ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
3/2017
(αρ. έκθ. κατ. κλήσης: …
(αρ. έκθ. κατ. αγωγής: …
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Παναγιώτα Σύρρου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 13 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1)…του … κατοίκου Γ., 2) …του …, κατοίκου Γ., 3)…, κατοίκου Γ., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Γεωργίου Κουτρουμπούση.
ΤΗΣ ΚΑΘΉΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία …», που εδρεύει στις Ν. Μ. η οποία δεν παραστάθηκε.
Οι καλούντες – ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η, από 24.03.2015, αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 17.09.2015, την οποία επαναφέρουν προς συζήτηση με την, από 28.09.2015, κλήση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 28.01.2016, κατόπιν δε νομίμου αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης ο πληρεξούσιος Δικηγόρος των εναγόντων ανέπτυξε προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, με την υπ’ αριθ. έκθ. κατ. …… κλήση των εναγόντων, η υπ’ αριθ. έκθ. κατ. … αγωγή τους κατά της εναγομένης, η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 17.09.2015, κατά την οποία η συζήτηση της ματαιώθηκε λόγω αναστολής λειτουργίας του Πρωτοδικείου στο πλαίσιο διεξαγωγής των Βουλευτικών Εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου 2015.
Από τη, με αριθμό … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δ. Α., που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κλήσης με την οποία εισάγεται προς συζήτηση η υπό κρίση αγωγή, με πράξη ορισμού δικασίμου για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 28ης Ιανουαρίου 2016, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγομένη, κατ’ άρθρο 134 του Κ.Πολ.Δ.. Ωστόσο, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού αποδεικνύεται, ότι η εναγομένη δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και, συνακόλουθα, αφού η αναβολή της συζήτησης και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο, επέχει θέση κλητεύσεως προς όλους τους διαδίκους, χωρίς ν’ απαιτείται νέα τοιαύτη στη μετ’ αναβολή δίκη (άρθρο 226§4, 591§1εδ.α ΚΠολΔ), πρέπει η τελευταία να δικασθεί ερήμην. Η διαδικασία, ωστόσο, προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 270 παρ.1 τελευτ. εδ. και 271 παρ.1, σε συνδυασμό με άρθρο 672 του ΚΠολΔ).
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων … εδ. α, 298 του ΑΚ και 1 του ν. 2842/2000 «Λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των Κανονισμών (ΕΚ) 1103/97, 974/98 και 2866/98 του Συμβουλίου», όπως ισχύουν σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ με το οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή ως εθνικό νόμισμα, προκύπτει ότι κάθε αξίωση για αποζημίωση που διέπεται από το Ελληνικό δίκαιο, είτε αυτή απορρέει από αθέτηση συμβάσεως, είτε από αδικοπραξία, είτε από το νόμο, πρέπει από 1-1-2002 να ζητείται σε ευρώ, το οποίο και μόνο δικαιούται να ζητήσει αυτός που αξιώνει την αποζημίωση, αφού στη διάταξη του άρθρου … εδ.α ΑΚ, ορίζεται ρητώς ότι ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα. Ως «χρήμα», κατά την ίδια διάταξη, νοείται το εθνικό νόμισμα, δηλαδή η δραχμή μέχρι τις 31-12-2001 και από την 1-1-2002 το ευρώ. Ακόμη από τις πιο διατάξεις σε συνδυασμό με τα άρθρα 291, 292 ΑΚ συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας, με την αγωγή, την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο της λήξεως ή κάποιον άλλον χρόνο (ΑΠ 678/2010, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 698/2006, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1349/1997, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 287/2011 δημ.ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Κατά το άρθρο 25 ΑΚ, οι ενοχές από τη σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο, στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και, αν δεν ορίστηκε τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ. 1, 6 και 10 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, που κυρώθηκε με το Ν. 1729/1988 και ισχύει ως εσωτερικό δίκαιο από 1.4.1991 με υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 Σ.), συνάγεται ότι η ενοχική σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (άρθρο 3 παρ. 14). Στο μέτρο που το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση δεν έχει επιλεγεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα (άρθρο 4 παρ. 15). Κατά την παρ. 2 του άρθρου 6, εφόσον δεν έχει γίνει επιλογή, η σύμβαση διέπεται α) από το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης, το οποίο στην περίπτωση της συμβάσεως ναυτολογήσεως είναι το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, ή β) αν ο εργαζόμενος δεν παρέχει συνήθως την εργασία του σε μία μόνο χώρα, από το δίκαιο της χώρας, όπου βρίσκεται η εγκατάσταση (επιχείρηση), που τον προσέλαβε, εκτός εάν και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση της εργασίας συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα, οπότε εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της άλλης χώρας (ΑΠ 1197/1999 ΕΝΔ27.355, ΑΠ 654/1997 ΕΝΔ 25.372).
Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή οι ενάγοντες εκθέτουν ότι, δυνάμει εγγράφων συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν στο Μ. Γ. με την εταιρεία «…», πράκτορα της εναγομένης στη Γ., οι οποίες μετά τη λήξη της διάρκειας τους ανανεώθηκαν σιωπηρώς για αόριστο χρόνο, ναυτολογήθηκαν, στο λιμάνι του Πειραιά, στο, υπό σημαία Togo, δεξαμενόπλοιο «…», νηολογίου …, με αριθμό νηολογίου … και αριθμό …, κ.ο.χ. … και κ.κ.χ. …, υπό τις αναφερόμενες στην αγωγή ειδικότητες. Ότι για την παροχή της εργασίας τους στο ανωτέρω πλοίο συμφωνήθηκε «κλειστός» μηνιαίος μισθός, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, στην καταβολή του οποίου ωστόσο η εναγομένη δεν ήταν συνεπής, αλλά προέβαινε σε άτακτες, έναντι αυτού, καταβολές, τις οποίες σταδιακά διέκοψε στο σύνολο τους. Παράλληλα, η εναγομένη σταμάτησε να καλύπτει τα έξοδα συντήρησης του πλοίου και την τροφοδοσία του πληρώματος, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να αδυνατούν να ικανοποιήσουν τις βασικές βιοτικές τους ανάγκες. Ότι για τους λόγους αυτούς, που ανάγονται σε υπαίτια αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης, κατήγγειλαν, την 06.03.2014, τις συμβάσεις εργασίας τους και επαναπατρίστηκαν με δαπάνες του πράκτορα του πλοίου. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες ζητούν, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού της αγωγής τους, με τη μερική τροπή του καταψηφιστικού της αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης και επαναλαμβάνεται στις έγγραφες προτάσεις του (άρθ. 223, 295§1 Κ.Πολ.Δ.), να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει, για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών και για αποζημίωση απόλυσης, στον πρώτο εξ αυτών το ποσό των 20.680,00 δολλαρίων ΗΠΑ, άλλως το ποσό των 18.951,61€ κατά τη μέση επίσημη ισοτιμία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, άλλως το ισόποσο αυτού σε ευρώ κατά την ισοτιμία των νομισμάτων κατά το χρόνο πληρωμής και στους δεύτερο και τρίτο το ποσό των 17.780,00 δολλαρίων ΗΠΑ, άλλως το ποσό των 16.293,98€, σε έκαστο, κατά τη μέση επίσημη ισοτιμία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, άλλως το ισόποσο αυτού σε ευρώ κατά την ισοτιμία των νομισμάτων κατά το χρόνο πληρωμής, προσέτι δε ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει το χρηματικό ποσό των 5.000,00€ σε έκαστο εξ αυτών, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν συνεπεία προσβολής της προσωπικότητας τους, λόγω της ουσιαστικής εγκατάλειψης τους σε ξένο λιμένα, υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, όλα δε τα ανωτέρω με τους νόμιμους τόκους και δη αναφορικά με το κονδύλιο των δεδουλευμένων αποδοχών από το χρόνο που έκαστος επί μέρους μισθός κατέστη ληξιπρόθεσμος και απαιτητός, άλλως από την επομένη της απόλυσης τους, το κονδύλιο της αποζημίωσης απόλυσης και της χρηματικής ικανοποίησης από την επομένη της απόλυσης τους, επικουρικά δε όλα τα ανωτέρω από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής έως την εξόφληση. Ζητούν, τέλος, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 21§§1β και 2 του Κανονισμού ΕΕ 1215/2012του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ως Δικαστήριο του τόπου στον οποίο οι ενάγοντες εργαζόμενοι συνήθως εκτελούσαν την εργασία τους, άλλως του τελευταίου τόπου στον οποίο εκτελούσαν την εργασία τους, καθώς, σύμφωνα με το περιεχόμενο της αγωγής, αυτοί ναυτολογήθηκαν στον Πειραιά και παρείχαν τις εργασίες του σε πλοίο που ελλιμενιζόταν στο λιμάνι του Πειραιά, ενώπιον του οποίου δύναται να εναχθεί, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις και ο εργοδότης που δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος της ΕΕ, αλλά και κατά τη βάση της αδικοπραξίας, ως Δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός (άρθρο 7 αρ. 2 Κανονισμού ΕΕ 1215/2012) και είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ.2, 33, 35 του Κ.Πoλ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 663 επ. του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.). Περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει νόμιμη, εφαρμοζομένου του ελληνικού δικαίου, διότι με αυτό συνδέονται στενότερα οι επίμαχες συμβάσεις ναυτολόγησης (τόπος ναυτολόγησης, παροχής της εργασίας, λύσης των συμβάσεων εργασίας και επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος στην Ελλάδα), ενώ δεν προβλέφθηκε με αυτές η εφαρμογή άλλου δικαίου, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361,648, 652, 653, 655, 662, 669§1, 671, 57, 59 ΑΚ, 68, 70, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 72 επ. του ΚΙΝΔ, εκτός από το μέρος της με το οποίο ζητείται η επιδίκαση των αξιώσεων των εναγόντων από τη σύμβαση εργασίας τους σε δολλάρια, καθώς και η επιδίκαση των ίδιων αξιώσεων στο ισόποσο σε ευρώ κεφάλαιο κατά την ισχύουσα κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ισοτιμία, το οποίο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν σχετικά στη μείζονα σκέψη της παρούσας (Ι) τυγχάνει απορριπτέο, ως μη νόμιμο, αφού, όταν συνομολογείταινόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής, ασκώντας, με την αγωγή την αξίωση του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο της λήξεως ή κάποιον άλλον χρόνο. Επισημαίνεται δε ότι το παρεπόμενο αίτημα καταβολής τόκων τυγχάνει, ειδικά ως προς την αποζημίωση απόλυσης και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εν μέρει νόμιμο και δη μόνο για το χρόνο από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, όπως επικουρικά υποβλήθηκε, καθώς η αποζημίωση απόλυσης δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής, αλλά ο τόκος άρχεται από της οχλήσεως (ΕφΠειρ19/2016, σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013.220, ΕφΠειρ 66/2013, ΤΝΠ Νόμος), ομοίως δε για την υπερημερία του υποχρέου καταβολής χρηματικής ικανοποίησης συνεπεία προσβολής της προσωπικότητας, δέον όπως προηγηθεί όχληση του ως προς την εν λόγω παροχή. Κατόπιν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι μετά τον ως άνω περιορισμό της το καταψηφιστικό αντικείμενο της δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο επί εργατικών διαφορών ελάχιστο όριο απαλλαγής από την καταβολή δικαστικού ενσήμου [ήτοι 20.000,00 ευρώ, βλ. άρθρ. 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 17 του ν. 2479/1997, σε συνδυασμό με Υ.Α. 125804/30-7-2003 Δικ/νης ΦΕΚ 1-8-2003 Β’, σε ΔΕΝ 2003.1279 και άρθ. 7 παρ.3 ν.δ.1544/1942 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 21 παρ.1 ν. 4055/2012].
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλα τα έγγραφα που οι ενάγοντες επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψην είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: η εναγόμενη εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του, υπό σημαία Togo, δεξαμενόπλοιου, με το όνομα «…», νηολογίου…, με αριθμό νηολογίου … και αριθμό …, κ.ο.χ. … και κ.κ.χ. …. Την 08.09.2013, στο Μ. της Γ., μεταξύ του πρώτου ενάγοντος, γεωργιανού υπηκόου και της διαχειρίστρια του ανωτέρω πλοίου «…», καταρτίστηκε προσύμφωνο ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας τεσσάρων μηνών, με ευχέρεια του πλοιοκτήτη για την παράταση ή σύντμηση της, σε εκτέλεση του οποίου ο ενάγων ναυτολογήθηκε την επόμενη ημέρα στο ως άνω πλοίο, στον λιμένα του Πειραιά, με την ειδικότητα του Υποπλοιάρχου. Ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συμφωνήθηκε στο ποσό των 2.200,00 δολλαρίων ΗΠΑ («κλειστός μισθός»). Περαιτέρω, την 01.05.2013, στο Μ. της Γ., μεταξύ του δεύτερου ενάγοντος και της ως άνω διαχειρίστριας εταιρείας, καταρτίστηκε προσύμφωνο ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας τεσσάρων μηνών, με ευχέρεια του πλοιοκτήτη για την παράταση ή σύντμηση της, σε εκτέλεση του οποίου ο ενάγων ναυτολογήθηκε την επόμενη ημέρα στο ως άνω πλοίο, στον λιμένα του Πειραιά, με την ειδικότητα του Προσοντούχου Ναύτη. Ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συμφωνήθηκε στο ποσό των 1.400,00 δολλαρίωνΗΠΑ («κλειστός μισθός»). Επίσης, την 01.05.2013, στο Μ. της Γ., καταρτίστηκε προσύμφωνο ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας τεσσάρων μηνών, με ευχέρεια του πλοιοκτήτη για την παράταση ή σύντμηση της, σε εκτέλεση του οποίου ο ενάγων ναυτολογήθηκε την επόμενη ημέρα στο ως άνω πλοίο, στον λιμένα του Πειραιά, με την ειδικότητα του Προσοντούχου Ναύτη. Ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συμφωνήθηκε στο ποσό των 1.400,00 δολλαρίων ΗΠΑ («κλειστός μισθός»). Ειδικότερα οι ενάγοντες ναυτολογήθηκαν στο Πέραμα, στις εγκαταστάσεις του Ναυπηγείου Κελαϊδή, όπου το πλοίο ήταν ελλιμενισμένο, παρείχαν δε τις υπηρεσίες του σε αυτό, υπό τις ανωτέρω ειδικότητες τους, και μετά το πέρας διάρκειας των συμβάσεων τους, οι οποίες ανανεώθηκαν, με σιωπηρή συμφωνία των μερών, για αόριστο χρόνο. Η εναγομένη, ωστόσο, από την έναρξη ήδη των ένδικων συμβάσεων ναυτολόγησης, δεν κατέβαλλε τις συμφωνηθείσες τακτικές αποδοχές των εναγόντων στο σύνολο τους, αλλά προέβαινε σε άτακτες, έναντι αυτών, καταβολές, τις οποίες σταδιακά διέκοψε στο σύνολό τους, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις των τελευταίων, μέσω του πράκτορα του πλοίου στον λιμένα του Πειραιά, όπου το πλοίο εξακολουθούσε να ελλιμενίζεται. Παράλληλα, η εναγομένη, από τις αρχές του έτους 2014, άρχισε σταδιακά να υποχρηματοδοτεί το εν λόγω πλοίο και τελικά διέκοψε ολοσχερώς τη χρηματοδότηση του και δη την κάλυψη των τρεχόντων εξόδων συντήρησης και εφοδιασμού του με τροφοεφόδια, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να στερούνται και των στοιχειωδών μέσων διαβίωσης (κυρίως τροφοδοσία, παροχή νερού, ηλεκτρικού ρεύματος). Για τους ανωτέρω λόγους οι ενάγοντες προέβησαν,την 06.03.2015, στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, λόγω βαρέων παραβάσεων των καθηκόντων της πλοιοκτήτριας, συνιστάμενων στο γεγονός της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών τους, αλλά και της μη κάλυψης των αναγκών διαβίωσης τους στο πλοίο και ακολούθως επαναπατρίστηκαν με δαπάνες του πράκτορα του πλοίου. Για το συνολικό διάστημα εργασίας του πρώτου ενάγοντος η εναγομένη όφειλε να καταβάλει σε αυτόν το ποσό των (2.200,00 δολ. ΗΠΑ Χ 17,9 μήνες = 39.380,00 δολ., έναντι του οποίου ο ενάγων έχει λάβει συνολικά το ποσό των 19.800,00δολ και δικαιούται ακόμη το ποσό των (39.380,00 – 19.800,00=) 19.580,00 δολ.ΗΠΑ. Επίσης, η εναγομένη οφείλει στον πρώτο ενάγοντα τον μισθό δέκα πέντε ημερών, ως αποζημίωση απόλυσης, ήτοι ποσό (2.200,00 δολ. : 2=) 1.100,00 δολ.ΗΠΑ. Για το συνολικό διάστημα εργασίας του δεύτερου ενάγοντος η εναγομένη όφειλε να καταβάλει σε αυτόν το ποσό των (1.400,00 δολ. ΗΠΑ Χ 22,2 μήνες = 31.080,00 δολ., έναντι του οποίου ο ενάγων έχει λάβει συνολικά το ποσό των 14.000,00δολ. και δικαιούται ακόμη το ποσό των (31.080,00 – 14.000,00=) 17.080,00 δολ.ΗΠΑ. Επιπλέον, η εναγομένη οφείλει στο δεύτερο ενάγοντα τον μισθό δέκα πέντε ημερών, ως αποζημίωση απόλυσης, ήτοι ποσό (1.400,00 δολ. : 2=) 700,00 δολ.ΗΠΑ. Για το συνολικό διάστημα εργασίας του τρίτου ενάγοντος η εναγομένη όφειλε να καταβάλει σε αυτόν το ποσό των (1.400,00 δολ. ΗΠΑ Χ 22,2 μήνες =) 31.080,00 δολ., έναντι του οποίου ο ενάγων έχει λάβει συνολικά το ποσό των 14.000,00δολ και δικαιούται ακόμη το ποσό των (31.080,00 – 14.000,00=) 17.080,00 δολ.ΗΠΑ. Επιπλέον, η εναγομένη οφείλει στον τρίτο ενάγοντα τον μισθό δέκα πέντε ημερών, ως αποζημίωση απόλυσης, ήτοι ποσό (1.400,00 δολ. : 2=) 700,00 δολ.ΗΠΑ. Τέλος, συνεπεία των ανωτέρω παράνομων παραλείψεων της εναγομένης και δη της παράλειψης καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών των εναγόντων, σε συνδυασμό με τη διακοπή τροφοδοσίας του πλοίου, επήλθε προσβολή της προσωπικότητας των τελευταίων, ως ανθρώπων και εργαζομένων, δεδομένου ότι αυτοί ουσιαστικά εγκαταλείφθηκαν από την εργοδότρια εταιρεία, σε ξένο λιμένα, στερούμενοι των στοιχειωδών μέσων διαβίωσης και αναγκαζόμενοι να ζητούν βοήθεια από τρίτα πρόσωπα προκειμένου να εξασφαλίσουν τη διατροφή τους και την εν γένει συντήρηση τους. Εν όψει δε τoυ είδους και της βαρύτητας της ως άνω προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων, του βαθμού του πταίσματος των εκπροσώπων της εναγομένης, οι οποίοι επέδειξαν παντελή αδιαφορία έναντι των εναγόντων και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, το ύψος της δικαιούμενης από κάθε ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 3.000,00 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο. Μετά ταύτα πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και Α. να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να καταβάλει, για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών και αποζημίωση απόλυσης στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής ποσό των 20.680,00 δολαρίων ΗΠΑ, στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής ποσό των 17.780,00 δολαρίων ΗΠΑ και στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής ποσό των 17.780,00 δολαρίων ΗΠΑ και Β. να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το χρηματικό ποσό των 3.000,00€, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν συνεπεία προσβολής της προσωπικότητας τους, νομιμότοκα ως ακολούθως: για τις δεδουλευμένες αποδοχές από την πρώτη ημέρα του επομένου του μηνός στον οποίον αφορούν και για την αποζημίωση απόλυσης και τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης από την επομένη επίδοσης της κρινόμενης αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Επίσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, γιατί η επιβράδυνση της εκτέλεσης της είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, ενόψει και της φύσης των επίδικων απαιτήσεων ως προερχόμενων από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (907, 908 παρ.1 ε΄ και 910 περ. 4. ΚΠολΔ). Ακολούθως, πρέπει να οριστεί παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την εναγομένη κατά της απόφασης αυτής (αρθρ. 591 παρ.1, συνδ. αρθρ. 505 και 673 ΚΠολΔ) και, τέλος, να καταδικαστεί η τελευταία, λόγω της ήττας της, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, (176εδ.α, 191§2 Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.
ΟΡΙΖΕΙ παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, το ύψος του οποίου καθορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής ποσό των είκοσι χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα δολαρίων ΗΠΑ (20.680,00), στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής ποσό των δέκα επτά χιλιάδων ευρώ επτακοσίων ογδόντα δολαρίων ΗΠΑ (17.780,00) και στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής ποσό των δέκα επτά χιλιάδων ευρώ επτακοσίων ογδόντα δολαρίων ΗΠΑ (17.780,00), νομιμότοκα, σύμφωνα με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις, έως την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση, ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη, προσωρινά εκτελεστή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙτην υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000,00€), νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της ένδικης αγωγής έως την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων σαράντα ευρώ (1.540,00€).
ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις Ιανουαρίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και ο πληρεξούσιος Δικηγόρος των εναγόντων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ