ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 5337/2018
(ΓΑΚ/ΕΑΚ …
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(εκούσια δικαιοδοσία)
——————————
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Πετρούλα Δαμίγου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση:
Των αιτούντων: 1) Π. Ζ. του Ν., κατοίκου……. , Δ. αριθ. …..με ΑΦΜ … 2) Ι. Α. του Χ., κατοίκου Σ., οδός Ε. Β. αριθ…… , με ΑΦΜ … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αθανασία Βαζάκα του Θεόφιλου (ΑΜ/ΔΣΑ 21009), κάτοικο Αθήνας, οδός Πανεπιστημίου αριθ. 56, που υπέβαλε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
Των καθ’ ων η αίτηση: 1) Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στη Σ., οδός 1 Ε. αριθ. … , όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Α. Φ. Σ., κατοίκου Σ., οδός 1 Ε. αριθ. 38, Προέδρου του Δ.Σ. και νομίμου εκπροσώπου της … με ΑΦΜ … 3) Σ. Φ. Α., κατοίκου Σ., οδός 1 Ε. αριθ. 38, Αντιπροέδρου του Δ.Σ. της … με ΑΦΜ …, οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Ελευθερίου του Μιλτιάδη (ΑΜ/ΔΣΑ 16854), κάτοικο Πειραιά, οδός Φίλωνος αριθ. 53, που υπέβαλε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. Α212785/7.6.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 12.2.2018 αίτησή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε για τις … και ενεγράφη στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την παραπάνω δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 30 του Ν. 959/1979 «περί ναυτικής εταιρείας», «αιτήσει μετόχων εκπροσωπούντων το 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου, το διοικητικόν συμβούλιον οφείλει να παρέχη εις την γενικήν συνέλευσιν πληροφορίας περί των υποθέσεων της εταιρείας. Εάν αι πληροφορίαι δεν παρασχεθούν, το Μονομελές Πρωτοδικείον της έδρας της εταιρείας, δικάζον κατά την διαδικασίαν των άρθρων 739 και επόμενα του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, διατάσσει την παροχήν των πληροφοριών». Ακόμη, το άρθρο 31 του άνω νόμου ορίζει ότι «απόφασις της γενικής συνελεύσεως αντικειμένη εις τον νόμον ή την εταιρικήν σύμβασιν είναι άκυρος. Η ακυρότης κηρύσσεται υπό του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας, δικάζοντος κατά την διαδικασίαν των άρθρων 739 του ΚΠολΔ επί τη αιτήσει του διοικητικού συμβουλίου ή μετόχων εκπροσωπούντων το 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου εάν αυτοί δεν συνήνεσαν εις την λήψιν της αποφάσεως ή δεν παρέστησαν εις την γενικήν συνέλευσιν. Η προς ακύρωσιν αίτησις στρεφομένη κατά της εταιρείας δέον να εγερθεί εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήκοντα ημερών από της λήψεως της αποφάσεως».
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτησή τους, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσαν οι αιτούντες και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα πρακτικά (άρθρα 741, 224 ΚΠολΔ), την οποία στρέφουν κατά του νομικού προσώπου της ναυτικής εταιρείας …» και κατά των Α. Σ. Φ., με τις ιδιότητες αυτών αντιστοίχως ως Προέδρου του Δ.Σ. – νόμιμου εκπροσώπου της ως άνω ναυτικής εταιρείας και ως Αντιπροέδρου του Δ.Σ. αυτής, οι αιτούντες ισχυρίζονται, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ότι είναι μέτοχοι της πρώτης καθ’ ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας κατά ποσοστό 30,98% ο πρώτος και 8,85% ο δεύτερος. Ότι επειδή, κατά την κατασκευή του πλοίου «Σ. Φ.», με χρηματοδότηση της καθ’ ης ναυτικής εταιρείας, από τον Ιούλιο 2009 έως τις 4.9.2010, οπότε καθελκύστηκε το πλοίο, διαπιστώθηκαν ελλείψεις στα οικονομικά στοιχεία / παραστατικά και τις πραγματοποιηθείσες πληρωμές από τον ορισθέντα ως νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας δεύτερο καθ’ ου, ο πρώτος αιτών υπέβαλε την από 14.6.2013 αίτησή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σ., το οποίο με την υπ’ αριθ. 26/2014 απόφασή του διέταξε τον έλεγχο της πρώτης καθ’ ης από της συστάσεώς της μέχρι το πέρας της ναυπήγησης του πλοίου. Ότι επειδή ο διορισμένος από το δικαστήριο πραγματογνώμονας διαπίστωσε οικονομικές ατασθαλίες, οι αιτούντες υπέβαλαν έγκληση σε βάρος του δεύτερου καθ’ ου για απάτη σε βαθμό κακουργήματος. Ότι με την από 18.3.2014 απόφαση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης αποφασίστηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης καθ’ ης, κατά πλειοψηφία από τον δεύτερο καθ’ ου, μέτοχο της ναυτικής εταιρείας κατά ποσοστό 55% (πριν την αύξηση), προκειμένου να συγκαλύψει τις οικονομικές ατασθαλίες με τη δήθεν κεφαλαιοποίηση ήδη καταβληθεισών εισφορών. Ότι εν συνεχεία οι αιτούντες ανέθεσαν σε λογιστή φοροτεχνικό τον έλεγχο των οικονομικών στοιχείων της πρώτης καθ’ ης, με βάση δε τον διενεργηθέντα έλεγχο προκύπτει ότι δεν έχει τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία αποσβέσεων παγίων καθ’ όλα τα έτη λειτουργίας της εταιρείας, δεν αποδεικνύεται δε η καταβολή ποσού 680.000 ευρώ για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου εκ μέρους του δεύτερου των καθ’ ων και πιθανολογείται υπεξαίρεση ποσού 3.074.105,63 ευρώ από αυτόν για προσωπικό του όφελος και για χρηματοδότηση όμοιων δραστηριοτήτων του τρίτου των καθ’ ων, υιού του, εν γνώσει και των λοιπών μελών του δ.σ. Ότι, κατόπιν αυτών, με την από 26.1.2018 αίτησή τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ζήτησαν να διαταχθεί ο οικονομικός έλεγχος της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας για τις διαχειριστικές χρήσεις 2009 έως και 2017, να οριστεί ως ελεγκτής ο ορκωτός ελεγκτής λογιστής Ιωάννης Ζαβίτσας, να διαταχθούν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας να επιτρέψουν τον έλεγχο, με την απειλή επιβολής σε βάρος εκάστου χρηματικής ποινής 1.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης έξι (6) μηνών για κάθε ημέρα άρνησης χορήγησης των αιτούμενων στοιχείων και άρνησης παραμονής του ελεγκτή στα γραφεία της έδρας ή στο πλοίο της πρώτης καθ’ ης, καθώς και να οριστεί ο πρώτος αιτών ειδικός εκπρόσωπος προκειμένου: α) ν’ ασκήσει εταιρική αγωγή στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης καθ’ ης ναυτικής εταιρείας και σε βάρος των λοιπών καθ’ ων και β) να προβεί σε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην ασκηθησόμενη σε βάρος των καθ’ ων φυσικών προσώπων μήνυση, για λογαριασμό της καθ’ ης ναυτικής εταιρείας. Ότι ταυτόχρονα με την επίδοση της ως άνω αίτησης, οι αιτούντες επέδωσαν στους καθ’ ων και εξώδικη πρόσκληση για να τούς χορηγηθεί αντίγραφο του πρακτικού της από 15.12.2017 Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης ναυτικής εταιρείας κατά την οποία εγκρίθηκαν οι οικονομικές καταστάσεις αυτής για τα έτη 2014, 2015 και 2016 και στην οποία οι αιτούντες δεν συμμετείχαν. Ότι η Γενική αυτή Συνέλευση έλαβε χώρα κατόπιν συνεχόμενων αναβολών και, ενώ στις 20.10.2017 οι αιτούντες είχαν ζητήσει την παροχή πληροφοριών επί των διαχειριστικών ετών 2014, 2015 και 2016, ο δεύτερος των καθ’ ων, εκπρόσωπος της πρώτης καθ’ ης και πλειοψηφών μέτοχος αυτής, δεν παρείχε καμία πληροφορία ούτε για τις ανωτέρω αναφερόμενες αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου ούτε για τα οικονομικά στοιχεία της καθ’ ης. Ότι, συνεπώς, οι αιτούντες δικαιούνται να ζητήσουν δικαστική προστασία, σύμφωνα με την πρόβλεψη των διατάξεων των άρθρων 30 και 31 του ν. 959/1979. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ζητούν να υποχρεωθούν οι καθ’ ων να παράσχουν κυρίως μεν σ’ αυτούς, επικουρικά δε στη Γενική Συνέλευση των μετόχων της πρώτης καθ’ ης ναυτικής εταιρείας, πληροφορίες και έγγραφες αιτιολογήσεις για τα διαχειριστικά έτη 2014, 2015 και 2016, όπως τα επιμέρους θέματα για τα οποία αιτούνται πληροφοριών, εξηγήσεων και στοιχείων / εγγράφων εξειδικεύονται στην αίτηση, να κηρυχθεί άκυρη η ως άνω από 15.12.2017 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων και να καταδικασθούν οι καθ’ ων στη δικαστική δαπάνη τους. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 ΚΠολΔ, 30 και 31 Ν. 959/1979, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 περ. β΄ Ν. 2172/1993), περαιτέρω δε είναι ορισμένη ως προς το αίτημα παροχής πληροφοριών, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των καθ’ ων η αίτηση, και νόμω βάσιμη ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 30 του Ν. 959/1979. Απαραδέκτως, ωστόσο, ζητείται επικουρικά με την προσθήκη στις προτάσεις των αιτούντων να παρασχεθούν οι αιτούμενες πληροφορίες στη Γενική Συνέλευση των μετόχων της πρώτης καθ’ ης ναυτικής εταιρείας, καθόσον η αίτηση για μεταβολή του αιτήματος κατ’ άρθρο 751 ΚΠολΔ υποβάλλεται με τις προτάσεις, αλλά και προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο με καταχώρησή της στα πρακτικά, εφόσον υπάρξει άδεια του δικαστή [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Αρβανιτάκης), ΚΠολΔ ΙΙ (2000) 751 αριθ. 3], εν προκειμένω δε η προβολή επικουρικά ζητούμενου ρυθμιστικού μέτρου δεν συνιστά μεταβολή ή συμπλήρωση της πραγματικής βάσεως της αιτήσεως ούτε απλή διευκρίνιση του αιτήματος της αίτησης, ώστε να είναι δυνατή και σε μεταγενέστερο στάδιο. Ως προς το σωρευόμενο αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της Απόφασης της από 15.12.2017 Γενικής Συνέλευσης, η υπό κρίση αίτηση εμπροθέσμως μεν ασκήθηκε κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 3 του Ν. 959/1979, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξήντα ημερών από τη λήψη της Απόφασης, τυγχάνει, όμως, αόριστη και απορριπτέα, αφού δεν εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους ζητείται να κηρυχθεί άκυρη η ληφθείσα Απόφαση, ως αντικείμενη στο νόμο ή / και την εταιρική σύμβαση. Ειδικότερα, δεν διευκρινίζεται αν οι λόγοι ακυρότητας αφορούν σε μη νομότυπη σύγκληση ή / και συγκρότηση αυτής, στη μη παροχή των πληροφοριών που ζητήθηκαν από τους μετόχους της μειοψηφίας – αιτούντες για τα οικονομικά στοιχεία των διαχειριστικών ετών 2014, 2015 και 2016, σε χρόνο προγενέστερο της Γενικής Συνέλευσης, ή στις εσφαλμένες εγγραφές των εγκριθεισών τελικά οικονομικών καταστάσεων, με βάση την από Οκτωβρίου 2017 οικονομική έκθεση του λογιστή – φοροτεχνικού Γ. Λ.. Άλλωστε, η γενικόλογη αναφορά σε θεωρητικές παρατηρήσεις για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξής του, περίπτωση που συντρέχει και όταν ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος της στην ουσία συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος, δεν στοιχειοθετεί επαρκώς τυχόν λόγο ακυρότητας της Απόφασης της από 15.12.2017 Γενικής Συνέλευσης ερειδόμενο σε κατάχρηση δικαιώματος (άρθρα 281, 288, 200 ΑΚ), καθόσον δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά σχετικά με την υπό κρίση υπόθεση που να συνδέουν την κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της πρώτης καθ’ ης ναυτικής εταιρείας από τον δεύτερο των καθ’ ων με ακυρότητα της προσβαλλόμενης Απόφασης Γ.Σ. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικά ως προς τους δεύτερο και τρίτο των καθ’ ων η υπό κρίση αίτηση κατά το σωρευόμενο αίτημα κηρύξεως άκυρης της ως άνω Απόφασης Γ.Σ. τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη και λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης, δεδομένου ότι η αγωγή περί ακυρώσεως αποφάσεων της γενικής συνέλευσης στρέφεται μόνο κατά του νομικού προσώπου της εταιρείας, που αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση της Γ.Σ., όχι δε και κατά των πλειοψηφούντων μετόχων (πρβλ. ΠΠρΒολ 163/2012 ΧρΙΔ 2012.615, ΠΠρΑθ 5565/2003 ΕΕμπΔ 2003.828). Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 748 παρ. 3 και 4 ΚΠολΔ προδικασία, με την επίδοση αντιγράφου της αίτησης στους καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι παραστάθηκαν.
Από τον συνδυασμό των άρθρων 68, 73 και 269 του ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι οι ενστάσεις για έλλειψη νομιμοποιήσεως και εννόμου συμφέροντος προτείνονται σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη δε λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Άλλωστε, κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Το συμφέρον αυτό, με τη συνδρομή του οποίου παρέχεται από τα δικαστήρια η έννομη προστασία που εξαγγέλλεται στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος, αφορά προεχόντως στη διαφύλαξη του ιδιωτικού δικαιώματος που κατάγεται σε δίκη. Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο και ενεστώς, δηλαδή να υφίσταται κατά το χρόνο που επιχειρείται η διαδικαστική πράξη, η συνδρομή του δε κρίνεται από τα πραγματικά περιστατικά τα οποία επικαλείται και αποδεικνύει ο διάδικος (ΑΠ 1016/2005 ΕλλΔνη 2005.1088). Εν προκειμένω, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Γ. Λ., που εξετάστηκε στο ακροατήριο μετά από πρόταση των αιτούντων, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, τα οποία τα διάδικα μέρη προσκομίζουν είτε για να χρησιμοποιηθούν ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο δεύτερος καθ’ ου η αίτηση Α. Φ., ο πρώτος αιτών Π. Ζ. Χ. Α. συνέστησαν, στις …, στον …….ναυτική εταιρεία του Ν. 959/1979, με την επωνυμία …» και έδρα τον δήμο Σ., οδός 1 Ε. αριθ. ….Η εν λόγω εταιρεία, που καταχωρήθηκε στα Βιβλία Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών του Ν. 959/1979 της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου & Νησιωτικής Πολιτικής στις 22.5.2009, συμφωνήθηκε να έχει διάρκεια έως τις 13.5.2039, εταιρικό κεφάλαιο τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ (4.000.000,00 €) διαιρεμένο σε δύο χιλιάδες (2.000) ανώνυμες μετοχές ονομαστικής αξίας δύο χιλιάδων ευρώ (2.000,00 €) εκάστη, εκ των ως άνω δε συμβαλλομένων μερών ο Α. Φ. έλαβε 1.100 μετοχές, ο Π. Ζ. 700 μετοχές και ο Χρήστος Ασημίνας 200 μετοχές. Αποκλειστικός σκοπός της εταιρείας ορίστηκε η κυριότητα, εκμετάλλευση ή διαχείριση ιδιόκτητων ελληνικών εμπορικών πλοίων, ενώ το διοικητικό συμβούλιο αυτής (εταιρείας) συμφωνήθηκε να είναι τριμελές, το πρώτο δε διοικητικό συμβούλιο ορίστηκε να αποτελείται από τους προαναφερόμενους Α. Φ. ως Πρόεδρο, εκπροσωπούντα την εταιρεία και δεσμεύοντα αυτή διά μόνης της υπογραφής του, Π. Ζ. ως Αντιπρόεδρο και Χ. Α. ως Γραμματέα. Με το από 30.9.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό ο ως άνω Χρήστος Ασημίνας πώλησε και μεταβίβασε στον υιό του Ι. Α., δεύτερο αιτούντα, τις 200 μετοχές του έναντι τιμήματος τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) ευρώ, ο οποίος άλλωστε κατέστη και Γραμματέας του Δ.Σ. κατόπιν της από 7.2.2013 έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ναυτικής εταιρείας. Εξάλλου, κατά την από 28.2.2013 έκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων της ναυτικής εταιρείας, αποφασίστηκε, απέχοντος του μετόχου και πρώτου αιτούντος Π. Ζ., η τροποποίηση του άρθρου 4 του καταστατικού της εταιρείας, ώστε αυτή να διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο, εκλεγόμενο από τη Γενική Συνέλευση. Ως μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας εκλέχθηκαν οι Α. Φ., Π. Ζ., Ι. Α., Σ. Φ. Δ. Φ., κατόπιν δε εκλογής νέων μελών του Δ.Σ. κατά τη Γενική Συνέλευση που έλαβε χώρα στις 6.12.2016, αυτό συγκροτήθηκε σε σώμα στις 14.12.2016, με Πρόεδρο τον Α. Φ. του Στυλιανού, Αντιπρόεδρο τον Σ. Φ. του Αθανασίου, γραμματέα την Όλγα Θεοχάρη του Ανέστη και μέλη τις Α. Φ. Δ. Φ. Στον Πρόεδρο του Δ.Σ. ανατέθηκαν ομόφωνα όλες οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Δ.Σ. και παρασχέθηκε σ’ αυτόν η δυνατότητα εκπροσώπησης της εταιρείας και δέσμευσης αυτής με μόνη την υπογραφή του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της πρώτης καθ’ ης ναυτικής εταιρείας που έλαβε χώρα στις 20.10.2017, οι μέτοχοι της μειοψηφίας – αιτούντες κατέθεσαν στον Πρόεδρο της Συνέλευσης, εκπροσωπούντα τον δεύτερο καθ’ ου, τις συνημμένες στο υπό την ίδια ημερομηνία πρακτικό καταστάσεις, με τις αντιρρήσεις και τις παρατηρήσεις τους επί των οικονομικών στοιχείων για τα έτη 2014-2016, λήφθηκε δε απόφαση αναβολής της συνέλευσης για τις 15.11.2017, προκειμένου εν τω μεταξύ ο μέτοχος της πλειοψηφίας να μελετήσει τα στοιχεία που έθεσαν υπόψη του οι μέτοχοι της μειοψηφίας. Κατά την ημερομηνία αυτή (20.10.2017) δεν ζητήθηκε από το διοικητικό συμβούλιο η παροχή συγκεκριμένων πληροφοριών επί των εταιρικών υποθέσεων, παρόλ’ αυτά το διοικητικό συμβούλιο της πρώτης καθ’ ης διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Αλέξανδρου Ελευθερίου χορήγησε στους αιτούντες στις 5.12.2017 τις τροποποιηθείσες δηλώσεις εισοδήματος για τα έτη 2014, 2015 και 2016, όπως αυτές υποβλήθηκαν μετά και τις παρατηρήσεις των αιτούντων κατά τη Γενική Συνέλευση της 20ής.10.2017, τα αναμορφωμένα βιβλία εσόδων και εξόδων για τα ίδια έτη, καθώς και τις δηλώσεις ΦΠΑ. Κατ’ ακολουθίαν, ελλείψει αιτήματος παροχής ειδικότερων πληροφοριών για τις υποθέσεις της εταιρείας από τους αιτούντες, συνάγεται ότι οι καθ’ ων η αίτηση χορήγησαν στους αιτούντες τα στοιχεία τα συναφή με τις υποβληθείσες από τους ίδιους παρατηρήσεις και αντιρρήσεις, παραδίδοντας τα προαναφερθέντα έγγραφα. Επομένως, οι τελευταίοι δεν είχαν έννομο συμφέρον στην άσκηση της υπό κρίση αίτησης για παροχή πληροφοριών και αυτή τυγχάνει απορριπτέα. Τέλος, η δικαστική δαπάνη των καθ’ ων η αίτηση θα επιβληθεί, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός τους, στους αιτούντες (άρθρα 176, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αιτούντες στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των καθ’ ων η αίτηση, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ