ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης
4/2017
(14283/…)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ευσταθία Τσάμη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 22 Σεπτεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Ν. Δ. του Ι., κατοίκου Π. Α., ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας Δικηγόρου Γαρυφαλιάς Δάρρα.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει Κ., οδός Ε. . …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Άγγελου Παναγόπουλου και 2) Της εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει Κ., οδός Ε. . ….και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου Ευαγγελίας Κάλφα.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η, από …, αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 23.02.2016, κατόπιν δε νομίμου αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη υπό τίνος εκ των δεσμευομένων υπό συλλογικής συμβάσεως, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη συλλογική σύμβαση όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντιθέτων συμφωνιών. Όροι, όμως, ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκότεροι για τον μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε συλλογική σύμβαση εργασίας είναι επικρατέστεροι. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και συμπεριλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις υφιστάμενες κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής συμβάσεως, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της συμβάσεως, στην οποία με τον ίδιο όρο συμπεριλήφθηκε πρόβλεψη για καταλογισμό στις συμφωνηθείσες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές εκείνων, που θα θεσπισθούν τυχόν στο μέλλον, από της καθιερώσεως των οποίων ενεργοποιείται, η αιτία για την οποία καταβλήθηκαν οι υπέρτερες, δηλαδή η κάλυψη τους συμψηφιστικά. Το ίδιο ισχύει και για τις αξιώσεις από τη ναυτική εργασία, οι οποίες στηρίζονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν κατ` αποκοπή το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη εργασία, γιατί η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ΝΔ 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελαχίστων ορίων συμβατικές αποδοχές στην χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ` αποκοπή αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι ΣΣΝΕ για μερικές ειδικότητες ναυτικών, η οποία μάλιστα φέρει τον χαρακτήρα όχι αποζημιώσεως, αλλά πρόσθετης αμοιβής (ΑΠ 943/1988 ΕΝΔ 1990.99,1. Κοροτζή Ναυτικό Δίκαιο τόμ. Α` σελ. 326 επ., ιδίου Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο σελ. 153 επ.). Συνεπώς, εάν συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικά και παγίως στον ναυτικό κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου υπό της οικείας ΣΣΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία επιμίσθιο, ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτου, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση (ΑΠ 1077/1986 ΕΝΔ 1987.260, ΕφΠειρ 179/1986 ΕΝΔ 1987.168). Το ως άνω επιμίσθιο μπορεί να συμψηφισθεί προς μεταγενέστερες αυξήσεις των προβλεπομένων από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών, μόνον τότε όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση περί του καταλογισμού των μελλοντικών αυξήσεων στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι προκύπτει όταν συμφωνήθηκε μισθός ανώτερος του νομίμου ως κλειστός μισθός, δηλαδή όταν συμφωνηθεί αμοιβή του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, η συμφωνία δε αυτή είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται ν` αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002. 1314, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Η έννοια του κλειστού μισθού περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη ειδικού καθορισμού τους, ενώ το ανωτέρω επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογισθεί στον καταλογισμό (ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009.267). Άλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει την δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΕφΠειρ (Μον) 11/2015, ΕφΠειρ 23/2013, ΕφΠειρ361/2013, ΕφΠειρ 141/2012, ΕφΠειρ 562/2012,Εφ Πειρ 471/2011, δημ.ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Η παροχή πρόσθετης εργασίας από το μισθωτό, κατ` άρθρο 659 ΑΚ, αφορά έκτακτες ανάγκες του εργοδότη και παρέχεται μέσα στα όρια του νόμιμου ωραρίου εργασίας. Αν καλύπτει μόνιμες ανάγκες, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 659 ΑΚ, αλλά αυτές των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1338/1984, ΕΕργΔ 1985.618, Λεωνίδα Ντάσιο, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, Τόμος Α/1, 1999, παρ. 400, σελ. 600, Στυλιανό Βλαστό, Επίτομο Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2001, αριθμ. 153, σελ. 176), ενώ εάν πρόκειται για εργασία πέραν του νόμιμου ωραρίου, τότε θεωρείται υπερεργασία ή υπερωριακή απασχόληση και όχι πρόσθετη εργασία (βλ. ΑΠ 1953/2007, σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 587/1994, ΔΕΝ 1995.21, ΑΠ 901/1992, ΕΕργΔ 1994.232, ΔΕΝ 1993.77, Λ. Ντάσιο, ό.π.). Τούτο ισχύει και όταν η προσθέτως παρεχόμενη εργασία είναι διαφορετική κατά το ποιόν και μη συναφής προς την άλλη, αφού και τότε συντρέχει ο νομοθετικός λόγος που υπαγόρευσε τη θέσπιση χρονικών ορίων εργασίας, δηλαδή η διαφύλαξη της ψυχικής και σωματικής υγείας των εργαζομένων και η παροχή σε καθένα από αυτούς ελεύθερου χρόνου για τη διάθεση του σε άλλους τομείς της ζωής και την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ως ουσιαστικού στοιχείου της αξίας του ανθρώπου (άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδάφιο α` του Συντάγματος). Στην περίπτωση αυτή, αν για καθεμία από τις παραλλήλως παρεχόμενες εργασίες έχει θεσπιστεί ιδιαίτερο συμβατικό ή νόμιμο ωράριο, ως βάση για να κριθεί η συνδρομή (ή μη) υπερεργασίας ή παράνομης υπερωριακής απασχολήσεως και να υπολογιστούν οι οφειλόμενες παροχές, πρέπει να ληφθεί υπόψη η χρονικά προέχουσα απασχόληση, αφού σ` αυτή κατά κύριο λόγο απέβλεψαν οι συμβαλλόμενοι (βλ. ΑΠ 587/1994, ό.π.).
Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι την 04.11.2013 προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε, με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, ως Κυβερνήτης Β΄, στο υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο … κ.ο.χ. …, με αριθμό Νηολογίου Πειραιά 11444, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, το οποίο μετέφερε καύσιμα από τον Ασπρόπυργο, το Πέραμα ή την Ελευσίνα Αττικής και διένειμε αυτά μέσω βυτιοφόρων οχημάτων κυριότητας της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας σε πρατήρια ελληνικών νησιών, που προσέγγιζε το ως άνω πλοίο. Ότι απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, με την ίδια ως άνω ειδικότητα, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων, αντί του αναφερόμενου στην αγωγή «κλειστού» μηνιαίου μισθού, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των όρων της εκάστοτε ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας. Ότι παρείχε τις υπηρεσίες του, ως Κυβερνήτης, στο ανωτέρω πλοίο, καθημερινά, από 04.11.2013 έως 27.11.2013, από 10.02.2014 έως 25.05.2014 και από 05.01.2015 έως 16.04.2015, σε δύο τετράωρες βάρδιες, από 08.00 έως 12.00 και από 20.00 έως 24.00 και από 26.05.2014 έως 29.09.2014, σε δύο εξάωρες βάρδιες, από 00.00 έως 06.00 και από 12.00 έως 18.00, επιπλέον δε, απασχολείτο καθημερινά, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησης του, επί 6 ώρες, κατά μέσον όρο, πέραν του νομίμου ημερήσιου χρόνου εργασίας του, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών και δη καθ’όλη τη διάρκεια του απόπλου – κατάπλου του πλοίου, τη φόρτωση και εκφόρτωση αυτού, κατά την αναμονή (StandBy), αγκυροβολίας και μεθόρμισης του πλοίου, σε περίπτωση που διενεργούνταν εκτός της βάρδιας του, για τη συνολική δε υπερωριακή του απασχόληση του καταβάλλονταν μηνιαίως «κλειστή» αμοιβή υπολειπόμενη της νομίμου. Ότι, πέραν των καθηκόντων του, ως Κυβερνήτη, εκτελούσε και πρόσθετα καθήκοντα οδηγού βυτιοφόρων οχημάτων της δεύτερης εναγομένης, με τα οποία διένειμε τα υγρά καύσιμα στα κατά τόπους πρατήρια, για την πρόσθετη δε αυτή εργασία του δεν αμειβόταν, παρά το γεγονός ότι είχε ρητά συμφωνηθεί με την πρώτη εναγομένη να του καταβάλλεται μηνιαίο επίδομα/μισθός οδηγού ποσού 550,00€. Ότι η ανωτέρω αμοιβή για την εκτέλεση πρόσθετων καθηκόντων οδηγού είχε συνομολογηθεί και με εκπροσώπους της δεύτερης εναγομένης, η οποία ευθύνεται εις ολόκληρον με την πρώτη για την καταβολή της, σύμφωνα με τις διατάξεις περί συμβάσεως έργου του ΑΚ, άλλως σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς κατέστη πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία, σε βάρος της περιουσίας του, εξοικονομώντας τη σχετική δαπάνη απασχόλησης άλλου προσώπου, που όφειλε αυτή να προσλάβει για την εν λόγω εργασία. Τέλος, ο ενάγων εκθέτει ότι η τελευταία εκ των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας του λύθηκε την 16.04.2015, με καταγγελία από την πρώτη εναγομένη, η οποία του κατέβαλε για την αιτία αυτή αποζημίωση, στην οποία ωστόσο δεν συμπεριέλαβε την αναλογία του επιδόματος/μισθού οδηγού και τον μέσο όρο της υπερωριακής του αμοιβής. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του καταβάλει για οφειλόμενη διαφορά υπερωριακής αμοιβής , αποζημίωσης απόλυσης και για μη καταβληθέν επίδομα οδηγού το συνολικό ποσό των 22.443,63€, προσέτι δε, ζητεί, να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη, ευθυνόμενη εις ολόκληρον με την πρώτη, να του καταβάλει το ποσό των 7.112,99€, για την εργασία του ως οδηγού των βυτιοφόρων οχημάτων μεταφοράς καυσίμων, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από το χρόνο που έκαστο επί μέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από το χρόνο απόλυσης του, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής έως και την εξόφληση. Ζητεί, τέλος, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ.2, 25§2 και 33 του Κ.Πoλ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 663 επ. του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.), είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 481επ., 648, 652, 653, 655, 681επ. ΑΚ, 74 περ. 1, 176, 907, 908 παρ. 1 περ. ε΄ και 910αρ.4 Κ.Πολ.Δ., άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 72 επ., 84 του ΚΙΝΔ και στις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων Μ/S – Π/Κ – Ι/Φ, μέχρι 500 κ.ο.χ., έτους 2010, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.7/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, εκτός από: α) το μέρος της με το οποίο ζητείται από την πρώτη εναγομένη η αμοιβή του ενάγοντος ως οδηγού, λόγω της εν τοις πράγμασι παροχής υπηρεσιών οδηγού από αυτόν, διότι, σύμφωνα με το αγωγικό δικόγραφο, ο τελευταίος παρείχε την πρόσθετη εργασία του οδηγού πέραν του νομίμου ωραρίου του ως Κυβερνήτη, ήτοι πέραν του οκταώρου και ως εκ τούτου, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας (ΙΙ), η απασχόληση του αυτή θεωρείται υπερωρία και αμείβεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την κύρια εργασία του, ως Κυβερνήτη, όπως άλλωστε διαλαμβάνεται και στην κρινόμενη αγωγή, με την οποία ζητείται υπερωριακή αμοιβή και για τις ώρες κατά τις οποίες ο ενάγων απασχολήθηκε με τη μεταφορά των καυσίμων στα πρατήρια και β) την επικουρική βάση, με την οποία ο ενάγων αξιώνει να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να του καταβάλει την αμοιβή του, ως οδηγού, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία τυγχάνει απορριπτέα, ως μη νόμιμη, διότι στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από τη μεταξύ των ως άνω διαδίκων σύμβαση έργου και ως εκ τούτου, λόγω της ουσιαστικής και δικονομικής επικουρικότητας της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ο ενάγων δεν δύναται να προσφύγει στις σχετικές διατάξεις, εφόσον κατά το περιεχόμενο της αγωγής υπήρχε έγκυρη μεταξύ τους σύμβαση. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό αντικείμενο της, κατά το ποσό που αυτό υπερβαίνει το προβλεπόμενο επί εργατικών διαφορών ελάχιστο όριο απαλλαγής από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (ήτοι το ποσό των 20.000 ευρώ, βλ. άρθρ. 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 17 του ν. 2479/1997, σε συνδυασμό με Υ.Α. 125804/30-7-2003 Δικ/νης ΦΕΚ 1-8-2003 Β’, σε ΔΕΝ 2003.1279 και άρθ. 7 παρ.3 ν.δ.1544/1942 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 21 παρ.1 ν. 4055/2012), ο ενάγων προσκομίζει και επικαλείται το υπ΄ αριθ. 1 2073504 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιά.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης (ένας από κάθε πλευρά), που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψην είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: στον Πειραιά, την 04.11.2013, μεταξύ του ενάγοντος, απογεγραμμένου ναυτικού και της πρώτης εναγομένης, πλοιοκτήτριας του, υπό ελληνική σημαία, δεξαμενόπλοιου … με αριθμό νηολογίου Πειραιά 11444, κ.ο.χ. …, κ.κ.χ. …, καταρτίστηκε σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του Κυβερνήτη Β, αντί μικτού μηνιαίου μισθού 3.330,16€ [ :1.080,06€ (μισθός ενεργείας) + 237,61€ (επίδομα Κυριακών 22%) + 432,02€ (επίδομα δεξαμενόπλοιου) + 16,54€ (επίδομα ανθυγιεινής εργασίας) + 561,96€ (υπερωρίες Σαββάτου και αργιών) + 262,60€ (απλές υπερωρίες) + 636,25€ (άδεια) + 103,12€ (τροφοδοσία αδείας)]. Βάσει του 6ου όρου της ως άνω σύμβασης η σχέση εργασίας των μερών διέπονταν κατά τα λοιπά από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ. Δυνάμει της ως άνω σύμβασης ο ενάγων απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο έως την 27.11.2013, οπότε απολύθηκε, ενώ την 10.02.2014 επαναπροσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο, αντί του ίδιου ως άνω μηνιαίου μισθού, όπως ανωτέρω αυτός αναλύεται. Την 29.09.2014 ο ενάγων απολύθηκε και την 05.01.2015 επαναπροσλήφθηκε στο ίδιο πλοίο, με την ίδια ειδικότητα, αντί μικτού μηνιαίου μισθού 3.330,16€ [ :1.080,06€ (μισθός ενεργείας) + 237,61€ (επίδομα Κυριακών 22%) + 432,02€ (επίδομα δεξαμενόπλοιου) + 16,54€ (επίδομα ανθυγιεινής εργασίας) + 561,96€ (υπερωρίες Σαββάτου και αργιών) + 262,60€ (απλές υπερωρίες) + 636,25€ (άδεια) + 103,12€ (Δώρο πλοιοκτητών)], ήτοι καταργήθηκε η τροφοδοσία αδείας και προβλέφθηκε η καταβολή ισόποσου δώρου πλοιοκτητών, κατά τα λοιπά δε οι όροι εργασίας του παρέμειναν οι ίδιοι. Ο ισχυρισμός του ενάγοντα, κατά τον οποίο κατά την κατάρτιση των ως άνω συμβάσεων λάμβανε χώρα ρητή (προφορική) συμφωνία μεταξύ των μερών, όπως η πλοιοκτήτρια του καταβάλει μηνιαίως το ποσό των 550,00€ για την εργασία του ως οδηγού των βυτιοφόρων οχημάτων της δεύτερης, δεν κρίνεται βάσιμος, καθώς, στην περίπτωση που τα μέρη συνομολογούσαν τέτοια αμοιβή, θα είχε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, συμπεριληφθεί σχετικός όρος στις ανωτέρω έγγραφες συμβάσεις, όπως γινόταν και κατά το διάστημα της απασχόλησης του ενάγοντος σε έτερο δεξαμενόπλοιο της πρώτης εναγομένης από το έτος 2002 έως και το Σεπτέμβριο του 2013. Εξάλλου ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε διαμαρτυρία για τη μη καταβολή του εν λόγω επιδόματος ή διατύπωσε επιφύλαξη κατά την είσπραξη των μηνιαίων αποδοχών του. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος της με το οποίο ζητείται το σχετικό κονδύλιο βάσει ρητής συμφωνίας των μερών, να απορριφθεί, ως ουσία αβάσιμη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 16.04.2015 ο ενάγων απολύθηκε από την πρώτη εναγομένη, η οποία του κατέβαλε, ως αποζημίωση για την αιτία αυτή, το ποσό των 1.665,08€ (μισθός δεκαπέντε ημερών), έκτοτε δε το πλοίο τέθηκε σε αργία. Η απόλυση του ενάγοντος δεν έγινε αμοιβαία συναινέσει, όπως προσχηματικά αναγράφηκε στο ναυτικό φυλλάδιο του τελευταίου, αλλά λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου, ήτοι χωρίς υπαιτιότητα του ενάγοντος, ο οποίος δικαιούτο τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, απορριπτομένης της ένστασης συμψηφισμού του ως άνω καταβληθέντος ποσού στις επίδικες αξιώσεις. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, καθ΄ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα απασχόλησης του στο δεξαμενόπλοιο …», το οποίο είχε ναυλώσει η δεύτερη εναγομένη από την πρώτη, για το χρονικό διάστημα από 01.01.2014 έως και 31.12.2014, αντί μηνιαίου ναύλου 90.000,00€, προκειμένου να πραγματοποιείται η μεταφορά βαρέων και ελαφρών προϊόντων πετρελαίου από τον Πειραιά σε πρατήρια υγρών καυσίμων με το σήμα της τελευταίας, εγκατεστημένα σε διάφορα νησιά της Ελληνικής Επικράτειας, με τη χρήση προς τούτο των υπ’ αριθ. κυκλ. … και … φορτηγών βυτιοφόρων οχημάτων κυριότητας της, απασχολείτο καθημερινά, κατά το διάστημα ναυτολόγησης του από 04.11.2013 έως 27.11.2013, από 10.02.2014 έως 25.05.2014 και από 05.01.2015 έως 16.04.2015 και κατά τις ημέρες που το δεξαμενόπλοιο εκτελούσε πλόες, ασκώντας καθήκοντα ναύκληρου, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας του, κατά μέσον όρο, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, επί 14 ώρες ημερησίως, ήτοι 6 ώρες πλέον των τετράωρων βαρδιών του (από 08.00 έως 12.00 και από 20.00 έως 24.00) και της νόμιμης οκτάωρης εργασίας του, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών του χρονικού διαστήματος εκτέλεσης πλόων του πλοίου. Η σταθερή υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος αποδεικνύεται άλλωστε εμμέσως και από την καταβολή πάγιων μηνιαίων ποσών από την πρώτη εναγομένη για την αιτία αυτή, ενώ η διάρκεια της προκύπτει λαμβανομένων υπόψη της τακτικής προσέγγισης λιμένων του πλοίου και της άσκησης από τον ενάγοντα των ανατιθέμενων σε αυτόν από τον πλοίαρχο καθηκόντων κατά τον απόπλου, κατάπλου, την αγκυροβολία, εκφόρτωση, μεθόρμιση του πλοίου, αναμονής (standby), αλλά και της πρόσθετης εργασίας του, ως οδηγού, καθώς ο ίδιος, εναλλασσόμενος στα καθήκοντα αυτά με τον Σταμάτιο Μανώλη, Κυβερνήτη, κατά το διάστημα που ήταν και αυτός ναυτολογημένος στο πλοίο και το ναύκληρο Δημήτριο Αντωνίου, οδηγούσε, κατ΄εντολή του πλοιάρχου, τα προαναφερόμενα βυτιοφόρα οχήματα της δεύτερης εναγομένης στα κατά τόπους πρατήρια με το σήμα της τελευταίας και επανέφερε αυτά στο πλοίο, ενεργώντας και δεύτερο δρομολόγιο, όποτε αυτό απαιτείτο. Η πρώτη εναγομένη αρνείται την ως άνω υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, πλην όμως δεν προσκομίζει ανταποδεικτικά κατάσταση υπερωριών, που όφειλε ο πλοίαρχος του πλοίου να καταρτίζει, ανεξάρτητα από τη συμφωνία των μερών για καταβολή «κλειστής» αμοιβής υπερωριών. Εξάλλου, από το ημερολόγιο της γέφυρας προκύπτουν οι σχετικές εργασίες του ενάγοντος και ο χρόνος που αυτές απαιτούσαν, όπως αυτός, κατά μέσον όρο, ανωτέρω προσδιορίσθηκε, ενώ ο ισχυρισμός της εναγομένης, περί οδήγησης των βυτιοφόρων στα κατά τόπους πρατήρια από τοπικούς οδηγούς κρίνεται αβάσιμος, δεδομένου ότι από τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα αποσπάσματα βιβλίου διακίνησης πετρελαίου και ημερήσιου δελτίου δρομολογίων και δελτία αποστολής, αποδεικνύεται η εκ μέρους του οδήγηση των οχημάτων αυτών, την οποία κατ’ εξαίρεση μόνο αναλάμβαναν τοπικοί οδηγοί, με εξαίρεση το νησί της Μυτιλήνης, όπου τη μεταφορά αναλάμβαναν σχεδόν αποκλειστικά οι τοπικοί οδηγοί. Εξάλλου, οι εναγόμενες δεν προσκομίζουν άδειες της Λιμενικής Αρχής, που οι ίδιες ισχυρίζονται ότι εκδίδονταν προκειμένου τα βυτιοφόρα οχήματα να παραλαμβάνονται από τους τοπικούς οδηγούς, ούτε και άλλο αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ο εν λόγω ισχυρισμός τους. Το γεγονός μάλιστα ότι έως τα τέλη του έτους 2013 η πρώτη εναγομένη κατέβαλλε στον Κυβερνήτη Σταμάτιο Μανώλη πάγιο ποσό 550,00€ μηνιαίως, ως επίδομα οδηγού και στον ίδιο τον ενάγοντα αντίστοιχο επίδομα κατά την εργασία του από το έτος 2002 έως το 2012 στο …, πλοιοκτησίας της ιδίας,καταδεικνύει τη χρησιμοποίηση από την πλοιοκτήτρια μελών του πληρώματος, ως οδηγών, για τη μεταφορά των καυσίμων στα πρατήρια. Επίσης, ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης, σύμφωνα με τον οποίον οι ώρες εργασίας του ενάγοντος κατά τη διαδικασία άφιξης του πλοίου στους λιμένες των νησιών, αγκυροβολίας, απόδεσης, άπαρσης αγκυρών, πρυμνιοδέτησης και κατά την αναμονή (standby), δεν θα πρέπει να χαρακτηρισθούν ως υπερωρία, λόγω της εξαίρεσης των εργασιών που αφορούν τους χειρισμούς απάρσεως, αγκυροβολίας, ορμίσεως, μεθορμίσεως και ανεφοδιασμού του πλοίου από το πεδίο ισχύος των διατάξεων για την υπερωριακή απασχόληση με τη διάταξη του άρθρου 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας πλοίων (ΒΔ 683/60 ΦΕΚ Α158), πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, διότι το ως άνω ΒΔ εφαρμόζεται επί πλοίων άνω των 500 κ.ο.χ., ενώ το άρθρο 11 της ισχύουσας εν προκειμένω ΣΣΝΕ παραπέμπει στον ως άνω Κανονισμό αποκλειστικά και μόνο σχετικά με την τήρηση της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 157§7 αυτού κατάστασης υπερωριών και προσθέτων αμοιβών, όχι και στις λοιπές ρυθμίσεις αυτού.Δεν αποδείχθηκε,ωστόσο,κατά το ανωτέρω διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος υπερωριακή εργασία τουκατά τις ημέρες που το πλοίο παρέμενε αγκυροβολημένο στην προβλήτα Ελ Πετρόλή βρισκόταν στα ναυπηγεία της Σαλαμίνας, καθώς τότε ο ενάγων εργαζόταν μόνο στα πλαίσια των δύο τετράωρων βαρδιών του. Περαιτέρω, κατά το διάστημα από 25.05.2014 έως 29.09.2014, κατά το οποίο ο Σταμάτιος Μανώλης, που ασκούσε καθήκοντα Κυβερνήτη του πλοίου είχε αποναυτολογηθεί, ο ενάγων εργαζόταν στο πλοίο ασκώντας καθήκοντα Κυβερνήτη, σε δύο εξάωρες βάρδιες, από 00.00 έως 06.00 και από 12.00 έως 18.00. Ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης, κατά τον οποίον και κατά το διάστημα αυτό ο ενάγων εργαζόταν σε δύο τετράωρες βάρδιες δεν ευσταθεί, καθότι ο ενάγων τότε ήταν ο μοναδικός Κυβερνήτης του πλοίου και εκτελούσε τις φυλακές καταστρώματος, εναλλασσόμενος μόνο με τον πλοίαρχο του πλοίου. Τούτο δε προκύπτει και από το, άνευ ημεροχρονολογίας, έγγραφο, στο οποίο αποτυπώνονται οι φυλακές καταστρώματος – μηχανοσταστίου (εν πλω, εν όρμω, εν αγκυροβολία), που υπογράφεται από τον πλοίαρχο του πλοίου Λυκομήτρο Σταμάτιο και λαμβάνεται υπόψην κατά την προκείμενη διαδικασία, ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο, το οποίο, σε συνδυασμό με την ένορκη επ΄ ακροατηρίω κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης και του δεδομένου της σταθερής μηνιαίας καταβολής στον ενάγοντα των προεκτεθέντων πάγιων ποσών για υπερωρίες, οδηγεί στο ως άνω πόρισμα, περί δωδεκάωρης ημερήσιας εργασίας του ενάγοντος, με την άσκηση των καθηκόντων του αξιωματικού γεφύρας, ακόμη και κατά τις ημέρες που το πλοίο ήταν προσδεμένο στην προβλήτα ELPETROL στο Πέραμα Αττικής, καθώς και κατά τις ημέρες αυτές έπρεπε να υπάρχει στο πλοίο αξιωματικός γέφυρας επί εικοσιτετραώρου βάσεως, πλην όμως κατά τις ημέρες αυτές που το πλοίο ήταν σε ακινησία δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εκτελούσε υπερωριακή εργασία πέραν του χρονικού πλαισίου των βαρδιών του. Επίσης, ο ενάγων,κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ασκούσε επιπροσθέτως καθήκοντα υπευθύνου εκφορτώσεων και συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια των εργασιών φόρτωσης και εκφόρτωσης των μεταφερόμενων υγρών καυσίμων, ήτοι κατά τη φόρτωση των καυσίμων στο δεξαμενόπλοιο, τη μετάγγιση αυτών από το δεξαμενόπλοιο στα βυτιοφόρα οχήματα μόλις το πλοίο κατέπλεε στα λιμάνια προορισμού του, τη μεταφορά των καυσίμων στα πρατήρια των νησιωτικών περιοχών (ενδεικτικά Κέα, Άνδρος, Τήνος, Μύκονος, Πάρος, Νάξος, Σαντορίνη, Κάλυμνος, Σάμος, Μυτιλήνη), την επάνοδο των βυτιοφόρων οχημάτων στο πλοίο, καθώς και την επαναφόρτωση και την εκ νέου επάνοδο, όποτε αυτή απαιτείτο, η οποία (συνολική διάρκεια), κατά μέσον όρο, ανήρχετο σε τρεις (3) ώρες, ο ενάγων, ως Κυβερνήτης Β, είχε – εκ του νόμου και εν τοις πράγμασι – τα καθήκοντα εποπτείας της διαδικασίας αυτής, όπως αποδεικνύεται και από το προσκομιζόμενο από την πρώτη εναγομένη απόσπασμα του βιβλίου πετρελαίου του πλοίου, στο οποίο αναγράφεται ο υπεύθυνος αξιωματικός για τη διαδικασία της φόρτωσης και εκφόρτωσης των καυσίμων, σε συνδυασμό και με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, ενώ κατά το διάστημα αυτό δεν εκτελούσε χρέη οδηγού. Τέλος, ο ενάγων απασχολήθηκε και κατά το διάστημα αυτό, ασκώντας τα συναφή με την ειδικότητα του καθήκοντα, κατά τη διαδικασία άφιξης του πλοίου στους λιμένες των νησιών, αγκυροβολίας, απόδεσης, άπαρσης αγκυρών, πρυμνιοδέτησης και κατά την αναμονή (standby). Η συνολική ως άνω απασχόληση του, σύμφωνα με τις σχετικές καταγραφές του ημερολογίου γέφυρας και τα διδάγματα της κοινής πείρας είχε μέση ημερήσια διάρκεια δέκα τεσσάρων ωρών.Περαιτέρω, η αξίωση του ενάγοντος για υπερωριακή αμοιβή κατά το χρονικό διάστημα από 04.11.2013 έως 27.11.2013 έχει υποπέσει στην ενιαύσια παραγραφή των άρθρων 289, 291 του Κ.Ι.Ν.Δ., η οποία άρχεται άμα τη λήξει του έτους καθ’ ο συμπίπτει η αφετηρία αυτής (291εδ.α ΚΙΝΔ) και συνεπώς έχει ήδη συμπληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής (30.12.2015), η οποία επιδόθηκε νομίμως στις εναγόμενες, απορριπτομένων, κατά συνέπεια, ως ουσία αβασίμων των σχετικών επιμέρους αγωγικών κονδυλίων, κατά παραδοχήν της σχετικής ένστασης που προέβαλε η πρώτη εναγομένη, η οποία είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις ως άνω διατάξεις, καθώς και σε αυτή του άρθρου 247 του ΑΚ, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης. Σημειωτέον δε ότι ο ενάγων απαραδέκτως προτείνει με την προσθήκη των προτάσεων του ισχυρισμό περί διακοπής της παραγραφής των ανωτέρω αξιώσεων λόγω ρητής αναγνώρισης τους από την πρώτη εναγομένη, δια των προστηθέντων αυτής Διευθυντών Δ Δ. (μάρτυρα ανταπόδειξης) και Χ. Ρ., καθώς ο ισχυρισμός αυτός έδει, κατ΄ άρθρο 591§1 Κ.Πολ.Δ., να προταθεί προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και να καταχωρισθεί στα πρακτικά.Κατόπιν των ανωτέρω ο ενάγων εργάσθηκε : α) κατά το χρονικό διάστημα από 10.02.2014 έως 29.05.2014, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια επί 36,7 καθημερινές, 5 Σάββατα, 5 Κυριακές και 1 αργία,επί 14 ώρες ημερησίως. Κατόπιν τούτων ο ενάγων δικαιούτο, σύμφωνα με τη διέπουσα τη σχέση εργασίας του ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων Μ/S – Π/Κ – Ι/Φ, μέχρι 500 κ.ο.χ., έτους 2010, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.7/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, για τηδεκατετράωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες και για την πέραν των οκτώ ωρών (εξάωρη) εργασία του τις Κυριακές το συνολικό ποσό των (154ώρες Χ 9,36€=) 1.441,44€ και για την πέραν των οκτώ ωρών εργασία του κατά τις καθημερινές το ποσό των (220,2 ώρεςΧ 7,80€=) 1.717,56€, ήτοι συνολικά το ποσό των 3.159,00€, εκ των οποίων έλαβε από την πρώτη εναγομένη, ως «κλειστή» υπερωριακή αμοιβή, όπως συνομολογεί ο ίδιος και προκύπτει από τις μισθοδοτικές του καταστάσεις, το συνολικό ποσό των 2.836,30€ και συνεπώς του οφείλεται διαφορά ποσού 322,70€. β) κατά το χρονικό διάστημα από 26.05.2014 έως 29.09.2014, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια επί 67,67 καθημερινές, 14,77 Σάββατα, 13,33 Κυριακές και 1 αργία, επί 14 ώρες ημερησίως, για τις οποίες δικαιούτο, σύμφωνα με την ανωτέρω ΣΣΝΕ, για τη δεκατετράωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες και για την πέραν των οκτώ ωρών (εξάωρη) εργασία του τις Κυριακές το συνολικό ποσό των (300,76ώρες Χ 9,36€=) 2.815,11€ και για την πέραν των οκτώ ωρών εργασία του κατά τις καθημερινές το ποσό των (406,02 ώρες Χ 7,80€=) 3.166,96€, ήτοι συνολικά το ποσό των 5.982,07€. Επίσης, ο ενάγων, κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα εργάσθηκε στο πλοίο κατά τις ημέρες που ήταν ακινητοποιημένο στην προβλήτα Ελ Πετρόλ ή στα ναυπηγεία Σαλαμίνας, επί 12 ώρες ημερησίως, εκτελώντας τις δύο εξάωρες βάρδιες του και συγκεκριμένα εργάσθηκε με το ανωτέρω ωράριο επί 23,22 καθημερινές, 3,23 Σάββατα, 4,67 Κυριακές και 1 αργία, για τις οποίες δικαιούτο, σύμφωνα με την ανωτέρω ΣΣΝΕ, για τη δωδεκάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες και για την πέραν των οκτώ ωρών (τετράωρη) εργασία του τις Κυριακές το συνολικό ποσό των (69,44ώρες Χ 9,36€=) 649,95€ και για την πέραν των οκτώ ωρών εργασία του κατά τις καθημερινές το ποσό των (92,88 ώρες Χ 7,80€=) 724,46€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.374,41€.Συνολικά, επομένως, για το ανωτέρω διάστημα της ναυτολόγησης του, ο ενάγων δικαιούτο, ως υπερωριακή αμοιβή το ποσό των (5.982,07+ 1.374,41=) 7.356,48€, εκ των οποίων έλαβε από την πρώτη εναγομένη, ως «κλειστή» υπερωριακή αμοιβή, όπως ο ίδιος συνομολογεί και προκύπτει από τις μισθοδοτικές του καταστάσεις, το συνολικό ποσό των 3.430,34€ και συνεπώς του οφείλεται διαφορά ποσού 3.926,14€.γ) κατά το χρονικό διάστημα από 05.01.2015 έως 16.04.2015, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια επί 20,46 καθημερινές, 3,95 Σάββατα και 4 Κυριακές, επί 14 ώρες ημερησίως και συνεπώς δικαιούτο, σύμφωνα με την ανωτέρω ΣΣΝΕ, για τη δεκατετράωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και για την πέραν των οκτώ ωρών (εξάωρη) εργασία του τις Κυριακές το συνολικό ποσό των (79,3ώρες Χ 9,36€=) 742,20€ και για την πέραν των οκτώ ωρών εργασία του κατά τις καθημερινές το ποσό των (122,80 ώρες Χ 7,80€=) 957,80€, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.700,00€, εκ των οποίων έλαβε από την πρώτη εναγομένη, ως «κλειστή» υπερωριακή αμοιβή, όπως συνομολογεί ο ενάγων και προκύπτει από τις μισθοδοτικές του καταστάσεις, το συνολικό ποσό των 2.830,99€ και συνεπώς ουδέν ποσό του οφείλεται για την αιτία αυτή. Συνολικά, επομένως, για την ανωτέρω υπερωριακή του απασχόληση, ο ενάγων δικαιούται ακόμη από την πρώτη εναγομένη το ποσό των (322,70 + 3.926,14=) 4.248,84 ευρώ. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη κατέβαλλε μηνιαίως στον ενάγοντα τα κατωτέρω αναφερόμενα χρηματικά ποσάμε την αιτιολογία «Δώρο Πλοιοκτητών», τα οποία, σύμφωνα με ρητό όρο των συμβάσεων του (όρος 17), διατηρούσε την ευχέρεια να καταβάλλει «ως επιμίσθιο (ΔΩΡΟ ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΗ /bonus) σε αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Το ποσό αυτό δεν αποτελεί μέρος του μισθού του ναυτικού αλλά δωρεάν παροχή της εταιρείας προς αυτόν και κατά την έννοια αυτή η παροχή είναι ελευθέρως ανακλητή απ’ αυτήν οποτεδήποτε, η δε εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα με μονομερή δήλωσή της προς το ναυτικό να καταλογίζει την παροχή αυτή προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση ή και να συμψηφίζει το ποσό αυτό με μεταγενέστερες αυξήσεις του τελευταίου από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών». Από το περιεχόμενο του όρου αυτού σαφώς προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε τα ανωτέρω καταβαλλόμενα στον ενάγοντα χρηματικά ποσά (bonus) να είναι δεκτικά συμψηφισμού με τις αξιώσεις του τελευταίου από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας του, συμπεριλαμβανομένων και των αξιώσεων του από πρόσθετη αμοιβή λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, ενόψει του ότι η ειδικότερη συμφωνία για συμψηφισμό αφορά οποιαδήποτε αξίωση του ναυτικού που απορρέει από την εν λόγω σύμβαση, μη ισχυούσης εν προκειμένω της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 4 του ΝΔ 4020/1959, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν σχετικά στη μείζονα σκέψη της παρούσας (Ι). Τούτο δε διότι, συμφωνηθέντος μεταξύ των μερών πληρωμής «κλειστού» μισθού, το ως άνω μηνιαίο δώρο πλοιοκτητών φέρει τον χαρακτήρα επιμισθίου, καταβαλλόμενο τακτικώς και παγίως και συνεπώς η πλοιοκτήτρια εναγόμενη εταιρεία μπορεί να το καταλογίσει προς την οφειλόμενη αμοιβή από υπερωριακή εργασία του ενάγοντος. Το εν λόγω ποσό καταβλήθηκε τακτικά καθ’ έκαστο μήνα εργασίας του ενάγοντος και ανέρχεται συνολικά, για το επίδικο χρονικό διάστημα, στο ποσό των (73,33€ για τον Μάιο 2014 + 550,00€ για τον Ιούνιο 2014 + 550,00€ για τον Ιούλιο 2014 + 550,00€ για τον Αύγουστο 2014 + 531,67€ για το Σεπτέμβριο 2014 + 92,81€ για τον Ιανουάριο 2015 + 103,12€ για το Φεβρουάριο 2015 + 103,12€ για τον Μάρτιο 2015 + 55,00 για τον Απρίλιο 2015=) 2.609,05 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τους προσκομιζόμενους από την πρώτη εναγομένη λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος. Επομένως, η εναγομένη παραδεκτώς και νομίμως (440, 441, 452, 422 ΑΚ) προτείνει το ποσό αυτό σε συμψηφισμό προς την οφειλόμενη αμοιβή υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος και, συνακόλουθα, κατά παραδοχή, ως εν μέρει βάσιμης από ουσιαστική άποψη της προβαλλόμενης εκ μέρους της ένστασης συμψηφισμού, οφείλεται στον ενάγοντα, ως αμοιβή για την ανωτέρω υπερωριακή του απασχόληση, διαφορά ποσού (4.248,84 – 2.609,05=) 1.639,79 ευρώ, ενώ δεν αποδείχθηκε συμφωνία καταλογισμού της καταβαλλόμενης τροφοδοσίας αδείας στον ενάγοντα, απορριπτομένης της ένστασης συμψηφισμού κατά το μέρος της τούτο. Τέλος, όπως προεκτέθηκε, ο ενάγων απολύθηκε την 16.04.2015, με καταγγελία από την πρώτη εναγομένη, η οποία του κατέβαλε, ως αποζημίωση για την αιτία αυτή, το ποσό των 1.665,08€, έκτοτε δε το πλοίο τέθηκε σε αργία. Η αποζημίωση απόλυσης υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος κατά τον τελευταίο μήνα πριν την απόλυση με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, στις αποδοχές δε αυτές περιλαμβάνεται και η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, δοθέντος ότι αυτήκαταβάλλονταν, ωςαντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ενάγοντος, τακτικώς καθ` έκαστομήνα της απασχόλησης του. Ο μέσος όρος της νόμιμης μηνιαίας αμοιβής για την αιτία αυτή είναι 1.832,10 ευρώ (12.215,48 ευρώ: 200 ημέρες εργασίας = 61,07 Χ 30 ημέρες) και η αναλογία δέκα πέντε ημερών ισούται με ποσό (1.832,10: 30 Χ 15=) 916,05€. Η πρώτη εναγομένη υπολόγισε στην καταβληθείσα αποζημίωση μέσο όρο υπερωριών ποσού 412,28€ και συνεπώς ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή διαφορά ποσού (916,05 – 412,28=) 503,77 ευρώ. Τέλος, από το περιεχόμενο της, από 31.12.2013, σύμβασης χρονοναύλωσης, που καταρτίστηκε μεταξύ των εναγομένων, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εξ αυτών (εκναυλώτρια) είχε αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλλει, μεταξύ άλλων, τους μισθούς και τα έξοδα πληρώματος, ενώ από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ειδικότερη συμφωνία (σύμβαση έργου), βάσει της οποίας η δεύτερη εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στους οδηγούς των βυτιοφόρων αμοιβή για τη μεταφορά των καυσίμων από το πλοίο στα κατά τόπους πρατήρια της, όπως αβάσιμα διατείνεται ο ενάγων με την αγωγή του, η οποία συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της τελευταίας και τα δικαστικά έξοδα αυτής, κατά παραδοχήν του σχετικού αιτήματος της, να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του (176,191§2Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Μετά ταύτα πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή, εν μέρει, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.639,79€ για διαφορά υπερωριακής αμοιβής, με τους νόμιμους τόκους από την πρώτη ημέρα του επομένου του μηνός εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η υπερωριακή εργασία και το ποσό των 503,77€ για διαφορά αποζημίωση απόλυσης, με τους νόμιμους τόκους από την επομένη επίδοσης της αγωγής (βλ. για έναρξη υποχρέωσης τοκοδοσίας ΟλΑΠ 40/2002, ΕφΠειρ19/2016, σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013. 220, ΕφΠειρ 66/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011, 271, ΕφΠειρ 676/2010, ΕΝαυτΔ 2011, 105, ΕφΠειρ 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009, 102). Επίσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, διότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης της είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ενόψει και της φύσης των επίδικων απαιτήσεων ως προερχόμενων από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (907, 908 παρ.1 ε΄ και 910 περ. 4. ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η πρώτη εναγομένη, στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, κατά το λόγο της νίκης και ήττας εκάστου των διαδίκων (178§1, 191§2 Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη της δεύτερης εναγομένης, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200,00).
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρειτην αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν σαράντα τριών ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (2.143,56€), νομιμότοκα, σύμφωνα με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις, έως την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση, ως προς την αμέσως προηγούμενη διάταξη της, προσωρινά εκτελεστή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της πρώτης εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200,00€).
ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ