτούς που επιβαίνουν στο πλοίο. Οι γενικές γραμμές των εξουσιών του πλοιάρχου ορίζονται στο άρθρο 104 ΚΔΝΔ, κατά το οποίο αυτός έχει τη διοίκηση του πλοίου, ασκεί εξουσία επί του πληρώματος και των επιβαινόντων, κατά τον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, λαμβάνει κάθε μέτρο μέσα στο πλοίο, στα πλαίσια πάντοτε του κανονισμού και του νόμου για την τήρηση της τάξεως, της πειθαρχίας, της υγιεινής και της ασφάλειας του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου. Ειδικότερα, οι αρμοδιότητες του πλοιάρχου μπορούν να διακριθούν σε εκείνες: 1) του νομίμου εκπροσώπου του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, σύμφωνα με την οποία οι τελευταίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84, 105 ΚΙΝΔ). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται περαιτέρω σε: α) δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου, σε ότι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών κλπ και β) δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (ΕφΠειρ 951/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίσιν αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει συμβάσεως πωλήσεως καταρτισθείσας μεταξύ της ιδίας και της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «….», πώλησε στην τελευταία τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής κατά ποσότητα, τύπο και ποιότητα καύσιμα προς το σκοπό εφοδιασμού του πλοίου «…», πλοιοκτησίας της εναγομένης, εκδοθέντος του υπό στοιχ. … τιμολογίου της ενάγουσας, ποσού 407.314 δολ. ΗΠΑ, επ’ ονόματι τόσο της ως άνω αντισυμβαλλομένης της (ενάγουσας) αγοράστριας όσο και των πλοιοκτητών, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζονται ρητώς αυτοί. Ότι δυνάμει έτερης αυτοτελούς συμβάσεως πωλήσεως, καταρτισθείσας μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «….», και της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», η πρώτη («….») μεταπώλησε τα ως άνω καύσιμα στην τελευταία («…»), η οποία, δυνάμει έτερης αυτοτελούς συμβάσεως πωλήσεως, καταρτισθείσας μεταξύ της ιδίας και της εναγομένης, τα μεταπώλησε στην τελευταία (εναγομένη). Ότι τα ανωτέρω καύσιμα παραδόθηκαν από την ενάγουσα στο πλοίο της εναγομένης, στο λιμάνι του Πειραιά, την 25-10-2014, εκδοθέντων των υπ αριθ. … δελτίων αποστολής της ενάγουσας, τα οποία υπέγραψε και σφράγισε με τη σφραγίδα του πλοίου της εναγομένης, ο Πλοίαρχος αυτού (πλοίου). Ότι η αντισυμβαλλομένη της (ενάγουσας) – αγοράστρια, αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «….», δεν της κατέβαλε την αξία του ως άνω τιμολογίου, το οποίο ήταν πληρωτέο έως την 4-12-2014. Ότι δυνάμει της κατά τα ανωτέρω υπογραφής των ως άνω δελτίων αποστολής από τον Πλοίαρχο και. ως εκ της ιδιότητος του αυτής, νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, η τελευταία (εναγομένη) αποδέχθηκε τόσο τους περιλαμβανόμενους στα ως άνω δελτία αποστολής όρους πωλήσεως, σύμφωνα με τους οποίους «οι πλοιοκτήτες…είναι από κοινού και μεμονωμένα υπεύθυνοι για την πληρωμή των καυσίμων που παραδόθηκαν με το παρόν» και «μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμολογίου τα καύσιμα παραμένουν περιουσιακό στοιχείο του προμηθευτή» όσο και τους ταυτόσημους ως προς την κατάφαση της ευθύνης της εναγομένης για την πληρωμή του τιμήματος της ως άνω πώλησης, Γενικούς Όρους Πωλήσεως της ενάγουσας, στους οποίους παραπέμπουν τα ως άνω δελτία αποστολής και σύμφωνα με τους οποίους «ο Πωλητής θα έχει το δικαίωμα να απαιτήσει αναφορικά με κάθε πληρωμή η οποία δεν θα έχει γίνει έως την ημερομηνία που καθίσταται ληξιπρόθεσμη, την πληρωμή από τον Αγοραστή στον Πωλητή επιτοκίου εττ1 αυτού ίσου προς δύο τοις εκατό (2,00%) μηνιαίως». Ότι βάσει των ανωτέρω, εγκαθιδρύεται συμβατική – εις ολόκληρον με εκείνη της αντισυμβαλλομένης της, αγοράστριας των καυσίμων αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «….» – ευθύνη και, ως εκ τούτου, αυτοτελής υποχρέωση της εναγομένης για την πληρωμή του τιμήματος της πώλησης των καυσίμων, το οποίο από τη στιγμή που δεν έχει καταβληθεί, έχει καταστήσει αδικαιολογήτως πλουσιότερη την παραλήπτρια των καυσίμων εναγομένη. Με αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητά, με βάση την ενδοσυμβατική – εκ της κατά τον ως άνω τρόπο καταρτισθείσας συμβάσεως μεταξύ της ιδίας (ενάγουσας) και της εναγομένης – ευθύνη της τελευταίας και δη, κυρίως, βάσει του ως άνω περιλαμβανόμενου στα δελτία αποστολής όρου περί αυτοτελούς υποχρεώσεως του πλοιοκτήτη για την πληρωμή του τιμήματος της πώλησης των καυσίμων και, επικουρικώς, βάσει της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, συνιστάμενης στην ανάλωση των παραληφθέντων από αυτήν καυσίμων, εν γνώσει του ως άνω ομοίως περιλαμβανόμενου στα δελτία αποστολής όρου περί παρακράτησης της κυριότητας των πωληθέντων καυσίμων από την ενάγουσα μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως του τιμήματος της πώλησης αυτών, έτι επικουρικώς δε, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ισόποσο σε ευρώ των 407.314 δολ. ΗΠΑ κατά την ημέρα πληρωμής, με συμβατικό τόκο υπερημερίας 2% μηνιαίως, άλλως με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που το ως άνω ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ήτοι από την 5-12-2014, επομένη της ημέρας κατά την οποία ήταν πληρωτέο το υπό στοιχ. … τιμολόγιο της ενάγουσας και μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω δε, ζητά να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Η υπό κρίσιν αγωγή, νόμιμα επιδόθηκε στη διαχειρίστρια του πλοίου της εναγομένης «…», κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού της εναγομένης, η οποία παραστάθηκε χωρίς βλάβη στο Δικαστήριο και χωρίς να αμφισβητήσει την ιδιότητα της ως άνω εταιρείας ως διαχειρίστριας. Περαιτέρω, η υπό κρίσιν αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας, έχει καταβληθεί το αναλογούν στο αγωγικό της αίτημα τέλος δικαστικού ενσήμου, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. … διπλότυπο της Γ ΔΟΥ Πειραιά, είναι παραδεκτή όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας, γιατί κατά τη νομιμοποίηση αυτής για τη διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί κατ αρχήν ο ισχυρισμός ότι η ίδια και η εναγομένη είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, η δε εκ μέρους της εναγομένης αμφισβήτηση των επικαλούμενων για την τυπική θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού πραγματικών περιστατικών, συνιστά άρνηση της αγωγής και όχι ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός της εναγομένης περί ελλείψεως ενεργητικής ,νομιμοποίησης της ενάγουσας για τους ειδικότερους λόγους που εκθέτει με τις προτάσεις της, θα εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα και, σε περίπτωση που αποδειχθεί βάσιμος, η υπό κρίσιν αγωγή θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και όχι απαράδεκτη (ΑΠ 367/2016 δημ, ΝΟΜΟΣ). Έτι περαιτέρω, η υπό κρίσιν αγωγή, με το περιεχόμενο και αιτήματα που ανωτέρω εκτέθηκαν, παραδεκτά εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 33 και 35 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) αρμόδιο για την εκδίκαση της αφενός, ως προς την συμβατική κύρια βάση της αγωγής, ως εκ του τόπου κατάρτισης της επικαλούμενης σύμβασης (άρθρο 33 ΚΠολΔ), σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς η παραλαβή και η υπογραφή των αναφερόμενων στην αγωγή δελτίων αποστολής από τον πλοίαρχο του πλοίου της εναγομένης, έλαβε χώρα στον Πειραιά και αφετέρου, ως προς την αδικοπρακτική πρώτη επικουρική βάση της αγωγής, ως εκ του τόπου στον οποίο συνέβη το ζημιογόνο γεγονός (άρθρο 35 ΚΠολΔ) με την ανάλωση, άλλως ανάμειξη των καυσίμων στο πλοίο της εναγομένης, που επίσης έλαβε χώρα στον Πειραιά, και έχει, επομένως, διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ και 6 του   Κανονισμού   (ΕΕ)   1215/2012  του   Ευρωπαϊκού   Κοινοβουλίου  και  του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ωστόσο, ως προς τη δεύτερη επικουρική βάση της που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, η υπό κρίσιν αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθώς το παρόν Δικαστήριο στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού η εναγομένη εταιρεία, εδρεύει στην αλλοδαπή και δη στον …, ενώ από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η ύπαρξη άλλης έδρας αυτής. Σημειωτέον δε, ότι εν προκειμένω, δεν μπορεί να γίνει λόγος για σιωπηρή παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αυτού, καθώς η εναγομένη, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, υπέβαλε νομίμως, προεχόντως και εγκαίρως (άρθρο 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και άρθρο 42 παρ. 2 του ΚΠολΔ) την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου προς εκδίκαση της προκειμένης υπόθεσης (άρθρο 263 ΚΠολΔ). Εξάλλου, εφόσον εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου, στην προκειμένη δε περίπτωση, εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει : α) ως προς την κύρια, συμβατική βάση της αγωγής και την ενδοσυμβατική αξίωση της ενάγουσας το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» σε συνδυασμό με το άρθρο 25 ΑΚ, ως το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις ειδικές συνθήκες, υπό τις οποίες αυτή καταρτίσθηκε και εκτελέσθηκε και για το λόγο αυτό συνδέεται προς αυτή στενότερα, δεδομένου ότι η παράδοση των καυσίμων και των δελτίων αποστολής και η υπογραφή αυτών έλαβε χώρα στον Πειραιά, και τόσο η ενάγουσα πωλήτρια όσο και η διαχειρίστρια της εναγομένης πλοιοκτήτριας εδρεύουν στην Ελλάδα και β) ως προς την επικουρική, αδικοπρακτική βάση της αγωγής και την αδικοπρακτική αξίωση αποζημίωσης της ενάγουσας, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II)» σε συνδυασμό με το άρθρο 26 ΑΚ, καθώς η επικαλούμενη ανάμειξη και συνεπεία αυτής ανάλωση των καυσίμων πραγματοποιήθηκε κατά την πετρέλευση του πλοίου στον Πειραιά, όπου επίσης κατά τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, η εναγομένη έλαβε γνώση του όρου περί παρακράτησης της κυριότητας των καυσίμων από την ενάγουσα. Εξάλλου, αμφότερες οι βάσεις της υπό κρίσιν αγωγής εξετάζονται κατά το ελληνικό δίκαιο λόγω του μετασυμβατικού ορισμού αυτού, καθώς η ενάγουσα τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου επικαλείται προς θεμελίωση των αγωγικών ισχυρισμών της, ομοίως δε με τις διατάξεις του αυτού δικαίου η εναγομένη αποκρούει τους αγωγικούς ισχυρισμούς (ΕφΠειρ 269/2008, ΔΕΕ 2008. 292). Βάσει των ανωτέρω και σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, η υπό κρίσιν αγωγή : Α) τυγχάνει πλήρως ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216, 291, 292, 317, 334, 341 εδ. α’, 345, 346, 361, 471, 477, 480, 513, ΑΚ, 84 ΚΙΝΔ, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί επιδικάσεως τόκων με ποσοστό επιτοκίου 2% μηνιαίως κατά ρητό όρο της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως, διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 293 ΑΚ «Το ανώτατο όριο του τόκου που οφείλεται από δικαιοπραξία προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος. Οι προμήθειες ή άλλα ανταλλάγματα που συνομολογούνται ή καταβάλλονται επιπλέον του τόκου λογίζονται ως τόκος. Το ποσοστό του νομίμου τόκου ή του τόκου υπερημερίας προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος», ενώ κατά την αμέσως επομένη διάταξη του άρθρου 294 ΑΚ «Κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το επιπλέον», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 345 ΑΚ «Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία. Ο δανειστής, αν αποδείξει και άλλη θετική ζημία, εφ1 όσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει δικαίωμα να απαιτήσει και αυτήν». Σκοπός των διατάξεων αυτών είναι η προστασία του οφειλέτη από την επιβαρύνουσα αυτόν συνομολόγηση υπέρμετρου  ποσοστού  τόκου  και  η  αποτροπή  της καταστρατηγήσεως του θεμιτού ορίου τόκου δια του συνυπολογισμού στο ποσοστό όλων των προσθέτων παροχών, οι οποίες υπό διάφορο του τόκου νομική μορφή επιβαρύνουν ουσιαστικώς τον οφειλέτη (ΑΠ 1438/1997 ΕλλΔνη 39 381, ΕφΑΘ 6743/1999 ΕλλΔνη 42.494). Στην προκειμένη περίπτωση, το ανώτατο θεμιτό επιτόκιο υπερημερίας κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα δεν υπερέβαινε το 7,30 % ετησίως, πλην όμως, κατά τον ως άνω συμβατικό όρο οι τόκοι υπολογίζονται σε ποσοστό 2% σε μηνιαία και όχι σε ετήσια βάση, ήτοι το συνολικό ποσοστό του συμφωνηθέντος επιτοκίου ανέρχεται σε 24% ετησίως (12 μήνες Χ ποσοστό μηνιαίου επιτοκίου 2%), δηλαδή ο συμφωνηθείς τόκος υπολογίζεται επί τη βάσει ποσοστού, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τα ως άνω ανώτατα θεμιτά ποσοστά επιτοκίου, και ως εκ τούτου ο σχετικός συμβατικός όρος επιφέρει υπέρμετρη και μη ανεκτή διατάραξη της συμβατικής ελευθερίας και τυγχάνει άκυρος κατά το επιπλέον του ανωτάτου θεμιτού επιτοκίου ποσοστό, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω στο σκεπτικό. Β) τυγχάνει απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη κατά την πρώτη επικουρική βάση της, που βασίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, δεδομένου ότι με το αγωγικό αίτημα, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ισόποσο σε ευρώ των 407.314 δολ. ΗΠΑ κατά την ημέρα πληρωμής, αίτημα το οποίο, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ως ερειδόμενο σε αδικοπραξία, που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, έπρεπε να έχει εκφραστεί σε ευρώ κατά το χρόνο απώλειας και όχι σε δολάρια ΗΠΑ, όπως ανωτέρω, ειδικότερα αναφέρεται. Περαιτέρω, η υπό κρίσιν αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του, των υπ’ αριθ. … ενόρκων βεβαιώσεων των …, … και … αντίστοιχα, που ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την υπ1 αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, πλην της υπ’ αριθ. πρωτοκόλλου … από 29-6-2016 επιστολή της «…» με την οποία επανεκχωρείται η ένδικη απαίτηση στην ενάγουσα, η οποία (επιστολή) απαραδέκτως προσκομίσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την ημέρα εκδίκασης της υπό κρίσιν αγωγής, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου, καθώς το άρθρο 269 ΚΠολΔ δεν τυγχάνει εφαρμογής επί των αποδεικτικών μέσων, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως πωλήσεως καταρτισθείσας μετά από διαπραγματεύσεις, αφορώσες την τιμή ως αυτή κατωτέρω προσδιορίστηκε, μεταξύ της ενάγουσας, η οποία τυγχάνει εταιρεία εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων με αντικείμενο την αγορά, πώληση και παράδοση ναυτιλιακών καυσίμων σε πλοία και της αλλοδαπής, εδρεύουσας στη … των Νήσων … εταιρείας με την επωνυμία «….», η πρώτη πώλησε στην τελευταία 819.020 κιλά καυσίμων τύπου IFO 380 CST αντί τιμήματος 473 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο και 25.224 κιλά καυσίμιον τύπου Marine Gasoil 0,1% αντί τιμήματος 750 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, προς το σκοπό εφοδιασμού του πλοίου «…», πλοιοκτησίας της εναγομένης, αλλοδαπής, εδρεύουσας στη … του … εταιρείας, εκδοθέντος του υπό στοιχ. … τιμολογίου της ενάγουσας, ποσού 407.314 δολ. ΗΠΑ, πληρωτέου έως την 4-12-2014, (του τιμολογίου εκδοθέντος) εττ1 ονόματι της ως άνω αντισυμβαλλομένης της (ενάγουσας) αγοράστριας καθώς και των πλοιοκτητών («και / ή των πλοιοκτητών»), χωρίς ωστόσο να προσδιορίζονται ρητώς οι τελευταίοι. Δυνάμει έτερης αυτοτελούς συμβάσεως πωλήσεως, καταρτισθείσας μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «….», και της αλλοδαπής εδρεύουσας στη Μάλτα, εταιρείας με την επωνυμία «…», η πρώτη («….») μεταπώλησε τα ως άνω καύσιμα στην τελευταία («…»), η οποία, δυνάμει έτερης αυτοτελούς συμβάσεως πωλήσεως, καταρτισθείσας μετά από διαπραγματεύσεις, αφορώσες την τιμή ως αυτή κατωτέρω προσδιορίστηκε, μεταξύ της ιδίας και της εναγομένης, τα μεταπώλησε στην τελευταία (εναγομένη), αντί τιμήματος 499 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο καυσίμων τύπου IFO 380 CST και 773 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο καυσίμων τύπου Marine Gasoil 0,1%, εκδοθέντος του υπό στοιχ. 145-S19657/25-10-2014 τιμολογίου της εταιρείας με την επωνυμία «…», ποσού 429.183,10 δολ. ΗΠΑ, πληρωτέου εντός 30 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης, (του τιμολογίου εκδοθέντος) επ1 ονόματι της διαχειρίστριας του ως άνω πλοίου της εναγομένης, εταιρείας με την επωνυμία «…» καθώς και των πλοιοκτητών («και / ή των πλοιοκτητών»), χωρίς ωστόσο να προσδιορίζονται ρητώς οι τελευταίοι. Στο ως άνω τιμολόγιο αναφέρεται ότι «η οφειλή βάσει του τιμολογίου αυτού έχει εκχωρηθεί στην “… SA”, η οποία καθίσταται πιστωτής σας» σε εκτέλεση της από 25.2,2014 σύμβασης πρακτορείας μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας «…» και εκ τρίτου της εταιρείας «…» με την οποία συμφωνήθηκε ότι θα εκχωρούνταν προς την “… SA» επιχειρηματικές απαιτήσεις της ενάγουσας κατά των οφειλετών της. Ειδικότερα, στον όρο 3.01 της σύμβασης αυτής αναφέρεται ότι «εάν η εκχωρημένη απαίτηση δεν εξοφληθεί στη λήξη της η … θα ενημερώνει τον προμηθευτή, δεν θα οχλεί όμως τον σχετικά τον οφειλέτη, ούτε θα αναλαμβάνει οποιαδήποτε εξώδικη ή δικαστική επιδίωξη της απαίτησης» Περαιτέρω, σύμφωνα με την κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας στο ακροατήριο, η ως άνω απαίτηση έχει επανεκχωρηθεί στην ενάγουσα, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητεί η εναγομένη και, επομένως, κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο οποίος είναι και ο κρίσιμος για την ενεργητική νομιμοποίηση του διαδίκου, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και με ελεύθερη απόδειξη (ΑΠ 722/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ), η ενάγουσα είναι φορέας της ένδικης απαίτησης. Περαιτέρω, τα ανωτέρω καύσιμα παραδόθηκαν από την ενάγουσα δια του δεξαμενόπλοιου «…» στο πλοίο της εναγομένης, στο λιμάνι του Πειραιά, την 25-10-2014, εκδοθέντων των υπ! αριθ. … δελτίων αποστολής της ενάγουσας, στην οπίσθια σελίδα των οποίων αναγράφονται προδιατυπωμένοι όροι, τεθέντες μονομερώς από την ενάγουσα, σύμφωνα με τους οποίους, «οι πλοιοκτήτες και / ή οι διαχειριστές και / ή οι ναυλωτές είναι από κοινού και μεμονωμένα υπεύθυνοι για την πληρωμή των καυσίμων που παραδόθηκαν με το παρόν», «μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμολογίου τα καύσιμα παραμένουν περιουσιακό στοιχείο του προμηθευτή» και «Για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς προκύψει, αρμόδια είναι τα Δικαστήρια του Πειραιά», περαιτέρω δε αναγράφεται ότι «επιπρόσθετα των παραπάνω ισχύουν όλοι οι υπόλοιποι γενικοί όροι της εταιρείας μας». Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι τα ως άνω δελτία αποστολής σφράγισε με τη σφραγίδα του πλοίου της εναγομένης και υπέγραψε ο Πλοίαρχος αυτού, ο οποίος, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας – εναγομένης, δυνάμει δε της κατά τα ανωτέρω υπογραφής των ως άνω δελτίων αποστολής από τον Πλοίαρχο και, ως εκ της ιδιότητος του αυτής, νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, η τελευταία, η οποία, ομοίως σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, ενέχεται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο Πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, κατήρτισε με την ενάγουσα σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους και αποδέχθηκε τόσο τους ως άνω περιλαμβανόμενους στα ως άνω δελτία αποστολής όρους, όσο και τους Γενικούς Όρους Πωλήσεως της ενάγουσας, στους οποίους ως άνω παραπέμπουν τα ως άνω δελτία αποστολής. Ωστόσο, ο ανωτέρω ισχυρισμός της ενάγουσας θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος δεδομένου ότι η υπογραφή στα ως άνω δελτία αποστολής δεν τέθηκε από τον Πλοίαρχο του πλοίου και νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης αλλά από τον Α’ Μηχανικό του πλοίου, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται ειδικώς από την ενάγουσα, ο οποίος (Α’ Μηχανικός) αφενός μεν εκ του νόμου δεν νομιμοποιείται να εκπροσωπεί δικαιοπρακτικώς την πλοιοκτήτρια αφετέρου δε, στην προκειμένη περίπτωση, δεν ήταν εξουσιοδοτημένος από τον Πλοίαρχο, ως νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, να εκπροσωπήσει την τελευταία παρά μόνο για να προβεί, κατά παγίως ακολουθούμενη ναυτιλιακή πρακτική, στην παραλαβή των καυσίμων αφού πρώτα διαπιστώσει το ακριβές της ποσότητας και της ποιότητας τους, περαιτέρω δε, ουδέποτε έλαβε χώρα εκ των υστέρων έγκριση από την πλευρά της εναγομένης, ρητή ή σιωπηρή – ούτε άλλωστε και η ενάγουσα επικαλείται κάτι τέτοιο – αναπληρώνουσα την ως άνω έλλειψη εξουσίας αντιπροσώπευσης, ώστε να καταστεί έγκυρη η επικαλούμενη από την ενάγουσα, ωστόσο μηδέποτε καταρτισθείσα, σύμβαση μεταξύ των διαδίκων. Κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τη συναγωγή του ανωτέρω συμπεράσματος αποτελούν τόσο οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εναγομένη ένορκες βεβαιώσεις, σύμφωνα με τις οποίες, οι εργαζόμενοι στο τμήμα επιχειρήσεων της διαχειρίστριας του πλοίου της εναγομένης βεβαιώνουν ότι τα πωληθέντα από την … καύσιμα παραδόθηκαν στο πλοίο από την … ενώ ο Α’ Μηχανικός του … κ. … υπέγραψε τα δελτία αποστολής πιστοποιώντας αποκλειστικά και μόνο την παραλαβή των καυσίμων και το ακριβές της ποσότητας και ποιότητας τους, πρακτική η οποία αφενός τυγχάνει γνωστή τοις πάσι στην παγκόσμια ναυτιλία αφετέρου αποτελούσε πάγια εντολή προς τους Πλοιάρχους και τους Α’ Μηχανικούς που ναυτολογούνταν σε πλοία που διαχειριζόταν η «…», όσο και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από αμφότερους τους διαδίκους υπ’ αριθ. … δελτία αποστολής, από την επισκόπηση των οποίων προκύπτει ότι η σφραγίδα του πλοίου και η υπογραφή του Α’ Μηχανικού έχει τεθεί κάτω από την ένδειξη «Παρελήφθησαν σήμερα 25-10-2014 οι πιο πάνω ποσότητες κατά βάρος και σε καλή κατάσταση για καύσιμα του πλοίου μου». Κατόπιν των ανωτέρω και όσον αφορά στην εξεταζόμενη βάση της υπό κρίσιν αγωγής που ερείδεται στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, καθίσταται προφανές ότι ουδέποτε καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων η από την ενάγουσα επικαλούμενη – βάσει των ως άνω ευρισκόμενων στην οπίσθια σελίδα των υπογεγραμμένων από τον Α’ Μηχανικό του πλοίου της εναγομένης δελτίων αποστολής όρων – σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση για την εκπλήρωση της οφειλής που απορρέει από τη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία «….», ούτε αποδέχθηκε τους γενικούς όρους πωλήσεως της ενάγουσας στους οποίους ομοίως παραπέμπουν τα ως άνω δελτία αποστολής.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν αγωγή στο σύνολο της και η ενάγουσα να καταδικαστεί λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ) στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, κατ’ αποδοχήν σχετικού νομίμου (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) αιτήματος της τελευταίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.

Απορρίπτει την αγωγή.

Καταδικάζει την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων ευρώ (6.200€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  ………

και δημοσιεύθηκε στις  13-3-2017, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ