Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3719/2018

(ΓΑΚ/ΕΑΚ …)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική διαδικασία

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου,σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 273/22.1.2018 Πράξη, και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 23 Ιανουαρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ EKKAΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εδρεύουσας στον Π……, οδός …, ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…», με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Δαμίγου του Ευστάθιου (ΑΜ/ΔΣΠ … – Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικο Πειραιά, οδός …, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Ν. Α., οδός … και διατηρεί υποκατάστημα στη … Πειραιά, οδός …, με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Παυλή του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικο …… οδός ….

Η εφεσίβλητη άσκησε την από 23.12.2013 με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης … και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου … αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς κατά την τακτική διαδικασία απευθυνόμενη κατά 1) της (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…» και 2) της εκκαλούσας, ζητώντας τα σε αυτήν αναφερόμενα. Το παραπάνω Ειρηνοδικείο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων εξέδωσε τη με αριθμό 314/2015 οριστική του απόφαση με την οποία δέχτηκε την αγωγή εν μέρει. Κατά της παραπάνω αποφάσεως παραπονείται η (δεύτερη) εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη από 28.7.2016 υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. … έφεσή του προς το Δικαστήριο αυτό, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου προς προσδιορισμό δικασίμου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης … και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …, προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως παραπάνω αναφέρεται, η μεν πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας προκατέθεσε τις προτάσεις της με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η κρινόμενη από 28.7.2016 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ένδικου μέσου του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …) της ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, με την οποία πλήττεται η με αριθμό 314/2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 23.12.2013 αγωγής (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……) της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 παρ.1 περ.β, 516 παρ. 1, 517εδ.α, 518 παρ. 1 και 520 παρ.1 ΚΠολΔ, εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, που με επιμέλεια της εφεσίβλητης – ενάγουσας πραγματοποιήθηκε στις 29.6.2016 (βλ. τη με αριθμό … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …). Επισημαίνεται ότι για το παραδεκτό της έφεσηςέχει κατατεθεί το απαιτούμενο σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, παράβολο, κατατεθέντων των υπ’ αριθ. … παραβόλων δημοσίου και … παραβόλων ΤΑΧΔΙΚ στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιά, συνολικού ποσού 200 ευρώ. Επομένως, η έφεση νόμιμα φέρεται στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 3994/2011 σε συνδ. με το άρθρο 51 παρ. 1γ ν.2172/1993) καιπρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την προαναφερθείσα τακτική διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (άρθρα 522, 533 παρ. 1ΚΠολΔ).

Με την από 23.12.2013 αγωγή της, όπως παραδεκτά διορθώθηκε, η ενάγουσα εξέθετε ότι ασκούσε επιχείρηση προμήθειας και εφοδιασμού ανταλλακτικών πλοίων, ότι η πρώτη εναγόμενη εδρεύουσα στη … εταιρία με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπούμενη, μη διάδικος στην παρούσα δίκη, ήταν πλοιοκτήτρια των υπό ελληνική σημαία επιβατηγών / οχηματαγωγών πλοίων «…», νηολογίου Χίου υπ’ αριθ. 362, κ.ο.χ 9.123 και «…», νηολογίου Mυτιληνης υπ’ αριθ. … και κ.ο.χ. 5.089, καθώς και εφοπλίστρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού πλοίου «…», νηολογίου Πειραιά υπ’ αριθ. 11.045, κ.ο.χ. 3.934, το οποίο ανήκε κατά κυριότητα στη δεύτερη εναγόμενη εδρεύουσα στον Π….. εταιρία «…», νομίμως εκπροσωπούμενη. Ότι, κατόπιν διαδοχικών παραγγελιών της πρώτης εναγόμενης κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο 2012, η ενάγουσα πώλησε σ’ αυτήν και παρέδωσε τα περιγραφόμενα κατ’ είδος, ποσότητα, τιμή μονάδας και συνολική αξία στα τιμολόγια που αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο, ανταλλακτικά και για τα τρία (3) ως άνω πλοία. Ότι η συνολική αξία των εκδοθέντων τιμολογίων ανέρχεται στο ποσό των 25.429,26 ευρώ, έναντι του οποίου η εναγόμενη κατέβαλε ποσό 8.597,55 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον εκάστη, η δεύτερη ευθυνόμενη διά του πλοίου της «…», να της καταβάλουν το υπόλοιπο ποσό των (25.429,26 – 8.597,55 =) 16.831,71 ευρώ, άλλως και επικουρικώς, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι το προαναφερθέν ποσό καταβλήθηκε έναντι των τιμολογίων που αφορούσαν στο πλοίο «…», να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 3.210,3 ευρώ και αμφότερες οι εναγόμενες, εις ολόκληρον εκάστη, η δεύτερη ευθυνόμενη διά του ως άνω πλοίου της, να της καταβάλουν το ποσό των 13.621,41 ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω ποσά νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητούσε να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον στη δικαστική δαπάνη της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ορισμένη και νόμω βάσιμη την αγωγή, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513 επ., 481, 345, 346, 361 ΑΚ, 106 ΚΙΝΔ και 74, 176, 907, 908 ΚΠολΔ, δέχθηκε αυτήν εν μέρει ως και κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.173,4 ευρώ, αμφότερες δε τις εναγόμενες, εις ολόκληρον εκάστη, να της καταβάλουν το ποσό των 13.658,31 ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ήδη κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα – δεύτερη εναγόμενη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, ώστε ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή της εφεσίβλητης – ενάγουσας, καταδικαζομένης της τελευταίας στη δικαστική δαπάνη της.

  1. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στον λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (βλ. ΑΠ 689/2013 ΕΝαυτΔ 2013.183 = ΧρΙΔ 2013.688). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για ν’ αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (βλ. ΑΠ 776/2010 ΕΝαυτΔ 2011.314, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 262/2012ΕΝαυτΔ 2012.269 = ΕΕμπΔ 2013.411, ΕφΠειρ 59/2011ΕπισκΕμπΔ 2011.478· βλ. και Ιω. Ρόκα / Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ. 71 §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση inremscriptae που έχει ενοχική φύση). Άλλωστε, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει εφοπλισμός, που συνεπάγεται την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, όταν ο πλοιοκτήτης παραχώρησε τη χρήση του πλοίου του γυμνού, διότι στην τελευταία περίπτωση ο μισθωτής-ναυλωτής τουπλοίου εξουσιάζει τούτο, τόσο από την πλευρά της τεχνικής διεύθυνσης όσο και από αυτή της εμπορικής του διαχείρισης, έχει δε τη βούληση ναασκήσει και ασκεί πράγματι για ίδιο λογαριασμό την επιχείρηση της κερδοσκοπικής εκμετάλλευσής του (ΕφΠειρ 19/1998 ΠειρΝομολ 1998.58). Στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής με το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αιτήματα, ενόψει των σκέψεων που εκτίθενται στη μείζονα πρόταση, νομιμοποιείτο παθητικά η δεύτερη εναγόμενη εταιρία, υπό την ιδιότητά της ως κυρίας του πλοίου «…», στο οποίο αφορούσαν τα ειδικότερα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο πωληθέντα ανταλλακτικά. Η παθητική νομιμοποίηση της κυρίας του πλοίου, ως ευθυνόμενης να ικανοποιήσει τις αξιώσεις που απορρέουν από τον εφοπλισμό, πηγάζει από το άρθρο 106 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 19/1998 ό.π.), ο ισχυρισμός της δε ότι αποξενώθηκε από την εκμετάλλευση του πλοίου με τη σύναψη της από 3.2.2010 σύμβασης γυμνής ναυλώσεως μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγόμενης εταιρίας (Ν.Ε.Λ. ΑΕ) δεν έχει βεβαίως ως συνέπεια την παντελή έλλειψη ευθύνης της, αφού εξακολουθεί να ευθύνεται εις ολόκληρον με τον εφοπλιστή, υπό την προαναφερθείσα μορφή εν προκειμένω της εις ολόκληρον ενοχής, με το συγκεκριμένο περιουσιακό της στοιχείο, το πλοίο. Εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση περί παθητικής νομιμοποίησης της δεύτερης εναγόμενης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, έστω και με ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Συνεπώς, όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, παραδεκτά κατ’ άρθρο 527 περ. 3 ΚΠολΔ, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό της εφεσίβλητης, καθόσον από τον συνδυασμό των άρθρων 68, 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι ενστάσεις για έλλειψη νομιμοποιήσεως και εννόμου συμφέροντος προτείνονται σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη δε λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 691/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1016/2005ΕλλΔνη 2005.1088), είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
  2. Η παράδοση τραπεζικής επιταγής, η οποία αποτελεί όργανο και όχι μέσο πληρωμής, δεν συνιστά καταβολή κατά την έννοια του άρθρου 416 ΑΚ ούτε σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται δόση ή υπόσχεση αντί καταβολής κατά τα άρθρα 419 και 421 ΑΚ, αλλά γίνεται χάριν καταβολής. Ο οφειλέτης, με την έκδοση της επιταγής ή την ανάληψη υποχρεώσεως απ’ αυτήν, υπόσχεται στον δανειστή του (λήπτη), ότι θα εκπληρώσει την αρχική (βασική) του υποχρέωση με την εκπλήρωση νέας, με τη γένεση δηλαδή της ενοχής από επιταγή δημιουργείται μόνον εναλλακτικός τρόπος πληρωμής. Έτσι, δεν επέρχεται απόσβεση της αρχικής υποχρέωσης, παρά μόνο με την πραγματική πληρωμή (είσπραξη) της επιταγής, είτε αυτή γίνεται με μετρητά είτε με πίστωση του λογαριασμού του κομιστή της. Δεν αποκλείεται όμως η παράδοση της επιταγής να συνιστά υπόσχεση αντί καταβολής κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του ανωτέρω άρθρου 421 ΑΚ, όταν εκδηλώνεται σαφής (ρητή ή σιωπηρή) περί τούτου βούληση των μερών, οπότε η απόσβεση της απαίτησης του δανειστή επέρχεται άμεσα ή από τον μεταγενέστερο χρόνο που τα μέρη συμφώνησαν (λ.χ. επί μεταχρονολογημένης επιταγής). Τη συμφωνία αυτή πρέπει να την επικαλείται και να την αποδεικνύει αυτός που προβάλλει απόσβεση (εξόφληση) της απαίτησης του δανειστή με την έκδοση ή οπισθογράφηση και παράδοση της επιταγής, η βούληση δε των μερών να αποσβέσουν την παλαιά ενοχή, δεν είναι δυνατό να συναχθεί από την ίδια την ανάληψη υποχρέωσης από τον τίτλο, αλλά πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια από άλλα περιστατικά τα οποία συνοδεύουν την πράξη της έκδοσης ή μεταβίβασης του τίτλου (AΠ 279/2015, ΑΠ 840/2015, ΑΠ 1620/2014, ΑΠ 1825/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 40/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 232/2015 Δικογραφία 2015.611, ΕφΘεσ 1043/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 416/2007 ΕπισκΕΔ 2007.567·Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος [β΄ έκδοση, 2015], σελ. 531-532, αρ. 13-15, του ιδίου, Σ.Ε.Α.Κ. [2010, Τόμ. Ι], άρθρο 421, αρ. 14).

Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως τωνεγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η ενάγουσα, που διατηρεί επιχείρηση προμήθειας και εφοδιασμού ανταλλακτικών πλοίων, πώλησε στην πρώτη εναγόμενη, ως πλοιοκτήτρια των υπό ελληνική σημαία επιβατηγών / οχηματαγωγών πλοίων «…», νηολογίου Χίου και «…», νηολογίου Μυτιλήνης και ως εφοπλίστρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού πλοίου «…», νηολογίου Πειραιά, το οποίο ανήκε κατά κυριότητα στη δεύτερη εναγόμενη, κατόπιν διαδοχικών παραγγελιών της πρώτης εναγόμενης κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο 2012,διάφορα ανταλλακτικά πλοίων. Η ενάγουσα παρέδωσε στα πλοία τα πωληθέντα ανταλλακτικά, που παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα, και εξέδωσε στο όνομα της πρώτης εναγόμενης τα κάτωθι παραστατικά: α) το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο που αφορούσε στην πώληση ενός περιχιτωνίου για το πλοίο …, ποσού 3.173,4 ευρώ, συνοδευόμενο από το υπ’ αριθ. … δελτίο αποστολής, β) το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο που αφορούσε στην πώληση ενός κυλινδρικού χιτωνίου, ενός πλήρους διωστήρα και μιας κεφαλής εμβόλου για το πλοίο «…», ποσού 7.889,71 ευρώ, συνοδευόμενο από το υπ’ αριθ. … δελτίο αποστολής, γ) το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο που αφορούσε στην πώληση ενός πλήρους διωστήρα για το πλοίο «…», ποσού 14.329,25 ευρώ, συνοδευόμενο από το υπ’ αριθ. … δελτίο αποστολής και δ) το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο – δελτίο αποστολής που αφορούσε στην πώληση σφραγιδοδακτυλίων για το πλοίο «…», ποσού 36,9 ευρώ. Κατόπιν εκδόσεως από την πρώτη εναγόμενη εις διαταγήν της ενάγουσας της υπ’ αριθ. … επιταγής της τράπεζας “…” στις 10.4.2012, ποσού 8.597,55 ευρώ, συρόμενης σε λογαριασμό που η πρώτη εναγόμενη τηρούσε στην άνω τράπεζα, η ενάγουσα εμφάνισε την επιταγή προς πληρωμή και αυτή πληρώθηκε, στη συνέχεια δε η ενάγουσα εξέδωσε την από 18.4.2012 απόδειξη είσπραξης του ποσού των 8.597,55 ευρώ από την πρώτη εναγόμενη. Το ποσό αυτό καταλογίστηκε κατ’ άρθρο 422 ΑΚ στα ως άνω τιμολόγια υπ’ αριθ. … ποσού 36,9 ευρώ, με συνέπεια την απόσβεση της σχετικής οφειλής, και υπ’ αριθ. … ποσού 14.329,25 ευρώ, με συνέπεια ν’ απομείνει εξ αυτού ανεξόφλητο ποσό [14.329,25 – (8.597,55 – 36,9) =] 5.768,6 ευρώ. Περαιτέρω, η εκκαλούσα επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο έφεσης τον και πρωτοδίκως προταθέντα από τις εναγόμενες ισχυρισμό περί μερικής εξόφλησης της ένδικης απαίτησης και συγκεκριμένα των υπ’ αριθ. 206 και … ως άνω τιμολογίων πώλησης, κατά το ποσό των 10.000 ευρώ, τον οποίο επιχειρεί να θεμελιώσει στην έκδοση και παράδοση στην ενάγουσα της υπ’ αριθ. 02748292-9 ισόποσης επιταγής, με ημερομηνία έκδοσης 29.10.2012, για την οποία η τελευταία εξέδωσε την από 3.9.2012 απόδειξη είσπραξης. Πλην όμως, όπως εκτενώς αναφέρθηκε παραπάνω, η παράδοση της επιταγής αυτής δεν συνιστά καταβολή ούτε δόση αντί καταβολής, αλλά υπόσχεση χάριν καταβολής, δεδομένου ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε συμφωνία των μερών για απόσβεση της παλαιάς υποχρέωσης, απόσβεση η οποία θα επερχόταν με την πραγματική είσπραξη της επιταγής. Άλλωστε, αφενός στην προαναφερόμενη απόδειξη γίνεται σαφής αναφορά στην παράδοση του ως άνω αξιογράφου και όχι σε καταβολή μετρητών, αφετέρου είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί εξοφλημένη μία απαίτηση, για την πληρωμή της οποίας παραδίδεται επιταγή, με χρόνο έκδοσης δύο (2) περίπου μήνες μετά την έκδοση της απόδειξης (ανεξάρτητα από το δικαίωμα του κομιστή να την εμφανίσει και πριν από το φερόμενο χρόνο έκδοσης, κάτι που δεν συνηθίζεται στη συναλλακτική πρακτική). Εξάλλου, από το σώμα της προσκομιζόμενης σε απλή φωτοτυπία επιταγής και δη τη σφραγίδα της πληρώτριας τράπεζας που έχει τεθεί στην πίσω όψη της, αποδεικνύεται ότι αυτή εμφανίστηκε στις 5.11.2012 και δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως επαρκούς υπολοίπου, ήδη δε οι νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, Ιωάννης Αβραντίνης και Μιλτιάδης – Μιχαήλ Βάγγερ έχουν καταδικαστεί και σε δεύτερο βαθμό για την έκδοση της εν λόγω ακάλυπτης επιταγής με την υπ’ αριθ. ΒΤ-3795/29.9.2017 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Εφόσον λοιπόν δεν αποδείχθηκε πραγματική πληρωμή της ως άνω επιταγής, δεν επήλθε (μερική) απόσβεση της ως άνω αρχικής υποχρεώσεως και οφειλής των εναγομένων έναντι της ενάγουσας. Κατά συνέπεια η προβαλλόμενη ένσταση εξόφλησης πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμη.Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, ο δε περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος.

Συνακόλουθα, η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθεί, η δε  εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί λόγω της ήττας της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή των κατατεθέντων υπ’ αριθ. … παραβόλων δημοσίου και … παραβόλων ΤΑΧΔΙΚ, συνολικού ποσού 200 ευρώ, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ   αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή των κατατεθέντων παραβόλων που αναφέρονται στο σκεπτικό, στο δημόσιο ταμείο.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ