Μενού Κλείσιμο

Σ.Ε.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 3446/2017

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τακτική Διαδικασία)

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Πρόεδρο Πρωτοδικών – Εισηγητή, Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 29 Νοεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανωνύμου ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…» που έχει την έδρα της στην Α….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο Αγγελική Σαμαρά.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ: 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…  που έχει την έδρα της στον Π…… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία Πιερράτου, 2) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…» που έχει την έδρα της στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Ντέσκα,  3) Εταιρίας με την επωνυμία «…» που έχει την έδρα της στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ξανθούλα Ρούση,  4) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…» που έχει την έδρα της στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Βαρδακούλα, 5) Ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…» η οποία αντιπροσωπευόταν κατά την πρωτόδικη διαδικασία νομίμως στην Ελλάδα από την εταιρία «….» και ήδη εκπροσωπείται νομίμως στην Ελλάδα από την εταιρία με την επωνυμία «…» που έχει την έδρα της στην Α…… και εκπροσωπείται νόμιμα της οποίας η άδεια ανακλήθηκε και εκπροσωπείται νόμιμα από τον επόπτη ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπύρο Γάλλο.

Η καλούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 2-7-2010 κύρια παρέμβαση – αγωγή της που κατατέθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό … η οποία προσδιορίστηκε για την 8-2-2012 και στρέφονταν κατά του …, της εταιρίας ‘…’ και της εταιρίας ‘…’, και κατά της εταιρίας ‘…’.

Επίσης, η καλούσα κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 12-7-2010 και με αριθμό κατάθεσης … κύρια παρέμβαση – αγωγή – πλαγιαστική αγωγή της κατά των εταιριών «…’ και ‘…’, η οποία προσδιορίστηκε για την 8-2-2012.

Τα δύο δικόγραφα κατόπιν αναβολών συνεκδικάστηκαν κατά τη δικάσιμο της 2-4-2014 με α) την υπ’ αριθμ. καταθ. … αγωγή, β) την υπ’ αριθμ. καταθ. … προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και γ) το υπ’ αριθμ. … δικόγραφο.

Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 4247/2014 απόφασή του, με την οποία κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε όλες τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις στο παρόν Δικαστήριο.

Η υπόθεση επαναφέρθηκε με την από 17-5-2015 και με αριθμό κατάθεσης … κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για την 22-9-2015 οπότε και ματαιώθηκε.

Ήδη, η υπόθεση εισάγεται για νέα συζήτηση. Η σχετική από 29-10-2015 κλήση, κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό … κλήση, προσδιορίστηκε για την  26-1-2016 και μετά από αναβολή για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 29-10-2015 και με αριθμ.κατ. … κλήση της καλούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», νομίμως επαναφέρονται προς συζήτηση: α) η από 2-7-2010 και με αριθμ.κατ. … κυρία παρέμβαση – αγωγή της καλούσας – ενάγουσας κατά των εναγόμενων εταιρειών «….» και «….», β) η από 12-7-2010 και με αριθμ. κατ. … αγωγή – πλαγιαστική αγωγή της καλούσας – ενάγουσας κατά των ασφαλιστικών εταιρειών … και …, εκ των οποίων η δεύτερη εδρεύει στην Μ. Β., γ) η από 7-7-2006 και με αριθμ.κατ. … αγωγή της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…» κατά των εταιρειών «….» και «….», δ) η από 17-7-2006 και με αριθμ.κατ. … προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως της εταιρείας «….» κατά της βρετανικής ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» και ε) η από 25-1-2012 και με αριθμ.κατ. … προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» κατά της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 4247/2014 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που διέταξε την συνεκδίκαση των ως άνω αγωγών, που είχαν συζητηθεί ενώπιον εκείνου του Δικαστηρίου, κατά την δικάσιμο της 2-4-2014, κήρυξε εαυτόν λειτουργικά αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο. Πρέπει να σημειωθεί ότι με την ως άνω κλήση, δεν εισάγεται προς συζήτηση η υπό στοιχ. α΄ και με αριθμ. κατ. … αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο Ν. Δ., καθώς με την ως άνω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής ως προς αυτόν και άρα παραμένει εκκρεμής ενώπιον εκείνου του Δικαστηρίου, χωρίς να επηρεάζεται από την οριστική διάταξη παραπομπής στο παρόν Δικαστήριο για τους λοιπούς απλούς ομόδικους του.

Από την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν 2496/1997 (που αντικατέστησε το άρθρο 210 του ΕμπΝ), που ορίζει ότι εάν ο λήπτης της ασφαλίσεως έχει αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας κατά τρίτου, η αξίωση περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε, δηλαδή ο ασφαλιστής υποκαθίσταται στις αξιώσεις του ασφαλισμένου του έναντι του ζημιώσαντος τρίτου προσώπου, προκύπτει ότι ο ασφαλιστής, από τότε που θα καταβάλει το ασφάλισμα στον ασφαλισμένο, υποκαθίσταται στη θέση εκείνου και μπορεί να ενασκήσει κατά του υπαιτίου της ζημίας τρίτου, τις αξιώσεις του τελευταίου. Έτσι, ο ενάγων – ασφαλιστής, ασκώντας την αγωγή που θα ασκούσε ο ίδιος ο ασφαλισμένος κατά του υπαιτίου της ζημίας τρίτου, αρκεί, για την πληρότητά της, να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει, την συνδρομή των προϋποθέσεων της ασφαλιστικής υποκαταστάσεως και συγκεκριμένα: α) τη σύναψη και τους όρους της ασφαλιστικής συμβάσεως, β) την καταβολή του ασφαλίσματος στον ζημιωθέντα ασφαλισμένο, λόγω επελεύσεως της ασφαλιστικής περιπτώσεως και γ) την ζημία του ασφαλισμένου που αποζημίωσε. Η αξίωση περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε. Επομένως, ο ασφαλιστής, που κατέβαλε το ασφάλισμα υποκαθίσταται στη θέση που ακριβώς βρισκόταν ο ασφαλισμένος έναντι του τρίτου, κατά του οποίου αυτός δικαιούται να στραφεί συνεπεία της από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου ζημίας. Mε βάση τα ανωτέρω, η ασφαλιστική υποκατάσταση αποτελεί περίπτωση νόμιμης εκχωρήσεως, με τον ασφαλιστή να είναι ειδικός διάδοχος του ζημιωθέντος – ασφαλισμένου του, επέρχεται αυτοδικαίως από τον χρόνο καταβολής της ασφαλιστικής αποζημιώσεως στον λήπτη της ασφαλίσεως και εφαρμόζονται ως προς αυτή αναλογικώς οι διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ για τη συμβατική εκχώρηση, εφόσον προσαρμόζονται στην φύση και τον σκοπό της (ΑΠ 763/2014, ΜονΕφΠειρ 946/2013, Α΄ Δημ. ΝΟΜΟΣ, ειδικά για την ειδική διαδοχή στην αξίωση αποζημιώσεως κατά του τρίτου, βλ.σχετ. Απ. Γεωργιάδης: Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα, Τόμος Ι, άρθρο 455, παρ. Α΄, Γ. Γεωργιάδης). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 225 ΚΠολΔ «Η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα (παρ. 1). Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος δεν επιφέρει καμιά μεταβολή στη δίκη. Ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση (παρ. 2)». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία, να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοείται κάθε μορφή διαθέσεως του επίδικου πράγματος, είτε γίνεται με δικαιοπραξία του ιδιωτικού δικαίου, είτε αυτοδικαίως από το νόμο, όπως η αυτοδίκαιη υποκατάσταση του ασφαλιστή στην θέση του ασφαλισμένου, που προβλέπεται στο άρθρο 14 του Ν. 2496/1997, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, είτε είναι εκούσια, είτε αναγκαστική. Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή η εκχώρηση της επίδικης απαιτήσεως, συμπεριλαμβανομένης της εκ του νόμου εκχωρήσεως, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων εωσότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε, μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει την δίκη, ως μη δικαιούχος διάδικος, είναι ο διάδικος που μεταβίβασε, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα. Εάν ο τελευταίος είναι ενάγων και δεν ζητήσει, με τις προτάσεις του, την επιδίκαση αυτού στον ειδικό διάδοχο, κατ` επιτρεπτή μεταβολή του αγωγικού αιτήματος, η απόφαση που θα δεχτεί την αγωγή θα εκδοθεί στο όνομα του (του μεταβιβάσαντος), ο οποίος όμως δεν θα δικαιούται να εισπράξει το ποσό που επιδικάστηκε, εφόσον δεν είναι πλέον δικαιούχος αυτού. Αναγκαστική εκτέλεση νομιμοποιείται τότε να επισπεύσει μόνον ο ειδικός διάδοχος ως φορέας του δικαιώματος ( άρθρα 225, 325, 919 § 1 και 925 § 1 ΚΠολΔ). Ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν υπεισέρχεται στην θέση του δικαιοπαρόχου του, αλλά έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει παρέμβαση  (ΑΠ 1073/2015,ΜονΕφΠειρ 583/2014, Εφ.Αθ 4733/1997, Α΄ Δημ. ΝΟΜΟΣ, Κεραμεύς/Νίκας/Κονδύλης: Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., Τόμος Ι, άρθρο 225, αρ. 3, Μακρίδου). Δεδομένου ότι η απόφαση, που θα εκδοθεί στην κύρια δίκη, αναπτύσσει ενέργειες (όχι απλώς αντανακλαστικές) και στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος – ειδικού διαδόχου προς τον αντίδικο του υπέρ ου η παρέμβαση – δικαιοπαρόχου του, αφού τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας ή της άμεσης διαπλαστικής ενέργειας καταλαμβάνουν και τον ειδικό διάδοχο, η παρέμβαση του θα έχει τον χαρακτήρα της αυτοτελούς πρόσθετης παρεμβάσεως του άρθρου 83 του Κ.Πολ.Δ., με τον ίδιο να έχει τις δικονομικές εξουσίες αναγκαίου ομοδίκου, χωρίς, όμως, να έχει στην διάθεση του τις διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου, εκτός εάν ο ειδικός διάδοχος επικαλείται έννομο συμφέρον για την δημιουργία δεδικασμένου ως προς το δικαίωμα, που απέκτησε και έναντι του δικαιοπαρόχου του, οπότε θα έχει τον χαρακτήρα κύριας παρεμβάσεως. Το τελευταίο συμβαίνει όταν ο δικαιοπάροχος του παρεμβαίνοντος αμφισβητεί ότι ο ειδικός διάδοχος απέκτησε εγκύρως το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα. Μόνη η μεταβίβαση του επίδικου αντικειμένου δεν στερεί από τον διάδικο που το μεταβίβασε την εξουσία να εξακολουθήσει να διεξάγει τη δίκη ούτε θεμελιώνει υπέρ του ειδικού διαδόχου δικαίωμα να ασκήσει κυρία παρέμβαση. Αν το έννομο συμφέρον που απαιτείται για την άσκηση κύριας παρεμβάσεως δεν εκτίθεται στο δικόγραφο αυτής ή δεν δικαιολογείται, τότε η παρέμβαση αυτή δεν ισχύει ως κυρία αλλά, εφόσον περιέχει τα στοιχεία της πρόσθετης, θα ισχύει με τον χαρακτήρα της τελευταίας (ΑΠ 1004/1992 Ελλ.Δ/νη 1994, 431, Εφ.Πατρ 1027/2008, Α΄ Δημ.ΝΟΜΟΣ).Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 ΕισΝΑΚ, που ορίζει ότι: «οι έμποροι έχουν δικαίωμα, για τις μεταξύ τους απαιτήσεις από εμπορική και για τους δύο αιτία να αξιώσουν τόκο από την ημέρα που το χρέος έγινε απαιτητό», εισάγεται εξαίρεση του καθιερούμενου με το άρθρο 345 ΑΚ κανόνα για οφειλή τόκων μόνον επί υπερημερίας του οφειλέτη και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της, δηλαδή η εμπορική ιδιότητα του οφειλέτη, και του δανειστή, κατά το χρόνο γένεσης, της απαίτησης, και η προέλευση της απαιτήσεως από εμπορική και για τους δύο αιτία, η οποία είναι δυνατόν να έχει ως γενεσιουργό λόγο όχι μόνο δικαιοπραξία αλλά και αδίκημα, η υποχρέωση προς καταβολή τόκων αρχίζει από την στιγμή, που το χρέος κατέστη απαιτητό, δηλαδή από την γένεση του, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 323 ΑΚ, εφόσον δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό «ούτε από τη δικαιοπραξία, ούτε από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσεως». Η ανωτέρω, όμως, διάταξη δεν έχει εφαρμογή επί της αξιώσεως του υποκατασταθέντος ασφαλιστή κατά του τρίτου, οφειλέτη του ασφαλισμένου, διότι η αξίωση αυτή του ασφαλιστή δεν πηγάζει από την ασφαλιστική σύμβαση, αλλά από την αυτοδικαίως (άρθρο 14 του Ν 2496/1997) μεταβιβασθείσα σ` αυτόν απαίτηση του ασφαλισμένου δανειστή. Συνεπώς λόγω της διαδοχής (υποκατάστασης) που επέρχεται στο πρόσωπο του δανειστή, ο οφειλέτης – έμπορος δεν καθίσταται υπερήμερος για το καταβληθέν από τον ασφαλιστή ποσό, χωρίς προηγούμενη όχληση του από τον ασφαλιστή (ΑΠ 1715/2007, Εφ.Αθ 759/2014, Εφ.Πειρ 112/2002, Α΄ Δημ. ΝΟΜΟΣ).

Με την από 7-7-2006 και με αριθμ. κατ. … αγωγή της, όπως συμπληρώθηκε παραδεκτώς (άρθρο 224 του Κ.Πολ.Δ.) με τις προτάσεις της, η ενάγουσα εκθέτει ότι στις 4-8-2001 και περί ώρα 13.40 μμ, στις χερσαίες εγκαταστάσεις επισκευής σκαφών της πρώτης εναγόμενης στο …, από συγκλίνουσα υπαιτιότητα της πρώτης εναγόμενης και των προστηθέντων της δεύτερης (της δεύτερης, ως πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία σκάφους αναψυχής με το όνομα …, που επισκευαζόταν στις εγκαταστάσεις της πρώτης), εκδηλώθηκε πυρκαγιά και καταστράφηκε ολοσχερώς το υπό ελληνική σημαία σκάφος αναψυχής με το όνομα «…», πλοιοκτησίας της, που βρισκόταν και αυτό για επισκευή εκεί. Επικαλούμενη ως νόμιμο λόγο ευθύνης των αντιδίκων της την αδικοπραξία και την ευθύνη εκ προστήσεως, αλλά και ότι στις 12-12-2009, ήτοι μετά την έγερση της αγωγής της, αποζημιώθηκε πλήρως (475.000 ευρώ, εκ των οποίων 410.858 ευρώ για κεφάλαιο και 64.142 ευρώ για τόκους, έξοδα κλπ) από την ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…», στην οποία είχε ασφαλίσει το σκάφος της για τον κίνδυνο πυρκαϊάς, με αποτέλεσμα από την ημέρα της ασφαλιστικής αποζημιώσεως, η ως άνω ασφαλιστική της εταιρεία να την έχει υποκαταστήσει στις αξιώσεις της κατά των εναγόμενων – υπαίτιων της καταστροφής, ζητεί: α) να τεθεί εκτός δίκης και να πάρει την θέση της η ασφαλιστική της εταιρεία, που έχει ασκήσει την συνεκδικαζόμενη με αριθμ.κατ…. παρέμβαση και β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, το χρηματικό ποσό των 430.000 ευρώ ως αποζημίωση για την ολοσχερή καταστροφή του σκάφους της. Επίσης, ζητεί να της επιδικασθεί το ως άνω ποσό, με το νόμιμο τόκο από 5-8-2001, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθούν οι αντίδικοί της στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα και μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 4247/2014 παραπεμπτικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η αγωγή, αρμοδίως και παραδεκτώς, εισάγεται προς συζήτηση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 9, 18 και 25 παρ. 2, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 του Ν. 2172/1993, λόγω του αιτούμενου ποσού, των εδρών των εναγόμενων εταιρειών και του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς. Ειδικότερα, μετά την από 12-12-2009 πλήρη αποζημίωση της ενάγουσας από την ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…», που είχε ασφαλίσει το σκάφος της για τον κίνδυνο πυρκαϊάς και την αυτοδίκαιη υποκατάσταση της τελευταίας στην θέση της, ως φορέα των αξιώσεων αποζημιώσεως κατά των εναγόμενων, η ενάγουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς να συνεχίσει την παρούσα δίκη ως μη δικαιούχος διάδικος και αφού δεν μετέβαλε το αίτημα της αγωγής της με τις προτάσεις της, παραδεκτώς, αξιώνει την καταβολή του αιτούμενου ποσού στην ίδια, με το αίτημα της να τεθεί εκτός δίκης και να αναλάβει την δίκη η ασφαλιστική της εταιρεία, που ασκεί παρέμβαση στην παρούσα με την από 2-7-2010 και με αριθμ.κατ. … κυρία παρέμβαση – αγωγή να πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, αφού δεν συμφωνούν και οι εναγόμενες, όπως απαιτείται από τα άρθρα 79 παρ. 2 και 85 του Κ.Πολ.Δ. Ακολούθως, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 922, 926, 297, 298, 345 και 346 ΑΚ, 111 ΕισΝΑΚ, 908 παρ. 1 εδ. δ΄ και 176 του Κ.Πολ.Δ.. Ειδικότερα, το αίτημα επιδικάσεως τόκων από την επόμενη ημέρα ολοσχερούς καταστροφής του σκάφους είναι νόμιμο, μόνον ως προς την πρώτη εναγόμενη, με την οποία η ενάγουσα συνδεόταν συμβατικώς, με αποτέλεσμα να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 111 ΕισΝΑΚ, ακόμη και με νόμιμο λόγο ευθύνης την αδικοπραξία και όχι την σύμβαση τους. Αντιθέτως, ως προς την δεύτερη εναγόμενη, το αίτημα επιδικάσεως τόκων είναι νόμιμο από την ημέρα επιδόσεως της αγωγής, καθώς δεν υπάρχει εμπορική αιτία, που να την συνδέει με την ενάγουσα και άρα δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 111 ΕισΝΑΚ.. Κατόπιν τούτου, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αίτημα, η ενάγουσα έχει καταβάλει το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ.σχετ. το υπ’ αριθμ. … διπλότυπο εισπράξεως της ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς).

Με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις τους, οι εναγόμενες αρνούνται αιτιολογημένως την ιστορική βάση της αγωγής και ζητούν την απόρριψη της και την καταδίκη της αντιδίκου της στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

Με την 2-7-2010 και με αριθμ.κατ. … κύρια παρέμβαση της, η κυρίως παρεμβαίνουσα ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…» εκθέτει ότι δυνάμει της από 16-2-2001 ασφαλιστικής συμβάσεως περιουσίας, που κατήρτισε με την ενάγουσα της με αριθμ.κατ…. συνεκδικαζόμενης αγωγής και για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο και το υπ’ αριθμ. … ανανεωτικό του, ανέλαβε για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 1-7-2002, την ασφαλιστική κάλυψη του σκάφους με το όνομα «…», κυριότητας της αντισυμβαλλόμενης της, έναντι των περιγραφόμενων στην σύμβαση κινδύνων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο κίνδυνος πυρκαϊάς. Ότι στις 4-8-2001, το ως άνω σκάφος καταστράφηκε ολοσχερώς, από την πυρκαϊά, που εκδηλώθηκε στις χερσαίες εγκαταστάσεις της πρώτης των καθ’ων η παρέμβαση, που βρισκόταν από τον Μάρτιο του 2001 για επισκευές και οφειλόταν (η πυρκαϊά) σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα των δύο πρώτων των καθ’ων. Ότι για την αποκατάσταση της ζημίας της, η κυρία του σκάφους άσκησε κατά: α) των υπαίτιων εταιρειών την από 7-7-2006 και με αριθμ.κατ. … συνεκδικαζόμενης αγωγής αποζημιώσεως, με νόμιμο λόγο ευθύνης των αντιδίκων της την αδικοπραξία και β) κατά της ιδίας, την από 26-5-2003 και με αριθμ.κατ. … αγωγή αποζημιώσεως, με νόμιμο λόγο ευθύνης την ασφαλιστική σύμβαση και αίτημα επιδικάσεως του χρηματικού ποσού των 410.858 ευρώ. Ότι επί της πρώτης αγωγής, δεν έχει εκδοθεί ακόμη οριστική απόφαση, που να κρίνει την ουσία της διαφοράς, αλλά εκκρεμεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ενώ επί της δεύτερης, έχει εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 4876/2006 τελεσίδικη (μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 5753/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε ως αβάσιμη την με αριθμ. κατ. 943/2007 έφεση, που ασκήθηκε κατ’ αυτής) απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η νυν ενάγουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ασφαλισμένη της ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 120.000 ευρώ και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της να της καταβάλει και το χρηματικό ποσό των 290.858 ευρώ, πλέον 12.330 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Ότι στις 12-12-2009, ύστερα από σχετικές διαπραγματεύσεις, με την απαίτηση πλέον της ασφαλισμένης να ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 711.878,10 ευρώ (κεφάλαιο 410.858 ευρώ, τόκοι 282.245,10 ευρώ και δικαστικά έξοδα 18.775 ευρώ), η κυρίως παρεμβαίνουσα κατέβαλε στην ασφαλισμένη της το χρηματικό ποσό των 475.000 ευρώ (410.858 ευρώ για κεφάλαιο και 64.142 ευρώ για δικαστική δαπάνη) ως ασφαλιστική αποζημίωση, με αποτέλεσμα από εκείνη την ημέρα, να έχει αυτοδικαίως υποκαταστήσει την ασφαλισμένη της στις αξιώσεις της κατά των υπαίτιων της ζημίας, άλλως να έχει καταστεί δικαιούχος αυτών των αξιώσεων, με την σύμβαση εκχωρήσεως, που κατήρτισε με την ασφαλισμένη της και έχει περιληφθεί στην από 12-12-2009 σύμβαση εξώδικου συμβιβασμού. Επικαλούμενη, λοιπόν, την αυτοδίκαιη υποκατάσταση της στην θέση της ενάγουσας της με αριθμ.κατ…. συνεκδικαζόμενης αγωγής, άλλως την υποκατάσταση της, με την από 12-12-2009 σύμβαση εκχωρήσεως, ασκεί την υπό κρίση κύρια παρέμβαση στην δίκη, που έχει ανοιχθεί με την ως άνω αγωγή και ζητεί να υποχρεωθούν η δεύτερη και η τρίτη των καθ’ων η κύρια παρέμβαση να της καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, το χρηματικό ποσό των 475.000 ευρώ, άλλως των 430.000 ευρώ, άλλως των 410.858 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 4-8-2001, άλλως από 7-6-2006, που όχλησε η ασφαλισμένη της τις εναγόμενες για την αποζημίωση της από την ίδια αιτία, άλλως από την επίδοση της κύριας παρεμβάσεως της. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθούν οι αντίδικοι της στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κύρια παρέμβαση, αρμοδίως, εισάγεται προς συζήτηση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 9 και 31 του Κ.Πολ.Δ. Σύμφωνα, όμως, με όσα αναφέρονται στην μείζονα σκέψη της παρούσας, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της κυρίως παρεμβαίνουσας, καθώς δεν επικαλείται κανένα στοιχείο, από το οποίο να συνάγεται, έστω και εμμέσως, ότι η ασφαλισμένη της – ενάγουσα στην με αριθμ.κατ. … συνεκδικαζόμενη αγωγή αμφισβητεί την υποκατάσταση της στις αξιώσεις αποζημιώσεως της για την καταστροφή του σκάφους της, με αποτέλεσμα να μην έχει έννομο συμφέρον για την δημιουργία δεδικασμένου ως προς τις αξιώσεις, που απέκτησε εκ του νόμου και έναντι της δικαιοπαρόχου της – ενάγουσας. Μόνη, δε, η συνέχιση της δίκης της κύριας αγωγής από την ενάγουσα ως μη δικαιούχο διάδικο δεν συνιστά αντιποίηση του δικαιώματος της, αφού η ίδια η ενάγουσα, στις προτάσεις, που κατέθεσε, μετά την εξόφληση της από την κυρίως παρεμβαίνουσα, αναφέρεται στην υποκατάσταση της από αυτήν και υποβάλλει αίτημα να τεθεί εκτός δίκης και να πάρει την θέση η ειδική διάδοχος της – κυρίως παρεμβαίνουσα, το οποίο απορρίφθηκε ως αβάσιμο, αφού δεν συναινούσαν οι αντίδικοι της. Τέλος, μετά την απόρριψη της κύριας παρεμβάσεως και δεδομένου ότι δεν φέρει τα στοιχεία, βάσει των οποίων θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως πρόσθετη, τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της κυρίως παρεμβαίνουσας, σύμφωνα με το άρθρο 176 του Κ.Πολ.Δ.

Με την από 18-7-2006 και με αριθμ. κατ. … προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή, η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα επικαλούμενη ότι δυνάμει της από 16-11-2000 συμβάσεως ασφαλίσεως, που κατήρτισε με την προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη, η τελευταία ανέλαβε, κατά το χρονικό διάστημα από 11-11-2000 έως 11-11-2011 την ασφαλιστική κάλυψη της αστικής της ευθύνης για τις ζημίες, που θα προκαλούνταν σε τρίτους από την λειτουργία των εγκαταστάσεων της, όπως και σε σκάφη, που θα φυλάσσονταν εντός αυτών, μέχρι του χρηματικού ποσού των 100.000.000 δρχ, κατά συμβάν και κατ’ έτος, ζητεί, μετά την παραδεκτή μετατροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της και με τις προτάσεις της (άρθρα 223 και 295 του ΚΠολΔ), να παρέμβει η αντίδικος της στην δίκη, που δημιουργήθηκε με την άσκηση της με αριθμ. κατ. … κύριας αγωγής και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της παρεμπιπτόντως εναγόμενης να της καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό τυχόν επιδικασθεί στην ενάγουσα της ως άνω κύριας αγωγής, σε εκτέλεση των διατάξεων της παρούσας αποφάσεως, με το νόμιμο τόκο από την 5-8-2011, άλλως από την επίδοση της κύριας αγωγής σε αυτήν, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση προσεπικλήσεως. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η αντίδικός της στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η ως άνω προσεπίκληση, με την σωρευόμενη σε αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή, αρμοδίως και παραδεκτώς, εισάγεται προς συζήτηση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 9 και 31 του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 του Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς της κύριας αγωγής. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο τούτο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης. σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 44/2001 για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ακολούθως, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά, με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («ΡΩΜΗ Ι»), εφαρμοστέο δίκαιο στην παρούσα υπόθεση, που έχει ως νόμιμο λόγο ευθύνης της παρεμπιπτόντως εναγόμενης την σύμβαση ασφαλίσεως αστικής ευθύνης, είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο, που επέλεξαν τα μέρη, βάσει ρητού όρου, που έχει περιληφθεί στο υπό στοιχ. 717Σ/ 1004736/2000 ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που υπέγραψαν οι διάδικοι για την σύμβαση ασφαλίσεως. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 7 παρ. 7, 25 του Ν. 2496/1997, 88, 89, 283 επ., 69 παρ. 1 περ. ε΄, 176 του Κ.Πολ.Δ., με την επισήμανση ότι στην σύμβαση ασφαλίσεως αστικής ευθύνης, ο ασφαλισμένος μπορεί να απαιτήσει από τον ασφαλιστή και τους τόκους, καθώς και τα δικαστικά έξοδα που υποχρεώθηκε ή θα υποχρεωθεί να καταβάλει στο ζημιωθέντα και το οποίο (αίτημα) περιέχεται στο αίτημα επιδικάσεως τόκων, κατά την κύρια διατύπωση του (νομιμοτόκως από 5-8-2001). Αντιθέτως, κατά τις επικουρικές του βάσεις, το αίτημα επιδικάσεως τόκων, λόγω ακριβώς της επικουρικής του διατυπώσεως, δεν δύναται να εκτιμηθεί ως κύριο αίτημα επιδίκασης τόκων υπερημερίας σύμφωνα με τα άρθρα 345 ή 346 ΑΚ, ενώ σε περίπτωση, που γίνει δεκτή η προσεπίκληση θα επιδικασθούν τόκοι στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα από την ημέρα εξοφλήσεως της ζημιωθείσας – ενάγουσας της κύριας αγωγής. Κατόπιν τούτου, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της, η προσεπικαλούμενη – καθ’ης η παρεμπίπτουσα αγωγή, αρνείται αιτιολογημένη την ιστορική βάση της αγωγής, ενώ προβάλει και τις ενστάσεις περιορισμού της ευθύνης της μέχρι του χρηματικού ποσού των 293.470,29 ευρώ και απαλλαγής της κατά το χρηματικό ποσό των 2.934,70 ευρώ, οι οποίες είναι ορισμένες και νόμιμες, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 262 του Κ.Πολ.Δ. και 25 του Ν. 2496/1997. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η αντίδικος της στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 8 του ΓπΟΗ/1912 «περί δικαστικών ενσήμων», όπως μεταγενεστέρως ερμηνεύθηκε αυθεντικώς, τροποποιήθηκε και ισχύει, ο ενάγων, εάν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και η αγωγή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό (και όχι τυπικό) λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, εάν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (Εφ.Πειρ. 548/2014, Α΄Δημ. ΝΟΜΟΣ).

Με την από 25-1-2012 και με αριθμ.κατ. … προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή, η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα, επικαλούμενη ότι δυνάμει της από 21-9-1999 συμβάσεως θαλάσσιας ασφαλίσεως και της υπ’ αριθμ. 000602755 πρόσθετης πράξεως της, που κατήρτισε με την προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη, η τελευταία ανέλαβε, κατά το χρονικό διάστημα από 5-8-1999 έως 31-8-2001 την ασφαλιστική κάλυψη του υπό κατασκευή ιστιοπλοϊκού σκάφους της, τύπου OYSTER 80, με το όνομα «…», συμπεριλαμβανομένης και της καλύψεως της αστικής της ευθύνης για κάθε ζημία, που θα προκαλούσε σε τρίτους, ζητεί, να παρέμβει η αντίδικος της στην δίκη, που δημιουργήθηκε με την άσκηση της με αριθμ.κατ. … κύριας αγωγής και να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη να της καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό τυχόν επιδικασθεί στην ενάγουσα της ως άνω κύριας αγωγής, σε εκτέλεση των διατάξεων της παρούσας αποφάσεως, συμπεριλαμβανομένων τόκων και εξόδων και να καταδικασθεί και στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η ως άνω προσεπίκληση, με την σωρευόμενη σε αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή, αρμοδίως και παραδεκτώς, εισάγεται προς συζήτηση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 9 και 31 του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 του Ν. 2172/1993, λόγω του του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς της κύριας αγωγής. Eίναι, δε, ορισμένη, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών της παρεμπιπτόντως εναγόμενης και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 7 παρ. 7, 25 του Ν. 2496/1997, 88, 89, 283 επ., 69 παρ. 1 περ. ε΄, 176 του Κ.Πολ.Δ., πλην, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, καθώς η παρεμπιπτόντως ενάγουσα έχει παραλείψει να καταβάλει μέχρι σήμερα το αναλογούν δικαστικό ένσημο (ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από την γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 227 του Κ.Πολ.Δ.), με αποτέλεσμα, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην μείζονα σκέψη της παρούσας, να πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως εναγόμενης πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της ενάγουσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρο 176 του Κ.Πολ.Δ.).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 25 του Ν. 2496/1997 προκύπτει ότι επί προαιρετικής ασφαλίσεως, όπως είναι αυτή της αστικής ευθύνης, ο ζημιωθείς τρίτος δεν έχει ευθεία αξίωση έναντι του ασφαλιστή παρά μόνο κατά του λήπτη της ασφαλίσεως από τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις του οποίου γεννήθηκαν οι αξιώσεις του. Ο τρίτος μπορεί να στραφεί κατά του ασφαλιστή μόνο πλαγιαστικά. Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 72 ΚΠολΔ, κατά την οποία «οι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία, ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτη τους, εφόσον εκείνος δεν τα ασκεί, εκτός αν συνδέονται στενά με το πρόσωπό του» συνάγεται ότι προϋπόθεση για την άσκηση πλαγιαστικής αγωγής είναι ο ενάγων να είναι δανειστής του φορέα του ασκούμενου υπέρ αυτού δικαιώματος, να έχει δηλαδή συγκεκριμένη απαίτηση κατ` αυτού, ο δε τελευταίος (οφειλέτης) να έχει κατά του τρίτου (εναγομένου δια της πλαγιαστικής αγωγής) κάποιο δικαίωμα, το δικαίωμα να έχει περιουσιακή αξία και να μην είναι προσωποπαγές και η αδράνεια` του οφειλέτη, συνιστάμενη στην παράλειψη (αμέλεια και αδιαφορία) αυτού να προβεί στην καταδίωξη του δικού του οφειλέτη, η οποία και δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του ενάγοντος δανειστή προς άσκηση της αγωγής του οφειλέτη του κατά του τρίτου (ΑΠ 106/2014, Α΄ Δημ. ΝΟΜΟΣ).

Mε την από 12-7-2010 και με αριθμ.κατ. … αγωγή -πλαγιαστική αγωγή της, η πλαγιαστικώς ενάγουσα – ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…» εκθέτει ότι όπως αναφέρει και στην συνεκδικαζόμενη από 2-7-2010 και με αριθμ.κατ. … κύρια παρέμβαση της, δυνάμει της από 16-2-2001 ασφαλιστικής συμβάσεως περιουσίας, που κατήρτισε με την ενάγουσα της με αριθμ.κατ. … συνεκδικαζόμενης αγωγής και για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο και το υπ’ αριθμ. … ανανεωτικό του, ανέλαβε για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 έως 1-7-2002, την ασφαλιστική κάλυψη του σκάφους με το όνομα «…», κυριότητας της αντισυμβαλλόμενης της, έναντι των περιγραφόμενων στην σύμβαση κινδύνων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο κίνδυνος πυρκαϊάς. Ότι στις 4-8-2001, το ως άνω σκάφος καταστράφηκε ολοσχερώς, από την πυρκαϊά, που εκδηλώθηκε στις χερσαίες εγκαταστάσεις της …., που βρισκόταν από τον Μάρτιο του 2001 για επισκευές και οφειλόταν (η πυρκαϊά) σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα της ως άνω εταιρείας και της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «….», κυρίας του σκάφους …, τις καθ’ων, δηλαδή, στην με αριθμ.κατ. … συνεκδικαζόμενη κύρια παρέμβαση, οι οποίες, εκείνο το χρονικό διάστημα, είχαν καταρτίσει συμβάσεις ασφαλίσεως της αστικής τους ευθύνης με τις πλαγιαστικώς εναγόμενες, ήτοι η …. με την δεύτερη – αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…» και η «….» με την πρώτη – ελληνική ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…».  Ότι για την αποκατάσταση της ζημίας της, η κυρία του σκάφους άσκησε κατά: α) των υπαίτιων εταιρειών την από 7-7-2006 και με αριθμ.κατ. … συνεκδικαζόμενη αγωγή αποζημιώσεως, με νόμιμο λόγο ευθύνης των αντιδίκων της την αδικοπραξία και β) κατά της ιδίας, την από 26-5-2003 και με αριθμ.κατ. … αγωγή αποζημιώσεως, με νόμιμο λόγο ευθύνης την ασφαλιστική σύμβαση και αίτημα επιδικάσεως του χρηματικού ποσού των 410.858 ευρώ. Ότι επί της πρώτης αγωγής, δεν έχει εκδοθεί ακόμη οριστική απόφαση, που να κρίνει την ουσία της διαφοράς, αλλά εκκρεμεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ενώ επί της δεύτερης, έχει εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 4876/2006 τελεσίδικη (μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 5753/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε ως αβάσιμη την με αριθμ.κατ. 943/2007 έφεση, που ασκήθηκε κατ’ αυτής) απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η νυν πλαγιαστικώς ενάγουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ασφαλισμένη της ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 120.000 ευρώ και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της να της καταβάλει και το χρηματικό ποσό των 290.858 ευρώ, πλέον 12.330 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Ότι στις 12-12-2009, ύστερα από σχετικές διαπραγματεύσεις, με την απαίτηση πλέον να ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των 711.878,10 ευρώ (κεφάλαιο 410.858 ευρώ, τόκοι 282.245,10 ευρώ και δικαστικά έξοδα 18.775 ευρώ), η πλαγιαστικώς ενάγουσα κατέβαλε στην ασφαλισμένη της το χρηματικό ποσό των 475.000 ευρώ (410.858 ευρώ για κεφάλαιο και 64.142 ευρώ για δικαστική δαπάνη) ως ασφαλιστική αποζημίωση, με αποτέλεσμα από εκείνη την ημέρα, να την έχει αυτοδικαίως υποκαταστήσει στις αξιώσεις της κατά των υπαίτιων της ζημίας, άλλως να έχει καταστεί δικαιούχος αυτών των αξιώσεων, με την σύμβαση εκχωρήσεως, που κατήρτισε με την ασφαλισμένη της και έχει περιληφθεί στην από 12-12-2009 σύμβαση εξώδικου συμβιβασμού. Με βάση τα ανωτέρω και επικαλούμενη: α) την ιδιότητα της ως φορέα των αξιώσεων αποζημιώσεων κατά των υπαίτιων (…. και ….) της ολοσχερούς καταστροφής του σκάφους της ασφαλισμένης της και β) την αδράνεια των ως άνω οφειλετών της να ασκήσουν αγωγές αποζημιώσεως κατά των πλαγιαστικώς εναγόμενων – ασφαλιστικών εταιρειών, που καλύπτουν την αστική τους ευθύνη, ζητεί: α) κατά το κύριο αίτημα της, να υποχρεωθούν οι πλαγιαστικώς εναγόμενες να της καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο, το χρηματικό ποσό των 475.000 ευρώ, με το οποίο αποζημίωσε την ασφαλισμένη της για την ολοσχερή καταστροφή του σκάφους της …, με το νόμιμο τόκο από 4-8-2001, άλλως από 7-6-2006, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και β) κατά την επικουρική της βάση, να καταδικασθεί η καθεμία από τις πλαγιαστικώς εναγόμενες να καταβάλει στην ασφαλισμένη της το χρηματικό ποσό (κεφάλαιο, τόκους και έξοδα), που καθεμία εξ αυτών (ασφαλισμένες) θα υποχρεωθεί να καταβάλει στην πλαγιαστικώς ενάγουσα, ως φορέα των αξιώσεων αποζημιώσεως από την ολοσχερή καταστροφή του σκάφους …. Tα ως άνω χρηματικά ποσά πρέπει να επιδικασθούν στις οφειλέτιδες της, με το νόμιμο τόκο από τις 4-8-2011, άλλως από της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής, άλλως από την καταβολή της αποζημιώσεως. Τέλος, ζητεί να καταδικασθούν οι αντίδικοι της στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα και μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 4247/2014 παραπεμπτικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ως άνω πλαγιαστική αγωγή, αρμοδίως και παραδεκτώς, εισάγεται προς συζήτηση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 9, 18 και 25 παρ. 2, σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ. 1 του Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς. Ως προς το κύριο, όμως, αίτημα της (ευθεία αξίωση αποζημιώσεως κατά των ασφαλιστικών εταιρειών), η αγωγή είναι απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως της πλαγιαστικώς ενάγουσας, καθώς σύμφωνα με το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, που διέπει την ευθύνη των εναγόμενων ασφαλιστικών εταιρειών από τις συμβάσεις ασφαλίσεως των ασφαλισμένων τους …. και …. (βλ.σχετ. το νόμω βάσιμο στις προεξετασθείσες και συνεκδικαζόμενες με αριθμ.κατ. 7064/2006 και 566/2012 προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές αποζημιώσεως) και συγκεκριμένα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 2496/1997, ο ζημιωθείς τρίτος ή ο ειδικός διάδοχος, συμπεριλαμβανομένου του ασφαλιστή του, που τον αποζημίωσε και τον υποκατέστησε αυτοδικαίως στις αξιώσεις αποζημιώσεως κατά των υπαιτίων της ζημίας, δεν έχει ευθεία αξίωση κατά του ασφαλιστή, που καλύπτει την αστική ευθύνη του λήπτη της ασφαλίσεως – υπαίτιου, αλλά δικαιούται να στραφεί μόνον πλαγιαστικά κατ’ αυτού, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 72 του Κ.Πολ.Δ. και με αίτημα ο ασφαλιστής να αποζημιώσει τον λήπτη της ασφαλίσεως – οφειλέτη του πλαγιαστικώς ενάγοντος (ΑΠ 106/2014, Α΄Δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω και ως προς την επικουρική της βάση, η πλαγιαστική αγωγή, είναι απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως της πλαγιαστικώς ενάγουσας, καθώς πριν από την έγερση της υπό κρίση πλαγιαστικής αγωγής, οι εταιρείες …. και …., των οποίων τις αξιώσεις ασκεί με την παρούσα η πλαγιαστικώς ενάγουσα, είχαν στραφεί κατά των ασφαλιστικών τους εταιρειών – νυν πλαγιαστικώς εναγόμενων και με παρεμπίπτουσες αγωγές αποζημιώσεως είχαν αξιώσει να υποχρεωθούν εκείνες να τους καταβάλουν ό,τι ποσό θα καταβάλουν στην ζημιωθείσα «…» – κυρία του …, με αποτέλεσμα να ελλείπει το στοιχείο της αδράνειας τoυς. Ειδικότερα, η ….,ήδη από τις 17-7-2006, ήτοι πριν από την έγερση της υπό κρίση αγωγής, έχει ασκήσει κατά της ασφαλιστικής της εταιρείας … την από 17-7-2006 και με αριθμ.κατ. … συνεκδικαζόμενη προσεπίκληση με την σωρευόμενη σε αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία της ζητεί: α) να παρέμβει υπέρ της στην από 7-7-2006 και με αριθμ.κατ. … κύρια αγωγή, που έχει ασκήσει η ασφαλισμένη της πλαγιαστικώς ενάγουσας κατ’ αυτής και β) να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη να της καταβάλει ό,τι χρηματικό ποσό θα υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα, ήδη από τις 12-12-2009, στην πλαγιαστικώς ενάγουσα, μετά την αυτοδίκαιη υποκατάσταση της τελευταίας στις αξιώσεις της ενάγουσας. Παρομοίως, η εταιρεία «…, στις 6-12-2006 (πριν από την άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής) άσκησε κατά της ασφαλιστικής της εταιρείας «….» την με αριθμ.κατ. … προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως, με την οποία ζητούσε: α) να παρέμβει υπέρ της στην από 7-7-2006 και με αριθμ.κατ. … κύρια αγωγή, που έχει ασκήσει η ασφαλισμένη της πλαγιαστικώς ενάγουσας κατ’ αυτής και β) να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη να της καταβάλει ό,τι χρηματικό ποσό θα υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα. Με το δικόγραφο της με αριθμ.κατ. … συνεκδικαζόμενης προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημιώσεως, η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη παραιτήθηκε από την με αριθμ.κατ. … παρεμπίπτουσα αγωγή της, πλην, όμως, με το ίδιο δικόγραφο εισήγαγε αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται αδράνεια της παρεμπιπτόντως ενάγουσας … για την άσκηση των αξιώσεων της κατά της ασφαλιστικής εταιρείας …, αφού κατά τον χρόνο ασκήσεως της υπό κρίση πλαγιαστικής αγωγής, εκκρεμούσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η με αριθμ.κατ. … παρεμπίπτουσα αγωγή, ενώ κατά την πρώτη συζήτηση της πλαγιαστικής αγωγής (2-4-2014) στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, εκκρεμούσε η με αριθμ .κατ. … ως άνω συνεκδικαζόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή. Συνεπώς, η ως άνω πλαγιαστική αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και τα δικαστικά έξοδα των πλαγιαστικώς εναγόμενων πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της πλαγιαστικώς ενάγουσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από την πλευρά της εναγόμενης – προσεπικαλούσας και παρεμπιπτόντως ενάγουσας …. και ενός από την πλευρά της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης …, που δόθηκαν στο ακροατήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την δικάσιμο της 2ας-4-2014 και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 4247/2014 απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, της υπ’ αριθμ. … ένορκης βεβαιώσεως της Α. Κ., μάρτυρα της προσθέτως παρεμβαίνουσας …, που ελήφθη, με επιμέλεια της τελευταίας, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, ύστερα από νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων της, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γ. Ρ., των υπ’ αριθμ. … και … ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης …., που ελήφθησαν, με επιμέλεια της τελευταίας, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ζαφειρίας θυγατέρας Παναγιώτη Σουρή, χήρα Εράσμου Κωνσταντίνου, ύστερα από νόμιμη κλήτευση της αντιδίκου της, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …, των αντιγράφων της ποινικής δικογραφίας, που σχηματίσθηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών εις βάρος των κατηγορούμενων …, Η. Ε. και Κ. Κ. για την αξιόποινη πράξη του εμπρησμού από αμέλεια και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 26.977/2005 οριστική απόφαση του Ε΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καθώς και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:H εναγόμενη στην με αριθμ.κατ. … αγωγή και παρεμπιπτόντως ενάγουσα στην με αριθμ.κατ. … προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «….» εδρεύει στο … και στις εγκαταστάσεις της, επιφανείας 150 στρεμμάτων, στον όρμο του Π. Λ. Αττικής, διατηρεί τουριστικό λιμένα σκαφών αναψυχής, με 685 θέσεις για ελλιμενισμό και πρόσδεση σκαφών, αλλά και ναυπηγείο κατασκευής σκαφών, που λειτουργεί στους στεγασμένους χώρους, που έχει κατασκευάσει στην χερσαία ζώνη του ως άνω όρμου. Συγκεκριμένα, το κύριο κτίριο εκτελέσεως των εργασιών είναι ισόγειο, έχει επιφάνεια 3.000 τμ και ύψος 9 μ. με τον φέροντα οργανισμό του να είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα, με μεταλλικές συρόμενες θύρες, για είσοδο και έξοδο των σκαφών και στέγη μεταλλική επικεκαλυμμένη με κυματοειδκή φύλλα αλουμινίου. Στον διαμήκη άξονα του  έχουν ανεγερθεί 14 κολώνες από οπλισμένο σκυρόδεμα και συνδέονται με συνεχές ικρίωμα, μήκους 80, πλάτους 3 μέτρων και ύψους 2 περίπου μέτρων, κατασκευασμένο από μεταλλικές κοίλες δοκούς, πάνω στις οποίες είχαν τοποθετηθεί φύλλα μοριοσανίδων. Αριστερά του ως άνω ικριώματος, που λειτουργεί ως πλατφόρμα εργασίας, τοποθετούνται παράλληλα με αυτό τα υπό επισκευή σκάφη σε ειδικά μεταλλικά υπόβαθρα. Η άνοδος και η κάθοδος των εργατών σε αυτό πραγματοποιείται από μόνιμες μεταλλικές κλίμακες από το δάπεδο, ενώ από εκεί στα σκάφη, με ξύλινες γέφυρες στο ύψος του καταστρώματος τους. Επίσης, στον χώρο κάτω από το ικρίωμα, έχουν διαμορφωθεί αποθηκευτικοί χώροι των υλικών και των εργαλείων, που χρησιμοποιούνται για την επισκευή κάθε σκάφους και χωρίζονται μεταξύ τους με συρματόπλεγμα, ώστε το κάθε σκάφος να έχει τον δικό του χώρο, ενώ σε ορισμένα σημεία, υπάρχουν και εγκάρσιοι διάδρομοι για την διέλευση των εργαζομένων αριστερά και δεξιά του ικριώματος. Τον Αύγουστο του έτους 2001, εντός του ναυπηγείου βρίσκονταν προς κατασκευή και επισκευή, πρώτο στην βορειοανατολική πλευρά, με την πρωραία του πλευρά να έχει μέτωπο προς την θάλασσα (δηλαδή προς το νότο) το υπό ελληνική σημαία ημιτελές ιστιοφόρο σκάφος αναψυχής με το όνομα …, τύπου Oyster 80 Deck, κυριότητας της εναγόμενης στην με αριθμ.κατ. … αγωγή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», ενώ έμπροσθεν αυτού και σε απόσταση λίγων μέτρων, με μέτωπο και αυτό προς το νότο, το σκάφος αναψυχής με το όνομα …, κυριότητας της ενάγουσας της με αριθμ.κατ. … αγωγής ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «….». To … είχε εισαχθεί ημιτελές στον στεγασμένο χώρο του ναυπηγείου, τον Ιανουάριο του έτους 2000 και οι εργασίες της κατασκευής του, τις οποίες η κυρία του είχε αναθέσει στην εταιρεία …, επρόκειτο να ολοκληρωθούν τον Σεπτέμβριο του έτους 2001, ενώ το … βρισκόταν στον ίδιο χώρο από τον Μάρτιο του έτους 2001, με εργολάβο την ίδια την …. Για την παραμονή και την φύλαξη των σκαφών τους εντός του στεγασμένου χώρου του ναυπηγείου, οι κυρίες τους είχαν υπογράψει σύμβαση έμμισθης παρακαταθήκης με την …, ενώ ειδικά η κυρία του … είχε καταρτίσει με την ως άνω εταιρεία και σύμβαση έργου. Στις 4-8-2001, ημέρα Σάββατο και κατά τις πρωινές ώρες, στο …, ανήλθαν ο ξυλουργός Κ. Κ., με τον αλλοδαπό βοηθό του και τους εργάτες Ν. Δ. και Θ. Ε., για να τακτοποιήσουν και να καθαρίσουν τους χώρους ενδιαιτήσεως, καθώς το απόγευμα επρόκειτο να το επισκεφθεί, κατ’ εντολή της κυρίας του, ο διακοσμητής εσωτερικών χώρων της εταιρείας «…», για να ελέγξει την πρόοδο των εργασιών και εάν είναι σύμφωνες με τα σχέδια. Οι δύο εργάτες ολοκλήρωσαν τις εργασίες καθαρισμού περί ώρα 13.00 μμ και αφού ετοιμάστηκαν στον αποθηκευτικό χώρο, που βρισκόταν κάτω από το ικρίωμα και είχε διατεθεί στα συνεργεία του …, αποχώρησαν από την συρόμενη θύρα της βορειανατολικής πλευράς, φέροντας μαζί τους και τα απορρίμματα, που είχαν συγκεντρωθεί από την εργασία τους, τα οποία έριξαν στους κάδους, που υπάρχουν στους εξωτερικούς χώρους του εργοστασίου. Κατά την παραμονή του στον χώρο της αποθήκης, ο εργάτης Ν. Δ. κάπνισε, παρότι εκεί είχαν εναποτεθεί πολλά ιδιαιτέρως εύφλεκτα υλικά (χρώματα, ρολά υαλοβάμβακα και πολυεστέρα, δέρματα, μοκέτες, ξύλινα έπιπλα του σκάφους, πριονίδια), ενώ απαγορεύεται το κάπνισμα σε όλο τον στεγασμένο χώρο του ναυπηγείου. Έτσι, μετά τις 13.00 μμ, στο σκάφος παρέμειναν ο ξυλουργός με τον βοηθό του, που συνέχισαν την εργασία τους, χρησιμοποιώντας εργαλεία, που τροφοδοτούνταν με ηλεκτρικό ρεύμα, μέσω προεκτάσεως ηλεκτρικού αγωγού από ρευματοδότη εγκατεστημένο στην έβδομη κάθετη κεντρική κολόνα ενώ εντός του ναυπηγείου, σε άλλο σκάφος και σε απόσταση από αυτούς, εργαζόταν και ένας άλλος εργάτης. Περί ώρα 13.30 μμ, ο ξυλουργός Κ. Κ., που εργαζόταν με τον βοηθό του στο πρωραίο τμήμα του σκάφους, αισθάνθηκε έντονη οσμή καπνού και αμέσως εξήλθε στο κατάστρωμα, όπου διαπίστωσε ότι είχε εκδηλωθεί πυρκαϊά στον προπεριγραφόμενο αποθηκευτικό χώρο, που είχε παραχωρήσει στην κύρια του σκάφους η … (κάτω από το ικρίωμα, που βρισκόταν στην δεξιά – starboard –  πλευρά του σκάφους), με τις φλόγες να καταστρέφουν τα φύλλα των μοριοσανίδων, που ήταν επικολλημένα στις πλευρές του και να επεκτείνονται ραγδαία προς τους άλλους αποθηκευτικούς χώρους, αλλά και στο ικρίωμα. Υπό αυτές τις συνθήκες και για να αποφύγουν τον κίνδυνο εγκλωβισμού τους στο σκάφος, ο ξυλουργός με τον βοηθό του, έσπευσαν και απομακρύνθηκαν από αυτό και μέσω του ικριώματος, κινήθηκαν προς τη νότια πλευρά του κτιρίου και εξήλθαν από την θύρα της νότιας πλευράς. Αμέσως, μόλις, εξήλθε στις υπαίθριες εγκαταστάσεις του ναυπηγείου, ο ξυλουργός ειδοποίησε τους φύλακες και τους εργαζόμενους της …, που εκτελούσαν υπηρεσία εκείνη την ώρα, όπως τους Θ. Σ., Π. Δ. και Θ. Μ., οι οποίοι, αφού εντόπισαν την εστία της πυρκαϊάς στην βορειοανατολική πλευρά του κτιρίου, επιχείρησαν να την περιορίσουν, με ρίψη νερού από το σημείο της βορειοδυτικής θύρας, με μία μάνικα της πυροσβεστικής φωλέας, που υπήρχε εκεί. Ύστερα από δέκα λεπτά περίπου, αφίχθηκαν στο ναυπηγείο14 οχήματα του Πυροσβεστικού Σώματος, με 50 πυροσβέστες, οι οποίοι με την βοήθεια μηχανικών μέσων, άνοιξαν την βορειοανατολική θύρα, που είχε παραμορφωθεί, λόγω των θερμικών καταπονήσεων, εισήλθαν στο κτίριο και περί ώρα 16.45 μμ, κατόρθωσαν και κατέσβησαν την πυρκαϊά,η οποία, όμως, με την ένταση, που είχε ως εκείνη την ώρα, είχε ήδη καταστρέψει ολοσχερώς το …, το …, ένα άλλο σκάφος με το όνομα … (βρισκόταν έμπροσθεν του …) αλλά και μεγάλο μέρος των εγκαταστάσεων, που υπήρχαν από το βόρειο τμήμα του κτιρίου έως το μέσον του, όπως το ικρίωμα, με τους αποθηκευτικούς χώρους, τα κυματοειδή φύλλα της οροφής, την συρόμενη θύρας της βορειανατολικής πλευράς από το άκρο του στην βορειοανατολική πλευρά έως το μέσο του, ενώ είχε προξενήσει μικρότερες ζημίες και στα υπόλοιπα σκάφη, που ήταν εκεί. Με βάση, επομένως, τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και λαμβάνοντας υπόψιν τα πορίσματα της από 20-9-2001 εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, που διενήργησαν οι ναυπηγοί – μηχανολόγοι … και …, δυνάμει της υπ’ αριθμ. πρωτ. 2316 Φ706.6/4-8-2001 παραγγελίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Λαυρίου, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η πυρκαϊά, που εκδηλώθηκε στις 4-8-2001,στις εγκαταστάσεις της …, συνεπεία της οποίας καταστράφηκε ολοσχερώς το …, προκλήθηκε από ένα αναμμένο τσιγάρο, που είχε αφήσει από αμέλεια ο εργάτης Ν. Δ. στον αποθηκευτικό χώρο, που είχε παραχωρήσει η ως άνω εταιρεία στην κυρία του σκάφους – ενάγουσα της με αριθμ. κατ. … αγωγής και βρισκόταν κάτω από το ικρίωμα, που ήταν πλησίον της δεξιάς πλευράς του σκάφους, όταν περί ώρα 13.00 μμ μετέβη εκεί με τον συνάδελφο του Θ. Ε., μετά την ολοκλήρωση της εργασίας τους. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης και επιβεβαίωσε και ο Κ. Κ., που αντελήφθη πρώτος την πυρκαϊά, αμέσως μόλις εκδηλώθηκε, το Δικαστήριο πείσθηκε ότι η αρχική εστία της πυρκαϊάς ήταν εντός του αποθηκευτικού χώρου, που είχε παραχωρηθεί στο NO REGRET. Aπό κανένα στοιχείο δεν προέκυψε το ενδεχόμενο του εμπρησμού εκ προθέσεως, αλλά ούτε η πρόκληση κάποιου βραχυκυκλώματος στις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις του ναυπηγείου, αφού στον ως άνω αποθηκευτικό χώρο, αλλά και στην προέκταση του ηλεκτρικού αγωγού, από την οποία τροφοδοτείτο με ρεύμα το …, δεν διαπιστώθηκαν πρωτογενή βραχυκυκλώματα ή άλλα τεχνικά προβλήματα, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγόμενης – κυρίας του … και της παρεμπιπτόντως εναγόμενης …, αφού πέραν των πορισμάτων της ως άνω πραγματογνωμοσύνης (βλ.σχετ. την υπ’ αριθμ. 2.2 παράγραφο της), το ναυπηγείο διέθετε σε ισχύ όλα τα απαιτούμενα πιστοποιητικά καλής λειτουργίας του, χωρίς να προκύπτει ότι κάποιες πρόχειρες μικροπαρεμβάσεις, που ενδεχομένως να είχαν γίνει στις ηλεκτρολογικές του εγκαταστάσεις, μπορούσαν να προκαλέσουν βραχυκύκλωμα στην αποθήκη. Άλλωστε, εάν η κατάσταση του ναυπηγείου ήταν τόσο κακή και επικίνδυνη για τα σκάφη, όπως περιγράφουν οι ως άνω εναγόμενες, είναι βέβαιο ότι η κυρία του …, που μίσθωνε τον χώρο από τις 12-1-2000, θα είχε διαμαρτυρηθεί στην …, που είχε ως κύρια υποχρέωση την καλή και ασφαλή κατάσταση των εγκαταστάσεων της. Επίσης, εντός του αποθηκευτικού χώρου, δεν υπήρχαν εκτεθειμένα εύφλεκτα υλικά, των οποίων η ανάμειξη των αναθυμιάσεων θα μπορούσε να προκαλέσει από μόνη της συνθήκες πυρκαϊάς. Εάν ίσχυε, άλλωστε, κάτι τέτοιο, θα είχε γίνει αντιληπτό από τους δύο εργάτες, που εισήλθαν στον αποθηκευτικό χώρο στις 13.00 μμ, αφού όταν προκαλείται πυρκαϊά από αυτήν την αιτία, δεν αρκούν λίγα λεπτά για να εκδηλωθεί, ενώ με το άνοιγμα της θύρας της αποθήκης από τους εργάτες, θα ανανεωνόταν  ο χώρος και επομένως, θα εξασθενούσε το μείγμα των αναθυμιάσεων. Με βάση, επομένως, τα ανωτέρω και μετά τον αποκλεισμό όλων των άλλων ενδεχόμενων, η μόνη πιθανή αιτία προκλήσεως της πυρκαϊάς απομένει η επαφή του υπολείμματος του αναμμένου τσιγάρου, που από αμέλεια του άφησε ο εργάτης Ν. Δ. στην αποθήκη, όταν βρέθηκε εκεί για λίγα λεπτά περί ώρα 13.00 μμ, με τα εύφλεκτα υλικά, που υπήρχαν εντός αυτής, όπως τα υφάσματα, τα δέρματα, τα πριονίδια, τα ρολά υαλοβάμβακα. Ο τελευταίος, παρότι γνώριζε ότι απαγορεύεται το κάπνισμα σε όλους τους χώρους του ναυπηγείου (ενν. του στεγασμένου κτιρίου) και μπορούσε να αντιληφθεί ότι εάν άφηνε το τσιγάρο του αναμμένο σε έναν στενό περίκλειστο χώρο, γεμάτο εύφλεκτα υλικά, όπως ήταν εκείνη η αποθήκη, θα υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να προκληθεί πυρκαγιά η οποία θα εξαπλωνόταν ραγδαία σε όλο το ναυπηγείο, κάπνισε και από αμέλεια, δεν φρόντισε να το σβήσει εκτός της αποθήκης, αλλά το άφησε εντός αυτής. Έτσι, μετά την αποχώρηση των εργατών από την αποθήκη, προκλήθηκε φλόγα, που εντάθηκε ραγδαία, λόγω των εύφλεκτων υλικών και με την καταστροφή των φύλλων νοβοπάν, που ήταν κολλημένα στα συρματοπλέγματα, που περίκλειαν τον χώρο, επεκτάθηκε σε όλο το ναυπηγείο και εξελίχθηκε σε πυρκαϊά, που δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπισθεί από το δίκτυο πυρασφάλειας, που διέθετε το ναυπηγείο και από τις προσπάθειες του προσωπικού της …. Ο εργάτης Ν. Δ. απασχολείτο στην κατασκευή του σκάφους ως εργαζόμενος –προστηθείς της κυρίας του – δεύτερης εναγόμενης στην με αριθμ. κατ. … αγωγή, καθώς παρότι η τελευταία είχε προσλάβει το ναυπηγό Η. Ε. ως επιβλέποντα μηχανικό, εξακολουθούσε να διατηρεί η ίδια τον έλεγχο του έργου και ως προστήσασα του επιβλέποντος μηχανικού, αλλά και των εργολάβων, που αναλάμβαναν τις επιμέρους εργασίες, όπως πχ του ξυλουργού, τους καθοδηγούσε και τους διηύθυνε, κατά την εκτέλεση του έργου, ευθυνόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 922 ΑΚ, για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων της, όπως πχ του επιβλέποντος μηχανικού ή του ξυλουργού ή και των υποπροστηθέντων της (προστηθέντων των προστηθέντων της), όπως του …, από αποκλειστικό πταίσμα του οποίου προκλήθηκε η ένδικη πυρκαϊα.  Κατόπιν τούτων και αφού αποδείχθηκε η αποκλειστική υπαιτιότητα του υποπροστηθέντος της κυρίας του σκάφους … στην πρόκληση της πυρκαϊάς και την ολοσχερή καταστροφή του σκάφους …, του οποίου η αξία, κατά την ημέρα της καταστροφής του, ανερχόταν στο χρηματικό ποσό των 430.000 ευρώ, όπως συνομολογείται σιωπηρώς και από την δεύτερη εναγόμενη στην …  κύρια αγωγή, η αγωγή αυτή πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ουσία βάσιμη, κατά το σκέλος, που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγόμενης – κυρίας του … και να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στην ενάγουσα ως μη δικαιούχο διάδικο το χρηματικό ποσό των 430.000 ευρώ, με το νόμιμο επιτόκιο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής. Το αίτημα για την κήρυξη της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, καθώς το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, ούτε η καθυστέρηση στην εκτέλεση της αποφάσεως θα προκαλέσει ζημία στην ενάγουσα ή την προσθέτως παρεμβαίνουσα – ασφαλιστική εταιρεία της και ειδική διάδοχο της, ενώ τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της δεύτερης εναγόμενης, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Αντιθέτως, η ως άνω κύρια αγωγή πρέπει να απορριφθεί κατά το σκέλος, που στρέφεται κατά της πρώτης εναγόμενης, αφού δεν αποδείχθηκε οιανδήποτε υπαιτιότητα της στην ολοσχερή καταστροφή του σκάφους της ενάγουσας, με τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εναγόμενης να πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της ενάγουσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Aκολούθως, μετά την απόρριψη της κύριας αγωγής ως προς την πρώτη εναγόμενη …., απορριπτέα ως αβάσιμη είναι και η από 17-7-2006 και με αριθμ.κατ. … προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της …. κατά της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που κάλυπτε την αστική της ευθύνη έναντι τρίτων, την ημέρα προκλήσεως της πυρκαϊάς.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 2-7-2010 και με αριθμ. κατ. … κυρία παρέμβαση – αγωγή της ενάγουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» κατά των εναγόμενων εταιρειών «…» και «….», την από 12-7-2010 και με αριθμ. κατ. … κύρια παρέμβαση – πλαγιαστική αγωγή της ενάγουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» κατά της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» και της βρετανικής ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», την από 7-7-2006 και με αριθμ.κατ. … αγωγή της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…» κατά των εναγόμενων εταιρειών «….», την από 17-7-2006 και με αριθμ.κατ. … προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως της ενάγουσας εταιρείας «….» κατά της εναγόμενης βρετανικής ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…» και την από 25-1-2012 και με αριθμ. κατ. … προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως της ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» κατά της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…».

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 2-7-2010 και με αριθμ. κατ. … κυρία παρέμβαση – αγωγή.

Απορρίπτει την κύρια παρέμβαση – αγωγή.

Επιβάλει εις βάρος της κυρίως παρεμβαίνουσας – ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ.

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 12-7-2010 και με αριθμ. κατ. … κύρια παρέμβαση – αγωγή – πλαγιαστική αγωγή.

Απορρίπτει την κύρια παρέμβαση -αγωγή – πλαγιαστική αγωγή.

Επιβάλει εις βάρος της κυρίως παρεμβαίνουσας – ενάγουσας – πλαγιαστικώς ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ.

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 7-7-2006 και με αριθμ.κατ. … αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.

Δέχεται την αγωγή, ως προς την δεύτερη εναγόμενη.

Yποχρεώνει την δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα, ως μη δικαιούχο διάδικο, το χρηματικό ποσό των τετρακοσίων τριάντα χιλιάδων(430.000) ευρώ, με το νόμιμο επιτόκιο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής.

Επιβάλει εις βάρος της δεύτερης εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων (17.000) ευρώ και εις βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ.

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 17-7-2006 και με αριθμ.κατ. … προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή.

Απορρίπτει την παρεμπίπτουσα αγωγή.

Επιβάλει εις βάρος της παρεμπιπτόντως ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ.

Δικάζει ερήμην της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας την από 25-1-2012 και με αριθμ.κατ. …  προσεπίκληση και παρεμπίπουσα αγωγή.

Απορρίπτει την παρεμπίπτουσα αγωγή.

Επιβάλει εις βάρος της παρεμπιπτόντως ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις

και δημοσιεύθηκε στις 17-7-2017, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ