Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ        3549/2018

(ΓΑΚ/ΑΚ …)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

διαδικασία εργατικών διαφορών

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 28 Νοεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ EKKAΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα Χ.  Κ., Λ. Κ. αριθ. …..και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … Π., η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου του Αριστείδη (ΑΜ/ΔΣΑ15196 – Νο Α175391/1.12.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικο Αθήνας, Λεωφ. Βασ. Σοφίας αριθ. 100, που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Τ. Κ. του …… κατοίκου Π., οδός ……….. αριθ. … με ΑΦΜ … ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα του Βασιλείου (ΑΜ/ΔΣΠ 1946 – Νο Α175376/1.12.2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικο Πειραιά, οδός Αγ. Σπυρίδωνος αριθ. 11, που κατέθεσε προτάσεις.

Ο εφεσίβλητος άσκησε την από 31.12.2012 και υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. … αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών απευθυνόμενη κατά της εναγόμενης και ζήτησε τα σε αυτήν αναφερόμενα. Το παραπάνω Ειρηνοδικείο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων εξέδωσε τη με αριθμό 135/2015 οριστική του απόφαση με την οποία δέχτηκε την αγωγή εν μέρει. Κατά της παραπάνω αποφάσεως παραπονείται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη από 2.10.2015 και υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. … έφεσή της προς το Δικαστήριο αυτό, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου προς προσδιορισμό δικασίμου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης …, γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για τις 19.4.2016, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως παραπάνω αναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η κρινόμενη από 2.10.2015 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ένδικου μέσου του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 135/2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ, επί της από 31.12.2012 αγωγής (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …) του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ.1 και 2, 499, 511, 513 παρ.1 περ.β, 516 παρ. 1, 517περ.α, 518 παρ. 1, 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, που με επιμέλεια του εφεσιβλήτου – ενάγοντος πραγματοποιήθηκε στις 9.9.2015 (βλ. τη με αριθμό … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Ι. Χ.). Επισημαίνεται ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4055/2012, δεν χρειάζεται για το παραδεκτό της η κατάθεση παραβόλου σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν. 4055/2012, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Επομένως, η έφεση νόμιμα φέρεται στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο3 παρ. 3 του ν. 3994/2011 σε συνδ. με το άρθρο 51 παρ. 1γ ν.2172/1993) καιπρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την προαναφερθείσα ειδική διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. άρθρα 533 παρ. 1, 663 επ. ΚΠολΔ) καιη οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω ως εκ του χρόνου κατάθεσης της εφέσεως, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 2 του ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015 (πρβλ. ΕφΔωδ 38/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε την προαναφερθείσα αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, στην οποία εξέθετε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ αυτού και της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, πλοιοκτήτριας εταιρίας του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου, υπό ελληνική σημαία, με το όνομα …» (κ.ο.χ. …), προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του Ναύτη, κατά τα χρονικά διαστήματα από 11.1.2011 έως 15.2.2011 και από 9.3.2011 έως 7.6.2011 στη δρομολογιακή γραμμή Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Αγκόνα – Ηγουμενίτσα – Πάτρα, σύμφωνα με τους όρους της οικείας ΣΣΕ για τα πληρώματα μεσογειακών – τουριστικών επιβατηγών Π., και κατά τα διαστήματα από 8.6.2011 έως 10.6.2011 και από 26.6.2011 έως 5.11.2011 στη γραμμή Πειραιάς – Ηράκλειο – Πειραιάς, σύμφωνα με τους όρους της οικείας ΣΣΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών Π.. Με βάση τα ανωτέρω, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το ποσό των 3.785,64ευρώ, για διαφορά αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, καθώς και ως αποζημίωση για μη παρασχεθείσες σ’ αυτόν διανυκτερεύσεις, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, όλα δε τα ανωτέρω κονδύλια νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νομικά βάσιμη, στηριζόμενηστις διατάξεις των άρθρων 53 επ., 60, 84 ΚΙΝΔ, 346, 361, 648 επ., 653, 655, 659, 680 ΑΚ, 907, 908 παρ. 1 ε και 176 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών – τουριστικών επιβατηγών Π. του έτους 2010, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.10/01/2010 (ΦΕΚ Β΄ 1743/2010), καθώς και της ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών Π. του έτους 2011, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.5.2/01/2011 (ΦΕΚ Β΄ 1070/2011), δέχτηκε την αγωγή ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 1.421,90 ευρώ,νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα  με την υπό κρίση έφεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου ν’ απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθ. … και … ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης αντίστοιχα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος και της εναγόμενης μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων τους (βλ. τις υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επίδοσης αντίστοιχα του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Ι. Χ. και του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθήνας Δ. Κ.), απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επαναπροσκομίζουν μετ’ επικλήσεως, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τις ομολογίες που περιλαμβάνονται στις προτάσεις τους (άρθρα 352, 261 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, απογεγραμμένος ναυτικός, προσλήφθηκε με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου και σε εκτέλεσή της ναυτολογήθηκε στον Πειραιά στις 11.1.2011, στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο …» πλοιοκτησίας της εναγόμενης, με την ειδικότητα του ναύτη, απολύθηκε δε στο λιμάνι της Πάτρας στις 15.2.2011 «αμοιβαία συναινέσει».Στη συνέχεια επαναναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο στην Πάτρα με την ίδια ειδικότητα στις 9.3.2011 μέχρι τις 10.6.2011, οπότε απολύθηκεστο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Τέλος, στις 26.6.2011 επαναναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά με την ίδια ειδικότητα στο ανωτέρω πλοίο και υπηρέτησε σ’ αυτό μέχρι τις 5.11.2011 οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει» (βλ. το με αριθμό μητρώου Μ 1717 φυλλάδιο ναυτικού). Η εναγόμενη συνομολογεί την υπηρεσία του ενάγοντος με την ειδικότητα του ναύτη στο ως άνω πλοίο της κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το πλοίο, κατά τα χρονικά διαστήματα 16.1.2011 – 15.2.2011 και 9.3.2011 – 7.6.2011 εκτελούσε το δρομολόγιο Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Αγκόνα – Ηγουμενίτσα – Πάτρα, αναχωρώντας από την Πάτρα στις 17.00 με άφιξη στην Ηγουμενίτσα στις 22.00 και αναχώρηση στις 23.00, άφιξη στην Αγκόνα στις 14.30 της επόμενης και αναχώρηση στις 17.00, άφιξη στην Ηγουμενίτσα στις 8.00 και αναχώρηση στις 8.30, άφιξη στην Πάτρα στις 14.30 και αναχώρηση πάλι στις 17.00. Σημειώνεται ότι κατά το χρονικό διάστημα 11 – 15.1.2011 το πλοίο δεν εκτέλεσε πλόες, λόγω επισκευαστικών εργασιών στο Πέραμα και την Ελευσίνα. Κατά τα διαστήματα από 8.6.2011 έως 10.6.2011 και από 26.6.2011 έως 5.11.2011 το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Πειραιάς, αναχωρώντας από τον Πειραιά στις 21.30 με άφιξη στο Ηράκλειο περί τις 6.00, αναχώρηση περί τις 22.30 και άφιξη στον Πειραιά περί τις 6.00, ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες, κυρίως τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, το πλοίο εκτέλεσε και ημερήσια δρομολόγια και συγκεκριμένα 19 το μήνα Ιούλιο 2011 και 23 τον μήνα Αύγουστο, οπότε αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21.30 με άφιξη στο Ηράκλειο περί τις 5.30, αναχωρούσε περί τις 12.00 με άφιξη στον Πειραιά στις 18.30 και αναχωρούσε περί τις 21.30 προς εκτέλεση του ίδιου ως άνω δρομολογίου. Στις 27 προς 28.8.2011, στις 8 προς 9.10.2011, στις 17 προς 18.10.2011 και στις 18, 19, 20, 21, 22, 23 και 24.10.2011 δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια (βλ. σχετ. τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από την εναγόμενη – εκκαλούσα μηνιαία πληροφοριακά δελτία για το ένδικο πλοίο, σε συνδυασμό με τα από 18.10.2011 και 22.10.2011 δελτία τύπου της Π.Ν.Ο. για την πραγματοποίηση απεργίας). Περαιτέρω, όπως συνομολογείται, μεταξύ των διαδίκων μερών είχε συμφωνηθεί κατά τα χρονικά διαστήματα των δρομολογίων προς Ιταλία να εφαρμόζεται η ισχύουσα ΣΣΕ για τα πληρώματα μεσογειακών επιβατηγών Π. έτους 2010 και κατά τα χρονικά διαστήματα των δρομολογίων προς Ηράκλειο να εφαρμόζεται η ισχύουσα ΣΣΕ για τα πληρώματα ακτοπλοϊκών επιβατηγών Π. έτους 2011. Εξάλλου, συνομολογείται ότι η εργασία των ναυτών βάρδιας ήταν κατανεμημένη σε 4ωρες βάρδιες από 8.00 έως 12.00, από 12.00 έως 16.00, από 16.00 έως 20.00, από 20.00 έως 24.00, από 24.00 έως 4.00 και από 4.00 έως 8.00, κάθε δε ναύτης εργαζόταν καθημερινά σε δύο εναλλασσόμενες 4ωρες βάρδιες για την κάλυψη των ποικίλων αναγκών του πλοίου, ενώ η εργασία των ναυτών γενικών καθηκόντων (ημερήσιων ναυτών ή «ντεημάνηδων») περιελάμβανε και καθήκοντα «ρολογά» του πλοίου, καθώς και συμμετοχή στη φόρτωση και εκφόρτωση του πλοίου εκτός από τη συμμετοχή τους στις εργασίες των ναυτών βάρδιας, όπως καθαριότητα, συντήρηση του πλοίου κ.λπ. Με την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταπόδειξης Η. Β., ναύκληρου του ένδικου πλοίου, ο οποίος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα – εφεσίβλητο κατά το χρονικό διάστημα από 8.6.2011 έως 5.11.2011, γίνεται εκτενής ανάλυση των συνθηκών εργασίας και των καθηκόντων των ναυτών του πλοίου, τόσο των ναυτών γενικών καθηκόντων («ντεημάνηδες») όσο και των ναυτών βάρδιας, από την κατάθεσή του δε συνάγεται ότι η ημερήσια εργασία τους υπερέβαινε το οχτάωρο, χωρίς, ωστόσο, ειδικότερη αναφορά στις ακριβείς συνθήκες και ώρες εργασίας του ενάγοντος. Αντίθετα, στην υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης Δ. Σ., ο οποίος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα ως ναύτης κατά τα χρονικά διαστήματα 11.1-15.2.2011, 8.4-10.6.2011 και 26.6-14.9.2011 στο ένδικο πλοίο, αναφέρονται συγκεκριμένα τα ημερήσια καθήκοντά του και προσδιορίζεται ο κατά μέσο όρο ημερήσιος χρόνος εργασίας του στις 12 ώρες, ήτοι δύο τετράωρες βάρδιες ημερησίως, κατά τα ανωτέρω, πλέον μία με δύο ώρες πριν και μετά από κάθε βάρδια με απασχόλησή του (ενάγοντος) στις φορτοεκφορτώσεις, ως πηδαλιούχος στη γέφυρα του πλοίου, στα πλυσίματα και τον εν γένει καθαρισμό των καταστρωμάτων και λοιπών χώρων του πλοίου. Το γεγονός ότι ο εν λόγω μάρτυρας έχει επίσης ασκήσει αγωγή κατά της εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρίας με παρεμφερή αιτήματα, στα πλαίσια της οποίας ο ενάγων έχει δώσει ένορκη βεβαίωση προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών, δεν επηρεάζει την πειστικότητα της καταθέσεώς του, σύμφωνα με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 400 παρ. 3 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι δεν εξετάζονται ως μάρτυρες τα πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη, το συμφέρον του μάρτυρος μπορεί να είναι περιουσιακό ή μη περιουσιακό (ηθικό), πρέπει όμως να εξαρτάται από το αποτέλεσμα της δίκης και να είναι αναγκαία συνέπεια της εκβάσεώς της και του άρθρου 340 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο η αξιοπιστία των μαρτύρων και η εκτίμηση των όσων αυτοί καταθέτουν, σχετικά με τους αποδεικτικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, ανατίθεται στην κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας [ΑΠ 2073/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ (Μον-Ναυτ) 18/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Σημειωτέον ότι μόνη η επί οχταετία ναυτολόγηση του ενάγοντος στο ένδικο αλλά και σε άλλα πλοία της πλοιοκτήτριας εναγόμενης …», «… …» και «… ήτοι από τον Ιανουάριο του έτους 2004 μέχρι και τα τέλη του έτους 2012, όπως αποδεικνύεται από τη βεβαίωση υπηρεσίας που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγόμενη – εκκαλούσα, δεν σημαίνει άνευ ετέρου την πλήρη ικανοποίησή του ως προς τις δικαιούμενες αποδοχές του, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του γεγονότος ότι οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή επιφύλαξή του θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την απόλυσή του σε περίοδο υψηλού δείκτη ανεργίας των ναυτικών (πρβλ. ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝαυτΔ 2003.123), σε καμία δεν περίπτωση δεν ενέχει παραίτηση από τα νόμιμα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξεως, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές (πρβλ. ΑΠ 1554/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1089/2006 ΔΕΕ 2006.1178, ΕφΠειρ 218/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 180/2008 ΠειρΝομ 2009.197). Από τα παραπάνω αποδειχθέντα, με βάση το είδος της εργασίας του ενάγοντος – εφεσιβλήτου, ο οποίος απασχολείτο, μεταξύ άλλων, ως ναύτης στον καθαρισμό των καταστρωμάτων και των λοιπών χώρων του πλοίου, στο λύσιμο και δέσιμο των κάβων κατά τον απόπλου και κατάπλου, ως πηδαλιούχος στη γέφυρα του πλοίου, συμμετείχε στις φορτοεκφορτώσεις στα λιμάνια, τα οποία παρουσίαζαν ιδιαίτερα αυξημένη κίνηση κατά τους θερινούς μήνες, ενώ στη γραμμή Ηράκλειο – Πειραιάς εκτελούνταν συχνά και ημερήσια δρομολόγια, κατά τα ανωτέρω, που επιβάρυνε τα καθήκοντα των ναυτών και καθιστούσε αναγκαία την υπερωριακή εκ μέρους τους εργασία, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι ο ενάγων δεν εργάστηκε υπερωριακά κατά τα χρονικά διαστήματα 11.-15.1.2011 και 27-28.8.2011,στις 8 προς 9.10.2011, στις 17 προς 18.10.2011 και στις 18, 19, 20, 21, 22, 23 και 24.10.2011, οπότε δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων – εφεσίβλητος κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα που υπηρέτησε επί του πλοίου της εναγόμενης παρείχε, κατά μέσο όρο, εργασία 11 ωρών ημερησίως, ήτοι πραγματοποιούσε 3 ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές και 11 ώρες υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Άλλωστε, η επικαλούμενη από την εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την αποδειχθείσα παροχή υπερωριακής εργασίας εκ μέρους του ενάγοντος καθημερινώς, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΚΔΝΔ η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 1/2003 ό.π.). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως ως προς την ημερήσια και, συνακόλουθα, την υπερωριακή κατά μέσο όρο εργασία του ενάγοντος κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τούτο δε το σκέλος του ο πρώτος λόγος έφεσης τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Επομένως, ο ενάγων – εφεσίβλητος εδικαιούτο για υπερωριακή αμοιβή του τα εξής: Α. Για το διάστημα από 11.1.2011 έως 15.2.2011 και από 9.3.2011 έως 7.6.2011: 1) Για 104 καθημερινές και Κυριακές εδικαιούτο να λάβει 2.361,84 ευρώ (104 ημέρες ˣ 3 ώρες υπερωριακής απασχόλησης = 312 ώρες ˣ 7,57 ευρώ/ώρα). 2) Για 18 Σάββατα και 5 αργίες (23 ημέρες) εδικαιούτο 2.297,24 ευρώ (23 ημέρες ˣ 11 ώρες υπερωριακής απασχόλησης = 253 ώρες ˣ 9,08 ευρώ/ώρα). Ήτοι συνολικά εδικαιούτο να λάβει (2.361,84 + 2.297,24 =) 4.659,08 ευρώ. Ο ενάγων συνομολογεί ότι έχει λάβει το ποσό των 4.520,52 ευρώ για την αιτία αυτή, αποδεικνύεται, όμως, από τις μισθολογικές καταστάσεις -κατά την κρίση της εκκαλούμενης, που δεν πλήττεται με λόγο έφεσης- ότι έχει λάβει το ποσό των 4.778,46 ευρώ, και, συνεπώς, ουδέν δικαιούται.Β. Για το διάστημα από 8.6.2011 έως 10.6.2011 και από 26.6.2011 έως 5.11.2011: 1) Για 114 καθημερινές και Κυριακές εδικαιούτο να λάβει 2.865,96 ευρώ (114 ημέρες ˣ 3 ώρες = 342 ώρες ˣ 8,38 ευρώ/ώρα). 2) Για 19 Σάββατα και 3 αργίες (22 ημέρες) εδικαιούτο 2.432,10 ευρώ (22 ημέρες ˣ 11 ώρες = 242 ώρες ˣ 10,05 ευρώ/ώρα). Ήτοι συνολικά εδικαιούτο να λάβει το ποσό των 5.298,06 ευρώ (2.865,96 + 2.432,10). Σημειώνεται ότι, αν και ο ενάγων δεν παρείχε υπερωριακή εργασία, κατά τα προεκτεθέντα, από 11 έως 15.1.2011, από 27 έως 28.8.2011,στις 8 προς 9.10.2011, στις 17 προς 18.10.2011 και στις 18, 19, 20, 21, 22, 23 και 24.10.2011, τα εν λόγω χρονικά διαστήματα δεν αφαιρούνται από τον συνολικό χρόνο απασχόλησης του ενάγοντος αλλά συνυπολογίζονται, καθόσον για την ενδεκάωρη ημερήσια απασχόλησή του κατά μέσο όρο έχουν ληφθεί υπόψη και οι συγκεκριμένες ημέρες μη υπερωριακής απασχόλησης. Ο ενάγων συνομολογεί με την αγωγή του ότι για την ανωτέρω αιτία έχει λάβει το ποσό των 4.192 ευρώ, πλην όμως η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα επαναφέρει με τον πρώτο λόγο έφεσης την και πρωτοδίκως παραδεκτώς προταθείσα με τις προτάσεις της και με προφορική δήλωση που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συζήτησης και νόμιμη κατ’ άρθρο 416 ΑΚ ένσταση εξόφλησης, ισχυριζόμενη ότι για τα χρονικά διαστήματα από 8.6.2011 έως 10.6.2011 και από 26.6.2011 έως 5.11.2011 έχει καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.475,69 ευρώ. Επ’ αυτού, λεκτέα τα εξής: Από τις διατάξεις των άρθρων 416 και 422 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 361 ΑΚ προκύπτει ότι, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς τον δανειστή και η καταβαλλόμενη παροχή δεν επαρκεί για την εξόφληση όλων, τότε ο προσδιορισμός του εξοφλούμενου χρέους θα γίνει με βάση την τυχόν συμφωνία των μερών, ελλείψει δε τέτοιας συμφωνίας, ο προσδιορισμός αυτός θα γίνει μονομερώς από τον οφειλέτη, κατά την καταβολή, ενώ, σε περίπτωση που ούτε ο οφειλέτης άσκησε το εν λόγω δικαίωμα επιλογής, η παροχή θα καταλογισθεί με τη σειρά που ορίζει το εδάφιο β΄ του άρθρου 422 ΑΚ. Ενόψει δε και της ρύθμισης του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο μεν εναγόμενος (οφειλέτης) προτείνοντας την ένσταση της εξόφλησης του επίδικου χρέους με καταβολή πρέπει (και αρκεί) για την ουσιαστική βασιμότητα της ένστασής του να αποδείξει μόνο την καταβολή, ο δε ενάγων (δανειστής) ισχυριζόμενος κατ’ αντένσταση ότι υπάρχουν και άλλα χρέη και ότι η καταβληθείσα παροχή δεν αφορούσε στο επίδικο, αλλά σε άλλο ληξιπρόθεσμο χρέος, φέρει το βάρος απόδειξης της ύπαρξης του άλλου χρέους. Ο ισχυρισμός του δανειστή που επικαλείται τις προϋποθέσεις της ΑΚ 422 πρέπει σύμφωνα με τα άρθρα 216 και 262 ΚΠολΔ να περιέχει σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών που την θεμελιώνουν, ήτοι πλήρη τα παραγωγικά του άλλου ή των άλλων χρεών γεγονότα, καθώς και το ύψος αυτών. Τα στοιχεία δε αυτά, που συγκροτούν τον αντίστοιχο ισχυρισμό, από το άρθρο 422 ΑΚ, του δανειστή, πρέπει να περιλαμβάνονται και στο αιτιολογικό της απόφασης που τον κρίνει βάσιμο κατ’ ουσίαν και μέσω αυτού οδηγείται στην απόρριψη του ισχυρισμού περί εξόφλησης (ΑΠ 1947/2014, ΑΠ 1522/2011, ΑΠ 954/2011, ΑΠ 892/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, επί της παραδεκτώς προταθείσας και νόμω βάσιμης, κατά τ’ ανωτέρω, ένστασης εξόφλησης, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος υπέβαλε πρωτοδίκως με την προσθήκη του αντένσταση, την οποία νομίμως επαναφέρει με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου προς αντίκρουση του σχετικού λόγου έφεσης, σύμφωνα με την οποία το πέραν του συνομολογούμενου (4.192 ευρώ) καταβληθέν εκ μέρους της εναγόμενης ποσό αφορά σε αμοιβές εξπρές δρομολογίων που η τελευταία τού κατέβαλε αναγράφοντας στους μισθοδοτικούς λογαριασμούς την αιτιολογία ΑΡΓΙΕΣ ΜΕΣ. ή ΑΚΤ. ΥΠΟΛ. ΠΛΗΡΩΜΑ και έχει καταλογισθεί στις σχετικές οφειλές της (εναγόμενης) προς αυτόν. Ο σχετικός ισχυρισμός του ενάγοντος – εφεσίβλητου, αν και ορισμένος και νόμιμος, τυγχάνει αβάσιμος κατ’ ουσίαν, καθόσον ο ενάγων – εφεσίβλητος δεν ανταποκρίθηκε στο σχετικό βάρος του προκειμένου ν’ αποδείξει ότι το καταβληθέν από την εναγόμενη – εκκαλούσα ποσό των 1.372,18 ευρώ αφορούσε σε αμοιβές δρομολογίων εξπρές, ήτοι δεν απέδειξε πότε εκτελέστηκαν αυτά (δρομολόγια εξπρές) ούτε πόση αμοιβή εδικαιούτο για την αιτία αυτή. Η εκκαλουμένη που απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό της εναγόμενης με την αιτιολογία ότι αυτή δεν αντέκρουσε, ως όφειλε, τον ισχυρισμό (αντένσταση) του ενάγοντος ότι το συνυπολογιζόμενο ποσό των 1.372,18 ευρώ αφορούσε σε αμοιβές εξπρές δρομολογίων και δέχθηκε ότι του καταβλήθηκε το (συνομολογούμενο) ποσό των 4.192 ευρώ, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επειδή δε αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.475,69 ευρώ, όπως η καταβολή του δεν αμφισβητείται ειδικά από τον ενάγοντα – εκκαλούντα και προκύπτει από τους μισθοδοτικούς του λογαριασμούς και συγκεκριμένα από την προσθήκη των κονδυλίων «ΥΠΕΡ. ΕΤΑΙΡ.», «ΥΠΕΡ. Σ.Σ.», «ΑΡΓΙΕΣ ΑΚΤ. ΥΠΟΛ. ΠΛΗΡΩΜΑ» και «ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ», για την υπερωριακή του εργασία κατά τα χρονικά διαστήματα από 8.6.2011 έως 10.6.2011 και από 26.6.2011 έως 5.11.2011, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η προταθείσα ένσταση εξόφλησης και, εφόσον ο ενάγων εδικαιούτο κατά τους ανωτέρω υπολογισμούς το ποσό των 5.298,06 ευρώ, ουδέν έτι δικαιούται. Επομένως, ο σχετικός πρώτος λόγος έφεσης κατά το (β) σκέλος του πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 16 της ΣΣΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών Π., «1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των Π. του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιονδήποτε λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχόμενη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή.». Με την ως άνω από 31.12.2012 αγωγή του ο ενάγων επικαλέστηκε ότι κατά τα χρονικά διαστήματα των διαδοχικών ναυτολογήσεών του κατά το έτος 2011, η εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρία δεν του παρείχε διανυκτέρευση, ως υποχρεούτο δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου της ως άνω ΣΣΕούτε του κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση για τις μη παρασχεθείσες διανυκτερεύσεις και ζήτησε τη νόμιμη αποζημίωσή του για έξι (6) διανυκτερεύσεις που στερήθηκε εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του επιδίκασε. Η εναγόμενη ισχυρίζετο ότι όλες οι νόμιμες διανυκτερεύσεις χορηγήθηκαν στο ενάγοντα, προς τον ισχυρισμό της δε αυτό συνάδει η κατάθεση του ως άνω μάρτυρα ανταποδείξεως, ο οποίος αναφέρει σχετικά «βεβαιώνω από προσωπική αντίληψη ότι οι ναυτικοί του πλοίου λάμβαναν τις προβλεπόμενες από τη συλλογική σύμβαση ημέρες διανυκτέρευσης». Ωστόσο, η κατάθεση αυτή, πέραν του ότι είναι γενικόλογη, δεν ενισχύεται με την προσκομιδή του ημερολογίου του πλοίου, από το οποίο θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί με ασφάλεια, ενόψει και της ανάγκης επικυρώσεώς του κατά νόμο από την αρμόδια λιμενική αρχή, η παροχή των αμφισβητούμενων αδειών διανυκτέρευσης. Άλλωστε, η σχετική καταχώρηση στο ημερολόγιο του πλοίου και η επικύρωση της εγγραφής αυτής από την αρμόδια λιμενική αρχή, που επιτάσσει η παρ. 3 του πιο πάνω άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης ΣΣΕ, αποσκοπεί και στη διευκόλυνση της απόδειξης εκ μέρους της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας [βλ. ΕφΠειρ (Μον-Ναυτ) 369/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].Αντ’ αυτού η τελευταία προσκομίζει τέσσερις (4) έγγραφες καταστάσεις, που το πλοίο …» φέρεται να έχει συντάξει για τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 2011 και αποστείλει στην πλοιοκτήτρια εταιρία, στις οποίες εμφανίζονται τα ονόματα των μελών του πληρώματός του που ήταν απόντα από συγκεκριμένους πλόες του λόγω διανυκτερεύσεώς τους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτό του ενάγοντος, ο οποίος εμφανίζεται να έχει λάβει άδειες διανυκτέρευσης στις 16 και 17 Ιουλίου, στις 27 και 28 Αυγούστου, στις 14 και 15 Σεπτεμβρίου και στις 11 και 12 Οκτωβρίου 2011. Από τις καταστάσεις αυτές, οι οποίες δύνανται να χρησιμεύσουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αν και ανυπόγραφες από τον Α/Φ γέφυρας, δεν αποδεικνύεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου ότι πράγματι συνέβησαν οι διανυκτερεύσεις, καθώς, πέραν του ότι δεν συνοδεύονται από αντίγραφα του ημερολογίου, όπως προεκτέθηκε, δεν συνοδεύονται ούτε από ενυπόγραφες αιτήσεις του ενάγοντος περί χορήγησης διανυκτερεύσεων κατά τις αναγραφόμενες στις καταστάσεις ημερομηνίες. Επομένως, ενόψει του ότι η εναγόμενη δεν είχε ρυθμίσει τις υπηρεσίες των μελών του πληρώματος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η χορήγηση των ως άνω διανυκτερεύσεων του ενάγοντος σε κάποιο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού του δρομολογίου του ανωτέρω πλοίου της, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 8.6.2011 έως 10.6.2011 (3 ημέρες) και από 26.6.2011 έως 5.11.2011 (4 μήνες και 10 ημέρες), που αντιστοιχεί σε 4,43 πλήρεις μήνες, οφείλεται σ’ αυτόν η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης, χωρίς ν’ ασκεί οποιαδήποτε επιρροή η ημερομηνία ναυτολόγησής του στις 8.6 και στις 26.6.2011 αντίστοιχα, η οποία ανέρχεται στο συνολικό χρηματικό ποσό των 315,84 ευρώ [(μισθός ενέργειας 1.158,08 € ˣ 1/22 =) 52,64 € ˣ 6 διανυκτερεύσεις]. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, ο ενάγων δικαιούται το συνολικό χρηματικό ποσόν των 315,84 ευρώ, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο συναφής δεύτερος λόγος εφέσεως πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, γενομένης δεκτής της έφεσης και ως ουσιαστικά βάσιμης κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανιστεί στο σύνολό της για την ενότητα του εκτελεστού τίτλου, να κρατηθεί η αγωγή και να δικαστεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο τούτο, αφού δε γίνει δεκτή ως ορισμένη και νομικά βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53 επ., 60, 84 ΚΙΝΔ, 346, 361, 648 επ., 653, 655, 659, 680 ΑΚ, 907, 908 παρ. 1 ε και 176 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών – τουριστικών επιβατηγών Π. του έτους 2010, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.10/01/2010 (ΦΕΚ Β΄ 1743/2010), καθώς και της ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών Π. του έτους 2011, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.5.2/01/2011 (ΦΕΚ Β΄ 1070/2011), πρέπει να γίνει δεκτή και ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 315,84 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής είναι πλέον άνευ αντικειμένου. Λόγω της μερικής νίκης του εφεσιβλήτου – ενάγοντος, πρέπει να καταδικαστεί η εκκαλούσα – εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών του εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 135/2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε τη διαφορά κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την υπόθεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριακοσίων δεκαπέντε ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (315,84 €), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης – εκκαλούσας μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσιβλήτου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ