ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3192/2017
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24-1-2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στον Π……. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Σωτηρίου Φέλιου και Σωτηρίου Μπούρου.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Τ. και εκπροσωπείται νόμιμα (Ναυτικός Πράκτορας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στον Π……..και εκπροσωπείται νόμιμα), η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Καρμέλας Μαυρόχη και Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 22-9-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθ. κατάθ. … και με αριθ. κατάθ. …, προσδιορίσθηκε, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 10ης Μαΐου 2016, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 211, 212 και 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), εξαιρέσει βεβαίως της περιπτώσεως κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο (ΑΠ 689/2013 ΕΕμπΔ 2013. 946, ΜονΕφΠειρ 63/2013 ΕλλΔνη 2014. 181, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009. 13, ΕφΑθ 5237-8/1988 ΕλλΔνη 1989. 145). Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βουλήσεως επιχειρείται στο όνομα άλλου είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με τη μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δηλώσεως βουλήσεως, δηλαδή με την προσφυγή σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, κατά τρόπον ώστε η λειτουργία της άμεσης αντιπροσώπευσης να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά, που υφίσταντο κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας ήταν τέτοια, ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποίαν ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενός του (ΜονΕφΠειρ 63/2013 ό.π., ΕφΠειρ 832/2008 ό.π., ΕφΑθ 5237-8/1988 ό.π.). Έτσι, με βάση τα ανωτέρω, η για λογαριασμό άλλου συναπτόμενη δικαιοπραξία παράγει τα αποτελέσματά της αμέσως για τον αντιπροσωπευόμενο και στην περίπτωση που από τη διατύπωση της δικαιοπραξίας ή από την όλη στάση του αντιπροσώπου δεν αφήνεται αμφιβολία για την ενέργεια αυτή της δήλωσης βούλησης, καθώς και σ’ εκείνη κατά την οποία η άμεση αντιπροσώπευση δεν συνάγεται μεν αμέσως από τη στάση αυτού (αντιπροσώπου), υπάρχουν όμως περιστατικά, γνωστά στον τρίτο κατά το χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, τα οποία καθιστούν προφανή την κατάρτιση αυτής στο όνομα άλλου, όπως είναι και το γεγονός ότι ο αντιπρόσωπος συνδέεται με τον αντιπροσωπευόμενο με διαρκή σχέση (λ.χ. διαχείριση ξένης περιουσίας), δυνάμει της οποίας οφείλει να συνάπτει τη δικαιοπραξία όχι στο δικό του όνομα, αλλά στο όνομα του κυρίου των υποθέσεων, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η καταρτισθείσα δικαιοπραξία ανάγεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και επιχειρήθηκε προφανώς με την ευκαιρία ασκήσεως αυτής. Μόνον αν δεν μπορεί να διαγνωσθεί είτε από τη δήλωση που έγινε, είτε από τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή έγινε, ότι κάποιος ενεργούσε στο όνομα άλλου, τότε, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 212 ΑΚ, που ουσιαστικώς αποτελεί συνέχεια της ρύθμισης της διάταξης του άρθρου 211 παρ. 1 ΑΚ, θεωρείται ότι αυτός ενήργησε στο δικό του όνομα και, επομένως, έναντι του άλλου μέρους τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αφορούν αυτόν προσωπικώς, ενδεχομένως δε να ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευομένου κατά τις αρχές της έμμεσης αντιπροσώπευσης (ΕφΑθ 5237-8/1988 ό.π.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτιστεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του, δεν το δεσμεύει. Αν η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου ανατεθεί σε τρίτο μη εταίρο, ο τελευταίος δεν ενεργεί ως καταστατικό όργανο αυτού, αλλά ενδεχομένως ως αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος αυτού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 216 επ. και 713 επ. ΑΚ. Από το συνδυασμό των τελευταίων ως άνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 229 και 238 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι σύμβαση που έχει καταρτισθεί με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν νόμιμα το νομικό πρόσωπο ή που δεν έχουν αντιπροσωπευτική εξουσία, στερείται κύρους και δεν το δεσμεύει, εκτός αν αυτό ενέκρινε τη σύμβαση, κατά την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 229 ΑΚ, που ορίζει ότι αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητά του, το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου. Η έγκριση, αναγόμενη στο χρόνο της δικαιοπραξίας, αναπληρώνει την έλλειψη της εξουσίας αντιπροσώπευσης, γίνεται δε με μονομερή δήλωση απευθυντέα στο άλλο μέρος (άρθρα 236 και 238 ΑΚ), υποβαλλόμενη στον τύπο που προβλέπεται για τη σύμβαση που αφορά αυτή και δυνάμενη, εφόσον για τη σύμβαση αυτή δεν απαιτείται η τήρηση τύπου, να παρασχεθεί και με σιωπηρή δήλωση βούλησης, συναγόμενη από πράξεις του εγκρίνοντος ή περιστάσεις που καθιστούν αναντίρρητη τη βούληση της έγκρισης (ΑΠ 2064/2014 Αρμ 2015. 1524). Από τις συνδυασμένες, τέλος, διατάξεις των άρθρων 39, 49 και 84 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι στον πλοίαρχο, εκτός των καθηκόντων που απορρέουν από τη σύμβαση ναυτολογήσεως, είναι ανατεθειμένα από το Νόμο και διαχειριστικά καθήκοντα, όπως η σύναψη δικαιοπραξιών που δεσμεύουν τον πλοιοκτήτη, η κατάρτιση των συμβάσεων ναυτολογήσεως των μελών του πληρώματος κ.α. Η εκ μέρους του Νομοθέτη ανάθεση των καθηκόντων αυτών είναι σύμφωνη προς τη θέση του πλοιάρχου, που έχει ιδιαιτέρως εμπιστευτικό χαρακτήρα όχι μόνον ως εκμισθωτή εργασίας, αλλά και ως εντολοδόχου του πλοιοκτήτη. Ο πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού μετά τον (φορέα της) πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα όσο και σε αυτούς που επιβαίνουν στο πλοίο. Οι γενικές γραμμές των εξουσιών του πλοιάρχου ορίζονται στο άρθρο 104 ΚΔΝΔ, κατά το οποίο αυτός έχει τη διοίκηση του πλοίου, ασκεί εξουσία επί του πληρώματος και των επιβαινόντων, κατά τον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, λαμβάνει κάθε μέτρο μέσα στο πλοίο, στα πλαίσια πάντοτε του κανονισμού και του νόμου, για την τήρηση της τάξης, της πειθαρχίας, της υγιεινής και της ασφάλειας του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου. Οι αρμοδιότητες δε του πλοιάρχου αφορούν, εκτός των άλλων, τη νόμιμη εκπροσώπηση του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, σύμφωνα με την οποία οι τελευταίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84, 105 ΚΙΝΔ). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται περαιτέρω σε: α) δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου, σε ότι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών κλπ και β) δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (ΕφΠειρ 951/2006 ΕΝΔ 2007. 26, 199/2003 ΕΝΔ 2003. 272). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, η ενάγουσα εκθέτει ότι δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων, η δε εναγόμενη εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Τ. πλοίου με το όνομα «…», με αριθμό ΙΜΟ 9590682, ΚΟΧ 80112, ΚΚΧ 48515, ΔΔΣ TCMG8· ότι, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης δραστηριότητάς της, δυνάμει συμβάσεως πώλησης που κατήρτισε η ίδια (ενάγουσα) περί τα μέσα Οκτωβρίου του έτους 2014 με την εδρεύουσα στην Μάλτα εταιρεία με την επωνυμία «…», που ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, δυνάμει σιωπηρής εξουσιοδότησης συναγομένης από τις περιστάσεις, ανέλαβε τον εφοδιασμό του ως άνω πλοίου με τις αναφερόμενες στο δικόγραφο ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων, έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος· ότι, σε εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσής της από την ανωτέρω σύμβαση πώλησης, προέβη την 28η Οκτωβρίου 2014 στην παράδοση στο προαναφερθέν πλοίο, ενόσω αυτό βρισκόταν εντός των ορίων του λιμένα του Πειραιά, 1.699,273 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου IFO 380 CST, έναντι συνολικού ποσού 800.357,58 δολ. ΗΠΑ, ήτοι 471,00 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, και εξέδωσε το σχετικό υπ’ αριθ. Α… τιμολόγιο, που ήταν πληρωτέο την 27η Νοεμβρίου του 2014, συνομολογήθηκε δε περαιτέρω ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης του συμφωνηθέντος κατά τα ανωτέρω αντιτίμου των καυσίμων αυτών, που παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από τον πλοίαρχο του ως άνω πλοίου της εναγομένης, ο οποίος και υπέγραψε τα σχετικά δελτία αποστολής, θα χρεώνονταν τόκοι υπολογιζόμενοι με επιτόκιο 2% μηνιαίως. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, επικουρικά δε λόγω της ιδιότητας της εναγομένης ως κυρίας του προαναφερθέντος πλοίου και της εξ αυτού του λόγου ευθύνης της μέχρι την αξία αυτού για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό του, ζητεί να υποχρεωθεί η τελευταία (εναγομένη) να της καταβάλει το ισόποσο του ανεξόφλητου ως άνω συνολικού ποσού των 800.357,58 δολ. ΗΠΑ σε ευρώ, κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων την ημέρα της πληρωμής, πλέον τόκων υπολογιζομένων με το συμφωνηθέν επιτόκιο 2% μηνιαίως από την επόμενη της 27ης Νοεμβρίου του 2014, δήλης ημέρας πληρωμής, άλλως με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την εν λόγω ημερομηνία. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον [άρθρο 33 ΚΠολΔ, ως προς την εκ της συμβάσεως κύρια βάση της αγωγής, ως εκ του τόπου κατάρτισης της ένδικης σύμβασης {εφόσον η ενάγουσα, που εδρεύει στην Ελλάδα (Πειραιάς), πρότεινε από εκεί (Πειραιά), αποστέλλοντας σχετική προσφορά στην εταιρεία με την επωνυμία «…», που ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, να διενεργήσει τον εφοδιασμό του προεκτιθέμενου πλοίου με τα αναφερόμενα καύσιμα έναντι συγκεκριμένου ανταλλάγματος, ακολούθως δε περιήλθε σ’ αυτήν (ΑΚ 167) στο ίδιο μέρος (Πειραιάς) η αποδοχή της εν λόγω πρότασης εκ μέρους της «…» (ΑΚ 189) και ως εκ τούτου συνήφθη η μεταξύ τους σύμβαση (ΑΚ 192 – βλ. και ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012. 269, ΕφΑθ 3679/2010 ΔΕΕ 2012. 373)} και εκπλήρωσης της με αυτή (σύμβαση) συμφωνηθείσας παροχής (εφόσον η πετρέλευση του εν λόγω σκάφους έλαβε χώρα στο λιμένα του Πειραιά), καθώς και ως προς την ερειδομένη στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού αγωγική βάση (βλ. και ΕφΠειρ 1746/1987 ΠειρΝ 1987. 478), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 3Β περ. ι΄ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της υπόθεσης], συνακολούθως δε έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της εναγομένης. Ωστόσο, ως προς την έτερη επικουρική βάση της, αφορώσα την ευθύνη της εναγομένης για την επίδικη απαίτηση από τον εφοπλισμό του ανωτέρω πλοίου, ως εκ της ιδιότητάς της (εναγομένης) ως κυρίας αυτού (πλοίου), η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης που προέβαλε η εναγομένη με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της (άρθρα 4, 263 ΚΠολΔ), καθόσον εν προκειμένω δεν λαμβάνεται υπόψη ο τόπος κατάρτισης της επίδικης σύμβασης ή εκπλήρωσης της συμφωνηθείσας παροχής, αλλά έχει εφαρμογή η γενική περί της κατά τόπον αρμοδιότητας διάταξη του άρθρου 22 ΚΠολΔ, η οποία καθορίζει τη γενική κατά τόπον αρμοδιότητα από την κατοικία του εναγομένου, προκειμένου δε περί νομικών προσώπων από την έδρα αυτών κατ’ άρθρο 25 ΚΠολΔ, αφού η εναγόμενη εταιρεία εδρεύει στην αλλοδαπή και δη στην Τ.. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που τη διέπει. Με βάση τα εκτιθέμενα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής αλλά και τα συνομολογούμενα με τις προτάσεις της εναγομένης, αυτή (αγωγή) είναι ερευνητέα στο σύνολό της κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και ειδικότερα: α) όσον αφορά στην αγωγική βάση εκ της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας συμβάσεως πώλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3, 4 παρ. 1α και 19 παρ. 1 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 που αντικατέστησε την από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως εν προκειμένω, ως εκ της έδρας της πωλήτριας – ενάγουσας εταιρείας, ενώ υφίσταται και σιωπηρός μετασυμβατικός καθορισμός, αφού η ενάγουσα θεμελιώνει ρητά τις αξιώσεις της στις σχετικές με την πώληση διατάξεις του ελληνικού Αστικού Κώδικα, ομοίως δε με τις διατάξεις του αυτού δικαίου η εναγομένη αποκρούει τους αγωγικούς ισχυρισμούς (βλ. και ΕφΠειρ 269/2008 ΔΕΕ 2008. 982, 27/2001 ΕΝΔ 30. 19), β) ως προς το ζήτημα της αντιπροσώπευσης της εναγόμενης εταιρείας κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης και της δέσμευσής της απ’ αυτήν έναντι της ενάγουσας, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, δεδομένου ότι το εν λόγω ζήτημα αποκλείεται ρητά από το πεδίο εφαρμογής τόσο του ανωτέρω Κανονισμού 593/2008 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄ του Κανονισμού) όσο και της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19-06-1980 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. στ΄ της Διεθνούς Σύμβασης). Σύμφωνα δε με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, τα θέματα της δεσμεύσεως του αντιπροσωπευόμενου και της εκτάσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος, ως αντιπρόσωπος αυτού, ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1187/2000 ΕλλΔνη 2001. 1317, 1350). Επομένως, εφαρμοστέο εν προκειμένω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας στην οποία επιχείρησε η αντιπρόσωπος της εναγομένης την εν λόγω δικαιοπραξία για την οποία της δόθηκε κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς η πληρεξουσιότητα (βλ. τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα περί του τόπου κατάρτισης της ένδικης σύμβασης). Και γ) ως προς τη στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της (αγωγής), σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3, 10 παρ. 1 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές της 11.7.2007, ως το δίκαιο (ελληνικό) που διέπει κατά τα ανωτέρω την ένδικη συμβατική σχέση. Κατ’ ακολουθίαν, η αγωγή τυγχάνει, απορριπτομένων όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εναγομένη, επαρκώς ορισμένη, καθόσον περιέχονται σ’ αυτή με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα απαιτούμενα, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, στοιχεία, και νόμιμη, κατά την κύρια βάση της, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, 211, 216, 291 (σε συνδ. με το άρθρο 1 του ν. 740/1977, εφόσον πρόκειται για διεθνή συναλλαγή που αφορά την εκμετάλλευση πλοίου, έτσι ώστε να τυγχάνει νόμιμη η συνομολόγησή της σε αλλοδαπό νόμισμα), 292, 293, 294, 341 εδ. α΄, 345 εδ. α΄, 361 και 513 επ. του ΑΚ, 84 εδ. α΄ του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. στ΄ του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί καταψηφίσεως της εναγομένης στην πληρωμή τόκων υπερημερίας με μηνιαίο επιτόκιο 2% (ήτοι 24% ετησίως), το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο καθ’ ο μέρος το εν λόγω επιτόκιο υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό ορίσθηκε με τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ. κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 2842/2000) και το οποίο ανερχόταν συγκεκριμένα από 10-9-2014 έως 15-3-2016 σε ποσοστό 7,3% ετησίως και από 16-3-2016 και εντεύθεν σε ποσοστό 7,25% ετησίως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 293, 294 του ΑΚ και 109 του ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον, η δε περί ανώτατου θεμιτού ορίου τόκου ως άνω διάταξη είναι δημοσίας τάξεως και κάθε αντικείμενη προς αυτή συμφωνία είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (ΕφΑθ 6029/1999 ΕλλΔνη 1999. 1625, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, άρθρ. 294, αρ. 1). Τέλος, η επικουρική βάση της κρινόμενης αγωγής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ειδικώς μ’ αυτή ακυρότητα ή ανατροπή των αποτελεσμάτων της ένδικης σύμβασης, από την οποία απορρέουν οι αγωγικές αξιώσεις (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44. 1261, ΑΠ 1682/2014 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 222/2003 ΕλλΔνη 45. 475). Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της: α) έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. την προσκομισθείσα, μετά και την προς τούτο κλήση από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 227 ΚΠολΔ, των πληρεξουσίων δικηγόρων της ενάγουσας, απόδειξη ηλεκτρονικής πληρωμής του οφειλόμενου δικαστικού ενσήμου), β) για το παραδεκτό των διαδικαστικών πράξεων της κατάθεσης της αγωγής, της παράστασης στο ακροατήριο και της κατάθεσης των προτάσεων έχουν κατατεθεί το με αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΔΣΠ (κατάθεση αγωγής) και τα με αριθ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών ΔΣΠ (παράσταση και προτάσεις) κατ’ άρθρο 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013 (παράρτημα I και III), όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με άρθρο 7 παρ. 8 Ν. 4205/2013.
Κατά τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 11 του ΚΠολΔ λόγο, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν προσκομίστηκαν νόμιμα ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Απαιτείται δηλονότι όχι μόνον η προσκόμιση, αλλά και η επίκληση του μη ληφθέντος υπόψη αποδεικτικού μέσου ή η μη επίκληση του ληφθέντος υπόψη. Σύμφωνα δε με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ. 1 στοιχ. β, 240, 453, 524 παρ. 1 και 559 αριθ. 11γ ΚΠολΔ, το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του όσα αποδεικτικά μέσα προσκομίστηκαν νόμιμα, εφόσον, παράλληλα, υπάρχει σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών, ώστε να προκύπτει με βεβαιότητα η ταυτότητά τους. Η επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων σε προηγούμενη συζήτηση, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των αποδεικτικών μέσων (ΟλΑΠ 14/2005 ΕλλΔνη 2005. 702, 9/2000 ΝοΒ 2000. 1245, ΑΠ 454/2016 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 270 παρ. 2, 339, 393 και 394 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι μαρτυρίες των τρίτων δίνονται είτε με εξέταση αυτών ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο είτε με ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου και ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου. Μαρτυρία που δόθηκε μ’ άλλον τρόπο δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Αυτό ισχύει και για τις δηλώσεις ή βεβαιώσεις τρίτων που αποτελούν μαρτυρίες τους, εφόσον έγιναν για να χρησιμοποιηθούν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ως αποδεικτικά μέσα στην ορισμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη, χωρίς να τηρηθούν οι πιο πάνω δικονομικές διατάξεις (ΟλΑΠ 8/1987 ΕλλΔνη 28. 629, ΑΠ 624/2013 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 53/2012 ΕΝΔ 2012. 125). Στην προκείμενη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, κάποια εκ των οποίων θα αναφερθούν ειδικότερα στη συνέχεια, από τις υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγομένης, … και …, αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, και την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης, …, ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες ελήφθησαν μετά από προηγούμενη νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …), μη λαμβανομένων υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση, των υπ’ αριθ. … και … ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της εναγομένης, κατόπιν σχετικού αιτήματος της ενάγουσας και παραίτησης από την επίκλησή τους εκ μέρους της πρώτης (εναγομένης), καθώς και της από 15-9-2015 επιστολής της ΕΚΟ, την οποία προσκομίζει η ενάγουσα, δοθέντος ότι αυτή, όπως συνάγεται από το εν γένει περιεχόμενό της, έγινε για να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τυγχάνει εταιρεία εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, δραστηριοποιούμενη μεταξύ άλλων στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων. Προς τούτο είναι κάτοχος της υπ’ αριθ. … άδειας φορολογικής αποθήκης και εγκεκριμένος προμηθευτής καυσίμων πλοίων, έχουσα την υπ’ αριθ. … άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή, καθώς και κάτοχος της υπ’ αριθ. … άδειας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων κατηγορίας Ε και αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων κατηγορίας Β1. Στις 20-10-2014, εκπρόσωποι της εδρεύουσας στην Μάλτα εταιρείας με την επωνυμία «…», που ενδιαφέρονταν για την αγορά από την ενάγουσα ναυτιλιακών καυσίμων, επικοινώνησαν με την τελευταία, αιτούμενοι την αποστολή από αυτήν (ενάγουσα) έγγραφης προσφοράς της για την τιμή πώλησης 1.700,00 μετρικών τόνων ναυτιλιακών καυσίμων τύπου IFO 380 CST, ήτοι προέβησαν σε πρόσκληση για υποβολή πρότασης, χωρίς το στοιχείο εισέτι της ενοχικής δέσμευσης (βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, έκδοση 2001, τόμος Α΄, υπό το άρθρο 185, αρ. 7, σελ. 788), τα δε καύσιμα προορίζονταν για τον εφοδιασμό του υπό σημαία Τ.ς πλοίου με το όνομα «…», με αριθμό ΙΜΟ 9590682, ΚΟΧ 80112, ΚΚΧ 48515, ΔΔΣ TCMG8, πλοιοκτησίας της εναγομένης. Πράγματι η ενάγουσα απέστειλε στην εταιρεία «…» την από 20-10-2014 έγγραφη προσφορά της, επέχουσα θέση πρότασης για κατάρτιση σύμβασης (άρθρο 185 ΑΚ), την οποία αποδέχθηκε η τελευταία κατ’ άρθ. 189 ΑΚ με την αυθημερόν αποσταλείσα από 20-10-2014 έγγραφη επιβεβαίωση παραγγελίας αγοράς καυσίμων, στην ως άνω δε ανταλλαγείσα αλληλογραφία η ενάγουσα αναγνωρίζει ρητώς ως αντισυμβαλλόμενή της την προαναφερθείσα εταιρεία με την επωνυμία «…» (μη διάδικο στην παρούσα δίκη). Από και δια της συμπτώσεως των ως άνω δηλώσεων βουλήσεως καταρτίσθηκε η ένδικη σύμβαση κατ’ άρθρο 192 ΑΚ, αφορώσα την πώληση της συμφωνηθείσας ποσότητας ναυτιλιακών καυσίμων έναντι τιμήματος ύψους 471,00 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, εκδοθέντος σχετικώς του υπ’ αριθ. Α… τιμολογίου της ενάγουσας για την πώληση συγκεκριμένα 1.699,273 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου IFO 380 CST, έναντι συνολικού ποσού 800.357,58 δολ. ΗΠΑ, ήτοι έναντι του συμφωνηθέντος ως άνω τιμήματος ύψους 471,00 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, που ήταν πληρωτέο την 27η Νοεμβρίου του 2014. Δυνάμει, εξάλλου, έτερης αυτοτελούς συμβάσεως πωλήσεως, καταρτισθείσας μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας «…» και της εδρεύουσας στο …, εταιρείας με την επωνυμία «…», η πρώτη μεταπώλησε τα ως άνω καύσιμα στην τελευταία, η οποία, δυνάμει νέας αυτοτελούς συμβάσεως πωλήσεως, συναφθείσας μεταξύ της ιδίας και της εναγόμενης εταιρείας, τα μεταπώλησε στην τελευταία αντί τιμήματος 480,00 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο καυσίμων, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. … τιμολογίου της εν λόγω εταιρείας «…», ποσού 815.651,04 δολ. ΗΠΑ για τα πωληθέντα καύσιμα, πλέον 1.000,00 δολ. ΗΠΑ για ναύλωση δεξαμενοφορτηγίδας, ήτοι συνολικού ποσού 816.651,04 δολ. ΗΠΑ, πληρωτέου εντός 60 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης των ως άνω καυσίμων στο πλοίο «…» της εναγομένης, η οποία έλαβε χώρα, στο λιμάνι του Πειραιά, στις 28-10-2014 δια του δεξαμενόπλοιου «…» από την εταιρεία ΕΚΟ (άρθρο 317 ΑΚ), που εξέδωσε μάλιστα το υπ’ αριθ. … δελτίο αποστολής στο όνομα της ενάγουσας. Όπως κατά τα ανωτέρω αποδεικνύεται η προεκτιθέμενη σύμβαση πώλησης μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου εταιρείας με την επωνυμία «…» είναι αυτοτελής και διακριτή από τη δεύτερη ως άνω σύμβαση πώλησης της εναγομένης με την εταιρεία με την επωνυμία «…», δεδομένου άλλωστε ότι το τίμημα (ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης πώλησης) σε κάθε μία εξ αυτών (συμβάσεων) ήταν διαφορετικό, καθορισθέν σε 471,00 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο στη σύμβαση πώλησης που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας «…», και σε 480,00 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο στην έτερη σύμβαση πώλησης της εναγομένης με την εταιρεία με την επωνυμία «…». Μάλιστα, η εναγομένη, μετά την έκδοση σχετικής διαταγής από 21-7-2015 με αρ. δικογραφίας … του αγγλικού Δικαστηρίου High Court of Justice Queen’s Bench Division Admiralty Court, κατέθεσε το ποσό του εκδοθέντος από την ως άνω αντισυμβαλλόμενή της εταιρεία «…», υπ’ αριθ. … τιμολογίου, ύψους 816.651,04 δολ ΗΠΑ, στο ταμείο του ανωτέρω Δικαστηρίου (Court Funds Office). Όσον δε αφορά στην εξεταζόμενη κύρια βάση της υπό κρίση αγωγής, που ερείδεται στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, καθίσταται προφανές ότι η εναγομένη ουδέποτε αντιπροσωπεύτηκε ή, ως τρίτη, αποδέχτηκε ή ενέκρινε τη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων που συνήφθη κατά τα ανωτέρω μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας με την επωνυμία «…». Ειδικότερα, δεν προέκυψε από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ότι η τελευταία, κατά την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης, ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, μόνη δε η έκδοση του προαναφερθέντος υπ’ αριθ. Α… τιμολογίου πώλησης της ενάγουσας με αναφορά σε αυτό ως υπόχρεης και της «πλοιοκτήτριας» (χωρίς καν να κατονομάζεται αυτή) μονομερώς και χωρίς γνώση της εναγομένης, δεν αρκεί και δεν δεσμεύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την τελευταία. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το επικαλούμενο από την ενάγουσα γεγονός ότι η εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρεία με την επωνυμία «…», ναυτική πράκτορας της εναγομένης, υπέβαλε τη σχετική με τον ως άνω εφοδιασμό του πλοίου «…» αίτηση πετρέλευσης προς την ίδια (ενάγουσα), ενεργώντας κατ’ εντολή της πλοιοκτήτριας εναγόμενης εταιρείας, καθόσον η προεκτιθέμενη ενέργειά της (εταιρείας «…») έλαβε χώρα στα πλαίσια των αναγκαίων διατυπώσεων σχετικά με την προσέγγιση του εν λόγω πλοίου στον Πειραιά και τον εφοδιασμό του με καύσιμα και όχι προς το σκοπό κατάρτισης κάποιας δικαιοπραξίας. Ομοίως δεν αποδείχθηκε βάσιμος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι στην προκείμενη περίπτωση η εταιρεία «…» ενήργησε ως μεσίτης ναυτιλιακών καυσίμων, αφού δεν υπέδειξε στην εναγομένη ευκαιρία για τη σύναψη ορισμένης σύμβασης ούτε μεσολάβησε στην κατάρτισή της, αλλά αγόρασε από την ενάγουσα καύσιμα, τα οποία μεταπώλησε στην εταιρεία «…». Από την άλλη πλευρά και ο έτερος ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η εταιρεία «…» δεν μπορεί να πωλήσει καύσιμα στην Ελλάδα, ως μη έχουσα την απαιτούμενη κατά νόμο άδεια εμπορίας αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων, γεγονός από το οποίο συνάγεται σαφώς ότι η δήλωση βούλησής της («…»), στα πλαίσια κατάρτισης της ένδικης σύμβασης πώλησης, έγινε στο όνομα της αντιπροσωπευόμενης απ’ αυτή εναγόμενης εταιρείας (σιωπηρή αντιπροσώπευση), είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την παρ. 9 του άρθρου 6 ν. 3054/2002 ορίζεται ότι «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων είτε απευθείας με τον διαχειριζόμενο το πλοίο είτε με άλλο τρίτο πρόσωπο που συνδέεται συμβατικά με αυτόν, υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο με ευθύνη και παραστατικά παράδοσης αποκλειστικά των κατόχων άδειας εμπορίας, οι οποίοι θα εκδίδουν τα παραστατικά πώλησης είτε προς τον διαχειριζόμενο το πλοίο είτε προς τον τρίτο αντίστοιχα». Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνες των άρθρων 4 παρ. 1, 16 και 17 του ίδιου ως άνω νόμου προκύπτει ότι η κατάρτιση συμβάσεων πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων χωρίς την απαιτούμενη προς τούτο άδεια είναι έγκυρη. Και τούτο για το λόγο ότι ο νόμος, αν και προβλέπει αυστηρές ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, δεν αποδοκιμάζει και συνεπώς δεν απαγορεύει τη σύμβαση, ώστε να επέρχεται ακυρότητα αυτής σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, αλλά απαγορεύει την παροχή με την μορφή πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, όχι όμως καθεαυτή, αλλά μόνον αν δεν πληρούται ορισμένη διατύπωση και ειδικότερα αν δεν έχει χορηγηθεί η προβλεπόμενη σχετική άδεια. Στην περίπτωση αυτή δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 174 ΑΚ και η απειλούμενη με αυτό ακυρότητα της σύμβασης, αλλά το άρθρο 365 ΑΚ και οι κατά παραπομπή αυτού διατάξεις των άρθρων 362-364 ΑΚ (πρβλ. ΑΠ 1903/2011 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ενισχυτικό της άποψης αυτής είναι και το γεγονός ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 6 παρ. 9 του ως άνω νόμου, επετράπη κατ’ εξαίρεση η κατάρτιση συμβάσεων πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων και από μη κάτοχο άδειας, υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο με ευθύνη και παραστατικά παράδοσης των κατόχων άδειας εμπορίας, χωρίς και εν προκειμένω η μη τήρηση της προϋπόθεσης αυτής να επάγεται ακυρότητα των συμβάσεων αυτών. Αν ο νομοθέτης ήθελε κάτι τέτοιο θα το όριζε ρητά ως έννομη συνέπεια, όπως όρισε ως συνέπεια της παράβασης των διατάξεών του την επιβολή ποινικών και διοικητικών κυρώσεων (ΑΠ 1479/2012 ΧρΙδΔ 2013. 207). Πέραν τούτου, το γεγονός ότι η εταιρεία με την επωνυμία «…» δεν ενήργησε κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης επιβεβαιώνεται ιδιαίτερα και από τη νομίμως προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα Επιβεβαίωση Παραγγελίας Αγοράς (Purchase Order Confirmation), που απέστειλε στην τελευταία η ως άνω εταιρεία «…», όπου η ίδια όχι μόνο δεν δηλώνει στη συμβληθείσα με αυτήν ενάγουσα ότι ενεργεί στο όνομα της εναγόμενης εταιρείας, αλλά αντίθετα αναφέρει με σαφήνεια ότι ενεργεί για δικό της λογαριασμό (Account: ….). Από αυτή τη ρητή δήλωση της «…» προς την ενάγουσα προκύπτει με βεβαιότητα ότι η τελευταία συνήψε την από αυτήν επικαλούμενη σύμβαση αγοραπωλησίας καυσίμων με την εταιρεία «…» ως αντισυμβαλλόμενή της αγοράστρια και συμφώνησε μαζί της και τους εν γένει όρους της σύμβασης που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση. Εξάλλου, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το προαναφερθέν υπ’ αριθ. … δελτίο αποστολής σφράγισε με τη σφραγίδα του πλοίου της εναγομένης και υπέγραψε ανεπιφύλακτα ο πλοίαρχος αυτού, ο οποίος, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα πρόταση στην αρχή της παρούσας, τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας – εναγόμενης εταιρείας, δυνάμει δε της κατά τα ανωτέρω υπογραφής του ως άνω δελτίου αποστολής από τον πλοίαρχο και δια της παραλαβής του εκδοθέντος σχετικώς από την ενάγουσα υπ’ αριθ. Α… τιμολογίου πώλησης καυσίμων έλαβε χώρα η ίδρυση αυτοτελούς εις ολόκληρον με την «…» συμβατικής υποχρέωσης της εναγομένης να καταβάλει στην πρώτη (ενάγουσα) το τίμημα των πωληθέντων κατά τα ανωτέρω ναυτιλιακών καυσίμων. Ωστόσο, ο εν λόγω ισχυρισμός κρίνεται απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, δεδομένου αφενός ότι η υπογραφή στο ως άνω δελτίο αποστολής δεν τέθηκε από τον πλοίαρχο του πλοίου και νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, αλλά, όπως βεβαίωσε και ο μάρτυρας της τελευταίας (εναγομένης), …, εργαζόμενος στην εναγόμενη εταιρεία ως υπεύθυνος λειτουργίας των δεξαμενοπλοίων, από τον Α΄ μηχανικό, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από τον μάρτυρα της ενάγουσας κατά την κατάθεσή του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ο δε Α΄ μηχανικός εκ του νόμου δεν νομιμοποιείται να εκπροσωπεί δικαιοπρακτικώς την πλοιοκτήτρια ούτε ήταν εν προκειμένω εξουσιοδοτημένος από τον πλοίαρχο, ως νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, για να προβαίνει στη σύναψη δικαιοπραξιών, άλλως για την ανάληψη ενοχικών υποχρεώσεων, παρά μόνο για να επιλαμβάνεται, κατά παγίως ακολουθούμενη ναυτιλιακή πρακτική, της παραλαβής των καυσίμων, αφετέρου η παραλαβή αυτή των καυσίμων από τον Α΄ Μηχανικό του πλοίου της εναγομένης και η υπογραφή επί του σχετικού δελτίου παράδοσης και παραλαβής δεν έγινε με πρόθεση ανάληψης σχετικής υποχρέωσης από την πλοιοκτήτρια – εναγομένη αναφορικά με την ένδικη σύμβαση πώλησης που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της «…», η οποία (σύμβαση) δεν αναφέρεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο ως άνω δελτίο παράδοσης, αλλά σε πιστοποίηση του πραγματικού γεγονότος της ποσοτικής παραλαβής των καυσίμων που παραδόθηκαν στο ως άνω πλοίο της (εναγομένης), για την οποία και μόνον ήταν ο Α΄ μηχανικός εξουσιοδοτημένος και αρμόδιος. Η δε αποστολή του προαναφερθέντος υπ’ αριθ. Α… τιμολογίου πώλησης εκ μέρους της ενάγουσας στην εναγόμενη εταιρεία, με αναφορά σε αυτό ως υπόχρεης από την εν λόγω σύμβαση πώλησης και της τελευταίας, δεν αρκεί, όπως προεκτέθηκε, για τη δημιουργία ενοχικών υποχρεώσεων της εναγομένης από τη σύμβαση αυτή. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και ενόψει του ότι δεν προέκυψε ότι κατά τη σύναψη της επικαλούμενης στο αγωγικό δικόγραφο σύμβασης πώλησης μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας με την επωνυμία «…», η τελευταία ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό της εναγόμενης εταιρείας ούτε συνάγεται κατ’ αντικειμενική κρίση από τις περιστάσεις που υφίσταντο κατά την κατάρτιση της εν λόγω δικαιοπραξίας, ότι η δήλωση βούλησης της «…» έγινε στο όνομα της εναγομένης, ενώ επίσης δεν προέκυψε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο έγκριση ή αποδοχή των όρων της προεκτιθέμενης σύμβασης εκ μέρους της εναγόμενης εταιρείας, πρέπει η αγωγή, σύμφωνα και με τα μνημονευόμενα στη διαλαμβανόμενη στην αρχή της παρούσας νομική σκέψη, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία καθορίζει στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων τετρακοσίων (15.400,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις -7-2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ