ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 3410/2018
(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: …)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: …)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ
ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 26η Σεπτεμβρίου του 2017 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως … και … αγωγή καταβολής τιμήματος από πώληση λιπαντικών από τιμολόγια και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «….» …, εδρεύουσας στην πόλη …, στην διεύθυνση …, νομίμως εκπροσωπουμένης, ως δε αλλοδαπή εταιρία στερείται ΑΦΜ στην Ελλάδα, η οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει του από 29-3-2017 δικαστικού πληρεξουσίου του νομίμου εκπροσώπου και αντικλήτου στην Ελλάδα της ενάγουσας, … του Ε., κατοίκου Κ. Α., επί της οδού Λ. Κ., με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του σε αυτήν από την ίδια δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Νικολίτσας Τσαφούλια του Γεωργίου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), κατοίκου Αθηνών, οδός …,αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), πρώην κυρίας του υπό σημαία Ι.ς πλοίου «…)», εδρεύουσας τυπικά στην Ι., πραγματικά όμως στον ………. στα γραφεία της εγκατεστημένης στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967 πρώην διαχειρίστριας, πλην όμως πρώην εφοπλίστριας του παραπάνω πλοίου, εταιρείας Π. με την επωνυμία «…» (…), επί της …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), νυν κυρίας του υπό σημαία Π. πλοίου «… (πρώην …)», εδρεύουσας τυπικά στον Π., πραγματικά όμως και ουσιαστικά στη …, στα γραφεία της εγκατεστημένης στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967 νυν διαχειρίστριας, πλην όμως νυν εφοπλίστριας του παραπάνω πλοίου, εταιρείας Π. με την επωνυμία «….» (…), επί της …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 3) Εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει τυπικά στον Π., στην πραγματικότητα όμως στον ……….., επί της …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 4) Εταιρείας με την επωνυμία «….» (…), εδρεύουσας τυπικά στον Π., στην πραγματικότητα όμως στη …, επί της …, νομίμως εκπροσωπουμένης και 5) … … και της …, εφοπλιστή, με επαγγελματική έδρα στη …, επί της … και κατοικία στη …, οδός …, εκ των οποίων η πρώτη και η τρίτη εταιρείες δεν προκατέθεσαν προτάσεις ούτε παραστάθηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώ η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, δυνάμει του από 29-3-2017 πληρεξουσίου δίκης της νομίμου εκπροσώπου και προέδρου του ΔΣ της, Π., σε συνδυασμό με το από 29-3-2017 πρακτικό σύγκλησης ΔΣ της ιδίας εταιρείας, η τέταρτη εναγόμενη εταιρεία, δυνάμει του από 27-3-2017 πληρεξουσίου δίκης του νομίμου εκπροσώπου και προέδρου του ΔΣ της …, σε συνδυασμό με το από 27-3-2017 πρακτικό σύγκλησης ΔΣ της ιδίας εταιρείας, και ο πέμπτος εναγόμενος, δυνάμει του από 4-4-2017 ιδιωτικού εγγράφου παροχής πληρεξουσιότητας ατομικώς και ως νομίμου εκπροσώπου της νόμιμα εγκατεστημένης στην Ελλάδα τέταρτης εναγόμενης εταιρείας ως άνω, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής τους σε αυτά τα δικαστικά πληρεξούσια από δικηγόρους (Αμαλία Σκλαβενίτη ΑΜ ΔΣΑ …. και Γεώργιο Σιώρο, ΑΜ ΔΣΑ …….), κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, προκατέθεσαν προτάσεις, διά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Αμαλίας Σκλαβενίτη του Ιωάννη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ………), κατοίκου Αθηνών, …, αλλά δεν παραστάθηκε στη συζήτηση της υπόθεσης.
Η ενάγουσα με την από 29-12-2016 και υπ’ αριθ. καταθέσεως … και … αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 30-12-2016 και επιδόθηκε στις 30-12-2016 στους εναγόμενους στην κοινή πραγματική του έδρα (…, Λ. Κ., , για τις πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη εναγόμενες εταιρείες και τον πέμπτο εναγόμενο ως νόμιμο εκπρόσωπο και αντίκλητο αυτών) και κατοικία (…, οδός …, για τον πέμπτο εναγόμενο ατομικώς), εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 2-8-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 26-9-2017, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τον οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 9, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις της, οι δε ως άνω εναγόμενοι που προκατέθεσαν προτάσεις ζητούν την απόρριψή της.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στη δίκη, όπως σημειώνεται ανωτέρω.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Σύμφωνα με το άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011) και τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, ορίζεται ότι αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά αν ο εναγόμενος δεν κλητεύθηκε νομίμως κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως (ΕφΑθ 4430/1990 ΕλλΔνη 33.910, ΕφΑθ 2143/1990 Δίκη 22.389), δεδομένου ότι υφίσταται τεκμαρτή βλάβη του τελευταίου, λόγω ακριβώς της ερημοδικίας του (άρθρο 271§3 ΚΠολΔ -βλ. σχετ. Σταυρόπουλου, ΕρμΚΠολΔ, έκδ.1979, άρθρο 228 §1ε΄, σελ.335, Μπέη, ΠολΔικ, άρθρο 228 §3, σελ.1043-1044, βλ. αναλόγως και ΕφΑθ 11416/1987 Δίκη 19.333). Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Στην περίπτωση, πάντως, των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, εάν ο εναγόμενος δεν κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή. Ειδικότερα, με την παρ.2 του άρθρου 215 ΚΠολΔ, η οποία αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1-1-2016, ορίζεται ότι, στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015,ΦΕΚ Α 87 και σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.1 του αυτού άρθρου και νόμου, εφαρμόζεται για τις κατατιθέμενες μετά την 1.1.2016 αγωγές, μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές….Η παραπάνω προθεσμία παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ.2, 126 παρ.1 εδ.δ΄, 127 παρ.1, 128, 129, 130 και 139 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι για να είναι έγκυρη η επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο (εμπορική εταιρεία), πρέπει τούτο να παραδοθεί στον κατά τον νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπό του και σε περίπτωση περισσότερων σε ένα από αυτούς (ΠολΠρΑθ 4416/2010, ΠολΠρΑθ 2916/2010 Νόμος), είτε στην κατοικία του είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου (ΑΠ 378/2013, ΑΠ 325/2010, ΑΠ 1888/2008 Νόμος). Αν ο ως άνω εκπρόσωπος του νομικού προσώπου δε βρίσκεται στην κατοικία του ή στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο κλπ. του νομικού προσώπου, το έγγραφο παραδίδεται στην πρώτη περίπτωση σε ένα από τους συγγενείς, υπηρέτες ή άλλους που συνοικούν με τον παραλήπτη και στη δεύτερη περίπτωση στον διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε ένα από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες του καταστήματος, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης. Αν κανένα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δεν βρίσκεται στην κατοικία ή το κατάστημα κλπ. γίνεται θυροκόλληση του προς επίδοση εγγράφου και τηρούνται περαιτέρω οι διατυπώσεις της παρ.4 του άρθρου 128 ΚΠολΔ (ΑΠ 129/2001 ΕλλΔνη 2001.1586, ΑΠ 499/2000 ΕΕργΔ 60.879, ΕφΘεσ 414/2010 ΕΠολΔ 2010.856). Όμως, για την εν λόγω επίδοση δεν έχει σημασία ο τόπος, ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρείας, αλλά ο τόπος της εργασίας ή της κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρείας. Συνεπώς, είναι κατά νόμο δυνατόν το γραφείο, από το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ασκεί τη διοίκηση αυτού, να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα του νομικού προσώπου. Μάλιστα, η αναγραφόμενη στο προς επίδοση έγγραφο διεύθυνση κατοικίας ή έδρας του προσώπου, στο οποίο απευθύνεται αυτό, δεν δεσμεύει τον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος οφείλει εξ επαγγέλματος να ερευνήσει αν πραγματικά αυτός προς τον οποίο διενεργείται η επίδοση κατοικεί στη διεύθυνση αυτή και αν διαπιστώσει ότι δεν κατοικεί εκεί, αλλά σε άλλη διεύθυνση, να διενεργήσει την επίδοση στην πραγματική κατοικία ή έδρα του σχετικού προσώπου και όχι στην αναγραφόμενη στο επιδοτέο έγγραφο (ΑΠ 129/2001 Νόμος, ΑΠ 532/1999 ΕλλΔνη 2000.87,ΕφΠειρ 151/2016 Νόμος,ΕφΑθ 8647/1989 ΕλλΔνη 1990.844)
Όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. …, …, … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς Ι. Χ., τις οποίες νομίμως προσκομίζει η ενάγουσα, πλήρως αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της αγωγής με την πράξη καταθέσεως επιδόθηκε στις 30-12-2016, νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εναγόμενους, εντός τριάντα (30) ημερών για τον πέμπτο εναγόμενο, που είναι κάτοικος ημεδαπής και εντός εξήντα (60) ημερών για τις πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη εναγόμενες εταιρείες που εδρεύουν στην αλλοδαπή, από την κατάθεσή της, στις 30-12-2016, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και συγκεκριμένα: α) για τη δεύτερη εναγομένη εταιρεία, που εδρεύει τυπικά στον Π., αλλά στην πραγματικότητα στη …, έγινε θυροκόλληση σε ενσφράγιστο φάκελο παρουσία της μάρτυρα Σ. Τ. του Παναγιώτη, κατοίκου Πειραιά, στα γραφεία της νόμιμα εγκατεστημένης στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 89/1967 νυν διαχειρίστριάς της τέταρτης εναγομένης εταιρείας, εδρεύουσας τυπικά στον Π., αλλά στην πραγματικότητα επί της …, στη …, διότι δεν βρέθηκε στη διεύθυνση αυτή ο νόμιμος εκπρόσωπός της ούτε υπάλληλός της, εν συνεχεία την ίδια ημέρα παραδόθηκε ακριβές αντίγραφο της αγωγής στα χέρια του αξιωματικού υπηρεσίας του Α.Τ. Βούλας, Ι. Μ., Ανθυπαστυνόμου, λόγω της απουσίας του Προϊσταμένου-Διοικητή του ΑΤ και επακολούθησε την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παράδοσή του, στις 2-1-2017, ταχυδρομική αποστολή έγγραφης ειδοποίησης στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία, όπως προβλέπεται στις παρ.3 και 4 του άρθρου 128 ΚΠολΔ (ΚΠολΔ 110 §2, 122, 123, 124, 125, 126 παρ.1γ΄, 127 παρ.1, 128 παρ.1-4, 215, 226, 228, 237), β) για την τέταρτη εναγομένη εταιρεία, που εδρεύει τυπικά στον Π., αλλά στην πραγματικότητα στη …, επί της …, έγινε θυροκόλληση σε ενσφράγιστο φάκελο παρουσία της μάρτυρα Σ. Τ. του Παναγιώτη, κατοίκου Πειραιά, στα γραφεία της ως νόμιμα εγκατεστημένης στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 89/1967, διότι δεν βρέθηκε στη διεύθυνση αυτή ο νόμιμος εκπρόσωπός της ούτε υπάλληλός της, εν συνεχεία την ίδια ημέρα παραδόθηκε ακριβές αντίγραφο της αγωγής στα χέρια του αξιωματικού υπηρεσίας του Α.Τ. Βούλας, Ι. Μ., Ανθυπαστυνόμου, λόγω της απουσίας του Προϊσταμένου-Διοικητή του ΑΤ και επακολούθησε την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παράδοσή του, στις 2-1-2017, ταχυδρομική αποστολή έγγραφης ειδοποίησης στην τέταρτη εναγομένη εταιρεία, όπως προβλέπεται στις παρ.3 και 4 του άρθρου 128 ΚΠολΔ (ΚΠολΔ 110 §2, 122, 123, 124, 125, 126 παρ.1γ΄, 127 παρ.1, 128 παρ.1-4, 215, 226, 228, 237) και γ) στον πέμπτο εναγόμενο αφενός ατομικά για τον εαυτό του στην κατοικία του στη … (οδός … και με επαγγελματική έδρα στη Λ. Κ., …..), αφετέρου ως νόμιμο εκπρόσωπο και αντίκλητο, πληρεξούσιο και εντολοδόχο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, των πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης εναγομένων εταιρειών, ως εδρευουσών τυπικά στην αλλοδαπή, αλλά στην πραγματικότητα στην ημεδαπή, οι μεν πρώτη και τρίτη εναγόμενες εταιρείες στον Πειραιά (…), οι δε δεύτερη και τέταρτη εναγόμενες εταιρείες στη … (Λ. Κ., …) με επίδοση στη σύνοικο θυγατέρα του, όπως δήλωσε στον δικαστικό επιμελητή, …, λόγω μη ανεύρεσης του ιδίου στην ως άνω κατοικία του (ΚΠολΔ 110 §2, 122, 123, 124, 125, 126 παρ.1α΄, 127 παρ.1, 129 παρ.1, 130 παρ.1, 139, 215, 226, 228 237), γ) στην υπάλληλο της τρίτης εναγομένης, Ζ., Ε. Δ., κατά δήλωσή της, λόγω απουσίας της (ΚΠολΔ 110 §2, 122, 123, 124, 125, 126 παρ.1α΄ και γ΄, 127 παρ.1, 128 παρ.1-3, 142, 215, 226, 228, 237). Από τον χρόνο δε της κατάθεσης της αγωγής (30-12-2016) οι εναγόμενοι έλαβαν γνώση της έναρξης της νόμιμης προθεσμίας των εκατόν (100) ημερών και εκατόν τριάντα (130) ημερών, αντίστοιχα, για την κατάθεση προτάσεων στη συγκεκριμένη υπόθεση και την προσκομιδή όλων των αποδεικτικών μέσων και των διαδικαστικών εγγράφων τους, πλην όμως εξ αυτών μόνον η δεύτερη, η τέταρτη κι ο πέμπτος προκατέθεσαν τις προτάσεις τους, τα αποδεικτικά τους μέσα και τα διαδικαστικά τους έγγραφα, ενώ η πρώτη και η τρίτη εναγόμενες δεν προκατέθεσαν προτάσεις και αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα στη δίκη αυτή επί της προκείμενης υποθέσεως, που προσδιορίστηκε προς συζήτηση μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, με την από 2-8-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, ο οποίος όρισε τον τόπο και τον χρόνο συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο στη δικάσιμο της 26-9-2017, ενόψει του ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο από τη Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων στη σημερινή δικάσιμο, η οποία τους γνωστοποιείται νόμιμα κατά τον τρόπο αυτόν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 237 παρ.1-3 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 115 παρ.3, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 με βάση το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, όπου ορίζεται ότι η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική. Σε περίπτωση δε μη προκατάθεσης αυτών, οι εν λόγω διάδικοι πρέπει να θεωρούνται δικονομικά απόντες και επέρχονται οι συνέπειες των διατάξεων του άρθρου 271 παρ.1, 2 εδ.α΄ και 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε αρχικά από το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 και έπειτα από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015 με έναρξη ισχύς από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015. Συνεπώς, πρέπει να συζητηθεί η προκείμενη υπόθεση ερήμην των πρώτης και τρίτης εναγομένων και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας θα θεωρηθούν ομολογημένοι έναντι των απολιπομένων διαδίκων, αν η αγωγή κριθεί παραδεκτή και νόμω βάσιμη από το Δικαστήριο.
Ι. Εξάλλου, κατά το άρθρο 479 ΑΚ, αν με σύμβαση μεταβιβάσθηκε περιουσία ή επιχείρηση ως σύνολο πραγμάτων, δικαιωμάτων και άυλων αγαθών, τα οποία έχουν οργανωθεί σε οικονομική ενότητα από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς επίτευξη οικονομικού αποτελέσματος (ΟλΑΠ 36/2005 ΕΕργΔ 64.1489, ΟλΑΠ 5/1994 ΕλλΔνη 1994.1252, ΑΠ 170/2009 ΕΕργΔ 2009.1352, ΑΠ 259/2006 ΕλλΔνη 2007.1405, ΑΠ 1850/2006 ΧρΙΔ 2007.258, ΑΠ 564/2005 ΕλλΔνη 2007.469, ΑΠ 175/2000 ΝοΒ 2001.254, ΑΠ 443/1999 ΕΕργΔ 2000.567, ΑΠ 174/1999 ΕΕργΔ 2000.367), αυτός που μεταβιβάζει ευθύνεται απεριόριστα και αυτός που αποκτά ευθύνεται περιορισμένα απέναντι στον δανειστή και συγκεκριμένα έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή την επιχείρηση, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης (ΕφΠειρ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532). Αντίθετη, συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων που βλάπτει τους δανειστές, είναι άκυρη απέναντί τους (ΕφΑθ 9675/1999 ΕλλΔνη 41.1394, ΕφΑθ 5460/1998 ΕλλΔνη 39.1400). Από το άρθρο 479 ΑΚ συνάγεται ότι επέρχεται εκ του νόμου αναγκαστική σωρευτική αναδοχή των μέχρι τη μεταβίβαση χρεών που ανήκουν στην περιουσία ή επιχείρηση, υπό την έννοια της ΑΚ 477, δημιουργώντας έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, όπου ο μεν μεταβιβάζων ευθύνεται απεριόριστα με ολόκληρη την προσωπική του περιουσία, ο δε νέος κτήτορας ευθύνεται περιορισμένα έως την αξία των στοιχείων της περιουσίας ή επιχειρήσεως που μεταβιβάστηκαν, όχι μόνο αυτουσίως διά των στοιχείων αυτών, αλλά και με την προσωπική του περιουσία, εφόσον, προκειμένου περί ειδικού αντικειμένου, αυτός κατά τη μεταβίβαση, ενόψει των ειδικών συνθηκών που έλαβε χώρα αυτή, και οι οποίες πρέπει να αναφέρονται για το ορισμένο στην αγωγή, γνώριζε ότι αυτό αποτελούσε το μοναδικό ή το σπουδαιότερο στοιχείο της περιουσίας ή επιχειρήσεως, άρα ότι απέκτησε το σύνολο της περιουσίας ή επιχείρησης (ΑΠ 451/2012, ΑΠ 909/2010, ΑΠ 910/2010, ΑΠ 1384/2005, ΕφΠειρ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532, ΕφΠειρ 94/2011, ΕφΠειρ 726/2010, ΕφΠειρ 849/2008, ΕφΠειρ 621/2008, ΕφΠειρ 483/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2803/2008 ΔΕΕ 2009.222, ΕφΠειρ 618/2003 ΕΝΔ 2004.45, ΠολΠρΛαρ 133/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΠατρ 520/2014 ΕλλΔνη 2016.564, ΠολΠρΑθ 141/2011 ΤΝΠ Νόμος). Ο προηγούμενος, και μετά τη μεταβίβαση, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον νέο, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι τον χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος(ΑΠ 525/2013 ΔΕΕ 2013.1200, ΑΠ 339/2011, ΑΠ 318/2010 ΤΝΠ Νόμος). Δημιουργείται, συνεπώς, από τον νόμο σωρευτική αναδοχή των μέχρι της μεταβιβάσεως χρεών του μεταβιβάζοντος μεταξύ αυτού και του αποκτώντος (ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 24.124, ΑΠ 377/1987 ΝοΒ 36.562, ΕφΠειρ 618/2003 ΕΝΔ 2004.45, ΕφΠειρ 33/2002 ΔΕΕ 2003.561, ΕφΠειρ 87/1995 ΕΝΔ 24.18, βλ. Γ.Μπαλή, Ενοχ.Δικ., εκδ Γ΄, παρ.174, εδ.7, παρ.4, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 479, εδ.2122, Σπυριδάκη, ΕρμΑΚ, άρθρο 479, εδ.67). Ο δανειστής δικαιούται να ενάγει κατ’ αρέσκεια οποιονδήποτε των συνοφειλετών ή όλους μαζί ή χωριστά, συγχρόνως ή διαδοχικά, εφόσον δεν έχει γίνει καταβολή του χρέους (ΕφΑθ 7599/1975 ΕΕμπΔ 27.420). Δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής η αναφορά και η αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών αντικειμένων, καθόσον η μέχρι της αξίας αυτών ευθύνη εκείνου που απέκτησε προβάλλεται μόνο κατ’ ένσταση (ΑΠ 318/2008 ΕλλΔνη 2009.482, ΑΠ 829/2003 ΕλλΔνη 2004.168, ΑΠ 702/2003 ΕλλΔνη 2003.1319). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (ΑΠ 829/2003, ΑΠ 591/2002, ΕφΠειρ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532, ΕφΠειρ 726/2010 ΤΝΠ Νόμος). Η διάταξη αυτή, λόγω της ευρείας διατυπώσεως της, διέπει ολόκληρο το ιδιωτικό δίκαιο, δηλαδή όχι μόνο το αστικό δίκαιο, αλλά και τους αποχωρισθέντες από αυτό κλάδους, όπως το ιδιωτικό ναυτικό δίκαιο και επομένως εφαρμόζεται συπληρωματικά και επί μεταβιβάσεως πλοίου, ελλείψει αντιθέτου ειδικού ορισμού στο πεδίο του ΚΙΝΔ. Επίσης εφαρμόζεται και σε περίπτωση μεταβιβάσεως ενός μόνο αντικειμένου, όταν αυτό είναι το μόνο ή το πλέον σημαντικό στοιχείο της περιουσίας εκείνου που μεταβιβάζει, εφόσον αυτός που αποκτά γνωρίζει όταν γίνεται η μεταβίβαση ότι το αντικείμενο που μεταβιβάζεται αποτελεί το όλο ή σημαντικό τμήμα της περιουσίας εκείνου που μεταβιβάζει (ΑΠ 1129/1983 ΝοΒ 32.667, ΑΠ 490/1975 ΝοΒ 23.744, ΑΠ 666/1975 ΝοΒ 24.61, ΕφΘεσ 2122/1980 ΕλλΔνη 22.45, βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, ΕρμΑΚ, άρθρο 479, σελ.655). Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει όταν, με βάση τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, ο αποκτών γνώριζε την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η μεταβιβασθείσα περιουσία αποτελεί το σύνολο ή το σημαντικότερο τμήμα αυτής (ΑΠ 909/2010, ΑΠ 910/2010, ΑΠ 1384/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 1831/2008 Αρμ 2009.220, ΕφΑθ 2803/2008 ΔΕΕ 2009.222, ΕφΑθ 2446/2006 ΔΕΕ 2006.915, ΕφΑθ 8257/2005 ΔΕΕ 2006.927, ΕφΑθ 2545/2003 ΕλλΔνη 2004.590, ΕφΠειρ 1110/1998 ΠειρΝομ 1999.38, ΕφΠειρ 87/1995 ΕΝΔ 24.18). Αντιθέτως, για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης που βαρύνουν την περιουσία του μεταβιβάζοντος (ΑΠ 909/2010, ΑΠ 1948/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑθ 141/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΠειρ 3965/2005 ΕΝΔ 2006.206). Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επιμέρους στοιχεία της επιχείρησης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα, ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό, γεγονός που συμβαίνει, όταν η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον δεν μεταβάλλει την ταυτότητα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, δηλαδή συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση (ΟλΑΠ 5/1994 ΕλλΔνη 35.1252, ΑΠ 14/2012, ΑΠ 200/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 259/2006 ΕλλΔνη 48.1405, ΑΠ 564/2005 ΕλλΔνη 48.469, ΑΠ 1723/1995 ΕΕργΔ 1997.747, ΑΠ 1364/1992 ΕλλΔνη 35.1311). Ως επιχείρηση η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (ΑΠ 1129/1983 ΝοΒ 32.667, ΕφΠειρ 207/2011 Τ.Ν.Π. Νόμος), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος οργάνωσης της εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (ΕφΠειρ 726/2010 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπεία της μεταβίβασης της επιχείρησης, μεταβιβάζεται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενοχικών και διαπλαστικών, καθώς και των προσδοκιών από τον παλαιό στον νέο φορέα (ΑΠ 390/2008 ΔΕΝ 64.1517). Επί μεταβίβασης επιχείρησης, ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε, νοούνται οποιασδήποτε φύσης, είτε εκ σύμβασης είτε εξ αδικοπραξίας (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 909/2010, ΕφΑθ 711/2011 ΤΝΠ Νόμος), με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται και εκείνα που κατά τον χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ΕφΑθ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532, ΕφΑθ 2545/2003 ΕλλΔνη 45.590, ΕφΑθ 6240/1998 ΕλλΔνη 40.1143), θεωρείται δε το χρέος γεννημένο πριν από τη μεταβίβαση, εφόσον τα παραγωγικά του γεγονότα είχαν συντελεστεί κατά τον χρόνο αυτό, έστω και αν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μεταγενέστερα (ΑΠ 1154/1998 ΕλλΔνη 39.1572, ΕφΑθ 711/2011, ΕφΘεσ 1831/2008, ΕφΘεσ 424/2008, ΕφΠειρ 1110/1998 ΠειρΝομ 1999.38, ΜονΠρΘεσ 1546/2015 ΤΝΠ Νόμος). Αρκεί ότι ο νομικός λόγος γενέσεως του χρέους έχει προηγηθεί της συμβάσεως μεταβιβάσεως (ΠολΠρΠειρ 954/1990 ΕΕμπΔ 1991.307). Με τις άνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενό του εκ του ότι, μετά τη μεταβίβαση, η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορεί να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά για τον έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483-486 ΑΚ. Επομένως, αν για τη δικαστική επιδίωξη της εκπληρώσεως του χρέους εφαρμόζονται ορισμένοι δικονομικοί κανόνες, οι ίδιοι δικονομικοί κανόνες θα εφαρμοσθούν και όταν η δικαστική επιδίωξη του χρέους γίνεται κατ’ εκείνου που το αναδέχτηκε (ΑΠ 776/2003 ΕλλΔνη 2005.163, ΕφΠειρ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532, ΕφΠειρ 207/2011 ΤΝΠ Νόμος). Μεταξύ δε των άνω συνοφειλετών υπάρχει απλή ομοδικία (ΕφΠειρ 207/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 424/2008 Αρμ 2009.534, ΕφΑθ 6812/2005 ΔΕΕ 2006.71). Εξάλλου, από τα αναλογικώς εφαρμοζόμενα άρθρα 4 παρ.1 εδ.α΄ της Συμβάσεως της Ρώμης της 19-6-1980 που κυρώθηκε με τον Ν.1792/1988 και που άρχισε να ισχύει από 1-4-1991 και 25 εδ.β΄ ΑΚ συνάγονται τα εξής: Το κατά πόσο εκείνος, που με πράξη εν ζωή απέκτησε από τον άλλο περιουσία ή επιχείρηση ως σύνολο, καθίσταται αυτομάτως και σε ποιά έκταση συνυπεύθυνος με τον παλαιό κτήτορα της περιουσίας ή επιχειρήσεως για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή επιχείρηση, διέπεται ως ενοχική σχέση εκ του νόμου, από το δίκαιο που εκ του συνόλου των ειδικών συνθηκών συνδέεται στενότερα με αυτή τη σχέση και εντεύθεν αρμόζει σε αυτή. Σημειωτέον ότι μεταξύ των συνδετικών στοιχείων που συγκροτούν τις ως άνω ειδικές συνθήκες μπορεί να περιλαμβάνεται προκειμένου για νομικά πρόσωπα και η πραγματική έδρα τους, έστω και αν είναι διαφορετική από την καταστατική έδρα, τούτο δε σύμφωνα με την από το άρθρο 10 ΑΚ σχετική ρύθμιση, η οποία σε επίπεδο ιδιωτικού διεθνούς δικαίου παραμερίζει την από το άρθρο 64 ΑΚ αντίστοιχη ρύθμιση, αφού η τελευταία αφορά έδρες εντός της επικράτειας. Η ως άνω ενοχική σχέση (ευθύνη) εκ του νόμου δεν διέπεται από το δίκαιο βάσει του οποίου κρίνεται η τυχόν υφιστάμενη υποσχετική σύμβαση περί μεταβιβάσεως της περιουσίας ή επιχειρήσεως (λ.χ. πώληση), που είναι σύμφωνα με το άρθρο 3, καταρχήν το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (ΑΠ 591/2002 ΕΝΔ 30.306, ΕφΠειρ 618/2003 ΕΝΔ 2004.45, ΕφΠειρ 94/2002 ΕΝΔ 30.286, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 30.389, ΕφΠειρ 42/1999 ΕΕμπΔ 1999.555, ΕφΠειρ 1193/1995 ΕΕμπΔ 1996.352, ΕφΠειρ 990/1993 ΕΝΔ 22. 165, ΕφΠειρ 825/1990 ΕΝΔ 19.128, ΕφΠειρ 22/1990 ΕΝΔ 18.149 contra Μαριδάκης, Ιδιωτικόν Διεθνές Δίκαιον, έκδ.β΄, τ.Β΄, σελ.48επ., κατά τον οποίο η ευθύνη του αποκτώντος κατ’ άρθρο 479 ΑΚ ρυθμίζεται από το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση μεταβιβάσεως πλοίου και ΕφΠειρ 840/2000 ΕΝΔ 29.211, κατά την οποία η ύπαρξη ευθύνης του αποκτώντος πλοίο ως περιουσία ή επιχείρηση κρίνεται καταρχήν κατά το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση μεταβιβάσεως αυτού, υπό τον περιορισμό, όμως, ότι η επιλογή του δικαίου αυτού δεν αποσκοπεί σε καταστρατήγηση ημεδαπών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου,όπως εκείνη του άρθρου 479 ΑΚ). Η ως άνω ρύθμιση είναι ταυτόσημη με εκείνη του άρθρου 25 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, αν τα μέρη δεν υποβλήθηκαν σε ορισμένο δίκαιο, εφαρμόζεται εκείνο που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Με τις διατάξεις όμως αυτές ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο επί διεθνών συναλλαγών όταν πρόκειται για ενοχή από σύμβαση και όχι για εξωσυμβατική ενοχή,όπως είναι η απαίτηση του δανειστή κατ’εκείνου που αποκτά περιουσία ή επιχείρηση που βαρύνεται με χρέη (ΑΚ 479), διότι από τον συνδυασμό των περιεχόντων διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ορισμών του ΑΚ και με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.2 και 4 παρ.3 του Κανονισμού 864/2007 (Ρώμη ΙΙ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11-7-2007 περί του εφαρμοστέου δικαίου στις εξωσυμβατικές ενοχές, προκύπτει ότι επί εξωσυμβατικών ενοχών, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και εξευρίσκεται με τη στάθμιση των στοιχείων που θεμελιώνουν την ενοχική σχέση και την εκτίμηση των ειδικών περιστάσεων και συνθηκών (ΕφΠειρ 42/1999, ΕφΠειρ 1105/1995, ΕφΠειρ 1193/1995, ΕφΠειρ 990/1993 Νόμος, ΕφΠειρ 825/1990 ΕΝΔ 19.120, ΕφΠειρ 22/1990 ΕΝΔ 1990.149).
IΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης (ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕΠ 954/2004 ΕΝΔ 32.342, ΕφΠειρ 110/2013 ΕΝΔ 2013.10). Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΕφΠειρ 228/2013 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου, η έννοια του εφοπλιστή δεν έχει συνέπεια την υποβολή του στις ευθύνες του πλοιοκτήτη, αλλά ο κύριος του πλοίου ευθύνεται δια του πλοίου για τις υποχρεώσεις του εφοπλιστή, όχι, όμως, και το αντίστροφο. Ο εφοπλιστής, δηλαδή, ευθύνεται μόνο για τις δικαιοπραξίες του ιδίου ή του πληρεξουσίου του και του πλοιάρχου, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, όπως και για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων του πλοιάρχου και πληρώματος κατ’ άρθρο 84 ΚΙΝΔ (ΕΠ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 408/2008 ΕΝΔ 2009.19, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.388, Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1975, σελ.165, Δ.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1982, σελ.292, Λ.Γεωργακόπουλου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.2006, παρ.19), αλλά όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά νόμο δυνατή (νοητή) η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη τους, καθότι η ανάληψη τέτοιων υποχρεώσεων από τον κύριο του πλοίου αντιστρατεύεται την ίδια την έννοια του εφοπλισμού (ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 408/2008 ό.π.). Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνφη) (ΑΠ 689/2013 ΕΝαυτΔ 2013.183). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού, o oποίος είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (ΑΠ 776/2010 ΕΝΔ 2011.314, ΑΠ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 582/2014 ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝαυτΔ 2012.269, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 37/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, βλ. και Ι.Ρόκα/Γ.Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ.71, §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση in rem scriptae, που έχει ενοχική φύση, βλ.ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994, με σημείωση Φ.Δωρή). Η δε αγωγή για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός για την ικανοποίηση του δανειστή από το πλοίο πρέπει να στρέφεται και κατά του κυρίου του πλοίου (ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, Αρμ 2007.549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΑΠ 1103/1996 ΕλλΔνη 38.1134, ΑΠ 581/1996 ΕλλΔνη 1998.573, ΑΠ 991/1991 ΕΕμπΔ 1992.369, ΕφΠειρ 228/2013, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003,453, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.390). Συνέπεια των προδιαλαμβανομένων είναι ότι η παραπάνω ευθύνη του κυρίου του πλοίου θεμελιώνεται μόνο εφόσον αυτός εξακολουθεί να είναι κύριος του πλοίου κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της αγωγής, ενώ παύει να υπάρχει όταν κατά τον εν λόγω χρόνο έχει ήδη αποξενωθεί από την κυριότητα του πλοίου με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με τη συμβατική μεταβίβαση της κυριότητάς του, τον πλειστηριασμό του, την απώλειά του, λόγω ναυαγίου κ.λπ., οπότε δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο εάν το πλοίο φύγει από τα χέρια του λόγω μεταβίβασης της κυριότητας και δεν νομιμοποιείται πλέον παθητικά, αφού έκτοτε παύει τούτο να είναι υπέγγυο (ΑΠ 271/1998 ΕΝΔ 1998.279, ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 1992.70, ΑΠ 591/1988 ΕλλΔνη 1989/30.84, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος,ΕφΠειρ 228/2013 ΕΝΔ 2014.46, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΠειρ 736/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.926, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 1394/1997 ΕΝΔ 1997.89, ΕφΠειρ 1177/1997 ΕΝΔ 1997.85, ΕφΠειρ 184/1997 ΕΝΔ 1997.58, ΕφΠειρ 54/1996 ΕΝΔ 1997.31, ΠολΠρΠειρ 395/1992 ΕΕμπΔ 1992.469). Συνακόλουθα δε, είναι δυνατή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 74 αριθ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ, η με τη μορφή της παθητικής ομοδικίας εναγωγή του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου για την επιδίκαση απαίτησης που προήλθε από τον εφοπλισμό του πλοίου, στο πλαίσιο θεμελίωσης νόθου παθητικής εις ολόκληρον ενοχής και προκειμένου να υπάρξει εκτελεστός τίτλος επί του πλοίου (ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.390, ΕφΠειρ 1270/1997 ΕΝΔ 1997.438, ΕφΠειρ 72/1993 ΕΝΔ 1995.43, ΕφΠειρ 293/1990 ΕΝΔ 1990.199, ΜονΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝΔ 2013.193). Επομένως, οι δανειστές των απαιτήσεων που πηγάζουν από τον εφοπλισμό του πλοίου (εάν δεν έχουν ναυτικό προνόμιο ή δεν συντρέχει περίπτωση του 939 ΑΚ) δεν μπορούν να στραφούν κατά του πλοίου στα χέρια του νέου κυρίου, διότι δεν υπάρχει πλέον δικαίωμα παρακολουθήσεώς του. Κατά του νέου κυρίου του πλοίου δεν μπορούν να στραφούν οι πιο πάνω δανειστές ούτε βάσει της διατάξεως του άρθρου 479 παρ.1 ΑΚ, διότι η διάταξη αυτή προϋποθέτει ενοχική οφειλή και προσωπική ευθύνη του αρχικού κυρίου, η οποία όμως, όπως εκτέθηκε ήδη, δεν υπάρχει στο πρόσωπο του κυρίου του πλοίου, η ευθύνη του οποίου για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό είναι αντικειμενική και πραγματοπαγής (βλ. Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1968, παρ.43, Δ.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, υπ’ άρθρο 106, παρ.2, ΕφΠειρ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΘεσ 1563/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΙωανν 335/2004 Αρμ 2005.1234, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, με σημείωση Γ.Θεοχαρίδη, ΕΝΔ 2003.368, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 31.453, ΕφΠειρ 503/2001 ΠειρΝομ 23.428, ΕφΠειρ 114/2000 ΠειρΝομ 22.177, ΕφΠειρ 263/1990 ΕΝΔ 20.509, ΕφΠειρ 1862/1988 ΕΝΔ 1989.183, ΕφΠειρ 1468/1987 ΕλλΔνη 29.754, ΕφΠειρ 516/1986 ΕΝΔ 14.231, ΕφΠειρ 1220/1982 ΕΝΔ 11.366, ΠολΠρΠειρ 395/1992 ΕΕμπΔ 1992.469, ΜονΠρΠειρ 3965/2005 ΕΝΔ 2006.206). Κατά συνέπεια, κρίσιμη για τη θεμελίωση της ευθύνης του αποκτώντος πλοίο, το οποίο αποτελεί “περιουσία” ή “επιχείρηση” κατά την έννοια του άρθρου 479 ΑΚ, είναι η διερεύνηση του εάν η απαίτηση του τρίτου δανειστή προέρχεται από τον εφοπλισμό του πλοίου, δηλαδή από την οικονομική εκμετάλλευση αυτού από τρίτο πρόσωπο ή από την αυτή εκμετάλλευση του από τον κύριο του πλοίου, ο οποίος καλείται στην περίπτωση αυτή πλοιοκτήτης (ΜονΠρΠειρ 3965/2005 ΕΝΔ 2006.206). Εξάλλου, για να έχουν εφαρμογή όσα παραπάνω εκτίθενται αναφορικά με την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό του απαιτήσεις, όταν η εισαγόμενη στο δικαστήριο υπόθεση περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας, θα πρέπει κατ’ επιταγή συγκεκριμένου κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου να είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο. Για εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 106 εδ.β΄ ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού αυτή δεν αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνα άμεσης εφαρμογής, ενόψει του ότι δεν υπάρχει στο πλαίσιο αυτό κανένα συμφέρον ή κάποιος άλλος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιο χαρακτήρα. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που να ρυθμίζει το θέμα. Ενόψει των ανωτέρω και σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις αξιώσεις τρίτων που απορρέουν από τον εφοπλισμό του ή την εκμετάλλευση αυτού στα πλαίσια χρονοναυλώσεως από τρίτους θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Η ευθύνη αυτή αποτελεί, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εξωσυμβατική ενοχή και ειδικότερα ενοχή της οποίας το στήριγμα αναζητείται ευθέως στον νόμο. Ο πραγματοπαγής (όχι εμπράγματο) χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί καθόλου τον ενοχικό χαρακτήρα της υποχρεώσεως αυτής (ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994 και σημείωση κάτω από αυτή Φ.Δωρή). Ο κύριος του πλοίου έχει δική του αυτοτελή ενοχή της οποίας απλώς το περιεχόμενο προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως. Συνακόλουθα, για την προαναφερθείσα υποχρέωση του κυρίου, το εφαρμοστέο δίκαιο πρέπει να εξευρίσκεται και στην περίπτωση της εν λόγω εξωσυμβατικής ενοχής, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδ.β΄ ΑΚ και του άρθρου 4 §4 του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), με έναρξη εφαρμογής τη 17η.12.2009, που αντικατέστησε την Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 (Ν.1792/1988), δηλαδή να εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα, για τον ίδιο λόγο που αυτό συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών (ΕφΠειρ 366/1998 ΕΝΔ 26.420, ΕφΑθ 14059/1988 ΝοΒ 38.458). Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκόμενων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών, αλλά και η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης Πολιτείας (ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005.375). Το δίκαιο αυτό είναι επίσης εφαρμοστέο και προκειμένου να κριθεί αν το πλοίο είναι υπέγγυο για τα χρέη που συνήψε προς τρίτο ο εφοπλιστής ή ο εξομοιούμενος προς τον εφοπλιστή ναυλωτής (ΜονΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝΔ 2013.193).
ΙΙΙ. Οι ισχύουσες αρχές του εμπορικού δικαίου για την άσκηση εμπορίας μέσω παρένθετου προσώπου δεν προσήκουν στην περίπτωση, κατά την οποία ο παρένθετος είναι μία εταιρία του εμπορικού δικαίου, διότι έτσι επέρχεται κατάλυση της νομικής προσωπικότητας. Τέτοια κατάλυση μπορεί να επέλθει για συγκεκριμένους από το νόμο προβλεπόμενους λόγους, ήτοι της συστάσεως του νομικού προσώπου όχι σπουδαίως, αλλά εικονικώς ή της άρσεως της αυτοτέλειας αυτού, λόγω καταχρηστικότητας (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012.39, ΕφΠειρ 565/2011 ΕΝΔ 2011.378, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13). Στην πρώτη περίπτωση οι υποχρεώσεις από συγκεκριμένη συναλλαγή ή από καθορισμένο πλαίσιο συναλλακτικών σχέσεων μεταφέρονται (μετακυλίονται) στο φυσικό πρόσωπο, το οποίο και μόνο υπέχει ευθύνη (ΕφΠειρ 217/2007 ΕΝΔ 35.57), ενώ εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της δεύτερης περίπτωσης ευθύνονται εις ολόκληρον το νομικό πρόσωπο με τον εταίρο ή τους εταίρους ή τους μετόχους που ενεργούν καταχρηστικά (ΟλΑΠ 2/2013 ΠειρΝομ 1/2013.48). Ο βασικός αυτός κανόνας υποχωρεί μόνο όταν, μετά από γενικότερη και συνεχή στάθμιση συμφερόντων και σκοπιμοτήτων (οικονομικών και κοινωνικών), επιβάλλεται μία άλλη νομική επιλογή (βλ. Αθ.Λιακόπουλο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1988, σελ.11επ., Λ.Γεωργακόπουλο, Το δίκαιο των εταιριών, Ι, σελ.41). Περαιτέρω, στην ελληνική ναυτιλία αποτελεί συνηθισμένη επιχειρηματική δραστηριότητα εκείνη που ο επιχειρηματίας, μη θέλοντας να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά σπουδαίως και όχι εικονικώς μία ή περισσότερες εταιρείες στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, για την εκμετάλλευση των πλοίων για δικό τους λογαριασμό είτε άμεσα είτε με την ανάθεση της διαχειρίσεως των πλοίων τους σε άλλη εταιρεία που προϋπάρχει ή ιδρύεται για τον λόγο αυτό και ενεργεί για λογαριασμό της. Τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά κατά κανόνα και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συμμετέχει συνήθως στη διοίκησή τους και το οποίο έτσι κερδοσκοπεί έμμεσα, ως αποκλειστικός μέτοχος, με την απόληψη κερδών και την οικονομική ανάπτυξη της πλοιοκτήτριας εταιρείας (ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 905/2010 ΔΕΕ 2010.1056). Η τελευταία αποτελεί αυτοτελή φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΕφΠειρ 940/2003 ΤΝΠ Νόμος), αφού διατηρεί νομική προσωπικότητα χωριστή των εταίρων ή μετόχων της, από την οποία απορρέει η περιουσιακή της αυτοτέλεια αλλά και η συνακόλουθη αποκλειστική και χωριστή από εκείνη των μελών της ευθύνη της για την αποπληρωμή των χρεών που δημιουργούνται από την εμπορική της δραστηριότητα διά της δικής της περιουσίας, η οποία και μόνον είναι υπέγγυα στους δανειστές της. Η χωριστή προσωπικότητα και η περιουσιακή αυτοτέλεια αποτελεί δημιούργημα του δικαίου και απονέμεται στα νομικά πρόσωπα, επειδή εξυπηρετεί οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτήν. Σύμφωνα με την αρχή του χωρισμού, που ακολουθείται στο ελληνικό δίκαιο, κάθε νομικό πρόσωπο είναι φορέας μόνο των δικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ο αυστηρός διαχωρισμός νομικού προσώπου και μελών έχει ως συνέπεια την περιουσιακή αυτοτέλεια αυτού, αλλά και άλλες νομικές συνέπειες, όπως χωριστή ικανότητα δικαίου του νομικού προσώπου (άρθρο 62 ΑΚ) και χωριστή ικανότητα για δικαιοπραξία και αδικοπραξία (άρθρα 70 και 71 ΑΚ). Το νομικό πρόσωπο της εταιρείας αποτελεί ένα τεχνητό δημιούργημα του νομοθέτη με το οποίο η ισχύουσα έννομη τάξη προσδίδει προσωπικότητα σε ένα υπάρχον κοινωνικό μόρφωμα ή μια κοινωνική πραγματικότητα, τα οποία, ιδίως μέσω της σύμπραξης και της συνεργασίας των εταίρων, που αναπτύσσονται στη βάση συγκεκριμένης έννομης τάξης, αποτελούν αυτόνομη και πρωτογενή πηγή παραγωγής κοινωνικού πλούτου. Στην ένωση προσώπων το δίκαιο εξασφαλίζει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στον χρόνο οντότητα, ενώ διακρίνει απολύτως αυτήν από τα πρόσωπα που την αποτελούν. Μεταξύ των βασικών συνεπειών της νομικής προσωπικότητας είναι η ικανότητα δικαίου την οποία αποκτά το νομικό πρόσωπο, η ικανότητα δηλαδή να είναι αυτό, φορέας περιουσίας χωρισμένης από τις περιουσίες των μελών του, από την οποία απορρέει περαιτέρω και η ικανότητα ευθύνης, και δη αποκλειστικής, που σημαίνει διακριτής από την ευθύνη των μελών του νομικού προσώπου, με πρακτική συνέπεια να είναι υπέγγυα στους εταιρικούς δανειστές μόνο η περιουσία του νομικού προσώπου και όχι η περιουσία των μελών του. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του νομικού προσώπου ή αδυναμίας του ως προς την ικανοποίηση των περιουσιακών αξιώσεων των δανειστών του, οι σκοποί της χωριστής νομικής προσωπικότητας καταρχήν δεν αναιρούνται. Έτσι, η νομική προσωπικότητα δεν κάμπτεται, προκειμένου να ανακύψει ευθύνη και του φυσικού προσώπου, του οποίου τα επιχειρηματικά συμφέροντα το νομικό πρόσωπο εξυπηρετεί, από μόνο τον λόγο ότι το φυσικό πρόσωπο επέλεξε τον τύπο μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας, προκειμένου να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκεί μέσω αυτής, αφού η επιλογή του δεν είναι αθέμιτη, ώστε να δικαιολογείται η μεταφορά στον επιχειρηματία της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, δεδομένου ότι κάθε τύπος κεφαλαιουχικής εταιρείας θεσμοθετήθηκε γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, προκειμένου δηλαδή να εξυπηρετούνται οι πιο πάνω οικονομικές ανάγκες των φυσικών προσώπων (ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.694, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657). Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή, με την προεκτεθείσα έννοια, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιχειρηματία, που έχοντας συνάμα και την ιδιότητα του αποκλειστικού μετόχου, ελέγχει ή διοικεί την πλοιοκτήτρια ή και τη διαχειρίστρια, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Στην περίπτωση αυτή ό,τι ακριβώς δεν θέλει να έχει και δεν έχει ο εν λόγω επιχειρηματίας είναι η βούληση της εκμεταλλεύσεως του πλοίου (άμεσα) για λογαριασμό του (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183). Αντίθετα, θα είναι και εφοπλιστής, κατά την έννοια του άρθρ. 105 του ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρείες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, το γεγονός ότι ένας επιχειρηματίας διοχετεύει την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε μια μία κεφαλαιουχική εταιρεία, ΑΕ (άρθρο 47α παρ.2 του Ν.2190/1920) ή ΕΠΕ (άρθρο 43α του Ν.3190/1955) ή ναυτική εταιρεία (άρθρο 41 παρ.2 του Ν.959/1979), δεν δικαιολογεί αυτό καθ’ εαυτό την ταύτιση του επιχειρηματία αυτού με την εταιρεία και την μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, οι οποίες προσφέρουν σε αυτόν το πλεονέκτημα του περιορισμού του επιχειρηματικού κινδύνου μόνο στα κεφάλαια της εταιρείας, δεν δικαιολογεί την ταύτιση του επιχειρηματία αυτού με την εταιρεία και τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, δοθέντος ότι τα πλεονεκτήματα αυτά δόθηκαν στην περίπτωση της ναυτικής εταιρείας σκόπιμα, ώστε τα ελληνικά πλοία να προσέλθουν στην ελληνική σημαία. Και όταν ο επιχειρηματίας αξιοποιεί τους εταιρικούς αυτούς τύπους δεν ενεργεί αθέμιτα για να υποστεί ως κύρωση τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (ΟλΑΠ 5/1996, ΟλΑΠ 17/1994, ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος). Διαφορετικά βέβαια έχει το ζήτημα αν αποδειχθεί ότι οι εταιρείες αυτές: 1) είναι εικονικές, 2) ή χρησιμοποιήθηκαν ως παρένθετο πρόσωπο, με την έννοια της κάλυψης υποκρυπτόμενου προσώπου και 3) ότι δεν έχουν αναπτύξει καθόλου συναλλακτική οργάνωση και δράση ή επιχειρηματική δραστηριότητα και ότι στην πραγματικότητα τη νομή του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση ασκεί ο ως άνω επιχειρηματίας για λογαριασμό του, πράγμα το οποίο συμβαίνει ιδίως, όταν συμβάλλεται στο δικό του όνομα και αναλαμβάνει προσωπικά και απεριόριστα τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Από τις πιο πάνω τρείς διακριτές περιπτώσεις, η συνδρομή μεμονωμένα της δεύτερης, δηλαδή η άσκηση εμπορίας αφανώς από φυσικό πρόσωπο δια παρένθετου νομικού προσώπου, χωρίς άλλο, δεν αποδοκιμάζεται ως εμπορική πρακτική από την έννομη τάξη και αφετηριάζει μόνο τις έννομες συνέπειες: 1) της απόκτησης της εμπορικής ιδιότητας και από το κρυπτόμενο αφενός φυσικό πρόσωπο πίσω από το νομικό πρόσωπο που ενεργεί εμφανώς τις εμπορικές πράξεις και 2) την εις ολόκληρο ενοχή τόσο του φαινόμενου νομικού προσώπου σαν εμπόρου, όσο και του κρυπτόμενου πίσω από αυτό φυσικού προσώπου, για τις δημιουργούμενες από τη δράση του φαινόμενου εμπόρου ενοχές, χωρίς η καθιερούμενη αυτή εις ολόκληρο ενοχή να αποτελεί “επέκταση-μετακύλιση” των εννόμων συνεπειών του φαινόμενου νομικού προσώπου στο πλαίσιο “της παραχώρησης της νομικής προσωπικότητας” ή “της άρσης-κάμψης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου” ή “της άρσης του πέπλου – νομικού ενδύματος του φαινόμενου νομικού προσώπου” που θεμελιώνεται μόνον όταν μεσολαβεί κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξής του νομικού προσώπου με τη συνδρομή των στοιχείων που παρατίθενται κατωτέρω. Η άρση αυτή όμως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου προσωρινά και περιορισμένα δεν σημαίνει ταυτόχρονα και “κατάργηση” ή “άρση” της νομικής προσωπικότητας, με την έννοια ότι το εμφανές νομικό πρόσωπο ευθύνεται σε ολόκληρο με το κυρίαρχο μέλος – μέτοχο του φυσικού προσώπου, αφού παρά την προσωρινή άρση – κάμψη της αυτοτέλειάς του, το νομικό πρόσωπο παραμένει οφειλέτης και αντισυμβαλλόμενος. Για να υποστεί τις συνέπειες της άρσης ο επιχειρηματίας (φ.π.) πρέπει να συντρέχουν, να προτείνονται και να αποδεικνύονται συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να μαρτυρούν ότι έγινε κακή χρήση των εταιρικών τύπων, ακριβέστερα ότι έγινε κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς τους, ειδικότερα στην περίπτωση κατά την οποία η επίκληση αυτής και του χωρισμού που αυτή συνεπάγεται, παρίσταται είτε ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης ως θεσμού άσκησης επαγγελματικής-επιχειρηματικής δράσης στο πεδίο της εφαρμογής του Συνταγματικού Δικαίου (άρθρα 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ του Συντάγματος) είτε ως κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 Α.Κ., με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας αποτελούν στην πραγματικότητα πράξεις του κυριάρχου μετόχου ή εταίρου της, οι οποίες σκοπίμως παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται προς την εταιρεία από την οποία αθεμίτως επιχειρούν να αποκοπούν. Ο κανόνας αυτός απορρέει από τη θεωρία της παραμέρισης της νομικής προσωπικότητος ή άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ή ακόμη της ταυτίσεως του νομικού προσώπου με τον υποκείμενο οργανισμό του. Η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθέντος και λειτουργούντος νομικού προσώπου δεν δικαιολογείται μόνο από τη συγκέντρωση του συνόλου ή των περισσοτέρων μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης στο πρόσωπο ενός ή από τη συμμετοχή μόνο τούτου στα όργανα της εταιρείας και την εντεύθεν καθοριστική συμβολή του στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων, ακόμη και αν το ίδιο είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρίας και την ελέγχει έτσι τυπικά (ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 1996.1046, ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 1994.1263, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009.804, ΕφΑθ 4717/2004 ΔΕΕ 2004.1161), αφού το δίκαιο αναγνωρίζει διαφόρων τύπων μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρία (βλ. άρθρο 1§3 Κ.Ν.2190/1920, όπως αντικ. με το άρθρο 3 του Ν.3604/2007, 47α παρ.2 του Ν.2190/1920, πριν την αντικ. με το άρθρο 55 του Ν.3604/2007, 41 §2 του Ν.959/1979, 43α του Ν.3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του Π.Δ.279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική της αυτοτέλεια ως νομικό πρόσωπο έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της (ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.964, ΕφΠειρ 111/2017 ΤΝΠ Νόμος). Δεν ενεργούν αθέμιτα οι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προσφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων, που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, υποχωρεί, όμως, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προβάλλει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και η μετακύλιση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως ή μετακύλιση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ήτοι των συνεπειών της αφερεγγυότητας (ΑΚ 335, 343, 345, 382, 383), ιδιαίτερα όταν οι αντισυμβαλλόμενοι δανειστές οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς κατάστασης, στην οποία δεν θα προέβαιναν αν γνώριζαν την πραγματικότητα και την πρόθεση καταστρατήγησης του κυρίαρχου μετόχου (ΟλΑΠ 2/2013, ΑΠ 689/2013, ΑΠ 149/2013, ΑΠ 330/2010, ΑΠ 5/2009, ΑΠ 11/2009 ΤΝΠ Νόμος). Η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθείσας και λειτουργούσας εταιρείας δεν δικαιολογείται μόνο από την ταύτιση των συμφερόντων της προς τα αυτά του κυρίου μετόχου ή από τη συστηματική παροχή εγγυήσεων του προσώπου αυτού για λογαριασμό της εταιρείας ή τέλος από την εμφάνιση τούτου ως του ουσιαστικού φορέα της επιχείρησης με καθοριστική συμβολή στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων (ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 348/2005 ΠειρΝομ 2005.310), αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά τρόπο ασφαλώς θεμιτό (ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800) ούτε όταν το φυσικό πρόσωπο εμφανίζεται ως ουσιαστικός φορέας της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού τούτο είναι αλληλένδετο με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου. Η διατήρηση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του, έστω και αφερέγγυου, νομικού προσώπου δικαιολογείται στις περιπτώσεις αυτές, επειδή οι σκοποί για τους οποίους θεσπίστηκε εξακολουθούν να συμπορεύονται με τους σκοπούς της έννομης τάξης. Όταν, όμως, η επίκληση της χωριστής προσωπικότητας (και περιουσίας του) αντιτίθεται στις γενικές αρχές και στις αξιολογήσεις του δικαίου (ΕφΑθ 1702/2006 ΕΕμπΔ 2008.538) και υπερβαίνει τους κοινωνικούς σκοπούς, που ενόψει και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ οφείλει κυρίως να υπηρετεί το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, το οποίο, αντιθέτως, χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, ανακύπτει περίπτωση απαγορευμένης κατάχρησης του εταιρικού θεσμού, η οποία ναι μεν δεν ρυθμίζεται ειδικά στον νόμο, υπάγεται όμως στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της αντιμετωπίζονται σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 330/2010 ΕπισκΕΔ 2010.761, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657). Η χρησιμοποίηση της εταιρείας για την εξυπηρέτηση διαφορετικών σκοπών, αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, συνιστά απαγορευμένη από τον νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας.Ενδεικτικά, κριτήρια τέτοιας κατάχρησης αποτελούν η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας σε αντίθεση με προηγούμενη συμπεριφορά του, η σύγχυση της νομικής και εταιρικής περιουσίας, η αποφυγή παροχής εγγυήσεων του κυρίου ή μοναδικού μετόχου υπέρ του νομικού προσώπου παρά την προηγούμενη αντίθετη πρακτική του. Αλλά και η ταύτιση των συμφερόντων νομικού και φυσικού προσώπου, η κυρίαρχη θέση του φυσικού προσώπου στην εταιρεία, την οποία επιβεβαιώνει ο ίδιος με αντίστοιχη δηλωτική συμπεριφορά του, όταν συντρέχουν και με τα προαναφερθέντα ειδικά αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια, θεμελιώνουν κατάχρηση του θεσμού της νομικής προσωπικότητας, εάν ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει τον νόμο και να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτους δανειστές του, με την αποφυγή εκπλήρωσης έναντι εκείνων των κατ’ ουσίαν ατομικών υποχρεώσεών του, ιδίως δε, όταν σκοπίμως παραλλάσσονται οι πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου, ώστε να εμφανιστούν ως πράξεις της αφερέγγυας εταιρείας και γίνεται επίκληση της χωριστής προσωπικότητας της για να αποφευχθεί η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών δυνατοτήτων (ΟλΑΠ 2/2013 ΕφΑΔ 2013.228, με παρατηρήσεις Κλ.Ρούσσου, με παρατηρήσεις Σ.Μανουσάκη =ΕΕμπΔ 2013.78, με σημείωμα Ν. Ελευθεριάδη=ΕπισκΕΔ 2013.573, με σημείωμα Κ. Παμπούκη). Ενδεικτικά κριτήρια καταχρήσεως είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1) και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του βασικού μετόχου ή εταίρου (ΑΠ 1910/2009 ΕΝΔ 2010.164, βλ.Αθ.Λιακόπουλο, ό.π, σελ.92, Λ. Γεωργακόπουλος, ό.π, σελ.550, Σπ.Μούζουλα, Η ευθύνη της μητρικής επιχειρήσεως για τις υποχρεώσεις της θυγατρικής της, ΕΕμπΔ 1991.404), αφού εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρίας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες. Άλλα κριτήρια είναι το μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής του εταίρου και η συνολική συμπεριφορά του φυσικού προσώπου, όταν δρα προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη της εταιρείας ή δηλώνοντας ατομικώς την εφοπλιστική ιδιότητα (ΕφΠειρ 1253/1988 ΕΝΔ 19.106)ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό της εταιρείας (ΕφΑθ 11452/1986 ΕΝΔ 15.243). Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος (ΟλΑΠ 2/2013 ΝοΒ 2013.363, ΑΠ 1910/2009 ΕφΑΔ 2010.913, με παρατηρήσεις Κ.Ρήγα, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.245, ΜονΕφΠειρ 598/2014 ΔΕΕ 2015.537, με παρατηρήσεις Μ.Βαρελά, ΜονΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 1605/1988 ΕΝΔ 17.514, βλ. Β.Αθανασοπούλου, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΠειρΝομ 2005.389επ., I.Μάρκου, Η «άρση της αυτοτέλειας» του νομικού προσώπου ως πηγή ανασφάλειας δικαίου – Συμβολή στην ερμηνεία των διατάξεων περί εταιρικής ευθύνης, σε ΕΕμπΔ 2003.257επ., τον ίδιο, Η κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των κεφαλαιουχικών εταιρειών ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης, σε Αρμ 2003.601επ., Δ.Αυγητίδη, Η αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΕπισκΕΔ 1999.75επ., Κ.Παμπούκη, Κάμψη της νομικής προσωπικότητας σε αλλοδαπή ανώνυμη εταιρία,σε ΕπισκΕΔ 2009.19επ., Α.Κιάντου-Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας, σε «Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ.44επ., Κ.Αλεπάκο, Ο παραμερισμός (κάμψη) της νομικής προσωπικότητας της ΑΕ στη νομολογία, 1994, Αθ.Λιακόπουλο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1993, Κ.Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών, σε ΝοΒ 2014.5επ., τον ίδιο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, 2008, I.Πιτσιρίκο, Άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ΑΕ και καταλογισμός ευθύνης του για υποχρεώσεις του κυρίου ή του μοναδικού μετόχου του, σε ΕΕμπΔ 2007.482επ., Ν.Ελευθεριάδη, Η προστασία των δανειστών κεφαλαιουχικής εταιρίας ως πρόβλημα ευθύνης των εταίρων, 2012, Ε.Περάκη, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας και η νομολογιακή τυποποίηση, σε ΔΕΕ 1996.374επ., Ε.Καραμανάκου, σημείωμα κάτω από την ΕφΠειρ 567/2008, σε ΔΕΕ 2010.792, Δ.Τζουγανάτο, Ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση κεφαλαιουχικών εταιριών – Μορφές εμφάνισης και έννομες συνέπειες, 1994). Ενόψει των ανωτέρω, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου κεφαλαιουχικής εταιρίας έναντι του βασικού μετόχου ή εταίρου της δεν αρκεί απλώς η ιδιότητα του φυσικού προσώπου ως μοναδικού μετόχου ή εταίρου ή κατόχου του μεγαλυτέρου μέρους των μετοχών ή των εταιρικών μεριδίων αυτής, αλλά ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του φυσικού αυτού προσώπου στην εταιρεία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής, αλλά απαιτείται η συνδρομή ιδιαίτερων και σοβαρών ή εξαιρετικών προϋποθέσεων και συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, που καταδεικνύουν τις αθέμιτες επιδιώξεις του βασικού μετόχου ή εταίρου κατά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων ιδίως της καλής πίστης, κατά καταστρατήγηση των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, τα οποία πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία επιχειρείται η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης του μόνου μετόχου ή εταίρου κεφαλαιουχικής εταιρίας για τα χρέη αυτής, ώστε να είναι αυτό ορισμένο κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ Για να υποστεί τις συνέπειες αυτές, πρέπει να συντρέχουν, να προτείνονται και να αποδεικνύονται, συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να μαρτυρούν, ότι έγινε κακή χρήση των εταιρικών τύπων και δη της νομικής προσωπικότητας αυτών στην περίπτωση κατά την οποίαν η επίκληση αυτής και του χωρισμού που αυτή συνεπάγεται παρίσταται ως κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Αναγκαία είναι η ειδική μνεία στην αγωγή των συγκεκριμένων περιστατικών που ενδεικνύουν την εκ μέρους του εναγομένου κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας, όπως ανωτέρω εξειδικεύθηκαν (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 905/2010 ΕΕμπΔ ΞΒ΄.86, ΑΠ 330/2010 ΕΕμπΔ ΞΑ΄.915, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 15.804, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 811/2013 ΕΝΔ 2014.40, ΕφΠειρ 110/2013 Αρμ 2013.2400, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝΔ 2012.409, ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012.661, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.250, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010.792, ΕφΠειρ 213/2007 ΔΕΕ 2007.1074, ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 2002.129, με παρατηρήσεις Α.Μαρκάκη, ΠολΠρΑθ 141/2011 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Κ.Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών, ΝοΒ 2014.5επ. [27]). Ο μόνος ή σχεδόν μόνος κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος και νόμιμος εκπρόσωπος πλοιοκτήτριας εταιρίας δύναται να εναχθεί διά τις εκ της διαχειρίσεως του πλοίου απαιτήσεις, μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι ασκεί τον εφοπλισμό του πλοίου ή ότι συντρέχει περίπτωση άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πλοιοκτήτριας ή εφοπλίστριας εταιρείας κατά τα προεκτεθέντα. Στην πρώτη περίπτωση ο ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει, πλην άλλων, ότι ο εναγόμενος έχει την ιδιότητα του εφοπλιστή, ενώ στη δεύτερη δεν αρνείται ότι την ιδιότητα του πλοιοκτήτη ή εφοπλισμού έχει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, μετά της οποίας καταρτίσθηκε και η σύμβαση, στην οποία ο ενάγων στηρίζει τις απαιτήσεις του, αλλά υποστηρίζει ότι ο κυρίαρχος εταίρος-εναγόμενος χρησιμοποίησε τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να αποφύγει δολίως την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Στην πρώτη περίπτωση, ενδεχομένως υπάρχει εικονικότητα του νομικού προσώπου, όπου ο ενάγων δύναται να υποστήριξη ότι τον εφοπλισμό του πλοίου ασκεί ο εναγόμενος και όχι το νομικό πρόσωπο το φερόμενο ως πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, το νομικό πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή υφίσταται πραγματικά, πλην προβάλλεται ότι συντρέχει περίπτωση άρσης της αυτοτέλειας του λόγω καταχρηστικότητας (ΕφΠειρ 213/2007 ΔΕΕ 2007.1074, ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 30.129). Σημειωτέον, η κάμψη είναι προσωρινή και περιορισμένη, δεν εξικνείται δηλαδή μέχρι του σημείου καταλύσεως της ίδιας της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας, η οποία, όπως και η περιουσιακή της αυτοτέλεια, απλώς παραμερίζονται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή, με την έννοια ότι ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της ευθύνεται πλέον από κοινού και εις ολόκληρον κατ’ άρθρο 481 ΑΚ για την εκπλήρωση των εκ της ζημιογόνου συναλλαγής υποχρεώσεων (άρθρο 926 ΑΚ), δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. (ΟλΑΠ 2/2013 Νόμος, ΑΠ 9/2009 ΕλλΔνη 2009.767, ΕφΠειρ 945/2013 ΔΕΕ 2014.138, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝαυτΔ 2011.32).
- IV. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα διέπονται ως προς τη νομική προσωπικότητά τους από το δίκαιο της χώρας, όπου ασκείται η κεντρική διοίκηση αυτών και εκπορεύονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική πολιτική της επιχείρησης (πραγματική έδρα). Τα επιμέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη κι η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» νοείται στη διάταξη αυτή όχι η καταστατική, αλλά η πραγματική, δηλαδή ο τόπος στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, με άλλα λόγια ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις (ΕφΠειρ 269/2016 ό.π.). Έτσι, αλλοδαπές εταιρείες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμφωνα προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρείες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι» και οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ.1 και 258 παρ.3 του Ν.4072/2012 (ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΠολΠρΠειρ 2751/2015 ΤΝΠ Νόμος). Τα ανωτέρω δεν ισχύουν προκειμένου περί: α) εταιρειών των Η.Π.Α. συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ.3 εδ.2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, κυρωθείσης δια του άρθρου μόνου του Ν.2893/1954), β) εταιρειών συσταθεισών συμφώνως προς τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα αυτών (άρθρα 52 και 58 και εν συνεχεία, μετά την αναρίθμηση που έγινε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, 43 και 48 ΣυνθΕΚ – βλ. σχετ. αποφ.Centros, 9.3.1999, C-212/97 ΔΕΕ 1999.610 και Überseering BV, 5.11.2002, C-208/00), γ) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών μόνο σκαφών αναψυχής, δ) ναυτιλιακών εταιρειών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν ως άνω (υπό στοιχείο γ΄) εξαίρεση, και ε) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει ομοίας ως άνω (υπό στοιχείο δ΄) αδείας, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την ιδία εξαίρεση (άρθρα 1 του Ν.791/1978 και 25 του Ν.27/1975, ως έχει αντικατασταθεί δια του άρθρου 4 του Ν.2234/1994, 11Δ του Ν.3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεων (ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999 Νόμος, ΑΠ 803/2010 Νόμος, ΑΠ 812/2008 Νόμος, ΕφΠειρ 269/2016 ό.π., ΕφΠειρ 149/2015 ό.π., ΕφΠειρ 701/2013 ΕΝΔ 2013.100, ΕφΠειρ 586/2012 ΔΕΕ 2013.145, ΕφΠειρ 40/2010 ΔΕΕ 2011.314). Όταν πρόκειται για τέτοια αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας, αφού δεν υφίσταται.
- V. Από τον συνδυασμό των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει, όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Ο εναγόμενος προτείνων, κατ’ ένσταση, προς απόρριψη της κατ’ αυτού αγωγής, στηριζομένης σε δικαιοπραξία, που φέρεται ότι έχει συναφθεί στο δικό του όνομα, ότι ενήργησε ως άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, ο ίδιος φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα περιστατικά, τα οποία συνάπτονται με την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου, δηλαδή είτε ότι η δικαιοπρακτική του δήλωση έγινε ρητώς στο όνομα άλλου, είτε τουλάχιστον ότι η ενέργειά του αυτή στο όνομα του άλλου μπορούσε να συναχθεί από τις διαγνωστές στον αντισυμβαλλόμενό του περιστάσεις (ΑΠ 1422/2007 ΕλλΔνη 2009.103, ΑΠ 929/2004 ΕλλΔνη 46.1661,ΕφΑθ 2044/1998 ΕλλΔνη 39.606, ΕφΑθ 6693/1997 ΝοΒ 46.650). Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχειρίσεως πλοίων άλλων. Ειδικότερα, έχουν εμφανιστεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και τη στελέχωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναυλώσεως, της εισπράξεως των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρείες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά το Baltic and International Maritime Council (BIMCO) δημοσίευσε το έτος 1988 ειδικό τύπο συμβάσεως για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους, νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (άρθρο 1 του Ν.Δ.2687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρείες, δηλαδή εταιρείες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής Πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σε αυτήν (άρθρο 1 του Ν.791/1978). Τη διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιρειών αυτών συνήθως έχει αλλοδαπή εταιρία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28 του Ν.814/1978) ή των Α.Ν.89/1967 και 378/1968 (ΑΠ 1988/2014 ΕΕμπΔ 2016.139, ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝΔ 2008.211, βλ. Α.Αντάπαση, Εκμετάλλευση του πλοίου από τον τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, Εισήγηση στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου με θέμα «Η προστασία των ναυτικών δανειστών», έκδ.Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, 1994, σελ.437επ.). Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει τα αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοïας, μεριμνά για την επιθεώρησή του και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών, συνάπτει συμβάσεις εφοδιασμού του με καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά, λιπαντικά και άλλα αναγκαία υλικά. Η ανάγκη συντονισμού της διαχείρισης και περιορισμού των εξόδων της ελληνικής πλοιοκτησίας επιδιώκεται να ικανοποιηθεί με την ανάθεση της διαχείρισης και εκπροσώπησης των πλοίων που ανήκουν σε εταιρείες ελεγχόμενες από τα ίδια φυσικά πρόσωπα, σε άλλη ιδρυόμενη για τον σκοπό αυτό από τα εν λόγω πρόσωπα. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Η κατά τα ανωτέρω ανάθεση της διαχείρισης δεν αποτελεί ενέργεια παράνομη ή αθέμιτη ούτε προσδίδει την ιδιότητα του εκμεταλλευόμενου το πλοίο στη διαχειρίστρια εταιρεία ή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει κατά κύριο λόγο αυτή και την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 497/2013 ΕΝΔ 2013.110, ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝΔ 2008.211, ΕφΠειρ 574/2004 ΕΕμπΔ 2005.373). Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον, συνεπώς, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει δε προσωπική ευθύνη μόνο όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 689/2013, ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΕφΠειρ 548/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 5/2012 ΕΝΔ 2013.12, με παρατηρήσεις Σ.Κουμάνη, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2011.39, με παρατηρήσεις Α.Μπεχλιβάνη, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012.39, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 940/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.931). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος, κατ’ άρθρο 105 §1 ΚΙΝΔ, εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομά του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως τη βούληση να ασκήσει και δεν ασκεί εκμετάλλευση για δικό του λογαριασμό. Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από τον διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή, αυτός επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους, απολαμβάνει τα κέρδη και ευθύνεται προς τους δανειστές του. Αυτοί δύνανται να στραφούν κατά του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή και να αξιώσουν την εκτέλεση της σύμβασης ή την καταβολή αποζημίωσης για τη μη εκτέλεσή της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν από τον διαχειριστή την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους (ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13).
VΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Η νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσεως της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της νομιμοποίησής του, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξή της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ελλείψει (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά το δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο (ΑΠ 339/2010 Νόμος, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002.1680, ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΘεσ 424/2010 Νόμος, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005.1774, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372). Από τον συνδυασμό των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για νομιμοποίηση του διαδίκου, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι, αφού η έλλειψη συνδρομής της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής,ως νομικά μεν αβάσιμης,στο στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητάς της, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης σε περίπτωση μη απόδειξης, στο στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας τωνεπικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1157/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος). VΙI. Οι διατάξεις των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ.1 του Ν.5422/1932 (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), καθιερώνουν ευχέρεια η πρώτη και υποχρέωση η δεύτερη του οφειλέτη για εξόφληση χρηματικών οφειλών σε ξένο νόμισμα βάσει της αντιστοιχίας του με το εθνικό νόμισμα κατά τον χρόνο της πραγματικής πληρωμής (εκούσιας ή αναγκαστικής) και αφορούν μόνο χρηματική οφειλή με αντικείμενο ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα, προερχόμενη είτε από έγκυρη σύμβαση (διεθνή συναλλαγή ή άλλη ενοχική σχέση υπαγόμενη στο ελληνικό ή σε αλλοδαπό δίκαιο) είτε από ειδική διάταξη νόμου που προβλέπει οφειλή σε ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα (ΑΠ 124/2014 ΧρΙδΔ 2014.422). Εξ αυτών επομένως συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο λήξης ή κάποιον άλλον. Μετά την αντικατάσταση της δραχμής, ως εθνικού νομίσματος, με το ευρώ, η οποία έλαβε χώρα την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.2842/2000, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με την συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξοφλήσεως, η οποία δεν συμπίπτει με το χρόνο λήξεως του χρέους αλλά, σε περίπτωση επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης, με τον χρόνο της κατάσχεσης (βλ. Γεώργιο Ταμπάκη, ΕρμΑΚ Γεωργιάδη– Σταθόπουλου, άρθρο 291, αριθ.12). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στον νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημιώσεως από αδικοπραξία, που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο σε κάθε περίπτωση (ΑΠ 1884/2013 ΕΕμπΔ 2014.698, ΑΠ 678/2010, ΕφΠειρ 35/2014, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΔ 2012.302, ΕφΠειρ 287/2011 ΕΝΔ 2011.401, ΕφΠειρ 153/2011, ΕφΠειρ 548/2010 ΕΝΔ 2011.28, ΕφΠειρ 546/2010 ΕΝΔ 2010.397, ΕφΠειρ 966/2007 ΔΕΕ 2008.341). Η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ περιέχει λανθάνοντα κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ορίζει ότι το είδος του νομίσματος πληρωμής διέπεται από το δίκαιο του τόπου εκπλήρωσης της χρηματικής οφειλής (βλ.B.Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 291, αριθ.1, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία).
Με την κρινόμενη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, η ενάγουσα εταιρεία, με αντικείμενο την εμπορία και διακίνηση πετρελαιοειδών και λιπαντικών προϊόντων ναυτιλίας σε πλοία, κατόπιν προηγούμενης προσωπικής επικοινωνίας και παραγγελίας από τον πέμπτο εναγόμενο, νόμιμο εκπρόσωπο, κυρίαρχο μέτοχο και διαχειριστή, αλλά στην πραγματικότητα εφοπλιστή, διά της τρίτης εναγομένης εταιρείας, διαχειρίστριας, αλλά στην πραγματικότητα εφοπλίστριας του πλοίου με όνομα «…», κυριότητας της πρώτης εναγομένης εταιρείας, πριν τη μεταβίβασή του, με την υπογραφή τον Μάρτιο του 2015 των Memorandum of Agreement και Bill of Sale, στην κυριότητα της δεύτερης εναγομένης εταιρείας και την αλλαγή του ονόματός του πλέον σε «…», υπό τη διαχείριση πλέον της τέταρτης εναγομένης εταιρείας, διαχειρίστριας, αλλά στην πραγματικότητα εφοπλίστριας, πώλησε και παρέδωσε στο πλοίο τις αναγραφόμενες στην αγωγή ποσότητες και είδη (τύπους) λιπαντικών ναυτιλίας, τα οποία παραλήφθηκαν κανονικά και ανεπιφύλακτα από το επίδικο πλοίο, σύμφωνα με τα επικαλούμενα στην αγωγή δελτία αποστολής-παραλαβής της προμηθεύτριας εταιρείας «P. O. M. L.L.C.» που συνετάγησαν μετά την παράδοσή τους στις 2-1-2015, στις 26-1-2015 και στις 24-2-2015 στο πλοίο και υπεγράφησαν ανεπιφύλακτα από τον πλοίαρχο του πλοίου, φέροντας την επίσημη σφραγίδα του. Ότι εν συνεχεία εξέδωσε η ενάγουσα εταιρεία τα σχετικά τιμολόγια (υπ’ αριθ. 008354/20-1-2015 συνολικού ποσού 11.143,80 δολ.ΗΠΑ, 008414/30-1-2015 συνολικού ποσού 9.922 δολ.ΗΠΑ και 008483/27-2-2015 συνολικού ποσού 9.758 δολ.ΗΠΑ, στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης και τρίτης εναγομένων εταιρειών και του πέμπτου εναγομένου, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, ως αντισυμβαλλομένων αγοραστών στις επίδικες συμβάσεις πώλησης και ως εις ολόκληρον ευθυνόμενων για την καταβολή του οφειλόμενου τιμήματος σε κάθε περίπτωση. Ότι το τίμημα συμφωνήθηκε να καταβληθεί εντός 60 ημερών από την παράδοση των λιπαντικών από αυτούς στον υποδειχθέντα επί εκάστου τιμολογίου τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας διά εμβάσματος, ήτοι έως την 2-3-2015, την 26-3-2015 και την 24-4-2015, ως δήλη ημέρα, αντιστοίχως, ειδάλλως θα υποχρεούνταν να της καταβάλουν συμβατικό τόκο υπερημερίας μετά τη συμφωνηθείσα δήλη ημέρα πληρωμής των ως άνω τιμολογίων ποσοστού 2% μηνιαίως. Ότι τα εκδοθέντα ως άνω τιμολόγια παρελήφθησαν αναντίρρητα και ανεπιφύλακτα από τους ως άνω εναγομένους, πλην όμως ουδέποτε μέχρι σήμερα εξοφλήθησαν, με συνέπεια οι υπολογιζόμενοι συμφωνηθέντες συμβατικοί τόκοι υπερημερίας να ανέρχονται σήμερα στο συνολικό ποσό των 13.223,31 δολ.ΗΠΑ, ήτοι 4.962,70 δολ.ΗΠΑ, 4.259,84 δολ.ΗΠΑ και 4.000,77 δολ.ΗΠΑ, αντιστοίχως. Ότι συνολικά οι ως άνω αντισυμβαλλόμενοι εναγόμενοι (πρώτη, τρίτη και πέμπτος) που αναγράφονται και στα έγγραφα επιβεβαίωσης πώλησης της οφείλουν το ποσό των 44.047,11 δολ.ΗΠΑ ή 42.110,04 ευρώ, σύμφωνα με την ισοτιμία κατά τον χρόνο σύνταξης της αγωγής (1 ευρώ=1,0460 δολ. ΗΠΑ), το οποίο έχουν αναγνωρίσει και αποδεχθεί ανεπιφύλακτα ως οφειλή τους, υποσχόμενοι την εξόφλησή του. Ότι η πρώτη εναγομένη εταιρεία εξακολουθεί ως πρώην κυρία του πλοίου να της οφείλει το ως άνω ποσό πλέον νομίμων τόκων μέχρι την εξόφλησή του. Ότι η δεύτερη εναγομένη εταιρεία της οφείλει το ίδιο ποσό βάσει της σωρευτικής και εις ολόκληρον αναδοχής χρέους με την πρώτη εναγομένη εταιρεία κατ’ άρθρο 479 ΑΚ λόγω της μεταβίβασης του πλοίου μεταξύ τους και μέχρι της αξίας αυτού, εν γνώσει του ότι ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της δικαιοπαρόχου και οφειλέτριας πρώτης εναγομένης και του ότι μεταβιβάστηκε ως σύνολο επιχείρησης. Ότι στην πραγματικότητα η πρώτη και η δεύτερη εναγόμενες εταιρείες ήταν εικονικές και δεν έχουν καμία συναλλακτική οργάνωση και δράση, αποτελώντας τυπικά κυρίες του εν λόγω πλοίου, στην πραγματικότητα όμως τη ναυτιλιακή επιχείρηση και εκμετάλλευση σχετικά με αυτό ασκούσε ο πέμπτος εναγόμενος για λογαριασμό και όφελός του διαμέσου της τρίτης εναγομένης ως διαχειρίστριας εταιρείας πριν τη μεταβίβαση του πλοίου και διαμέσου της τέταρτης εναγομένης ως διαχειρίστριας εταιρείας μετά τη μεταβίβαση του πλοίου, οι οποίες δεν επρόκειτο για διαχειρίστριες στην πραγματικότητα, αλλά για εφοπλίστριες αυτού και ότι αυτός χρησιμοποιούσε αυτές ως «αχυράνθρωπους» για φορολογικούς λόγους και την αποφυγή δημιουργίας χρεών και ευθυνών στο δικό του όνομα, όμως πίσω από το νομικό μανδύα των εν λόγω εταιρειών κρύβονται τα δικά του προσωπικά συμφέροντα. Ότι αυτός μεριμνούσε ανέκαθεν για τη δρομολόγησή του, τον εφοδιασμό του, τον εξοπλισμό και την επάνδρωσή του με πλήρωμα, την είσπραξη κομίστρων, την ασφάλιση του πλοίου, εγγυόμενος προσωπικά για τη χορήγηση δανείων από τράπεζες και τρίτους και την εγγραφή προσημειώσεων, υπέγραφε για τις οφειλές του πλοίου, έδινε εντολές και ελάμβανε τις κρίσιμες επιχειρηματικές αποφάσεις σχετικά με την εκμετάλλευση του πλοίου αυτού, αποκομίζοντας έσοδα, φέροντας και τον κίνδυνο των τυχόν ζημιών εκ της εκμετάλλευσής του και επιπλέον, ο ίδιος συμφώνησε με την ενάγουσα για την παραγγελία και την εκτέλεση της πώλησης των λιπαντικών, την εκπλήρωση των εφοδιασμών, για την καταβολή του τιμήματος σε παλαιότερους εφοδιασμούς και εμφανιζόταν στη διεύθυνση των γραφείων σχετικά με τη λειτουργία του πλοίου αυτού. Ότι ο πέμπτος εναγόμενος ως πραγματικός εφοπλιστής, αν και γνώριζε την επίδικη οφειλή του από τον εφοπλισμό προς την ενάγουσα προέβη σε ανάκληση της άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας στην Ελλάδα της τρίτης εναγόμενης ως διαχειρίστριας-εφοπλίστριας, προκειμένου να αποφύγει την εξόφλησή της, ενώ παράλληλα προέβη τον Ιούνιο του 2015 σε εγκατάσταση της νέας του εταιρείας, τέταρτης εναγομένης, ως διαχειρίστριας-εφοπλίστριας για το ίδιο πλοίο με άλλο όνομα, κατά τα προαναφερόμενα, αναλαμβάνοντας και πάλι τον εφοπλισμό του ως νόμιμος εκπρόσωπος της νέας διαχειρίστριας-εφοπλίστριας αυτού, χωρίς το βάρος των παλαιών οφειλών επ’ αυτού. Ότι ο ίδιος τυγχάνει διευθυντής και μέτοχος και των λοιπών εταιρειών του ομίλου που είναι εικονικά κυρίες των υπολοίπων πλοίων του ομίλου και υπογράφει για λογαριασμό τους στο ΥΕΝ τις σχετικές επιστολές με τις οποίες αναθέτει τη διαχείριση στην Ελλάδα των πλοίων αυτών στην ιδιόκτητη αδελφή τρίτη εναγομένη εταιρεία και ότι είναι εμφανής η κυρίαρχη εξάρτηση των εταιρειών αυτών από τον ίδιο. Ότι επικουρικώς, ο πέμπτος εναγόμενος ως κυρίαρχος εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα των εταιρειών για την καταστρατήγησή του νόμου και για να προκαλέσει δολίως ζημία και να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς την ενάγουσα, οπότε ευθύνεται για κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των εταιρειών αυτών για το σύνολο της ως άνω οφειλή του πλοίου προς την ενάγουσα που προέρχεται από τον εφοπλισμό του, άλλως ευθύνονται επικουρικώς η πρώτη και η δεύτερη εναγόμενες εταιρείες ως πλοιοκτήτριες του ιδίου πλοίου. Ότι επικουρικώς συντρέχει περίπτωση κατάρτισης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας μεταβίβασης του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου της πρώτης εναγομένης οφειλέτριας προς τη δεύτερη εναγομένη, με σκοπό τη ματαίωση της ικανοποίησης των δανειστών βάσει των άρθρων 939 και 944 ΑΚ. Ότι η άρνηση των εναγομένων για την καταβολή της επίδικης οφειλής έχει προξενήσει επιπλέον ζημία στην ενάγουσα εταιρεία που συνίσταται στη βλάβη του επαγγελματικού κύρους και αξιοπιστίας της στην αγορά λόγω της αντισυμβατικής κακόπιστης και αντίθετης στα συναλλακτικά ήθη συμπεριφοράς τους, για την οποία πρέπει να καταδικαστούν στην καταβολή χρηματικής ικανοποίησης προς την ενάγουσα λόγω της προκληθείσας ηθικής βλάβης της εκ μέρους τους. Με αυτό το περιεχόμενο, η ενάγουσα ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενοι, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος για τις ως άνω νόμιμες αιτίες, το ισόποσο σε ευρώ ποσό των 44.047,11 δολ. ΗΠΑ με βάση την ισοτιμία ευρώ-δολ.ΗΠΑ κατά τον χρόνο πληρωμής, άλλως και επικουρικώς με βάση την ισοτιμία τους κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως και επικουρικώς με βάση την ισοτιμία τους κατά τον χρόνο σύνταξης της αγωγής, ήτοι ποσό 42.110,04 ευρώ, καθώς και το ποσό των 10.000Ε ως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της από τους εναγόμενους, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, στις 30-12-2016, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. …, …, … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς Ι. Χ., που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα), και για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. … e-παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο δεσμεύθηκε), αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13 και 14 παρ.2, 22, 25 παρ.2, 37 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, 2 εδ.α΄, 3 περ.Α και Β στοιχ.ι΄ του Ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς), το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 4 παρ.1, 8 παρ.1, 9, 62, 63 παρ.1, 66 παρ.1-2 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, κατά την τακτική διαδικασία, καθόσον τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία και την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους, όπως η Ελλάδα, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους κι ενόψει του ότι οι εναγόμενοι, σύμφωνα με το εισαγωγικό της αγωγής, έχουν την πραγματική έδρα όπου ασκείται η κεντρική τους διοίκηση και την κατοικία τους στον Πειραιά (…) ή στη … (Λ. Κ., …. ή οδός …), αντιστοίχως, ο δε Κανονισμός εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 10-1-2015.
Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο, βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής, λεκτέα τα ακόλουθα: 1) Ως προς τις επιμέρους συμβάσεις πώλησης λιπαντικών ναυτιλίας στο επίδικο πλοίο εκ μέρους της ενάγουσας προς τους πρώτη, τρίτη και πέμπτο εναγόμενους και την εξ αυτών απορρέουσα ευθύνη των ως άνω αντισυμβαλλομένων της ενάγουσας, εφόσον δεν γίνεται επίκληση συμφωνημένου δικαίου από τα συμβαλλόμενα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο που προκύπτει από μετασυμβατικό καθορισμό, καθώς η μεν ενάγουσα επικαλείται τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, οι δε εναγόμενες δεν προβάλλουν καμία αντίρρηση ως προς το ζήτημα αυτό (ΑΠ 1115/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1383/2008 ΕΝΔ 2009.57, ΑΠ 904/2008 ΕΕμπΔ ΝΘ΄.577, ΕφΠειρ 317/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΔ 2012.302, ΕφΠειρ 624/2012 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Ζ.Παπασιώπη-Πασιά, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ.Ε΄, κεφ.15, παρ.2γ΄, σελ.301-302), δεδομένου ότι η έδρα-συνήθης διαμονή της ενάγουσας πωλήτριας εταιρείας είναι στην αλλοδαπή (Ν. Μ.) κατ’ άρθρο 4 παρ.1 περ.α΄ του Κανονισμού και δεν προκύπτει από την αγωγή η χώρα στην οποία οφείλεται να εκπληρωθεί η χαρακτηριστική παροχή των επίδικων συμβάσεων πώλησης (λιπαντικά ναυτιλίας), προκειμένου να εφαρμοστεί το δίκαιό της, κατ’ άρθρο 4 παρ.2 του Κανονισμού, συνακόλουθα, τυγχάνει εφαρμογής είτε η παρ.3 είτε η παρ.4 του άρθρου 4 του Κανονισμού αυτού, βάσει των οποίων από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η σύμβαση συνδέεται (προδήλως) στενότερα με χώρα άλλη από αυτή στην οποία αναφέρονται οι παρ.1 και 2 του ιδίου άρθρου, ήτοι την Ελλάδα, ενόψει του ότι οι εναγόμενοι φέρονται να έχουν την πραγματική τους έδρα και κατοικία στον Π……..και στη …, αντιστοίχως, για το οποίο δεν προβάλουν οποιαδήποτε αντίρρηση στην προκείμενη δίκη, ενώ ο σύνδεσμός τους με τις αλλοδαπές καταστατικές τους έδρες για τις εταιρείες, όπως εκτίθεται στην αγωγή, είναι χαλαρός (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101), λαμβάνοντας υπόψη για την έννοια της συνήθους διαμονής τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1, βάσει της οποίας, για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ως συνήθης διαμονή εταιρείας με ή χωρίς νομική προσωπικότητα νοείται ο τόπος της κεντρικής διοίκησης, όπου ασκείται η πραγματική διοίκησή τους και λαμβάνονται οι αποφάσεις που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητά τους. 2) Περαιτέρω δε, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας, η νομική βάση περί ευθύνης των εναγομένων ως εφοπλιστών και ως κυριών, αντιστοίχως, του επιδίκου πλοίου, η οποία παραδεκτώς σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 παρ.1 ΚΠολΔ), θα κριθεί με βάση τα προβλεπόμενα στο εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο (άρθρα 105, 106 ΚΙΝΔ), ως το δίκαιο του τόπου πραγματικής έδρας αυτών, καθώς και οι κυρίες διατηρούν νόμιμα εγκατεστημένα γραφεία διαχειριστριών εταιρειών και εκπροσώπου στην ημεδαπή (Π……..και …). Συνακόλουθα, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδ.β΄ ΑΚ και του άρθρου 4 παρ.4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ως το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέονται στενότερα, είναι το ελληνικό δίκαιο (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101, ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477, υπό τις αντίστοιχες διατάξεις της προγενέστερης Σύμβασης της Ρώμης 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές). Εξάλλου, από τα εκτιθέμενα στην αγωγή και τα έγγραφα που προσκομίζει η ενάγουσα προκύπτει ότι οι εναγόμενες εταιρείες ως νομικά πρόσωπα εδρεύουν στην αλλοδαπή (Ι. η πρώτη και Π. οι λοιπές εταιρείες), μόνο κατά το καταστατικό τους, αλλά πραγματικά στον Πειραιά η πρώτη και η τρίτη (…) και στη … (η δεύτερη και η τέταρτη), από όπου ασκείται η διοίκησή τους και αναπτύσσεται η επιχειρηματική και εταιρική δραστηριότητά τους, ενόψει του ότι ο πέμπτος εναγόμενος που φέρεται ως νόμιμος εκπρόσωπός τους έχει την επαγγελματική έδρα και την κατοικία του στη …, επίσης, χωρίς μεν η πρώτη και η δεύτερη κυρίες του πλοίου εταιρείες να έχουν οι ίδιες νόμιμα εγκατασταθεί στην Ελλάδα, πλην όμως έχουν εγκαταστήσει νόμιμα γραφείο στην ημεδαπή, για λογαριασμό τους οι διαχειρίστριες εταιρείες, τρίτης και τέταρτη εναγόμενες εταιρείες, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν.378/1968, Ν.27/1975, Ν.814/1978, Ν.2234/1994, Ν.3752/2009 και Ν.4150/2013, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. 3122.1/4847/3/21-4-2015, 2212.2-1/4847/26741/7-4-2017 και 2212.2-1/3573/26742/7-4-2017 έγγραφες βεβαιώσεις του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής/Διεύθυνση Ποντοπόρου Ναυτιλίας/Τμήμα Ναυτιλιακών Εταιρειών, οπότε εμπίπτουν στην αναφερόμενη στη σχετική προηγηθείσα νομική σκέψη της απόφασης εξαίρεση υπό στοιχείο ε’, αφού πρόκειται για ναυτιλιακές εταιρείες που η πρώτη είχε και η δεύτερη έχει πλοίο που διαχειρίζεται γραφείο της διαχειρίστριας έκαστης, τρίτης και τέταρτης εναγομένων εταιρειών, αντιστοίχως, νόμιμα εγκατεστημένο στην ημεδαπή, δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (άρθρα 1 του Ν.791/1978 και 25 του Ν.27/1975, ως έχει αντικατασταθεί διά του άρθρου 4 του Ν.2234/1994, 11Δ του Ν.3816/2010), οπότε εκπροσωπούνται στην ελληνική έννομη τάξη για τις συναλλαγές και τις ναυτικές δραστηριότητές τους από τις διαχειρίστριές τους, με νόμιμο εκπρόσωπο αυτών τον πέμπτο εναγόμενο. Επομένως, εφαρμοστέο δίκαιο, συνεπεία της αιτούμενης άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των εναγομένων αυτών εταιρειών (και δη της πρώτης και της δεύτερης), κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ, τυγχάνει εν προκειμένω το δίκαιο της καταστατικής έδρας τους, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του Ν.791/1978, ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου, ήτοι του δικαίου της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό τους η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο πράγματι διευθύνονται οι υποθέσεις τους (Ελλάδα), λαμβάνοντας υπόψη ότι η εξαιρετική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 του Ν.791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρείες, πλοιοκτήτριες πλοίων με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν.27/1975, όπως αυτό αντικαταστάθηκε και ισχύει (ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003.388, ΟλΑΠ 2/1999 ΝοΒ 47.1113, ΑΠ 1699/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 201/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 803/2010 ΕΝΔ 2010.148, ΑΠ 812/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 269/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 149/2015 ΔΕΕ 2015.1025, ΕφΠειρ 266/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 701/2013 ΕΝαυτΔ 2013.100, ΕφΠειρ 945/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝΔ 2012.409, ΕφΠειρ 287/2011 ΕΝΔ 2011.401, ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΕφΠειρ 40/2010 ΕΝΔ 2010.149, ΕφΠειρ 961/2005 ΕΕμπΔ 2005.799, ΕφΠειρ 849/2004 ΕΝΔ 33.26, ΕφΠειρ 618/2004 ΕΝΔ 33.32). Πλην όμως, εφόσον η ενάγουσα στηρίζει την αγωγή της στο ελληνικό δίκαιο και μόνον, αποκλείοντας την προσφυγή σε κάποιο άλλο δίκαιο, το Δικαστήριο θα κρίνει την αγωγή με αυτό και όχι με το δίκαιο του τόπου της καταστατικής έδρας των εναγομένων, ενόψει της επιλογής της κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536). 3) Αναφορικά με τη νομική βάση της αγωγής εκ του άρθρου 479 ΑΚ, εφαρμοστέο τυγχάνει κατά την κρίση του Δικαστηρίου το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, διότι, όπως επισημάνθηκε και στην οικεία αρχική νομική σκέψη της παρούσας, σύμφωνα με την ερμηνεία του άρθρου 25 εδ.β΄ ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του Κανονισμού, πρόκειται, εκ του συνόλου των ειδικών συνθηκών της υπόθεσης, για το δίκαιο με το οποίο συνδέονται στενότερα τα συμβαλλόμενα μέρη (πρώτη και δεύτερη εναγόμενες εταιρείες, ως πρώην και νυν κυρίες του επίδικου πλοίου) και το οποίο αρμόζει εν προκειμένω, καθόσον, αν και δεν εκτίθεται στην αγωγή ο τόπος που έλαβε χώρα η συγκεκριμένη δικαιοπραξία μεταβίβασης του πλοίου, αμφότερες, καίτοι αλλοδαπές ως προς την καταστατική τους έδρα, έχουν την πραγματική τους έδρα στην ημεδαπή (Π…….και …, αντίστοιχα), όπως και οι αντίστοιχες διαχειρίστριές τους που έχουν εγκατεστημένο νόμιμα γραφείο στην Ελλάδα και ο πέμπτος εναγόμενος που φέρεται κατά την αγωγή ως νόμιμος εκπρόσωπος των διαχειριστριών εταιρειών των ως άνω κυριών του πλοίου, ως κάτοικος ημεδαπής (…), ενώ επιπλέον, και ως προς την ευθύνη αμφοτέρων των εναγομένων αυτών εταιρειών έναντι της ενάγουσας, ως εξωσυμβατικής εκ του νόμου ενοχής, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, καθόσον δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής το άρθρο 3 του Κανονισμού (δίκαιο επιλογής μερών), αφού τα μέρη δεν υποβλήθηκαν συμβατικά σε ορισμένο δίκαιο και δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον νόμο, κρίνεται ως εφαρμοστέο το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και σε αυτήν την περίπτωση, ενόψει του ότι είναι εκείνο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και περιστάσεων (άρθρα 1 παρ.1-2, 2 παρ.2, 4 παρ.3, 15, 23, 24, 31, 32 του Κανονισμού 864/2007 (Ρώμη ΙΙ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11-7-2007), που θεμελιώνουν την ενοχική σχέση μεταξύ τους, ακριβώς λόγω της πραγματικής έδρας και κατοικίας των εναγομένων κυριών (μεταβιβάζουσας και αποκτώσας) στην ημεδαπή, έστω κι αν είναι διαφορετική από την καταστατική τους, καθόσον και η έδρα των διαχειριστριών τους που έχουν εγκαταστήσει νόμιμα γραφείο στην Ελλάδα, λογίζεται ότι είναι στην ημεδαπή, τόσο για τις ίδιες, όσο και για τις αντιπροσωπευόμενες υπό τη διαχείρισή τους εταιρείες, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος των διαχειριστριών εταιρειών τους στην Ελλάδα, πέμπτος εναγόμενος, έχει κατοικία στην ημεδαπή (…), άλλωστε, δεν προκύπτει αντίθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών περί υπαγωγής τους σε άλλο ουσιαστικό δίκαιο, ώστε να τυγχάνει αυτό εφαρμοστέο λόγω επιλογής τους ούτε και προβάλουν οποιαδήποτε αντίρρηση οι εναγόμενοι στην επίκληση εκ μέρους της ενάγουσας του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου ως εφαρμοστέου για τη νομική θεμελίωση της συγκεκριμένης νομικής βάσης της αγωγής της (ΑΠ 591/2002 ΕΝΔ 30.306, ΕφΠειρ 676/2013 ΕΝΔ 2013.409, ΕφΠειρ 207/2011 ΔΕΕ 2011.799, ΕφΠειρ 135/2008 ΕΝΔ 2008.225, ΕφΠειρ 97/2007 ΔΕΕ 2007.619, ΕφΠειρ 299/2006 ΕΝΔ 2007.39, ΕφΠειρ 618/2003 ΕΝΔ 2004.45, ΕφΠειρ 619/2003 ΔΕΕ 2004.681, ΕφΠειρ 94/2002 ΕΝΔ 30.286, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 30.389, ΕφΠειρ 42/1999 ΕΕμπΔ 1999.555, ΕφΠειρ 1110/1998 ΠειρΝομ 1999.38, ΕφΠειρ 1193/1995 ΕΕμπΔ 1996.352, ΕφΠειρ 1105/1995 ΔΕΕ 1996.181, ΕφΠειρ 990/1993 ΕΝΔ 22. 165, ΕφΠειρ 22/1990 ΕΝΔ 18.149). 4) Εξάλλου, αναφορικά με τη νομική βάση καταδολίευσης δανειστών, που σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 παρ.1-2 ΚΠολΔ), εντελώς διηγηματικά από την ενάγουσα και εκτίθεται, εν γένει και αορίστως, χωρίς να επάγεται ειδικό και σαφές αίτημα στο αιτητικό της στην αγωγής, αλλά ούτε και από το περιεχόμενο του δικογράφου προκύπτει, εκτιμάται ότι εφαρμοστέο τυγχάνει εν προκειμένω το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, βάσει των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.1-2, 2 παρ.2, 4 παρ.3, 15, 23, 24, 31, 32 του Κανονισμού 864/2007 (Ρώμη ΙΙ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11-7-2007), διότι αποτελεί το δίκαιο με το οποίο από την εκτίμηση του συνόλου των ειδικών συνθηκών και περιστάσεων της υπόθεσης συνδέονται στενότερα οι διάδικοι, όπως ήδη ειπώθηκε, αφού οι εναγόμενες πρώτη και δεύτερη εταιρείες, οι οποίες προέβησαν στην καταδολιευτική δικαιοπραξία (σύμβαση μεταβίβασης πλοίου) σε βάρος της ενάγουσας, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, έχουν την πραγματική τους έδρα στην Ελλάδα (Π….. και …, αντιστοίχως), παρότι η καταστατική τους είναι στην αλλοδαπή, και οι διαχειρίστριες εταιρείες αυτών (τρίτη και τέταρτη εναγόμενες, αντιστοίχως), που τις εκπροσωπούν στην ημεδαπή έχουν νόμιμα εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (Π…… και …, αντιστοίχως), ενώ και ο πέμπτος εναγόμενος, νόμιμος εκπρόσωπος των διαχειριστριών έχει επίσης την επαγγελματική του έδρα και την κατοικία του στην ημεδαπή (…). Η εν λόγω αδικοπραξία σε βάρος της ενάγουσας, εκ της καταδολιευτικής αυτής σύμβασης μεταβίβασης του επίδικου πλοίου μεταξύ των πρώτης και δεύτερης εναγομένων, συνδέεται στενά με την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση μεταξύ αυτών των πρώην και νυν κυριών του επιδίκου πλοίου, οι οποίες λόγω πραγματικής έδρας στην ημεδαπή, φέρονται να ασκούν την κεντρική διοίκησή τους στην Ελλάδα, όπου και διά των διαχειριστριών τους που τις εκπροσωπούν στην ημεδαπή έχουν την κύρια εγκατάστασή τους και το κέντρο της ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους (συνήθης διαμονή), οπότε συνδέονται προδήλως στενότερα με την ελληνική έννομη τάξη και τυγχάνει εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο στην περίπτωσή τους, για το οποίο δεν προβάλλουν αντίρρηση ούτε οι εναγόμενοι. 5) Τέλος, ως προς το αίτημα περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων σε βάρος της, που συνίσταται στην αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεών τους για καταβολή του οφειλόμενου τιμήματος από την πώληση εκ μέρους της των επίδικων λιπαντικών ναυτιλίας προς αυτούς, για τους ίδιους με τους στην υπ’ αριθ.4 ως άνω σκέψη της παρούσας λόγους, εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1-2, 2 παρ.1, 4 παρ.3, 15, 23, 24, 31, 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007, δεδομένου ότι αποτελεί το δίκαιο με το οποίο από την εκτίμηση του συνόλου των ειδικών συνθηκών και περιστάσεων της υπόθεσης συνδέονται στενότερα οι διάδικοι, αφού οι εναγόμενες έχουν την πραγματική τους έδρα και κατοικία, αντιστοίχως, στην Ελλάδα (Π….. και …, αντιστοίχως), παρότι η καταστατική τους είναι στην αλλοδαπή, και οι διαχειρίστριες εταιρείες των πρώτης και δεύτερης εναγομένων εταιρειών (τρίτη και τέταρτη εναγόμενες, αντιστοίχως), που τις εκπροσωπούν στην ημεδαπή έχουν νόμιμα εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (Π……. και …, αντιστοίχως), ενώ και ο πέμπτος εναγόμενος, νόμιμος εκπρόσωπος των διαχειριστριών έχει επίσης την επαγγελματική του έδρα και την κατοικία του στην ημεδαπή (…). Η επικαλούμενη αδικοπραξία σε βάρος της ενάγουσας συνδέεται στενά με την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων, αναφορικά με τη σύμβαση πώλησης των επίδικων λιπαντικών ναυτιλίας για το συγκεκριμένο πλοίο των εναγομένων, οι οποίες λόγω πραγματικής έδρας στην ημεδαπή, φέρονται να ασκούν την κεντρική διοίκησή τους στην Ελλάδα, όπου και διά των διαχειριστριών τους που τις εκπροσωπούν στην ημεδαπή έχουν την κύρια εγκατάστασή τους και το κέντρο της ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους (συνήθης διαμονή), οπότε συνδέονται προδήλως στενότερα με την ελληνική έννομη τάξη και τυγχάνει εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, για το οποίο δεν προβάλλουν αντίρρηση ούτε οι εναγόμενοι.
Ωστόσο, αναφορικά με τη νομιμοποίηση των διαδίκων, υπό τις ανωτέρω νομικές βάσεις της αγωγής, λεκτέα τα εξής: α) Για την πρώτη συμβατική βάση της αγωγής νομιμοποιείται ως αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας μόνο η τρίτη εναγόμενη, που είναι και η μόνη που αναγράφεται ρητώς με την επωνυμία της στα επίδικα τιμολόγια,για δε τους λοιπούς (πρώτη, δεύτερη, τέταρτη και πέμπτο εναγόμενους) η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης (μη νόμιμη στην πραγματικότητα). Ειδικότερα, για τον πέμπτο εναγόμενο αξίζει να σημειωθεί ότι δεν εκτίθεται στην αγωγή ότι υπήρξε αντισυμβαλλόμενος της ενάγουσας στις επίδικες συμβάσεις πώλησης, αλλά κατ’ ακρίβεια αναγράφεται ότι ενήργησε την παραγγελία και την προσωπική επικοινωνία προς την ενάγουσα εταιρεία διά της τρίτης εναγομένης εταιρείας, ως αγοράστριας, γεγονός που παραπέμπει σε ανάμειξή του στις συμβάσεις πώλησης των λιπαντικών ναυτιλίας ως εκπροσώπου της αγοράστριας εταιρείας, καθόσον έτσι συνάγεται ότι ενήργησε για λογαριασμό της και όχι αυτοτελώς ως αγοραστής, δεδομένου ότι η τρίτη εναγομένη διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα ως εταιρεία και αποτελεί αυτοτελώς αντισυμβαλλομένη αγοράστρια έναντι της ενάγουσας. Από δε την παραδεκτή επισκόπηση των επίδικων τιμολογίων δεν προκύπτει οτιδήποτε διαφορετικό για το πρόσωπο του πέμπτου εναγομένου -χωρίς κι αυτό άλλωστε να είναι δεσμευτικό- αλλά και από τα εκτιθέμενα στην αγωγή δεν προκύπτει ορισμένα ότι ήταν αντισυμβαλλόμενος της ενάγουσας, δεν αναφέρεται ότι έδωσε οδηγίες, εντολές και ότι υπήρξε αγοραστής για τον εαυτό του, αφού τα λιπαντικά αγοράστηκαν από την τρίτη εναγομένη εταιρεία ως εφοπλίστρια του επιδίκου πλοίου, κυριότητας της πρώτης εναγομένης εταιρείας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Για τον πέμπτο εναγόμενο επιδιώκεται εκ μέρους της ενάγουσας η άρση της νομικής προσωπικότητας των δύο προαναφερόμενων εταιρειών για να συνδεθεί ήδη από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης ως οφειλέτης αγοραστής έναντι αυτής ως πωλήτριας, πλην όμως ανεπιτυχώς, αφού ουδόλως εκτίθεται τα αναγκαία περιστατικά για το ορισμένο της αγωγής ως προς τη συγκεκριμένη συμβατική βάση της και για την παθητική νομιμοποίησή του βάσει της ενδοσυμβατικής ευθύνης του. Ως εκ τούτου, απορριπτέα τυγχάνει η συγκεκριμένη νομική βάση της αγωγής έναντι του πέμπτου εναγομένου ελλείψει παθητικής του νομιμοποίησής του αφού δεν είναι αντισυμβαλλόμενος και λόγω αοριστίας ως προς τη θεμελίωση ενδοσυμβατικής του ευθύνης από τις επίδικες συμβάσεις πώλησης, για τις οποίες ασαφώς συνάγεται ότι ενήργησε ως όργανο του νομικού προσώπου της τρίτης εναγομένης αγοράστριας και όχι αυτοτελώς ως αντισυμβαλλόμενος (ΑΚ 70-71), λαμβάνοντας υπόψη τον αυστηρό διαχωρισμό του νομικού προσώπου αυτής και του φυσικού προσώπου του νομίμου εκπροσώπου της, όπως προκύπτει και από την υπ’ αριθ. 2212.2-1/3573/26742/7-4-2017 έγγραφη βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής/Διεύθυνση Ποντοπόρου Ναυτιλίας/Τμήμα Ναυτιλιακών Εταιρειών και τον πίνακα προσωπικού που απασχολούταν κατά το έτος 2014 στην τρίτη εναγομένη εταιρεία, όπου ο πέμπτος εναγόμενος ήταν διευθυντής επιχειρησιακού ελέγχου, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα υπ’ αριθ.ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας. Επισημαίνεται ως προς την πρώτη εναγομένη ότι ουδόλως εκτίθεται ότι ήταν αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας στις συμβάσεις πώλησης, οι οποίες έλαβαν χώρα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, στο πλαίσιο του εφοπλισμού που μόνο η τρίτη εναγομένη είχε αναλάβει επί του εν λόγω πλοίου, χωρίς ανάμειξη της πρώτης, η οποία ήταν απλώς η κυρία αυτού, τα δε λιπαντικά που αγοράστηκαν προδήλως αποκτήθηκαν από την τρίτη εναγομένη που εκμεταλλευόταν το πλοίο και μεριμνούσε για τη συντήρηση και λειτουργία του, ενώ η κυρία αυτού δεν είχε λόγο ούτε πρωτοβουλίες αναλάμβανε για το συγκεκριμένο ζήτημα, οπότε ανεξαρτήτως τυχόν αναγραφής της ακόμη και στα τιμολόγια, ούτε ενεχόταν συμβατικά έναντι της ενάγουσας (πλην της περίπτωσης του άρθρου 106 ΚΙΝΔ βεβαίως) ούτε παθητικά νομιμοποιείται εν προκειμένω (ΑΚ 513επ., ΚΠολΔ 62, 63, 73). β) Για δε δεύτερη βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΚΙΝΔ (Ν.3816/1958), παθητικά νομιμοποιούμενοι είναι η τρίτη εναγομένη και ο πέμπτος εναγόμενος υπό την επικαλούμενη ιδιότητα των εφοπλιστών, και δη απεριόριστα και εις ολόκληρον για τις απαιτήσεις της ενάγουσας που προέρχονται από την εκμετάλλευση του επίδικου πλοίου πριν τη μεταβίβασή του στο πλαίσιο της άσκησης του εφοπλισμού εκ μέρους τους, σε περίπτωση και μόνο που για τον πέμπτο εναγόμενο γίνει δεκτή η άρση της νομικής προσωπικότητας της τρίτης εναγομένης, ειδάλλως θα ενέχεται μόνο αυτή, διότι, όπως και προηγουμένως αναφέρθηκε όταν μεσολαβεί η νομική προσωπικότητα της εταιρείας κατά την άσκηση του εφοπλισμού (άρθρο 105 ΚΙΝΔ) ο πέμπτος εναγόμενος ενεργεί ως όργανό αυτής, ως νόμιμος εκπρόσωπος (ΑΚ 70-71) και όχι αυτοτελώς ως φυσικό πρόσωπο με ξεχωριστή προσωπικότητα ενεχόμενος εκ του νόμου ως εφοπλιστής για τα χρέη του πλοίου που εκμεταλλεύεται η εν λόγω εταιρεία υό τον δικό της νομικό μανδύα-πέπλο. Πλην, όμως, δεν ενέχονται έναντι της ενάγουσας ως υπεύθυνοι εκ του νόμου, ως άνω, οι λοιποί εναγόμενοι, η μεν πρώτη ενάγουσα, διότι μεταβιβάζοντας το πλοίο κατά τον επίδικο χρόνο άσκησης της αγωγής παύει να έχει τις υποχρεώσεις από το άρθρο 106 ΚΙΝΔ (Ν.3816/1958), αφού η ευθύνη του κυρίου είναι αντικειμενική και πραγματοπαγής για όσο χρόνο διαθέτει το πλοίο στην κατοχή του, ώστε να δικαιούται μόνο τότε η πωλήτρια-δανείστρια να στραφεί εναντίον του για να επισπεύσει εκτέλεση για την ικανοποίηση των αξιώσεών της, σύμφωνα με τις αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης, η δε δεύτερη εναγομένη ως νέα κυρία του πλοίου και η τέταρτη εναγομένη ως νέα εφοπλίστρια αυτού δεν ενέχονται σε καμία των περιπτώσεων βάσει των άρθρων 105-106 ΚΙΝΔ (Ν.3816/1958), εκ του νόμου έναντι της ενάγουσας, για τους προδιαλαμβανόμενους λόγους. Συνακόλουθα, η αγωγή ως προς τη νομική της αυτή βάση τυγχάνει απορριπτέα ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης των πρώτης, δεύτερης, τέταρτης των εναγομένων. Εξυπακούεται δε ότι στην έκταση που οι τρίτη, τέταρτη και πέμπτος εναγόμενοι εκτίθενται στην αγωγή ως διαχειριστές των πρώτης και δεύτερων εναγομένων εταιρειών ως κυριών του επιδίκου πλοίου, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα και γι’ αυτούς, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης (μη νόμιμη στην πραγματικότητα), διότι οι διαχειριστές δεν αναλαμβάνουν προσωπική ευθύνη στην έκταση και δεν ενέχονται έναντι της πωλήτριας-δανείστριας ενάγουσας που ενεργούν μόνο και εμφανώς στο όνομα και για λογαριασμό των πλοιοκτητών ή εφοπλιστών του πλοίου ως άμεσοι αντιπρόσωποί τους, υπό τις διατάξεις των άρθρων 211επ. ΑΚ, παρά μόνο εάν δεν είναι τούτο εμφανές και δεν συναγόταν από τις περιστάσεις ή εάν οι δικαιοπραξίες τους υπερέβαιναν τα όρια της δοθείσας εντολής και εξουσίας τους εξ αυτών, οπότε θα είχαν και προσωπική ευθύνη (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992.291, ΕφΠειρ 269/2016 ΔΕΕ 2016.1536, ΕφΠειρ 5/2012 ΕΝΔ 2013.12, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝαυτΔ 2012.409, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2011.39, ΕφΠειρ 838/2008 ΕΝΔ 2009.13). γ) Για την τρίτη νομική της βάση, κατ’ άρθρο 479 ΑΚ, δεν τυγχάνει εφαρμοστέα στην προκείμενη περίπτωση για τις κυρίες αυτού, (ανεξάρτητα της ευθύνης που ανακύπτει νομίμως μόνο για τον εφοπλιστή του πλοίου βάσει των άρθρων 105-106 του ΚΙΝΔ, ως άνω), αφού, η μεν πρώτη εναγομένη ως προηγούμενη κυρία έχει μεταβιβάσει ήδη το πλοίο κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, οπότε δεν συντρέχει η περίπτωση του άρθρου 106 ΚΙΝΔ σε βάρος της, η δε δεύτερη εναγομένη, ως αποκτώσα κυρία, δεν ενέχεται για ενοχικές αξιώσεις της πωλήτριας εκ του νόμου που προέρχονται από τον εφοπλισμό πριν τη μεταβίβαση του πλοίου προς την ίδια, διότι η ευθύνη της μπορεί να είναι μόνο αντικειμενική και πραγματοπαγής και δεν ενέχεται κατ’ άρθρο 479 ΑΚ για τα προηγούμενα της μεταβίβασης και απόκτησής του χρέη του πλοίου, διότι η διάταξη αυτή προϋποθέτει ενοχική οφειλή και προσωπική ευθύνη του αρχικού κυρίου, η οποία όμως, όπως εκτέθηκε ήδη, δεν υπάρχει πλέον στο πρόσωπο της κυρίας του πλοίου, η ευθύνη της οποίας για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό είναι αντικειμενική και πραγματοπαγής, αλλά έχει παύσει μετά τη μεταβίβασή του, οπότε δεν μπορούν να ενέχονται εις ολόκληρον και αλληλεγγύως (αναγκαστική σωρευτική αναδοχή: ΑΚ 477) εξ αυτού του νόμιμου λόγου έναντι της ενάγουσας (ΕφΠειρ 582/2014 Νόμος, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΘεσ 1563/2005 Νόμος, ΕφΙωανν 335/2004 Αρμ 2005.1234, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 31.453, ΕφΠειρ 503/2001 ΠειρΝομ 23.428, ΕφΠειρ 114/2000 ΠειρΝομ 22.177, ΕφΠειρ 263/1990, ΜονΠρΠειρ 3965/2005 Νόμος), δεδομένου ότι η ενάγουσα ως δανείστρια δεν είχε αποκτήσει ναυτικό προνόμιο επί του πλοίου, οπότε δεν μπορεί να στραφεί κατ’ αυτού στα χέρια της νέας κυρίας, αφού δεν υπάρχει πλέον δικαίωμα παρακολουθήσεώς του. Συνακόλουθα, απορριπτέα τυγχάνει η ως άνω νομική βάση της αγωγής ως μη νόμιμη στο σύνολό της. δ) Περαιτέρω, αντιφατική και συνακόλουθα απαράδεκτη ως αόριστη είναι η αναφορά στην αγωγή ότι οι πρώτη και δεύτερη εναγόμενες εταιρείες ενέχονται ως πλοιοκτήτριες του εν λόγω πλοίου, ενόψει του ότι ουδόλως εκτίθενται πραγματικά περιστατικά στο ιστορικό που να δικαιολογούν την εκτίμηση του δικογράφου κατά τρόπο που να αποδίδεται τέτοια ιδιότητα στις εν λόγω εναγόμενες, οι οποίες ολότελα αντιφατικά σε άλλα σημεία κατονομάζονται ως κυρίες του πλοίου (προηγούμενη και επόμενη) και σε άλλα σημεία ως πλοιοκτήτριες, γεγονός που αναιρεί και την επίκληση των λοιπών εναγομένων (τρίτης, τέταρτης και πέμπτου) ως εφοπλιστών του πλοίου, αφού ως γνωστόν δεν γίνεται να συνυπάρχουν πλοιοκτήτης και εφοπλιστής στο ίδιο πλοίο, οι ιδιότητες αυτές αλληλοαντικρούονται και αλληλοαναιρούνται, συνακόλουθα, τίθεται εν αμφιβόλω και η ιδιότητα αυτών ως εφοπλιστών, ενώ συνάδει με την επίκληση των δύο πρώτων εναγομένων ως πλοιοκτητριών του επίδικου πλοίου, η ύπαρξη της ιδιότητας των διαχειριστών του αυτού πλοίου στα πρόσωπα των λοιπών εναγομένων (τρίτης, τέταρτης και πέμπτου). ε) Επιπλέον, παντελώς αόριστη και ανεπίδεκτη εκτίμησης τυγχάνει η επιγραμματική μνεία στην αγωγή περί καταδολιευτικής δικαιοπραξίας αναφορικά με τη μεταβίβαση του πλοίου μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εναγομένη, καθόσον ουδόλως εκτίθενται σχετικά περιστατικά που συνιστούν αναγκαίως τις προϋποθέσεις των άρθρων 939επ. ΑΚ, ενώ πολύ περισσότερο δεν εισάγεται σχετικό αίτημα διάρρηξης της απαλλοτριωτικής αυτής δικαιοπραξίας εκ μέρους της ενάγουσας, συνακόλουθα, η συγκεκριμένη νομική βάση αλυσιτελώς και απαραδέκτως εκτίθεται στην αγωγή και τυγχάνει πλήρως απορριπτέα ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικανικής εκτίμησης. στ) Ομοίως απορριπτέα ως μη νόμιμη τυγχάνει και η αξίωση περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας, αφενός μεν, διότι στην αγωγή ουδόλως εκτίθενται περιστατικά περί αδικοπραξίας των εναγομένων σε βάρος της ενάγουσας κατά τρόπο ειδικό, ορισμένο και σαφή, ώστε στοιχειοθετουμένης της νομικής βάσης της αδικοπραξίας κατ’ άρθρα 914επ. ΑΚ να δικαιούται η ενάγουσα επιδίκασης αξίωσης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ υπέρ της έναντι των εναγομένων, αφετέρου δε, διότι επ’ ουδενί η παραβίαση και μόνο συμβατικής υποχρέωσης εκ μέρους των εναγομένων σε βάρος της, λόγω μη καταβολής του οφειλόμενου τιμήματος από την πώληση λιπαντικών εκ μέρους της προς το επίδικο πλοίο τους, συνιστά αδικοπραξία, αφού ουδόλως εκτίθενται τέτοια περιστατικά την αγωγή, είναι δε γνωστό ότι η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης δεν βρίσκει έρεισμα στην παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης, εάν δεν συντρέχει περίπτωση αδικοπραξίας κι είναι σαφές από το δικόγραφο ότι ουδόλως εισάγεται νομική βάση αδικοπραξίας ούτε είναι δυνατόν από τη συμβατική βάση της αγωγής και τη συμβατική ευθύνη των εναγομένων να ανακύψει αδικοπρακτική ευθύνη τους έναντι της ενάγουσας, καθόσον τα ίδια περιστατικά δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν αδικοπραξία όταν πρόκειται για αξίωση από συμβατική ευθύνη των εναγομένων έναντι της ενάγουσας. Ως γνωστόν, η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση μπορεί, εκτός από την αξίωση από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλον υπαίτια (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 347/2010 Νόμος, ΑΠ 1190/2007 Νόμος, ΑΠ 1015/1999 ΕλλΔνη 2000.344, ΕφΠατρ 510/2009 Νόμος, ΕφΑθ 3345/1999 ΝοΒ 2000.54, ΕφΘεσ 1888/1999 Αρμ 2000.621, ΕφΘεσ 2679/1989 Αρμ 1989.1081, ΠολΠρΑθ 124/2011 Νόμος). Οι αξιώσεις από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλ. στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, είναι δυνατόν να συρρέουν και απόκειται στο δικαιούχο να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 347/2010, ΑΠ 1734/2009, ΑΠ 555/1999 Νόμος), όμως η ικανοποίηση της μιας επιφέρει απόσβεση και της άλλης (ΑΠ 261/1957, ΕφΠατρ 215/2005 Νόμος), εκτός αν η άλλη έχει μεγαλύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται για το επιπλέον (ΕφΘεσ 2393/2008, ΕφΘεσ 1137/2008, ΕφΑθ 116/2007 Νόμος). Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει εν προκειμένω, συνακόλουθα, προδήλως μη νόμιμο και απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα της αγωγής περί της ως άνω αξίωσης της ενάγουσας. ζ) Περαιτέρω δε, αναφορικά με το αίτημα περί επιδίκασης του αιτούμενου ποσού κατά τα ισόποσο με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο ΗΠΑ κατά τον χρόνο πληρωμής του, είναι νόμιμο, διότι σύμφωνα με τις διατάξεις του εφαρμοστέου εν προκειμένω ελληνικού ουσιαστικού δικαίου,κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχεία VIΙ νομική σκέψη της παρούσας, δυνάμει του άρθρου 291 ΑΚ σε συνδ. με το άρθρο 6 παρ.1 του Ν.5422/1932, η ενάγουσα δικαιούται αυτούσιο το εν λόγω ποσό δολαρίων Η.Π.Α. όχι κατά τον χρόνο σύνταξης ή κατάθεσης ή συζήτησης της αγωγής, αλλά ισάξιο σε ευρώ του ως άνω ποσού δολαρίων Η.Π.Α. κατά τον μελλοντικό χρόνο πληρωμής του, το οποίο δεν δύναται να υπολογιστεί εκ των προτέρων, αλλά μόνο κατά τον χρόνο επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων για την ικανοποίηση των ενδίκων αξιώσεών της έναντι αυτών (ΑΠ 678/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 698/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1614/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 548/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 481/2014 ΕλλΔνη 2015.770, ΕφΠειρ 35/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 190/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΔ 2012.302, ΕφΠειρ 145/2011 ΠειρΝομ 2011.194, ΕφΠειρ 287/2011 ΕΝΔ 2011.401, ΕφΠειρ 966/2007 ΔΕΕ 2008.341, ΠολΠρΑθ 5328/2010 ΤΝΠ Νόμος). η) Εξάλλου, η αγωγή, αναφορικά με το αίτημα επιδίκασης τόκων ανεξόφλητου κεφαλαίου, που αφορά, ορθώς εκτιμωμένου του υπό κρίση δικογράφου, οφειλή τόκων από την υπερημερία της επίδικης απαίτησης και επέκεινα, ήτοι από την 60η ημέρα μετά την παράδοση των λιπαντικών βάσει των επιδίκων τιμολογίων (δήλη ημέρα), ύψους 4.962,70 δολ. ΗΠΑ, 4.259,84 δολ.ΗΠΑ και 4.000,77 δολ.ΗΠΑ, αντιστοίχως, τυγχάνει νόμω αβάσιμη κατά το μέρος που τούτο, υπολογιζόμενο με ποσοστό τόκου 2% μηνιαίως (ήτοι 24% ετησίως) υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό ορίζεται στην ΠΥΣ 26/1990, σύμφωνα με την οποία καθορίζεται το ποσοστό του νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου με τον οποίον βαρύνονται οφειλές σε συνάλλαγμα που εκπληρώνονται στην Ελλάδα, ως ίσο με το μεγαλύτερο από τα κάτωθι επιτόκια: α) το προεξοφλητικό ή το αντίστοιχο αυτού επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδος, στο νόμισμα της οποίας είναι εκφρασμένη η οφειλή, προσαυξημένο κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες ή β) το επιτόκιο που προσφέρεται στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου (LIBOR) για καταθέσεις διάρκειας 6 μηνών στο νόμισμα που εκφράζεται η οφειλή, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και (ορίζεται περαιτέρω) ότι σε περίπτωση νομίσματος για το οποίο υπάρχει μόνο το ένα εκ των δύο πιο πάνω επιτοκίων, το ποσοστό του νόμιμου και εξ υπερημερίας τόκου καθορίζεται με βάση το επιτόκιο αυτό (βλ. Μ. & Α. Μαργαρίτη, «Επίτομη Ερμηνεία Αστικού Δικαίου και ΕισΝΑΚ», εκδ.2016, άρθρο 292 ΑΚ, αριθ.8, ΑΠ 287/2005 ΤΝΠ Νόμος, πρβλ. Γνωμοδότηση ΝΣΚ 428/2012 ΤΝΠ Νόμος), απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος της αγωγής κατά το υπερβάλλον τούτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 293, 294 ΑΚ και 109 ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (βλ. Μ.Μαργαρίτη-Α.Μαργαρίτη, Επίτομη Ερμηνεία ΑΚ και ΕισΝΑΚ, εκδ.2016, άρθρα 293-296 ΑΚ, αριθ.7, ΑΠ 1438/1997 ΕλλΔνη 1998.381, ΕφΑθ 6743/1999 ΕλλΔνη 42.494). Κατά τα λοιπά, κατά το μέρος που με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα αιτείται τόκους επί του οφειλομένου ποσού τόκων υπερημερίας (ήτοι από τη δήλη ημέρα καταβολής των ενδίκων αξιώσεών της από τις συμβάσεις πώλησης, στις 2-3-2015, στις 26-3-2015 και στις 24-4-2015, αντιστοίχως, έως τον χρόνο σύνταξης της αγωγής στις 29-12-2016), μέχρι των αιτούμενων ποσών των 4.962,70 δολ. ΗΠΑ, 4.259,84 δολ.ΗΠΑ και 4.000,77 δολ.ΗΠΑ, αντιστοίχως, ενόψει του ότι η εν λόγω αξίωση ανατοκισμού αφορά εμπόρους, από εμπορική και για τους δύο αιτία (ΕισΝΑΚ 111) και οφειλή καθυστερούμενων τόκων πέραν ενός εξαμήνου, τυγχάνει αυτή παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 346, 296 παρ.1, 111 παρ.2 ΕισΝΑΚ, 218 παρ.1 ΚΠολΔ, διότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι παραδεκτή η υποβολή με το δικόγραφο της αγωγής για την κύρια απαίτηση και του αιτήματος, με την αντίστοιχη βάση, για την καταβολή τόκων επί των “καθυστερούμενων τόκων του κεφαλαίου (ΑΠ 517/2012 ΕΠολΔ 2012.645, ΑΠ 2319/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔυτΜακεδ 62/2011 Αρμ 2012.1082). θ) Τέλος, αναφορικά με το αίτημα που συνοδεύει τη δεύτερη αγωγική βάση κατά τα άρθρα 105 και 106 ΚΠολΔ, περί άρσης της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών στο πρόσωπο του πέμπτου εναγομένου, κρίνεται απορριπτέο ως αόριστο, διότι δεν δικαιολογείται με πραγματικά περιστατικά η επικαλούμενη κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών από τον ανωτέρω εναγόμενο-φυσικό πρόσωπο, αφού απλώς αυτή αναφέρεται αφηγηματικά και σε θεωρητικό επίπεδο στην αγωγή ούτε εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από την ενάγουσα που να καταδεικνύουν κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς των εταιρειών από τον πέμπτο εναγόμενο νόμιμο εκπρόσωπό τους, για την πρόκληση ζημίας σε βάρος της και αποφυγή εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους προς αυτήν. Σημειώνεται, άλλωστε, πως από τα αναφερόμενα στην αγωγή για το πρόσωπο του πέμπτου εναγομένου ουδόλως προκύπτει η ιδιότητα αυτού ως εταίρου ή μετόχου και δη κυρίαρχου μετόχου των εναγομένων εταιριών ούτε προσδιορίζονται ειδικότερα οι πράξεις του αναφορικά με την εν γένει επίκληση πράξεων κυρίαρχης διοίκησης και διαχείρισης των εναγομένων, παρά μόνο επαναλαμβάνονται θεωρητικά, γενικόλογα και επιφανειακά τα πρόσφορα και γνωστά πορίσματα της νομολογίας, για τη παραδοχή της συνδρομής και την εφαρμογή περίπτωσης άρσης ή κάμψης της νομικής προσωπικότητας εταιρειών από τη δράση ενός κυρίαρχου –κατ’ επίκληση- για τη διοίκηση και λειτουργία τους φυσικού προσώπου, όπως εν προκειμένω εκτίθεται για τον πέμπτο εναγόμενο, χωρίς όμως να προκύπτει ορισμένα και εξειδικευμένα μία τέτοια περίπτωση, άξια για να διερευνηθεί λυσιτελώς και κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο. Ειδικότερα, στην αγωγή δεν εκτίθενται ορισμένα, με σαφή και ειδικό τρόπο τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά σχετικά με την επικαλούμενη εκ μέρους της ενάγουσας κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των εναγομένων εταιρειών και τη σχέση απόλυτης κυριαρχικής εξάρτησης, από οικονομικής και διοικητικής απόψεως, των εναγομένων εταιρειών από τον πέμπτο εναγόμενο, αλλά απλώς γίνεται επιγραμματικά μνεία και σε θεωρητικό επίπεδο, χωρίς καν να προκύπτει συγκεκριμένα η ιδιότητα ή οι πράξεις αυτού ως κυρίαρχου μετόχου των εταιρειών, ώστε να δικαιολογείται η αιτούμενη άρση του μανδύα της νομικής προσωπικότητάς τους για τη στοιχειοθέτηση προσωπικής ευθύνης του, όπως απαιτείται από τη νομολογία των δικαστηρίων (ΟλΑΠ 2/2013 ΕΦΑΔ 2013.228, ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 1996.1046, ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 1994.1263, ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.694, ΑΠ 905/2010 ΔΕΕ 2010.1056, ΑΠ 330/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010.761, ΑΠ 9/2009 ΕλλΔνη 2009.767, ΑΠ 1910/2009 ΕΦΑΔ 2010.2013, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009.804, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 15.800, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657, ΕφΠειρ 598/2014 ΔΕΕ 2015.537, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 945/2013 ΔΕΕ 2014.138, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝΔ 2012.409, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012.661, ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝΔ 2011.32, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.250, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010.792, ΕφΠειρ 213/2007 ΕΝΔ 2007.57, ΕφΑθ 172/2006 ΔΕΕ 2007.322, ΕφΠειρ 348/2005 ΝοΒ 2006.246, βλ. Β.Αθανασοπούλου, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΠειρΝομ 2005.389, I.Μάρκου, Η «άρση της αυτοτέλειας» του νομικού προσώπου ως πηγή ανασφάλειας δικαίου – Συμβολή στην ερμηνεία των διατάξεων περί εταιρικής ευθύνης, σε ΕΕμπΔ 2003.257, τον ίδιο, Η κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των κεφαλαιουχικών εταιριών ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης, σε Αρμ 2003.601, Δ.Αυγητίδη, Η αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΕπισκΕΔ 1999.75, Κ.Παμπούκη, Κάμψη της νομικής προσωπικότητας σε αλλοδαπή ανώνυμη εταιρία, σε ΕπισκΕΔ 2009.19, Α.Κιάντου-Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας, σε «Η προστασία των ναυτικών δανειστών»-Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ.44επ., Αρμ 1993.877, Κ.Αλεπάκο, Ο παραμερισμός (κάμψη) της νομικής προσωπικότητας της ΑΕ στη νομολογία, 1994, Αθ.Λιακόπουλου, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, 1993, σελ. 82, Χ.Παμπούκη, Νομικά πρόσωπα και ιδίως εταιρίες στις συγκρούσεις νόμων, 2004, σελ.152, Κ.Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, 2008, σελ.177, Κ. Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών, σε ΝοΒ 2014.5, I.Πιτσιρίκο, Άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ΑΕ και καταλογισμός ευθύνης του για υποχρεώσεις του κυρίου ή του μοναδικού μετόχου του, σε ΕΕμπΔ 2007.482, Ν.Ελευθεριάδη, Η προστασία των δανειστών κεφαλαιουχικής εταιρίας ως πρόβλημα ευθύνης των εταίρων, 2012, Ε.Περάκη, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας και η νομολογιακή τυποποίηση, σε ΔΕΕ 1996.374, Ε.Καραμανάκου, σημείωμα κάτω από την ΕφΠειρ 567/2008 σε ΔΕΕ 2010.792, Δ.Τζουγανάτο, Ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση κεφαλαιουχικών εταιριών-Μορφές εμφάνισης και έννομες συνέπειες, 1994). Η ενάγουσα δεν προσδιορίζει με σαφήνεια την ιδιότητα του πέμπτου των εναγομένων φυσικού προσώπου σε σχέση με τις λοιπές εναγόμενες εταιρείες, αρκούμενη μόνον στην αναφορά αυτού ως ουσιαστικού εν τοις πράγμασι νομίμου εκπροσώπου αυτών, χωρίς να αναφέρει εάν υφίσταται η μετοχική ιδιότητα αυτού στη μετοχική σύνθεση των αλλοδαπών εταιρειών, ώστε κατά το εφαρμοζόμενο στην προκειμένη περίπτωση ελληνικό δίκαιο, λόγω της πραγματικής έδρας τους, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, να θεμελιωθεί η προσωπική του ευθύνη. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η άρση της αυτοτέλειας των κεφαλαιουχικών εταιριών, σε περίπτωση κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και δη όταν ο κυρίαρχος εταίρος ή μέτοχος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα για καταστρατήγηση του νόμου ή για να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτο ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του, λαμβάνει χώρα μόνον έναντι των μελών του νομικού προσώπου και όχι έναντι τρίτων. Απαιτείται δηλαδή το πρόσωπο που καταχράται τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας να έχει την εταιρική ιδιότητα και μάλιστα να είναι ο κυρίαρχος εταίρος αυτής έτσι ώστε, πληρουμένων των προαναφερόμενων στη μείζονα σκέψη της παρούσας λοιπών προϋποθέσεων, να δύναται να λάβει χώρα κάμψη της αρχής της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου έναντι του εν λόγω μέλους αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι πρέπει να λάβει χώρα άρση της αυτοτέλειας των εναγομένων εταιρειών έναντι του πέμπτου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου αυτών λόγω κατάχρησης του θεσμού του νομικού προσώπου κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, χωρίς όμως να εκθέτει ότι ο τελευταίος έχει την εταιρική ιδιότητα στις ως άνω εταιρείες, πολλώ δε μάλλον ότι τυγχάνει ο κυρίαρχος εταίρος αυτών, εάν υφίσταται μονομετοχική ιδιότητα ή η ιδιότητα του (μοναδικός μέτοχος ή ο κάτοχος του μεγαλυτέρου μέρους των μετοχών) ως διαχειριστή ή ότι από τη συμμετοχή του σε αυτήν εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση της, με την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που να θεμελιώνουν την κυρίαρχη θέση του. Επίσης δεν εκθέτει για να στηρίξει τη στοιχειοθέτηση της κατάχρησης του θεσμού της νομικής προσωπικότητας ορισμένα περιστατικά που να ανταποκρίνονται στα ενδεικτικά κριτήρια συνδρομής τέτοιας περίπτωσης, όπως είναι η ανεπαρκής χρηματοδότηση των εταιρειών εκ μέρους του φ.π., η σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας μεταξύ των ν.π. και του φ.π., το μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής του φ.π. ως εταίρου, η εικονικότητα των νομικών προσώπων ή η έλλειψη συναλλακτικής οργάνωσης και δράσης τους, καθόσον δεν εκτίθεται ότι στην πραγματικότητα οι συγκεκριμένες εταιρείες δεν είχαν ναυτιλιακή επιχειρηματική δραστηριότητα κατά τα επίδικα έτη, δεν αναφέρονται συγκεκριμένα ποιές ήταν οι εγγυήσεις που έδινε ο πέμπτος εναγόμενος για τα τραπεζικά δάνεια ή τα χρέη των εταιρειών έναντι τρίτων, πώς ενεργούσε κατά κατάχρηση και καταστρατήγηση της νομικής προσωπικότητας και αυτοτέλειάς τους (ΑΚ 281), καθόσον ουδόλως τέτοια περιστατικά περιέχονται με σαφήνεια στην αγωγή. Έπρεπε, αντιθέτως, να διαλαμβάνει για το κατά τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγικής αυτής βάσης, σαφή αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία καταδεικνύουν είτε την ανεπαρκή χρηματοδότηση των εναγομένων εταιρειών εκ μέρους του (με συγκεκριμένη αναφορά σε έλλειψη εσόδων οποιασδήποτε μορφής, διαφορετικών από τα ίδια κεφάλαια του) είτε τη σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας (ιδίως με παράθεση των περιουσιακών στοιχείων των εναγομένων εταιρειών και του συγκεκριμένου τρόπου συγχύσεως αυτών) είτε την εικονικότητα των νομικών προσώπων είτε την έλλειψη συναλλακτικής οργανώσεως και δράσεως τους ως νομικών προσώπων είτε συγκεκριμένη συμπεριφορά του φ.π. όταν δρα προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη των εταιρειών. Η διαμεσολάβησή του στη σύναψη των συμβάσεων πώλησης, οι παραγγελίες των υλικών και λιπαντικών ναυτιλίας για τα πλοία, η διαπραγμάτευση των τιμών, ακόμη και η εμφάνισή του στις συναλλαγές και στη ναυτιλιακή αγορά αλλά και η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της διαχειρίστριας εταιρείας και η μεταβίβαση του πλοίου και η ανάθεση της διαχείρισής του σε άλλη διαχειρίστρια εταιρεία, η αλλαγή του ονόματός του και η παροχή υπηρεσιών του σε όλες αυτές δεν συνιστούν περιστατικά που από μόνα τους συνάδουν σε καταστρατήγηση της νομικής προσωπικότητας των εταιρειών για να δικαιολογούν την άρση του πέπλου για τη θεμελίωση προσωπικής του ευθύνης και την υπεγγυότητα της ατομικής του περιουσίας για τα χρέη των νομικών αυτών προσώπων. Θα μπορούσαν ευλόγως να θεωρηθούν και πράξεις διαχειριστή που εκτελούνται για λογαριασμό άλλου προσώπου, νομικού ή φυσικού και όχι στο πλαίσιο εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του ως εφοπλιστή ως πράξεις κυριάρχου μετόχου ή εταίρου που ενεργεί για τον εαυτό του επιχειρώντας να αποκοπεί αθέμιτα από την εταιρεία. Ούτε εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία καταδεικνύουν βούληση καταστρατηγήσεως των διατάξεων του νομικού προσώπου των εταιρειών εκ μέρους του, χωρίς να αρκεί μόνη η μεταβίβαση του πλοίου και η αλλαγή διαχειρίστριας εταιρείας, ως προς τούτο (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183). Άλλωστε, η παραμέριση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας δεν δικαιολογείται μόνο από τη συγκέντρωση του συνόλου ή των περισσοτέρων μετοχών στο πρόσωπό του ή από τη συμμετοχή μόνο αυτού στα όργανά της και την εντεύθεν καθοριστική συμβολή του στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων, ακόμη και αν είναι ο διευθύνων σύμβουλος που την ελέγχει έτσι τυπικά, αφού η εταιρεία τότε διατηρεί τη νομική και οικονομική της αυτοτέλεια, προκειμένου να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκεί μέσω αυτής, αφού η επιλογή του δεν είναι αθέμιτη, ώστε να δικαιολογείται η μεταφορά στον επιχειρηματία της ευθύνης που βαρύνει το ν.π. της εταιρείας, δεδομένου ότι κάθε τύπος εταιρείας θεσμοθετήθηκε γι’ αυτόν τον λόγο, προκειμένου να εξυπηρετούνται οι οικονομικές ανάγκες των φ.π. (ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 1996.1046, ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 1994.1263, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009.804, ΕφΠειρ 111/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος). Ουδόλως όμως εκτίθενται στην αγωγή ορισμένα κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα διδάγματα της νομολογίας κατά τα αναφερόμενα στην υπ’αριθ.ΙΙΙ νομική σκέψη της απόφασης, ιδιαίτερα και σοβαρά ή εξαιρετικά πραγματικά περιστατικά, που καταδεικνύουν τις αθέμιτες επιδιώξεις του πέμπτου εναγομένου κατά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων της καλής πίστης και τις γενικές αξιολογήσεις του δικαίου για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, κατά καταστρατήγηση των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, βάσει των συνταγματικών άρθρων 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ, για να δικαιολογηθεί η διωκόμενη άρση της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων, που χρησιμοποιείται ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης του φ.π. για τα χρέη αυτών, τα δε εκτιθέμενα δεν εμπίπτουν προδήλως στους όρους της κατάχρησης δικαιώματος βάσει του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 149/2013, ΑΠ 905/2010, ΑΠ 330/2010, ΕφΠειρ 811/2013, ΕφΠειρ 110/2013, ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, η κύρια βάση της αγωγής που εδράζεται στη θεμελίωση της ιδιότητας του πέμπτου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου των εναγομένων εταιρειών σε συνδυασμό με την άρση της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων αυτών, κατά το μέρος που αναφέρεται στην κατάχρηση θεσμού, θα πρέπει, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην υπ’ αριθ.ΙΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσας, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, μη αρκούσης της αόριστης και γενικόλογης αναφοράς στο δικόγραφο της αγωγής περί της λειτουργίας όλων των ως άνω εταιρειών υπό τη εν τοις πράγμασι διοίκηση του εναγομένου φ.π. κατά κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς τους (ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΠειρ 5261/2013 ΤΝΠ Νόμος). Κατόπιν δε των ανωτέρω, στην έκταση που η αγωγή κρίθηκε ως άνω παραδεκτή και ορισμένη έναντι της τρίτης εναγομένης εταιρείας και μόνον, απορριπτομένης έναντι των λοιπών εναγομένων, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα, είναι και νόμιμη ως προς την πρώτη (ενδοσυμβατική ευθύνη από σύμβαση πώλησης) και τη δεύτερη (ευθύνη εκ του νόμου λόγω του εφοπλισμού) νομική βάση της έναντι της τρίτης εναγομένης, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 513επ., 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 907, 908, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 105-106 ΚΙΝΔ (Ν.3816/1958) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Κατόπιν τούτων, επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 271§§1-3 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 και τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, που καταλαμβάνει και την κρινόμενη αγωγή, η τρίτη εναγομένη εταιρεία δεν εμφανίστηκε στη δίκη και κατόπιν αυτεπάγγελτης εξέτασης του Δικαστηρίου, προέκυψε ότι η αγωγή επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σε αυτήν από την ενάγουσα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η υπόθεση συζητήθηκε ερήμην της και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας σε βάρος της τρίτης εναγομένης θεωρούνται ομολογημένοι εκ μέρους της και αποδεικνύονται πλήρως (ΚΠολΔ 352 παρ.1), εφόσον ερημοδικεί, καθόσον πρόκειται για γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται ομολογία και δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, συνεπώς, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή εν μέρει και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η τρίτη εναγόμενη εταιρεία να καταβάλει στην ενάγουσα εταιρεία το ισόποσο σε ευρώ ποσό των 30.823,80 δολ. ΗΠΑ (=11.143,80 δολ.ΗΠΑ+ 9.922 δολ.ΗΠΑ+ 9.758 δολ.ΗΠΑ), με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ-δολλαρίου ΗΠΑ κατά τον χρόνο της πληρωμής, νομιμοτόκως από τότε που έκαστο εκ των επιμέρους αναφερομένων σε έκαστο τιμολόγιο ποσών κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, δηλ. από την επομένη της δήλης ημέρας, ήτοι από την επομένη της παρελεύσεως της προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών από την παράδοση των πωληθέντων λιπαντικών ναυτιλίας στο επίδικο πλοίο της τρίτης εναγομένης εταιρείας, ως εφοπλίστριας, και συγκεκριμένα: α) για το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 11.143,80 δολ.ΗΠΑ, νομιμοτόκως από την 2-3-2015 (παράδοση 2-1-2015, υπ’ αριθ. 008354/20-1-2015 τιμολόγιο), β) για το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 9.922 δολ.ΗΠΑ, νομιμοτόκως από την 26-3-2015 (παράδοση 26-1-2015, υπ’ αριθ. 008414/30-1-2015 τιμολόγιο) και γ) για το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 9.758 δολ.ΗΠΑ, νομιμοτόκως από την 24-4-2015 (παράδοση 24-2-2015, υπ’ αριθ. 008483/27-2-2015 τιμολόγιο) και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, ως οφειλόμενο τίμημα από τις μεταξύ τους επίδικες συμβάσεις πώλησης, με βάση τα προδιαλαμβανόμενα τρία (3) τιμολόγια, επισημαίνοντας ότι εφόσον πρόκειται για οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα, ο τόκος υπερημερίας, ως παροχή ομοειδής προς το κεφάλαιο, υπολογίζεται στο οφειλόμενο αλλοδαπό νόμισμα (δολλάριο ΗΠΑ), όμως στην Ελλάδα καταβάλλεται σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής (ΑΠ 1169/1997 ΕλλΔνη 40.347, ΠολΠρΠειρ 236/2017 αδημ. στον Νομικό Τύπο). Εξάλλου, αναφορικά με το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν, κατ’ ευχέρεια του Δικαστηρίου, όπως ορίζεται στο διατακτικό τη απόφασης, διότι από τις περιστάσεις της προκείμενης υπόθεσης κρίνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι γι’ αυτό και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα εταιρεία, ένεκα της επί μακρόν μη ικανοποίησης των βάσιμων αξιώσεών της για το τίμημα από την πώληση των επίδικων λιπαντικών στην τρίτη εναγομένη εφοπλίστρια εταιρεία, από την οποία έχουν παρέλθει ήδη τρία (3) και πλέον έτη μέχρι σήμερα κι ενώ έχει ήδη γίνει χρήση αυτών προ πολλού για την εξυπηρέτηση της ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητάς της ως εφοπλίστριας (άρθρα 907, 908 παρ.1 εδ.α΄ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην παρούσα δίκη (άρθρο 179 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης. Τέλος, επειδή το έννομο συμφέρον δεν κρίνεται εκ των προτέρων, αλλά ενόψει συγκεκριμένου περιεχομένου προσβαλλόμενης απόφασης -στην έκταση που θα προσβληθεί- σε σύγκριση προς το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ανακοπής, λαμβανομένων υπόψη και των ισχυρισμών του ανακόπτοντος, έτσι ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη βλάβης του από την προσβαλλόμενη απόφαση και να αξιολογηθεί αν η ανακοπή αποτελεί ικανό και αναγκαίο μέσο για την αποτροπή της βλάβης, με συνέπεια μόνο το δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας να έχει την εξουσία, ερευνώντας το παραδεκτό της, να αποφανθεί για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του έννομου συμφέροντος του ανακόπτοντος (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ Νόμος), πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που οι ερημοδικαζόμενοι εναγόμενοι ασκήσουν ανακοπή κατά της απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των πρώτης και τρίτης εναγομένων και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των απολιπομένων πρώτης και τρίτης εναγομένων κατά αυτής απόφασης αυτής, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της απόφασης.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς όλες τις νομικές βάσεις της έναντι των πρώτης, δεύτερης, τέταρτης και πέμπτου εναγομένων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς την τρίτη εναγόμενη εταιρεία.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την τρίτη εναγομένη εταιρεία, ως αγοράστρια και εφοπλίστρια, να καταβάλει στην ενάγουσα εταιρεία, ως πωλήτρια, το ισόποσο σε ευρώ ποσό των τριάντα χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι τριών και ογδόντα σεντς δολλαρίων ΗΠΑ (30.823,80 δολ. ΗΠΑ =11.143,80 δολ.ΗΠΑ+ 9.922 δολ.ΗΠΑ+ 9.758 δολ.ΗΠΑ), με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ-δολλαρίου ΗΠΑ κατά τον χρόνο της πληρωμής, νομιμοτόκως από τότε που έκαστο εκ των επιμέρους αναφερομένων σε έκαστο τιμολόγιο ποσών κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, δηλ. από την επομένη της δήλης ημέρας, ήτοι από την επομένη της παρελεύσεως της προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών από την παράδοση των πωληθέντων λιπαντικών ναυτιλίας στο επίδικο πλοίο της τρίτης εναγομένης εταιρείας, και συγκεκριμένα: α) το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 11.143,80 δολ.ΗΠΑ, νομιμοτόκως από την 2-3-2015 (παράδοση 2-1-2015, υπ’ αριθ. 008354/20-1-2015 τιμολόγιο), β) το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 9.922 δολ.ΗΠΑ, νομιμοτόκως από την 26-3-2015 (παράδοση 26-1-2015, υπ’ αριθ. 008414/30-1-2015 τιμολόγιο) και γ) το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 9.758 δολ.ΗΠΑ, νομιμοτόκως από την 24-4-2015 (παράδοση 24-2-2015, υπ’αριθ.008483/27-2-2015 τιμολόγιο) μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ προσωρινώς εκτελεστή υπέρ της ενάγουσας την ως άνω καταψηφιστική διάταξη έως του ισάξιου σε ευρώ ποσού των είκοσι μίας χιλιάδων εξήντα πέντε και ογδόντα σεντς δολλαρίων ΗΠΑ (21.065,80 δολ.ΗΠΑ=11.143,80 δολ.ΗΠΑ+ 9.922 δολ.ΗΠΑ), με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ-δολλαρίου ΗΠΑ κατά τον χρόνο της πληρωμής.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις -7-2018.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ