ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1726 /2017
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6-12-2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Λ. Κ., νομίμως εκπροσωπούμενης, 2) Δ. Α. του Α., κατοίκου Π….., και 3) Α. Α. του Δ…., κατοίκου ομοίως, οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους, Μαργαρίτας Συνοδινού.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Αικατερίνης Αθανασίου.
Οι ανακόπτοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 18-10-2016 ανακοπή τους, η οποία κατατέθηκε με γενικό αριθ. κατάθ. … και με ειδικό αριθ. κατάθ. …, προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου.
KATA TH ΣYZHTHΣH της υπόθεσης, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η εκδιδόμενη κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 επ. του ΚΠολΔ διαταγή πληρωμής αποτελεί, σύμφωνα με τα άρθρα 631 και 904 παρ. 2 ε΄ του ίδιου ως άνω Κώδικα, εκτελεστό τίτλο. Όταν ενεργείται αναγκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής, ο καθ’ ου η εκτέλεση μπορεί να προβάλει τις αντιρρήσεις του κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης με την προβλεπόμενη από το άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπή. Οι αντιρρήσεις αυτές μπορεί να αφορούν και την τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου και συνεπώς και την ύπαρξη της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, εφόσον αυτή δεν έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου είτε με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών των άρθρων 632 παρ. 2 και 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, που τυχόν ασκήθηκε. Ωστόσο, οποιοσδήποτε λόγος και αν προβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, το αίτημά της είναι πάντοτε η ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, που προσβάλλεται με αυτήν. Με την ανωτέρω ανακοπή, έστω και αν περιέχει λόγο κατά της εγκυρότητας της διαταγής πληρωμής και της ανυπαρξίας ή της ελαττωματικότητας της απαίτησης, για την οποία αυτή έχει εκδοθεί, δεν μπορεί να ζητηθεί και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Η ακύρωση της τελευταίας μπορεί να ζητηθεί μόνο με την προβλεπόμενη από το άρθρο 632 παρ. 1 ή 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής κατά της εκτέλεσης του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, εφόσον με αυτή πλήττεται συγκεκριμένη πράξη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, και ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ώστε με την τελευταία να ζητείται και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει προθεσμία και για την άσκηση της τελευταίας, εάν υφίσταται αρμοδιότητα και για τις δύο ανακοπές και αν αυτές υπάγονται στην ίδια διαδικασία (ΑΠ 792/2015 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 337/2006 ΕλλΔνη 2007. 779, ΕφΑθ 547/2008 ΕλλΔνη 2008. 842, 3921/2007 ΕφΑΔ 2008. 832). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες, με την υπό κρίση ανακοπή τους, διώκουν, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, την ακύρωση της υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά «ως και κάθε πράξης εκτέλεσης», όπως επί λέξει αναφέρουν στο ως άνω δικόγραφο, με την οποία (διαταγή πληρωμής) υποχρεώθηκαν εκ της από 21-10-2011 συμβάσεως πίστωσης δι’ ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού και της εμπεριεχόμενης σ’ αυτήν συμβάσεως εγγύησης, που συνήψαν μεταξύ άλλων οι ίδιοι (ανακόπτοντες) με την καθ’ ης η ανακοπή ως πιστοδότρια, να καταβάλουν στην τελευταία, εις ολόκληρον έκαστος, ως πρωτοφειλέτρια η πρώτη εξ αυτών (ανακοπτόντων) και ως εγγυητές οι δύο άλλοι ανακόπτοντες, το ποσό των 297.500 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ως μέρος του καταλοίπου του οριστικώς κλεισθέντος ως άνω αλληλόχρεου λογαριασμού. Η ένδικη ανακοπή με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, βάλλουσα κατά τη δέουσα εκτίμησή της μόνο κατά του κύρους της υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, χωρίς να συμπροσβάλλονται με αυτήν ειδικώς και άλλες συγκεκριμένες και εξατομικευμένες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας (ούτε άλλωστε στο δικόγραφό της εκτίθεται ότι πράγματι επακολούθησαν τέτοιες πράξεις μετά την επίδοση της πληττομένης διαταγής πληρωμής), αξιολογείται ως ανακοπή ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 632 ΚΠολΔ και όχι σε αυτήν του άρθρου 933 του ίδιου Κώδικα, το ελάχιστο νόμιμο περιεχόμενο της οποίας προϋποθέτει προβολή ειδικού παραπόνου για την εξαφάνιση συγκεκριμένης πράξης εκτέλεσης, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη. Μετά ταύτα, και υπό το φως των ανωτέρω επισημάνσεων, η κρινόμενη ανακοπή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον παρόντος Δικαστηρίου [άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ {όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015)}, σε συνδυασμό με τα άρθρα 14 παρ. 2 και 18 του ιδίου ως άνω Κώδικα, και 51 του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς], διατασσόμενης της εκδίκασής της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 591 παρ. 6 ΚΠολΔ σε συνδ. με αυτές του άρθ. 632 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα (όπως αμφότερα τα άρθρα ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, παρά το ότι στην πράξη ορισμού δικασίμου, παρά πόδα της έκθεσης καταθέσεως, η ως άνω ανακοπή φέρεται ως εισαχθείσα κατά την τακτική διαδικασία, έχει δε ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατ’ άρθρο 632 παρ. 2 ΚΠολΔ {βλ. τα προσκομιζόμενα αντίγραφα της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, από τα οποία προκύπτει ότι ο χρόνος επιδόσεως αυτής στους ανακόπτοντες ήταν η 27η Σεπτεμβρίου 2016, καθώς επίσης και την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Β. Κ., περί κοινοποιήσεως της υπό κρίση ανακοπής στις 18-10-2016 στην δικηγόρο Αικατερίνη Αθανασίου, η οποία υπέγραψε την από 31-8-2016 αίτηση προς έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής (άρθ. 635 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015)}. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 585 και 632 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωµής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα κατά τα άρθρα 118-120 ΚΠολΔ απαιτούμενα στοιχεία, και τους λόγους αυτής, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, να καθορίζονται δηλαδή µε πληρότητα οι αιτιάσεις που αποδίδονται στη διαταγή πληρωµής, είτε ανάγονται στην έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση αυτής είτε αφορούν στην ουσιαστική αμφισβήτηση της απαίτησης, µε την προβολή ανατρεπτικών ή διακωλυτικών ή αποσβεστικών ισχυρισμών, ώστε να µπορεί ο δικαστής να κρίνει για το νόµιµο και βάσιµο αυτών και να καθίσταται δυνατή η άµυνα του καθ’ ου η ανακοπή. Η αοριστία των λόγων αυτών δεν µπορεί να συµπληρωθεί µε τις προτάσεις ούτε να αναπληρωθεί µε παραποµπή σε άλλα δικόγραφα, έστω και της αυτής δίκης (ΑΠ 925/2002 ΔΕΕ 2002. 1260, 309/1999 ΕλλΔνη 1999. 1318, ΕφΘεσ 2534/2003 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επί ανακοπής ειδικότερα κατά διαταγής πληρωµής που εκδόθηκε για απαίτηση καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασµού, η οποία αποδεικνύεται από έγγραφα, οι λόγοι αυτής που αναφέρονται στην απαίτηση πρέπει, για να είναι ορισµένοι, να περιέχουν ισχυρισµούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια πιστοχρεώσεως του λογαριασµού, µόνη δε η µε τους λόγους αυτούς γενική αµφισβήτηση της ορθότητάς του δεν αρκεί (ΕφΠειρ 638/2015 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΔωδ 2/1996 ΔΕΕ 1997. 725). Από τα άρθρα δε 623, 626 παρ. 2 και 3, 628, 630 και 631 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διαταγή πληρωµής, η οποία αποτελεί µόνον εκτελεστό τίτλο και δεν τυγχάνει δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη πλήρους αιτιολογικού, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να εµπεριέχει απλώς την αιτία της πληρωµής, ήτοι να προσδιορίζεται έστω και συνοπτικώς το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία απορρέει η απαίτηση, δίχως να δηµιουργείται αµφιβολία ως προς την αιτία της πληρωµής, και δεν απαιτείται να περιγράφονται τα πραγµατικά περιστατικά τα οποία συνιστούν την αιτία. Εποµένως, επί διαταγής πληρωµής που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου από σύμβαση αλληλόχρεου ή ανοικτού λογαριασµού συναφθείσα με τράπεζα, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικώς ότι το διατασσόµενο χρηµατικό ποσό τυγχάνει το χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος του οφειλέτη, δίχως να απαιτείται η πλήρης αναφορά της κίνησης των χρεωπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασµού εξυπηρέτησης της σύµβασης. Αντιστοίχως, με την αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρωµής αρκεί να αναφέρεται η σύµβαση µεταξύ των διαδίκων, η συµφωνία περί αναγωγής των βιβλίων της τράπεζας σε έγγραφο αποδείξεως της απαίτησης και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιµο ή η καταγγελία της σύµβασης και το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασµα κίνησης του λογαριασµού από την έναρξή του ή από την τελευταία αναγνώριση έως το οριστικό κλείσιµο, δίχως να είναι ανάγκη να εµπεριέχονται στο περιεχόµενο της αίτησης τα επιµέρους κονδύλια χρεωπιστώσεων του λογαριασµού κίνησης, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνηµµένο επί της αίτησης αντίγραφο ή απόσπασµα του λογαριασµού, ανεξαρτήτως του ότι ο αιτούµενος την έκδοση της διαταγής πληρωµής δύναται να επιδιώξει µέρος µόνον της χρηµατικής απαίτησης ή μέρος µόνον των τόκων, δίχως να απαιτείται αιτιολογία για αυτή την επιλογή (βλ. ΑΠ 370/2012 ΧρΙδΔ 2012. 609, 192/2005 ΕλλΔνη 2006. 460, 1432/1998 ΕλλΔνη 1999. 92, ΕφΑθ 1646/2006 ΕλλΔνη 48. 627). Ειδικότερα, από το συνδυασµό των ως άνω διατάξεων μ’ αυτές των άρθρων 444 παρ. 1 και 448 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωµής για το οριστικό κατάλοιπο του τηρηθέντος µεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του καθ’ ου η αίτηση πιστούχου, αλληλόχρεου λογαριασµού, αρκεί να αναφέρεται ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το «απόσπασµα» των εµπορικών βιβλίων της τράπεζας και ότι το «απόσπασµα» αυτό, στο οποίο εµφανίζεται όλη η κίνηση του λογαριασµού από την υπογραφή της σύµβασης πίστωσης µέχρι το κλείσιµό της, και το οποίο αποτελεί ιδιωτικό έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ, επισυνάπτεται στην αίτηση και αποδεικνύει, κατά τη συµφωνία των διαδίκων, την απαίτηση της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να διαταχθεί απόδειξη σε βάρος της (ΑΠ 667/1993 ΕλλΔνη 1994. 1290, ΕφΠατρ 784/1999 ΔΕΕ 2000. 633). Εξάλλου, η περιλαµβανόµενη στη σύµβαση παροχής πιστώσεως µε ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασµό ως άνω ειδική συµφωνία, ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιµο του λογαριασμού, θα αποδεικνύεται από το απόσπασµα των εµπορικών βιβλίων της τράπεζας είναι, ως δικονοµική σύµβαση, έγκυρη (ΑΠ 441/2007 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 638/2015 ό.π., 619/2009 ΔΕΕ 2011. 72). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα, καθόσον αυτή εκδόθηκε για απαίτηση μη βέβαιη και μη εκκαθαρισμένη, ενόψει του ότι δεν προκύπτει από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο το ποσόν και το ποιόν της οφειλόμενης παροχής και, ειδικότερα, από τα επισυναπτόμενα στην αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή για την έκδοση της διαταγής πληρωµής, αποσπάσματα των τηρούμενων μηχανογραφικώς εμπορικών βιβλίων της δεν προκύπτουν οι υπολογισμοί των τόκων ούτε οι ανατοκισμοί αυτών ούτε εάν παρανόμως στον ανατοκισμό έχει συμπεριληφθεί η εισφορά του Ν 128/75 ούτε ποια είναι τα στοιχεία συμβατικών επιτοκίων, περιθωρίων και επιτοκίων υπερημερίας ούτε οι επιμέρους επιβαρύνσεις ή οι τυχόν τροποποιήσεις των συμβατικών όρων, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η διαμόρφωση του τελικώς οφειλόμενου ποσού, τα δε ως άνω στοιχεία έχουν ζητηθεί, χωρίς ανταπόκριση από την καθ’ ης, με την από 8-9-2016 αίτηση παροχής στοιχείων διαφάνειας δανεισμού κατά τις διατάξεις των Ν. 2251/1994 και Ν. 2873/2000. Ο ανωτέρω λόγος, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι προβάλλεται ορισμένα και με σαφήνεια, αφού οι ανακόπτοντες δεν προσβάλλουν μ’ αυτόν συγκεκριμένα κονδύλια του λογαριασµού για συγκεκριµένους λόγους και δεν αναφέρουν ποιο είναι, κατά τους ισχυρισµούς τους, το νόµιµο κατάλοιπο του λογαριασµού το οποίο και τελικά οφείλουν, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιµος και τούτο διότι αφενός τα επικαλούμενα από τους ανακόπτοντες ελλείποντα στοιχεία δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής και της σχετικής αίτησης προς έκδοση αυτής και, ειδικότερα, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται µε ακρίβεια τα κατ’ ιδίαν κονδύλια των αµοιβαίων πιστοχρεώσεων, των επιτοκίων και των επιµέρους ποσών στη διαταγή πληρωµής αλλά μπορούν να προκύπτουν και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοσή της απαιτούμενα έγγραφα, το δε ύψος του επιτοκίου βάσει του οποίου υπολογίστηκαν οι τόκοι δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει ευθέως από το απόσπασμα που προσκομίζεται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο – χρόνος) επιτρέπουν τον υπολογισμό του (επιτοκίου) βάσει απλών αριθμητικών πράξεων, αφετέρου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των συνημμένων στην αίτηση αντιγράφων λογαριασμών, που προσκομίστηκαν για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, έκαστο κονδύλιο τόκων και λοιπών πιστοχρεώσεων παρατίθεται λεπτομερώς με αναφορά μάλιστα του χρόνου που έλαβαν χώρα και με αναγραφή παραπλεύρως εκάστης σχετικής καταχώρισης ειδικών κωδικών αριθμών αιτιολογίας αυτής, για τους οποίους (κωδικούς) επισυνάπτονται στην αίτηση επεξηγηματικές καταστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, από την απλή επισκόπηση της αίτησης της καθ’ ης η ανακοπή και της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής προκύπτει ότι σ’ αυτές διαλαμβάνονται όλα τα περιστατικά που εξατομικεύουν την απαίτηση της καθ’ ης από την επίδικη σύμβαση πίστωσης και δικαιολογούν την ύπαρξη αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής των ανακοπτόντων προς αυτή, προεχόντως δε γίνεται σαφής μνεία σ’ αυτές (αίτηση και διαταγή πληρωμής) των επίδικων συμβάσεων πίστωσης και εγγύησης και των όρων που τις διέπουν, της συµφωνίας περί αναγωγής των βιβλίων της τράπεζας σε έγγραφο αποδείξεως της απαίτησης και του ύψους αυτής, της κίνησης των ανοιγέντων προς εξυπηρέτηση και παρακολούθηση της πίστωσης λογαριασμών, εκ των οποίων προκύπτουν οι αμοιβαίες πιστοχρεώσεις έως το οριστικό κλείσιµό τους, της καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης και του οφειλομένου καταλοίπου, το οποίο προκύπτει από ακριβή αποσπάσματα των τηρηθέντων προς εξυπηρέτηση της πίστωσης με αριθμούς 9743135560 και 9743841812 λογαριασμών και του υπ’ αριθ. 9746734146 λογαριασμού καθυστέρησης, που έχουν εξαχθεί από τα τηρούμενα μηχανογραφικώς εμπορικά βιβλία της καθ’ ης με πρωτότυπη εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό της υπολογιστή. Αναφορικά, τέλος, με τον ισχυρισμό των ανακοπτόντων ότι η καθ’ ης ουδέποτε ανταποκρίθηκε στην από 8-9-2016 αίτησή τους περί παροχής στοιχείων διαφάνειας δανεισμού – ο οποίος σε κάθε περίπτωση τυγχάνει αβάσιμος, αφού αντίγραφα των ζητούμενων εγγράφων δόθηκαν σ’ αυτούς εντός της προβλεπόμενης στο άρθ. 47 παρ. 3 του Ν. 2873/2000 προθεσμίας ενενήντα ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης, ήτοι στις 9-11-2016, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την καθ’ ης αποδεικτικό παραλαβής – πρέπει να σημειωθεί ότι το επικαλούμενο μ’ αυτόν (ισχυρισμό) γεγονός δεν θίγει τη βεβαιότητα, το ορισμένο και το εκκαθαρισμένο της επίδικης απαίτησης της καθ’ ης, επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, καθώς ο νόμος, μεταξύ των οποίων οι προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 2873/2000, προβλέπει ρητώς τις κυρώσεις για μη παροχή στοιχείων εκ μέρους των τραπεζών, στις οποίες δεν συγκαταλέγονται κυρώσεις που επηρεάζουν τις απαιτήσεις τους και τη δικαστική διεκδίκηση αυτών.
Οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και τη λειτουργία μιας επιχείρησης, έτσι ώστε η άσκηση του χρηματοδοτικού έργου αυτών να συνεπάγεται αυξημένη ευθύνη και μέριμνα για τα συμφέροντα της χρηματοδοτούμενης οικονομικής μονάδας. Η ενάσκηση, συνεπώς, των δικαιωμάτων τους έναντι των πιστούχων – πελατών τους θα πρέπει να διέπεται από τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών (άρθρα 178, 200 και 288 ΑΚ), οι οποίες επιβάλουν – λόγω και της φύσης της πιστωτικής σχέσης, ως διαρκούς ενοχικής σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών – την υποχρέωση πίστης και προστασίας εν γένει των συμφερόντων των πελατών τους, έτσι ώστε να αποφεύγεται κάθε υπέρμετρα επαχθής συνέπεια, ικανή να επιφέρει βλάβη σ’ αυτούς (πιστούχους) (ΑΠ 1352/2011 ΕΕμπΔ 2012. 417, ΕφΑθ 1403/2015 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας εκπλήρωσης της παροχής, λόγω οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη που υπερβαίνει τα όρια της αντοχής αυτού, η καλόπιστη εκπλήρωση αυτής (παροχής) επιβάλλει στο δανειστή την υποχρέωση να ανεχθεί απόκλιση από τα συμφωνηθέντα και εύλογη καθυστέρηση, κυρίως δε όταν πρόκειται για προσωρινή αδυναμία και η αξίωση εκτέλεσης της παροχής επιφέρει την πλήρη οικονομική καταστροφή του οφειλέτη. Ειδικότερα δε στο πλαίσιο της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ τράπεζας και πιστούχου – πελάτη, η ανωτέρω υποχρέωση αυτής να μην εκθέτει, χωρίς σοβαρό λόγο, σε κίνδυνο τα συμφέροντα του τελευταίου, βρίσκει εφαρμογή στην περίπτωση της άκαιρης και καταχρηστικής καταγγελίας της πιστωτικής σχέσης (άρθρο 281 ΑΚ), η οποία υφίσταται όταν ο πιστούχος βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από την τράπεζα και η τελευταία ανέχθηκε συγκεκριμένη συμπεριφορά τούτου ή όταν το κλείσιμο του λογαριασμού γίνεται χωρίς συμφέρον αυτής (τράπεζας) και με σημαντική ζημία για το δανειοδοτούμενο πελάτη της (ΕφΠατρ 53/2011 ΑχαΝομ 2012. 309, ΕφΠειρ 753/2009 ΔΕΕ 2010. 70, Ν. Ρόκα «Ευθύνη Τράπεζας κατ’ ΑΚ 919» ΝοΒ 1992. 503, Μ. Σταθόπουλου «Ευθύνη τράπεζας λόγω συμπεριφοράς αντίθετης στα χρηστά ήθη» ΝοΒ 1992. 498). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ, οποιοσδήποτε από τους συμβαλλομένους στον αλληλόχρεο λογαριασμό και ανεξάρτητα αν υπάρχει σχετικός όρος στη σύμβαση, μπορεί οποτεδήποτε, με καταγγελία του, να κλείνει το λογαριασμό, οπότε ο δικαιούχος του καταλοίπου έχει δικαίωμα να το απαιτήσει αμέσως. Η καταγγελία αυτή, ως διαπλαστικό δικαίωμα, υπόκειται στους γενικούς κανόνες που ρυθμίζουν τα δικαιώματα. Ισχύει, επομένως, και ως προς αυτή η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος όταν αυτή αντίκειται προφανώς στα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος (ΑΠ 644/1997 ΔΕΕ 1997. 1092, ΕφΠειρ 711/2011 ΔΕΕ 2012. 356, ΕφΛαρ 298/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008. 1063, ΕφΛαρ 405/2007 Δικογραφία 2007. 351, ΕφΑθ 6217/2005 ΝοΒ 2006. 413). Η καταχρηστική, μάλιστα, καταγγελία του αλληλόχρεου λογαριασμού από την πιστώτρια τράπεζα δύναται να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης του πιστούχου, αν συντρέχουν οι όροι των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, στην περίπτωση δηλαδή κατά την οποία η τράπεζα κλείσει αδικαιολογήτως και ακαίρως το λογαριασμό, μολονότι γνωρίζει ότι έτσι οδηγεί τον πιστούχο πελάτη της σε οικονομική καταστροφή ή όταν καταγγείλει τη σύμβαση χωρίς κανένα συμφέρον της, χωρίς εύλογη αιτία (ειδικό, ορισμένο και σπουδαίο λόγο) και ταυτόχρονα προκαλεί ζημία στον πιστούχο (βλ. και ΕφΑθ 6217/2005 ό.π., ΕφΠατρ 146/1997 Αρμ 1997. 1133). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι, παρά τη μακρόχρονη αγαστή συνεργασία της πρώτης εξ αυτών με την καθ’ ης η ανακοπή, η οποία αποτελεί τη μοναδική χρηματοδότρια τράπεζα για τον όμιλο εταιρειών «…», στον οποίο ανήκει και η πρώτη (ανακόπτουσα), και ενώ το έτος 2013, όταν η ναυτιλία και ειδικά ο κλάδος των Ε/Γ- Ο/Γ πλοίων, με τον οποίο ασχολείται ο ως άνω όμιλος, υπέστη σοβαρό πλήγμα λόγω της οικονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα η πρώτη ανακόπτουσα να οδηγηθεί σε πρόσκαιρη αδυναμία να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της έναντι της καθ’ ης, η τελευταία, καταχρηστικώς συμπεριφερόμενη, παρεμπόδισε τη ναύλωση του πλοίου της (α΄ ανακόπτουσας) «…», που θα καθιστούσε δυνατή την επαναδραστηριοποίησή της, αρνούμενη τη χρηματοδότηση μέρους των επισκευών του (πλοίου), κωλυσιεργούσε να απαντήσει στα αιτήματα ρύθμισης των οφειλών της (α΄ ανακόπτουσας), αδιαφορώντας για το αν από τις ενέργειές της προκαλείται στον ανωτέρω όμιλο εταιρειών και στην ίδια (α΄ ανακόπτουσα) σημαντική βλάβη, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για αυτή (καθ’ ης), και εντέλει, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, προέβη το 2016 σε καταγγελία της επίδικης σύμβασης πιστώσεως και προκάλεσε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι, σύμφωνα και με τα μνημονευόμενα στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας, νόμιμος, ως ερειδόμενος στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, και πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και όλων των εγγράφων τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες, εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 297.500,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ως μέρος του καταλοίπου του οριστικώς κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, που τηρήθηκε για την εξυπηρέτηση της καταρτισθείσας στον Πειραιά μεταξύ της τελευταίας (καθ’ ης) και εταιρειών του ομίλου «…», από 21-10-2011 σύμβασης πίστωσης, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε από την καθ’ ης η ανακοπή πίστωση μέχρι του ποσού των 1.000.000 ευρώ στις εν λόγω εταιρείες, μεταξύ των οποίων και η πρώτη ανακόπτουσα, ενώ με την εμπεριεχόμενη στο ως άνω επίδικο συμφωνητικό σύμβαση εγγύησης έκαστος των δευτέρου και τρίτου των ανακοπτόντων, ομού με έτερες εταιρείες του ανωτέρω ομίλου, εγγυήθηκαν προς την καθ’ ης, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον και ως αυτοφειλέτες, την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση παντός ποσού οφειλομένου δυνάμει της προαναφερθείσας σύμβασης πίστωσης. Η καθ’ ης η ανακοπή, μάλιστα, έλαβε ως εξασφαλίσεις υποθήκες επί πλοίων κυριότητας των πιστούχων εταιρειών, ήτοι επί του πλοίου της πρώτης ανακόπτουσας «…», επί του πλοίου «…» κυριότητας της εταιρείας με την επωνυμία «… …», επί του πλοίου «….» κυριότητας της εταιρείας με την επωνυμία «…. …», ενέχυρα επί καταθέσεων που τηρούνταν στην ίδια (καθ’ ης), εκχωρήσεις ασφαλειών, ναύλων και εισοδημάτων και προσωπικές εγγυήσεις του δευτέρου και τρίτου των ανακοπτόντων, όπως διαλαμβάνονται στην ανωτέρω σύμβαση πίστωσης. Εντούτοις, το έτος 2013, λόγω και της οικονομικής κρίσης και της σοβαρής μείωσης των εσόδων των προεκτιθέμενων ναυτιλιακών εταιρειών από τη δραστηριότητά τους, οι τελευταίες αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, με αποτέλεσμα μάλιστα και την κατάργηση των δρομολογίων κάποιων πλοίων τους και την αδυναμία εξυπηρέτησης των οικονομικών τους υποχρεώσεων απέναντι στο προσωπικό τους, τα πληρώματα, και εν γένει τις προερχόμενες από την εκμετάλλευση των πλοίων τους οφειλές, μεταξύ των οποίων και αυτές εκ της επίδικης ως άνω σύμβασης πίστωσης. Ενόψει τούτων, η πιστούχος στην εν λόγω σύμβαση εταιρεία «… …» πώλησε με τη συναίνεση της καθ’ ης, το Ιανουάριο του 2013, το ενυπόθηκο ως άνω πλοίο της «…» έναντι τιμήματος 1.577.024,00 δολλ. ΗΠΑ και υπεγράφη η από 15-2-2013 πρόσθετη πράξη της επίδικης σύμβασης πίστωσης, δυνάμει της οποίας το εν λόγω τίμημα εκχωρήθηκε στην καθ’ ης λόγω ενεχύρου. Παραταύτα, το ποσό αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή του οφειλόμενου υπολοίπου από την ανωτέρω σύμβαση πίστωσης, αλλά απελευθερώθηκε σχεδόν στο σύνολό του σταδιακά για την πληρωμή πληρωμάτων, καυσίμων, λιμενικών τελών κ.λπ, προκειμένου να αποκτήσουν ελευθεροπλοΐα τα άλλα πλοία του ομίλου, όπως ισχυρίζεται η καθ’ ης η ανακοπή και δεν αμφισβητείται ειδικώς από τους ανακόπτοντες, συναγομένης τοιουτοτρόπως, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών τους, σχετικής ομολογίας τους κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ. Το ίδιο διάστημα, μάλιστα, ήτοι τον Σεπτέμβριο του 2013, χορηγήθηκε, στα πλαίσια της επίδικης σύμβασης πίστωσης, επί πλέον χρηματοδότηση ποσού 300.000 ευρώ, για την οποία διετάχθη, ως ασφαλιστικό μέτρο, η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου ιδιοκτησίας του δευτέρου ανακόπτοντος, δυνάμει της υπ’ αριθ. … απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ενώ έλαβε χώρα σύσταση απλής ναυτικής υποθήκης επί του υπό ελληνική σημαία σκάφους «… II», κυριότητας της εταιρείας «…», σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ….. πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ζαφειρίας Σουρή. Εντούτοις, όπως προκύπτει από το νομίμως προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την καθ’ ης η ανακοπή, πρωτόκολλο παραλαβής – επαναπαράδοσης του πλοίου «…», που έχει υπογραφεί από την πρώτη ανακόπτουσα, πλοιοκτήτριά του, τη ναυλώτρια αυτού «…» και τη διαχειρίστρια του πλοίου «…», η σύμβαση ναυλώσεως του εν λόγω πλοίου είχε καταγγελθεί ήδη από τις 15-11-2013, όταν σ’ αυτό επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση από δανειστές της πρώτης ανακόπτουσας και συνακόλουθα απαγόρευση κάθε νομικής και πραγματικής μεταβολής του από την οικεία Λιμενική Αρχή, η οποία (απαγόρευση) διατηρούνταν επί του πλοίου μέχρι την προεκτιθέμενη παράδοσή του, με αποτέλεσμα να υφίσταται πλέον αδυναμία περαιτέρω ναύλωσής του και κάλυψης των υποχρεώσεών του. Ενόψει τούτων, η καθ’ ης η ανακοπή απέρριψε το αίτημα για εκ νέου χρηματοδότηση προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες επισκευής και συντήρησης του ως άνω πλοίου, ενημερώνοντας την πρώτη ανακόπτουσα ότι προϋπόθεση της έγκρισης χρηματοδότησης ήταν να έχουν ρυθμιστεί οι οφειλές του πλοίου προς τρίτους, όσα δε ισχυρίζεται η τελευταία (α΄ ανακόπτουσα) με την υπό κρίση ανακοπή της περί υφιστάμενης προτάσεως ναυλώσεως του ανωτέρω πλοίου της με ημερήσιο ναύλο 14.000,00 ευρώ για την καλοκαιρινή περίοδο του 2014 και περί γενόμενης καταβολής από μέρους της του ποσού των 200.000 ευρώ για τις προαναφερθείσες εργασίες επισκευής του πλοίου δεν προέκυψαν από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο. Κατά το έτος δε 2015, σε αιτήματα των πιστούχων περί ρύθμισης της οφειλής από την επίδικη σύμβαση, η καθ’ ης η ανακοπή, ενόψει και της επικαλούμενης μετ’ επικλήσεως από την ίδια από 30-11-2015 επιστολής του τρίτου ανακόπτοντος προς αυτή, με την οποία της υπέβαλε συγκεντρωτική κατάσταση των υποχρεώσεων των πλοίων του ομίλου «…», συνολικού ποσού 5.921.640 ευρώ πλέον 348.018 δολ. ΗΠΑ, πλην των οφειλομένων στην ίδια (καθ’ ης), ήτοι ποσό πολλαπλάσιο της αξίας των πλοίων, απάντησε ότι θα εξέταζε τυχόν ρύθμιση μόνο εφόσον οι πρώτοι (πιστούχοι) εξοφλούσαν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους προς τρίτους, δεδομένου ότι τοιαύτη ρύθμιση των οφειλών θα είχε νόημα μόνο εάν μπορούσε το πλοίο της πρώτης ανακόπτουσας «…» να επαναδραστηριοποιηθεί, ώστε από τα έσοδά του να εκπληρώνει τη ρύθμιση, γεγονός που κατά λογική αναγκαιότητα δεν ήταν δυνατό, αφού αφενός ήταν ήδη κατασχεμένο και αφετέρου επιβαρυνόταν με πλείστες οφειλές. Κατ’ ακολουθίαν, προέκυψε ότι η ενέργεια της καθ’ ης η ανακοπή να προβεί στην καταγγελία της εν λόγω σύμβασης παροχής πίστωσης με την από 29-6-2016 επιστολή της, που επιδόθηκε νόμιμα στους αντισυμβαλλόμενούς της (βλ. τις υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …), και να ζητήσει την εξόφληση μέρος του οφειλόμενου ποσού, ήτοι 297.500 ευρώ πλέον τόκων, λόγω της προπεριγραφόμενης παράβασης των όρων της ένδικης σύμβασης και ειδικότερα λόγω καθυστέρησης απόδοσης στην ίδια (καθ’ ης) των οφειλόμενων εκ της συμβάσεως πίστωσης κονδυλίων, που ήδη από τις 8-10-2013 ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 858.941 ευρώ πλέον τόκων, με την αίτηση για έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, δεν αποτελεί καταχρηστική άσκηση του δικαιώματός της, ήτοι η προεκτιθέμενη συμπεριφορά της δεν υπερέβη τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του (δικαιώματος), έχουσα η ίδια σκοπό πρόκλησης οικονομικής ζημίας στους ανακόπτοντες, αλλά αντιθέτως αυτή ενήργησε προς προάσπιση των εύλογων συμφερόντων της εντός των πλαισίων των χρηστών συναλλακτικών ηθών και αφού επέδειξε μέριμνα για τα συμφέροντα των πιστούχων, ανεχόμενη μάλιστα ουσιωδέστατη απόκλιση από τα συμφωνηθέντα εκ μέρους τους και σημαντικότατη καθυστέρηση στην εξόφληση των οφειλομένων, όσα δε περί του αντιθέτου προβάλλονται από τους ανακόπτοντες με τον οικείο λόγο ανακοπής τους κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς έρευνα, πρέπει αυτή (ανακοπή) να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρο 633 παρ. 1 ΚΠολΔ), η δε δικαστική δαπάνη της καθ’ ης η ανακοπή, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος των ανακοπτόντων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180 παρ. 3 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ανακόπτοντες, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία καθορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων (6.500,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 21-3-2017 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ