Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙA

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  1142/2017

(Γενικός Αριθμός Κατάθεσης …

Αριθμός Κατάθεσης Δικογράφου …)

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙA

 

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κριμιζά Κρυσταλλία.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Της Εταιρίας με την επωνυμία «…..», με τον διακριτικό τίτλο «…», νόμιμα εκπροσωπούμενη, που εδρεύει …. ….., η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Γεωργίου Μιχαηλίδη.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1. Της τύποις στη Μ. Λ., στην ουσία δε,  Α., εδρεύουσας, εταιρείας με την επωνυμία «….», νόμιμα εκπροσωπούμενης από την τύποις στα …, ουσία δε, εδρεύουσα  Α., εταιρεία με την επωνυμία «….» (εταιρεία νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα δυνάμει του Ν. 89/67) και 2. Της τύποις στα …, ουσία δε,  Α. εδρεύουσα, εταιρείας (νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα δυνάμει του Ν. 89/67), με την επωνυμία «….», νόμιμα εκπροσωπούμενης, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, Γεωργίου Κουτρουμπούση.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από …, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 4.12.2015, μετά από αναβολή, για τη δικάσιμο της 23.2.2016 και, μετά από νέα αναβολή, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και η υπόθεση γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Aπό το άρθρο 914 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας σε βάρος άλλου, ο υπεύθυνος βαρύνεται με την αποκατάσταση της ζημίας του παθόντος, η οποία αιτιωδώς συνδέεται με το ζημιογόνο γεγονός. Στη ζημία αυτή περιλαμβάνεται κατ’ αρχήν, εφόσον καταλαμβάνεται από το προστατευτικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, και η δαπάνη στην οποία εκουσίως υποβάλλεται ο παθών για την επιδίωξη των αστικών αξιώσεων κατά του υπευθύνου, όπως είναι τα πριν και διαρκούσης της δίκης δικαστικά και τα εκτός δίκης έξοδα (βλ. ΑΠ 1345/2008 ΝοΒ 2009. 553, ΕλλΔνη 2011. 425, Αθ. Κρητικό, Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, έκδ. 2008, σ. 196 και 209). Όμως, η άσκηση της ουσιαστικού δικαίου αξιώσεως για την επιδίωξη τέτοιων δικαστικών και λοιπών συναφών εξόδων υποχωρεί στο μέτρο που μπορεί να ασκηθεί μία δικονομικού δικαίου αξίωση, όπως είναι η προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 176,178,181,184 και 189 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1345/2008 ό.π.). Και τούτο διότι οι διατάξεις των άρθρων 176 επ. ΚΠολΔ προσδιορίζουν ειδικώς τις προϋποθέσεις, καθώς και την έκταση της αξίωσης απόδοσης στον διάδικο όσων εξόδων συνδέονται με τις δαπάνες, στις οποίες αυτός υποβλήθηκε εξαιτίας της εκ μέρους του, ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, άσκησης του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας και επιπλέον μέσω των ανωτέρω ρυθμίσεων καθορίζεται η διαδικασία εκκαθάρισης και επιδίκασης των σχετικών χρηματικών ποσών, κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται η θεμελίωση σε άλλους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου αντιστοίχων απαιτήσεων αποζημίωσης, η ικανοποίηση των οποίων θα επιδιωχθεί αυτοτελώς με αγωγή. Στα δικαστικά έξοδα που αποδίδονται στον διάδικο που νίκησε περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 189 § 1 ΚΠολΔ: α) τα τέλη χαρτοσήμου για τη σύνταξη των δικογράφων και τη διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων, β) το τέλος δικαστικού ενσήμου, γ) η αμοιβή των δικηγόρων ή άλλων δικαστικών πληρεξουσίων και των δικαστικών υπαλλήλων, δ) τα ποσά που καταβάλλονται στους μάρτυρες για έξοδα και αποζημίωση, καθώς και στους πραγματογνώμονες για έξοδα και αμοιβή, ε) τα ποσά που καταβλήθηκαν για την προσαγωγή άλλων αποδεικτικών μέσων, καθώς και τα έξοδα ταξιδιού και αλληλογραφίας που κατέβαλε ο διάδικος για να εμφανιστεί στη δίκη. Αντιθέτως, δεν αποδίδονται τα έξοδα που έγιναν: α) από απείθεια, απροσεξία ή σφάλμα του ίδιου του διαδίκου και β) από υπερβολική πρόνοια του. Ειδικότερη μορφή δικαστικών εξόδων αποτελούν τα έξοδα εκτέλεσης, τα οποία, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 932 ΚΠολΔ, υποχρεούται έναντι του επισπεύδοντος δανειστή να τα καταβάλλει ο καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτης. Η περίπτωση των εξόδων που περιλαμβάνονται στην κατηγορία αυτή εξαιρείται της εφαρμογής των διατάξεων 173 επ. ΚΠολΔ, που προϋποθέτουν εκκρεμή δίκη και επομένως η επιδίκαση τους δεν αποκλείεται να επιδιωχθεί με αγωγή του δικαιούχου έναντι του υπόχρεου (ΑΠ 1495/2009, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ΕφΠειρ 1290/1996, ΕΔΙΚΠΟΛΥΚ 1998, σ.176, καθώς και, αναφορικά με αναζήτηση εξόδων εκτέλεσης που έγιναν σε συνέχεια απόφασης ασφαλιστικών μέτρων νομής, ΠΠρΛαρ 30/2003, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2003, σ.304, ΕιρΘεσπρ 8/1995, ΑρχΝ 1995, σ.169). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, είναι επιτρεπτή η άσκηση αυτοτελούς αγωγής για την επιδίκαση των συναφών με την εξασφάλιση της απαίτησης του δανειστή εξόδων, όπως είναι η δαπάνη πρόσληψης φύλακα συντηρητικώς κατασχεμένου πλοίου του οποίου έχει απαγορευθεί ο απόπλους, με την οποία βαρύνεται ο δανειστής προς εξασφάλιση της απαίτησης του οποίου κατασχέθηκε συντηρητικώς το πλοίο (ΠΠρΠειρ 3707/2013, ΕλΔνη 2014, σ.1502). Κατά το άρθρ. 932 ΚΠολΔ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ κατά το άρθρο 975 του ίδιου κώδικα η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των προνομιακών απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του εκπλειστηριάσματος που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το εκπλειστηρίασμα. Εξάλλου, ως έξοδα εκτέλεσης κατά τις παραπάνω διατάξεις νοούνται όλες οι δαπάνες που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξή της μέχρι και την περάτωσή της, δηλαδή ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και στην κατάταξη των δανειστών (ΑΠ 14/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1074/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1860/2013, ΕΦΑΔ 2014, σ.179, ΑΠ 60/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 449/2004, ΑΧΑΝΟΜ 2005, σ.267. Τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, υπό την αυτονόητη βέβαια προϋπόθεση ότι έχει χωρήσει έγκυρη διαδικασία εκτέλεσης (ΕφΑθ 24/1996, ΕλΔνη 1998, σ.159). Σε αυτά, εμπίπτουν όλες οι δαπάνες που αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών και αφορούν τόσον την εκτέλεση καθεαυτή όσον και την όλη διαδικασία της, από την έναρξη μέχρι την περάτωσή της, ήτοι τα αναγκαία έξοδα για την έναρξη, κίνηση και γενικά τη διαδικασία της εκτέλεσης. Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται στα έξοδα εκείνα που έγιναν από υπερβολική πρόνοια, όπως εκείνα που δημιουργήθηκαν προς το αποκλειστικό συμφέρον του επισπεύδοντος ή των αναγγελθέντων δανειστών (όπως π.χ. τα έξοδα για τη δικαστική επιδίωξη της απαίτησης, για την απόκτηση του εκτελεστού τίτλου, τα έξοδα αναγγελίας και εκδόσεως περιλήψεως της κατακυρωτικής έκθεσης) ή από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, διότι τα έξοδα αυτά δεν ήταν απαραίτητα για τη συνέχιση της εκτέλεσης (ΕφΔωδ 272/2007, ο.π.). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το άρθρο 932 ΚΠολΔ στηρίζεται στην αρχή της υπαιτιότητας, καθ’ όσον ο μη εκπληρώσας εκουσίως την υποχρέωσή του οφειλέτης κατέστη υπαίτιος της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά συνέπεια, εάν ο οφειλέτης προβεί στην ικανοποίηση του δανειστού, διαρκούσης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι υπόχρεος προς καταβολή των μέχρι τότε εξόδων  (πρβλ. αρθρ. 965 παρ.5, 969 παρ.2). Επίσης, όταν αναστέλλεται η διαδικασία εξ οιουδήποτε λόγου (π.χ. πτώχευση οφειλέτη), ο οφειλέτης επιβαρύνεται με τα έξοδα εκτελέσεως. Εάν όμως ο δανειστής ματαιώσει χωρίς λόγο τη διαδικασία, δε δικαιούται σε αναζήτηση εξόδων, εκτός εάν η έτσι ματαιωθείσα διαδικασία επιστηρίζει περαιτέρω υποκατάσταση. Εξάλλου, εάν οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη ακυρωθεί, τα έξοδα αυτής, φέρει ο επισπεύδων ή κατά τις περιστάσεις το υπαίτιο όργανο της εκτέλεσης (Ι. Μπρίνια, «Αναγκαστική Εκτέλεσις», έκδ. 1978, τόμος πρώτος, άρθρ. 932 ΚΠολΔ, παρ. 147, σ.389). Εξάλλου, στα έξοδα εκτέλεσης περιλαμβάνονται τόσο τα έξοδα συντηρητικής κατάσχεσης, όσο και τα έξοδα προς διατήρηση και διασφάλιση των κατασχεθέντων και η αμοιβή των διορισθέντων φυλάκων και μεσεγγυούχων (βλ. Ι. Μπρίνια, ο.π, καθώς και Κεραμέα/ Κονδύλη/ Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 975, παρ. 4). Εξάλλου, στο άρθρο 15 παρ.11 του Ν. 2743/1999 ορίζεται ότι : «…  11. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, μπορεί να ρυθμίζονται τα θέματα που έχουν σχέση με τους όρους, τις προϋποθέσεις, τις διαδικασίες και τον έλεγχο για : … η) την υποχρέωση πρόσληψης φυλάκων στα πλοία που τελούν υπό απαγόρευση απόπλου λόγω αναγκαστικής ή συντηρητικής κατάσχεσης ή προσωρινής διαταγής των δικαστηρίων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετική με τα παραπάνω θέματα. Στους παραβάτες των προεδρικών διαταγμάτων, που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, επιβάλλονται από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορεί να προβλέπονται, οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 157 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου.». Κατ’ εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης, εκδόθηκε το Π.Δ. 280/2000, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του οποίου, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : «1. Κάθε επισπεύδων δανειστής αμέσως μετά την επιβολή του μέτρου της απαγόρευσης απόπλου πλοίου συνεπεία κατάσχεσης (αναγκαστικής ή συντηρητικής) ή προσωρινής διαταγής του Δικαστηρίου προσλαμβάνει και εγκαθιστά επί του πλοίου τουλάχιστον ένα (1) φύλακα και σε περίπτωση παρατεταμένης παραμονής ή συνδρομής ειδικών συνθηκών σχετικών με τη φύλαξη, προσηκόντως εκτιμωμένων από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, μέχρι και τρεις (3). Η φύλαξη είναι υποχρεωτική καθ’ όλο το 24ωρο. … 2. Εάν για το ίδιο πλοίο έχουν επιβληθεί από περισσότερους του ενός μέτρα απαγόρευσης από τα αναφερόμενα στην παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου, η Λιμενική Αρχή εξετάζει το ενδεχόμενο έγκρισης διορισμού φύλακα ή φυλάκων από κοινού εκ μέρους όλων των επισπευδόντων εφόσον υποβληθεί στη Λιμενική Αρχή εγγράφως σχετικό, αίτημα αυτών. 3. Ο πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, ο πλοίαρχος και ο ναυτικός πράκτορας του πλοίου παρέχουν στον φύλακα τις απαιτούμενες διευκολύνσεις διαμονής επί του πλοίου και τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση των καθηκόντων του.» Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 2 του ιδίου π.δ., ορίζονται τα ακόλουθα «Καθήκοντα φυλάκων. 1. Οι φύλακες των ανωτέρω πλοίων α) λαμβάνουν κάθε πρόσφορο και ενδεδειγμένο μέτρο για την αποφυγή κλοπών, βλαβών ή φθορών, για την αποφυγή απόκρυψης ή λάθρα απόπλου του πλοίου, καθώς και την πλήρη και διαρκή ενημέρωση των επισπευδόντων  δανειστών και των Λιμενικών Αρχών για κάθε θέμα που αφορά τη διατήρηση της αξίας και της κατάστασης του πλοίου, β) ελέγχουν προσεκτικά όλους τους χώρους του πλοίου και ειδοποιούν τη Λιμενική Αρχή για οποιαδήποτε μεταβολή που θα παρατηρήσουν στην κατάστασή τους, γ) τηρούν ανελλιπώς “Ημερολόγιο Φύλακα”, το οποίο φυλλομετρείται και θεωρείται στην τελευταία σελίδα από τη Λιμενική Αρχή πριν από την έναρξη συμπλήρωσής του. 2. Εάν επί του υπό απαγόρευση απόπλου πλοίου δεν επιβαίνει “συγκεκροτημένο πλήρωμα” οι ανωτέρω φύλακες παρακολουθούν και τη γενική κατάσταση του πλοίου και αναφέρουν άμεσα στη Λιμενική Αρχή οποιασδήποτε μορφής ανωμαλία εντοπίσουν (κλίση του πλοίου, χαλάρωση αλύσεων ή σχοινιών πρόσδεσης, εστίες ρύπανσης ή πυρκαϊάς κ.λπ). 3. Στο ημερολόγιο του φύλακα καταχωρίζεται κάθε θέμα που έχει σχέση με το διορισμό του, την εκτέλεση εργασιών στο πλοίο και τα ειδικά καθήκοντα του φύλακα όπως αυτά προβλέπονται στο Διάταγμα αυτό καθώς και τα στοιχεία κάθε ανερχόμενου στο πλοίο προσώπου. Το ημερολόγιο αυτό κάθε εβδομάδα υποβάλλεται προς θεώρηση στη Λιμενική Αρχή και σε περίπτωση εκτάκτων περιστατικών υποβάλλεται αυθημερόν.». Σύμφωνα, δε, με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 68, 69, 224, 269 και 281 ΚΠολΔ, το κεκτημένο και απαιτητό του δικαιώματος, για το οποίο μπορεί να ζητηθεί προστασία που οδηγεί σε άμεση καταδίκη, κρίνεται κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και όχι κατά το χρόνο της επίδοσή της στον εναγόμενο, με την οποίαν ολοκληρώνεται η άσκησή της (βλ. ΑΠ 364/2010, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 478/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 470/2011, ΑΧΑΝΟΜ 2012, σ.412). Κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ, απαραίτητη προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας, είναι το άμεσο του εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος, και συνεπώς, το απαιτητό του δικαιώματος στο χρόνο της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζήτησης της αγωγής. Απαιτητό του δικαιώματος σημαίνει να μην εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Η αμεσότητα του εννόμου συμφέροντος και συνεπώς η αξιούμενη έννομη σχέση, είναι απαραίτητα, κατ’ άρθρο 70 ΚΠολΔ και επί αναγνωριστικής αγωγής, απαιτείται δηλαδή η προς αναγνώριση έννομη σχέση (διαφιλονικούμενο δικαίωμα) να είναι ενεστώσα. Γι’ αυτό δεν δίδεται αναγνωριστική αγωγή όταν πρόκειται για μέλλουσα έννομη σχέση, δηλαδή για έννομη συνέπεια που δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Κάμψη όμως, των ανωτέρω παραδοχών εισάγει, κατ’ εξαίρεση, η διάταξη του άρθρου 69 ΚΠολΔ, η οποία παρέχει τη δυνατότητα να παρασχεθεί η έννομη προστασία και όταν το δικαίωμα δεν είναι απαιτητό. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 69 §§ 1 εδ. ε` και 2 ΚΠολΔ επιτρέπεται να ζητηθεί δικαστική προστασία και «αν το δικαίωμα εξαρτάται από την πλήρωση αίρεσης ή της επέλευσης γεγονότος και στην περίπτωση του … εδ. ε` ο εναγόμενος καταδικάζεται στην παροχή μόλις πληρωθεί η αίρεση». Όμως, απαραίτητη προϋπόθεση εν προκειμένω είναι ο γενεσιουργός λόγος του δικαιώματος να έχει ήδη υπάρξει και απλώς αναβάλλεται η ενεργοποίηση του, δηλαδή με την άνω ρύθμιση καλύπτεται η έλλειψη του απαιτητού του δικαιώματος, όχι όμως και η έλλειψη των όρων της γέννησης του, οι οποίοι πρέπει να συντρέχουν οπωσδήποτε κατά το χρόνο εκδίκασης της αίτησης παροχής έννομης προστασίας, μη αρκούσης της ύπαρξης απλής πιθανότητας κτήσεως δικαιώματος στο μέλλον (βλ. ΕφΑθ 4845/2012, ΕλΔνη 2013, σ.1049, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία). Παρόμοια προληπτική προστασία παρέχεται από το ίδιο άρθρο (παρ.1 εδ. στ) και σε κάθε άλλη περίπτωση αν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι ο οφειλέτης θα αποφύγει την έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής. Σε όλες όμως τις παραπάνω περιπτώσεις, πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής οι συγκεκριμένοι λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν την πρόωρη έγερσή της και θεμελιώνουν το έννομο προς τούτο συμφέρον του ενάγοντος (ΕφΠατρ 470/2011, ο.π., ΕφΑθ 161/2010, ΕΦΑΔ 2010, σ.564).

Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα, εταιρία εδρεύουσα στην Ελλάδα, δραστηριοποιούμενη στον τομέα εφοδίων πλοίων, εκθέτει ότι την … διατηρούσε κατά των εναγομένων, οι οποίες τυγχάνουν, η μεν πρώτη πλοιοκτήτρια, η δε δεύτερη διαχειρίστρια του υπό σημαία Μ. Λ. πλοίου (…) «…», …, κ.ο.χ. …, …, … χρηματική αξίωση ύψους 14.398 Ευρώ, προερχόμενη από διαδοχικές, συναφθείσες κατά το χρονικό διάστημα Απριλίου έως Νοεμβρίου 2014, με τη δεύτερη των εναγομένων, υπό την ως άνω ιδιότητά της, συμβάσεις πώλησης τροφοεφοδίων, τα οποία παρέδωσε αυτή (η ενάγουσα) στο ως άνω πλοίο και παρέλαβαν οι εναγόμενες, εκδοθέντων των αναφερομένων στην αγωγή τιμολογίων………………   ……… (μετά των συνοδευόμενων αυτά δελτίων αποστολής), πληρωτέων κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή συμφωνηθείσες ημερομηνίες (εκτεινόμενες από 16.7.2014 έως 11.2.2015, υπό τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή). Ότι, σε συνέχεια της από … αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που άσκησε αυτή (η ενάγουσα) κατά των εναγομένων, επί της οποίας διέλαβε και αίτημα έκδοσης προσωρινής διαταγής απαγόρευσης απόπλου του ως άνω πλοίου από την ευρύτερη περιοχή της Ελευσίνας και της νομικής και πραγματικής κατάστασης τούτου, εκδόθηκε η από … Προσωρινή Διαταγή του Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας έγινε δεκτό το ως άνω αίτημα, ενώ ορίστηκε περαιτέρω η δυνατότητα ανάκλησης της προσωρινής διαταγής αυτοδικαίως, με την κατάθεση από τις εναγόμενες στο Γραμματέα του ως άνω Δικαστηρίου εγγυητικής επιστολής αξιοχρέου στην Ελλάδα Τράπεζας υπέρ της εκεί αιτούσας (εδώ ενάγουσας). Ότι, κατόπιν της επιβολής της απαγόρευσης απόπλου και μεταβολής της νομικής και πραγματικής κατάστασης του ως άνω πλοίου, το Λιμεναρχείο Ελευσίνας, δια του από … εγγράφου του, υποχρέωσε την ενάγουσα να τοποθετήσει άμεσα φύλακες επί του πλοίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Π.Δ. 280/2000. Ότι, στη συνέχεια, εκδόθηκε επί της ως άνω αιτήσεως η υπ’ αριθμ. 54/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία διέταξε τη συντηρητική κατάσχεση του ως άνω πλοίου, μέχρι του ποσού των 18.000 Ευρώ, ενώ παρείχετο στις εναγόμενες η ευχέρεια να αντικαταστήσουν ή ματαιώσουν την ως άνω συντηρητική κατάσχεση, αν αυτή επιβάλετο, με εγγυοδοσία ύψους 18.000 Ευρώ. Ότι περαιτέρω η ενάγουσα επέδωσε στις εναγόμενες την απόφαση αυτή, με επιταγή προς πληρωμή της επιδικασθείσας με την απόφαση δικαστικής δαπάνης, ποσού 300 Ευρώ, ποσού 250 Ευρώ για τη σύνταξη της επιταγής και ποσού 98,40 Ευρώ για δικαιώματα δικαστικού επιμελητή, σε συνέχεια, δε, της επιβολής της συντηρητικής κατάσχεσης επί του ως άνω πλοίου, το Λιμεναρχείο Ελευσίνας, με το από 29.4.2015 έγγραφό του, υποχρέωσε την ενάγουσα να τοποθετήσει άμεσα φύλακες στο πλοίο, δυνάμει του Π.Δ. 280/2000. Ότι, σε συνέχεια των ανωτέρω, η ενάγουσα συμμορφούμενη με το Π.Δ. 280/2000, προέβη σε συμφωνία με την εταιρεία «SEA & LAND SECURITY ΕΠΕ», δυνάμει της οποίας η εν λόγω εταιρεία ανέλαβε να τη φύλαξη του εν λόγω πλοίου, αντί αμοιβής ύψους 8.500 Ευρώ μηνιαίως (μη συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ 23%), εκδόθηκαν δε, προς τούτο, τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια παροχής υπηρεσιών της ως άνω εταιρείας, συνολικού ύψους 23.348,56 Ευρώ, τα οποία αφορούσαν στην παροχή υπηρεσιών φύλαξης του ως άνω πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 3.4.2015 έως 9.6.2015, τα οποία η ενάγουσα εξόφλησε, εκδοθέντων των αναφερομένων στην αγωγή παραστατικών (τιμολογίων). Ότι, εξάλλου, η ενάγουσα κατέθεσε κατά των εναγομένων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, την από 7.5.2015 αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής για μέρος της αρχικής της απαίτησης κατά των εναγομένων (απορρέουσας από τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια, με ημερομηνία εξόφλησης 9.2.2015), συνολικού ύψους (μετά από μερική καταβολή της δεύτερης των εναγομένων έναντι της αρχικής οφειλής) 8.365,93 Ευρώ, σε συνέχεια της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 473/2015 Διαταγή Πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιά, αντίγραφο εξ απογράφου της οποίας με επιταγή προς πληρωμή συνολικού ποσού 9.055,89 Ευρώ κοινοποίησε η ενάγουσα στις εναγόμενες, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο. Ότι, στην συνέχεια, οι εναγόμενες κοινοποίησαν στην ενάγουσα την από 29.5.2015 εξώδικο προσφορά – δήλωση – πρόσκληση, δια της οποίας προσέφεραν σε αυτήν το ποσό των 9.727,97 Ευρώ, εκ των οποίων ποσό 652,16 Ευρώ αφορούσε στην παρά πόδας της υπ’ αριθμ. 54/2015 απόφασης επιταγή προς πληρωμή και ποσό 9.075,81 Ευρώ αφορούσε στο ποσό της επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας της υπ’ αριθμ. 473/2015 Διαταγής Πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στη συνέχεια, δε, οι εναγόμενες κοινοποίησαν στον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας την από 9.6.2015 εξώδικη προσφορά δύο Γραμματίων Παρακατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, τα οποία αφορούσαν, το μεν πρώτο (ύψους 648,40 Ευρώ) την επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας της υπ’  αριθμ. 54/2015 απόφασης, το δε δεύτερο (ύψους 9.055,89 Ευρώ) την επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας της υπ’ αριθμ. 473/2015 Διαταγής Πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιά, πλην όμως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας, δεν ήταν δυνατό να δεχθεί τα προσφερόμενα από τις εναγόμενες ποσά, με τους όρους που έθεσαν αυτές, δια της από 29.5.2015 εξωδίκου τους, μεταξύ των οποίων να συναινέσει ανεπιφύλακτα στην εν γένει ελεύθερη μεταβολή της νομικής και πραγματικής κατάστασης του εν λόγω πλοίου και την εν γένει ελευθεροπλοϊα αυτού, αφού ήδη η ενάγουσα είχε καταβάλει μέχρι την 9.6.2015 το ποσό των 23.348,56 Ευρώ, για τη φύλαξη του εν λόγω πλοίου. Ότι, περαιτέρω, σε συνέχεια της από 29.5.2015 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων των εναγομένων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, επετράπη δια προσωρινής διαταγής του Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, η μεθόρμηση του ανωτέρω πλοίου από τη θέση «εγκαταστάσεις λιμένα Ελευσίνας» στο αγκυροβόλιο του Κόλπου Ελευσίνας, στη συνέχεια, δε, ενεκρίθη από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας, παρανόμως (μη ανακληθείσας της με αριθμό 54/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά), ο παροπλισμός του πλοίου (τροποποιηθείσας έτσι, της πραγματικής κατάστασης του πλοίου), πλην όμως, σε συνέχεια και της από 9.6.2015 επιστολής του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγομένων, με την οποίαν τους πληροφόρησε ότι δε συναινούν αυτές (οι εναγόμενες) στη διάθεση του από αυτές φύλακα παροπλισμού για την εκτέλεση και των καθηκόντων του εμπίπτοντος στη σφαίρα ευθύνης της ενάγουσας φύλακα του π.δ. 280/2000, κοινοποίησε (η ενάγουσα) την από 11.6.2015 εξώδικο δήλωσή της στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας, δυνάμει της οποίας κάλεσε τούτο να την απαλλάξει από την υποχρέωση φύλαξης του πλοίου, για το λόγο ότι δεν υφίστατο πλέον υποχρέωση φύλαξης του πλοίου, λόγω της κατάλυσης της ισχύος της με αριθμό 54/2015 δικαστικής απόφασης, σε συνέχεια της οποίας η ενάγουσα τοποθέτησε φύλακες στο πλοίο, κατά τους ορισμούς του π.δ.280/2000. Ότι, μολαταύτα, το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας εκώφευσε και δεν απήλλαξε την ενάγουσα της υποχρέωσής της φύλαξης του πλοίου δυνάμει του π.δ. 280/2000, συνέχισε, δε, τούτη (η ενάγουσα) να υφίσταται τη σχετική δαπάνη. Ότι, εν τέλει, από την έκδοση της από … προσωρινής διαταγής απαγόρευσης απόπλου και μεταβολής της νομικής και πραγματικής κατάστασης του εν λόγω πλοίου και, ακολούθως, την έκδοση της με αριθμό 54/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, οι εναγόμενες δεν κατέβαλαν εγγύηση για άρση του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης του εν λόγω πλοίου και, ως εκ τούτου, είναι αυτή αναγκασμένη να συνεχίζει να απασχολεί φύλακες και να καταβάλει τη σχετική δαπάνη. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενη (η ενάγουσα) ότι οι εναγόμενες είναι αφερέγγυες και μειωμένης περιουσιακής κατάστασης (υπό τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή), ότι οι δαπάνες πληρωμής των φυλάκων είναι παρεπόμενα έξοδα της υπ’ αριθμ. 54/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά και έξοδα της εκτελεστικής διαδικασίας, που γίνονται προς διατήρηση του κατασχεθέντος πλοίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 ΚΠολΔ, η οποία βαρύνει εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και προκαταβάλλεται από εκείνον που την επισπεύδει, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 292.740 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, το οποίο αντιστοιχεί στις δαπάνες φύλαξης τις οποίες θα έχει αναμφισβήτητα υποστεί η ενάγουσα από την έναρξη της υποχρέωσής της για φύλαξη του πλοίου (3.4.2015), μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης (28 μήνες συνολικά, αρχής γενομένης από την 3.4.2015) ανερχόμενες συνολικά σε ποσό [(8.500 Ευρώ Χ 23% =) 10.455 Ευρώ / μηνιαίως Χ 28 μήνες =] 292.740 Ευρώ, από τα οποία η ενάγουσα είχε ήδη, κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής, καταβάλει, ως δαπάνη φύλαξης χρονικού διαστήματος από 3.4.2015 έως 9.6.2015, το ποσό των 23.348,56 Ευρώ. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 18,  25, 37, 42 ΚΠολΔ και 51 παρ.1 και 3 B του ν. 2172/1993) και έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς (αρθρ. 3 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ, αρθρ. 4 παρ.1, 63, σε κάθε δε, περίπτωση, κατ’ άρθρο 26 του Κανονισμού 1215/2012 (εφαρμοζόμενου εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου άσκησης της υπό κρίση αγωγής, μετά την 10.1.2015, βλ. αρθρ. 66 του εν λόγω κανονισμού), καθόσον οι εναγόμενες εταιρείες, παρέστησαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αγωγή, χωρίς να προβάλουν ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, πρβλ. Ι. Δεληκωστόπουλου, «ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001, εκδ.2011, σ.39, 40, 43, 44, καθώς και ΕφΠειρ 416/2004, ΠΕΙΡΝΟΜ 2004, σ.444). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του forum, καθόσον η υπό κρίση απαίτηση απορρέει από τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης του εν λόγω πλοίου (πρβλ. Ι. Μπρίνια, ο.π, σ. 45), σε κάθε δε, περίπτωση, λόγω σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας των διαδίκων σχετικά με την εφαρμογή του, εφόσον τις διατάξεις του δικαίου αυτού επικαλείται ο ενάγων και δεν αντιλέγουν οι εναγόμενες (άρθρο 14 παρ.1 α του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007, πρβλ. σχ. ΕφΠειρ 542/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.418, ΕφΠειρ 128/1994 ΕΝΔ 22, σ.457). Σύμφωνα με το εφαρμοζόμενο Ελληνικό δίκαιο, η αγωγή, κατά το μέρος που αφορά τις ένδικες αξιώσεις μέχρι τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 481 επ. του ΑΚ, 69 παρ.1 ε, 932 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθόσον στις δαπάνες φύλαξης διαλαμβάνονται και τα έξοδα συντηρητικής κατάσχεσης, η οποία ετράπη σε αναγκαστική, όπως εν προκειμένω, καθόσον από τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, εντός μηνός από την επιβολή της συντηρητικής κατάσχεσης επί του πλοίου, η οποία επεβλήθη δια της κοινοποίησης στους καθ’ ων, στις 30.4.2015, της με αριθμό 54/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με επιταγή προς πληρωμή της δικαστικής δαπάνης και των λοιπών εξόδων, εκδόθηκε (για μέρος του διασφαλιζόμενου με την ως άνω απόφαση ποσού), η με αριθμό 473/2015 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιά, αντίγραφο εξ απογράφου της οποίας, με επιταγή προς πληρωμή ποσού 9.055,89 Ευρώ, επιδόθηκε στις εναγόμενες στις 18.5.2015, χωρίς να ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, επομένως (υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή) μετά την πάροδο τριών ημερών από την επίδοση στους καθ’ ων – οφειλέτες, αντιγράφου του απογράφου της διαταγής πληρωμής με επιταγή για συμμόρφωση και, μη ασκηθείσας ανακοπής εντός της οριζόμενης από το νόμο προθεσμίας, η επιβληθείσα επί του πλοίου συντηρητική κατάσχεση ετράπη αυτοδικαίως σε αναγκαστική (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1996, υπό αρθρ. 722, αριθμ. 1, 4, 8 και Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 2000, υπό αρθρ. 722, αριθμ.1). Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι συνιστά ζήτημα που άπτεται της διερεύνησης της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, η εκπλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 932 ΚΠολΔ, στην προκειμένη περίπτωση, ήτοι η εκτέλεση των εξόδων από μέρους του επισπεύδοντος προς το συμφέρον όλων των  δανειστών και όχι προς το αποκλειστικό συμφέρον του ιδίου ή από υπερβολική πρόνοια. Εξάλλου, νομίμως η αγωγή στρέφεται κατά αμφοτέρων των εναγομένων, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού (περί νομικής αβασιμότητας της αγωγής, όσον αφορά στην δεύτερη εναγόμενη, διότι δε συνδέεται αυτή με κάποιο εμπράγματο δικαίωμα με το φυλασσόμενο πλοίο) καθόσον, αν με τη δικαστική απόφαση έχουν καταδικασθεί περισσότεροι ως εις ολόκληρον συνοφειλέτες, ενέχονται εις ολόκληρον και για την πληρωμή των εξόδων εκτελέσεως (πρβλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, ο.π., υπό αρθρ. 975, αριθμ.6). Ωστόσο, η υπό κρίση αγωγή, αναφορικά με τις ένδικες αξιώσεις που αφορούν το μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου χρονικό διάστημα, τυγχάνει απορριπτέα λόγω πρόωρης άσκησής της, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η παροχή έννομης προστασίας προϋποθέτει την ύπαρξη του επίδικου δικαιώματος, το οποίο πρέπει να είναι κεκτημένο, με την έννοια ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία του κατά το ουσιαστικό δίκαιο, οι προϋποθέσεις δε αυτές, πρέπει να έχουν επέλθει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, μετά δε, τη συζήτηση στο ακροατήριο, η αξίωση της ενάγουσας για καταβολή εξόδων φυλάκων, σε βάρος των εναγομένων, δεν είναι γεννημένη και δικαστικά επιδιώξιμη, ενώ δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 69 ΚΠολΔ περί παροχής πρόωρης (προληπτικής) δικαστικής προστασίας (πρβλ. ΠΠρΘεσσαλ 2587/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), ούτε εκτίθενται στην αγωγή τέτοια περιστατικά (συνέχισης της αναγκαστικής εκτέλεσης και προκαταβολής των εξόδων αυτής από την ενάγουσα), τα οποία θα δικαιολογούσαν την πρόωρη άσκηση της αγωγής για το μετά τη συζήτηση αυτής χρονικό διάστημα, μη αρκούσης της απλής πιθανότητας κτήσης του σχετικού δικαιώματος στο μέλλον. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, α) για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθμ. 14328950/12.11.2015 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιώς, σε συνδυασμό με το με αριθμό 9224302 γραμμάτιο είσπραξης της Εθνικής Τράπεζας υπέρ Ταμ.Νομικών και ΕΤΑΑ) και β) για το παραδεκτό της άσκησης της αγωγής έχει καταβληθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, το με αριθμό Α035706/… γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. και για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής έχουν καταβληθεί, από μεν τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, τα με αριθμούς Α053218/10.11.2015 και Α064800/29.1.2016 γραμμάτια προείσπραξης του Δ.Σ.Π., από δε τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγομένων, τα με αριθμούς Α054265/13.11.2015 και Α 090161/13.10.2016 γραμμάτια προείσπραξης του Δ.Σ.Π. (αρθρ. 61 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτό ισχύει).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που έλαβαν χώρα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :  Δυνάμει διαδοχικών  συμβάσεων πώλησης, που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο έτους 2014 έως και το Νοέμβριο του ιδίου έτους, μεταξύ της ενάγουσας, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα εφοδίων πλοίων και της πρώτης εναγομένης, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Μ. Λ. πλοίου (…) πλοίου με το όνομα «…», με Δ.Δ.Σ. Α8GH3, κ.ο.χ. …, …, …, εκπροσωπούμενης από τη δεύτερη εναγόμενη, διαχειρίστρια αυτής, η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, η ενάγουσα ανέλαβε να παραδώσει στο ως άνω πλοίο εμπορεύματα (τροφοεφόδια), αντί του συμφωνηθέντος κάθε φορά τιμήματος. Σε εκτέλεση των συμφωνιών αυτών, η ενάγουσα παρέδωσε στο εν λόγω πλοίο, το οποίο ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Ελευσίνας, τροφοεφόδια, τα οποία διαλαμβάνονται στα με αριθμούς … τιμολόγια, σε συνδυασμό με τα συνοδεύοντα αυτά δελτία αποστολής, τα οποία αφορούσαν σε πωλήσεις για τις οποίες το τίμημα ανήρχετο σε ποσά 1.561,61 Ευρώ, με συμφωνηθείσα ημερομηνία καταβολής 16.7.2014, 3.579,98 Ευρώ, με συμφωνηθείσα ημερομηνία καταβολής 16.7.2014, 7.627,59 Ευρώ, με συμφωνηθείσα ημερομηνία καταβολής 9.2.2015, 2.099,76 Ευρώ, με συμφωνηθείσα ημερομηνία καταβολής 9.2.2015 και 850 Ευρώ, με συμφωνηθείσα ημερομηνία καταβολής 11.2.2015, αντίστοιχα. Στις ως άνω συμβάσεις περιελήφθη όρος (αναγραφόμενος υπ’ αριθμ. 6 στα ανωτέρω τιμολόγια), σύμφωνα με τον οποίον οι εναγόμενες ήταν εις ολόκληρον υπεύθυνες για την καταβολή του τιμήματος. Ακολούθως, λόγω της υπερημερίας των εναγομένων περί την καταβολή μέρους του τιμήματος των ως άνω πωληθέντων και παραδοθέντων εμπορευμάτων, ποσού 14.398,40 Ευρώ, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, την από …, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 70/2015 αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης του ως άνω πλοίου, με αίτημα τη συντηρητική κατάσχεση κάθε περιουσιακού στοιχείου των εκεί καθ’ ων, μέχρι του ποσού των 18.000 Ευρώ, προς εξασφάλιση της απαίτησής της κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εξάλλου, σε συνέχεια σχετικού αιτήματος προς έκδοση προσωρινής διαταγής, που σωρεύτηκε στην ως άνω αίτηση, εκδόθηκε η από … προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκου Πειραιά, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η απαγόρευση απόπλου του πλοίου «…» από την ευρύτερη περιοχή της Ελευσίνας καθώς και της νομικής μεταβολής και πραγματικής τούτου κατάστασης, μέχρι τη συζήτηση της αίτησης, που ορίστηκε για την 3.4.2015, ενώ ορίστηκε ότι η εν λόγω προσωρινή διαταγή θα ανακαλείτο αυτοδικαίως με την κατάθεση από τις καθ’ ων στο Γραμματέα του εν λόγω Δικαστηρίου, εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης στην Ελλάδα Τράπεζας, υπέρ της αιτούσας, ποσού 10.000 Ευρώ (ορ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα, αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης, με την παρά πόδας αυτής προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκου Πειραιά). Σε συνέχεια επιβολής απαγόρευσης απόπλου του ως άνω πλοίου, το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας επέδωσε προς την ενάγουσα – εκεί αιτούσα (κοινοποιούμενη προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της) επιστολή, δυνάμει της οποίας της γνωστοποίησε την υποχρέωσή της, που απέρρεε από τις διατάξεις του π.δ. 280/2000, όπως προσλάβει φύλακα, για όλο το εικοσιτετράωρο, στο ως άνω φορτηγό πλοίο, καθώς και ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση αυτή, θα της επιβάλλονταν οι προβλεπόμενες από το Νόμο κυρώσεις (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα, με αριθμ. πρωτ. 3142/09/… επιστολή του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας). Ακολούθως, επί της ως άνω  αιτήσεως, εκδόθηκε η με αριθμό 54/22.4.2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση του ως άνω πλοίου, μέχρι του ποσού των 18.000 Ευρώ, ενώ παρασχέθηκε η ευχέρεια στις καθ’ ων να αντικαταστήσουν ή ματαιώσουν την ως άνω συντηρητική κατάσχεση, με κατάθεση εγγυητικής επιστολής ύψους 18.000 Ευρώ, επιπρόσθετα, δε, επιβλήθηκαν σε βάρος των καθ’ ων η αίτηση (εδώ εναγομένων) τα δικαστικά έξοδα της αιτούσας (εδώ ενάγουσας), τα οποία καθορίστηκαν στο ποσό των τριακοσίων (300) Ευρώ (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα, απόφαση ασφαλιστικών μέτρων). Η ως άνω απόφαση, με επιταγή προς πληρωμή της άνω επιδικασθείσας δυνάμει αυτής δικαστικής δαπάνης, καθώς και ποσού 250  Ευρώ για τη σύνταξη της επιταγής, 98,40 Ευρώ για δικαιώματα δικαστικού επιμελητή (ήτοι συνολικά 648,49 Ευρώ), κοινοποιήθηκε στις εκεί καθ’ ων (εδώ εναγόμενες), δυνάμει των με αριθμούς 7.497Η/30.4.2015 και 7.496Η/30.4.2015 εκθέσεων επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Νίκου Τσαλουχίδη (ορ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την ενάγουσα εκθέσεις επίδοσης). Ενόψει της κατά τα άνω επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης (αρθρ. 713 ΚΠολΔ), το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας γνωστοποίησε στην ενάγουσα επιστολή με την οποίαν της επισήμανε εκ νέου την υποχρέωσή της προς διορισμό φυλάκων, για όλο το εικοσιτετράωρο, στο ως άνω πλοίο, με την απειλή κυρώσεων, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, με αριθμ. πρωτ. 3142/10/29.4.2015 επιστολή του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας). Εξάλλου, η ενάγουσα, σε συμμόρφωση με την ως άνω εκ του νόμου επιβαλλόμενη υποχρέωσή της και προς διασφάλιση της εκτελεστικής διαδικασίας, είχε ήδη, από την 3.4.2015, καταρτίσει ιδιωτικό συμφωνητικό με την εταιρεία με την επωνυμία «SEA & LAND SECURITY ΕΠΕ», δυνάμει του οποίου η δεύτερη εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να φυλάει το Πλοίο, σε συνεχή εικοσιτετράωρη, βάση επί επτά ημέρες εβδομαδιαίως, υποχρεούμενη όπως διορίζει και προσλαμβάνει φύλακες, αντί συμφωνηθείσας μηνιαίας αμοιβής, ύψους 8.500 Ευρώ πλέον ΦΠΑ, καταβλητέας εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μήνα, με επιταγή ή μετρητά ή κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό της εκεί αντισυμβαλλομένης εργοδότριας, εδώ ενάγουσας (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα, ιδιωτικό συμφωνητικό). Ακολούθως, εντός μηνός της οριζόμενης από το νόμο προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κατά τα άνω επίδοση στις εναγόμενες – οφειλέτες της ως άνω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων με επιταγή προς πληρωμή (αρθρ. 715 παρ.5 ΚΠολΔ), η ενάγουσα, σε συνέχεια της από 7.5.2015 αιτήσεώς της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, προκάλεσε την έκδοση της υπ’ αριθμ. 473/13.5.2015 Διαταγής  Πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιά, για μέρος της απαίτησής της (μετά από μερική καταβολή από τη δεύτερη των εναγομένων, σε μερική εξόφληση της ένδικης οφειλής) κατά των εναγομένων, εκ των ανωτέρω αναφερομένων τιμολογίων, ύψους 8.365,93 Ευρώ, ήτοι εκ των υπ’ αριθμ. 10000501/11.11.2014 (για ποσό 6.266,17 Ευρώ, μετά από μερική καταβολή έναντι του αναγραφόμενου σε αυτό ποσό των 7.627,59 Ευρώ) και 10000502/11.11.2014 (συνολικής αξίας 2.099,76 Ευρώ) τιμολογίων, συνοδευόμενα από τα αντίστοιχα δελτία αποστολής (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα διαταγή πληρωμής). Αντίγραφο εξ απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, με την από 15.5.2015 επιταγή προς πληρωμή συνολικού ποσού 9.055,89 Ευρώ (8.365,93 Ευρώ για κεφάλαιο, 158,96 Ευρώ για τόκους, ποσό 230 Ευρώ για δικαστική δαπάνη, ποσό 200 Ευρώ για σύνταξη της επιταγής, ποσό 2,60 Ευρώ για έξοδα αντιγράφου και ποσό 98,40 Ευρώ για κοινοποίηση της επιταγής μετά δικαιωμάτων δικαστικού επιμελητή) επιδόθηκε στις εκεί καθ’ ων (εδώ δύο εναγόμενες) στις 18.5.2015, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμούς 7.595Η/18.5.2015 και 7.594Η/18.5.2015 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Νίκου Τσαλουχίδη (ορ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την ενάγουσα). Ακολούθως, οι εναγόμενες κοινοποίησαν στον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας την από 29.5.2015 εξώδικο προσφορά – δήλωση – πρόσκλησή τους, δια της οποίας προσέφεραν σε αυτήν το ποσό των 9.727,97 Ευρώ σε μετρητά, εκ του οποίου ποσό 652,16 Ευρώ αφορούσε στην παρά πόδας της υπ’ αριθμ. 54/2015 απόφασης επιταγή προς πληρωμή και ποσό 9.075,81 Ευρώ αφορούσε στο ποσό της επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας της υπ’ αριθμ. 473/2015 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιά. Στη συνέχεια, οι εναγόμενες κοινοποίησαν στον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας την από 9.6.2015 εξώδικη προσφορά δύο Γραμματίων Παρακατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ήτοι του υπ’ αριθμ. 116501/29.5.2015, ποσού 648,40 Ευρώ, το οποίο αφορούσε στην παρά πόδας της υπ’ αριθμ. 54/2015 απόφασης επιταγή προς πληρωμή και του υπ’ αριθμ. 116504/29.5.2015, ποσού 9.055,89 Ευρώ, το οποίο αφορούσε στο ποσό της επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας της υπ’ αριθμ. 473/2015 Διαταγής Πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιά (ορ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τις εναγόμενες, από 29.5.2015 και από 9.6.2015 εξώδικες δηλώσεις, όπως άλλωστε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά συνομολογούνται στην υπό κρίση αγωγή). Με την ως άνω, από 29.5.2015 εξώδικό τους, οι εναγόμενες αιτήθηκαν από την ενάγουσα α) να παραδώσει εις χείρας του δικαστικού επιμελητή που θα επέδιδε την εξώδικο, το πρωτότυπο του εις χείρας της ενάγουσας πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθμ. 473/2015 διαταγής πληρωμής, β) να συντάξουν, μέσω του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, επιστολή απευθυνόμενη στο κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας, περί συναίνεσής τους στην εν γένει ελεύθερη μεταβολή της νομικής και πραγματικής κατάστασης του Πλοίου και στην εν γένει ελευθεροπλοϊα του για όσο διάστημα θα απαιτούνταν από την ημερομηνία σύνταξης της επιστολής έως την έκδοση απόφασης για την ανάκληση της με αριθμό 54/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά και γ) να παρασταθεί, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενώπιον του Προέδρου Υπηρεσίας του Ειρηνοδικείου Πειραιά, προκειμένου να συναινέσει στην παραδοχή της αίτησης ανάκλησης της υπ’ αριθμ. 54/2015 απόφασης ασφαλιστικών του ως άνω Δικαστηρίου, λόγω μεταβολής των συνθηκών (επιγενόμενη πλήρης και ολοσχερής εξόφληση της δι’ αυτής ασφαλιζόμενης απαίτησης). Η ενάγουσα, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, απέρριψε την πρόταση των καθ’ ων, διότι ήδη, κατά το χρόνο προσφοράς από μέρους τους των ως άνω ποσών (9.6.2015), είχε καταβάλει ποσό 23.348,56 Ευρώ, όπως ανωτέρω αναλυτικά εκτέθηκε, ως δαπάνες φυλάκων, υποχρεούμενη όπως πράξει τούτο, δυνάμει του π.δ. 280/2000.  Εξάλλου, οι εναγόμενες, δυνάμει της από 29.5.2015 αιτήσεώς τους, απευθυνόμενης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, αιτήθηκαν την ανάκληση της με αριθμό 54/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά (εκδοθείσας κατά τη διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), λόγω εξόφλησης της απαίτησής τους, και να της επιτραπεί, με προσωρινή διαταγή, η εκτέλεση μεθόρμισης του ανωτέρω αναφερόμενου πλοίου από τη θέση «εγκαταστάσεις λιμένα Ελευσίνας» στο αγκυροβόλιο του Κόλπου της Ελευσίνας και δη στην περιοχή που προορίζεται για τα τελούντα υπό παροπλισμό πλοία, προς αποτροπή άμεσου κινδύνου για την ασφάλεια του πλοίου. Επί της εν λόγω αιτήσεως, ο αρμόδιος Δικαστής του Ειρηνοδικείου Πειραιά έκανε δεκτό το αίτημα προσωρινής διαταγής και (συναινούσης της καθ’ ης, εδώ ενάγουσας) επέτρεψε την εκτέλεση της μεθόρμισης του εν λόγω πλοίου από τη θέση «εγκαταστάσεις λιμένα Ελευσίνας» στο αγκυροβόλιο του Κόλπου της Ελευσίνας και δη στην περιοχή που προορίζεται για τα τελούντα υπό παροπλισμό πλοία, «προκειμένου να παροπλιστεί και να αγκυροβολήσει με ασφάλεια» (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τις εναγόμενες, από 29.5.2015, αίτηση ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών, όπου στην πρώτη σελίδα αυτής, εμφαίνεται η σημείωση, παραπλεύρως των στοιχείων της εκεί καθ’ ης, «συναινούσης της καθ’ ης» – εδώ ενάγουσας – και την παρά πόδας αυτής, από 29.5.2015 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκου Ιωάννας Κορδαλή). Κατόπιν αυτού, οι εναγόμενες αιτήθηκαν τον παροπλισμό του πλοίου, χορηγήθηκε δε προς τούτο, η υπ’ αριθμ. 241/28.5.2015 άδεια παροπλισμού του πλοίου (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τις εναγόμενες άδεια παροπλισμού, όπου αναγράφεται ως ημερομηνία έγκρισης κατάπλου η 5.6.2015). Ακολούθως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας, με την από 9.6.2015 επιστολή του, απευθυνόμενη προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγομένων, ενημέρωσε αυτόν ότι οι εναγόμενες προέβησαν στον παροπλισμό του πλοίου και εγκατέστησαν επ’ αυτού φύλακες, δυνάμει του Ενιαίου Κανονισμού Λιμένος Ελευσίνος (ΦΕΚ 449 Β΄/16.6.1994) και ότι, από την 10.6.2015, θα σταματούσε αυτή (η ενάγουσα) να φυλάει το πλοίο, δηλώνοντας επίσης ότι συναινούσε ώστε η φύλαξη αυτού να πραγματοποιείται από τους φύλακες που όρισαν οι εναγόμενες (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τις εναγόμενες, από 9.6.2015 επιστολή, αποσταλείσα μέσω «φαξ»). Σε απάντηση της εν λόγω επιστολής της ενάγουσας, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγομένων, επικαλούμενος ότι «… ο κατ’ άρθρο 7 του υπ’ αρ. 43 Ειδικού Κανονισμού Λιμένα Ελευσίνας (ΦΕΚ 449Β΄/16.6.1994) φύλακας παροπλισμού είναι διαφορετικός από τον φύλακα που διορίζεται για την φύλαξη ενός πλοίου σε εκτέλεση των διατάξεων του π.δ. 280/2000, καθόσον ο μεν φύλακας παροπλισμού διορίζεται με ευθύνη και επιμέλεια του πλοιοκτήτη του παροπλισμένου πλοίου, ο οποίος έχει και την αποκλειστική ευθύνη και την υποχρέωση για την αμοιβή του και την ασφαλιστική του κάλυψη, ενώ ο φύλακας που διορίζεται για την φύλαξη ενός πλοίου σε εκτέλεση των διατάξεων του π.δ. 280/2000 διορίζεται με ευθύνη και επιμέλεια κάθε επισπεύδοντος δανειστή, ο οποίος επιβάλει το μέτρο της απαγόρευσης απόπλου πλοίου συνεπεία κατάσχεσης ή προσωρινής διαταγής αρμόδιου Δικαστηρίου και ο οποίος (επισπεύδων δανειστής) έχει αντίστοιχα και αυτός με τη σειρά του την αποκλειστική ευθύνη και την υποχρέωση για την αμοιβή του φύλακα και την ασφαλιστική του κάλυψη», απήντησε ότι η εντολέας του (εδώ πρώτη εναγομένη)  «… δεν συναινεί στην διάθεση του διορισμένου απ’ αυτήν φύλακα παροπλισμού για την εκτέλεση και των καθηκόντων του εμπίπτοντος στην σφαίρα ευθύνης της εντολέως σας φύλακα του π.δ. 280/2000, ούτε βέβαια αναλαμβάνει έναντι της εντολέως σας ή και του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας, οποιαδήποτε ευθύνη ή και υποχρέωση για τον διορισμό, την αμοιβή και την ασφαλιστική κάλυψη φύλακα του π.δ. 280/2000 για όσο διάστημα ακόμη θα διατηρούνται τα αποτελέσματα της υπ’ αριθμ. 54/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά», ενώ συμπλήρωσε ότι «… η τυχόν από αύριο, 10/6/2015, διακοπή της φύλαξης του πλοίου από την εντολέα σας θα γίνει με αποκλειστικά δική της ευθύνη και δεν τυγχάνει της έγκρισης της εντολέως μου» (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τις εναγόμενες, από 9.6.2015, επιστολή, αποσταλείσα μέσω «φαξ»). Εξάλλου, σε απάντηση της από 9.6.2015 επιστολής της ενάγουσας, απευθυνόμενης προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας, κοινοποιούμενη και προς τις εδώ εναγόμενες, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα δήλωσε, μεταξύ άλλων, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, ότι από την 10.6.2015 δεν θα φυλάττει το εν λόγω πλοίο, μη υφισταμένης σχετικής υποχρέωσής της (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τις εναγόμενες, από 9.6.2015 επιστολή) το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας απήντησε με το από 10.6.2015 έγγραφό του (αριθμ. φακέλου 511/15-1/2015, αριθμ. σχεδίου 1799/2015) δυνάμει του οποίου, κατόπιν αναφοράς στις διατάξεις τόσο του άρθρου 43 του Ε.Κ.Λ.Ε. (σύμφωνα με την οποίαν ο πλοιοκτήτης ή ο εκπρόσωπος παροπλισμένου πλοίου υποχρεούνται να εξασφαλίσουν πρόσληψη και εγκατάσταση φυλάκων στο πλοίο), όσο και του π.δ. 280/2000 (σύμφωνα με τις οποίες ο επισπεύδων δανειστής αμέσως μετά την επιβολή του μέτρου της απαγόρευσης απόπλου συνεπεία κατάσχεσης αναγκαστικής ή συντηρητικής περιλαμβάνει και εγκαθιστά επί του πλοίου φύλακες), δηλώθηκε ότι η εν λόγω Υπηρεσία «δεν έχει αντίρρηση όπως η φύλαξη του παροπλισμένου Φ/Γ “…” σημαίας ΛΙΒΕΡΙΑΣ (…), πραγματοποιείται από κοινού (πλοιοκτήτες – εκπρόσωποι και επισπεύδων δανειστής) καθότι οι φύλακες ούτως ή άλλως υποχρεούνται να λαμβάνουν κάθε πρόσφορο και ενδεδειγμένο μέτρο για την ασφάλεια του πλοίου  εξυπηρετώντας ταυτόχρονα τον κοινό σκοπό για τον οποίο είναι τοποθετημένοι» (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τις εναγόμενες, από 10.6.2015, έγγραφο). Ωστόσο, σε απάντηση του εν λόγω εγγράφου του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας, η ίδια η πρώτη εναγόμένη, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, απέστειλε την από 10.6.2015 επιστολή της, κοινοποιούμενη προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, με την οποία επανέλαβε τη θέση της ότι η εντολέας του, “….”, δεν συναινεί στη διάθεση του διορισμένου από αυτήν φύλακα παροπλισμού για την εκτέλεση και των καθηκόντων του εμπίπτοντος στην σφαίρα ευθύνης της εδώ ενάγουσας φύλακα βάσει των διατάξεων του π.δ. 280/2000 και ότι δεν αναλαμβάνει ευθύνη για τον από κοινού διορισμό / αμοιβή φύλακα με την ενάγουσα, για όσο διάστημα θα διατηρούνται τα αποτελέσματα της υπ’ αριθμ. 54/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από αμφοτέρους τους διαδίκους, από 9.6.2015 επιστολή), ενώ, παράλληλα, υπέβαλε αίτημα προς το Λιμεναρχείο για την ορθή επανάληψη του άνω εγγράφου του και για τις νόμιμες από μέρους του ενέργειες, σε σχέση με την υποχρέωση της εδώ ενάγουσας «να προβεί με επιμέλεια και δαπάνες της στο διορισμό φύλακα επί του ανωτέρω πλοίου, κατά τις διατάξεις του π.δ. 280/2000 για όσο διάστημα ακόμη θα διατηρούνται τα αποτελέσματα της υπ’ αριθμ. 54/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τις εναγόμενες, από 10.6.2015 επιστολή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, απευθυνόμενη προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας). Στη συνέχεια, η ενάγουσα απέστειλε προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας την από 11.6.2015 εξώδικη δήλωση – καταγγελία της (ορ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα, κοινοποιηθείσα προς την ανωτέρω Αρχή, δυνάμει της με αριθμό 7.693Η/12.6.2015 έκθεσης επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Νίκου Τσαλουχίδη), δυνάμει της οποίας, επικαλούμενη ότι, μετά τον παροπλισμό του πλοίου, καταλύθηκε η ισχύς της υπ’ αριθμ. 54/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, αιτήθηκε απαλλαγής από την υποχρέωση φύλαξης του εν λόγω πλοίου, πλην όμως δεν έλαβε αυτή (η ενάγουσα) απάντηση επί του ως άνω αιτήματός της. Ακολούθως, δυνάμει της με αριθμό 169/7.12.2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου  Πειραιά, απορρίφθηκε η αίτηση ανάκλησης της με αριθμό 54/2015 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του ιδίου Δικαστηρίου, με το σκεπτικό ότι «από την εν γένει διαδικασία ουδόλως πιθανολογήθηκε ότι με τα προαναφερθέντα από τις αιτούσες προς την καθής η αίτηση α) υπ’ αριθμό 116501/29-5-2015 …. και β) υπ’ αριθμόν 116504/29.5.2015 γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων … το οποίο αφορούσε το ποσό της επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας της υπ’ αριθμόν 473/2015 Διαταγής Πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιά άρα συνολικά ποσό 648,40 + 0.055,89 = 9.727,97 ευρώ, έχει εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς η απαίτηση της καθής η αίτηση «…» …». Εν τέλει, την 26.9.2016 οι εναγόμενες κατέθεσαν στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιά τη με αριθμό 20.274/26.9.2016 εγγυητική επιστολή της τράπεζας HSBC υπέρ της αιτούσας, για το ποσό των 18.000 Ευρώ, σε εκτέλεση της με αριθμό 54/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τις εναγόμενες, με την από 14.10.2016 προσθήκη τους, με αριθμό 6/2016 έκθεση κατάθεσης εγγυητικής επιστολής), με αποτέλεσμα την αντικατάσταση του αρχικά επιβληθέντος ασφαλιστικού μέτρου με εγγυοδοσία. Ακολούθως, το εν λόγω πλοίο πωλήθηκε και μεταβιβάστηκε στην εταιρεία με την επωνυμία «SYROS MARINE INC, την 28.9.2016 (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τις εναγόμενες, στην από 14.10.2016 προσθήκη τους, πιστοποιητικό διαγραφής από το νηολόγιο της Λιβερίας, σε συνδυασμό με κατάθεση μάρτυρα ανταπόδειξης, Λάζαρου Λουλούδη, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου (ορ. σελ. 13 πρακτικών). Σε εκτέλεση της προαναφερθείσας, από 3.4.2015, συμφωνίας της ενάγουσας με την ως άνω εταιρεία φύλαξης, «SEA & LAND SECURITY ΕΠΕ» (η οποία, την 24.12.2015 ετράπη σε Ετερόρρυθμη Εταιρεία και μετονομάσθηκε σε «SEA AND LAND SERVICES ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», πρβλ τη με αριθμ. πρωτ. 24347/29.12.2015 ανακοίνωση του Τμήματος Εμπορικού Μητρώου του Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς), η τελευταία εγκατέστησε φύλακες επί του ως άνω πλοίου, από την 3.4.2015 μέχρι την 26.9.2016, οπότε κατατέθηκε η εγγυητική  επιστολή εκδόθηκαν, δε προς τούτο, τα κάτωθι τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, ήτοι : 1) Το υπ’ αριθμ. 114/28.4.2015 τιμολόγιο, ποσού 9.757,60 Ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%), το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα 3.4.2015 έως 30.4.2015. 2) Το υπ’ αριθμ. 122/29.5.2015 τιμολόγιο ποσού 9.780 Ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%), το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα 1.5.2015 έως 29.5.2015. 3) Το υπ’ αριθμ. 123/31.5.2015 τιμολόγιο ποσού 674,50 Ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%), το οποίο αφορούσε υπηρεσίες φύλαξης του εν λόγω πλοίου από 30.5.2015  έως 31.5.2015. 4) Το υπ’ αριθμ. 124/9.6.2015 τιμολόγιο ποσού 3.136,46 Ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23%), το οποίο αφορούσε τη φύλαξη του εν λόγω πλοίου από 1.6.2015 έως 9.6.2015 (ορ. συνημμένα στην ένδικη αγωγή τιμολόγια). Η ενάγουσα κατέβαλε στην ως άνω εταιρεία φύλαξης την αμοιβή της που απορρέει από τις ανωτέρω περιγραφόμενες υπηρεσίες, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμούς 35/4.5.2015, 36/29.5.2015, 37/5.6.2015 και 38/8.6.2015 αποδείξεις είσπραξης, εκδοθείσες από την ως άνω εταιρεία (ορ. συνημμένες στην ένδικη αγωγή αποδείξεις είσπραξης, καθώς και προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την ενάγουσα, αποδείξεις μεταφοράς των ως άνω ποσών με κωδικούς καταχώρησης εντολής πληρωμής προς την ως άνω εταιρεία, υπ’ αριθμ. IB10504124436001, IB 10529341755001, IB 10605194306001 και ΙΒ 10609440983001, της Τράπεζας Πειραιώς). Εξάλλου, μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι τη συζήτηση αυτής, η εν λόγω εταιρεία φύλαξης εξακολούθησε να παρέχει υπηρεσίες φύλαξης στο ως άνω πλοίο, για λογαριασμό της ενάγουσας, δυνάμει της προαναφερόμενης, από 3.4.2015, σύμβασης έργου, εκδόθηκαν, δε, προς τούτο, από την ως άνω εταιρεία φύλαξης, τα κάτωθι τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, τα οποία εξοφλήθηκαν ως ακολούθως, ήτοι : 1) Το υπ’ αριθμ. 130/30.6.2015 τιμολόγιο ποσού 7.318,41 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης από 10.6.2015 έως 30.6.2015 και εξοφλήθη από την ενάγουσα, μέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα τιμολόγιο, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. ΙΒ 10707385014001/7.7.2015 απόδειξη μεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς). 2) Το υπ’ αριθμ. 139/31.7.2015 τιμολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης από 1.7.2015 έως 31.7.2015 και εξοφλήθη από την ενάγουσα, μέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα τιμολόγιο, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. ΙΒ 10803261609001/3.8.2015 απόδειξη μεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς). 3) Το υπ’ αριθμ. 146/20.8.2015 τιμολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης από 1.8.2015 έως 31.8.2015 και εξοφλήθη από την ενάγουσα, μέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα τιμολόγιο, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. ΙΒ 10821034228001/21.8.2015 απόδειξη μεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς). 4) Το υπ’ αριθμ. 153/22.9.2015 τιμολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης από 1.9.2015 έως 30.9.2015 και εξοφλήθη από την ενάγουσα, μέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα τιμολόγιο, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. ΙΒ 10930484170001/30.9.2015 απόδειξη μεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς). 5) Το υπ’ αριθμ. 157/20.10.2015 τιμολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης από 1.10.2015 έως 31.10.2015 και εξοφλήθη από την ενάγουσα, μέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα τιμολόγιο, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. ΙΒ 1112262999001/2.11.2015 απόδειξη μεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς). 6) Το υπ’ αριθμ. 161/20.11.2015 τιμολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης από 1.11.2015 έως 31.11.2015 και εξοφλήθη από την ενάγουσα, μέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα τιμολόγιο, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. ΙΒ 11207553603001 απόδειξη μεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς, με ημερομηνία ενημέρωσης 7.12.2015). 7) Το υπ’ αριθμ. 172/18.12.2015 τιμολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης από 1.12.2015 έως 31.12.2015 και εξοφλήθη από την ενάγουσα, μέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα τιμολόγιο, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. ΙΒ 11224480138001 απόδειξη μεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς, με ημερομηνία ενημέρωσης 24.12.2015). 8) Το υπ’ αριθμ. 175/20.1.2016 τιμολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης από 1.1.2016 έως 31.1.2016 και εξοφλήθη από την ενάγουσα, μέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα τιμολόγιο, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. ΙΒ 10129191439001 απόδειξη μεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς, με ημερομηνία ενημέρωσης 29.1.2016). 9) Το υπ’ αριθμ. 194/8.2.2016 τιμολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης από 1.2.2016 έως 29.2.2016 και εξοφλήθη από την ενάγουσα, μέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα τιμολόγιο, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. ΙΒ 10302483704001 απόδειξη μεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς, με ημερομηνία ενημέρωσης 2.3.2016). 10) Το υπ’ αριθμ. 213/1.3.2016 τιμολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης από 1.3.2016 έως 31.3.2016 και εξοφλήθη από την ενάγουσα, μέσω τραπεζικής κατάθεσης υπέρ της ως άνω εταιρείας (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα τιμολόγιο, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. ΙΒ 10406374564001 απόδειξη μεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς, με ημερομηνία συναλλαγής 6.4.2016 και ημερομηνία ενημέρωσης 12.4.2016). 11) Το υπ’ αριθμ. 243/1.4.2016 τιμολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης από 1.4.2016 έως 30.4.2016 και εξοφλήθη από την ενάγουσα, δυνάμει εκδόσεως, με ημερομηνία 4.5.2016, της υπ’ αριθμ. 770335853 τραπεζικής επιταγής της Τράπεζας ALPHA BANK, εις διαταγήν της ως άνω εταιρείας φύλαξης, (ορ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα τραπεζική επιταγή, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 9/4.5.2016 απόδειξη είσπραξης και τη σχετική, με αριθμό 00001356/29.4.2016 απόδειξη πληρωμής). 12) Το υπ’ αριθμ. 268/1.5.2016 τιμολόγιο ποσού 10.455 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης από 1.5.2016 έως 31.5.2016 και εξοφλήθη από την ενάγουσα, δυνάμει εκδόσεως της υπ’ αριθμ. 77033640-0 τραπεζικής επιταγής της Τράπεζας ALPHA BANK, με ημερομηνία 1.6.2016 (ορ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα υπ’ αριθμ. 10/1.6.2016 απόδειξη είσπραξης και τη σχετική, με αριθμό 00001417/1.6.2016 απόδειξη πληρωμής). 13) Το υπ’ αριθμ. 283/1.6.2016 τιμολόγιο ποσού 10.540 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης από 1.6.2016 έως 30.6.2016 και εξοφλήθη από την ενάγουσα, δυνάμει εκδόσεως της υπ’ αριθμ. 77033712-1 τραπεζικής επιταγής της Τράπεζας ALPHA BANK, με ημερομηνία 6.7.2016 (ορ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα, υπ’ αριθμ. 11/6.7.2016 απόδειξη είσπραξης και τη σχετική, με αριθμό 00001502/5.7.2016 απόδειξη πληρωμής). 14) Το υπ’ αριθμ. 300/1.7.2016 τιμολόγιο ποσού 10.540 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης από 1.7.2016 έως 31.7.2016 και εξοφλήθη από την ενάγουσα δυνάμει εκδόσεως της με αριθμό 77033741-4 τραπεζικής επιταγής της Τράπεζας ALPHA BANK, με ημερομηνία 3.8.2016, εις διαταγήν της ως άνω εταιρείας φύλαξης (ορ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα τραπεζική επιταγή, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 13/1.8.2016 απόδειξη είσπραξης και τη σχετική, με αριθμό 00001540/29.7.2016 απόδειξη πληρωμής). 15) Το υπ’ αριθμ. 310/1.8.2016 τιμολόγιο ποσού 10.540 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης από 1.8.2016 έως 31.8.2016 και εξοφλήθη από την ενάγουσα δυνάμει εκδόσεως της με αριθμό 77972284-1 τραπεζικής επιταγής  της Τράπεζας ALPHA BANK, με ημερομηνία 7.9.2016, εις διαταγήν της ως άνω εταιρείας φύλαξης (ορ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα, από 1.9.2016 απόδειξη είσπραξης, καθώς και την υπ’ αριθμ. 00001586/1.9.2016 απόδειξη πληρωμής). 16) Το υπ’ αριθμ. 324/1.9.2016 τιμολόγιο ποσού 10.540 Ευρώ, το οποίο αφορούσε χρονικό διάστημα φύλαξης μηνός Σεπτεμβρίου 2016 και εξοφλήθη από την ενάγουσα δυνάμει εκδόσεως της με αριθμό 77972320-1 τραπεζικής επιταγής  της Τράπεζας ALPHA BANK, με ημερομηνία 5.10.2016, εις διαταγήν της ως άνω εταιρείας φύλαξης (ορ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την ενάγουσα, από 2.10.2016 απόδειξη είσπραξης, καθώς και την υπ’ αριθμ. 20/3.10.2016 απόδειξη πληρωμής). Επομένως, μέχρι τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, η ενάγουσα είχε προκαταβάλει έξοδα φυλάκων, για τις ανωτέρω αναφερόμενες αιτίες, ύψους 187.831,97 Ευρώ. Σε συνέχεια των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η ενάγουσα, από το χρόνο απαγόρευσης απόπλου του πλοίου, μέχρι την πώληση αυτού (ορ. κατάθεση μάρτυρα ανταπόδειξης, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σελ.12-13 πρακτικών), υπεβλήθη σε έξοδα φύλαξης συνεπεία της κατά τα άνω επιβληθείσας συντηρητικής κατάσχεσης στο εν λόγω πλοίο, η οποία, μετά την παρέλευση της οριζόμενης από το νόμο προθεσμίας προς άσκηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, από την επίδοση στις εναγόμενες, στις 18.5.2015 αντιγράφου εξ απογράφου της με αριθμό 473/2015 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Πειραιά (δεν συνάγεται από τα έγγραφα της δικογραφίας άσκηση ανακοπής κατά της εν λόγω διαταγής πληρωμής, όπως άλλωστε εκτίθεται στην ένδικη αγωγή, συναγομένης, ως προς τούτο, σιωπηρής ομολογίας των εναγομένων, κατ’ αρθρ. 261 εδ.β΄ ΚΠολΔ), ετράπη αυτοδικαίως σε αναγκαστική, όπως ανωτέρω αναλυτικότερα εκτίθεται (αρθρ. 722 συδ. 632 ΚΠολΔ, ορ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ο.π., υπό αρθρ. 722, αριθμ.1). Υπόχρεες προς καταβολή των εξόδων αυτών, είναι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 ΚΠολΔ, οι εναγόμενες, καθ’ ων η εκτέλεση (συντηρητική και, ακολούθως, αναγκαστική), ενόψει του ότι η εκτελεστική διαδικασία βασίστηκε σε έγκυρες πράξεις. Περαιτέρω, το γεγονός της μη ολοκλήρωσης της  διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση της ανωτέρω επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση που ετράπη σε αναγκαστική, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα της ενάγουσας, αλλά στη μερική ικανοποίηση της δανείστριας ενάγουσας, από τις εναγόμενες οφειλέτριες και  ακολούθως στην αντικατάσταση της συντηρητικής κατάσχεσης με την καταβολή εγγυοδοσίας ουδόλως επηρεάζει το δικαίωμα της ενάγουσας να αναζητήσει τα έξοδα εκτέλεσης στα οποία υποβλήθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 ΚΠολΔ, τα οποία βαρύνουν τις οφειλέτιδες εταιρείες ενόψει του ότι, σύμφωνα με τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με τα έξοδα αυτά βαρύνεται ο καθ’ ου η εκτέλεση, υπό την προϋπόθεση μεν ότι έχει χωρήσει έγκυρη διαδικασία εκτέλεσης, ακόμη όμως και αν η εκτέλεση δεν ολοκληρώθηκε με πλειστηριασμό ή εγκαταλείφθηκε λόγω επιγενόμενης ικανοποίησης του δανειστή, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενες εν προκειμένω (πρβλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ο.π., υπό αρθρ. 975, αριθμ.6). Εξάλλου, ακόμη και μετά την κατά τα προαναφερθέντα δημόσια κατάθεση υπέρ της ενάγουσας του υπολοίπου της απαίτησης αυτής κατά των εναγομένων, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ολοσχερή εξόφληση του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση επί του πλοίου, καθόσον αυτό διαλαμβάνει την απαίτηση και τα έξοδα εκτέλεσης (αρθρ. 951 ΚΠολΔ), ενόψει και του ότι,  η μερική μόνο απόσβεση της επίδικης απαιτήσεως, οποτεδήποτε και αν έγινε, δεν συνεπάγεται την ακύρωση των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, γιατί το εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να ισχυροποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση, εφόσον ο ανακόπτων οφειλέτης δεν προσφέρεται στην εκπλήρωση του εκτελουμένου τίτλου κατά το ποσό που αυτός είναι έγκυρος, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων, το δε ζήτημα του ύψους της απαιτήσεως, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, εξετάζεται κατά την κατάταξη (πρβλ. ΑΠ 675/2001, ΕλΔνη 42, σ.1575, ΕφΔυτΜακ 27/2013, Αρμ. 2014, σ.642, ΕφΑθ 715/2000, ΑρχΝ 2001, σ. 235, ΕφΑθ 2535/1998, ΕλΔνη 40, σ.385, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ο.π., υπό αρθρ. 924, αριθμ.8). Σημειώνεται, άλλωστε, ότι, παρά την επικαλούμενη από τις εναγόμενες δημόσια κατάθεση του υπολοίπου της ένδικης απαίτησης, δεν προσέβαλαν τις προαναφερόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης με ανακοπή, κατ’ αρθρ. 933 συνδ. 934 παρ.1 β ΚΠολΔ, όπως άλλωστε δικαιούντο (πρβλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ο.π., υπό αρθρ. 933, αριθμ.28, 33, 34, 39), με συνέπεια την εγκυρότητα αυτών, μέχρι την ακύρωσή τους, σύμφωνα με τη γενική αρχή που διέπει το δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης, σύμφωνα με την οποίαν καθίσταται αναγκαία η προσβολή των άκυρων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, οι οποίες παράγουν τις συνέπειές τους μέχρι να απαγγελθεί με δικαστική απόφαση η ακυρότητά τους, οπότε και επέρχεται αναδρομική άρση των αποτελεσμάτων τους (ΑΠ 1905/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), ενώ ισχυροποιούνται αν δεν προσβληθούν με εμπρόθεσμη ανακοπή (πρβλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ο.π., υπό αρθρ. 933, αριθμ.6, 8). Επιπρόσθετα, τα προαναφερόμενα έξοδα, κατά το χρόνο διενέργειάς τους, αφορούσαν την εκτέλεση καθεαυτή και την όλη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, από την αρχή μέχρι το πέρας της και δεν αφορούσαν στο αποκλειστικό συμφέρον της επισπεύδουσας, ούτε στη δικαστική επιδίωξη της απαίτησής της, ενόψει και των εν γένει καθηκόντων των φυλάκων, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 2 του π.δ. 280/2000 [α) λαμβάνουν κάθε πρόσφορο και ενδεδειγμένο μέτρο για την αποφυγή κλοπών, βλαβών ή φθορών, για την αποφυγή απόκρυψης ή λάθρα απόπλου του πλοίου, καθώς και την πλήρη και διαρκή ενημέρωση των επισπευδόντων δανειστών και των Λιμενικών Αρχών για κάθε θέμα που αφορά τη διατήρηση της αξίας και της κατάστασης του πλοίου, β) ελέγχουν προσεκτικά όλους τους χώρους του πλοίου και ειδοποιούν τη Λιμενική Αρχή για οποιαδήποτε μεταβολή που θα παρατηρήσουν στην κατάστασή τους…], η φύση και ο χαρακτήρας των οποίων κατατείνουν στη διατήρηση της αξίας του πλοίου, ενέργεια που αφορά στο συμφέρον όλων των δανειστών. Εξάλλου, η μη ολοκλήρωση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και, συνακόλουθα, η διενέργεια των επίδικων εξόδων εκτέλεσης, ουδόλως δύναται να αποδοθεί σε υπαιτιότητα της επισπεύδουσας – ενάγουσας, όπως δύναται τα συναχθεί από τα ακόλουθα : α) Η ενάγουσα δεν εγκατέλειψε τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. β) Η υπ’ αριθμ. 54/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε η συντηρητική κατάσχεση επί του πλοίου, ήταν σε ισχύ καθ’ όλο το διάστημα διενέργειας των επίδικων εξόδων φυλάκων από μέρους της ενάγουσας. γ) Οι εναγόμενες – καθ’ων δεν προσέβαλαν την υπ’ αριθμ. 473/2015 Διαταγή πληρωμή και τις πράξεις  αναγκαστικής εκτέλεσης που την ακολούθησαν με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής (632 ΚΠολΔ) ή, ακολούθως, κατά της εκτέλεσης (933 ΚΠολΔ). δ) Η ενάγουσα, κατά την άσκηση των δικαιωμάτων της στα πλαίσια της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, μετά τη μεθόρμιση του πλοίου και την τοποθέτηση επ’ αυτού φυλάκων παροπλισμού ενημέρωσε, κατά τα άνω αναλυτικά εκτεθέντα, τις εναγόμενες και το Λιμεναρχείο Ελευσίνας περί της ανάγκης απομάκρυνσης από το πλοίο των φυλάκων που είχε ορίσει αυτή, ως επισπεύδουσα, σύμφωνα με το π.δ. 280/2000, πλην όμως έλαβε αυτή, τη σαφή απάντηση από την πλοιοκτήτρια πρώτη εναγόμενη, ότι δε συναινεί στη διάθεση του διορισμένου από μέρους της φύλακα παροπλισμού για την εκτέλεση και των καθηκόντων που εμπίπτουν στη σφαίρα ευθύνης του π.δ. 280/2000, αναφορά από την οποίαν δύναται, επιπρόσθετα, να συναχθεί ότι και οι ίδιες οι εναγόμενες υπελάμβαναν ως δεδομένο ότι θα υπήρχαν φύλακες επί του πλοίου, σύμφωνα με το π.δ 280/2000, για όσο διάστημα θα διατηρούνταν τα αποτελέσματα της με αριθμό 54/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά (βλ. αναφορά στην 2η σελίδα, τελευταία παράγραφο, της από 9.6.2015 επιστολής του πληρεξουσίου δικηγόρου της πρώτης εναγομένης, απευθυνόμενης προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τις εναγόμενες, υπ’ αριθμ. σχετ.13), πλην όμως δεν ήταν διατεθειμένες να αναλάβουν, μέσω των από αυτές ορισθέντων φυλάκων παροπλισμού, τις δαπάνες φύλαξης οι οποίες θα απέρρεαν από το π.δ. 280/2000.  Ούτε, άλλωστε, μπορεί να συναχθεί ότι τα έξοδα αυτά έγιναν από υπερβολική πρόνοια από μέρους της ενάγουσας, καθόσον η τοποθέτηση φυλάκων επί του συντηρητικώς κατασχεμένου πλοίου είναι επιβεβλημένη από το νόμο, κατά τους ορισμούς του π.δ. 280/2000, υπό τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα. Όπως, άλλωστε, ευχερώς αποδείχθηκε τόσο από την κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης, Αικατερίνης Φραγκούλη, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου (ορ. σελ.5-6 πρακτικών), όσο και από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα την ενάγουσα, με την από 14.10.2016 προσθήκη της, προς αντίκρουση των ισχυρισμών των εναγόμενων, ιδίως, δε α) την από 1.4.2015 προσφορά της εταιρείας PANAGIOTA S. SOFIOY SHIPPING AGENCY, απευθυνόμενη προς την ενάγουσα, σύμφωνα με την οποίαν το κόστος φύλαξης του πλοίου θα ανήρχετο σε 10.000 Ευρώ μηνιαίως μη συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ και την από … προσφορά της εταιρείας Z Security Υπηρεσίες Φύλαξης & Ιδιωτικής Προστασίας, σύμφωνα με την οποίαν το μηνιαίο κόστος εικοσιτετράωρης φύλαξης του πλοίου θα ανήρχετο σε ποσό 9.000 Ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ και β) τον από 1.1.2015 τιμοκατάλογο του λεμβούχου Μαρούγκα Παναγιώτη, σύμφωνα με τον οποίον τα καθημερινά έξοδα μεταφοράς των φυλάκων από και προς το πλοίο,  ανέρχονται σε 60 Ευρώ για τις ημερήσιες βάρδιες (07.00 – 17.00) και 90 Ευρώ για τη νυχτερινή βάρδια (17.00 – 07.00), η ανωτέρω συμφωνηθείσα από την ενάγουσα αμοιβή με την εταιρεία φύλαξης δεν εκφεύγει των ορίων της συνηθισμένης αμοιβής που καταβάλλεται από άλλους εργοδότες, για όμοιες εργασίες στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Περαιτέρω, αναφορικά με τον επικουρικά εισφερόμενο ισχυρισμό των εναγομένων, περί καταχρηστικής άσκησης, ως αντικείμενης στο άρθρο 281 ΑΚ, συμπεριφοράς της ενάγουσας, για το λόγο ότι, αντί αυτή να αξιώσει την εξόφληση του υπολοίπου της απαίτησής της (περίπου 14.000 Ευρώ αρχικά, από τα οποία η ενάγουσα εισέπραξε το 50% λίγο πριν τον κατάπλου του πλοίου στον Πειραιά), επιτρέποντας το πλοίο να παροπλιστεί, έκανε ό,τι δυνατό για να τον αποτρέψει και διόρισε φύλακες επί του πλοίου με μηνιαίο κόστος κατά πολύ υψηλότερο από την απαίτησή της και, ακολούθως, μετά την εξόφληση της απαίτησης, δεν συναίνεσε στην άρση της κατάσχεσης, αλλά άσκησε την υπό κρίση αγωγή, αξιώνοντας ποσό κατά πολύ μεγαλύτερο από την αρχική της απαίτηση, λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Κατά το άρθρο 281 ΑΚ “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.” Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητος στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 6/2016, πρβλ. Ολ ΑΠ 16/2006, 17/1995, 62/1990, ΑΠ 1871/2014, 1504/2013, 1623/2012, 91/2011, 1130/2011, 1521/2009, 279/2008, 298/2008). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, ο κρινόμενος ισχυρισμός των εναγομένων τυγχάνει ορισμένος και νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ωστόσο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος από ουσιαστική άποψη, καθόσον, από τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ουδόλως δύναται να συναχθεί ότι η συμπεριφορά της ενάγουσας υπερέβη προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του επίδικου δικαιώματός της, ούτε είχε δημιουργηθεί στις εναγόμενες από τη συμπεριφορά της ευλόγως, η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται αυτή να ασκήσει το δικαίωμά της, ενόψει της, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, υποχρέωσης της ενάγουσας, ως επιβάλλουσας το μέτρα της απαγόρευσης απόπλου και της συντηρητικής κατάσχεσης, προς τοποθέτηση φυλάκων επί του πλοίου (π.δ. 280/2000), της συνακόλουθα εκτενούς ανταλλαγής αλληλογραφίας σχετικά με το ζήτημα της εξακολούθησης τοποθέτησης φυλάκων επί του συντηρητικώς κατασχεθέντος πλοίου, μετά τον τη μεθόρμιση και τον παροπλισμό του και της αρνητικής απάντησης των εναγομένων σχετικά με την απομάκρυνση των φυλάκων και την καθ’ ολοκληρίαν φύλαξη του πλοίου από τους φύλακες παροπλισμού αυτού, αλλά και των δυνατοτήτων των εναγομένων, να ζητήσουν την ανάκληση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων δυνάμει της οποίας επεβλήθη συντηρητική κατάσχεση, να ζητήσουν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και των πράξεων εκτέλεσης αυτής, αλλά και να αντικαταστήσουν την επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση με εγγυοδοσία ύψους 18.000 Ευρώ, οπότε θα έπαυε η υποχρέωση φύλαξης του πλοίου από την αιτούσα, όπως άλλωστε ευχερώς έπραξαν αυτοί, πολύ αργότερα, στις 26.9.2016, ενόψει της πώλησης του πλοίου σε νέο πλοιοκτήτη. Επισημαίνεται, στο σημείο τούτο, ότι αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου περί των ανωτέρω, δε δύναται να συναχθεί από το γεγονός ότι η ενάγουσα άσκησε α) ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, την από 29.5.2015 αίτησή της, με την οποίαν ζητούσε τη συντηρητική κατάσχεση του Πλοίου προς εξασφάλιση της ικανοποίησης της απαίτησής της, της προερχόμενης από τα έξοδα φύλαξης του πλοίου κατ’ αρθρ. 280/2000, από το δικόγραφο της οποίας ακολούθως παραιτήθηκε και β) ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, την από … αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, για την ίδια αιτία, αλλά μεγαλύτερη απαίτηση, ζητώντας τη συντηρητική κατάσχεση του πλοίου μέχρι του ποσού των 350.000 Ευρώ, καθόσον οι ενέργειες αυτές δεν αναιρούν την ένδικη αξίωση της ενάγουσας και την αντίστοιχη υποχρέωση των εναγομένων, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Σε συνέχεια των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη από ουσιαστική άποψη, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εκατόν ογδόντα επτά χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα ενός Ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών του Ευρώ (187.831,97 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο ως ακολούθως : Α) Ποσό 23.248,56 Ευρώ, που αφορά δαπάνες φύλαξης μέχρι την άσκηση της αγωγής, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και Β) Ποσό 164.483,41 Ευρώ, που αφορά δαπάνες φύλαξης μετά την άσκηση και μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, από το χρόνο υπερημερίας των εναγομένων – οφειλετών (ΑΠ 116/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), ήτοι : 1) Ποσού 7.318,41 Ευρώ, από 8.7.2015 απόδειξη μεταφοράς προς τρίτους της Τράπεζας Πειραιώς). 2) Ποσό 10.455 Ευρώ 4.8.2015. 3) Ποσό 10.455 Ευρώ, από 22.8.2015. 4) Ποσό 10.455 Ευρώ, από 1.10.2015. 5) Ποσό 10.455 Ευρώ, από 3.11.2015. 6) Ποσό 10.455 Ευρώ, από 8.12.2015. 7) Ποσό 10.455 Ευρώ, από 25.12.2015. 8) Ποσό 10.455 Ευρώ, από 30.1.2016. 9) Ποσό 10.455 Ευρώ, από 3.3.2016. 10) Ποσό 10.455 Ευρώ, από 7.4.2016. 11) Ποσό 10.455 Ευρώ, από 5.5.2016. 12) Ποσό 10.455 Ευρώ, από 2.6.2016. 13) Ποσό 10.540 Ευρώ, από 7.7.2016. 14) Ποσό 10.540 Ευρώ, από 2.8.2016. 15) Ποσό 10.540 Ευρώ, από 2.9.2016.16) Ποσό 10.540 Ευρώ, από 4.10.2016, μέχρι την εξόφληση των ποσών αυτών. Εξάλλου, δε συντρέχει εν προκειμένω, περίπτωση κήρυξης της παρούσας απόφασης προσωρινά εκτελεστής, καθόσον δεν προέκυψαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, ούτε η επιβράδυνση της εκτέλεσης της παρούσας απόφασης θα επιφέρει σημαντική οικονομική ζημία στην ενάγουσα. Εξάλλου, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, βαρύνουν τις εναγόμενες, λόγω της εν μέρει ήττας τους στην παρούσα δίκη, τα οποία, σύμφωνα με τους προσκομισθέντες από τους ενάγοντες συνημμένους ειδικούς καταλόγους δικαστικών εξόδων (αρθρ. 178, 190, 191 ΚΠολΔ), που παραδεκτά επισυνάπτονται στη δικογραφία κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής (διαλαμβάνονται στις εμπροθέσμως κατατεθείσες από την ενάγουσα προτάσεις) και επί των οποίων δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις οι εναγόμενες, συναγομένης ως προς αυτά σιωπηρής ομολογίας αυτής (αρθρ. 261 ΚΠολΔ), ανέρχονται στα κάτωθι ποσά (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 190, 191 ΚΠολΔ, ΕφΑθ 4958/2004, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), ήτοι : α) Για καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, 3.229,04 Ευρώ, β) για έξοδα επίδοσης (θυροκόλλησης), το ποσό των 148,64 Ευρώ, γ) για αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας, το συνολικό ποσό των 2.349,30 Ευρώ (εκδοθέντων προς τούτο των με αριθμούς 139/…, 157/10.11.2015 και 168/29.1.2016 τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, ποσών 1.245,99 Ευρώ, 696,18 Ευρώ και 407,13 Ευρώ, αντίστοιχα), ήτοι συνολικά ποσό 5.726,98 Ευρώ.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ’ αντιμολία των διαδίκων.

Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση αγωγή.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εκατόν ογδόντα επτά χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα ενός Ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών του Ευρώ (187.831,97 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο υπό τα αναλυτικά ανωτέρω, στο σκεπτικό της παρούσας, αναφερόμενα.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων είκοσι έξι Ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών του Ευρώ (5.726,98 Ευρώ).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 28.2.2017 και δημοσιεύθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 14.3.2017, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων.

            Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ