Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    3114/2017

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τακτική Διαδικασία)

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24-1-2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στον Π…….και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Σωτηρίου Φέλιου και Σωτηρίου Μπούρου.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα (Ναυτικός Πράκτορας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον Π……… και εκπροσωπείται νόμιμα), η οποία δεν παραστάθηκε.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 7-10-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθ. κατάθ. … και με αριθ. κατάθ. …, προσδιορίσθηκε, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 10ης Μαΐου 2016, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της ενάγουσας ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις της.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

           Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …, την οποία νομίμως προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής μετά πράξεως ορισμού δικασίμου και κλήσεως προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 10ης Μαΐου 2016, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, νομίμως και εμπροθέσμως επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς (άρθρα 122 επ., 134 παρ. 1, 136 παρ. 1, 228 και 229 ΚΠολΔ), ως εκ της έδρας της εναγόμενης εταιρείας στην …, η ως άνω δε αναβολή και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης της εναγομένης (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. δ΄ ΚΠολΔ). Επισημαίνεται ότι η … δεν έχει υπογράψει ούτε έχει προσχωρήσει στην από 15-11-1965 Διεθνή Σύμβαση της Χάγης «Για την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων που αφορούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις», η οποία έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το Ν. 1334/1983 και εξακολουθεί να ισχύει για επιδόσεις προς συμβαλλόμενα Κράτη εκτός Ευρωπαϊκής Ενώσεως {για επιδόσεις προς Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύει από 13-11-2008 ο Κανονισμός (Ε.Κ.) 1.393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007, με τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που αναφέρονται σε αυτόν}, και ως εκ τούτου αρκεί για το νομότυπο της επίδοσης προς πρόσωπα με κατοικία ή διαμονή ή έδρα στο κράτος αυτό η κατ’ άρθρο 134 παρ. 1 ΚΠολΔ πλασματική επίδοση προς τον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη, η δε επίδοση θεωρείται συντελεσθείσα μόλις παραδοθεί το επιδοτέο έγγραφο στον αρμόδιο εισαγγελέα, ανεξαρτήτως του χρόνου αποστολής και παραλαβής του από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται (ΑΠ 110/2001 ΕλλΔνη 42. 1586). Η εναγομένη, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην [άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)].

Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων, η δε εναγόμενη εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … πλοίου με το όνομα «…», με αριθμό ΙΜΟ 9524994, ΚΟΧ 56326, ΚΚΧ 29819, ΔΔΣ 9V3307· ότι, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης δραστηριότητάς της, δυνάμει συμβάσεως πώλησης που κατήρτισε η ίδια (ενάγουσα) περί τα μέσα Οκτωβρίου του έτους 2014 με την εδρεύουσα στην Μάλτα εταιρεία με την επωνυμία «…», που ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, ανέλαβε τον εφοδιασμό του ως άνω πλοίου με τις αναφερόμενες στο δικόγραφο ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων, έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος· ότι, σε εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσής της από την ανωτέρω σύμβαση πώλησης, προέβη την 21η Οκτωβρίου 2014 στην παράδοση στο προαναφερθέν πλοίο, ενόσω αυτό βρισκόταν εντός των ορίων του λιμένα του Πειραιά, 999.241 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου IFO 380 CST, καθώς επίσης και 99.672 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου Marine Gasoil 0,1%, έναντι συνολικού ποσού 546.850,84 δολ. ΗΠΑ, ήτοι 472.271,27 δολ. ΗΠΑ για την παραδοθείσα ποσότητα των 999.241 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου IFO 380 CST και 74.579,57 δολ. ΗΠΑ για την παραδοθείσα ποσότητα των 99.672 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου Marine Gasoil 0,1%, και εξέδωσε το σχετικό υπ’ αριθ. A -… τιμολόγιο, που ήταν πληρωτέο την 20η Νοεμβρίου του 2014, συνομολογήθηκε δε περαιτέρω ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης του συμφωνηθέντος κατά τα ανωτέρω αντιτίμου των καυσίμων αυτών, που παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από τον πλοίαρχο του ως άνω πλοίου της εναγομένης, ο οποίος και υπέγραψε τα σχετικά δελτία παραλαβής, θα χρεώνονταν τόκοι υπολογιζόμενοι με επιτόκιο 2% μηνιαίως. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ισόποσο του ανεξόφλητου ως άνω συνολικού ποσού των 546.850,84 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ, κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων την ημέρα της πληρωμής, πλέον τόκων υπολογιζομένων με το συμφωνηθέν επιτόκιο 2% μηνιαίως από την επόμενη της 20ης Νοεμβρίου του 2014, δήλης ημέρας πληρωμής, άλλως με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την εν λόγω ημερομηνία. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 3Β περ. ι΄ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της υπόθεσης), συνακολούθως δε έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που τη διέπει. Με βάση τα εκτιθέμενα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της υπό κρίση αγωγής, αυτή είναι ερευνητέα στο σύνολό της κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και ειδικότερα: α) όσον αφορά στην αγωγική βάση εκ της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας συμβάσεως πώλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 3 παρ. 1 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 που αντικατέστησε την από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως η ένδικη, ως το δίκαιο (ελληνικό) που είχε συμφωνηθεί ρητά ως εφαρμοστέο από τα διάδικα μέρη, β) ως προς το ζήτημα της αντιπροσώπευσης της εναγόμενης εταιρείας κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης πώλησης και της δέσμευσής της απ’ αυτήν έναντι της ενάγουσας, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, δεδομένου ότι το εν λόγω ζήτημα αποκλείεται ρητά από το πεδίο εφαρμογής τόσο του ανωτέρω Κανονισμού 593/2008 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄ του Κανονισμού) όσο και της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-06-1980 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. στ΄ της Διεθνούς Σύμβασης). Σύμφωνα δε με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, τα θέματα της δεσμεύσεως του αντιπροσωπευόμενου και της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος, ως αντιπρόσωπος αυτού, ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1187/2000 ΕλλΔνη 2001. 1317, 1350). Επομένως, εφαρμοστέο εν προκειμένω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας στην οποία επιχείρησε η αντιπρόσωπος της εναγομένης την εν λόγω δικαιοπραξία για την οποία της δόθηκε κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς η πληρεξουσιότητα, εφόσον η ενάγουσα, που εδρεύει στην Ελλάδα (Πειραιάς), πρότεινε από εκεί (Πειραιά) στην εταιρεία με την επωνυμία «…», που ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, να διενεργήσει τον εφοδιασμό του προεκτιθέμενου πλοίου με τα αναφερόμενα καύσιμα έναντι συγκεκριμένου ανταλλάγματος, ακολούθως δε περιήλθε σ’ αυτήν (ΑΚ 167) στο ίδιο μέρος (Πειραιάς) η αποδοχή της εν λόγω πρότασης εκ μέρους της «…» (ΑΚ 189) και ως εκ τούτου συνήφθη η μεταξύ τους σύμβαση (ΑΚ 192 – βλ. και ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012. 269). Και γ) ως προς τη στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της (αγωγής), σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3, 10 παρ. 1 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές της 11.7.2007, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το δίκαιο αυτό (ελληνικό) είχε συμφωνηθεί ρητά ως εφαρμοστέο από τα διάδικα μέρη. Κατ’ ακολουθίαν, η αγωγή είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 211, 216, 291 (σε συνδ. με το άρθρο 1 του ν. 740/1977, εφόσον πρόκειται για διεθνή συναλλαγή που αφορά την εκμετάλλευση πλοίου, έτσι ώστε να τυγχάνει νόμιμη η συνομολόγησή της σε αλλοδαπό νόμισμα), 292, 293, 294, 341 εδ. α΄, 345 εδ. α΄, 361 και 513 επ. του ΑΚ, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. στ΄ του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί καταψηφίσεως της εναγομένης στην πληρωμή τόκων υπερημερίας με μηνιαίο επιτόκιο 2% (ήτοι 24% ετησίως), το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο καθ’ ο μέρος το εν λόγω επιτόκιο υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό ορίσθηκε με τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ. κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 2842/2000) και το οποίο ανερχόταν συγκεκριμένα από 10-9-2014 έως 15-3-2016 σε ποσοστό 7,3% ετησίως και από 16-3-2016 και εντεύθεν σε ποσοστό 7,25% ετησίως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 293, 294 του ΑΚ και 109 του ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον, η δε περί ανώτατου θεμιτού ορίου τόκου ως άνω διάταξη είναι δημοσίας τάξεως και κάθε αντικείμενη προς αυτή συμφωνία είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (ΕφΑθ 6029/1999 ΕλλΔνη 1999. 1625, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, άρθρ. 294, αρ. 1). Τέλος, η επικουρική βάση της κρινόμενης αγωγής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ειδικώς μ’ αυτή ακυρότητα της ένδικης σύμβασης, από την οποία απορρέουν οι αγωγικές αξιώσεις (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44. 1261, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 45. 475). Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της: α) έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. την προσκομισθείσα, μετά και την προς τούτο κλήση από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 227 ΚΠολΔ, των πληρεξουσίων δικηγόρων της ενάγουσας, απόδειξη ηλεκτρονικής πληρωμής του οφειλόμενου δικαστικού ενσήμου), β) για το παραδεκτό των διαδικαστικών πράξεων της κατάθεσης της αγωγής και της παράστασης στο ακροατήριο έχουν κατατεθεί το με αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΔΣΠ (κατάθεση αγωγής) και τα με αριθ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών ΔΣΠ (παράσταση και προτάσεις) κατ’ άρθρο 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013 (παράρτημα I και III), όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με άρθρο 7 παρ. 8 Ν. 4205/2013.

Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας της εναγόμενης εταιρείας, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας αποδεικνύονται πλήρως, αφού θεωρούνται ομολογημένοι από την πρώτη [άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθ. 271 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)], και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των 546.850,84  δολ. ΗΠΑ με την επίσημη ισοτιμία Ευρώ – Δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας (ο οποίος θα υπολογισθεί, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα, με το ισχύον στην Ελλάδα επιτόκιο υπερημερίας), από την επομένη της 20ης Νοεμβρίου του 2014, η οποία συμφωνήθηκε ρητώς μεταξύ των διαδίκων ως δήλη ημέρα πληρωμής κατά την έννοια του άρθρου 341 ΑΚ και, ως εκ τούτου, με μόνη την παρέλευση της ως άνω ημερομηνίας η εναγομένη κατέστη υπερήμερη προς πληρωμή του συμφωνηθέντος τιμήματος της επίδικης σύμβασης πώλησης, μη απαιτουμένης οχλήσεως, με τη σημείωση ότι, εφόσον πρόκειται για οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα, ο τόκος υπερημερίας, ως παροχή ομοειδής προς το κεφάλαιο, υπολογίζεται στο οφειλόμενο αλλοδαπό νόμισμα (δολ. ΗΠΑ) κατά τα οριζόμενα στην Π.Υ.Σ. 36 της 22/26.3.1990, καταβάλλεται όμως στην Ελλάδα σε Ευρώ με βάση το σε Ευρώ ισότιμο του αλλοδαπού νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής (ΑΠ 1169/1997 ΕλλΔνη 40. 347). Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους της εναγομένης άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της, η δε δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της τελευταίας (εναγομένης), λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των πεντακοσίων σαράντα έξι χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα δολαρίων Η.Π.Α. και ογδόντα τεσσάρων σεντς (546.850,84), με την επίσημη ισοτιμία ΕΥΡΩ – Δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 21-11-2014.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων διακοσίων (23.200,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 30-5-2017 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις         -6-2017.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ