ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3735/2017
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, και από την Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7-2-2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στην Κ. Σ. και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Ιωάννης Γιαννάτος, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία … υπό το διακριτικό τίτλο «… που εδρεύει στην Ν. Φ. Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) Θ. Π. του Ν., κατοίκου ομοίως ως άνω, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, Πάρις Καραμήτσιος, και παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια του ίδιου ως άνω πληρεξούσιου δικηγόρου.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-9-2016 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με ειδ. αριθ. κατ. δικογράφου … προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι, δυνάμει συμβάσεως που συνήφθη τον Ιούνιο του 2008 μεταξύ της ίδιας και της παρέχουσας υπηρεσίες ασφαλιστικής μεσιτείας, πρώτης εναγόμενης εταιρείας, νομίμως εκπροσωπούμενης από τον δεύτερο εναγόμενο, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να εξεύρει ασφαλιστές και αντασφαλιστές για το συμβόλαιο ασφάλισης του πλοίου … της ίδιας (ενάγουσας) για την περίοδο από 8-7-2008 έως 8-7-2009, συναφώς δε ανατέθηκε στην πρώτη εναγομένη και όλη η διαδικασία είσπραξης και απόδοσης σ’ αυτή (ενάγουσα) της οφειλόμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης για τη βλάβη που υπέστη το ως άνω πλοίο την 30η Μαρτίου του έτους 2008 στο κατώτερο τμήμα του κύτους του και στη δεξιά μηχανή του, λόγω πρόσκρουσης στο βυθό κατά την είσοδό του στο λιμάνι της Χίου, αφού κατά τα έτη 2007-2008 αυτό είχε δρομολογηθεί στη γραμμή Θεσσαλονίκη – Λήμνος – Μυτιλήνη – Χίος – Σάμος˙ ότι ο δεύτερος εναγόμενος, μοναδικός ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος και καταστατικό όργανο αυτής (α΄ εναγομένης), εισέπραξε από τις αντισυμβαλλόμενες ασφαλιστικές εταιρείες για λογαριασμό της ίδιας (ενάγουσας) τα αναφερόμενα στο δικόγραφο ποσά, στη συνέχεια δε προέβη σε παράνομη ιδιοποίηση μέρους αυτών, ήτοι τέλεσε το αδίκημα της υπεξαίρεσης χρημάτων που εισέπραξε η πρώτη εναγομένη για λογαριασμό της (ενάγουσας), ως εντολοδόχος, και όφειλε να της αποδώσει σε εκτέλεση της αναληφθείσας με την επίδικη σύμβαση υποχρέωσης. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα και με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ζητεί, κατ’ ορθή εκτίμηση του αιτήματος της αγωγής, όπως παραδεκτά περιορίστηκε με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, κατ’ άρθρο 223 εδ. β΄ του ΚΠολΔ {όπως το άρθρο 223 τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015)}, το καταψηφιστικό αίτημά της σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το συνολικό ποσό των 405.969,60 ευρώ, που εισέπραξαν κατά τα ανωτέρω για λογαριασμό της από ασφαλιστικές εταιρείες ως αποζημίωση, το οποίο αρνούνται να της αποδώσουν παρά τις συνεχείς οχλήσεις εκ μέρους της, με το νόμιμο τόκο από τις 27-11-2009, οπότε έλαβε χώρα σχετική ρητή όχλησή τους (εναγομένων), άλλως από την επομένη της επιδόσεως της ασκηθείσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από 1-7-2013 αγωγής της (νυν ενάγουσας) κατά της εδώ πρώτης εναγομένης, με … και …, η οποία (αγωγή) είχε ως περιεχόμενο την ίδια ιστορική και νομική αιτία καθώς και το ίδιο αίτημα με την υπό κρίση αγωγή, με το δικόγραφο της οποίας (κρινόμενης αγωγής) παραιτήθηκε από το δικόγραφο της προγενέστερης αγωγής, επικουρικά δε από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, καθώς και να απαγγελθεί εις βάρος του δευτέρου εναγομένου προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 22, 25 παρ. 2 και 35 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), και είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 15α παρ. 1 Ν. 1569/1985 περί “διαμεσολάβησης στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λπ.”, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ. 17 Ν. 2496/1997 περί “ασφαλιστικής σύμβασης και τροποποιήσεων της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση”, 249 του Ν. 4072/2012, 65, 67, 68, 71, 297, 298, 330, 340, 345 {η κατά το άρθρο 294, 295 παρ. 1 και 297 ΚΠολΔ παραίτηση της ενάγουσας από το δικόγραφο της προγενέστερης αγωγής της, καθώς και ο κατά το άρθρο 223 ΚΠολΔ γενόμενος με τις προτάσεις της περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της υπό κρίση αγωγής σε αναγνωριστικό επιφέρουν την ανατροπή εξ υπαρχής μόνον των αποτελεσμάτων που επήλθαν με και από την άσκηση των αγωγών, χωρίς να επηρεάζουν το χαρακτήρα της επιδόσεώς τους ως οχλήσεως δημιουργικής υπερημερίας των εναγομένων και οφειλής των αντιστοίχων τόκων, σύμφωνα με το άρθρο 345 ΑΚ (ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 35. 1259, ΑΠ 1266/2010 ΕλλΔνη 52. 979, 1126/2010 σε ΤΝΠ «Νόμος»)}, 361, 481, 681, 713, 719 και 914 ΑΚ, 375 παρ. 2-1 ΠΚ, εκτός αφενός μεν από την ερειδόμενη στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού επικουρική της βάση, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, διότι στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η από την αδικοπραξία αγωγή (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44. 1261, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 45. 475), αφετέρου δε ως προς τα αιτήματα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση κατά του δεύτερου εναγομένου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας, τα οποία τυγχάνουν απορριπτέα επίσης ως μη νόμιμα, εφόσον στις αποφάσεις επί αναγνωριστικών αγωγών δεν νοείται αναγκαστική άρα ούτε και προσωρινή εκτέλεση (ΕφΠειρ 1014/1992 Αρχ. Ν. 44. 63, Ι. Μπρίνια, Αναγκ. Εκτ., παρ. 47, VII, σελ. 132-133, Κ. Κεραμέα, Αστ. Δικ. Δικ. ΙΙ, 1978, παρ. 58, σελ. 66). Επομένως, πρέπει η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της: α) μετά τον κατά τα προεκτιθέμενα περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματός της σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου {άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 σε συνδ. με άρθ. 7 παρ. 3 του ν.δ. 1544/1942, όπως η παρ. 3 του ως άνω άρθ. 7 του ν.δ. 1544/1942 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 Ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016) και, σύμφωνα με την παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του, β) για το παραδεκτό των διαδικαστικών πράξεων της κατάθεσης της αγωγής, της παράστασης στο ακροατήριο και της κατάθεσης των προτάσεων έχουν κατατεθεί το με αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΔΣΠ (κατάθεση αγωγής) και τα με αριθ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών ΔΣΠ (παράσταση και προτάσεις) κατ’ άρθρο 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013 (παράρτημα I και III), όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8 Ν. 4205/2013.
Κατά το άρθρο 455 ΑΚ ο δανειστής μπορεί με σύμβαση να μεταβιβάσει σε άλλον την απαίτησή του χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής εκχώρηση είναι η σύμβαση μεταξύ δανειστή και τρίτου, με την οποία ο πρώτος μεταβιβάζει την απαίτησή του στο δεύτερο. Η εκχώρηση είναι σύμβαση διάθεσης και αναιτιώδης, δηλαδή ανεξάρτητη από την αιτία, και μπορεί να γίνεται αντί καταβολής ή χάριν καταβολής (ΑΠ 826/2001 σε ΤΝΠ «Νόμος»). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 460 έως 462 ΑΚ προκύπτει ότι μετά την αναγγελία της εκχωρηθείσας απαίτησης αποκόπτεται οριστικά κάθε δεσμός του εκχωρηθέντος οφειλέτη προς τον εκχωρητή και η εκχωρηθείσα απαίτηση αποκτάται από τον αναγγείλαντα εκδοχέα, ο οποίος καθίσταται αποκλειστικός δικαιούχος αυτής (εκχωρηθείσας απαίτησης), δικαιούμενος να την εισπράξει και να επιδιώξει δικαστικώς την είσπραξή της από τον εκχωρηθέντα οφειλέτη, ο οποίος υποχρεούται να καταβάλει τα οφειλόμενα μόνο στον εκδοχέα, ως αποκλειστικό δικαιούχο, και όχι στον εκχωρητή, καθόσον μετά την τελείωση της εκχώρησης με την αναγγελία δεν υφίσταται πλέον απαίτηση του εκχωρητή και αντίστοιχη οφειλή προς αυτόν του εκχωρηθέντος οφειλέτη (ΟλΑΠ 158/1969 ΝοΒ 17. 563, ΕφΠειρ 115/2012 ΔΕΕ 2012. 963). Τα ίδια ισχύουν και για μέλλουσα απαίτηση, εφόσον μπορεί να προσδιορισθεί κατ’ είδος και οφειλέτη. Όπως δε συνάγεται από το συνδυασμό των άρθρων 158, 455, 458, 460, 462 ΑΚ, η αναγγελία της εκχώρησης, η οποία είναι απαραίτητη για να μπορεί ο εκδοχέας να ασκήσει κατά του οφειλέτη τα δικαιώματα που πηγάζουν από την εκχώρηση και να αξιώσει την καταβολή της απαίτησης που του εκχωρήθηκε, δεν υπόκειται σε ορισμένο τύπο. Έτσι μπορεί να γίνει εγγράφως ή προφορικώς, όπως και με επίδοση αγωγής του εκδοχέα για την καταβολή της εν λόγω απαίτησης. Η επίδοση αυτή συνιστά αναγγελία της εκχώρησης, χωρίς να είναι αναγκαίο τούτο να αναγράφεται ρητώς στο δικόγραφο της αγωγής (ΑΠ 836/1993 ΕλλΔνη 37. 114, ΕφΘεσ 1648/2014 σε ΤΝΠ «Νόμος», ΕφΠειρ 103/2012 ΕΝΔ 2012. 277). Με αναγγελία μάλιστα ισοδυναμεί και η από τον εκχωρηθέντα οφειλέτη αναγνώριση ή αποδοχή της εκχώρησης ή η από αυτόν καταβολή έστω και μέρους της απαίτησης στον εκδοχέα, οπότε η αναγγελία, με τη συνδρομή των ως άνω περιστατικών που την αναπληρώνουν, καθίσταται περιττή (ΑΠ 1216/1995 ΔΕΕ 1995. 859, ΕφΑθ 5439/2013 ΔΕΕ 2013. 1188, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, έκδοση 2003, τόμος Β΄, υπό το άρθρο 460, αρ. 12, σελ. 619). Περαιτέρω, ο αναιτιώδης χαρακτήρας της σύμβασης εκχώρησης επιτρέπει τη διαμόρφωση του περιεχομένου της κατά τρόπο ώστε τα νομικά αποτελέσματα της εκχώρησης να μπορούν να βαίνουν πέρα από το σκοπό που ενυπάρχει στην υποκείμενη αυτής (εκχώρησης) ενοχική σύμβαση. Το σύγχρονο συμβατικό δίκαιο στηρίχθηκε στην αξιοποίηση της νομικής αυτής δυνατότητας, ώστε να διαπλάσει το μόρφωμα της εξασφαλιστικής εκχώρησης, όπου η νόμιμη αιτία της εκχώρησης έγκειται ακριβώς στην εξασφάλιση του εκδοχέα έναντι του κινδύνου της μη είσπραξης υφιστάμενου έναντι αυτού χρέους του εκχωρητή από τις μεταξύ αυτών ενοχικές σχέσεις. Δεν χωρεί, μάλιστα, αμφιβολία ότι στη σύμβαση εκχώρησης είναι δυνατή η προσθήκη αναβλητικής αίρεσης ή προθεσμίας, ώστε το σκοπούμενο με αυτήν μεταβιβαστικό αποτέλεσμα να επέρχεται μόλις συμβεί ορισμένο (μέλλον και αβέβαιο) γεγονός ή με την επέλευση ορισμένου χρονικού σημείου. Ενόσω, συνεπώς, η προσθήκη αιρέσεως στη σύμβαση εκχώρησης έχει ως περιεχόμενο – στην εξασφαλιστική ιδίως εκχώρηση – την επιφύλαξη της εξουσίας εισπράξεως στον εκχωρητή για όσο χρονικό διάστημα αυτός θα παραμένει ενήμερος ως προς το ασφαλιζόμενο με την εκχώρηση χρέος του έναντι του εκδοχέα, η εκχώρηση αυτή θεωρείται κατά πάντα έγκυρη, δυνάμενη και έναντι του οφειλέτη να αντιταχθεί, καθώς ούτε το συμφέρον αυτού ούτε κάποιο άλλο δημοσίας τάξεως συμφέρον ή συστηματικής φύσεως λόγος εμποδίζουν την αποδοχή του κύρους της, αρκεί να γνωστοποιηθεί σ’ αυτόν ο όρος της εκχώρησης που περιέχει τη σχετική επιφύλαξη. Εξάλλου, η κατάφαση της δυνατότητας προσθήκης αιρέσεως στην ίδια τη σύμβαση εκχωρήσεως καθιστά χωρίς πρακτική σημασία το ζήτημα αν η ρύθμιση των άρθρων 460 και 461 ΑΚ είναι αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου, καθώς και αν η αναγγελία, ως οιονεί δικαιοπραξία κατά την κρατούσα άποψη, είναι ανεπίδεκτη αιρέσεως. Πράγματι, ναι μεν η ανακοίνωση της ύπαρξης αιρέσεως στην εκχωρούμενη απαίτηση, ως περίστασης που πρέπει να γνωστοποιηθεί στον οφειλέτη κατ’ άρθρο 460 ΑΚ, δημιουργεί σ’ αυτόν αναπόφευκτα κάποια νομική αβεβαιότητα, πλην όμως αυτή είναι ανεκτή, αρκεί ο οφειλέτης να λαμβάνει υπόψη, κατά το σχηματισμό της απόφασής του περί του προσώπου στο οποίο οφείλει να καταβάλει, το γνωστοποιημένο σ’ αυτόν περιεχόμενο του όρου, που προβλέπει την επιφύλαξη στον εκχωρητή της εξουσίας εισπράξεως, εφόσον δεν έχει πληρωθεί η αίρεση υπό την οποία τελεί η σύμβαση εκχώρησης. Οι ρυθμίσεις αυτές ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής στη σύγχρονη συναλλακτική πράξη, ιδίως με τη μορφή της καταπιστευτικής εκχώρησης απαιτήσεων, όπου τα μέρη, προκειμένου να επιτύχουν ευνοϊκότερα για το δανειστή (συνήθως τη δανειοδότρια τράπεζα) αποτελέσματα, καταφεύγουν στη μεταβίβαση (εκχώρηση) της χρηματικής κατά κανόνα απαίτησης που έχει ο πιστολήπτης (οφειλέτης) κατά τρίτου (τρίτου οφειλέτη), αντί για την ενεχυρίαση της απαίτησης, αφού με τον τρόπο αυτό μπορεί να προβεί στην είσπραξη της εκχωρηθείσας απαίτησης χωρίς τους περιορισμούς που προβλέπονται στα άρθρα 1253 και 1254 ΑΚ για τις ενεχυρασθείσες απαιτήσεις. Οι όροι, υπό τους οποίους ενεργοποιείται η δυνατότητα του εκδοχέα να προσφύγει ο ίδιος στην άσκηση της εξουσίας προς είσπραξη της εκχωρηθείσας απαίτησης -συνήθως θα πρόκειται για την υπερημερία του εκχωρητή που θα σημαίνει την πραγματική πλέον εμφάνιση του ασφαλιστικού κινδύνου – τίθενται στη μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα καταρτιζόμενη υποσχετική σύμβαση, η οποία, περιέχουσα την αιτία της εκχώρησης, αποτελεί την καταπιστευτική συμφωνία. Η παραδοσιακή αντίληψη ότι η συμφωνία αυτή, ως αμιγώς ενοχική, διέπει μόνο τις σχέσεις εκχωρητή και εκδοχέα, έναντι δε του οφειλέτη μετά την αναγγελία μόνος νομιμοποιούμενος στην είσπραξη της απαίτησης είναι ο εκδοχέας, απέχει από τις συναλλακτικές ανάγκες της σύγχρονης οικονομίας, αφού μπορεί στην καταπιστευτική εκχώρηση απαιτήσεως και τα δύο μέρη να επιθυμούν να διατηρεί, υπό όρους, ο εκχωρητής την εξουσία να εισπράξει την απαίτηση στο όνομά του, χωρίς τούτο να προσκρούει σε κανένα δημοσίας τάξεως συμφέρον. Τα συμβαλλόμενα στην περί εκχωρήσεως σύμβαση μέρη είναι ελεύθερα να συμφωνήσουν ότι η εξουσία προς είσπραξη θα παραμένει και μετά την αναγγελία της εκχώρησης προς τον οφειλέτη, προσωρινά στον εκχωρητή, θα μεταβαίνει δε στον εκδοχέα μόνο αφότου επέλθει ορισμένο γεγονός (αναβλητική αίρεση), που συνήθως επί καταπιστευτικής εκχώρησης θα είναι η περιέλευση του εκχωρητή σε υπερημερία οφειλέτη έναντι του πιστοδότη εκδοχέα. Η συμφωνία αυτή, η οποία έχει έρεισμα την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και είναι συνήθης στην καταπιστευτική εκχώρηση απαιτήσεων, είναι έγκυρη, στο μέτρο δε που δεν προσκρούει σε κανένα αντίθετο συμφέρον του οφειλέτη, ισχύει και έναντι αυτού, εφόσον αυτός είναι σε θέση να γνωρίζει και τον περιέχοντα τη σχετική επιφύλαξη όρο της εξασφαλιστικής συμφωνίας (ΑΠ 208/2016 σε ΤΝΠ «Νόμος»). Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενοι, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους (άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθ. 1 άρθ. δεύτερο παρ. 2 Ν. 4335/2015), αφού αρνήθηκαν αιτιολογημένα την ιστορική βάση της αγωγής, ισχυριζόμενοι ότι από τα επικαλούμενα από την ενάγουσα ποσά, που φέρονται ως εισπραχθείσα ασφαλιστική αποζημίωση από τους ίδιους για λογαριασμό της, πρέπει να αφαιρεθούν τα αναφερόμενα απ’ αυτούς (εναγομένους) ποσά που παρακρατήθηκαν από τις ασφαλιστικές εταιρείες για οφειλόμενα ασφάλιστρα και μεσιτικές προμήθειες, υποστήριξαν περαιτέρω ότι: α) στις από 5-11-2007 περιλήψεις εγγραφής πρώτης και δεύτερης προτιμώμενης υποθήκης της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ζ. Σ., επί του πλοίου … της ενάγουσας εμπεριέχεται ρήτρα περί εκχώρησης όλων των ασφαλιστικών αποζημιώσεων της τελευταίας στην «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ», προς εξασφάλιση εξόφλησης πιστώσεων ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού ποσών 2.500.000 ευρώ και 1.000.000 ευρώ, αντίστοιχα, η οποία (ρήτρα) έχει αναγγελθεί στους ίδιους (εναγομένους), με συνέπεια να ελλείπει η ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας προς άσκηση της ένδικης αγωγής, και β) θα πρέπει να συμψηφιστεί αντίθετη και ομοειδής οφειλή της ενάγουσας προς αυτούς (εναγομένους), ύψους 218.068,77 ευρώ, η οποία προκύπτει από τα ασφάλιστρα και τα έξοδα επιθεώρησης πλοίων που κατέβαλαν για λογαριασμό της. Οι εν λόγω υπό στοιχ. α΄ και β΄ ισχυρισμοί συνιστούν ενστάσεις, οι οποίες είναι νόμιμες, ως στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, 317, 361, 440, 441, 455, 460, 462 και 722 ΑΚ, και πρέπει, επομένως, να ερευνηθούν περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
Σε απάντηση της προδιαληφθείσας ενστάσεως περί ελλείψεως της ενεργητικής της νομιμοποίησης, η ενάγουσα, αφού αρνείται αμφότερες τις ως άνω ενστάσεις των εναγομένων, προβάλλει παραδεκτώς με την προσθήκη των προτάσεών της, κατ’ άρθρο 237 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, αφού σκοπεί σε αντίκρουση ισχυρισμού που περιέχεται στις προτάσεις των εναγομένων, τον ισχυρισμό ότι η αναφερόμενη από τους τελευταίους (εναγομένους) σύμβαση εκχώρησης της επίδικης απαίτησης τελεί υπό την επικαλούμενη από αυτή (ενάγουσα) αναβλητική αίρεση, η οποία δεν έχει πληρωθεί, με αποτέλεσμα να νομιμοποιείται η ίδια (ενάγουσα) προς άσκηση της ένδικης αγωγής και είσπραξη της εκχωρηθείσας απαίτησης. Ο ως άνω ισχυρισμός είναι, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, νόμιμη αντένσταση, ως στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 201, 361 και 455 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 παρ. 2, 339, 409 παρ. 1 και 2 και 415 έως 420 του ΚΠολΔ και 61, 65, 67 και 70 του ΑΚ, προκύπτει ότι δεν μπορεί να είναι μάρτυρας ο διάδικος, αφού δεν είναι τρίτος. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί να είναι μάρτυρας και ο νόμιμος εκπρόσωπος νομικού προσώπου που είναι διάδικος, ή το μέλος της διοίκησης αυτού. Τούτο συνάγεται ιδίως από το ως άνω άρθρο 415 του ΚΠολΔ, που προβλέπει ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και όχι ως μαρτυρία, την εξέταση των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων των νομικών προσώπων ή των μελών της διοίκησής τους. Υπό την αντίθετη εκδοχή θα ήταν δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως μάρτυρας και στη συνέχεια ως διάδικος ή ως εκπρόσωπος ή ως μέλος της διοίκησης διαδίκου, λύση προδήλως άτοπη. Τα ανωτέρω ισχύουν, για την ταυτότητα του λόγου, και επί ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, με τις οποίες ο τρίτος που βεβαιώνει ενόρκως, καταθέτει τα περιστατικά που γνωρίζει για το αντικείμενο της απόδειξης. Άρα, ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου ή μέλους της διοίκησης του διαδίκου νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (βλ. ΟλΑΠ 1328/1977, ΑΠ 397/2016, 745/2007 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 421 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, «οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επόμενων άρθρων», ενώ κατ’ άρθ. 424 του ίδιου Κώδικα, όπως ομοίως προστέθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, «ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.». Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ενάγουσας, Π. Μ., κατοίκου Αθηνών, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, Μ. Χ. Β., η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Γ. Π.), και την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος των εναγομένων, Β. Β., κατοίκου ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Μ. Κ., η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Β. Χ.), μη λαμβανομένων υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας, των υπ’ αριθ. … ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της ενάγουσας, Α. Α., κατοίκου Νέου Ηρακλείου Αττικής, και Φ. Μ., κατοίκου Κοιτάδας Σαμοθράκης, αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, Μ. Χ. Β., κατ’ άρθ. 421 και 424 ΚΠολΔ, καθώς και της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του δευτέρου των εναγομένων και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εξ αυτών εναγόμενης εταιρείας, Θ. Π. που φέρει την ιδιότητα του διαδίκου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Μ. Κ., αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως που συνήφθη τον Ιούνιο του 2008 μεταξύ της ενάγουσας και της παρέχουσας υπηρεσίες ασφαλιστικής μεσιτείας, πρώτης εναγόμενης ετερόρρυθμης εταιρείας, νομίμως εκπροσωπούμενης από τον δεύτερο εναγόμενο, ομόρρυθμο εταίρο, κατά ποσοστό 95% του εταιρικού κεφαλαίου, και παράλληλα διαχειριστής αυτής (α΄ εναγομένης), η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να εξεύρει ασφαλιστές και αντασφαλιστές για την ασφάλιση του πλοίου … της πρώτης (ενάγουσας) για την περίοδο από 8-7-2008 έως 8-7-2009, συναφώς δε ανατέθηκε στην πρώτη εναγομένη και όλη η διαδικασία είσπραξης και απόδοσης στην ενάγουσα της οφειλόμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης για τη βλάβη που υπέστη το ως άνω πλοίο την 30η Μαρτίου του έτους 2008 στο κατώτερο τμήμα του κύτους του και στη δεξιά μηχανή του, λόγω πρόσκρουσης στο βυθό κατά την είσοδό του στο λιμάνι της Χίου, αφού κατά τα έτη 2007-2008 αυτό είχε δρομολογηθεί στη γραμμή Θεσσαλονίκη – Λήμνος – Μυτιλήνη – Χίος – Σάμος. Το εν λόγω πλοίο ήταν κατά το χρόνο του ατυχήματος ασφαλισμένο σε κοινοπραξία ασφαλιστών και αντασφαλιστών και, ειδικότερα, στην ασφάλισή του συμμετείχαν: α) κατά 25% το LLOYD’S SYNDICATE μέσω της HSBC INSURANCE BROKERS LTD, β) κατά 12,5% η ΑΙΓΑΙΟΝ ΑΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Α.Ε (AIGAION INSURANCE CO SA) μέσω της NATIONAL INSURANCE BROKERS SA, γ) κατά 15% η HELLENIC HULL MUTUAL ASSOCIATION (ναυτασφαλιστικός συνεταιρισμός) μέσω της NATIONAL INSURANCE BROKERS SA, δ) κατά 32,5% UNDERWRITERS (δηλαδή διάφοροι ασφαλιστές) μέσω της CAP MARINE ASSURANCES με συμμετέχουσες την Fortis Corporate Insurance N.V, την Achmea Schadeverzekeringen N.V (Avero) και την Powszechny Zaklad Ubezpr, και ε) κατά 15% UNDERWRITERS (δηλαδή διάφοροι ασφαλιστές) μέσω της CAP MARINE ASSURANCES με επικεφαλής ασφαλιστή την BELMARINE S.A, η οργάνωση δε της ασφάλισης είχε ανατεθεί σε ελληνική εταιρεία μεσολαβητών (brokers), ήτοι την NATIONAL INSURANCE BROKERS SA (θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας), η οποία ταυτόχρονα είχε αναλάβει και τη συλλογή των δόσεων και την αποστολή τους κατ’ αναλογία στους ασφαλιστές. Το ανωτέρω συμβόλαιο ασφάλισης ίσχυσε από τις 8-7-2007 έως τις 8-7-2008, ενώ τον Ιούνιο του 2008, όπως προαναφέρθηκε, αποφασίστηκε από την ενάγουσα η αλλαγή των διαμεσολαβητών ασφάλισης και έτσι αντί της NATIONAL INSURANCE BROKERS SA ανατέθηκε η εντολή στην πρώτη εναγομένη να εξεύρει ασφαλιστές και αντασφαλιστές για την ασφάλιση του πλοίου … για την επόμενη περίοδο από 8-7-2008 έως 8-7-2009, καθώς και να διεκπεραιώσει τη διαδικασία είσπραξης και απόδοσης στην ενάγουσα της προεκτιθέμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης. Πράγματι, στις 24-9-2008, η τελευταία (ενάγουσα) παρέδωσε προς την πρώτη εναγομένη επιστολή διά της οποίας αυτή εξουσιοδοτείτο να αναλάβει από την HSBC και την National Insurance το ασφαλιστήριο του …, καθώς και να χειρισθεί το ζήτημα της αξίωσης της εταιρείας για αποζημίωση και να την εισπράξει. Κατόπιν δε αιτήματος της εναγόμενης εταιρείας, στις 10-12-2008, η ενάγουσα απέστειλε και νέα εξουσιοδότηση προς αυτή, κοινοποιούμενη και στους ανωτέρω ασφαλιστές, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Διά της παρούσης σας εξουσιοδοτούμε να καταβάλετε την αναλογία αποζημιώσεως από το ανωτέρω περιστατικό στην Britannia Limited Cor…. Επιπλέον εξουσιοδοτούμε την Britannia Ltd Corp, αμέσως μετά τη λήψη των ποσών του διακανονισμού από τους ασφαλιστές, να καταθέσει όλα τα ποσά που προέρχονται από την ανωτέρω ζημία στον λογαριασμό υπ’ αριθ… της Εμπορικής Τράπεζας υπέρ της … …Σ Ν.Ε…». Μετά το πέρας των επισκευών του πλοίου, τη συγκέντρωση των τιμολογίων του κόστους επισκευής και τον τεχνικό έλεγχο από τους επιθεωρητές των ασφαλιστών ανατέθηκε σε Διακανονιστή Αβαριών (Adjuster), εν προκειμένω στην εταιρεία …, να υπολογίσει, με βάση την αναφορά των επιθεωρητών, τους λογαριασμούς εξόδων που απαιτήθηκαν για την αποκατάσταση της ζημίας, και εφαρμόζοντας τους διεθνώς αποδεκτούς κανονισμούς και τους όρους του ασφαλιστήριου συμβολαίου, το συνολικό ποσό αποζημίωσης και το ποσοστό που αναλογεί σε κάθε έναν από τους ασφαλιστές που συμμετείχαν στην ασφάλιση. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω Διακανονιστής, με την από 12-3-2009 έκθεσή του, αναγνώριζε ότι: i) το συνολικό κόστος επισκευής του πλοίου ανήλθε σε 1.098.751,08 €, ii) το ποσό της αποκατάστασης των ζημιών που ήταν αποκαταστατέες από τους ασφαλιστές, ως άμεσα συνδεόμενες με το ζημιογόνο γεγονός, ανήρχετο σε 606.252,78 €, και iii) ποσό 492.498,30 € αφορούσε κόστος αποκατάστασης το οποίο ήταν στη διακριτική ευχέρεια των ασφαλιστών να αποζημιώσουν και το οποίο οι τελευταίοι (ασφαλιστές), διά επιθεωρητών τους, δεν αναγνώρισαν ως αποζημιωτέο. Από το ποσό δε των 606.252,78 € θα έπρεπε να αφαιρεθεί η συμφωνηθείσα απαλλαγή (deductible), δηλαδή το ποσό που είχε συμφωνηθεί ως όριο μέχρι του οποίου δεν ευθύνεται ο ασφαλιστής και ήταν διαφορετικό με κάθε ένα από τους ασφαλιστές. Ειδικότερα, με βάση το πόρισμα του Διακανονιστή, οι ασφαλιστές όφειλαν να καταβάλουν: i) οι Underwriters (αντασφαλιστές) του Lloyd’ s Syndicate ποσό 135.313,20 €, το οποίο προέκυψε μετ’ αφαίρεση του οικείου ποσού απαλλαγής (65.000€) και τον αναλογισμό του υπολοίπου ποσού των (606.252,78€ – 65.000€=) 541.252,78€ στο ποσοστό ασφάλισης (25%). ii) Η Αιγαίον Ασφαλιστική ποσό 67.656,60 €, το οποίο προέκυψε μετ’ αφαίρεση του οικείου ποσού απαλλαγής (65.000€) και τον αναλογισμό του υπολοίπου ποσού των (606.252,78€ – 65.000€=) 541.252,78€ στο ποσοστό ασφάλισης (12,50%). iii) Η HELLENIC HULL MUTUAL ποσό 81.187,92 €, το οποίο προέκυψε μετ’ αφαίρεση του οικείου ποσού απαλλαγής (65.000€) και τον αναλογισμό του υπολοίπου ποσού των (606.252,78€ – 65.000€=) 541.252,78€ στο ποσοστό ασφάλισης (15%). iv) Οι Underwriters (αντασφαλιστές) της CAP MARINE ποσό 172.657,15€, το οποίο προέκυψε μετ’ αφαίρεση του οικείου ποσού απαλλαγής (75.000€) και τον αναλογισμό του υπολοίπου ποσού των (606.252,78€ – 75.000€=) 531.252,78€ στο ποσοστό ασφάλισης (32,50%). Και ν) οι Underwriters της Cap Marine Assurances & Reassurances ποσό 75.937,92€, το οποίο προέκυψε μετ’ αφαίρεση του οικείου ποσού απαλλαγής (100.000€) και τον αναλογισμό του υπολοίπου ποσού των (606.252,78€ – 100.000€=) 506.252,78€ στο ποσοστό ασφάλισης (15%). Έτσι, το συνολικό ποσό που ήταν καταβλητέο στην ενάγουσα και εισέπραξε η πρώτη εναγομένη για λογαριασμό της (ενάγουσας) ανήλθε σε 532.752,79 ευρώ. Στις 17-11-2008, μάλιστα, πληρώθηκε το ποσό των 283.571,43 ευρώ ως προκαταβολή (payment on account) από τους ανωτέρω υπό στοιχ. i, ii, iv και ν ασφαλιστές, όπως διαλαμβάνεται και στο νομίμως προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα, πόρισμα του Διακανονιστή. Μετά την ολοκλήρωση του προεκτιθέμενου διακανονισμού (adjustment) η πρώτη εναγομένη ουδέποτε ενημέρωσε την ενάγουσα σχετικά με τα ποσά που εισέπραξε, πλην δύο περιπτώσεων κατά τις οποίες οι εισπράξεις που έκανε κατεβλήθησαν, με τη συναίνεση της τελευταίας (ενάγουσας), σε τρίτους, και συγκεκριμένα το ποσό των 24.335 € στην …, ως αμοιβή του Διακανονιστή, και το ποσό των 107.448,19 € στην Εμπορική Τράπεζα Ελλάδος, ως ενυπόθηκη δανείστρια της ενάγουσας, και συνεπώς έπρεπε να αποδοθεί στην τελευταία το υπόλοιπο ποσό των 400.969,60 €. Για το λόγο αυτό, στις …, η ενάγουσα κοινοποίησε στην πρώτη εναγομένη την από … εξώδικη δήλωση και πρόσκληση, ζητώντας λογοδοσία και την απόδοση των οφειλόμενων για την ως άνω αίτια χρηματικών ποσών. Η πρώτη εναγομένη απάντησε με την από 8-12-2009 επιστολή που συνέταξε ο νόμιμος εκπρόσωπός της, δεύτερος εναγόμενος, προς την Εμπορική Τράπεζα, την οποία κοινοποίησε στην ενάγουσα, χωρίς να λογοδοτεί μ’ αυτή (επιστολή) αναλυτικώς για το τι εισέπραξε, από ποιον, πότε και ποια η τύχη των εισπραχθέντων χρηματικών ποσών, ενώ ανέφερε ότι δεν υπάρχει κάποιο ποσό από την εισπραχθείσα αποζημίωση προς απόδοση. Τοιουτοτρόπως, όπως αποδείχθηκε, ο δεύτερος εναγόμενος, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, εντεταλμένος από την ενάγουσα να πραγματοποιήσει για λογαριασμό της την είσπραξη της προεκτιθέμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης, δεν της απέδωσε το υπολειπόμενο ποσό αυτής ύψους 400.969,60 ευρώ, αλλά το ιδιοποιήθηκε παρανόμως κατά παράβαση του άρθρου 375 παρ. 2-1 ΠΚ, επιφέροντας στην ίδια (ενάγουσα) ισόποση ζημία. Το ως άνω επιμέρους ποσό που περιήλθε στην κατοχή του δευτέρου εναγομένου ως εντολοδόχου, έπρεπε ο τελευταίος να το αποδώσει στην ενάγουσα, πλην όμως δεν έπραξε τούτο, αλλά παρακράτησε παρανόμως αυτό, ενσωματώνοντάς το με τις διαχειριστικές του πράξεις στην περιουσία του χωρίς δικαίωμα, αρνούμενος δε να το αποδώσει στην τελευταία (ενάγουσα), παρά την κοινοποίηση της ανωτέρω επιστολής της στην οποία διαλαμβάνονταν σχετικό αίτημά της, εξωτερίκευσε την πρόθεσή του για παράνομη ενσωμάτωση στην περιουσία του της εν λόγω ασφαλιστικής αποζημίωσης που ανήκε κατά κυριότητα στην ενάγουσα και η οποία περιήλθε στην κατοχή του στο πλαίσιο της εκτέλεσης της ένδικης σύμβασης. H ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από όσα οι εναγόμενοι αναφέρουν στις προτάσεις τους περί οφειλόμενων ασφαλίστρων και μεσιτικών προμηθειών που παρακρατήθηκαν από τους ίδιους (εναγομένους) και τις προεκτιθέμενες ασφαλιστικές εταιρείες, με αποτέλεσμα να μην έχουν εισπραχθεί ως ασφαλιστική αποζημίωση τα επικαλούμενα από την ενάγουσα ποσά, τα οποία έπρεπε να αποδοθούν στην τελευταία. Οι εν λόγω ισχυρισμοί των εναγομένων δεν κρίνονται πειστικοί, αφού δεν προκύπτουν από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, ούτε από όσα αναφέρει η μάρτυράς τους, Β. Β., στην ένορκη βεβαίωσή της ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Μ. Κ., αν ληφθεί υπόψη ότι η αξιοπιστία της είναι εκ των πραγμάτων μειωμένη, λόγω του ότι, όπως επισήμανε και η ίδια, εξακολουθεί να εργάζεται στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία, ήτοι τελεί σε οικονομική εξάρτηση από την ίδια, γεγονός το οποίο αντικειμενικώς αξιολογείται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι: α) παρακρατήθηκαν ποσά για να πληρωθούν για λογαριασμό της ενάγουσας εκκρεμή ασφάλιστρα έτους 2008 για το πλοίο της «…» και συγκεκριμένα ασφάλιστρα ύψους 7.636,44 ευρώ προς την «ΑΙΓΑΙΟΝ Α.Α.Ε.» και ύψους 45.172,09 ευρώ προς τις «FORTIS CORPORATE INSURANCE N.V.» και «BELMARINE S.A.», επικαλούμενοι την από 14-11-2008 επιστολή της «NATIONAL ΜΕΣΙΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Α.Ε.», η οποία (επιστολή) όμως αφενός αποτελεί απλά μια ενημέρωση περί οφειλών και δεν αποδεικνύει τη συντέλεση της πληρωμής των οφειλομένων ασφαλίστρων, αφετέρου αναφέρεται στις φερόμενες συνολικές οφειλές όλων των πλοίων του ομίλου ΣΑΟΣ, όπου ανήκει και το πλοίο «…» της ενάγουσας, τα οποία είχαν ασφαλιστεί μέσω της «NATIONAL ΜΕΣΙΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Α.Ε.»., ενώ, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα, επικυρωμένο αντίγραφο της από 16-11-2007 έγκρισης ασφάλισης που εξέδωσε η ασφαλιστική εταιρεία CAP MARINE και αφορά την ασφάλιση των πλοίων του ανωτέρω ομίλου, ορίζεται ρητώς ότι έκαστο πλοίο ασφαλίζεται αυτοτελώς και ότι η ασφαλιστική εταιρεία δεν θα ασκήσει δικαίωμα παρακράτησης για απλήρωτες οφειλές στο πλοίο, καθ’ υπέρβαση της αναλογίας του στο συνολικό ασφάλιστρο, β) παρακρατήθηκαν 2.835,70 ευρώ από την πρώτη εναγομένη για την πληρωμή συμφωνηθείσας προμήθειάς της ύψους 1% επί της εισπραχθείσας ασφαλιστικής αποζημίωσης, επικαλούμενοι το από 24-3-2009 χρεωστικό τους σημείωμα προς τη «SAOS», το οποίο όμως έχει εκδοθεί από την ίδια την πρώτη εναγομένη και δεν επικουρείται από άλλο αποδεικτικό μέσο, ως προς τη σύναψη της σχετικής συμφωνίας και του ύψους της συνομολογηθείσας προμήθειας, γ) παρακρατήθηκαν 857,14 ευρώ για τη μεσιτική προμήθεια της «HSBC INSURANCE BROKERS LTD.», για την οποία δεν προσκομίζεται κάποιο σχετικό αποδεικτικό έγγραφο, δ) παρακρατήθηκαν 58.223,76 ευρώ από τα διάφορα συνδικάτα των LLOYD’S του Λονδίνου για οφειλόμενα ασφάλιστρα κατά κινδύνων πολέμων περιόδου 2008/09, επικαλούμενοι χρεωστικά σημειώματα των ίδιων (εναγομένων) προς τη «SAOS FERRIES», τα οποία επίσης δεν ενισχύονται από άλλα αποδεικτικά μέσα, ε) παρακρατήθηκαν 15.350,20 ευρώ από την πρώτη εξ αυτών (εναγομένων), δεδομένου ότι αυτό το ποσό είχε πληρωθεί από τους ίδιους για λογαριασμό της ενάγουσας για εξόφληση ασφαλίστρων σκάφους και μηχανής που όφειλε η πλοιοκτήτρια του «…» προς τα Συνδικάτα των LLOYD’S για την ασφαλιστική περίοδο 2007/08, για τη συντέλεση όμως της εν λόγω πληρωμής δεν προσκομίζεται κάποιο αποδεικτικό έγγραφο, και στ) κατεβλήθησαν με τη συναίνεση της ενάγουσας 35.220,70 ευρώ από την «ΑΙΓΑΙΟΝ Α.Α.Ε.» απευθείας στην «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ», επικαλούμενοι το από … e-mail της «ΑΙΓΑΙΟΝ Α.Α.Ε.» προς την πρώτη εξ αυτών (εναγομένων), το οποίο όμως αναφέρεται στην υπόσχεση μελλοντικής καταβολής απευθείας στην Εμπορική Τράπεζα, χωρίς να προσκομίζεται το σχετικό καταθετήριο έγγραφο ή άλλο έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται η συντέλεση της πληρωμής. Επίσης δεν αποδείχθηκε η προτεινόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση των εναγομένων, ύψους 218.068,77 ευρώ, από τα ασφάλιστρα και τα έξοδα επιθεώρησης πλοίων που φέρονται ότι κατέβαλαν για λογαριασμό της ενάγουσας και ειδικότερα για τις νέες ασφαλίσεις του στόλου στον οποίο ήταν ενταγμένο το «…» για τα ασφαλιστικά έτη 2009/10 και 2010/11, καθόσον στην προκείμενη περίπτωση ουδόλως υπάρχει στα σχετικά συμβόλαια ο επικαλούμενος από τους εναγομένους όρος «fleet clause», που συνεπάγεται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον οφειλή μεταξύ όλων των συμμετεχόντων στον «στόλο» πλοίων και πλοιοκτητών, το γεγονός δε ότι τα πλοία του ομίλου ΣΑΟΣ είχαν περιληφθεί σε ένα κοινό ασφαλιστήριο δεν έχει ως αυτοδίκαιη (και μάλιστα άνευ ειδικής πρόβλεψης) συνέπεια την ισχύ ενός τέτοιου όρου (βλ. και την προαναφερθείσα από 16-11-2007 έγκριση ασφάλισης που εξέδωσε η ασφαλιστική εταιρεία CAP MARINE και αφορά την ασφάλιση των πλοίων του ανωτέρω ομίλου, βάσει της οποίας ορίζεται ρητώς ότι έκαστο πλοίο ασφαλίζεται αυτοτελώς). Για τις εν λόγω ασφαλίσεις, μάλιστα, προσκομίζονται από τους εναγομένους τα εκδοθέντα από την πρώτη εξ αυτών χρεωστικά σημειώματα, καθώς και ασφαλιστήρια συμβόλαια, τα οποία όμως ουδόλως αποδεικνύουν ότι παρέμειναν σε ισχύ, αφού δεν προκύπτει η πληρωμή τους, ενώ η ενάγουσα προσκομίζει μετ’ επικλήσεως τα από … και από … φαξ της Εμπορικής Τράπεζας προς την ίδια, βάσει των οποίων η ίδια η τράπεζα πλήρωσε τα ασφάλιστρα της ίδιας περιόδου, για την ίδια αιτία, ύψους 163.031,82 ευρώ και 14.054,34 ευρώ, αντίστοιχα. Μάλιστα, όπως αποδεικνύεται από το νομίμως προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την ενάγουσα επικυρωμένο αντίγραφο της από … επιστολής ασφάλισης της National Μεσιτική, το πλοίο «…» της ενάγουσας από Οκτώβριο 2009 και εντεύθεν δεν ασφαλίστηκε από την πρώτη εναγομένη, αλλά από την ως άνω εταρεία National Μεσιτική. Τέλος, οι εναγόμενοι επικαλούνται ότι κατέβαλαν για λογαριασμό της ενάγουσας 8.000 ευρώ για επιθεώρηση του στόλου της «SAOS FERRIES» από την εταιρεία «MARGETIS MARITIME CONSULTING», η οποία (επιθεώρηση) ήταν απαραίτητη για την έναρξη της ασφαλιστικής κάλυψης του πλοίου της (ενάγουσας), προσκομίζοντας προς επίρρωση του σχετικού ισχυρισμού τους το από … e-mail της εταιρείας «MARGETIS MARITIME CONSULTING» προς την πρώτη εξ αυτών (εναγομένων), με το οποίο ζητούσε την πληρωμή του ποσού των 8.000 ευρώ, καθώς και την από 14-7-2009 εντολή πληρωμής του ποσού αυτού εκ μέρους του δευτέρου εναγομένου προς την Τράπεζα Πειραιώς. Εντούτοις, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο από τους ίδιους τους εναγομένους, από 8-12-2009 έγγραφο της πρώτης εξ αυτών (εναγομένων) προς την Εμπορική Τράπεζα, η προαναφερθείσα αμοιβή της εταιρείας «MARGETIS MARITIME CONSULTING» παρέμενε ανεξόφλητη. Εξάλλου, κατόπιν των διαβουλεύσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ του δευτέρου εναγομένου και των εκπροσώπων του ομίλου ΣΑΟΣ και της ενάγουσας, αλλά και της εγχείρισης σ’ αυτόν (β΄ εναγόμενο) των από 5-11-2007 περιλήψεων εγγραφής πρώτης και δεύτερης προτιμώμενης υποθήκης της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ζ. Σ., επί του πλοίου «…» της ενάγουσας, στα πλαίσια κατάρτισης και λειτουργίας της επίδικης σύμβασης μεταξύ της τελευταίας και της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, αναγγέλθηκε στο δεύτερο εναγόμενο και αυτός διαπίστωσε ότι η επίδικη ασφαλιστική αποζημίωση είχε εκχωρηθεί στην «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ», που ήταν ενυπόθηκη δανείστρια της ενάγουσας, δυνάμει σχετικής ρήτρας περί εκχώρησης όλων των ασφαλιστικών αποζημιώσεων της τελευταίας στην ως άνω τράπεζα προς εξασφάλιση της εξόφλησης πιστώσεων ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού ποσών 2.500.000 ευρώ και 1.000.000 ευρώ, αντίστοιχα. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από τις ανωτέρω περιλήψεις εγγραφής υποθήκης αλλά και από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα, με αριθ… συμβόλαιο σύστασης πρώτης προτιμώμενης υποθήκης, συναφθέντος μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και της Εμπορικής Τράπεζας, ρητώς ορίζεται σ’ αυτά ότι: (υπ’ αριθ. 4 όρος) «….Ο πλοιοκτήτης δια της παρούσης: (α)…, (β) εκχωρεί λόγω ενεχύρου και συμφωνεί να εκχωρήσει προς τον ενυπόθηκο δανειστή τας ασφάλειας, τα έσοδα και την αποζημίωση επιτάξεως και πάντα τα εξ αυτών ωφελήματα, ΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΠΑΝΤΟΤΕ ότι ο πλοιοκτήτης παραμένει υπεύθυνος εν σχέσει προς ταύτα και ουδεμία σχετική υποχρέωση ή ευθύνη βαρύνει τον ενυπόθηκο δανειστή», (υπ’ αριθ. 6 Η όρος) «…. (Ο πλοιοκτήτης) να επιμελείται ώστε όλες οι αποδείξεις ασφαλίσεως, οι πιστοποιήσεις ασφαλίσεως, τα ασφαλιστήρια, τα πιστοποιητικά εισδοχής ή άλλα έγγραφα ασφαλίσεως… να περιέχουν σχετική προσήκουσα σημείωση περί του συμφέροντος του ενυπόθηκου δανειστή, δυνάμει της ειδοποιήσεως εκχωρήσεως (υπογεγραμμένης υπό του πλοιοκτήτου), ως και ρήτρα ασφαλιστικών αποζημιώσεων καθορίζουσα ότι (α) στην περίπτωση ασφαλίσεως κατά κινδύνων πυρός και συνήθων θαλάσσιων κινδύνων και πολέμου, εκτός εάν και μέχρις ότου οιοδήποτε εκ των γεγονότων των οριζομένων στη ρήτρα 8 του παρόντος ήθελε συμβεί και ο ενυπόθηκος δανειστής ήθελε ειδοποιήσει περί αυτού τους ασφαλιστές (οπότε όλες οι ασφαλιστικές αποζημιώσεις θα είναι εισπρακτέες παρά του ενυπόθηκου δανειστή, συμφώνως με τη ρήτρα 10.1 (γ) του παρόντος)….», (υπ’ αριθ. 8. 1 όρος) «Ο ενυπόθηκος δανειστής, επιφυλασσόμενος των λοιπών δικαιωμάτων του και εξουσιών του, δυνάμει της παρούσης και των λοιπών εξασφαλιστικών εγγράφων, θα δικαιούται (αλλά δεν θα υποχρεούται) καθ’ οιονδήποτε χρόνο και τοσούτον συχνάκις όσον είναι αναγκαίο, να προβαίνει σε οιανδήποτε ενέργειαν, την οποία θέλει κατά την κρίσιν του θεωρήσει πρόσφορον προς προστασία ή διατήρηση της ασφάλειας….», (υπ’ αριθ. 10.1 όρος) «10. ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΕΝΥΠΟΘΗΚΟΥ ΔΑΝΕΙΣΤΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ. Ευθύς ως ήθελε συμβεί οιονδήποτε γεγονός υπερημερίας η ασφάλεια η συσταθείσα δια της παρούσης υποθήκης θα καταστεί αμέσως εκτελεστή και η ασφαλιζόμενη οφειλή θα καθίσταται πάραυτα ληξιπρόθεσμος και πληρωτέα και ο ενυπόθηκος δανειστής θα δικαιούται πάραυτα (α).., (β).., (γ) να συγκεντρώνει, εισπράττει, συμβιβάζει και εξοφλεί δεόντως όλες τις απαιτήσεις εκκρεμούσας κατά το χρόνον τούτον ή ύστερον εμφανιζόμενος εν σχέσει προς τας ασφάλειας ή οιανδήποτε τούτων και να αναλάβει ή αρχίσει (εάν είναι αναγκαίον χρησιμοποιών το όνομα του πλοιοκτήτου) όλες αυτές τις δικαστικές διαδικασίες εν σχέσει προς τα ανωτέρω». Κατ’ ακολουθίαν, στην προεκτιθέμενη σύμβαση εκχωρήσεως προς την «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ» των τυχόν (μελλοντικών) απαιτήσεων της ενάγουσας κατά ασφαλιστικών εταιρειών για ασφαλιστικές αποζημιώσεις οφειλόμενες για ζημία του πλοίου της «…», είχε προστεθεί, ως αναβλητική αίρεση για την ενεργοποίηση της εκχώρησης, η οποία (αίρεση) ήταν κατά πάντα επιτρεπτή στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων, η επέλευση υπερημερίας της ενάγουσας ως προς την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών της από τις προεκτιθέμενες συμβάσεις πίστωσης, οπότε, κατόπιν σχετικής ειδοποίησης των ασφαλιστών από την ανωτέρω τράπεζα, όλες οι ασφαλιστικές αποζημιώσεις θα ήταν εισπρακτέες από την τελευταία, η οποία θα είχε και τη νομιμοποίηση διεξαγωγής των συναφών δικών. Εντούτοις, τέτοια υπερημερία της ενάγουσας και την προεκτιθέμενη δήλωση της ως άνω τράπεζας ώστε να διακοπεί κάθε δεσμός της πρώτης προς τις εκχωρηθείσες απαιτήσεις της, ουδόλως επικαλούνται και αποδεικνύουν οι εναγόμενοι (ως προς το βάρος των εναγομένων επίκλησης και απόδειξης της πλήρωσης της εν λόγω αίρεσης βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, έκδοση 2001, τόμος Α΄, υπό το άρθρο 201, αρ. 16, σελ. 854, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία και θεωρία), οι οποίοι κατέστησαν κοινωνοί κατά τα ανωτέρω όλων των όρων υπό τους οποίους τελούσε η μετάθεση της εξουσίας προς είσπραξη της επίδικης απαίτησης από την εκχωρήτρια στην εκδοχέα. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας και γενομένης δεκτής της σχετικής αντένστασης της ενάγουσας, η τελευταία νομιμοποιείται ενεργητικά και όχι η εκδοχέας «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ» να ασκήσει στο δικό της όνομα την επίδικη αξίωση. Ας σημειωθεί ότι η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους εναγομένους, από … και από … έγγραφα της Εμπορικής Τράπεζας προς τους ασφαλιστές του πλοίου «…» και την πρώτη εξ αυτών (εναγομένων), δυνάμει των οποίων εξουσιοδοτούνται οι τελευταίοι να καταβάλουν στην ίδια (τράπεζα) την επίδικη ασφαλιστική αποζημίωση, ούτε από την προσκομισθείσα από αμφότερα τα διάδικα μέρη, από … εξώδικη δήλωση της ενάγουσας προς την πρώτη εναγομένη, στην οποία αναφέρει ότι τα εισπραχθέντα από την τελευταία ποσά της εν λόγω αποζημίωσης πρέπει να αποδοθούν για λογαριασμό της (ενάγουσας) στην «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ», με την ιδιότητά της ως ενυπόθηκης δανείστριας (σημειωτέον ότι το άρθρο 1287 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο όταν το ενυπόθηκο είναι ασφαλισμένο, το δικαίωμα της υποθήκης ασκείται και στην οφειλόμενη ασφαλιστική αποζημίωση, δεν εφαρμόζεται στην υποθήκη επί πλοίων κατ’ άρθ. 198 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ.), καθόσον αυτά δικαιολογούνται στα πλαίσια λειτουργίας της συναφθείσας μεταξύ της ενάγουσας και της ανωτέρω τράπεζας σύμβασης πίστωσης και σύμφωνα με τον προαναφερθέντα υπ’ αριθ. 8. 1 όρο του συμβολαίου σύστασης υποθήκης προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της τράπεζας από την εν λόγω σύμβαση πίστωσης, σύμφωνα με τον οποίο η τελευταία (τράπεζα) δικαιούται καθ’ οιονδήποτε χρόνο να προβαίνει σε οιανδήποτε ενέργεια, την οποία θεωρεί πρόσφορη προς προστασία ή διατήρηση της ασφάλειας. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και απορριπτομένων ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν των επικαλούμενων εκ μέρους των εναγομένων ενστάσεων, καθώς και του αιτήματός τους να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης κατ’ άρθ. 254 ΚΠολΔ, το οποίο προβλήθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που καταχωρίσθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, αφού δεν παρουσιάστηκαν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη, όπως επιτάσσει το άρθρο 254 του ΚΠολΔ, κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, ούτε επιβάλλεται η διενέργεια αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης ή εξέτασης των διαδίκων στο ακροατήριο, νέοι δε ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τη μετ’ επανάληψη συζήτηση (άρθ. 237 παρ. 7 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθ. 254 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όπως τα άρθρα αυτά αντικαταστάθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015), πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην ενάγουσα το ποσό των 400.969,60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της ασκηθείσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από 1-7-2013 με … και … αγωγής της (νυν ενάγουσας), ήτοι από τις 12-7-2013 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Γ. Π.), απορριπτομένου του αγωγικού αιτήματος να επιδικαστούν τόκοι από τις 27-11-2009, καθόσον η επικαλούμενη σχετικά από την ενάγουσα από … εξώδικη δήλωσή της προς την πρώτη εναγομένη δεν συνιστά έγκυρη όχληση, αφού με αυτήν δεν αιτείται την καταβολή οποιουδήποτε συγκεκριμένου ποσού (βλ. και ΑΠ 1123/1995 ΕΕΝ 1997. 61). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος των εναγομένων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των τετρακοσίων χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και εξήντα λεπτών (400.969,60), με το νόμιμο τόκο από τις 12-7-2013 και μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των δεκατριών χιλιάδων διακοσίων (13.200,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 21-7-2017 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις 31-7-2017.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ