Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

1088/2017

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ)

 

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Νοεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ : Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία Β. Τ. Σ. Κ. Λ. … νόμιμα εκπροσωπούμενη, που εδρεύει …….., η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Αναστάσιο Ρούτση.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία « Σ.  … την οποίαν εκπροσωπεί, εν τοις πράγμασι κατ’ ουσίαν ο Μ. Α.  Γ., τυπικά δε η λογίστρια υπάλληλός του Μ. Β. του Χ., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απούσα.

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από … αίτηση πτώχευσης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης … προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις της.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Aπό τις διατάξεις των άρθρων 739 επ. ΚΠολΔ, που αφορούν στην εκούσια δικαιοδοσία, προκύπτει ότι το κύριο πεδίο εφαρμογής τους αναφέρεται σε υποθέσεις, όπου με τη λήψη ρυθμιστικών μέτρων διαπλαστικού ή διαπιστωτικού χαρακτήρα λαμβάνεται κρατική μερίμνα για ιδιωτικά συμφέροντα, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως γνήσιες ή υπό στενή έννοια υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας και στις οποίες ελλείπει κατ’ αρχήν το στοιχείο της αντιδικίας. Υφίστανται παράλληλα και ορισμένες ιδιωτικού δικαίου διαφορές, οι οποίες εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ, όπου όμως εμφανίζεται κανονικά το στοιχείο της αντιδικίας και χαρακτηρίζονται ως μη γνήσιες ή υπό ευρεία έννοια υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας. Πρόκειται κυρίως για διαφορές διαπλαστικού και όχι αναγνωριστικού χαρακτήρα, τις οποίες ο νομοθέτης για λόγους σκοπιμότητας υπάγει προς εκδίκαση στην εκούσια δικαιοδοσία αντί της περισσότερο δύσκαμπτης διαδικασίας της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (ΕφΛαρ 74/2013, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2013, σ.279, ΕφΘεσ 2977/07 Αρμ. 2009, σ.1375). Σύμφωνα δε με το άρθρο 754 παρ. 2 ΚΠολΔ, που αφορά στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, αν κατά την ορισμένη για τη συζήτηση της αιτήσεως δικάσιμο εμφανισθεί ο αιτών και λάβει κανονικά μέρος στη συζήτηση, ενώ δεν εμφανίζεται ή εμφανίζεται αλλά δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση ο τρίτος

που έχει κλητευθεί ή έχει παρέμβει, η συζήτηση προχωρεί σαν να είχε αυτός εμφανιστεί. Η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 754 παρ. 2 ΚΠολΔ τελεί υπό την αυτονόητο και βασική προϋπόθεση ότι οι εν λόγω απολιπόμενοι διάδικοι έχουν κλητευθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα για να παραστούν στη συζήτηση, καθόσον η παράλειψη της κλήτευσης αποτελεί παράβαση της αρχής της ακρόασης και καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τους μη κλητευθέντες διαδίκους (ΕφΛαρ 74/2013, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2013, σ.279, ΕφΛαρ 432/07 Δικογρ 2008, σ.142, ΕφΑθ 2512/1978, Αρμ 1979, σ.558, πρβλ. Β. Μπρακατσούλα, ο.π., σ.86). Περαιτέρω, με το άρθρο 124 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ ορίζεται ότι η επίδοση επιτρέπεται οπουδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο πρόκειται να γίνει (§ 1). Αν το πρόσωπο έχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικία κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, είτε μόνο του είτε με άλλον ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης, η επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 124 παρ. 2, 126 περ. δ`, 129 παρ. 1 και 139 παρ. 1 περ. δ` του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι σε περίπτωση επιδόσεως εγγράφου σε νομικό πρόσωπο, πρέπει να παραδίδεται το έγγραφο αυτό σ’ εκείνον που είναι εκπρόσωπος του κατά το νόμο ή το καταστατικό, του οποίου (εκπροσώπου) η ιδιότητα και το ονοματεπώνυμο του, πρέπει να αναγράφονται στη σχετική έκθεση που συντάσσεται από το δικαστικό επιμελητή. Εάν τα στοιχεία αυτά δεν αναγράφονται στην παραπάνω έκθεση η γενόμενη επίδοση είναι άκυρη (ΕφΠατρ 1129/2004, ΑΧΑΝΟΜ 2005, σ.361). Τα ανωτέρω ισχύουν για την περίπτωση που το έγγραφο επιδόθηκε στον ίδιο το νόμιμο εκπρόσωπο, ενώ αν ο τελευταίος δε βρεθεί στην κατοικία του ή στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, το έγγραφο παραδίδεται στο πρόσωπο που αναφέρονται στα άρθρα 128 παρ.1 και 129 παρ.1 ΚΠολΔ. Εξάλλου, η ιδιότητα του «συνοίκου» πρέπει να βεβαιώνεται στην έκθεση επίδοσης, άλλως η επίδοση είναι άκυρη (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, ο.π. υπό αρθρ. 128, αριθμ.2, 3, ΑΠ 1732/1999, ΕλΔνη 2000, σ.1001, ΕφΠατρ 136/2003, ΑΧΑΝΟΜ 2004, σ.214). Επισημαίνεται, τέλος, ότι δεν αρκεί η αναφορά στην έκθεση επίδοσης ότι το έγγραφο επιδόθηκε στον πρόεδρο ή σε άλλο μέλος του δ.σ. της εταιρίας, αλλά απαιτείται να διαπιστώνεται ότι  ο παραλήπτης ήταν νόμιμος εκπρόσωπος (Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, αριθμ.4, ΑΠ 1589/1997, ΕλΔνη 1998, σ.832). Αντίστοιχα, η ιδιότητα του κατά την έννοια του άρθρου 211 ΑΚ άμεσου αντιπροσώπου, δε συμπίπτει ούτε προς εκείνη του κατά το νόμο ή το καταστατικό εκπροσώπου του νομικού προσώπου, δηλαδή του οργάνου που εκφράζει απευθείας τη βούληση του νομικού προσώπου και δέχεται νομίμως τα  προς αυτό επιδοτέα έγγραφα (ΚΠολΔ 126 παρ.1 εδ.δ΄) ούτε προς εκείνη του αντικλήτου, η οποία αποκτάται είτε κατά τους όρους των άρθρων 142 και 143 ΚΠολΔ είτε δυνάμει ειδικής διάταξης του νόμου, όπως του άρθρου 1 εδ. α΄ του Ν. 762/1978 (βλ. ΑΠ 598/1996, ΕλΔνη 1999, σ.109).

Στην προκειμένη δε περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση, διώκεται να κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης η  Ν. Μ. εδρεύουσα εταιρεία με την επωνυμία « Σ.  («… Στην ίδια την αίτηση εκτίθεται ότι την εν λόγω εταιρεία εκπροσωπεί εν τοις πράγμασιν κατ’ ουσίαν ο Μ. Α.  Γ., ο οποίος έχει «επαγγελματική έδρα στην οποίαν ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά, η οποία είναι για τον λόγο αυτό η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ έδρα στην Ελλάδα της εδώ Καθής και η οποία είναι το γραφείο της αλλοδαπής ( Ν. Μ.) εταιρείας με την επωνυμία «Τ. Σ. » (…) η οποία φέρεται να διατηρεί σήμερα γραφείο σύμφωνα με τον Α.Ν. 89/67 όπως τροποποιημένος ισχύει στο Μ. Α. στην οδό Α. Κ. στον αριθμό ….  …, νομίμως εκπροσωπούμενη ΕΝ ΤΟΙΣ ΠΡΑΓΜΑΣΙΝ ΜΕΝ ΚΑΙ ΚΑΤ’ ΟΥΣΙΑΝ από τον ως άνω Μ. … ο οποίος ΥΠΟΚΡΥΠΤΟΜΕΝΟΣ δεν αποκαλύπτει ποτέ την επαγγελματική έδρα του ούτε την αστική κατοικία του, τυπικά δε από την λογίστρια υπάλληλό του Μαρία ΒΡΕΤΤΟΥ του Χ. και της Ευτυχίας, η οποία …. είχε επαγγελματική έδρα όπου το γραφείο της εδώ Καθής και της ως άνω «Τ. Σ. » και είναι  Κ. Α . .. …». Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί το νόμιμο και εκπρόθεσμο της κλήτευσης της καθ’ ης, που διατάχθηκε κατ’ άρθρο 748 παρ.3 ΚΠολΔ (βλ. πράξη αρμοδίου Δικαστή του Πρωτοδικείου Πειραιά, κάτωθι της πράξεως ορισμού δικασίμου, στην έσχατη σελίδα της αιτήσεως). Από την επισκόπηση της με αριθμό … έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Δ. Π. Κ., που προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα, συνάγεται ότι ο τελευταίος μετέβη για να επιδώσει την υπό κρίση αίτηση «…  προς την … του Χ. …, κάτοικο Καλλιθέας Αττικής, οδός Π., αριθμ. ….ως παρένθετο πρόσωπο του ΥΠΟΚΡΥΠΤΟΜΕΝΟΥ Μ. Α.  Γ. Α. και της Μ. Α. ως ουσιαστικόν και εν τοις πράγμασιν νόμιμο εκπρόσωπο αφενός της «Τ. Σ. » και αφετέρου της “….”» και ότι επειδή η ανωτέρω δεν βρέθηκε στην κατοικία της (στην οδό Π. αρ….), η επίδοση της αίτησης έγινε στην υπάλληλό της, Τ. Σ.. Σύμφωνα, όμως, και με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ανωτέρω επίδοση, απευθυνόμενη προς την καθ’ ης η υπό κρίση αίτηση (εταιρεία «… τυγχάνει άκυρη για τους κάτωθι αναφερόμενους λόγους. Κατ’ αρχήν, η επίδοση απευθύνεται προς την Μ. Β., υπό την ιδιότητά της ως «παρένθετο πρόσωπο του υποκρυπτόμενου Μ. Α.», ιδιότητα που δεν εμπίπτει σε αυτές των προσώπων των άρθρων 128 (σύνοικος συγγενής ή σύνοικος υπηρέτης ή λοιποί σύνοικοι), 129 (διευθυντής καταστήματος, γραφείου, εργαστηρίου, συνέταιρος, συνεργάτης, υπάλληλος, υπηρέτης) ή 142 -143 ΚΠολΔ (αντίκλητος), σε σχέση με τον Μ. Α., ούτε σε αυτή του νομίμου εκπροσώπου της καθ’ ης εταιρείας (κατ’ αρθρ. 126 εδ. δ ΚΠολΔ), όπως άλλωστε δε διαπιστώνεται τούτο στην ως άνω έκθεση επίδοσης, στοιχείο το οποίο πρέπει να αναγράφεται στην έκθεση επίδοσης, για την εγκυρότητα αυτής. Τέλος, ακόμη και αν η αναφορά «παρένθετο πρόσωπο» ήθελε προσδώσει στο ανωτέρω φυσικό πρόσωπο (Μ. Β.) την ιδιότητα της αντιπροσώπου κάποιου, δεν καθίσταται σαφές από την εν λόγω έκθεση επίδοσης εάν αυτή τυγχάνει αντιπρόσωπος της καθ’ ης εταιρείας ή του «υποκρυπτόμενου» Μ. Α., ενεργούντος (κατά τα αναφερόμενα στην έκθεση επίδοσης) ως ουσιαστικού και εν τοις πράγμασιν νομίμου εκπροσώπου των εκεί αναφερομένων εταιρειών («Τ. Σ. » και «… σε κάθε, δε, περίπτωση, μόνη η ιδιότητα του αντιπροσώπου δε συμπίπτει προς εκείνη του κατά το νόμο ή το καταστατικό εκπροσώπου του νομικού προσώπου, δηλαδή του οργάνου που εκφράζει απευθείας τη βούληση του νομικού προσώπου και δέχεται νομίμως τα  προς αυτό επιδοτέα έγγραφα, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Συνακόλουθα, ενόψει του ότι η επίδοση αυτή δεν είναι νόμιμη-έγκυρη, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει ερήμην της καθ’ ης η αίτηση.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση αυτής.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 28.2.2017 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις 13.3. 2017.

 

  Η Πρόεδρος                                                                 Η Γραμματέας