Σ.Ε.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 1659/2017
…
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία – Ναυτικό)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Κρυσταλλία Κριμιζά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που έχει την έδρα της στα νησιά … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ευθυμίου Γώγη, Σοφίας Πολλάλη και Παναγιώτη Γεωργόπουλου.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «…, που φέρεται να έχει την έδρα της στη …, πραγματικά όμως και ουσιαστικά στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…» που έχει την έδρα της στη … και έχει εγκαταστήσει νόμιμα γραφείο στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) Αλληλασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που έχει την κεντρική της έδρα στο Η. Β. και έχει εγκαταστήσει γραφείο στον Πειραιά, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Πάρι Καραμήτσιο.
Η ενάγουσα, ζήτησε να γίνει δεκτή η από 29-12-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε μετά από αναβολή για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 παρ. 1 και 297 του ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς τη συναίνεση του εναγομένου, πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, η παραίτηση δε αυτή έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε και μπορεί να γίνει είτε με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, είτε με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου, ο οποίος δεν μπορεί να αντιταχθεί στην παραίτηση, εφόσον γίνεται πριν από την προφορική συζήτηση της αγωγής (ΑΠ 812/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ). Ως δικόγραφο νοείται κάθε έγγραφο, το οποίο συντάσσεται από το διάδικο ή το δικαστικό πληρεξούσιο του, για την πιστοποίηση των διαδικαστικών πράξεων που ενεργούν και το οποίο (έγγραφο) κατ’ άρθρο 118 ΚΠολΔ είτε υποβάλλεται στο δικαστήριο είτε επιδίδεται από τον ένα διάδικο στον άλλο. Η νομίμως γενομένη παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής επιφέρει λήξη της εκκρεμοδικίας, δηλαδή ανατροπή αναδρομικώς αυτής, χωρίς τον κίνδυνο αντιφατικών αποφάσεων. Η αναδρομική άρση των συνεπειών της εκκρεμοδικίας είναι αποτέλεσμα του από τη διάταξη του άρθρου 295 παρ. 1 ΚΠολΔ καθιερούμενου πλάσματος ότι με την παραίτηση η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε (ΑΠ 992/1986 ΝοΒ 35.1226, ΑΠ 683/1988 ΕλλΔνη 30.760, Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ, υπό άρθρο 295 αρ. 3) (ΕφΠειρ 656/2009 δημ. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με το από 21-10-2016 δικόγραφο παραίτησης από το δικόγραφο της αγωγής, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … και επιδόθηκε στην τρίτη των εναγομένων στις 21-10-2016, ήτοι πριν από την προφορική συζήτηση της υπό κρίσιν αγωγής, έτσι όπως αυτό προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, η ενάγουσα νομίμως δήλωσε την παραίτηση της από το δικόγραφο της υπό κρίσιν αγωγής ως προς την τρίτη των εναγομένων, ως προς την οποία, η υπό κρίσιν αγωγή θεωρείται, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στην ως άνω μείζονα πρόταση, ως μη ασκηθείσα.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Με τη διάταξη αυτή καθορίζονται ως απαραίτητα στοιχεία για το δικόγραφο της αγωγής : η ιστορική βάση της αγωγής, η θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, η δήλωση του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της αγωγής, η ακριβής περιγραφή του επιδίκου αντικειμένου κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, καθώς και τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, πρέπει το δικόγραφο της αγωγής να αναφέρει απαραίτητα τον τρόπο γένεσης του επιδίκου δικαιώματος, δηλαδή να αναφέρει ο ενάγων όλα τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία μπορούν με κάθε νομική υπαγωγή να παραγάγουν το επίδικο δικαίωμα του, καθώς και τα στοιχεία που δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, αφού ο ενάγων φέρει το βάρος για την επίκληση μόνο της ιστορικής αιτίας, την δε κατάλληλη νομική αιτία την αναζητεί ο δικαστής αυτεπαγγέλτως. Εάν το δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχει ιστορική βάση ή περιέχει ανεπαρκή πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν καλύπτουν όλες τις κατά νόμο προϋποθέσεις για τη γένεση του επιδίκου δικαιώματος, τότε το δικόγραφο πάσχει από αοριστία κατά τρόπο μη δεκτικό θεραπείας (πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σελ. 78). Η αοριστία αυτή του δικογράφου της αγωγής, δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, αλλά ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η αοριστία της αγωγής επάγεται απαράδεκτο αυτής, με συνέπεια την απόρριψη της, επειδή δε η απόρριψη γίνεται για λόγους τυπικούς, συγχωρείται η εκ νέου άσκηση αυτής, χωρίς βεβαίως την υπάρχουσα αοριστία (Κ. Μπέη, Τα κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία του δικογράφου της αγωγής, Δ3.356, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, 467/2000 ΕλλΔνη 41.1571 και Δ23.1065, 915/1980 ΝοΒ 29.296, ΕφΑΘ 137/1988 ΕλλΔνη 30.629). Εξάλλου, η αγωγή ως επιθετική πράξη πρέπει να περιέχει πλήρη τα στοιχεία του λογικού συλλογισμού του οποίου την ελάσσονα πρόταση αποτελεί η ιστορική βάση, τη μείζονα ο νόμιμος λόγος και το συμπέρασμα η αίτηση. Επειδή ο δικαστής οφείλει να γνωρίζει και να εφαρμόζει αυτεπάγγελτα το νόμο, δεν χρειάζεται μνεία του νόμιμου λόγου ευθύνης. Είναι όμως απαραίτητο να τίθενται υπ’ όψιν του, με σαφή και ορισμένο τρόπο, τα γεγονότα που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, το δικαίωμα για το οποίο ζητείται η έννομη προστασία. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού που υιοθετεί ο ΚΠολΔ, για το ορισμένο της αγωγής δεν αρκεί μόνο η μνεία των στοιχείων εκείνων που προσδιορίζουν ατομικά τη δικαιολογική σχέση, στην οποία στηρίζεται η αγωγή, αλλά απαιτείται επί πλέον η ειδική μνεία των συγκεκριμένων παραγωγικών γεγονότων της, δηλαδή εκείνων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την εκ μέρους του ενάγοντος κατά του εναγομένου άσκηση της. Εξάλλου η, εξ απόψεως ιστορικής βάσεως, πληρότητα της αγωγής περιλαμβάνει και τα περιστατικά που δικαιολογούν και θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση. Αν όμως τα θεμελιωτικά της νομιμοποιήσεως περιστατικά δεν ταυτίζονται με εκείνα που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής, απαιτείται η παράθεση στην αγωγή και των γεγονότων αυτών. Διαφορετικά αυτή καθίσταται αόριστη ως προς τη νομιμοποίηση των διαδίκων. Έτσι, αν το δικόγραφο της αγωγής είναι ελλιπές ως προς τα στοιχεία της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως, η αγωγή είναι αόριστη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΕφΑΘ 7138/2033, δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΚΙΝΔ προκύπτει, ότι ο Κώδικας διακρίνει τρία πρόσωπα, των οποίων το ενδιαφέρον αναφέρεται στο πλοίο και ειδικότερα στο πλοίο, που ενεργεί ναυτιλιακές «επί κέρδει» εργασίες: 1) τον κύριο του πλοίου, που απλώς έχει την κυριότητα, χωρίς συγχρόνως και να εκμεταλλεύεται το πλοίο, 2) τον πλοιοκτήτη, στο πρόσωπο του οποίου συμπίπτουν κυριότητα και εκμετάλλευση του πλοίου και 3) τον εφοπλιστή, δηλαδή εκείνον, που εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του πλοίο, που ανήκει σε άλλον (ΑΠ 48/88, 591/88, 1058/87). Ως εκμετάλλευση, η οποία πάντως δεν ταυτίζεται με την διαχείριση του πλοίου, νοείται η επί σκοπώ κέρδους διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών, ως η μεταφορά πραγμάτων, μεταφορά προσώπων, αλιεία, ρυμούλκηση κλπ., ενώ στοιχεία αυτής (εκμεταλλεύσεως) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου υπό του εφοπλιστού (ΕφΠειρ 82/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, χαρακτηρίζεται εφοπλιστής εκείνος που: α) χρησιμοποιεί πλοίο, του οποίου η κυριότητα ανήκει σε άλλον, άσχετα από τη σχέση (εμπράγματη, ενοχική, απλή πραγματική κατάσταση), στην οποία στηρίζεται η χρησιμοποίηση του πλοίου, β) χρησιμοποιεί το (ξένης ιδιοκτησίας) πλοίο με αποκλειστικό σκοπό την εκμετάλλευση του, δηλαδή την ενέργεια ναυτιλιακών κερδοσκοπικών εργασιών και γενικά την άσκηση ναυτιλιακής επιχείρησης, γ) την εκμετάλλευση του πλοίου ασκεί για δικό του λογαριασμό και δ) έχει τη ναυτική διεύθυνση του πλοίου, βάσει της οποίας έχει την εξουσία να διορίζει, κατά κανόνα, τον πλοίαρχο, για τις δικαιοπραξίες του οποίου και ευθύνεται (βλπ. Ρόκα Ναυτ. Δικ. 1975 παρ. 41 σελ. 153 επ.) (ΕφΑΘ 2620/1993 δημ. ΝΟΜΟΣ). Συνολικά, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι μετά την εισαγωγή του, γίνεται διάκριση των εννοιών της πλοιοκτησίας, κυριότητας πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία διαχωρίζονται να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός, όχι δε συγχρόνως πλοιοκτησία και εφοπλισμός. Ο ΚΙΝΔ διακρίνει μεταξύ κυριότητος και εκμεταλλεύσεως του πλοίου (άρθρα 105, 106) οι οποίες δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκην εις το αυτό πρόσωπον. Έτσι, κύριος του πλοίου είναι ο μη εκμεταλλευόμενος τούτο ιδιοκτήτης, ενώ εφοπλιστής είναι ο εκμεταλλευόμενος δι’ ίδιον λογαριασμόν (δι’ εαυτόν) πλοίο ανήκον κατά κυριότητα εις έτερον. Ο πλοιοκτήτης με την ανωτέρω έννοια ενέχεται από τις δικαιοπραξίες που επιχείρησε ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, την ίδια δε ακριβώς ευθύνη έχει και ο εφοπλιστής, αλλά όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά νόμο δυνατή η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη των (ΑΠ 991/1991 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 2987/2000 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίσιν αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα εκθέτει ότι τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Παναμά δεξαμενόπλοιου «…». Ότι η πρώτη των εναγομένων τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό σημαία …ς δεξαμενόπλοιου «…». Ότι η δεύτερη των εναγομένων τυγχάνει διαχειρίστρια του ως άνω πλοίου («…»), λαμβάνουσα ωστόσο όλες τις αποφάσεις που αφορούν την εκμετάλλευση επάνδρωση και διοίκηση του. Ότι στις 4-2-2014, στο λιμάνι Κάλαμπαρ της Νιγηρίας, από αμέλεια – έτσι όπως τα πραγματικά περιστατικά που τη συνιστούν αναφέρονται ειδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής – την οποία επέδειξαν ο πλοίαρχος και το πλήρωμα του ως άνω πλοίου («…»), προστηθέντες αμφοτέρων των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, το τελευταίο («…») συγκρούστηκε με το πλαγιοδετημένο στην προβλήτα του ως άνω λιμένος πλοίου («…») της πλοιοκτησίας της (ενάγουσας), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα εκθέτει ότι από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά αμφοτέρων των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων εις βάρος της, υπέστη τόσο περιουσιακή και δη θετική και αποθετική (διαφυγόντα κέρδη) ζημία ανερχόμενη στο ποσό των 891.664 δολ. ΗΠΑ, 14.759.560,31 Νάιρα Νιγηρίας και 20.313,36 ευρώ, έτσι όπως τα ποσά αυτά ειδικότερα αναλύονται – ως προς τα επιμέρους κονδύλια από τα οποία αποτελούνται -στο δικόγραφο της αγωγής, καθώς και ηθική βλάβη, προς χρηματική ικανοποίηση της οποίας απαιτείται το εύλογο ποσό των 80.000 ευρώ, ζητά δε, να υποχρεωθούν οι πρώτη και δεύτερη των εναγομένου, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το ισάξιο σε ευρώ των 891.664 δολ. ΗΠΑ και 14.759,560,31 Νάιρα Νιγηρίας κατά την ισοτιμία που ίσχυε κατά το χρόνο επέλευσης του επίδικου συμβάντος (4-2-2014), το οποίο υπολογίζει σε 659.831,36 ευρώ και 66.418,02 ευρώ αντίστοιχα καθώς και το ποσό των 100.313,36 ευρώ ήτοι να του καταβάλουν συνολικά το ποσό των 826.562,74 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη του επίδικου συμβάντος (5-2-2014) άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω δε, ζητά να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αυτό το αίτημα, η υπό κρίσιν αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 18, 25 παρ. 2, 37 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. ιστ’ Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, άρθρα 4 παρ. 1, 26 παρ. 1, 63 παρ. 1 Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ο οποίος από τις 10 Ιανουαρίου 2015 (άρθρο 81), αντικατέστησε στις σχέσεις των κρατών μελών τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22-12-2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις γνωστό ως «Κανονισμός Βρυξέλλες Ι». Περαιτέρω, ενόψει του ότι στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται προς επίλυση και διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Η. Κρίσπη ΙΔΔ Γεν. Μέρος παρ. 2, ΠΠΠειρ 1569/1992 ΕΝΔ 21.84, ΠΠΠειρ 1087/1984 ΕΝΔ 15.310), τίθεται θέμα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου που διέπει την ως άνω ένδικη διαφορά και το οποίο, εν προκειμένω και όσον αφορά στη μοναδική βάση της αγωγής, στηριζόμενη στη φερόμενη ως αδικοπρακτική ευθύνη των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο δεδομένου ότι τις διατάξεις αυτού επικαλείται η ενάγουσα και δεν αντιλέγουν οι πρώτη και δεύτερη των εναγομένων, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (άρθρο 14 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II)» σε συνδ. με άρθρο 25 εδ. α’ Α.Κ., βλ. σχ. ΕφΠειρ 18/1998, ΕΕμπΔ 1998.836, ΕφΠειρ 128/1994 ΕΝΔ 22.457, Δ. Ευρυγένη, Αρμ. 24, 1057 επ., ιδ. 1066).
Ωστόσο, με το ως άνω ιστορικό, το δικόγραφο της υπό κρίσιν αγωγής τυγχάνει αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη τόσο η προσήκουσα άμυνα των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων όσο και η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ως προς τη νομική βασιμότητα της υπό κρίσιν αγωγής δεδομένου ότι μολονότι στην πρώτη των εναγομένων αποδίδεται η ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του πλοίου «…», προστήσασας τον πλοίαρχο και το πλήρωμα αυτού, στην δεύτερη των εναγομένων, λαμβάνουσα – σύμφωνα με το δικόγραφο της αγωγής – όλες τις αποφάσεις που αφορούν την εκμετάλλευση, επάνδρωση και διοίκηση του ιδίου ως άνω πλοίου και – ομοίως – προστήσασα τον πλοίαρχο και το πλήρωμα αυτού ήτοι έχουσα τη ναυτική διεύθυνση του πλοίου και την εν γένει εκμετάλλευση του, η οποία, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, δεν δύναται να ταυτιστεί με την διαχείριση του πλοίου, αποδίδεται – σύμφωνα με το δικόγραφο της αγωγής – η ιδιότητα της διαχειρίστριας, ουσιαστικά, ωστόσο, της εφοπλίστριας αυτού, ιδιότητες (πλοιοκτήτρια και εφοπλίστρια), οι οποίες, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας περί διακρίσεως κυρίου, πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και περί μη επιτρεπόμενης παράλληλης ευθύνης πλοιοκτήτη και εφοπλιστή, είναι αυτονόητο ότι δεν δύναται να συνυπάρχουν επί του ιδίου πλοίου, η αντιφατικότητα δε αυτή ως προς τις ιδιότητες με τις οποίες φέρονται να συνδέονται οι πρώτη (ήτοι ως πλοιοκτήτρια ή κυρία του πλοίου) και δεύτερη των εναγομένων (ήτοι ως διαχειρίστρια ή εφοπλίστρια) με το ως άνω πλοίο και η προκληθείσα εξ αυτής σύγχυση ως προς την θεμελίωση της παθητικής νομιμοποίησης των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, συνεπάγεται την αοριστία της υπό κρίσιν αγωγής ως προς τη νομιμοποίηση των τελευταίων.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, θα πρέπει, γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, ο οποίος δικονομικά λειτουργεί όχι ως ένσταση, αλλά ως αιτιολογημένη άρνηση διαδικαστικής προϋπόθεσης (βλ. ΑΠ 577/1999 ΕλΔνη 41.43), να απορριφθεί η υπό κρίσιν αγωγή στο σύνολο της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και η ενάγουσα να καταδικαστεί λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ) στο σύνολο των δικαστικών εξόδων των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, κατ’ αποδοχήν σχετικού νομίμου (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) αιτήματος των τελευταίων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί ως μη ασκηθείσα την αγωγή ως προς την τρίτη των εναγομένων.
Δικάζει αντιμολία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Καταδικάζει την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δεκατριών χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (13.600€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις
και δημοσιεύθηκε στις 7-4-2017, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ