ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΑ – ΜΙΣΘΟΙ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ – ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ – ΔΩΡΑ ΚΛΠ)
Αριθμός απόφασης
99/2017
(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης κλήσης …[S1] )
(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής …[S2] )
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ουρανία Γκίζα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 8 Δεκεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Μ. Φ.[S3] , κατοίκου Ζ.[S4] (οδός …[S5] ), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Νικολάου Αλεξόπουλου.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία «…[S6] .» που εδρεύει στον Π…… επί της οδού …[S7] , νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο.
Ο ΚΑΛΩΝ – ΕΝΑΓΩΝ με την από 9-03-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …[S8] κλήση του, με την οποία ως χρόνος συζήτησης της υπόθεσης προσδιορίστηκε η δικάσιμος της 12-04-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς περαιτέρω συζήτηση την από 15-04-2013 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …[S9] , προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 3-06-2013 και εγγράφηκε στο πινάκιο, μετά δε από αναβολές ματαιώθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντα ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣE ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται για συζήτηση με την υπ’ αριθ. καταθ. δικογρ. …[S10] κλήση η από 15-04-2013 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …[S11] .
Από τις με αριθμούς …[S12] και …[S13] εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γ. Ψ.[S14] , που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινομένης αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 3ης-06-2013, καθώς και αντίγραφο της με αριθμ. εκθ. καταθ. …[S15] κλήσης προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 12-04-2016, επιδόθηκε με επιμέλειά του, νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγομένη, σύμφωνα με τα άρθρα 122 παρ. 1, 123, 124§2, 126 παρ. 1 περ. δ’, 129 και 591 παρ. 1α ΚΠολΔ. Ωστόσο, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού αποδεικνύεται, ότι η εναγομένη δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και, συνακόλουθα αφού η αναβολή της συζητήσεως και η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο, επέχει θέση κλητεύσεως προς όλους τους διαδίκους, χωρίς ν’ απαιτείται νέα τοιαύτη στη μετ’ αναβολή δίκη (άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ), επομένως πρέπει να δικασθεί ερήμην. Η διαδικασία, ωστόσο, προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (αρθρ. 270 παρ.1 τελευτ. εδ. και 271 παρ.1, σε συνδυασμό με αρθρ. 672 του ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και εκπροσώπου της εναγομένης στις 22-11-2002 στον Πειραιά, προσελήφθη από την τελευταία προκειμένου να εργαστεί με την ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου. Ότι έκτοτε, παρείχε ανελλιπώς τις ως άνω υπηρεσίες του στην εναγομένη μέχρι και τις 15-4-2010, οπότε και προέβη σε επίσχεση της υπ’ αυτού παρεχομένης εργασίας, εξαιτίας της μη καταβολής των νομίμων αποδοχών του. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ζητεί, κατά παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, κατόπιν προφορικής δήλωσης του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και επαναλαμβάνεται αναλυτικά στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε στο ακροατήριο (άρ.223, 224, 295 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ.-Α.Π.713/2002 Ελλ.Δνη 44.707) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 66.021,58 ευρώ που αντιστοιχεί σε δεδουλευμένους μισθούς από τον Ιανουάριο έως και τις 15-04-2010, μισθούς υπερημερίας από τις 15-04-2010 έως και τον Μάρτιο του έτους 2013, επίδομα αδείας των ετών 2010, 2011 και 2012, επιδόματα εορτής Πάσχα ετών 2010, 2011, 2012 και 2013 και Χριστουγέννων ετών 2010, 2011 και 2012, καθώς και ποσό 16.457,10 ευρώ, το οποίο αφορά μη ληφθείσες άδειες επί 11 έτη, τα ανωτέρω ποσά δε εντόκως νομίμως αφ’ ότου εκάστη επιμέρους παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθεί η εναγομένη σε καταβολή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης. Ότι επικουρικά, σε περίπτωση που η προαναφερόμενη σύμβαση εργασίας του κριθεί άκυρη, τα παραπάνω ποσά οφείλονται σε αυτόν σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού απορρέουν από ακύρως παρασχεθείσα εργασία και αντιστοιχούν στην ωφέλεια που αποκόμισε η εναγομένη, η οποία συνίσταται στις αποδοχές που θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας, υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας (ειδικότητα, καθήκοντα) με εκείνες του ενάγοντα. Η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 16 αριθ. 2, 25 παρ. 2, 33 και 664 ΚΠολΔ) κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντα το οικείο γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών (βλ. το με αριθμό …[S16] γραμμάτιο του ΔΣΠ). Όμως ως προς το κονδύλιο που αφορά σε μη ληφθείσες άδειες ένδεκα (11) ετών είναι, απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της, καθόσον δεν προσδιορίζεται ποια είναι τα έτη κατά τα οποία ο ενάγων δεν έλαβε την άδειά του, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατο για το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση επί του αιτήματος αυτού. Περαιτέρω ως προς τα υπόλοιπα κονδύλια, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 325, 340, 341, 345, 346, 361, 648, 651, 652, 653, 655 και 656 ΑΚ, 68, 70, 176, 218 και 219 ΚΠολΔ., 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 3, 6 της με αρ. 19040/1981 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1, 3 παρ. 1,3,8 ΑΝ 539/1945, όπως το άρθρο 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν. 3302/2004, ως προς δε την επικουρική της βάση στις ίδιες παραπάνω διατάξεις και σε εκείνες των άρθρων 3, 174, 180 και 904 επ. ΑΚ. Σημειωτέον ότι μετά το μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, μη νόμιμη τυγχάνει η αγωγή, ως προς το αίτημα όπως κηρυχθεί αυτή προσωρινά εκτελεστή, καθόσον η αναγνωριστική απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 904 ΚΠολΔ, η ύπαρξη του οποίου αποτελεί προϋπόθεση της προσωρινής εκτελεστότητας και της εκτελεστότητας της εκδοθησόμενης απόφασης εν γένει. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Από την εκτίμηση της ένορκης εξέτασης του μάρτυρα απόδειξης Ε. Λ.[S17] ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της συζητήσεως και το σύνολο των εγγράφων, τα οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, ακόμη και αν δεν μνημονεύεται ρητά παρακάτω,αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα εξής: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντα και εκπροσώπου της εναγομένης στις 22-11-2002 στον Πειραιά, προσελήφθη από την τελευταία προκειμένου να εργαστεί με την ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου. Έκτοτε, παρείχε ανελλιπώς τις ως άνω υπηρεσίες του στην εναγομένη μέχρι και τις 15-4-2010, οπότε και προέβη σε επίσχεση της υπ’ αυτού παρεχομένης εργασίας, εξαιτίας της μη καταβολής των νομίμων αποδοχών του. Όμως η εναγομένη εξακολουθούσε να μην του καταβάλει τα οφειλόμενα, καταστάσα έτσι υπερήμερη. Επομένως, οφείλει στον ενάγοντα, τις δεδουλευμένες αποδοχές του για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2010 έως και τις 15-04-2010, καθώς και τις αποδοχές του από 15-04-2010 έως και τον Απρίλιο 2013, διάστημα κατά το οποίο, υφισταμένης της επισχέσεως εργασίας, τελούσε σε υπερημερία εργοδότη, ήτοι του οφείλει τα κάτωθι ποσά: αποδοχές Ιανουαρίου 2010 1.251,92 ευρώ, Φεβρουαρίου 2010 1.251,92 ευρώ, Μαρτίου 2010 1.251,92 ευρώ, Απριλίου 2010 1.269,70 ευρώ, Μαΐου 2010 1.296,13 ευρώ, Ιουνίου 2010 1.296,13 ευρώ, Ιουλίου 2010 1.369,02 ευρώ, Αυγούστου 2010 1.369,02 ευρώ, Σεπτεμβρίου 2010 1.423,69 ευρώ, Οκτωβρίου 2010 1.423,69 ευρώ, Νοεμβρίου 2010 1.423,69 ευρώ, Δεκεμβρίου 2010 1.423,69 ευρώ, Ιανουαρίου 2011 1.440,06 ευρώ, Φεβρουαρίου 2011 1.440,06 ευρώ, Μαρτίου 2011 1.440,06 ευρώ, Απριλίου 2011 1.459,06 ευρώ, Μαΐου 2011 1.503,45 ευρώ, Ιουνίου 2011 1.503,45 ευρώ, Ιουλίου 2011 1.503,45 ευρώ, Αυγούστου 2011 1.496,10 ευρώ, Σεπτεμβρίου 2011 1.496,10 ευρώ, Οκτωβρίου 2011 1.496,10 ευρώ, Νοεμβρίου 2011 1.496,10 ευρώ, Δεκεμβρίου 2011 1.496,10 ευρώ, Ιανουαρίου 2012 1.496,10 ευρώ, Φεβρουαρίου 2012 1.496,10 ευρώ, Μαρτίου 2012 1.496,10 ευρώ, Απριλίου 2012 1.496,10 ευρώ, Μαΐου 2012 1.496,10 ευρώ, Ιουνίου 2012 1.496,10 ευρώ, Ιουλίου 2012 1.496,10 ευρώ, Αυγούστου 2012 1.496,10 ευρώ, Σεπτεμβρίου 2012 1.496,10 ευρώ, Οκτωβρίου 2012 1.496,10 ευρώ, Νοεμβρίου 2012 1.496,10 ευρώ, Δεκεμβρίου 2012 1.496,10 ευρώ, Ιανουαρίου 2013 1.496,10 ευρώ, Φεβρουαρίου 2013 1.496,10 ευρώ και Μαρτίου 2013 1.496,10 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 56.262,11 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δεν έχει καταβάλει στον ενάγοντα τα επιδόματα αδείας ετών 2010, 2011 και 2012, τα οποία του οφείλει και συγκεκριμένα για επίδομα αδείας έτους 2010 το ποσό των 711,85 ευρώ (1.423,69 : 2), για επίδομα αδείας έτους 2011 το ποσό των 748,05 ευρώ (1.496,10 : 2) και για επίδομα αδείας έτους 2012 το ποσό των 748,05 ευρώ (1.496,10 : 2), ήτοι συνολικά ποσό 2.207,95 ευρώ. Επίσης αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα τα επιδόματα εορτής Πάσχα ετών 2010, 2011, 2012 και 2013, τα οποία του οφείλει και συγκεκριμένα για επίδομα εορτής Πάσχα 2010 το ποσό των 647,82 ευρώ, για επίδομα εορτής Πάσχα 2011 το ποσό των 754,31 ευρώ, για επίδομα εορτής Πάσχα 2012 το ποσό των 748,05 ευρώ και για αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα 2013 το ποσό των 561,03 ευρώ [1.496,10 € βασικός μισθός : 2 = 748,05 ευρώ Χ 1/15 = 49,87 ευρώ για κάθε 8ήμερο εργασίας Χ 11,25 8ήμερα (90 ημέρες : 8) = 561,03 ευρώ] και συνολικά ποσό 2.711,21 ευρώ, ούτε τα επιδόματα εορτής Χριστουγέννων έτους 2010 ποσού 1.464,38 ευρώ, έτους 2011 ποσού 1.503,45 ευρώ και έτους 2012 ποσού 1.503,45 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσό 4.471,28 ευρώ. Επομένως η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 65.652,55 ευρώ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και από ουσιαστική άποψη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 65.652,55 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής εκάστου αγωγικού κονδυλίου (ΟλΑΠ 39-40/2002), ως ακολούθως: τους μισθούς από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο ο ενάγων παρείχε την εργασία του (άρθρα 341 παρ. 1 και 655 ΑΚ), για τους μισθούς υπερημερίας από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα που ο ενάγων θα προσέφερε την εργασία του, για το επίδομα εορτής Χριστουγέννων και αδείας από την 1-1 του επομένου έτους, αφού σύμφωνα με τα άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του Α.Ν.539/1945, του Ν.4504/1961 και 1 παρ. 3 του Ν.Δ. 4547/1966, δήλη ημέρα καταβολής τους είναι η 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους (ΟλΑΠ 40/2002 ΕΕργΔ 2002.1477, ΑΠ 201/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και για το επίδομα εορτής Πάσχα από 1-5 του έτους στο οποίο πρέπει να καταβληθεί, αφού δήλη ημέρα καταβολής είναι η 30η Απριλίου του έτους αυτού (ΟλΑΠ 40/2002 ο.π.). Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μνεία ότι καθόσον η υφιστάμενη μεταξύ των μερών σύμβαση εργασίας κρίθηκε έγκυρη, παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας της ερειδόμενης στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, επικουρικής βάσης της αγωγής. Ακολούθως, πρέπει να οριστεί παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την εναγομένη κατά της απόφασης αυτής (αρθρ. 591 παρ.1, συνδ. αρθρ. 505 και 673 ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της μερικής ήττας της (άρθρα 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.
-ΟΡΙΖΕΙ παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, το ύψος του οποίου καθορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
-ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων εξακοσίων πενήντα δύο ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (65.652,55 €), εντόκως νομίμως κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα σε βάρος της εναγομένης, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ.
ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 10 Ιανουαρίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντα.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ