ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1128/2017
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22-11-2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «… που εδρεύει στον …….νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξούσιων δικηγόρων της, Σωτήρη Φέλιου και Σωτήρη Μπούρου.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Μ. …) και εκπροσωπείται νόμιμα από τη διαχειρίστρια εταιρεία με την επωνυμία «…» (…), νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία δεν παραστάθηκε.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-9-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθ. κατάθ. … και με αριθ. κατάθ. …, προσδιορίσθηκε, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 15ης Μαρτίου 2016, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της ενάγουσας ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ απορρέει η θεμελιώδης δικονομική αρχή της ακρόασης όλων των διαδίκων. Η τήρηση της αρχής αυτής, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 271 του ιδίου ως άνω Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011, επιβάλλει στο δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως αν ο εναγόμενος που απουσιάζει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης, έχει κλητευθεί να παραστεί σ’ αυτήν νομοτύπως και εμπροθέσμως και να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν έγινε τέτοια κλήτευση ή ότι αυτή δεν έγινε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία, δηλαδή της κλήσης προς συζήτηση (άρθρα 106, 110 παρ. 2, 111 παρ. 1, 228 και 229 ΚΠολΔ, ΕφΠειρ 240/2014 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 145/2009 ΕλλΔνη 2010. 211, 221, ΕφΑθ 1535/2001 ΑρχΝ 2001. 563). Εξάλλου, με τις διατάξεις της από 15-11-1965 διεθνούς σύμβασης της Χάγης, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 1334/1983 και τέθηκε σε ισχύ, ως προς την Ελλάδα, σύμφωνα με την από 3/17-8-1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, από την 18-9-1983 και, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου, ρυθμίστηκαν τα σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όταν το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται το έγγραφο έχει γνωστή διαμονή στο εξωτερικό. Η διεθνής αυτή σύμβαση, την οποία έχει κυρώσει και θέσει σε εφαρμογή μεταξύ άλλων κρατών και η Μ. …), δεν καταργεί τις σχετικές με την επίδοση στον εισαγγελέα διατάξεις του άρθρου 134 του ΚΠολΔ, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί ότι έχει ολοκληρωθεί η κλήτευση του προσώπου στο οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, με μόνη την παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδύναμου δικογράφου στον εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στη σύμβαση αυτή (άρθρο 15) τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η θεμελιώδης αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Περαιτέρω, το άρθρο 134 ΚΠολΔ εκτοπίζεται από τη μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Λιβανικής Δημοκρατίας υπογραφείσα την 5η Απριλίου 1975, Σύμβαση “περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής επί αστικών, εμπορικών και ποινικών υποθέσεων, περί εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων και των διαιτητικών αποφάσεων και περί εκδόσεως”, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1099/1980 (ΦΕΚ 285 – 17.12.1980) και τέθηκε σε ισχύ την 4η Αυγούστου 1986 με την ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών Φ.0544/Μ.2542/1986. Ειδικότερα, οι διατάξεις της ως άνω Σύμβασης ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι: (Άρθρο 1) Οι υπήκοοι εκατέρου των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών θα απολαύουν, επί του εδάφους του ετέρου Μέρους, της αυτής ως και οι υπήκοοι μεταχειρίσεως όσον αφορά τας δικαστικάς υποθέσεις. Προς τον σκοπόν τούτον θα χαίρωσιν ελευθέρας και ευχερούς προσελεύσεως παρά τοις Δικαστηρίοις και θα δύνανται να παρίστανται επί δικαστηρίου υπό τους αυτούς όρους και κατά τους αυτούς τύπους και οι υπήκοοι του ετέρου μέρους. (Άρθρο 36) Επιφυλασσομένων των σχετικών προς την έκδοσιν ειδικών διατάξεων, τα δικαστικά και εξώδικα έγγραφα και αποδεικτικά τα προοριζόμενα διά πρόσωπα διαμένοντα εις το έδαφος του ενός εκ των δύο Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών θα διαβιβάζωνται διά της κανονικής διπλωματικής οδού. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν δύνανται εν τούτοις να παραβλάψουν το δικαίωμα εκάστου των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών όπως αποστέλλη απ’ ευθείας διά διπλωματικών ή προξενικών αυτού αντιπροσώπων οιαδήποτε δικαστικά ή εξώδικα έγγραφα και αποδεικτικά προοριζόμενα διά τους υπηκόους του. Εν περιπτώσει συγκρούσεως νομοθεσιών, η ιθαγένεια του παραλήπτου θα καθορίζεται, διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, συμφώνως προς τον νόμον του Κράτους επί του εδάφους του οποίου η εγχείρησις δέον να λάβη χώραν. (Άρθρον 37) Τα δικαστικά ή εξώδικα έγγραφα και αποδεικτικά δέον να συνοδεύωνται υπό πίνακος καθορίζοντος, αναλόγως της περιπτώσεως: την Αρχήν εκ της όποιας προέρχεται το έγγραφον, την φύσιν του εγχειριστέου εγγράφου, τα ονόματα και τας ιδιότητας των μερών, το όνομα και την διεύθυνσιν του παραλήπτου, και επί ποινικών υποθέσεων, τον χαρακτηρισμόν της διαπραχθείσης παραβάσεως. Ο πίναξ και άπαντα τα προαναφερόμενα έγγραφα και αποδεικτικά θα συνοδεύωνται υπό μεταφράσεως εις την γλώσσαν της παρούσης Συμβάσεως, κεκυρωμένης συμφώνως προς τους οριζομένους υπό του νόμου του αιτούντος Κράτους κανόνας. (Άρθρον 38) Η εγχείρισις του εγγράφου ή κοινοποιήσεως θα γίνεται φροντίδαις της αρμοδίας αρχής του Κράτους και κατά τους προβλεπομένους υπό των νόμων αυτού τύπους. Η εγχείρισις αύτη θα διαπιστούται είτε δι’ αποδείξεως δεόντως χρονολογημένης και υπογραφείσης υπό του ενδιαφερομένου, είτε διά πρακτικού επιδόσεως το οποίον δέον ν’ αναφέρη το γεγονός, την ημερομηνίαν και τον τρόπον της εγχειρίσεως. Η απόδειξις ή το πρακτικόν θα διαβιβάζεται εις την αιτούσαν αρχήν. Όταν η εγχείρισις δεν έλαβε χώραν, το προς ο η αίτησις Κράτος θα επιστρέψη άνευ αναβολής το έγγραφον εις το αιτούν Κράτος, αναφέρον τον λόγον διά το οποίον η εγχείρισις δεν κατέστη δυνατόν να λάβη χώραν. Από τις προεκτιθέμενες ως άνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι καθιερώνεται με αυτές η αρχή της πραγματικής περιελεύσεως του επιδοτέου εγγράφου στον παραλήπτη και, επομένως, δεν ισχύει κάθε άλλη αντίθετη ρύθμιση (πρβλ. ΑΠ 827/2003 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 249/2000 Αρμ 2001. 958). Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β΄ και γ΄ ΚΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει, αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε, κατά την οποία δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου προς εμφάνιση και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Ωστόσο, κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων, η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήση του απολειπόμενου κατ’ αυτή διαδίκου, εφόσον αυτός είχε νόμιμα κλητευθεί να παραστεί κατά την αρχική δικάσιμο ή είχε νόμιμα παραστεί κατά την ίδια δικάσιμο, οπότε με τη νόμιμη παράστασή του χωρίς εναντίωσή του καλύφθηκε η τυχόν ακυρότητα της κλήτευσής του για την αρχική δικάσιμο. Διαφορετικά η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο δεν ισχύει ως κλήτευση του απολειπόμενου κατ’ αυτή διαδίκου (ΑΠ 12/2011, 498/2008 αμφότερες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 10/2004 ΧρΙδΔ 2004. 415). Στην προκείμενη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με επιμέλεια της ενάγουσας, η από 28-9-2015, με γενικό αριθ. κατάθ. … και με αριθ. κατάθ. …, αγωγή, η οποία στρέφεται κατά της εδρεύουσας στην Μ. …) εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, δεν παραστάθηκε στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα, με τη σειρά της, από το οικείο πινάκιο (άρθρο 233 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ) και, επομένως, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως το νόμιμο και εμπρόθεσμο της κλήτευσής της. Από τη νόμιμα προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, 1 … προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής μετά πράξεως ορισμού δικασίμου και κλήσεως προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 15ης Μαρτίου 2016, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς για την εναγόμενη εταιρεία, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από την έχουσα γνωστή έδρα στη Δ. Λ. (…), εταιρεία με την επωνυμία «…», με τις σχετικές επίσημες μεταφράσεις, το σύνολο δε των εν λόγω εγγράφων απεστάλησαν στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην Β. προκειμένου αυτή (Πρεσβεία) να μεριμνήσει για την επίδοση του ένδικου δικογράφου (βλ. το νομίμως προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα, υπ’ αριθ. πρωτ. Φ. 683/351/ΑΣ 2269-19.10.2015 έγγραφο της διεύθυνσης διοικητικών και δικαστικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών). Όμως, από τα προεκτιθέμενα έγγραφα δεν δύναται να διαπιστωθεί αν υπήρξε, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, πραγματική επίδοση στην εδρεύουσα στη Δ. Λ. εταιρεία «…», για λογαριασμό της απολειπόμενης εναγόμενης εταιρείας που η πρώτη νομίμως εκπροσωπεί, ούτε, άλλωστε, επικαλείται η ενάγουσα ότι έλαβε χώρα τέτοια επίδοση. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν προέκυψε ούτε η τελευταία (ενάγουσα) επικαλείται ότι η εναγομένη παρέστη νομίμως κατά τη δικάσιμο που η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας νέα δικάσιμο, ώστε με τη νόμιμη παράστασή της χωρίς εναντίωσή της να καλυφθεί η ακυρότητα της προεκτιθέμενης κλήτευσης και να ισχύει η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο του Δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ως νόμιμη πλέον κλήτευσή της (εναγομένης), εφόσον δεν αποδεικνύεται, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, νομότυπη κλήτευση της εναγομένης, ως προϋπόθεση αναγόμενη στην τηρητέα προδικασία, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της ένδικης αγωγής. Προκαταβλητέο παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της εναγομένης δεν ορίζεται, διότι, ναι μεν με το προαναφερόμενο τακτικό ένδικο μέσο προσβάλλονται και μη οριστικές αποφάσεις, όπως η παρούσα, υπό την προϋπόθεση όμως της συνδρομής εννόμου συμφέροντος προς τούτο, το οποίο δεν υφίσταται εν προκειμένω (βλ. και ΕφΑθ 975/1983 ΕλλΔνη 24. 1014). Τέλος, δεν θα επιδικασθεί δικαστική δαπάνη, λόγω του μη οριστικού χαρακτήρα της απόφασης που κηρύσσει το απαράδεκτο της συζήτησης (ΑΠ 649/1996 ΕλλΔνη 39. 1555).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ