ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 3443/2018
(ΓΑΚ/ΑΚ …)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 28η Νοεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …, με τον διακριτικό τίτλο ….», με Α.Φ.Μ…, Δ.Ο.Υ. … ……..που εδρεύει στον ……. (… αριθ……… ) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Σωτήριο Φέλιο του Αθανασίου (ΑΜ/ΔΣΑ 6921), κάτοικο Αθήνας, οδός Νεοφύτου Βάμβα αριθ. 10, και Σωτήριο Μπούρο του Χαριλάου (ΑΜ/ΔΣΠ 2857), κάτοικο Πειραιά, οδός Κ. Παλαιολόγου αριθ. 7, που κατέθεσαν προτάσεις και προσκόμισαν, αντίστοιχα, τα υπ’ αριθ. … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εδρεύουσας στα Ν. Μ. εταιρίας με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπουμένης από τη διαχειρίστρια εταιρία με την επωνυμία … που εδρεύει στην Κ. Α. (οδός Μ. ….. ) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Δημήτριο Γιομελάκη του Νικολάου (ΑΜ/ΔΣΑ 25857), κάτοικο Πειραιά, … αριθ. 47 – 49, και Γεώργιο Ιατρίδη-Ραμαντάνη του Νικολάου (ΑΜ/ΔΣΠ 2008), κάτοικο ομοίως, που κατέθεσαν προτάσεις και προσκόμισαν, αντίστοιχα, τα υπ’ αριθ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 28.9.2015 με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί, μετά από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 211, 212 και 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου υπάρχει όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), εξαιρέσει βεβαίως της περιπτώσεως κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο (ΑΠ 689/2013 ΕΕμπΔ 2013.946, ΜονΕφΠειρ 63/2013 ΕλλΔνη 2014.181, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝαυτΔ 2009.13, ΕφΑθ 5237-8/1988 ΕλλΔνη 1989.145). Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βουλήσεως επιχειρείται στο όνομα άλλου είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με τη μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δηλώσεως βουλήσεως, δηλαδή με την προσφυγή σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, κατά τρόπον ώστε η λειτουργία της άμεσης αντιπροσώπευσης να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά, που υφίσταντο κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας ήταν τέτοια, ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενός του (ΜονΕφΠειρ 63/2013 ό.π., ΕφΠειρ 832/2008 ό.π., ΕφΑθ 5237-8/1988 ό.π.). Έτσι, με βάση τα ανωτέρω, η για λογαριασμό άλλου συναπτόμενη δικαιοπραξία παράγει τα αποτελέσματά της αμέσως για τον αντιπροσωπευόμενο και στην περίπτωση που από τη διατύπωση της δικαιοπραξίας ή από την όλη στάση του αντιπροσώπου δεν αφήνεται αμφιβολία για την ενέργεια αυτή της δήλωσης βούλησης, καθώς και σ’ εκείνη κατά την οποία η άμεση αντιπροσώπευση δεν συνάγεται μεν αμέσως από τη στάση αυτού (αντιπροσώπου), υπάρχουν όμως περιστατικά, γνωστά στον τρίτο κατά το χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, τα οποία καθιστούν προφανή την κατάρτιση αυτής στο όνομα άλλου, όπως είναι και το γεγονός ότι ο αντιπρόσωπος συνδέεται με τον αντιπροσωπευόμενο με διαρκή σχέση (λ.χ. διαχείριση ξένης περιουσίας), δυνάμει της οποίας οφείλει να συνάπτει τη δικαιοπραξία όχι στο δικό του όνομα, αλλά στο όνομα του κυρίου των υποθέσεων, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η καταρτισθείσα δικαιοπραξία ανάγεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και επιχειρήθηκε προφανώς με την ευκαιρία ασκήσεως αυτής. Μόνον αν δεν μπορεί να διαγνωσθεί είτε από τη δήλωση που έγινε είτε από τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή έγινε ότι κάποιος ενεργούσε στο όνομα άλλου, τότε, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 212 ΑΚ, που ουσιαστικώς αποτελεί συνέχεια της ρύθμισης της διάταξης του άρθρου 211 παρ. 1 ΑΚ, θεωρείται ότι αυτός ενήργησε στο δικό του όνομα και, επομένως, έναντι του άλλου μέρους τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αφορούν αυτόν προσωπικώς, ενδεχομένως δε να ευθύνεται έναντι του αντιπροσωπευομένου κατά τις αρχές της έμμεσης αντιπροσώπευσης (ΕφΑθ 5237-8/1988 ό.π.). ΙΙ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτιστεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του, δεν το δεσμεύει. Αν η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου ανατεθεί σε τρίτο μη εταίρο, ο τελευταίος δεν ενεργεί ως καταστατικό όργανο αυτού, αλλά ενδεχομένως ως αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος αυτού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 216 επ. και 713 επ. ΑΚ. Από τον συνδυασμό των τελευταίων ως άνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 229 και 238 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι σύμβαση που έχει καταρτισθεί με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν νόμιμα το νομικό πρόσωπο ή που δεν έχουν αντιπροσωπευτική εξουσία, στερείται κύρους και δεν το δεσμεύει, εκτός αν αυτό ενέκρινε τη σύμβαση, κατά την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 229 ΑΚ, που ορίζει ότι αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητά του, το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου. Η έγκριση, αναγόμενη στο χρόνο της δικαιοπραξίας, αναπληρώνει την έλλειψη της εξουσίας αντιπροσώπευσης, γίνεται δε με μονομερή δήλωση απευθυντέα στο άλλο μέρος (άρθρα 236 και 238 ΑΚ), υποβαλλόμενη στον τύπο που προβλέπεται για τη σύμβαση που αφορά αυτή και δυνάμενη, εφόσον για τη σύμβαση αυτή δεν απαιτείται η τήρηση τύπου, να παρασχεθεί και με σιωπηρή δήλωση βούλησης, συναγόμενη από πράξεις του εγκρίνοντος ή περιστάσεις που καθιστούν αναντίρρητη τη βούληση της έγκρισης (ΑΠ 2064/2014 Αρμ 2015.1524). ΙΙI. Από τις συνδυασμένες, εξάλλου, διατάξεις των άρθρων 39, 49 και 84 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι στον πλοίαρχο, εκτός των καθηκόντων που απορρέουν από τη σύμβαση ναυτολογήσεως, είναι ανατεθειμένα από το νόμο και διαχειριστικά καθήκοντα, όπως η σύναψη δικαιοπραξιών που δεσμεύουν τον πλοιοκτήτη, η κατάρτιση των συμβάσεων ναυτολογήσεως των μελών του πληρώματος κ.α. Η εκ μέρους του νομοθέτη ανάθεση των καθηκόντων αυτών είναι σύμφωνη προς τη θέση του πλοιάρχου, που έχει ιδιαιτέρως εμπιστευτικό χαρακτήρα όχι μόνον ως εκμισθωτή εργασίας, αλλά και ως εντολοδόχου του πλοιοκτήτη. Ο πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού μετά τον (φορέα της) πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή, έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα όσο και σε αυτούς που επιβαίνουν στο πλοίο. Οι γενικές γραμμές των εξουσιών του πλοιάρχου ορίζονται στο άρθρο 104 ΚΔΝΔ, κατά το οποίο αυτός έχει τη διοίκηση του πλοίου, ασκεί εξουσία επί του πληρώματος και των επιβαινόντων, κατά τον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, λαμβάνει κάθε μέτρο μέσα στο πλοίο, στα πλαίσια πάντοτε του κανονισμού και του νόμου, για την τήρηση της τάξης, της πειθαρχίας, της υγιεινής και της ασφάλειας του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου. Οι αρμοδιότητες δε του πλοιάρχου αφορούν, εκτός των άλλων, τη νόμιμη εκπροσώπηση του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, σύμφωνα με την οποία οι τελευταίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84, 105 ΚΙΝΔ). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται περαιτέρω σε: α) δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου, σε ό,τι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών κ.λπ. και β) δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (ΕφΠειρ 951/2006 ΕΝαυτΔ 2007.26, ΕφΠειρ 199/2003 ΕΝαυτΔ 2003.272). IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 107 ΚΙΝΔ, στη ναύλωση σε ευρεία έννοια μπορούν να ενταχθούν τρεις κατηγορίες συμβατικών μορφωμάτων: Α. Η σύμβαση ναύλωσης σε στενή έννοια, αντικείμενο της οποίας είναι η δέσμευση του πλοίου ολικά (ολική ναύλωση) ή μερικά (μερική ναύλωση) κατά χρόνο (χρονοναύλωση) ή κατά πλου προς τον σκοπό της διενέργειας θαλάσσιας μεταφοράς. Β. Η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων, στην οποία αποβλέπουμε στο μεταφορικό αποτέλεσμα από τόπο σε τόπο, χωρίς να προσδιορίζεται το τμήμα του χώρου του πλοίου που θα χρησιμοποιηθεί και στην οποία, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη ναύλωση σε στενή έννοια και Γ. Η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς προσώπων. Στη σύμβαση ναύλωσης σε στενή έννοια συμβάλλεται από τη μία πλευρά εκείνος που αναλαμβάνει την εκτέλεση του μεταφορικού αποτελέσματος, δηλαδή ο εκναυλωτής (shipowner/ carrier), και από την άλλη εκείνος προς τον οποίο διατίθεται το πλοίο για τη μεταφορά, δηλαδή ο ναυλωτής (charterer). Περαιτέρω, στη ναύλωση σε στενή έννοια μπορούν να υπαχθούν και επώνυμα συμβατικά μορφώματα που έχουν διαμορφωθεί από τη διεθνή συναλλακτική πρακτική, με πλέον διαδεδομένο αυτό της κατά χρόνο ναύλωσης ή χρονοναύλωσης (timecharter). Κατά την ορθότερη άποψη, πρόκειται για σύμβαση έργου με αντικείμενο τη μεταφορά εμπορευμάτων επί του πλοίου έναντι ναύλου για συγκεκριμένο χρόνο ανάμεσα σε ασφαλείς λιμένες καθ’ υπόδειξη του χρονοναυλωτή (εμπορική διαχείριση). Στην κλασική μορφή, τόσο ο πλοίαρχος όσο και το πλήρωμα παρέχονται από τον εκναυλωτή (ναυτική διεύθυνση· ωστόσο η πρόσληψή τους δεν αρκεί για την κατάφασή της, αφού μετά την πρόσληψη μπορεί να τίθενται όλοι υπό τις αποκλειστικές διαταγές του ναυλωτή, πράγμα που αποτελεί κριτήριο για τη διάκριση ανάμεσα στη «γυμνή» ναύλωση και την εφοπλιστική χρονοναύλωση), στο πλαίσιο της υποχρέωσης παροχής αξιόπλοου πλοίου και εκτέλεσης του καθ’ υπόδειξη από τον χρονοναυλωτή μεταφορικού προγράμματος. Από την άλλη πλευρά, ο χρονοναυλωτής δεν αποκτά νομή και έλεγχο του πλοίου. Στη συνηθέστερη περίπτωση, τα καύσιμα πληρώνονται από τον χρονοναυλωτή. Όσον αφορά στην ευθύνη, ενόψει του γεγονότος ότι η χρονοναύλωση υπάγεται στο βεληνεκές ρύθμισης της ναύλωσης σε στενή έννοια, ναι μεν ισχύει η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων ως προς τον καθορισμό της έκτασης των αμοιβαίων υποχρεώσεων, τούτο, όμως, με την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθεί ακέραιος ο πυρήνας ευθύνης, όπως αυτός καταστρώνεται στις διατάξεις των άρθρων 84 και 134 – 138 ΚΙΝΔ. Ειδικότερα, επειδή οποιαδήποτε σύμβαση για την εκμετάλλευση του πλοίου έχει ενοχική φύση, αποτελεί reminteraliosactam για τους τρίτους, δίχως να δεσμεύονται από αυτήν. Τούτο ισχύει ακόμη και για την εγγραφείσα στο νηολόγιο σύμβαση εφοπλισμού, αφού μόνο μαχητό τεκμήριο παράγει έναντι τρίτων κατ’ άρθρο 105 παρ. 3 ΚΙΝΔ. Υπό το φως των ανωτέρω, στην περίπτωση της χρονοναύλωσης ο χρονοεκναυλωτής ευθύνεται έναντι τρίτων σύμφωνα με το άρθρο 84 ΚΙΝΔ, δηλαδή για συμβάσεις που συνάφθηκαν από τον πλοίαρχο, καθώς και για αδικοπραξίες του πλοιάρχου, του πληρώματος και του πλοηγού. Εξαιρετικά μπορεί ο πλοίαρχος να ενεργήσει και ως αντιπρόσωπος του χρονοναυλωτή, εφόσον αποκαλύψει την ύπαρξη χρονοναυλοσυμφώνου και την ταυτότητα του προσώπου που θα δεσμευθεί από τη σχετική δικαιοπραξία (για τα ανωτέρω βλ. Ρόκα Ι./Θεοχαρίδη Γ., Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδοση 2015, σελ. 138 επ., ιδίως §§ 247-249, 256· Κιάντου-Παμπούκη Α., Ναυτικό Δίκαιο, 1993, §72). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 εδ. β΄ του ΚΙΝΔ, εκμετάλλευση του πλοίου με την έννοια του εφοπλισμού υπάρχει και στη σύμβαση χρονοναύλωσης όταν στο ναυλωτή ανήκει η εκμετάλλευση και η ναυτική διεύθυνση αυτού. Στην περίπτωση αυτή ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου, κατ’ άρθρο 106 εδ. β΄ του ΚΙΝΔ. Αντιθέτως, εάν τη ναυτική διαχείριση του πλοίου διατηρεί ο εκναυλωτής, αυτός εξακολουθεί να είναι πλοιοκτήτης και να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πλοιοκτήτης ευθύνεται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρούνται από τους αντιπροσώπους του μέσα στα πλαίσια της εκμετάλλευσης του πλοίου (βλ. ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). V. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (βλ. ΑΠ 689/2013 ΕΝαυτΔ 2013.183 = ΧρΙΔ 2013.688). Εξάλλου, για να έχουν εφαρμογή όσα παραπάνω εκτίθενται αναφορικά με την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό του απαιτήσεις, όταν η εισαγόμενη στο Δικαστήριο υπόθεση περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας, θα πρέπει κατ’ επιταγή συγκεκριμένου κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου να είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο. Για εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 106 εδ. β΄ ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού αυτή δεν αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνα άμεσης εφαρμογής, ενόψει του ότι δεν υπάρχει στο πλαίσιο αυτό κανένα συμφέρον ή κάποιος άλλος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιο χαρακτήρα. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που να ρυθμίζει το θέμα. Ενόψει των ανωτέρω και σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις αξιώσεις τρίτων που απορρέουν από τον εφοπλισμό του ή την εκμετάλλευση αυτού στα πλαίσια χρονοναυλώσεως από τρίτους θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Η ευθύνη αυτή αποτελεί, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εξωσυμβατική ενοχή και ειδικότερα ενοχή της οποίας το στήριγμα αναζητείται ευθέως στο νόμο. Ο πραγματοπαγής χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί καθόλου τον ενοχικό χαρακτήρα της υποχρεώσεως αυτής. Ο κύριος του πλοίου έχει δική του αυτοτελή ενοχή της οποίας απλώς το περιεχόμενο προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως. Συνακόλουθα, για την προαναφερθείσα υποχρέωση του κυρίου, το εφαρμοστέο δίκαιο πρέπει να εξευρίσκεται και στην περίπτωση της εν λόγω εξωσυμβατικής ενοχής, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδαφ. β΄ ΑΚ και του άρθρου 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), με έναρξη εφαρμογής την 17η.12.2009, δηλαδή να εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα, για τον ίδιο λόγο που αυτό συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών. Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκόμενων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών αλλά και η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας (ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005.375). Το δίκαιο αυτό είναι επίσης εφαρμοστέο και προκειμένου να κριθεί αν το πλοίο είναι υπέγγυο για τα χρέη που συνήψε προς τρίτο ο εφοπλιστής ή ο εξομοιούμενος προς τον εφοπλιστή ναυλωτής (βλ. σχετ. ΜΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝαυτΔ 2013.193). VI. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25 ΑΚ, 3 και 4 παρ. 1 περ. α΄ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ο οποίος αντικατέστησε την από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης και, με βάση τη διάταξη του άρθρου 28, ισχύει από την 17.12.2009, συνάγεται ότι η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Ελλείψει επιλογής, το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση πώλησης αγαθών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του. Στο ζήτημα αν ο αντιπρόσωπος δεσμεύει έναντι των τρίτων τον αντιπροσωπευόμενο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του παραπάνω αναφερόμενου Κανονισμού, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. ζ΄ αυτού. Το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται, σύμφωνα με τη γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (πρβλ. ΑΠ 777/2015 ό.π.). VII. Περαιτέρω, στην αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με την οποία ο ενάγων αναζητεί από τον εναγόμενο τον πλουτισμό που αυτός αποκόμισε εξ αιτίας της ακυρότητας της μεταξύ τους σύμβασης, πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφό της, προκειμένου να είναι αυτή κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ ορισμένη, τα περιστατικά που καθιστούν άκυρη τη σύμβαση και αδικαιολόγητη την αντίστοιχη ωφέλεια του εναγομένου. Ωστόσο, εάν η σχετική από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αγωγική βάση σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης της κύριας αγωγικής βάσης από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της επικουρικής βάσης η επίκληση της ακυρότητας απλώς της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται κατά τα λοιπά να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη στη σύμβαση κύρια αγωγική βάση απορριφθεί εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, οπότε όμως ο λόγος αυτός, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, θα έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο της δίκης, ώστε να πληρούται ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, που απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 766/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). VΙIΙ. Η διεξαγωγή της δίκης μεταξύ των φορέων της επίδικης έννομης σχέσης επιβάλλεται με κριτήριο τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Για τη νομιμοποίηση αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή αν αυτός είναι αναληθής (ΕφΠειρ 525/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει ότι «δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον» και επομένως ένδικη προστασία παρέχεται υπέρ ή κατά εκείνων μόνον των προσώπων, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος αποτελούν τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως ή μετέχουν κατά το ουσιαστικό δίκαιο σ’ αυτήν. Έτσι, αν στην αίτηση δικαστικής προστασίας δεν εκτίθενται στοιχεία ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως, πράγμα που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, τότε αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, πλην όμως στην περίπτωση που εκτίθενται και δεν αποδεικνύονται τα θεμελιωτικά της νομιμοποιήσεως περιστατικά, η αίτηση δικαστικής προστασίας απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη (ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 1979.1427, ΕφΠειρ 267/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, ΕφΑθ 8107/2001 ΕλλΔνη 2003.225, ΕφΑθ 9586/1998 ΕλλΔνη 1999.1179, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕφΠειρ 151/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και 318/1998 ΕλλΔνη 1998.920). Στην περίπτωση δε που ο αντίδικος του ενάγοντος «αρνείται» είτε γενικά είτε ειδικά και αιτιολογημένα τη νομιμοποίηση, δεν μπορεί να γίνει λόγος για «ένσταση ελλείψεως ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως» (ΑΠ 1318/2007 ΝοΒ 2008.175, ΑΠ 1308/2004 ΧρΙΔ 2005.235, ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 1999.339, ΕφΠειρ 267/2015 ο.π., ΕφΑθ 1854/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, ΕφΑθ 5685/1999 ΕλλΔνη 2000.528), αλλά για αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσεως της αγωγής του ενάγοντος (ΕφΛαρ 609/2002 Δικογραφία 2003.84), ο οποίος και φέρει προς τούτο το βάρος απόδειξης (βλ. ΕφΠειρ 525/2015, ΕφΑθ 8107/2001 ο.π.).
Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αγωγή εκτίθεται, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ότι η μεν ενάγουσα, που εδρεύει στον Πειραιά, έχει ως αντικείμενο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας -μεταξύ άλλων- την εμπορία ναυτιλιακών καυσίμων, η δε εναγόμενη, που εδρεύει στις Μ., είναι ναυλώτρια (charterer) του υπό σημαία Παναμά πλοίου …». Ότι σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης που καταρτίσθηκε την 27η.10.2014 μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία … που διατηρούσε γραφείο στον ……… και κατά την κατάρτιση της σύμβασης ενήργησε για λογαριασμό της εναγόμενης, με την ιδιότητα της άμεσης αντιπροσώπου της, η ενάγουσα, κατόπιν αίτησης πετρέλευσης που υποβλήθηκε σ’ αυτήν από την αναφερόμενη στο δικόγραφο ναυτικό πράκτορα του πλοίου που ναύλωνε η εναγόμενη, η οποία ενεργούσε κατ’ εντολή και για λογαριασμό της τελευταίας, την 5η.11.2014 παρέδωσε στο πλοίο στον Πειραιά τα περιγραφόμενα στο δικόγραφο κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας ναυτιλιακά καύσιμα, αντί συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος 199.023,10 δολαρίων ΗΠΑ, εκδοθέντων των υπ’ αριθ. … και … δελτίων αποστολής, που φέρουν την υπογραφή του Καπετάνιου του πλοίου που ναύλωνε η εναγόμενη, καθώς και του υπ’ αριθ. … τιμολογίου. Ότι η εναγόμενη ευθύνεται για την πληρωμή του τιμήματος της πώλησης των ναυτιλιακών καυσίμων, το οποίο εξακολουθεί να οφείλεται στην ενάγουσα, και ως ναυλώτρια αυτού, που αντιμετωπίζεται ως κυρία του πλοίου, εν προκειμένω δε η ευθύνη της προκύπτει κατεξοχήν από τη θέση σχετικής σφραγίδας από τον Καπετάνιο του πλοίου ότι «ο ανεφοδιασμός γίνεται αποκλειστικά για λογαριασμό των ναυλωτών» επί των προαναφερθέντων δελτίων αποστολής. Με βάση το ιστορικό αυτό, και επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, η ενάγουσα αιτείται να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ισάξιο σε ευρώ των 199.023,10 δολαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, πλέον του συμβατικά συμφωνηθέντος τόκου υπερημερίας, που ανέρχεται σε 2% μηνιαίως, άλλως πλέον του νόμιμου τόκου υπερημερίας, υπολογιζόμενης της τοκοφορίας από την 27η.11.2014, επομένη της δήλης μέρας καταβολής του παραπάνω ποσού, μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί στη δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή, με την οποία εισάγεται ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκασή της, αφενός ως προς την κύρια αγωγική βάση από την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγόμενης ως εκ του τόπου κατάρτισης της ένδικης σύμβασης [εφόσον η ενάγουσα, που εδρεύει στην Ελλάδα (Πειραιάς), πρότεινε από εκεί (Πειραιά), αποστέλλοντας σχετική προσφορά στην εταιρία με την επωνυμία … που ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγόμενης, να διενεργήσει τον εφοδιασμό του προεκτιθέμενου πλοίου με τα αναφερόμενα καύσιμα έναντι συγκεκριμένου ανταλλάγματος, ακολούθως δε περιήλθε σ’ αυτήν (ΑΚ 167) στο ίδιο μέρος (Πειραιάς) η αποδοχή της εν λόγω πρότασης εκ μέρους της … και ως εκ τούτου συνήφθη η μεταξύ τους σύμβαση (ΑΚ 192 – βλ. και ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝαυτΔ 2012.269, ΕφΑθ 3679/2010 ΔΕΕ 2012.373)] και εκπλήρωσης της με αυτή (σύμβαση) συμφωνηθείσας παροχής (εφόσον η πετρέλευση του εν λόγω σκάφους έλαβε χώρα στον λιμένα του Πειραιά) (άρθρο 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1, 2, 3Α, 3Β περ. ι΄ Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς), έχει, επομένως, διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1, 4 ΚΠολΔ και 6 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, αφετέρου ως προς τη σωρευόμενη κατ’ άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ κύρια αγωγική βάση της εκ του νόμου πραγματοπαγούς ευθύνης της εναγόμενης, ευθυνόμενης ως κυρίας του πλοίου, και ως προς την επικουρική αγωγική βάση που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω σιωπηρής παρέκτασης της αρμοδιότητας και, κατ’ ακολουθίαν, της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, που συνάγεται από την παράσταση της εναγόμενης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου χωρίς προβολή αντίρρησης [άρθρα 3 παρ. 1, 4 και 42 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 του ως άνω Καν 1215/2012, το οποίο ορίζει ότι «Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24» και εφαρμόζεται ανεξαρτήτως της έδρας της εναγόμενης σε τρίτη χώρα (βλ. σχετ. Νίκα/Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 26 παρ. 10)]. Σημειώνεται ότι η αγωγή είναι παραδεκτή όσον αφορά στην παθητική νομιμοποίηση της εναγόμενης, διότι για τη νομιμοποίηση για τη διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο ίδιος και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως, η δε εκ μέρους του εναγόμενου αμφισβήτηση των επικαλούμενων για την τυπική θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού πραγματικών περιστατικών συνιστά άρνηση της αγωγής και όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως (βλ. σχετ. όγδοη νομική σκέψη). Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησής της για τους ειδικότερους λόγους που εκθέτει με τις προτάσεις της θα εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία του, σε περίπτωση δε που αποδειχθεί βάσιμος η υπό κρίση αγωγή θα απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, όπως προαναφέρθηκε, κι όχι ως απαράδεκτη (βλ. και ΑΠ 1510/2011 ΕΠολΔ 2012.234). Εξάλλου, αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ένδικη υπόθεση, η κρινόμενη αγωγή αναφορικά με την ερευνητέα βάση της από τη σύμβαση πώλησης διέπεται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο,με βάση τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1, 2, 3, 4 παρ. 1 περ. α΄ και 19 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η ενάγουσα – πωλήτρια έχει τη συνήθη διαμονή της. Αναφορικά με το ζήτημα της αντιπροσώπευσης της εναγόμενης κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης, ως προς το οποίο δεν εφαρμόζεται ο παραπάνω αναφερόμενος Κανονισμός, κατά ρητή πρόβλεψή του με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄, εφαρμοστέο δίκαιο είναι, επίσης, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία οι αντιπρόσωποι της εναγόμενης επιχείρησαν τη δικαιοπραξία, σύμφωνα με την έκτη νομική σκέψη που προηγήθηκε (πρβλ. ΑΠ 777/2015 ό.π.). Με βάση λοιπόν το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, η κρινόμενη αγωγή ως προς την κύρια εκ της συμβάσεως βάση της είναι ορισμένη, καθώς διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4 και 216 ΚΠολΔ, και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216, 291, 292, 341, 345 εδ. α΄, 361, 417, 513 ΑΚ, 84, 105, 107 επ. ΚΙΝΔ, 1 παρ. 1 Ν. 740/1977, 6 παρ. 1 Ν. 5422/1932, 1 Ν. 2842/2000, πλην του παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος τοκοδοσίας με συμφωνηθέν επιτόκιο υπερημερίας 2% μηνιαίως, ήτοι (12 μήνες Χ 2% =) 24% ετησίως, το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο και απορριπτέο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 293 και 294 ΑΚ, καθώς αυτό υπερβαίνει το θεμιτό ποσοστό νόμιμου τόκου υπερημερίας (πρβλ. ΑΠ 272/1994 ΝοΒ 1995.57), το οποίο, κατά μεν το χρονικό διάστημα από 27.11.2014 (επομένη της δήλης ημέρας) έως 15.3.2016 ανερχόταν σε 7,30% ετησίως, κατά δε τον χρόνο από 16.3.2016 και εφεξής ανέρχεται σε 7,25% ετησίως. Περαιτέρω, η σωρευόμενη κύρια βάση της αγωγής, στηριζόμενη στην πραγματοπαγή ευθύνη της εναγόμενης, κρινόμενη με βάση τα προβλεπόμενα στο εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο (άρθρο 106 ΚΙΝΔ), ως το δίκαιο του τόπου όπου εδρεύει η ενάγουσα, καθώς και του τόπου όπου καταρτίστηκε και εκπληρώθηκε η επίδικη σύμβαση πώλησης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, τυγχάνει απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, καθόσον υπό τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο η εναγόμενη έχει την ιδιότητα της ναυλώτριας του επίδικου πλοίου, επειδή δε εκτίθεται ότι αυτή εκμεταλλεύεται το πλοίο τυγχάνει εφοπλίστρια και όχι κυρία αυτού. Ομοίως, απορριπτέα είναι, κατά τον βάσιμο σχετικό ισχυρισμό της εναγόμενης, η επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 10 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), καθόσον ο αδικαιολόγητος πλουτισμός εμφανίζει στενό σύνδεσμο με την υφιστάμενη μεταξύ των μερών σχέση που απορρέει από τη διεπόμενη -κατά τα ανωτέρω- από το ελληνικό δίκαιο σύμβαση πώλησης, προεχόντως ως αόριστη, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ακυρότητα της συναφθείσας σύμβασης πώλησης, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, σε κάθε δε περίπτωση ως νόμω αβάσιμη, διότι λόγω της επιβοηθητικής φύσης της ασκείται μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις άσκησης της αγωγής από τη σύμβαση ή αδικοπραξία, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, για το καταψηφιστικό αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις [βλ. το προσαγόμενο από την ενάγουσα υπ’ αριθ. 176057835958 0123 0081 e-παράβολο, σε συνδυασμό με το με κωδικό αναφοράς συναλλαγής … έγγραφο εξόφλησης e-παραβόλου της “Τράπεζας Πειραιώς” (winbank)], να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη.
Από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρα απόδειξης (η εναγόμενη δεν πρότεινε μάρτυρα για εξέταση), το περιεχόμενο της οποίας περιλαμβάνεται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Ε. Γ. Δ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ε. Τ., που λήφθηκε με επιμέλεια της εναγόμενης, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά Β. Χ.), καθώς και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα έχει ως αντικείμενο της δραστηριότητάς της την εμπορία πετρελαιοειδών προϊόντων και δραστηριοποιείται -μεταξύ άλλων- στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων. Η ίδια είναι κάτοχος της υπ’ αριθ. … άδειας φορολογικής αποθήκης, είναι προμηθεύτρια καυσίμων πλοίων, έχοντας προς τούτο την υπ’ αριθ. … άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή, και, επίσης, είναι κάτοχος της υπ’ αριθ. … άδειας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων κατηγορίας Ε και αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων κατηγορίας Β1. Η εναγόμενη είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Παναμά πλοίου «… με Αριθμό …, υπ’ αριθ. νηολογ. … και με διεθνές διακριτικό σήμα 3FIJ. Δυνάμει της από 19.9.2012 σύμβασης χρονοναύλωσης, με ναυλομεσίτη την εταιρία «… η εναγόμενη εκναύλωσε το πλοίο της στην αλλοδαπή εταιρία … που εδρεύει στη Λ. Α. Α. 4 – 34123 Τ. Ι. [βλ. σχετ. το από 19.9.2012 χρονοναυλοσύμφωνο για πλοία με εμπορευματoκιβώτια (boxtime), στον 6ο όρο του οποίου ορίζεται ότι η ναυλώτρια υποχρεούται στην καταβολή των εξόδων εφοδιασμού του πλοίου με καύσιμα]. Άλλωστε, το πλοίο παραδόθηκε στη ναυλώτρια εταιρία με πλήρωμα και πλοίαρχο διορισμένους από την εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρία, στην οποία και παρέμεινε η ναυτική και τεχνική διεύθυνσή του, της ναυλώτριας “… επομένως, μη λαμβάνουσας την ιδιότητα της εφοπλίστριας, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα στην τέταρτη νομική σκέψη, παραδόθηκε δε εκ νέου στην πλοιοκτήτρια εναγόμενη στις 29.6.2015. Για τα ανωτέρω κατέθεσε με σαφήνεια ο μάρτυρας της εναγόμενης και εργαζόμενος στη διαχειρίστρια του πλοίου της εταιρία … Ε. Γ. (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση). Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη εταιρία δεν ήταν ναυλώτρια του πλοίου … κατά τον επίδικο χρόνο, αλλά πλοιοκτήτρια και εκναυλώτρια αυτού, κατά τον βάσιμο σχετικό ισχυρισμό της, όπως οι έννοιες αυτές, σαφώς διακριτές μεταξύ τους, αναλύθηκαν στη μείζονα πρόταση της παρούσας, πλην, όμως, η παθητική νομιμοποίηση της εναγόμενης εδράζεται εν προκειμένω, κατά την κύρια αγωγική βάση, στην ιδιότητά της ως αντισυμβαλλόμενης της ενάγουσας στην καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση πώλησης – αγοράστριας (αντιπροσωπευόμενης από την εταιρία …»), ανεξαρτήτως του αν αυτή συνεβλήθη ως ναυλώτρια ή πλοιοκτήτρια του ένδικου πλοίου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 27.10.2014, εκπρόσωποι της εδρεύουσας στη Μάλτα εταιρίας με την επωνυμία … που ενδιαφέρονταν για την αγορά από την ενάγουσα ναυτιλιακών καυσίμων, επικοινώνησαν με την τελευταία, αιτούμενοι την αποστολή από αυτήν (ενάγουσα) έγγραφης προσφοράς της για την τιμή πώλησης 400,00 μετρικών τόνων ναυτιλιακών καυσίμων τύπου FuelOil 380 CST και 20,00 μετρικών τόνων ναυτιλιακών καυσίμων τύπου Gasoil 0,1%, ήτοι προέβησαν σε πρόσκληση για υποβολή πρότασης, χωρίς το στοιχείο εισέτι της ενοχικής δέσμευσης (βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, έκδοση 2001, τόμος Α’, υπό το άρθρο 185, αρ. 7, σελ. 788), τα δε καύσιμα προορίζονταν για τον εφοδιασμό του υπό σημαία Παναμά πλοίου με το όνομα «ΝΙΚΟLAS», με αριθμό ΙΜΟ 9203526, ΚΟΧ 25294,00, ΔΔΣ 3FIJ, πλοιοκτησίας της εναγόμενης, το οποίο ήταν ναυλωμένο από την εταιρία …”. Πράγματι η ενάγουσα απέστειλε στην εταιρία …» την από 27.10.2014 έγγραφη προσφορά της, επέχουσα θέση πρότασης για κατάρτιση σύμβασης (άρθρο 185 ΑΚ), την οποία αποδέχθηκε η τελευταία κατ’ άρθρο 189 ΑΚ με την αυθημερόν αποσταλείσα από 27.10.2014 έγγραφη επιβεβαίωση παραγγελίας αγοράς καυσίμων, στην ως άνω δε ανταλλαγείσα αλληλογραφία η ενάγουσα αναγνωρίζει ρητώς ως αντισυμβαλλόμενή της την προαναφερθείσα εταιρία με την επωνυμία …» (μη διάδικο στην παρούσα δίκη). Από και δια της συμπτώσεως των ως άνω δηλώσεων βουλήσεως καταρτίσθηκε η ένδικη σύμβαση κατ’ άρθρο 192 ΑΚ, αφορώσα την πώληση της συμφωνηθείσας ποσότητας ναυτιλιακών καυσίμων έναντι τιμήματος που συμφωνήθηκε σε –τιμές FOB MED σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες κατά μέσο όρο σε σχέση με την ημερομηνία φόρτωσης (δηλ. 31.10-6.11) συν δολάρια 18,00 ανά μετρικό τόνο IFO 380 CST και –τιμές CIF MED σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες κατά μέσο όρο σε σχέση με την ημερομηνία φόρτωσης (δηλ. 3-5.11) συν δολάρια 18,00 ανά μετρικό τόνο MarineGasoil 0,1%, εκδοθέντος σχετικώς του υπ’ αριθ. … τιμολογίου της ενάγουσας για την πώληση συγκεκριμένα 398,964 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου Fuel Oil 380 CST, έναντι ποσού 184.241,58 δολ. ΗΠΑ, ήτοι έναντι του συμφωνηθέντος ως άνω τιμήματος ύψους 461,80 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, καθώς και 19,394 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου Gas Oil 0,1 Max, έναντι ποσού 14.781,52 δολ. ΗΠΑ, ήτοι έναντι του συμφωνηθέντος ως άνω τιμήματος ύψους 762,17 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο, και συνολικά έναντι τιμήματος 199.023,10 δολ. ΗΠΑ, που ήταν πληρωτέο την 26η Νοεμβρίου του 2014. Δυνάμει, εξάλλου, έτερης αυτοτελούς συμβάσεως πωλήσεως, καταρτισθείσας μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας …» και της εδρεύουσας στη Σιγκαπούρη εταιρίας με την επωνυμία …, οι οποίες ανήκουν αμφότερες στον ίδιο όμιλο εταιριών «O.W. BUNKER», η πρώτη μεταπώλησε τα ως άνω καύσιμα στην τελευταία, η οποία, δυνάμει νέας αυτοτελούς συμβάσεως πωλήσεως, συναφθείσας μεταξύ της ιδίας και της ως άνω ναυλώτριας εταιρίας “… τα μεταπώλησε στην τελευταία αντί τιμήματος 468,00 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο καυσίμων τύπου Fuel Oil 380 CST και 757,00 δολ. ΗΠΑ ανά μετρικό τόνο καυσίμων τύπου Gas Oil 0,1 Max, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. 121-1411004/5.11.2014 τιμολογίου της εν λόγω εταιρίας …, ποσού 201.396,41 δολ. ΗΠΑ για τα πωληθέντα καύσιμα, πληρωτέου εντός 45 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης των ως άνω καυσίμων στο πλοίο … πλοιοκτησίας της εναγομένης, η οποία έλαβε χώρα, στο λιμάνι του Πειραιά, στις 5.11.2014 δια του ναυλωμένου από την ενάγουσα δεξαμενόπλοιου «…. Όπως κατά τα ανωτέρω αποδεικνύεται η προεκτιθέμενη σύμβαση πώλησης μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία …» είναι αυτοτελής και διακριτή από τη σύμβαση πώλησης της ναυλώτριας με την εταιρία με την επωνυμία …, δεδομένου άλλωστε ότι το τίμημα (ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης πώλησης) σε κάθε μία εξ αυτών (συμβάσεων) ήταν διαφορετικό, καθορισθέν σε 461,80 και 762,17 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα ανά μετρικό τόνο στη σύμβαση πώλησης που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας … και σε 468,00 και 757,00 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα ανά μετρικό τόνο στην έτερη σύμβαση πώλησης της ναυλώτριας με την εταιρία με την επωνυμία …. Μάλιστα, η ναυλώτρια …” ήταν η εταιρία που κατέβαλε το οφειλόμενο για το ως άνω τιμολόγιο ποσό κατόπιν σχετικού συμβιβασμού, στις 15.7.2016, στην εκδοχέα της ως άνω αντισυμβαλλόμενής της, …». Όσον δε αφορά στην εξεταζόμενη κύρια βάση της υπό κρίση αγωγής, που ερείδεται στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, καθίσταται προφανές ότι η εναγομένη ουδέποτε συμβλήθηκε ούτε αντιπροσωπεύτηκε ή, ως τρίτη, αποδέχτηκε ή ενέκρινε τη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων που συνήφθη κατά τα ανωτέρω μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας με την επωνυμία …». Ειδικότερα, δεν προέκυψε από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ότι η τελευταία, κατά την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης, ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, μόνη δε η έκδοση του προαναφερθέντος υπ’ αριθ. … τιμολογίου πώλησης της ενάγουσας με αναφορά σε αυτό ως υπόχρεης και της «πλοιοκτήτριας» (χωρίς καν να κατονομάζεται αυτή) μονομερώς και χωρίς γνώση της εναγομένης, δεν αρκεί και δεν δεσμεύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την τελευταία. Εξάλλου, η ενάγουσα εκθέτει με την υπό κρίση αγωγή ότι η εναγόμενη ήταν ναυλώτρια του επίδικου πλοίου, αβασίμως όπως προεκτέθηκε, το θεμελιώδες, ωστόσο, στοιχείο για την ευθύνη της τελευταίας ήταν η υπό οποιαδήποτε ιδιότητά της συμμετοχή στην κατάρτιση της ως άνω σύμβασης πώλησης, και δη αντιπροσωπευόμενη από την … στοιχείο που δεν αποδείχθηκε. Το γεγονός ότι η εδρεύουσα στον ……… εταιρία με την επωνυμία …», ναυτική πράκτορας, υπέβαλε τη σχετική με τον ως άνω εφοδιασμό του πλοίου … αίτηση πετρέλευσης προς την ίδια (ενάγουσα), ενεργώντας κατ’ εντολή της πλοιοκτήτριας / ναυλώτριας αυτού δεν αναιρεί την προηγούμενη κρίση του Δικαστηρίου, καθόσον η προεκτιθέμενη ενέργειά της (εταιρίας …») έλαβε χώρα στα πλαίσια των αναγκαίων διατυπώσεων σχετικά με την προσέγγιση του εν λόγω πλοίου στον Πειραιά και τον εφοδιασμό του με καύσιμα και όχι προς τον σκοπό κατάρτισης κάποιας δικαιοπραξίας. Ομοίως δεν αποδείχθηκε βάσιμος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι στην προκείμενη περίπτωση η εταιρία …» ενήργησε ως μεσίτης ναυτιλιακών καυσίμων, αφού δεν υπέδειξε στην εναγομένη ευκαιρία για τη σύναψη ορισμένης σύμβασης ούτε μεσολάβησε στην κατάρτισή της, αλλά αγόρασε από την ενάγουσα καύσιμα, τα οποία μεταπώλησε στην εταιρία …. Από την άλλη πλευρά και ο έτερος ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η εταιρία …» δεν μπορεί να πωλήσει καύσιμα στην Ελλάδα, ως μη έχουσα την απαιτούμενη κατά νόμο άδεια εμπορίας αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων, γεγονός από το οποίο συνάγεται σαφώς ότι η δήλωση βούλησής της (…»), στα πλαίσια κατάρτισης της ένδικης σύμβασης πώλησης, έγινε στο όνομα της αντιπροσωπευόμενης απ’ αυτή εναγόμενης εταιρίας (σιωπηρή αντιπροσώπευση), είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον η εναγόμενη δεν συνεβλήθη σε οποιαδήποτε εκ των καταρτισθεισών συμβάσεων πώλησης, σε κάθε δε περίπτωση, από τον συνδυασμό της διάταξης της παρ. 9 του άρθρου 6 ν. 3054/2002 με εκείνες των άρθρων 4 παρ. 1, 16 και 17 του ίδιου ως άνω νόμου προκύπτει ότι η κατάρτιση συμβάσεων πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων χωρίς την απαιτούμενη προς τούτο άδεια είναι έγκυρη(πρβλ. ΑΠ 1903/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πέραν τούτου, το γεγονός ότι η εταιρία με την επωνυμία …» δεν ενήργησε κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης επιβεβαιώνεται ιδιαίτερα και από τη νομίμως προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα Επιβεβαίωση Παραγγελίας Αγοράς (PurchaseOrderConfirmation), που απέστειλε στην τελευταία η ως άνω εταιρία … όπου η ίδια όχι μόνο δεν δηλώνει στη συμβληθείσα με αυτήν ενάγουσα ότι ενεργεί στο όνομα της εναγόμενης άλλως της ναυλώτριας εταιρίας, αλλά αντίθετα αναφέρει με σαφήνεια ότι ενεργεί για δικό της λογαριασμό (… Από αυτή τη ρητή δήλωση της …» προς την ενάγουσα προκύπτει με βεβαιότητα ότι η τελευταία συνήψε την από αυτήν επικαλούμενη σύμβαση αγοραπωλησίας καυσίμων με την εταιρεία …» ως αντισυμβαλλόμενή της αγοράστρια και συμφώνησε μαζί της και τους εν γένει όρους της σύμβασης που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση. Εξάλλου, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι τα υπ’ αριθ. … και … δελτία αποστολής σφράγισε με τη σφραγίδα του πλοίου της εναγομένης και υπέγραψε ανεπιφύλακτα ο πλοίαρχος αυτού, ο οποίος, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα πρόταση στην αρχή της παρούσας, τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας – εναγόμενης εταιρίας, δυνάμει δε της κατά τα ανωτέρω υπογραφής του ως άνω δελτίου αποστολής από τον πλοίαρχο και δια της παραλαβής του εκδοθέντος σχετικώς από την ενάγουσα υπ’ αριθ. … τιμολογίου πώλησης καυσίμων έλαβε χώρα η ίδρυση αυτοτελούς εις ολόκληρον με την …» συμβατικής υποχρέωσης της εναγομένης να καταβάλει στην πρώτη (ενάγουσα) το τίμημα των πωληθέντων κατά τα ανωτέρω ναυτιλιακών καυσίμων, με βάση τον επικαλούμενο από την ενάγουσα Όρο 8 α΄ των Γενικών της Όρων Πώλησης, ο οποίος ορίζει ότι: «Αν για τον ανεφοδιασμό των καυσίμων έχει υπάρξει σύμβαση με αντιπρόσωπο του αγοραστή που δρα για λογαριασμό του εντολέα ή για λογαριασμό προσώπου που δεν αποκαλύπτεται ή από τον ίδιο τον αγοραστή ή από αντιπρόσωπο για λογαριασμό άλλου εντολέα ή εντολέων, ανάλογα με την περίπτωση, εξακολουθούν να ευθύνονται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον με τον πραγματικό εντολέα ανάλογα με την περίπτωση, όπως αυτή προσδιορίζεται από τη σχετική σύμβαση». Ωστόσο, ο εν λόγω ισχυρισμός κρίνεται απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, δεδομένου αφενός ότι η υπογραφή στο ως άνω δελτίο αποστολής δεν τέθηκε από τον πλοίαρχο του πλοίου και νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, αλλά, όπως βεβαίωσε και ο μάρτυρας της τελευταίας (εναγομένης), Ε. Γ., εργαζόμενος στο τεχνικό τμήμα της εταιρίας … που διαχειρίζεται το επίδικο πλοίο, από τον Α΄ μηχανικό, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από τον μάρτυρα της ενάγουσας κατά την κατάθεσή του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ο δε Α΄ μηχανικός εκ του νόμου δε νομιμοποιείται να εκπροσωπεί δικαιοπρακτικώς την πλοιοκτήτρια ούτε ήταν εν προκειμένω εξουσιοδοτημένος από τον πλοίαρχο, ως νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, για να προβαίνει στη σύναψη δικαιοπραξιών, άλλως για την ανάληψη ενοχικών υποχρεώσεων, παρά μόνο για να επιλαμβάνεται, κατά παγίως ακολουθούμενη ναυτιλιακή πρακτική, της παραλαβής των καυσίμων, αφετέρου η παραλαβή αυτή των καυσίμων από τον Α΄ Μηχανικό του πλοίου της εναγομένης και η υπογραφή επί του σχετικού δελτίου παράδοσης και παραλαβής δεν έγινε με πρόθεση ανάληψης σχετικής υποχρέωσης από την πλοιοκτήτρια – εναγομένη αναφορικά με την ένδικη σύμβαση πώλησης που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και της … η οποία (σύμβαση) δεν αναφέρεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο ως άνω δελτίο παράδοσης, αλλά σε πιστοποίηση του πραγματικού γεγονότος της ποσοτικής παραλαβής των καυσίμων που παραδόθηκαν στο ως άνω πλοίο της (εναγομένης), για την οποία και μόνον ήταν ο Α΄ μηχανικός εξουσιοδοτημένος και αρμόδιος. Σημειώνεται ότι, όπως αποδεικνύεται από τα ανωτέρω αναφερόμενα υπ’ αριθ. … και … δελτία παραδόσεως καυσίμων, έγινε επ’ αυτών μνεία και, επομένως, γνωστοποιήθηκε στην ενάγουσα ότι η παραλαβή των καυσίμων έγινε για λογαριασμό του ναυλωτή (charterer’ s account), πρακτική που έχει παγιωθεί στη διεθνή ναυτιλία στις περιπτώσεις εφοδιασμού με καύσιμα χρονοναυλωμένου πλοίου, στοιχείο που επισημαίνει και η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της προς επίρρωση της ευθύνης της εναγόμενης -ναυλώτριας, κατά τους ισχυρισμούς της, του ένδικου πλοίου. Από τη στιγμή, ωστόσο, που αποδείχθηκε ότι ναυλώτρια του επίδικου πλοίου ήταν η μη διάδικος στην παρούσα δίκη … η θέση της ως άνω σφραγίδας στα προαναφερθέντα δελτία αποστολής καταδεικνύει ακριβώς τη μη ευθύνη της εναγόμενης – πλοιοκτήτριας για την πληρωμή του συγκεκριμένου χρέους.Τέλος, η κρίση του Δικαστηρίου ότι η ένδικη σύμβαση πώλησης δεν καταρτίσθηκε με την εναγόμενη δεν αντικρούεται από το γεγονός ότι στο υπ’ αριθ. … τιμολόγιο πώλησης, που εξέδωσε η ενάγουσα, αναφέρεται ότι αυτό εκδόθηκε σε χρέωση «του πλοιάρχου και/ή των πλοιοκτητών και/ή των ναυλωτών και/ή των διαχειριστών του πλοίου … διότι μόνη η αναφορά μονομερώς στο παραπάνω τιμολόγιο της εναγόμενης – πλοιοκτήτριας, μεταξύ άλλων φυσικών και νομικών προσώπων, χωρίς μάλιστα αυτή να κατονομάζεται, δεν αρκεί για να θεμελιώσει ευθύνη της έναντι της ενάγουσας για την πληρωμή του τιμήματος πώλησης, από σύμβαση που δεν προκύπτει ότι καταρτίσθηκε με την ίδια (βλ. ΜΠρΠειρ 4399/2017 προσκομ.). Κατόπιν όλων των ανωτέρω και ενόψει του ότι δεν προέκυψε ότι κατά τη σύναψη της επικαλούμενης στο αγωγικό δικόγραφο σύμβασης πώλησης μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας με την επωνυμία … η τελευταία ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό της εναγόμενης εταιρίας ούτε συνάγεται κατ’ αντικειμενική κρίση από τις περιστάσεις που υφίσταντο κατά την κατάρτιση της εν λόγω δικαιοπραξίας ότι η δήλωση βούλησης της …» έγινε στο όνομα της εναγομένης, ενώ επίσης δεν προέκυψε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο έγκριση ή αποδοχή των όρων της προεκτιθέμενης σύμβασης εκ μέρους της εναγόμενης εταιρίας, πρέπει η αγωγή, σύμφωνα και με τα μνημονευόμενα στη διαλαμβανόμενη στην αρχή της παρούσας νομική σκέψη, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 68 παρ. 1, 63 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων (3.400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ