Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

…-216 ΚΠολΔ,ΕΦΟΠΛΙΣΤΗΣ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ,ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΗΣ-479 ΑΚ (προϋποθέτει προσωπική ευθύνη)

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ     96 /2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία …, «…», με διακριτικό τίτλο … «…», που εδρεύει στην Ελλάδα, στο δήμο Π. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς της δικηγόρου Μαρίας Ζαχαρίου.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία … (…), με καταστατική έδρα τον Π., ουσιαστικά με πραγματική έδρα στην Ελλάδα στην πόλη του ….. όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) εταιρείας με την επωνυμία … (…), με πραγματική έδρα στην Ελλάδα στην πόλη του Π……, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, και 3) εταιρείας με την επωνυμία … (…) με καταστατική έδρα την Ι., ουσιαστικά με πραγματική έδρα στην Ελλάδα στην πόλη του ….. όπως εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες δεν παραστάθηκαν, 4) εταιρείας με την επωνυμία … (…), ουσιαστικά με πραγματική έδρα στην Ελλάδα στην Β., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 5) εταιρείας με την επωνυμία … (…), ουσιαστικά με πραγματική έδρα στην Ελλάδα στην Β., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, και 6) …….. με …, που διαμένει νόμιμα στη Β. και διατηρεί την επαγγελματική του εγκατάσταση στα γραφεία της εταιρείας … (…) με καταστατική έδρα τον Π., ουσιαστικά με πραγματική έδρα στην Ελλάδα στην πόλη του Π……, οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιάς τους δικηγόρου Αμαλίας Σκλαβενίτη.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-12-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθ. κατάθ. … και με αριθ. κατάθ. …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Από τις υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, …, που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα της κρινόμενης αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στις τρεις πρώτες εναγόμενες εταιρείες στον τόπο της πραγματικής τους έδρας, ήτοι στον Π……. (επί των οδών …, αντίστοιχα για την πρώτη και δεύτερη των εναγομένων), στη δε τρίτη των εναγομένων δια της πρώτης εξ αυτών (εναγομένων) με την αναφερόμενη στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής ιδιότητά της ως διαχειρίστριας του πλοίου της (τρίτης εναγομένης) … (βλ. και ΕφΠειρ 299/2006 ΕΝΔ 2007. 39, 1316/1995 Επ.Εμπ.Δικ. 1996. 570), κατ’ άρθρα 126 παρ. 1 περ. δ΄, 128 παρ. 4, 129, 228 και 229 ΚΠολΔ). Οι τρεις πρώτες εναγόμενες, όμως, δεν εκπροσωπήθηκαν κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, συνεπώς, πρέπει να δικαστούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ).

Ο ΚΙΝΔ διακρίνει μεταξύ κυριότητας και εκμετάλλευσης του πλοίου (άρθρα 105 και 106 του Ν. 3816/1958), οι οποίες δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκη στο ίδιο πρόσωπο. Έτσι, κύριος του πλοίου είναι ο μη εκμεταλλευόμενος αυτό ιδιοκτήτης, ενώ εφοπλιστής είναι ο εκμεταλλευόμενος για δικό του λογαριασμό πλοίο ανήκον κατά κυριότητα σε άλλον. Η εκμετάλλευση αυτή, που μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση, εμπράγματη ή ενοχική, αλλά και σε πραγματική κατάσταση, και η οποία δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η επί σκοπώ κέρδους διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών, όπως η μεταφορά πραγμάτων και προσώπων, αλιεία, ρυμούλκηση κλπ. Βασική, ωστόσο, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο, και πέραν της απολαβής των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Για τις εκ του εφοπλισμού δε απαιτήσεις ευθύνεται απεριορίστως ο εφοπλιστής, ενώ παράλληλη ευθύνη υπέχει και ο κύριος του πλοίου (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), η οποία όμως είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη, δηλαδή ο τελευταίος ευθύνεται μόνον διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, ενώ ο δανειστής μπορεί να στραφεί και κατά του ίδιου (κυρίου του πλοίου) ώστε να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο (βλ. και ΑΠ 954/2004 ΕΝΔ 32. 342, ΕφΠειρ 346/2004 ΕΝΔ 32. 194, 1109/2003 ΕΝΔ 31. 453, 156/2002 ΕΝΔ 30. 388). Δεν υπάρχει δηλαδή παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, απλώς είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του, για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012. 269, 37/2011 ΕΝΔ 2011. 114). Συνεπεία των παραπάνω είναι ότι η ευθύνη του απλού κυρίου του πλοίου (εκ του εφοπλισμού) υπάρχει μόνο εφόσον τούτο ανήκει σε αυτόν, παύει δε όταν μεταβιβαστεί η κυριότητα σε τρίτο. Επομένως, οι δανειστές των απαιτήσεων που πηγάζουν από τον εφοπλισμό του πλοίου (εάν δεν έχουν ναυτικό προνόμιο ή δεν συντρέχει περίπτωση του 939 του ΑΚ) δεν μπορούν να στραφούν κατά του πλοίου στα χέρια του νέου κυρίου, γιατί δεν υπάρχει πλέον δικαίωμα παρακολουθήσεώς του. Κατά του νέου κυρίου του πλοίου δεν μπορούν να στραφούν οι πιο πάνω δανειστές ούτε βάσει της διατάξεως του άρθρου 479 παρ. 1 του ΑΚ, διότι η διάταξη αυτή προϋποθέτει ενοχική οφειλή και προσωπική ευθύνη, η οποία, όμως, όπως εκτέθηκε ήδη, δεν υπάρχει στο πρόσωπο του κυρίου του πλοίου, η ευθύνη του οποίου για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό είναι αντικειμενική και πραγματοπαγής (ΕφΠειρ 809/2014 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 582/2014 ΕλλΔνη 2015. 532, 747/2005 ΕΝΔ 2005. 441). Περαιτέρω, ο διαχειριστής πλοίου έχει ευρύτατες εξουσίες, οι οποίες αφορούν τόσο την τεχνική, όσο και την εμπορική διαχείριση αυτού (πλοίου). Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοΐας, μεριμνά για την τακτική ή έκτακτη επιθεώρησή του και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών επ’ αυτού, ενώ συνάπτει και συμβάσεις εφοδιασμού του με καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά και άλλα αναγκαία υλικά. Η ανάγκη συντονισμού της διαχείρισης και περιορισμού των εξόδων της ελληνικής πλοιοκτησίας επιδιώκεται να ικανοποιηθεί με την ανάθεση της διαχείρισης και εκπροσώπησης των πλοίων που ανήκουν σε εταιρείες ελεγχόμενες από τα ιδία φυσικά πρόσωπα, σε άλλη εταιρεία ιδρυόμενη για το σκοπό αυτό από τα εν λόγω πρόσωπα. Συνήθως, η διαχειριζόμενη και αντιπροσωπεύουσα τα πλοία των ως άνω εταιρειών είναι αλλοδαπή εταιρεία, η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 ή των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968. Η κατά τα ανωτέρω ανάθεση διαχείρισης δεν αποτελεί ενέργεια αθέμιτη ή παράνομη ούτε προσδίδει καθ’ εαυτή την ιδιότητα του εκμεταλλευομένου το πλοίο στη διαχειρίστρια εταιρεία ή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει κατά κύριο λόγο αυτή και την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται μετά των ενδιαφερομένων για το πλοίο τρίτων επ’ ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ως άμεσος αντιπρόσωπός του. Συνεπώς, τα έννομα αποτελέσματα εκάστης επιχειρούμενης από τον ίδιο δικαιοπραξίας, εντός των πλαισίων της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Εφόσον δε ο διαχειριστής ενεργεί επ’ ονόματι και για λογαριασμό του τελευταίου δεν καθίσταται υποκείμενο εκάστης δικαιοπραξίας, συναπτόμενης υπό την ιδιότητά του αυτή και, κατ’ επέκταση, δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνον όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει εκ των περιστάσεων ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν, όπως και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Προκύπτει, επομένως, ότι ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως τη βούληση να ασκήσει και δεν ασκεί την εκμετάλλευση αυτού για δικό του λογαριασμό. Ο δε εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή μη, επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους και απολαμβάνει τα κέρδη, οι δε δανειστές που δημιουργούνται από τη δράση του διαχειριστή, δύνανται να στραφούν κατά του πρώτου και να αξιώσουν από αυτόν την εκτέλεση της σχετικής σύμβασης ή την καταβολή αποζημίωσης για τη μη εκτέλεσή της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν από το διαχειριστή την ικανοποίηση της απαίτησης αυτής (βλ. και ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009. 13, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα, ώστε να καθίσταται εφικτό, στον μεν εναγόμενο διάδικο να απαντήσει, στο δε δικαστήριο να προβεί σε προσήκουσα απόδειξη. Αν δεν περιέχονται στην αγωγή τα παραπάνω ή περιέχονται αυτά με ασάφειες ή ελλείψεις, τότε αυτή καθίσταται αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Η αοριστία δε αυτή του δικογράφου δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 496/1990 ΕΕργΔ 50. 235, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝ 2000. 41). Περαιτέρω, η αοριστία της αγωγής συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και, γι’ αυτό, οδηγεί στην απόρριψη αυτής (αγωγής) και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, ως απαράδεκτης, γιατί τούτο (απαράδεκτο της αγωγής) ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 43. 418, 365/2000 ΕλλΔνη 41. 301). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι, στα πλαίσια της δραστηριοποίησής της με αντικείμενο την επισκευή υπερπληρωτών της μηχανής πλοίων και εργοστασίων και την εμπορία ανταλλακτικών υπερπληρωτών, συνήψε τις διαλαμβανόμενες στο δικόγραφο συμβάσεις με τις εναγόμενες εταιρείες, δυνάμει των οποίων (συμβάσεων) ανέλαβε, έναντι συμφωνηθέντος ανταλλάγματος, την εκτέλεση των αναφερομένων αναλυτικά εργασιών επισκευής και την πώληση ανταλλακτικών για τα πλοία … με σημαία Π., πλοιοκτησίας της β΄ εναγομένης, … (νυν …) με σημαία Π., που ανήκει πλέον στη συμπλοιοκτησία των δ΄ και ε΄ εναγομένων, και … με σημαία Ι., πλοιοκτησίας της γ΄ εναγομένης, διαχειρίστρια των οποίων (πλοίων) και εκμεταλλευόμενη αυτά για ίδιο λογαριασμό και όφελος είναι η πρώτη εναγόμενη εταιρεία˙ ότι ο στ΄ εναγόμενος είναι το φυσικό πρόσωπο, που κατά την περίοδο της σύναψης των επίδικων συμβάσεων ασκούσε τον εφοπλισμό των ανωτέρω πλοίων, μέχρι το πλοίο … να πωληθεί στις δ΄ και ε΄ εναγόμενες και να μετονομασθεί σε …· ότι οι εναγόμενες, αν και ουδέποτε αμφισβήτησαν την εκτέλεση των επίδικων εργασιών και την πώληση των αναφερόμενων ανταλλακτικών, καθώς και το ύψος του συμφωνηθέντος ανταλλάγματος, αρνούνται να της καταβάλουν αυτό (αντάλλαγμα), παρά τις επανειλημμένες προς τούτο οχλήσεις τους· ότι οι α΄, β΄ και γ΄ εναγόμενες εταιρείες, ο αλλοδαπός εταιρικός τύπος των οποίων προσομοιάζει με την ανώνυμη εταιρεία του ελληνικού δικαίου, έχουν την πραγματική τους έδρα στην Ελλάδα και για τη σύστασή τους δεν έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από το ελληνικό δίκαιο διατυπώσεις, με αποτέλεσμα να είναι μεν άκυρες ως ανώνυμες εταιρείες κατά την ελληνική έννομη τάξη, να αποτελούν όμως “εν τοις πράγμασι” αφανείς εταιρίες με μοναδικό μέτοχο και εταίρο τον στ΄ εναγόμενο, ο οποίος εξ αυτού του λόγου είναι συνυπεύθυνος αλληλέγγυα και εις ολόκληρον μ’ αυτές για τα ένδικα χρέη. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητεί να υποχρεωθούν, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, οι α΄, β΄, γ΄ και στ΄ εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 23.623,00 ευρώ, και οι δ΄ και ε΄ εναγόμενες, με βάση τη διάταξη του άρθρου 479 του ΑΚ, αυτό των 9.028,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, για αμφότερα τα εν λόγω ποσά, που αφορούν στο ανεξόφλητο ως άνω συμφωνηθέν αντάλλαγμα, από τη δήλη ημέρα πληρωμής εκάστου εκδοθέντος σχετικά τιμολογίου. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 10, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 22, 25 παρ. 2 και 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. β΄, ε΄ Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Εντούτοις, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας, η υπό κρίση αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, καθόσον στο δικόγραφό της δεν προσδιορίζονται επαρκώς, ήτοι με σαφήνεια και συγκεκριμένη εξειδίκευση, τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων νομιμοποιούνται οι εναγόμενοι για την εναντίον τους άσκηση των ένδικων αξιώσεων της ενάγουσας. Ειδικότερα, η πρώτη εναγομένη φέρεται στο αγωγικό δικόγραφο να ενεργεί τόσο ως εφοπλίστρια των επίδικων πλοίων (όπως και ο έκτος εναγόμενος), όσο και ως διαχειρίστρια αυτών για λογαριασμό των λοιπών εναγόμενων εταιρειών, στην πλοιοκτησία των οποίων ανήκαν, κατ’ άλλους ισχυρισμούς της ενάγουσας, τα εν λόγω πλοία. Εξάλλου, ως αντισυμβαλλόμενες της τελευταίας (ενάγουσας) στην επίδικη σύμβαση για το πλοίο … φέρονται αρχικά στο αγωγικό δικόγραφο να είναι η πρώτη και η τρίτη των εναγομένων και μετέπειτα η πρώτη μαζί με την τέταρτη και πέμπτη εξ αυτών (εναγομένων). Η αντιφατική όμως αυτή έκθεση των ιδιοτήτων υπό τις οποίες ενάγονται οι εναγόμενοι και, συνακόλουθα, η σύγχρονη αναφορά πλοιοκτησίας και εφοπλισμού επί των αυτών πλοίων, η οποία δεν είναι νοητή κατά τα οριζόμενα στην αρχική σκέψη του νομικού συλλογισμού, καθιστά το υπό κρίση δικόγραφο αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, η δε προπεριγραφόμενη αοριστία δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε από τις αποδείξεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της τέταρτης και πέμπτης των εναγομένων με βάση τη διάταξη του άρθρου 479 του ΑΚ, διότι, όπως μνημονεύεται και στην προηγηθείσα νομική σκέψη, για τις διαλαμβανόμενες στο δικόγραφο απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό του πλοίου … (νυν …) η ενάγουσα δεν μπορεί να στραφεί κατά του πλοίου στα χέρια των νέων ως άνω συγκυριών αυτού (πλοίου) εταιρειών βάσει της προεκτιθέμενης διάταξης του άρθρου 479 παρ. 1 του ΑΚ, που προϋποθέτει ενοχική οφειλή και προσωπική ευθύνη, η οποία, όμως, δεν υπάρχει στο πρόσωπο του κυρίου του πλοίου, η ευθύνη του οποίου για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό είναι αντικειμενική και πραγματοπαγής. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους των πρώτης, δεύτερης και τρίτης των εναγομένων άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της, τα δε δικαστικά έξοδα της τέταρτης, πέμπτης και έκτου των εναγομένων, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 180 αναλ. εφαρμ. και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, έκδοση 1996, τόμος Α΄, υπ’ άρθρο 180, αριθ. 1, 3 και 4, σελ. 1035, 1036), σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Σημειωτέον ότι δεν διαλαμβάνεται διάταξη περί επιβολής δικαστικής δαπάνης αναφορικά με τις απολειπόμενες εναγόμενες εταιρείες, διότι λόγω της ερημοδικίας τους δεν υποβλήθηκε από αυτές σχετικό αίτημα (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

          ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των πρώτης, δεύτερης και τρίτης των εναγομένων και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των τέταρτης, πέμπτης και έκτου των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις          -1-2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ