Σ.Ε.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 2088/2017
…
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο Πρόεδρο Πρωτοδικών – Εισηγητή, Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Νοεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «… που έχει την έδρα της στη Δ. …. Π. και διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Πανάγο Αναγνωστόπουλο, 2) Γ. … του Χ., κατοίκου Χ., 3) Θ. … του Ι., κατοίκου Χ., οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πανάγου Αναγνωστόπουλου.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία …, που έχει την έδρα της σύμφωνα με το καταστατικό της τυπικά στη Δ. Ν. Μ. και πραγματικά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο Αρτέμιδα Γιανναρά, 2) Μ. … του Σ., κατοίκου Πειραιώς, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αρτέμιδας Γιανναρά.
Οι ενάγοντες, ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 9-10-2015 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για την 26-1-2016 και μετά από αναβολή για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο .
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 321, 322, 324 και 331 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το παραγόμενο από τις τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις δεδικασμένο, σκοπός του οποίου είναι η διατήρηση βεβαιότητας δικαίου και η μη διάσπαση της επιβαλλόμενης από την φύση του δικαίου συνοχής, ενώ η έκταση του προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του αιτήματος, καλύπτει την κριθείσα έννομη σχέση ή συνέπεια και προϋποθέτει, εκτός άλλων, και ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας εκείνης προς την κρινόμενη υπόθεση. Δεδικασμένο δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο το οποίο ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει, όμως, αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση, απαιτείται όμως για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου (και) η ταυτότητα της νομικής αιτίας, δηλαδή ταυτότητα της διατάξεως που συγκρότησε τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της τελεσίδικης αποφάσεως προς τον κανόνα δικαίου, στον οποίο θεμελιώνεται η νέα αγωγή. Η επέκταση της ισχύος του δεδικασμένου και επί της υπάρξεως ή ανυπαρξίας εννόμου σχέσεως που κρίθηκε παρεμπιπτόντως, αλλά αρμοδίως, στην προηγούμενη δίκη προϋποθέτει η εν λόγω έννομη σχέση να αποτέλεσε προδικαστικό ζήτημα, η έρευνα του οποίου να ήταν νομικώς αναγκαία και να έπρεπε να προηγηθεί, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, της οριστικής κρίσεως του αντικειμένου της διαφοράς (Ολ.ΑΠ 10/2002, Α’ Δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές: «Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της συμβάσεως ή τα δεδομένα της υποθέσεως …”, ενώ κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου “Τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν οποτεδήποτε την υπαγωγή της συμβάσεως τους σε δίκαιο άλλο από εκείνο που τη διείπε προηγουμένως, είτε δυνάμει προηγούμενης επιλογής κατά το παρόν άρθρο, είτε δυνάμει άλλων διατάξεων του παρόντος Κανονισμού. Κάθε μεταβολή του εφαρμοστέου δικαίου, που γίνεται μετά την σύναψη της συμβάσεως δεν θίγει, κατά το άρθρο 11, το τυπικό κύρος της συμβάσεως, ούτε επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα τρίτων». Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι αναγνωρίζεται ο μετασυμβατικός καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου σε μια ενοχική δικαιοπραξία, ακόμη και «εν επιδικία», ρητώς ή σιωπηρώς. Ρητώς, αν οι συμβαλλόμενοι ορίσουν ενώπιον του δικαστηρίου το δίκαιο που θέλουν να διέπει την συγκεκριμένη σύμβαση που έχουν καταρτίσει, σιωπηρώς, με την επίκληση εφαρμογής ενός δικαίου (συνήθως του forum), με τις προτάσεις των διαδίκων (Α.Π. 1115/2015, Α’ Δημ. ΝΟΜΟΣ). Ειδικά, ο σιωπηρός, μετασυμβατικός και κατά την επιδικία, καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου αποτελεί μία συμφωνία ουσιαστικού (και όχι δικονομικού) δικαίου, τα αποτελέσματα της οποίας δεν περιορίζονται στο δικονομικό πλαίσιο της διανοιγείσης δίκης, αλλά επεκτείνονται σε όλη την σύμβαση, υποβάλλοντας την στο συγκεκριμένο δίκαιο (Χ. Παμπούκη: Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου και οι κανόνες άμεσης εφαρμογής στην Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, ΝοΒ 1992, 1327 επ και συγκεκριμένα 1336 παρ. 26).
Με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι δυνάμει της από 21-9-2009 συμβάσεως δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της τράπεζας «Marfin – Egnatia Τράπεζα» και των αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών με τις επωνυμίες …, με έδρα Λ., …, με έδρα το …, …, με έδρα την Μ. και …, με έδρα το …, η τράπεζα κατέβαλε στις ως άνω εταιρείες (άπασες συμφερόντων του δεύτερου και του τρίτου των εναγόντων, του δεύτερου εναγόμενου και των μη διαδίκων στην παρούσα δίκη Ν. Φ. και Σ. Φ.) το χρηματικό ποσό των 37.400.000 δολ.ΗΠΑ, που διατέθηκε για την χρηματοδότηση των ναυτιλιακών τους δραστηριοτήτων. Ότι παράλληλα, με σύμβαση εγγυήσεως, που υπογράφηκε την ίδια ημέρα με την σύμβαση δανείου, οι ενάγοντες εγγυήθηκαν ανεπιφύλακτα την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των οφειλετών από την σύμβαση δανείου, αναλαμβάνοντας απευθείας έναντι της τράπεζας, την εξόφληση των υποχρεώσεων τους, παραιτούμενοι από την ένσταση της διζήσεως και όλων των ενστάσεων που χορηγεί ο νόμος στον εγγυητή, ευθυνόμενοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, ως πρωτοφειλέτες. Ότι στις … και ενώ οι πρωτοφειλέτες αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και καθυστερούσαν την επιστροφή του δανείου, που εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο 3.200.000 δολ.ΗΠΑ, πλέον τόκων, οι ενάγοντες, για να εξασφαλιστούν από τους κινδύνους, που διέτρεχαν ως εγγυητές, κατήρτισαν με τους εναγόμενους, σύμβαση αντεγγυήσεως (Deed of Counter Indemnity), με την οποία οι εναγόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να απαλλάξουν τους ενάγοντες από την σύμβαση εγγυήσεως και να καταβάλουν οι ίδιοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, οποιοδήποτε χρηματικό ποσό (ενν. μέχρι του οφειλόμενου κεφαλαίου, πλέον των τόκων και εξόδων) κληθούν να καταβάλουν οι ενάγοντες στην τράπεζα από την σύμβαση εγγυήσεως. Ότι πράγματι, στις 23-1-2012, η τράπεζα κήρυξε υπερήμερες τις αντισυμβαλλόμενες της στις συμβάσεις δανείου και εγγυήσεως και αξίωσε την καταβολή του χρηματικού ποσού των 3.200.000 δολ.ΗΠΑ, πλέον συμβατικών τόκων, που ανέρχονταν στο χρηματικό ποσό των 39.696,33 δολ.ΗΠΑ, πλέον τόκων υπερημερίας, υπολογιζόμενων από την ημέρα εκείνη. Ότι έναντι της οφειλής τους, οι ενάγοντες κατέβαλαν στην τράπεζα, στις 15-2-2012 το χρηματικό ποσό των 3.918,54 δολ.ΗΠΑ και στις 28-3-2012, το χρηματικό ποσό των 31.265,33 δολ.ΗΠΑ. για συμβατικούς τόκους της περιόδου από 29-9-2011 έως 29-12-2011 και το χρηματικό ποσό των 34.597,54 δολ.ΗΠΑ για τόκους υπερημερίας μέχρι τις 28-3-2012, το οποίο παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους προς τους εναγόμενους, οι τελευταίοι δεν τους το κατέβαλαν. Ότι για την απαίτηση τους αυτή από την σύμβαση αντεγγυήσεως, οι ενάγοντες άσκησαν κατά των αντιδίκων τους την από 2-8-2012 και με αριθμ.κατ…. αγωγή αποζημιώσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 590/3-2-2014 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που δέχθηκε ότι η από … σύμβαση των διαδίκων αποτελούσε σύμβαση ελευθερώσεως, διεπόμενη από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, λόγω εν επιδικία μετασυμβατικού καθορισμού του και στηριζόμενη στην σιωπηρή ομολογία των εναγόμενων για την οφειλή τους, δέχθηκε την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλλουν, εις ολόκληρο ο καθένας, σε καθέναν από τους ενάγοντες το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής του χρηματικού ποσού των 23.260,47 δολ.ΗΠΑ, πλέον του χρηματικού ποσού των 800 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Ότι ακολούθως, στις …, η Τράπεζα Πειραιώς, που είχε εν τω μεταξύ διαδεχθεί την MARFIN – EGNATIA και οι ενάγοντες προχώρησαν σε σύμβαση ρυθμίσεως του υπολοίπου της οφειλής από την σύμβαση εγγυήσεως, που εκείνη την ημέρα, ανερχόταν στο χρηματικό ποσό των 3.860.025,49 δολ.ΗΠΑ, με τους ενάγοντες να εξοφλούν ολοσχερώς την τράπεζα, με την καταβολή του χρηματικού ποσού των 861.960,73 δολ.ΗΠΑ, το οποίο οι ενάγοντες κατέβαλαν στην τράπεζα στις 8-6-2015 και απαλλάχθηκαν από τις υποχρεώσεις τους από την σύμβαση εγγυήσεως. Επικαλούμενοι, λοιπόν, οι ενάγοντες ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους, οι εναγόμενοι αρνούνται να τους καταβάλουν το ως άνω χρηματικό ποσό, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις τους από την από … σύμβαση αντεγγυήσεως, ζητούν, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, με τις προτάσεις τους (άρθρο 223 του Κοπή), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, του χρηματικού ποσού των 861.860,73 δολ.ΗΠΑ, με τους νόμιμους τόκους επιδικίας από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, ζητούν να τους επιδικασθεί το ως άνω χρηματικό ποσό, με τους νόμιμους τόκους επιδικίας από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθούν οι αντίδικοι τους στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, αρμοδίως και παραδεκτώς, εισάγεται προς συζήτηση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ1 ύλη και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 9, 18, 22 και 37 του Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1, παρ. 2, παρ. 3 και παρ. 5 Ν. 2172/1993, λόγω του αιτούμενου ποσού, της κατοικίας του εναγόμενου και του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο τούτο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τα άρθρα 3 του Κ.Πολ.Δ. και 4 παρ. 1 του Κανονισμού Ε.Ε. 1215/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», που αντικατέστησε τον Κανονισμό 44/2001. Ακολούθως, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητος, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 6 ρήτρα της από … συμβάσεως αντεγγυήσεως, εφαρμοστέο δίκαιο προβλεπόταν το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο. Όπως, όμως, έγινε δεκτό από την υπ’ αριθμ. 590/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί της με αριθμ.κατ. 6702/2-8-2012 αγωγής των νυν εναγόντων κατά των ίδιων εναγόμενων και κατέστη τελεσίδικη, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 317/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που απέρριψε την με αριθμ.κατ. 178/2014 έφεση, που ασκήθηκε κατ’ αυτής, εφαρμοστέο δίκαιο, βάσει του οποίου εξετάσθηκε η διαφορά, που και αυτή είχε ως νόμιμο λόγο ευθύνης των εναγόμενων, την ενδοσυμβατική τους ευθύνη από την από … σύμβαση ελευθερώσεως, ήταν το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, λόγω της εν επιδικία μετασυμβατικής σιωπηρής επιλογής του από τους διαδίκους. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου παράγει δεδικασμένο, που δεσμεύει και το παρόν Δικαστήριο, αφού συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 του Κ.Πολ.Δ, με αποτέλεσμα το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, μετά την εν επιδικία επιλογή του από τους διαδίκους, να είναι εφαρμοστέο σε κάθε διαφορά των διαδίκων από την από … σύμβαση τους και άρα και στην επίδικη, αφού δεν αποδείχθηκε μεταγενέστερη επιλογή του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου. Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 478, 480, 481 επ, 340, 291 ΑΚ, 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932, 907, 908 περ. στ’ και 176 του Κ.Πολ.Δ., καθώς όπως έχει κριθεί, με ισχύ δεδικασμένου με την υπ’ αριθμ. 590/2014 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η από … συμφωνία των διαδίκων αποτελούσε σύμβαση ελευθερώσεως, με την οποία οι εναγόμενοι υποσχέθηκαν στους ενάγοντες ότι θα τους κατέβαλαν οποιοδήποτε χρηματικό ποσό θα καλούνταν να καταβάλουν ή κατέβαλαν στην τράπεζα, σε εκτέλεση της συμβάσεως εγγυήσεως. Με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις τους, οι εναγόμενοι ζητούν να απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη, όπως έχει απορριφθεί τελεσιδίκως, με την υπ’ αριθμ.κατ. 599/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και η με αριθμ.κατ. 4572/2015 αγωγή του δευτέρου και τρίτου των εναγόντων κατά του δεύτερου εναγόμενου και του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη Ν. Φ., που είχε ως αντικείμενο τις αξιώσεις του δεύτερου και του τρίτου των εναγόντων από την κοινή ναυτιλιακή δραστηριότητα, που είχαν αναπτύξει, μέσω μίας κοινοπραξίας και αφανών εταιρειών, με τον δεύτερο εναγόμενο και το Ν. Φ.. Ο ισχυρισμός τους, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς η με αριθμ.κατ. 4572/2015 αγωγή, που πράγματι έχει απορριφθεί τελεσιδίκως με την υπ’ αριθμ. 599/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, είχε διαφορετική νομική και πραγματική αιτία από την παρούσα αγωγή, που όπως προαναφέρθηκε, έχει ως νόμιμο λόγο ευθύνης των εναγόμενων την από … σύμβαση των διαδίκων, που είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τις προηγούμενες συμφωνίες συνεργασίας του δεύτερου και του τρίτου των εναγόντων με τον δεύτερο εναγόμενο, το Ν. Φ. και τον Σ. Φ.. Κατόπιν τούτου, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αίτημα, η ενάγουσα έχει καταβάλει το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ.σχετ. το υπ’ αριθμ. 13985382 διπλότυπο εισπράξεως της Γ’ΔΟΥ Πειραιώς).
Από την εκτίμηση των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν και τα οποία λαμβάνονται υπόψιν, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Επί της από 2-8-2012 και με αριθμ.κατ. … αγωγής αποζημιώσεως των νυν εναγόντων κατά των νυν εναγόμενων, με αίτημα επιδικάσεως του ισόποσου σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, του χρηματικού ποσού των 69.781,41 δολ.ΗΠΑ, που οι εναγόμενοι όφειλαν στους ενάγοντες από την από … σύμβαση ελευθερώσεως, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 590/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που την δέχθηκε ως κατ’ ουσία βάσιμη, πλην του αιτήματος της ενεργητικής ενοχής εις ολόκληρο και δεδομένου ότι η απαίτηση των εναγόντων ανερχόταν συνολικά στο χρηματικό ποσό των 69.781,41 δολ.ΗΠΑ, υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν σε κάθε ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 23.260,47 δολ.ΗΠΑ και το χρηματικό ποσό των 800 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Η ως άνω απόφαση κατέστη τελεσίδικη, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 317/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που απέρριψε ως κατ’ ουσία αβάσιμη την με αριθμ.κατ. 178/2014 έφεση, που είχαν ασκήσει οι εναγόμενοι, με αποτέλεσμα να παράγει θετικό δεδικασμένο, ως προς: α) την ύπαρξη απαιτήσεως του πιστωτικού ιδρύματος … κατά των πρωτοφειλετών …, με έδρα Λ., …, με έδρα το …, …, με έδρα την Μ. και …, με έδρα το … από την από 21-9-2009 σύμβαση δανείου και κατά των εναγόντων από την από 21-9-2009 σύμβαση εγγυήσεως, β) τη νομική φύση της από … συμβάσεως των διαδίκων, το ουσιαστικό δίκαιο, που την διέπει, που είναι το ελληνικό, το έγκυρο της και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των διαδίκων από αυτήν και γ) την καταβολή από τους ενάγοντες στην τράπεζα έναντι της οφειλής τους από την σύμβαση εγγυήσεως στις 15-2-2012 το χρηματικό ποσό των 3.918,54 δολ.ΗΠΑ και στις 28-3-2012, το χρηματικό ποσό των 31.265,33 δολ.ΗΠΑ. για συμβατικούς τόκους της περιόδου από 29-9-2011 έως 29-12-2011 και το χρηματικό ποσό των 34.597,54 δολ.ΗΠΑ για τόκους υπερημερίας μέχρι τις 28-3-2012. Το ως άνω δεδικασμένο δεσμεύει και το παρόν Δικαστήριο, κατά την εξέταση της υπό κρίση αγωγής, καθώς υπάρχει ταυτότητα διαδίκων, νομικής αιτίας των δύο αγωγών, ενώ και οι υποχρεώσεις των εναγόμενων από την από … σύμβαση ελευθερώσεως, είχαν κριθεί, αρμοδίως, με την υπ’ αριθμ. 590/2014 τελεσίδικη απόφαση και άρα συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 321, 324 και 331 του Κ.Πολ.Δ. Όπως, επομένως, έχει ήδη κριθεί τελεσιδίκως και με ισχύ δεδικασμένου, δυνάμει της από 21-9-2009 συμβάσεως δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της τράπεζας «Marfin -Egnatia Τράπεζα» και των αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών με τις επωνυμίες …, με έδρα Λ., …, με έδρα το …, …, με έδρα την Μ. και …, με έδρα το …, η τράπεζα κατέβαλε στις ως άνω εταιρείες (άπασες συμφερόντων του δεύτερου και του τρίτου των εναγόντων, του δεύτερου εναγόμενου και των μη διαδίκων στην παρούσα δίκη Ν. Φ. και Σ. Φ.) το χρηματικό ποσό των 37.400.000 δολ.ΗΠΑ, που διατέθηκε για την χρηματοδότηση των ναυτιλιακών τους δραστηριοτήτων και συγκεκριμένα 29.500.000 δολ.ΗΠΑ για την αναχρηματοδότηση του από 11-6-2008 προϋφιστάμενου δανείου, που είχαν λάβει οι β’ έως δ’ των οφειλετών και η εταιρεία …. 7.200.000 δολ.ΗΠΑ για την αγορά από την πρώτη των οφειλετών του πλοίου … και τα υπόλοιπα 700.000 δολ.ΗΠΑ για κεφάλαιο κινήσεως των οφειλετών. Παράλληλα, με σύμβαση εγγυήσεως, που υπογράφηκε την ίδια ημέρα με την σύμβαση δανείου, οι ενάγοντες εγγυήθηκαν ανεπιφύλακτα την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των οφειλετών από την σύμβαση δανείου, αναλαμβάνοντας απευθείας έναντι της τράπεζας, την εξόφληση των υποχρεώσεων τους, παραιτούμενοι από την ένσταση της διζήσεως και όλων των ενστάσεων που χορηγεί ο νόμος στον εγγυητή, ευθυνόμενοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, ως πρωτοφειλέτιδες. Ακολούθως, τον Αύγουστο του έτους 2011 οι πρωτοφειλέτιδες, που μετά την συναίνεση της Τράπεζας για εξάλειψη των ναυτικών υποθηκών, που την εξασφάλιζαν, είχαν ήδη εκποιήσει τα πλοία, που ήταν τα μοναδικά τους περιουσιακά τους στοιχεία, αντιμετώπιζαν σημαντικά προβλήματα στην εξυπηρέτηση του δανείου, που τον Αύγουστο του ίδιου έτους παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο 3.200.000 δολ.ΗΠΑ (το χρεωστικό κατάλοιπο της συμβάσεως δανείου δεν αμφισβητείται από τους εναγόμενους). Υπό αυτές τις συνθήκες, οι ενάγοντες, αντιλαμβανόμενοι ότι η Τράπεζα θα στρεφόταν, πλέον, κατ’ αυτών για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της, απευθύνθηκαν στους εναγόμενους, εκ των οποίων ο δεύτερος κατείχε ποσοστό 22,5% στην κοινοπραξία και τις αφανείς εταιρείας, που είχε συστήσει με τους ενάγοντες, το Ν. Φ. και τον Σ. Φ. και στις … κατήρτισαν την επίδικη σύμβαση ελευθερώσεως, με την οποία οι εναγόμενοι αναγνώρισαν ότι η οφειλή των πρωτοφειλέτιδων εταιρειών έναντι της Τράπεζας από την από 21-9-2009 σύμβαση δανείου ανερχόταν, στις …, στο χρηματικό ποσό των 3.200.000 δολ.ΗΠΑ, πλέον των συμβατικών τόκων, το οποίο θα μπορούσε να αυξηθεί περισσότερο από τους τόκους υπερημερίας και τα έξοδα και ότι οι ενάγοντες είχαν εγγυηθεί την καταβολή του στην Τράπεζα, μετά από αίτημα και των ιδίων των εναγόμενων και ανέλαβαν την υποχρέωση να απαλλάξουν τους ενάγοντες από την σύμβαση εγγυήσεως και να καταβάλουν οι ίδιοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο (παθητική ενοχή εις ολόκληρο), οποιοδήποτε χρηματικό ποσό (ενν. μέχρι του οφειλόμενου κεφαλαίου, πλέον των τόκων και εξόδων) κληθούν να καταβάλουν οι ενάγοντες στην τράπεζα από την σύμβαση εγγυήσεως, με μόνη την γνωστοποίηση ενός τέτοιου γεγονότος από τους ενάγοντες προς αυτούς. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι οι εναγόμενοι θα προέβαιναν στην καταβολή, ανεξαρτήτως αν: α) οι ενάγοντες είχαν ήδη καταβάλει προς την Τράπεζα το ποσό, που τους ζητήθηκε ή όχι, β) το ποσό, το οποίο είχαν κληθεί να καταβάλουν οι ενάγοντες οφειλόταν δεόντως ή μη από την εγγύηση ή από άλλο λόγο, γ) η εγγύηση ήταν άκυρη ή ανίσχυρη ή μη δεσμευτική ή μη εκτελεστή έναντι των συμβαλλομένων στην σύμβαση ελευθερώσεως για οποιονδήποτε λόγο, είτε ήταν γνωστός στους ενάγοντες, είτε όχι και δ) οι ενάγοντες δικαιούνταν να αρνηθούν την πληρωμή της εγγυήσεως. Η σύμβαση ελευθερώσεως θα εξακολουθούσε να ισχύει μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εκπλήρωση όλων των όρων, συμφώνων και προϋποθέσεων της εγγυήσεως και μέχρι την πλήρη απαλλαγή των εναγόντων από τις απορρέουσες από την εγγύηση υποχρεώσεις τους, ενώ σε περίπτωση υπερημερίας των εναγομένων, ως προς την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού οφειλόμενου από την σύμβαση ελευθερώσεως, θα υποχρεούντο αυτοί καταβολή τόκων επί του ποσού, ως προς την εξόφληση του οποίου θα είχαν καταστεί υπερήμεροι από την ημέρα της ενάρξεως της υπερημερίας τους έως την ημέρα πληρωμής. Τέλος, οι ενάγοντες θα βεβαίωναν τα έξοδα, τις δαπάνες και τις απώλειες τους, με μία λογική περιγραφή αυτών προς τους εναγόμενους και ότι κάθε τέτοια βεβαίωση θα ήταν οριστική και δεσμευτική για τους εναγόμενους, με τις καταβολές να γίνονται σε δολ.ΗΠΑ σε τράπεζα ή λογαριασμό, που θα υπεδείκνυαν οι ενάγοντες. Περαιτέρω, στις 23-1-2012, η Τράπεζα κήρυξε υπερήμερες τις αντισυμβαλλόμενες της στις συμβάσεις δανείου και εγγυήσεως και δεδομένου ότι όπως προαποδείχθηκε, δεν διέθετε πλέον εμπράγματες ασφάλειες κατά των οφειλέτιδων, αξίωσε από τους ενάγοντες την καταβολή του χρηματικού ποσού των 3.200.000 δολ.ΗΠΑ, πλέον συμβατικών τόκων, που ανέρχονταν στο χρηματικό ποσό των 39.696,33 δολ.ΗΠΑ, πλέον τόκων υπερημερίας, υπολογιζόμενων από την ημέρα εκείνη. Έναντι της οφειλής τους, οι ενάγοντες κατέβαλαν στην τράπεζα, στις 15-2-2012 το χρηματικό ποσό των 3.918,54 δολ.ΗΠΑ και στις 28-3-2012, το χρηματικό ποσό των 31.265,33 δολ.ΗΠΑ. για συμβατικούς τόκους της περιόδου από 29-9-2011 έως 29-12-2011 και το χρηματικό ποσό των 34.597,54 δολ.ΗΠΑ για τόκους υπερημερίας μέχρι τις 28-3-2012 και ασκώντας τις αξιώσεις τους από την σύμβαση ελευθερώσεως, τα αναζήτησαν από τους εναγόμενους. Παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους, οι τελευταίοι δεν προέβησαν σε καμία καταβολή και έτσι οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την με αριθμ.κατ. … αγωγή αποζημιώσεως, που έγινε δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη με την υπ’ αριθμ. 590/2014 τελεσίδικη απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία οι εναγόμενοι υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, εις ολόκληρο ο καθένας, σε καθένα από τους ενάγοντες το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, του χρηματικού ποσού των 23.260,47 δολ.ΗΠΑ, πλέον δικαστικών εξόδων 800 ευρώ. Παράλληλα, οι ενάγοντες απευθύνθηκαν στην ελληνική τραπεζική ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία δυνάμει της υπ’ αριθμ. … αποφάσεως της Επιτροπής Πιστώσεων και Ασφαλειών της Τραπέζης της Ελλάδος, της υπ’ αριθμ. … αποφάσεως της Κ. Τ. Κ. και της από … συμφωνίας, είχε διαδεχθεί την δανείστρια τους …. και ύστερα από τις σχετικές διαπραγματεύσεις, για τις οποίες οι ενάγοντες ενημέρωσαν και τους εναγόμενους (βλ. το υπ’ αριθμ. …..σχετικό των εναγόντων) κατήρτισαν την από … σύμβαση συμβιβασμού, με την οποία η Τράπεζα δέχθηκε να εισπράξει το χρηματικό ποσό των 950.000 δολ.ΗΠΑ από τους ενάγοντες και να διαγράψει την υπόλοιπη απαίτηση από την εγγύηση, η οποία την 2α 6-2015 ανερχόταν στο χρηματικό ποσό των 3.860.025,49 δολ.ΗΠΑ. Το χρηματικό ποσό των 950.000 δολ.ΗΠΑ, θα προερχόταν, κατά το χρηματικό ποσό των 88.139,27 δολ.ΗΠΑ από την χρηματική κατάθεση στον υπ’ αριθμ. … τραπεζικό λογαριασμό, που τηρούσε στην τράπεζα η οφειλέτις … και είχε εκχωρήσει στην τράπεζα, την 21-9-2009, για εξασφάλιση των απαιτήσεων της από την σύμβαση δανείου, που είχαν υπογράψει εκείνη την ημέρα και τα υπόλοιπα 861.960,73 δολ.ΗΠΑ θα καταβάλλονταν από τους ενάγοντες, εντός προθεσμίας δέκα ημερών. Σε εκτέλεση αυτής της συμβάσεως, οι ενάγοντες, συμμορφούμενοι στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, προέβησαν, την 11η-6-2015, στην πληρωμή του χρηματικού ποσού των 864.990 δολ.ΗΠΑ στην τράπεζα (βλ.το υπ’ αριθμ. …. σχετικό έγγραφο τους) και η τελευταία, όπως είχε υποχρέωση από την σύμβαση συμβιβασμού, διέγραψε το υπόλοιπο του οφειλόμενου ποσού, που είχε μειωθεί, κατά 950.000 δολ.ΗΠΑ (3.860.025,49 – 950.000), αποδεχόμενη την πλήρη εξόφληση της και την απαλλαγή των εναγόντων ως εγγυητών. Κατόπιν τούτου, οι ενάγοντες, οι οποίοι ήδη από τις 30-4-2015 είχαν περιγράψει αναλυτικά στους εναγόμενους την συμφωνία συμβιβασμού, που θα υπέγραφαν με την τράπεζα και το χρηματικό ποσό των 861.897,13 δολ.ΗΠΑ, που θα καλούνταν να καταβάλουν, στράφηκαν κατά των εναγόμενων και αξίωσαν την καταβολή αυτού του ποσού, πλην, όμως, οι τελευταίοι δεν έχουν προβεί μέχρι σήμερα σε καμία καταβολή.
Με βάση τα ανωτέρω και αφού αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, στις 11-6-2015, κατέβαλαν στην τράπεζα, που ήταν αντισυμβαλλόμενη της στην σύμβαση εγγυήσεως (ενν. στην διάδοχο της Τράπεζα Πειραιώς) το χρηματικό ποσό των 864.990 δολ.ΗΠΑ σε εξόφληση των υποχρεώσεων τους από την σύμβαση εγγυήσεως και ότι οι εναγόμενοι, παραβιάζοντας τις συμβατικές τους υποχρεώσεις από την από … σύμβαση ελευθερώσεως, αρνούνται να τους καταβάλουν αυτό το χρηματικό ποσό, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, σε κάθε ενάγοντα το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, του χρηματικού ποσού των διακοσίων ογδόντα επτά χιλιάδων διακοσίων ογδόντα έξι δολλ. ΗΠΑ και ενενήντα ενός σεντς (287.286,91), καθώς δεν υπάρχει πρόβλεψη στην σύμβαση ελευθερώσεως για εις ολόκληρο απαίτηση των εναγόντων, ούτε υπάρχει περίπτωση ενεργητικής ενοχής εις ολόκληρο εκ του νόμου. Τα ως άνω χρηματικά ποσά πρέπει να επιδικασθούν στους ενάγοντες, με το νόμιμο επιτόκιο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, το παρεπόμενο αίτημα για την κήρυξη της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να γίνει δεκτό ως κατ’ ουσία βάσιμο, καθώς πρόκειται για εμπορική απαίτηση και το Δικαστήριο εκτιμά ότι η επιβράδυνση στην εκτέλεση της αποφάσεως είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, ενώ τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων θα επιβληθούν εις βάρος των εναγόμενων, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, σε καθένα των εναγόντων το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, του χρηματικού ποσού των διακοσίων ογδόντα επτά χιλιάδων διακοσίων ογδόντα έξι δολλ. ΗΠΑ και ενενήντα ενός σεντς (287.286,91), με το νόμιμο επιτόκιο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής.
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή.
Επιβάλλει εις βάρος των εναγόμενων τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 5-5-2017 και δημοσιεύθηκε στις 8-5-2017, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ