Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

  

Αριθμός αποφάσεως      3795 /2017

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

            Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Λέκκου, Πρόεδρο Πρωτοδικών – Εισηγήτρια, Χαρίλαο Παππά, Πρωτόδικη, Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7/2/2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στις νήσους Μ. και εκπροσωπείται νόμιμα, και η οποία στην Ελλάδα εκπροσωπείται από την εταιρεία με την επωνυμία …, η οποία εδρεύει στη Γ., για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ι. Κ. του Κ., κατοίκου Π……, για τον οποίο προκατάθεσε προτάσεις η πληρεξουσία του δικηγόρος … και ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την ίδια ως άνω πληρεξουσία δικηγόρο του, 2) Α. Π. του Γ., κατοίκου Π. Φ. Αττικής, για τον οποίο προκατάθεσε προτάσεις η πληρεξουσία του δικηγόρος … και ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την ίδια ως άνω πληρεξουσία δικηγόρο του, 3) Δ. Κ. του Κ., κατοίκου Π……, ως προς τον οποίο η ενάγουσα, δια των εγγράφων προτάσεών της εδήλωσε ότι δεν εισάγεται προς συζήτηση η ένδικη αγωγή, απόντος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις, 4) … του Ι., κατοίκου Κ. Κ., για τον οποίο προκατάθεσε προτάσεις η πληρεξουσία του δικηγόρος … και ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την ίδια ως άνω πληρεξουσία δικηγόρο του, 5) Ι. Γ. του Β., κατοίκου Π. Φ., για τον οποίο προκατάθεσε προτάσεις η πληρεξουσία του δικηγόρος … και ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την ίδια ως άνω πληρεξουσία δικηγόρο του, 6) … του …, κατοίκου Αθηνών, για την οποία προκατάθεσε προτάσεις η ίδια και η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο αυτοπροσώπως  ως φέρουσα την ιδιότητα της δικηγόρου, και 7) Γ. Π. του Α., κατοίκου Π. Φ., για τον οποίο προκατάθεσε προτάσεις η πληρεξουσία του δικηγόρος … και ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την ίδια ως άνω πληρεξουσία δικηγόρο του.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23/9/2016 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμ. καταθ. … και επί της οποίας προσδιορίστηκε δικάσιμος προς συζήτηση η παραπάνω αναφερομένη και η οποία γράφτηκε στο πινάκιο.

Η συζήτηση της υπόθεσης έγινε απούσας της ενάγουσας, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της οποίας είχε προκαταθέσει προτάσεις κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τις διατάξεις του Ν. 4355/2015 και παρισταμένης της πληρεουσίας δικηγόρου των πρώτου, δευτέρου, τετάρτου, πέμπτου, έκτης και εβδόμου των εναγομένων.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Κατά τα άρθρα 294 και 295 Κ.Πολ.Δ., μόνον η σαφής δήλωση του ενάγοντος ότι παραιτείται από το δικόγραφο της αγωγής, έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται αυτή ως μη ασκηθείσα. Δεν επέρχεται, όμως, αυτό το αποτέλεσμα στην περίπτωση που ενάγονται περισσότερα πρόσωπα από κοινού και ο ενάγων δηλώνει ότι η αγωγή δεν εισάγεται προς συζήτηση ως προς ένα από τους εναγόμενους. Η τελευταία αυτή δήλωση, δεν ισοδυναμεί με παραίτηση από το αγωγικό δικογράφο, αλλά έχει σαφώς διάφορη έννοια, δηλαδή ότι ο ενάγων δεν μετέχει στη συζήτηση ως προς τον συγκεκριμένο εναγόμενο. Άρα, αν ούτε και ο εναγόμενος αυτός εμφανισθεί κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, επέρχεται ματαίωση της συζητήσεως, κατά το άρθρ. 260 Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 1261/1989 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα εταιρεία, κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής της, δήλωσε δια των νομίμως κατατεθειμένων προτάσεών της, ότι δεν εισάγεται η υπόθεση ως προς τον τρίτο των εναγομένων Δημήτριο Κουτρουλό, ο οποίος έχει αποβιώσει. Ως εκ τούτου, δεδομένης και της ερημοδικίας του εν λόγω τρίτου των εναγομένων, πρέπει να ματαιωθεί η μεταξύ της ενάγουσας και του τρίτου εναγομένου συζήτηση της ένδικης αγωγής.

            Σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 5 του του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007), όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.3 του Ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22.12.2016) και υπό τον τίτλο «Αίτηση πτώχευσης» «1. Η πτώχευση κηρύσσεται μετά από αίτηση πιστωτή που έχει έννομο συμφέρον, καθώς και μετά από αίτηση του εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος. 2. Ο οφειλέτης υποχρεούται να υποβάλει, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, πάντως το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, αφότου συντρέξουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 3, αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης.». Εξάλλου, κατά τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 98 του ιδίου Κώδικα, όπως το εν λόγω άρθρο ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 5 του Ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22.12.2016) «1. Αν δεν υποβληθεί εγκαίρως η αίτηση για πτώχευση της ανώνυμης εταιρίας (άρθρο 5 παράγραφος 2), τα υπαίτια για την καθυστέρηση μέλη του διοικητικού της συμβουλίου ευθύνονται για την αποκατάσταση της ζημίας των εταιρικών πιστωτών, σε σχέση με τα χρέη που δημιουργήθηκαν από την ημέρα που σύμφωνα με την άνω διάταξη έπρεπε να έχει υποβληθεί η αίτηση, μέχρι την κήρυξη της εταιρίας σε πτώχευση. Την ίδια ευθύνη υπέχει και αυτός που προέτρεψε το μέλος ή τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου να μην υποβάλουν εγκαίρως την αίτηση.». Εξάλλου, κατά την παρ.3 του ιδίου άρθρου, όπως ίσχυε ως άνω «3. Η ευθύνη στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων είναι εις ολόκληρον. Οι σχετικές απαιτήσεις των εταιρικών δανειστών ασκούνται μόνο από τον σύνδικο.». Από τη διατύπωση της εν λόγω διάταξης, συνάγεται ότι αυτή αφορά πτώχευση που εν τέλει κηρύχθηκε. Η περίπτωση της ακήρυχτης πτώχευσης αντιμετωπίζεται με τις κοινές διατάξεις για την ευθύνη της διοίκησης κατά το εταιρικό δίκαιο {όμοια Ευαγ. Περάκης, Πτωχευτικό Δίκαιο 2η έκδ. σελ. 339, Ν. Κ Ρόκας «Ευθύνη για παρέλκυση της Πτώχευσης ΕΕμπΔ 2008.1 (10)}. Ενεργητικώς δε, όσον αφορά στην αξίωση της, κατά την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, αποζημίωσης, αυτή συντρέχει στο πρόσωπο του συνδίκου της πτώχευσης, τουλάχιστον όσον αφορά στους παλαιούς πιστωτές. Με την προαναφερομένη διάταξη, καθιερώνεται η εξωτερική ευθύνη των μελών της διοίκησης. Πριν την κήρυξη της εταιρείας σε κατάσταση πτώχευσης, τα μέλη της διοίκησης έχουν ευθύνη από τις πράξεις τους μόνον έναντι της εταιρείας (άρθρο 22α Ν. 2190/1920). Στα πλαίσια του εταιρικού δικαίου, η ευθύνη των διοικητών των κεφαλαιουχικών εταιριών υφίσταται έναντι του νομικού προσώπου της εταιρείας, με αποτέλεσμα αν από την κακή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων το νομικό πρόσωπο οδηγήθηκε σε αδυναμία καταβολής των χρεών της, να μην παρέχεται εκ μόνου του λόγου τούτου δικαίωμα στους εταιρικούς δανειστές να στραφούν ευθέως κατά των μελών του δ.σ. (Ελίζα Αλεξανδρίδου Δίκαιο Εμπορικών εταιρειών 2η εκδ. σελ. 322, Ν. Ρόκας Αδικοπρακτική ευθύνη διοικητών εταιριών έναντι τρίτων ιδίως σε περίπτωση κατανομής αρμοδιοτήτων, ΕλλΔνη 2016.321). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 του ΠτΚ υπό τον τίτλο Χρεοκοπία «1. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, κατά την ύποπτη περίοδο ή και έξι (6) μήνες πριν ή και μετά την κήρυξη της πτώχευσης οποτεδήποτε: α) εξαφανίζει ή παρασιωπά περιουσιακά του στοιχεία που σε περίπτωση πτώχευσης εμπίπτουν στην Πτωχευτική περιουσία ή κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης, ματαιώνει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τρίτων, βλάπτει ή καθιστά αυτά χωρίς αξία β) καταρτίζει ζημιογόνες ή κερδοσκοπικές ή ριψοκίνδυνες δικαιοπραξίες πάσης φύσεως, ακόμα και επί χρηματοοικονομικών παραγώγων, κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης, ή διαθέτει υπερβολικά ποσά σε παίγνια, στοιχήματα ή σε αντιοικονομικές δαπάνες ή συνάπτει χρέη για τους σκοπούς αυτούς, γ) προμηθεύεται εμπορεύματα ή αξιόγραφα με πίστωση, τα οποία, ή τα πράγματα που κατασκευάζει με αυτά, διαθέτει ή παραχωρεί σε τιμές ουσιωδώς κάτω της αξίας τους, κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης δ) παριστά ψευδώς ότι είναι οφειλέτης άλλων ή αναγνωρίζει ανύπαρκτα δικαιώματα τρίτων, ε) παραλείπει την τήρηση υποχρεωτικών εμπορικών βιβλίων ή τα τηρεί κατά τέτοιο τρόπο ή τα μεταβάλει, ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του, στ) εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εμπορικά του βιβλία ή άλλα στοιχεία ή παρασιωπά την ύπαρξη εμπορικών βιβλίων ή άλλων στοιχείων, καταστρέφει ή βλάπτει εμπορικά βιβλία ή άλλα στοιχεία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική κατά το νόμο, πριν παρέλθει η προθεσμία που πρέπει να τα διατηρήσει, ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του, ζ) αντίθετα προς το νόμο, i) παραλείπει την κατά το νόμο σύνταξη των ισολογισμών ή της απογραφής ή ii) καταρτίζει ισολογισμούς ή απογραφή κατά τρόπο που δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του, η) ελαττώνει την κατάσταση της περιουσίας του με άλλον τρόπο ή παρασιωπά ή αποκρύπτει τις αληθινές δικαιοπρακτικές του σχέσεις. 2. Τιμωρείται επίσης, με τις ποινές της παραγράφου 1 και αυτός που με κάποια από τις πράξεις της παραγράφου 1 προκάλεσε την παύση των πληρωμών του. 3. Όποιος τέλεσε κάποια από τις πράξεις των περιπτώσεων ε` και ζ` της παραγράφου 1 από αμέλεια, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών.4. Οι πράξεις του παρόντος άρθρου είναι αξιόποινες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση ή η αίτηση απορριφθεί για το λόγο ότι προβλέπεται πως η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για τη κάλυψη των εξόδων της Διαδικασίας (άρθρο 6 παράγραφος 2).». Κατόπιν θεσπίσεως της εν λόγω διατάξεως, αδικοπρακτική συμπεριφορά εκ μόνου του λόγου της μη δήλωσης τυχόν παύσης πληρωμών εκ μέρους των διοικητών κεφαλαιουχικής εταιρείας, ικανής να γεννήσει εκ μόνου του λόγου τούτου αξίωση αποζημίωσης σε εταιρικό δανειστή, κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, δεν δύναται να θεμελιωθεί στις διατάξεις του άρθρου 171 του Πτωχευτικού Κώδικα με τον οποίο προβλέπονται οι τρόποι τέλεσης του αδικήματος της χρεοκοπίας, δεδομένου ότι με την παράγραφο 4 του εν λόγω άρθρου προκειμένου για τη θεμελίωση της εν λόγω αξιόποινης πράξης, απαιτείται όπως η εταιρεία κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης. Υπέρ αυτής της ερμηνευτικής εκδοχής συνηγορεί και το γεγονός ότι και υπό την ισχύ του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος, ήτοι προ της θεσπίσεως του ανωτέρω άρθρου 98 παρ.1 του ΠτΚ, η άποψη που υιοθετούσε ότι γεννάται αξίωση αποζημίωσης του πιστωτή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας κατά των διοικητών της, σε περίπτωση που οι τελευταίοι δεν προβούν, ως οφείλουν, σε δήλωση παύσης πληρωμών, άποψη που στηριζόταν στη διάταξη του άρθρου 679 αρ. 5 του ΕΝ, ήδη κατηργημένου με τη διάταξη του άρθρου 181 του ΠτΚ, προς γένεση της εν λόγω αξίωσης θεωρούσε απαραίτητη προϋπόθεση την κηρυγμένη αφερεγγυότητα (σχετικά Λουκάς Κοκκίνης, Αφερεγγυότητα κεφαλαιουχικής εταιρίας και ευθύνη διοικούντων έναντι εταιρικών δανειστών, εκδ. 2001, σελ. 254 και σημ. 884 στη σελ 244, όμοια Γ. Σωτηρόπουλος, Η ευθύνη των διοικητών κεφαλαιουχικών εταιρειών για παρέλκυση της πτώχευσης ΔΕΕ 2008.503 επ.(505), όπου υποστηρίζεται ότι και δίχως τη διάταξη του άρθρου 98 παρ.1 δια του συνδυασμού των άρθρων 5 του ΠτΚ και 914 δύναται να θεμελιωθεί νομικά ευθύνη των διοικητών από τη μη δήλωση εμπροθέσμως της παύσης των πληρωμών, όπου όμως και κατά την άποψη αυτή, η εν λόγω αξίωση θα ασκείται από το σύνδικο της πτώχευσης, άποψη από την οποία προκύπτει ότι, και προς θεμελίωση ευθύνης με τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ, απαραίτητα πρέπει να προηγηθεί πτώχευση της εταιρείας). Εν τούτοις, σε περίπτωση που μέλος της διοίκησης μετέρχεται παράνομη συμπεριφορά σε βάρος πιστωτή κεφαλαιουχικής εταιρείας, εφόσον συντρέχουν και τα λοιπά στοιχεία των διατάξεων των άρθρων 914 ΑΚ ή 919 ΑΚ, το μέλος αυτό της διοίκησης, έχει ίδια ευθύνη έναντι του πιστωτή. Εξάλλου, η καταδολίευση δανειστών, τελουμένη προς βλάβη αυτών (δανειστών), με την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ώστε να καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, ρυθμιζόμενη δε ειδικώς από τις διατάξεις των άρθρων 939 επ. του ΑΚ, δεν αποτελεί και αδικοπραξία υπό την έννοια του άρθρου 914 του Κώδικα αυτού. Τούτο δε, καθόσον είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, αφού απαγορεύεται, ως συνέπειά της, όμως, ορίζεται με το άρθρο 939 του ΑΚ, όχι η αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης. Ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση θεμελιώνει την αντικειμενική υπόσταση του κατά το άρθρο 397 του ΠΚ εγκλήματος, δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση, αλλά τη διάρρηξη. Μόνο όταν ο οφειλέτης τελεί το υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα του εν λόγω άρθρου 397 ΠΚ με τους προβλεπόμενους με αυτό άλλους (πλην απαλλοτριωτικής πράξης) τρόπους, οπότε δεν ανακύπτει η περίπτωση της διάρρηξης, τίθεται ενδεχομένως ζήτημα αποζημίωσης (AΠ 1531/2013, ΑΠ 554/2005, ΑΠ 84/2004, ΑΠ 284/2007 Δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 397 του Ποινικού Κώδικα “ο οφειλέτης, που με πρόθεση ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του, βλάπτοντας, καταστρέφοντας ή καθιστώντας χωρίς αξία, αποκρύπτοντας ή απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν υπόκειται σε βαρύτερη ποινή σύμφωνα με άλλη διάταξη. Όμοια τιμωρείται, όποιος επιχειρεί κάποια από τις πράξεις αυτές υπέρ του οφειλέτη. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της καταδολίευσης δανειστών, απαιτείται, αντικειμενικώς, η ολικώς ή μερικώς ματαίωση της ικανοποιήσεως της απαιτήσεως του δανειστή με έναν από τους προαναφερόμενους τρόπους, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας), της υπάρξεως απαιτήσεως εναντίον του από συγκεκριμένη νομική αιτία και τη θέληση ή την αποδοχή της ματαιώσεως της ικανοποιήσεως της απαιτήσεως του δανειστή δια της τελέσεως οιασδήποτε εκ των ανωτέρω πράξεων. Περαιτέρω, για τη δημιουργία ευθύνης προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ απαιτείται συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια (εκ δόλου ή εξ αμελείας), επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας (ΟλΑΠ 12/2008 ΝΟΜΟΣ). Το άρθρο 281 ΑΚ απαγορεύει την κατάχρηση των ιδιωτικών δικαιωμάτων, ενώ το άρθρο 116 ΚΠολΔ απαγορεύει την κατάχρηση των δικονομικών δυνατοτήτων. Οι δύο διατάξεις έχουν κοινά σημεία, αλλά και διαφοράς. Τόσον κατά το άρθρο 281 ΑΚ, όσο και κατά το άρθρο 116 ΚΠολΔ απαγορεύονται οι ενέργειες οι οποίες αντιβαίνουν στους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως. Κατ’ αντίθεση όμως προς το άρθρο 281 ΑΚ, το οποίο χαρακτηρίζει ως κατάχρηση την αντιοικονομική ή αντικοινωνική άσκηση των ιδιωτικών δικαιωμάτων, το άρθρο 116 ΚΠολΔ δεν θέτει οικονομικούς περιορισμούς, στην επιδίωξη ενδίκου προστασίας. Μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, δεν αμφισβητείται πλέον ότι το άρθρο 281 ΑΚ δεν μπορεί να τύχη ούτε αμέσου, ούτε αναλόγου εφαρμογής στο πεδίο της πολιτικής δικονομίας (Δεληκωστόπουλος-Σινανιώτης, 117 II σελ. 301. Μπέη, η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις § 5 III 4 α σελ. 207-208. Εφ. Αθηνών 143/ 1971 Άρμ. 25, 533. Π.Πρ. Βέροιας 73/1970 ΕλΔ 1970, 299). Έτσι, δεν είναι απαράδεκτη η αγωγή που αφορά δικαίωμα κατωτέρας αξίας από τα δικαστικά έξοδα που θ’ απαιτηθούν για την διάγνωσή του. Κατά το άρθρο 116 ΚΠολΔ, είναι καταχρηστική η άσκηση διαδικαστικών πράξεων στις ακόλουθες τέσσερις περιπτώσεις: α) όταν γίνεται κατά παράβαση των κανόνων των χρηστών ηθών, β) όταν γίνεται κατά παράβαση των κανόνων της καλής πίστεως, γ) όταν γίνεται προφανώς προς παρέλκυση της δίκης, και δ) όταν γίνεται κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας. Όσον αφορά στους κανόνες των χρηστών ηθών, είναι κοινή η θέση πώς η συμπεριφορά των ανθρώπων ρυθμίζεται μεν τόσον από το δίκαιο, όσο και από την ηθική, πλην όμως εξαναγκασμός υπάρχει μόνον ως προς τους κανόνας του δικαίου. Η θέση αυτή θ’ ανετρέπετο αν δια της εφαρμογής των άρθρων 281 ΑΚ (πρβλ. και ΑΚ 178, 919) και 116 ΚΠολΔ (πρβλ. και ΚΠολΔ 205 αρ. 2) καθίσταντο υποχρεωτικοί οι κανόνες της ηθικής. Εξ άλλου, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα ήταν οι έννομες σχέσεις εκτεθειμένες σε αξιόλογη αβεβαιότητα, δοθέντος ότι δεν θα υπήρχαν σταθερά, αντικειμενικώς δεδομένα μέτρα της κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Πράγματι ανήθικο είναι κάθε τι που αποδοκιμάζεται από τον μέσο έντιμο άνθρωπο σε ορισμένη εποχή μιας κοινωνίας. Με άλλα λόγια, αντιβαίνει στην ηθική κάθε τί πού ο μέσος έντιμος άνθρωπος δεν θα έκανε, αν ευρίσκετο υπό τις αυτές συνθήκες. Αν όμως το δίκαιο απαγόρευε, με την απειλή κυρώσεων, κάθε τί που δεν θα έκανε ο μέσος έντιμος άνθρωπος, τότε θα ήταν επισφαλείς οι βάσεις των δικαιοπραξιών και των εν γένει δικανικών πράξεων. Γι’ αυτό τα άρθρα 281 ΑΚ και 116 ΚΠολΔ δεν αξιώνουν συμμόρφωση με όλους τους κανόνας της ηθικής, αλλά μόνον με εκείνους που έχουν παγιωθεί στη σύγχρονη κοινωνική ζωή δια της σταθερής εφαρμογής τους. Έτσι, δεν απαγορεύει το δίκαιο κάθε τί που δεν θα έκανε ο μέσος έντιμος άνθρωπος, αλλά μόνον τη θετική παράβαση εκείνων των κανόνων της ηθικής που είναι αντικειμενικώς δεδομένοι ως εκ της μακράς εφαρμογής τους. Στις περιπτώσεις της ασκήσεως διαδικαστικής πράξεως εναντίον των κανόνων των χρηστών ηθών είναι η πράξη τυπικώς νόμιμη και θα ήτο παραδεκτή αν δεν απαγόρευε το άρθρο 116 ΚΠολΔ την αντίθεσή της προς τους κανόνες των χρηστών ηθών. Η περιπτωσιολογία των διαδικαστικών πράξεων που αντίκεινται στους κανόνες των χρηστών ηθών κατά την έννοια του άρθρου 116 ΚΠολΔ είναι σχετικώς πενιχρά. Τούτο δε διότι προ της καθιερώσεως του άρθρου αυτού εθεωρείτο σχεδόν αυτονόητο ότι η διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα γίνεται με αναληθείς ισχυρισμούς, ακόμη δε και με σκληρότητα και παγίδες. Ως τέτοια γίνεται δεκτή στην εξής περίπτωση: Η αντικειμενική σώρευση αγωγών αποτελεί δικονομική ευχέρεια, της οποίας μπορεί ο ενάγων, αν θέλει, να κάνη χρήση, χωρίς όμως ν’ αποκλείεται και η χωριστή άσκηση περισσοτέρων αγωγών για κάθε ουσιαστική αξίωση του δανειστού. Εν τούτοις, έχει διαμορφωθεί στη δικαστική πρακτική η συνήθεια να μην επιβαρύνεται ο εναγόμενος με τα έξοδα πολλών χωριστών δικών, όταν είχε αποδεχθεί περισσότερες συναλλαγματικές για την αυτή αιτία πού έληξαν σε διαφορετικούς χρόνους, η τυχόν δε αντίθετος συμπεριφορά αποδοκιμάζεται ως αντίθετος προς το περί δικαίου συναίσθημα. Έτσι αποβαίνει απαράδεκτη η υπό τις εκτεθείσες συνθήκες άσκηση περισσοτέρων αγωγών αντί της σωρεύσεως αυτών σε ένα δικόγραφο. Πέραν της ανωτέρω συμπεριφοράς, το δίκαιο (άρθρο 116 ΚΠολΔ) αποδοκιμάζει πολύ περισσότερο εκείνη τη συμπεριφορά πού είναι σύμφωνη μόνο με το γράμμα, όχι όμως και με τον σκοπό της διατάξεως πού ρυθμίζει την ασκηθείσα διασδικαστική πράξη, υπό την έννοια ότι ο διάδικος είτε επιδιώκει σκοπό ξένο προς τον σκοπό του νόμου (δια περιγραφής του νόμου), είτε ενεργεί ασκόπως (χωρίς έννομο συμφέρον). Οι δύο αυτοί κανόνες, καθώς και η απαγόρευση της επιχειρήσεως διαδικαστικών πράξεων εναντίον της δημιουργηθείσης καταστάσεως εμπιστοσύνης (venire contra factum proprium) αποτελούν τους κανόνας της καλής πίστεως, την τήρηση των οποίων επιβάλλει το άρθρο 116 ΚΠολΔ. Η καλή πίστη είναι αξιολογική έννοια και, ως εκ τούτου, ανεπίδεκτη ορισμού. Περίπτωση αντίθεσης προς τις αρχές της καλής πίστης υπάρχει και σε περίπτωση κατάχρησης δικονομικής δυνατότητας και δη όταν ασκείται μία διαδικαστική πράξη σύμφωνα μεν με το γράμμα, όχι όμως και με το πνεύμα του νόμου πού τη ρυθμίζει. Πότε τούτο συμβαίνει αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ της υποκειμενικής και της αντικειμενικής θεωρίας. Η πρώτη απαιτεί ενσυνείδητη συμπεριφορά του διαδίκου εναντίον του σκοπού της κατ’ επίφαση τηρούμενης διατάξεως, ενώ η δεύτερη αρκείται στο ότι αντικειμενικώς προεκλήθη η εφαρμογή ενός κανόνος εκεί όπου τελολογικώς έπρεπε να μην εφαρμοσθεί βάσει συσταλτικής ερμηνείας. Κατά την άποψη αυτή, δεν συντρέχει περιγραφή του νόμου μόνον όταν αποφεύγεται η εφαρμογή μιας δυσμενούς διατάξεως που τελολογικώς θα έπρεπε να εφαρμοσθεί, αλλά και αντιστρόφως όταν προκαλείται η εφαρμογή ενός ευνοϊκού κανόνος που, δια συσταλτικής ερμηνείας, δεν θα έπρεπε να εφαρμοσθεί. Οι αρχές της καλής πίστεως δεν θίγονται με την απλώς αντικειμενική συμπεριφορά έξω από τα όρια του σκοπού μιας διατάξεως, αλλά με την ενσυνείδητη επιδίωξη σκοπών ξένων προς εκείνους, στους οποίους αποβλέπει το γράμμα της διατάξεως που επικαλείται ο διάδικος. Οι περιπτώσεις της αντικειμενικής δυσαρμονίας των σκοπών του νόμου και της συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξεως δεν ανάγονται στον κύκλο των προβλημάτων της καλής πίστεως, αλλά της ερμηνείας του δικαίου. Έτσι, αντίκειται στους κανόνες της καλής πίστεως η συμπεριφορά του διαδίκου και η ακόλουθη συμπεριφορά: Το ένδικο μέσο της εφέσεως καθιερώνεται από τον νόμο προς διόρθωση των σφαλμάτων της σε πρώτο βαθμό εκδοθείσας αποφάσεως, όπως επίσης προς επίκληση νέων πραγματικών γεγονότων ή αποδεικτικών μέσων κατά τα άρθρα 527 και 529. Ξεπερνά λοιπόν τον σκοπό του νόμου και γι’ αυτό είναι καταχρηστική η έφεση που ασκείται απλώς και μόνον για να προκαλέσει την αναστολή εκτελέσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως. Σε μια τέτοια περίπτωση, αφού η παράβαση των αρχών της καλής πίστεως διαπιστωθεί μετά την διάγνωση του αβασίμου της εφέσεως, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, συνεπεία της κακόπιστης συμπεριφοράς, ο εφεσίβλητος δικαιούται αποζημιώσεως κατά το άρθρο 919 ΑΚ {Κ. Μπέης, Διαδικτυακή Σελίδα Κώστα Μπέη, Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Γενικές διατάξεις (106-207) άρθρο 116}. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 117, 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της υπό του ενάγοντος κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα, ώστε να παρέχεται η ευχέρεια στον μεν εναγόμενο ν` αμυνθεί, στον δε δικαστή η δυνατότητα ελέγχου του νομίμου της αγωγής. Η έλλειψη ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, συνιστά έλλειψη προδικασίας και καθιστά την αγωγή αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, το δε δικαστήριο οφείλει να την απορρίψει για το λόγο αυτό [ΑΠ 467/2000 ΕλλΔνη 41,1571, ΑΠ 1871/1999 ΕλλΔνη 41,1301, ΑΠ 1320/1998 ΕλλΔνη 40,113]. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί, ούτε με τις προτάσεις, ούτε δια παραπομπής σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων [ΑΠ 280/1992 Δ 23,1065, ΕφΑθ 7395/1998 ΕλλΔνη 40,1104]. Ο ενάγων μπορεί κατ` άρθρο 224 εδ. β` σε συνδυασμό με το άρθρο 236 ΚΠολΔ να διευκρινίσει, συμπληρώσει και διορθώσει με τις προτάσεις του, τους ισχυρισμούς του που περιέχονται στην αγωγή, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της με την εξειδίκευση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή, αλλά δεν μπορεί ν` αναπληρώσει περιστατικά, τα οποία παρ` ότι είναι αναγκαία για τη νομική της θεμελίωση, την παραγωγή δηλαδή του αγωγικού δικαιώματος, δεν περιλαμβάνονται στην αγωγή, δεν μπορεί δηλαδή ν` αναπληρώσει την νομική αοριστία της [ΑΠ 216/2002 ΕλλΔνη 44,121, ΑΠ 1374/1994 ΕλλΔνη 37,683]. Η παράλειψη μνείας στο δικόγραφο της αγωγής των άνω στοιχείων, καθιστά αυτήν αόριστη και η αοριστία της, η οποία δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, διότι το θέμα αυτό ανάγεται στην προδικασία [ΕφΑθ 4126/2001 ΕλλΔνη 43,845]. Σε περίπτωση εγέρσεως αγωγής αποζημιώσεως συνεπεία παράνομης συμπεριφοράς διαδίκου συνισταμένης σε παραβίαση της γνήσιας υποχρέωσης του ιδίου (διαδίκου) να μη προβάλει αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς, αν και γνωρίζει την αναλήθειά τους, ή να αμφισβητεί τους πραγματικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου του, αν και γνωρίζει ότι αυτοί είναι αληθείς, παράβαση που προϋποθέτει ενσυνείδητο ψεύδος, στο μέτρο που δεν καλύπτεται πλέον ο ψευδής ισχυρισμός από το δεδικασμένο, και η οποία γεννά αξίωση αποζημίωσης  σε βάρος του παραβάτη από τον αντίδικό του στη δίκη, για την τυχόν περιουσιακή ζημία που έπαθε [αν η τελευταία κείται έξω από τη δικαστική δαπάνη αποτελούσα αντικείμενο της αρχικής δίκης και τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την άσκηση της αβάσιμης αγωγής] ή χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, όχι όταν απορρίπτεται μία αγωγή ή μια ένσταση ως κατ` ουσία αβάσιμη, αλλά όταν η παράβαση του καθήκοντος αληθείας ασκήθηκε δολίως, κατά τρόπο που αντιβαίνει τα χρηστά ήθη, δηλαδή υπό τις προϋποθέσεις που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 919 ΑΚ, τα θεμελιωτικά περιστατικά του οποίου, πρέπει να εκτίθενται σαφώς, συγκεκριμένα και αναλυτικά στην αγωγή αποζημιώσεως για να είναι αυτή ορισμένη [ΕφΛαρ 138/2004 Αρμ 2004,745, Εφ-Πειρ 233/1992 Παρ.Νομ. 92,301, ΕφΑθ 4340/1988 ΕλλΔνη 31 (1990) 377,379, ΕφΑθ 3098/1986 ΕλλΔνη 27 (1986) 951].

Εν προκειμένω, η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία, με την ένδικη αγωγή της διατείνεται ότι η ίδια ετύγχανε πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … φορτηγού πλοίου …, κατά το χρονικό διάστημα από 12-4-2000 έως 23-8-2007. Ότι οι εναγόμενοι, ετύγχαναν μέλη του ΔΣ, της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία …, κατά τα οριζόμενα στην ένδικη αγωγή χρονικά διαστήματα και δη: Ο πρώτος εναγόμενος … υπήρξε πρόεδρος του ΔΣ και διευθύνων σύμβουλος αυτής, κατά το χρονικό διάστημα από 23-4-2003 έως 30-12-2010. Ο δεύτερος εναγόμενος Α. Π.ς υπήρξε αντιπρόεδρος του ΔΣ και διευθύνων σύμβουλος αυτής, κατά το χρονικό διάστημα από 23-4-2003 έως 30-12-2010, καθώς και πρόεδρος του ΔΣ και διευθύνων σύμβουλος αυτής, κατά το χρονικό διάστημα από 30-12-2010 έως 23-5-2015. Ο τέταρτος των εναγομένων … υπήρξε μέλος του ΔΣ αυτής, κατά το χρονικό διάστημα από 30-12-2010 έως 23-5-2015. Ο πέμπτος των εναγομένων … υπήρξε μέλος του ΔΣ αυτής, κατά το χρονικό διάστημα από 31-7-2012 έως 30-5-2014. Η έκτη των εναγομένων …, υπήρξε μέλος του ΔΣ αυτής, κατά το χρονικό διάστημα από 20-6-2011 έως 30-6-2012. Ο έβδομος των εναγομένων Γ. Π.ς, υπήρξε μέλος του ΔΣ αυτής, κατά το χρονικό διάστημα από 23-5-2014 έως 23-5-2015. Δυνάμει συμβάσεως που καταρτίσθηκε την 18-11-2005 μεταξύ της ενάγουσας, εκπροσωπουμένης υπό της εταιρείας … και της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία …, η τελευταία, ανέλαβε τη διενέργεια ελασματουργικών εργασιών στο ανωτέρω πλοίο της ενάγουσας, συμφωνήθηκε δε ότι αυτές θα ολοκληρώνοντο εντός δέκα ημερών. Αν και το πλοίο της ενάγουσας εισήλθε στα ναυπηγεία της ανωτέρω εταιρείας την 31-1-2006, οι εργασίες αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν και μάλιστα την 11-2-2006, η ανωτέρω εταιρεία εδήλωσε προς την ενάγουσα ότι δεν θα εκτελούσε αυτές. Κατόπιν τούτων, η ενάγουσα προς εκτέλεση των εργασιών αυτών απευθύνθηκε σε άλλη εταιρεία, με συμφωνηθείσα αμοιβή μεγαλύτερη από αυτήν που είχε συμφωνήσει με την ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία …. Ακολούθως, η ενάγουσα ήγειρε κατά της τελευταίας εταιρείας την από 18-2-2009 αγωγή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αξιώνοντας αποζημίωση για την μη εκπλήρωση εκ μέρους αυτής των συμβατικών υποχρεώσεών της περί διενέργειας των ανωτέρω ελασματουργικών εργασιών με την οποία αξίωνε ως αποζημίωσή της τα ακόλουθα ποσά και δη α) το ποσό των ευρώ 28.452,60 για διαφορά αμοιβής που κατέβαλε για την εκτέλεση των ελασματουργικών εργασιών έναντι αυτής που είχε συμφωνήσει με την ανωτέρω εταιρεία, με την επωνυμία …, β) το ποσό των 260.792 δολ. ΗΠΑ για απώλεια ναύλων για το χρονικό διάστημα που εν τέλει απαιτήθηκε πέραν των δέκα ημερών για την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, γ) το ποσό των 26.208 δολ. ΗΠΑ για ζημία της από τη δαπάνη μισθοτροφοδοσίας του πληρώματος του εν λόγω πλοίου για τις επιπλέον ημέρες που εν τέλει χρειάσθηκαν για την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών, δ) το ποσό των δολ. ΗΠΑ 18.489,94 δολ. ΗΠΑ για την ασφάλιση του ανωτέρω πλοίου κατά τις επιπλέον ημέρες που χρειάσθηκε για την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, ε) το ποσό των ευρώ 28.579,30 για έξοδα του ιδίου πλοίου, στ) το ποσό των ευρώ 7.000 για αμοιβή του επιβλέποντα τις επισκευές, ζ) το ποσό των δολ. ΗΠΑ 8.400 για αμοιβή της διαχειρίστριας του εν λόγω πλοίου κατά το χρονικό διάστημα που απαιτήθηκε επιπλέον προς εκτέλεση των εν λόγω εργασιών καθώς και η) το ποσό των ευρώ 34.370,26 για έξοδα ρυμούλκησης του εν λόγω πλοίου από το ναυπηγείο της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία …, στο ναυπηγείο που εν τέλει έγιναν οι εργασίες. Οι εναγόμενοι, ως εκπρόσωποι της ανωτέρω εργολήπτριας εταιρείας, ενεργώντας εκ δόλου, άλλως εκ βαρείας αμελείας, μεθόδευσαν την παρέλκυση της δίκης που ανοίχθηκε με την ανωτέρω αγωγή, και δη «αρνήθηκαν με προφανώς ψευδείς και παραπλανητικούς ισχυρισμούς» τις αξιώσεις της ήδη ενάγουσας και, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο επί της ανωτέρω αγωγής, την 26-5-2009, επέτυχαν την αναβολή της συζήτησης αυτής. Ακολούθως, επί της προαναφερομένης αγωγής της, εξεδόθη η με αριθμό 974/2011 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, έκανε εν μέρει δεκτή την ανωτέρω αγωγή της ενάγουσας, και δη, επεδίκασε σε αυτήν τα υπό στοιχεία β και γ της ανωτέρω αγωγής της κονδύλια, επιπλέον δε το ποσό των ευρώ 91.401,60 που αφορά τα υπό στοιχεία α, ε και η ως άνω κονδύλια αυτής (αγωγής). Ακολούθως, η ενάγουσα διατείνεται ότι, μετά την έκδοση της προαναφερομένης με αριθμό 974/2011 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου επί της ανωτέρω αγωγής της, οι εναγόμενοι παρέλκυσαν έτι περαιτέρω καταχρηστικά και με δόλιο τρόπο τη δίκη δια της εγέρσεως της από 5-10-2012 προφανώς αβάσιμης έφεσής τους καθώς και τους επίσης αβασίμους από 5-10-2012 προσθέτους λόγους αυτής και ζήτησαν με ψευδείς και παραπλανητικούς ισχυρισμούς που περιέχονται στις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του Εφετείου, την απόρριψη των αξιώσεων της ήδη ενάγουσας, ισχυρισμοί, εν τούτοις, που απερρίφθησαν από το Εφετείο. Τούτο έπραξαν με σκοπό, έως της εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως επί της ανωτέρω αγωγής και δη έως της εκδόσεως της με αριθμό 584/2014 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ανωτέρω αγωγή της ενάγουσας κατά της προαναφερομένης εταιρείας με την επωνυμία …, και δη επεδικάσθη υπέρ αυτής (ήδη ενάγουσας) το ισόποσο των υπό στοιχεία β και γ κονδύλια σε ευρώ, καθώς επιπλέον και ευρώ 81.258,60, να καταστήσουν αφερέγγυα την ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία …, α) δια της διαθέσεως κεφαλαίων αυτής σε προσωπικές επαγγελματικές τους δραστηριότητες, β) δια της δημιουργίας χρεών σε βάρος της εταιρείας και, γ) κατά τη δέουσα εκτίμηση της ένδικης αγωγής, δια της διαθέσεως περιουσίας της ανωτέρω εταιρείας προς σύσταση, άλλως εκπροσώπηση αντίστοιχης εταιρείας στη Ρουμανία, καθώς και ανάπτυξης επιχειρηματικής τους δραστηριότητας στην Ρουμανία. Τούτο δε επέτυχαν, διότι, μετά την έκδοση της ανωτέρω τελεσίδικης απόφασης επί της προαναφερομένης αγωγής της, η ενάγουσα ικανοποιήθηκε δια εκτελέσεως και δη κατάσχεση εις χείρας τρίτων και δη των τραπεζικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα μόλις κατά το ποσό των ευρώ 2.032,06, με αποτέλεσμα εκ της ανωτέρω παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων, η ίδια (ενάγουσα), να υποστεί ζημία εκ ποσού ευρώ 443.474,37, ήτοι κατά το υπόλοιπο του επιδικασθέντος με την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση ποσού, το οποίο δεν δύναται να ικανοποιηθεί εφόσον η ανωτέρω εταιρεία δεν διαθέτει περιουσία. Επιπλέον, οι εναγόμενοι αν και ως μέλη του ΔΣ της ανωτέρω εταιρείας εγνώριζαν την κακή οικονομική κατάσταση της ανωτέρω εταιρείας καθώς και την παύση των πληρωμών αυτής, η οποία παύση πληρωμών τοποθετείται χρονικά με την αγωγή την 18-5-2012, δεν προέβησαν ως όφειλαν στην κατ’ άρθρο 5 παρ.2 του Πτωχευτικού Κώδικα δήλωση παύσης πληρωμών, δήλωση στην οποία δεν προέβησαν έως και της εγέρσεως της ένδικης αγωγής, με αποτέλεσμα εκ της ανωτέρω παράνομης συμπεριφοράς τους, αφενός μεν από την παρέλκυση της ανωτέρω δίκης, όπως αυτή περιγράφεται στην ένδικη αγωγή, αφ’ ετέρου δε από τη μη δήλωση της παύσης πληρωμών της ανωτέρω εταιρείας, να υποστεί ζημία ανερχόμενη κατά το ανωτέρω ποσό των ευρώ 443.474,37, δεδομένου ότι εν τω μεταξύ μειώθηκε το ενεργητικό της περιουσίας της ανωτέρω οφειλέτριας εταιρείας, όπως αυτό προκύπτει από τους αναφερομένους στην ένδικη αγωγή ισολογισμούς. Κατόπιν αυτών, η ενάγουσα, επικαλούμενη αφενός μεν τις διατάξεις των άρθρων 98 παρ.1 του ΠτΚ, αφετέρου δε τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ, ζητεί, όπως το αίτημα της αγωγής παραδεκτώς, κατά τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 και 297 ΚΠολΔ, δια των νομίμως κατατεθειμένων εγγράφων προτάσεών της περιόρισε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ενεχόμενοι εις ολόκληρον, οφείλουν να της καταβάλουν ως αποζημίωσή της, το ανωτέρω ποσό των ευρώ 443.474,37, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, δια αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής και δια απαγγελίας προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής σε βάρος των εναγομένων, λόγω της σε βάρος της τελεσθείσας αδικοπραξίας. Τέλος, ζητεί να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη.

Η αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας, κατεβλήθη η νόμιμη προείσπραξη της δικηγορικής αμοιβής των παρισταμένων δικηγόρων, αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος ποσού (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 18 σε συνδ. με 14 ΚΠολΔ) και κατά τόπο λόγω της κατοικίας του πρώτου των εναγομένων (άρθρο 22 ΚΠολΔ) σε συνδυασμό με το ναυτικό χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς, κατά την τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, και δεδομένου ότι η ένδικη διαφορά εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας και δη η έδρα της ενάγουσας ευρίσκεται στην αλλοδαπή, η ένδικη αγωγή τυγχάνει ερευνητέα κατά το ελληνικό δίκαιο, λόγω του πρόδηλου δεσμού της ένδικης διαφοράς με την Ελλάδα (άρθρο 4 παρ.3 του Κανονισμού 864/2007), δεδομένου μάλιστα ότι τις διατάξεις του Ελληνικού Δικαίου επικαλούνται αμφότερες οι διάδικες πλευρές. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή, τυγχάνει νόμιμη, θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 919, 297, 298, 330, 345 ΑΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ, μόνον καθό μέρος με την ένδικη αγωγή αξιώνεται αποζημίωση λόγω της παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων – μελών του ΔΣ της ανωτέρω μη διαδίκου εταιρείας με την επωνυμία … , συνισταμένης (της υπό των εναγομένων παράνομης συμπεριφοράς), α) στη διάθεση κεφαλαίων της ανωτέρω εταιρείας της οποίας μέλη του ΔΣ ήταν, σε προσωπικές επαγγελματικές τους δραστηριότητες, και, β) κατά τη δέουσα εκτίμηση της ένδικης αγωγής, στη διάθεση, υπό τον αυτών εναγομένων, περιουσίας της ανωτέρω εταιρείας προς σύσταση, άλλως εκπροσώπηση αντίστοιχης εταιρείας στη Ρουμανία, καθώς και προς ανάπτυξη επιχειρηματικής τους δραστηριότητας στην Ρουμανία, καθόν χρόνο διήρκησε η εκκρεμοδικία από την έγερση της προαναφερομένης αγωγής της, και η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αφερεγγυότητα της ανωτέρω μη διαδίκου εταιρείας με την επωνυμία … , πλην α) των αιτημάτων κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής καθώς και απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγομένων, κατόπιν τροπής του αιτήματος της ένδικης αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρο 907-908 και 1047 ΚΠολΔ), και β) του αιτήματος απαγγελίας απειλής σε βάρος των εναγομένων χρηματικής ποινής για την περίπτωση παράβασης της απόφασης που θα εκδοθεί, δεδομένου ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 946 ΚΠολΔ, εφόσον εν προκειμένω πρόκειται περί χρηματικής οφειλής. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή, καθό μέρος επιχειρείται να θεμελιωθεί η αιτουμένη αποζημίωση και στις διατάξεις των άρθρων 914, 919 ΑΚ και 116 ΚΠολΔ, ήτοι της, κατά παρέλκυση της ανωτέρω, ανοιγείσας με την έγερση της από 18-2-2009 αγωγής της ενάγουσας κατά της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας, δίκης και δη δια της εγέρσεως προφανώς αβάσιμης εφέσεως επί της προαναφερομένης απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου εκ μέρους της εναγομένης εταιρείας, πρόκλησης ζημίας στην ενάγουσα, τυγχάνει παντελώς αόριστη και ως τέτοια απορριπτέα, δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται σ` αυτήν (ένδικη αγωγή) και στηρίζουν αυτήν, εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής με ασαφή και ελλιπή τρόπο, καθώς σε αυτή (ένδικη αγωγή) περιέχεται μια γενική αποστροφή ότι οι ισχυρισμοί της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας …, στα πλαίσια της ανοιγείσας με την ανωτέρω αγωγή δίκης ήσαν ψευδείς και παραπλανητικοί, και ότι οι εναγόμενοι, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας ενήργησαν με δόλο με σκοπό να την βλάψουν, χωρίς να αναφέρονται συγκεκριμένα και αναλυτικά, οι ισχυρισμοί αυτοί, τι αποδείχθηκε τελεσίδικα από την απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, αν οι ισχυρισμοί της τότε εναγομένης εταιρείας ήταν φανερό από την αρχή και την ίδια τους τη φύση, ότι ήταν ψευδείς και οι εναγόμενοι ως εκπρόσωποι αυτής (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη και τότε εναγομένης εταιρείας) εν γνώσει τους ψευδώς ενήργησαν δόλια με σκοπό να την βλάψουν, αν από την αρχή γνώριζαν ότι δεν είχαν δίκιο, αναφέροντας αναλυτικά ένα προς ένα τα ψευδή γεγονότα, τις ενέργειες της τότε εναγομένης και τι προέκυψε από την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση, ώστε η αγωγή αποζημιώσεως να θεμελιωθεί στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αφού όπως ειπώθηκε δεν αρκεί απλώς η απόρριψη έστω και τελεσίδικα ενός ισχυρισμού ως ουσιαστικά αβασίμου για να στηριχθεί αποζημιωτική αξίωση του αντιδίκου του προβάλλοντος τον ψευδή ισχυρισμός, με μόνο τον γενικό ισχυρισμό ότι ο επικαλούμενος τον αβάσιμο ισχυρισμό ενήργησε δολίως, με σκοπό να τον βλάψει. Όπως δε ειπώθηκε, στην ένδικη αγωγή, τέτοια συγκεκριμένα περιστατικά ενισχυτικά δόλιας συμπεριφοράς της τότε εναγομένης [δηλαδή το ενσυνείδητο ψεύδος] της, δεν εκτίθενται καθόλου [ούτε οι αναληθείς ισχυρισμοί αυτής εκτίθενται], ενώ επιπρόσθετα η ενάγουσα δεν περιγράφει όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που περιέλαβε η τότε εναγομένη στα πλαίσια της ανωτέρω δίκης, τα οποία ήταν εν γνώσει της τότε εναγομένης ψευδή. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η αοριστία αυτή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη δεν μπορεί να διορθωθεί με τις προτάσεις της ενάγουσας, διότι όπως ειπώθηκε στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, ο ενάγων μπορεί κατ` άρθρο 224 εδ. β`, σε συνδυασμό με το άρθρο 236 ΚΠολΔ, να διευκρινίσει, συμπληρώσει και διορθώσει την αγωγή θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική και ποιοτική αοριστία της, με την εξειδίκευση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή, αλλά δεν μπορεί ν` αναπληρώσει περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την νομική θεμελίωση, την παραγωγή δηλαδή του αγωγικού δικαιώματος, τα οποία δε περιλαμβάνονται στην αγωγή, δεν μπορεί δηλαδή ν` αναπληρώσει την νομική αοριστία της [ΑΠ 216/2002 ΕλλΔνη 44,121, ΑΠ 1374/1994 ΕλλΔνη 37,683, και ειδικώς σε αξίωση αποζημίωσης για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 914 και 919 ΑΚ και 116 ΚΠολΔ ΕΘ 383/2009 ΝΟΜΟΣ), δεδομένου μάλιστα ότι εν τέλει, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, με την προαναφερομένη απόφαση του Εφετείου επεδικάσθη στην ενάγουσα μικρότερο ποσό αυτού που είχε επιδικασθεί με την πρωτόδικη απόφαση. Περαιτέρω, ζήτημα παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων εκ του λόγου ότι εζητήθη αναβολή της συζήτησης της ανωτέρω αγωγής από την ανωτέρω μη διάδικο εταιρεία με την επωνυμία …, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν επικαλείται στοιχεία εξαπάτησης του Δικαστηρίου που χορήγησε την εν λόγω αναβολή, δεν δύναται να τεθεί και περαιτέρω εκ μόνου του λόγου τούτου δεν δύναται να θεμελιωθεί αξίωση αποζημίωσης. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή, καθό μέρος επιδιώκεται όπως θεμελιωθεί η αξίωση προς αποζημίωση εις το λόγο ότι καθόν χρόνο εκκρεμούσε η ανωτέρω από 18-2-2009 αγωγή της ενάγουσας σε βάρος της προαναφερομένης εταιρείας, οι εναγόμενοι ως μέλη του ΔΣ της ανωτέρω εταιρείας προέβησαν σε δημιουργία χρεών σε βάρος της ανωτέρω εταιρείας, τυγχάνει παντελώς αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται ότι τα εν λόγω χρέη δεν ήτο πραγματικά, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, η απλά και μόνον κακή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων προ της κήρυξης της πτώχευσης, δεν γεννά αξίωση αποζημίωση σε βάρος των μελών της διοίκησης και υπέρ των εταιρικών δανειστών. Περαιτέρω, όσον αφορά στο αίτημα της ένδικης αγωγής περί επιδίκασης του αιτουμένου ποσού λόγω παράβασης της διατάξεως του άρθρου 98 παρ. 1 του Πτωχευτικού Κώδικα, η ένδικη αγωγή τυγχάνει προεχόντως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, δεδομένου ότι στο ελάχιστο περιεχόμενο αυτής δεν αναφέρεται εάν εν τέλει η ανωτέρω μη διάδικος στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία …, εκηρύχθη σε κατάσταση πτωχεύσεως, δεδομένου ότι, προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, είναι να έχει κηρυχθεί σε πτώχευση η ανωτέρω εταιρεία, οπότε εν τούτοις, θα ετίθετο θέμα ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, και δεδομένου ότι η μη δήλωση της παύσης πληρωμών εκ μέρους των μελών του ΔΣ μιας ΑΕ δεν αποτελεί πλέον αξιόποινη πράξη, δεν δύναται άνευ άλλου τινός, η μη δήλωση της παύσης πληρωμών εκ μέρους του ΔΣ της ΑΕ και μάλιστα εμπροθέσμως, να θεμελιώσει αξίωση προς αποζημίωση σε βάρος των μελών του ΔΣ την οποία δικαιούται να εγείρει ατομικά ο εταιρικός δανειστής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ σε περίπτωση ακήρυκτης αφερεγγυότητας. Κατά τα λοιπά, η ίδια αγωγή, καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη, τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων, δεδομένου ότι την ένδικη αγωγή η ενάγουσα ασκεί η ίδια και όχι δια αντιπροσώπου, όπως εσφαλμένως εκτιμάται από τους εναγομένους, η δε ενάγουσα, ως αλλοδαπή εταιρεία, η ικανότητα διαδίκου της οποίας δεν αμφισβητείται από τους εναγόμενους, έχει κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 ΚΠολΔ ικανότητα παράστασης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Περαιτέρω, η ενάγουσα προσκομίζει μετ’ επικλήσεως το με αριθμό … πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ζαφειρίας θυγατέρας Παναγιώτη Σουρή, με το οποίο δίδεται στον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας ο οποίος ήγειρε την ένδικη αγωγή και υπέγραψε τις αφορώσες την ενάγουσα προτάσεις, η σχετική εντολή και πληρεξουσιότητα από τον Κ. Δ., Προέδρου και Διευθυντή του ΔΣ της ενάγουσας εταιρείας καθώς και νομίμου εκπροσώπου αυτής (ενάγουσας), ο οποίος, κατά το ίδιο πληρεξούσιο (σελ. 3 αυτού) εξουσιοδοτήθηκε προς υπογραφή του εν λόγω πληρεξουσίου με την από 28-12-2016 απόφαση του ΔΣ της ενάγουσας εταιρείας, επικυρωμένο αντίγραφο του οποίου πρακτικού θεωρημένο από τον Ειδικό Εντεταλμένο των Νήσων Μ. στον Πειραιά, προσαρτήθηκε στο ανωτέρω πληρεξούσιο. Αναφέρεται επίσης στο ίδιο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο ότι η ενάγουσα εταιρεία συστήθηκε δυνάμει του από 9-2-2000 συστατικού εγγράφου (καταστατικού) το οποίο επικυρωμένο στην αγγλική γλώσσα προσαρτήθηκε στο με αριθμό 38.195/16-12-2011 πληρεξούσιο της ίδιας συμβολαιογράφου, το οποίο καταχωρήθηκε στα Μητρώα Εταιρειών του Υπουργείου Εξωτερικών των Νήσων Μ. στις 9-2-2000 με αύξοντα αριθμό 3788, όπως, κατά το ίδιο πληρεξούσιο προκύπτει από το από 9-2-2000 πιστοποιητικό καταχώρησης του τηρούντος τα Μητρώα Εταιρειών της Δημοκρατίας των Νήσων Μ., επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο του οποίου στην αγγλική γλώσσα προσαρτήθηκε στο με αριθμό 38.195/16-12-2011 πληρεξούσιο της ιδίας συμβολαιογράφου, και όπως αυτό τροποποιήθηκε με το από 20-9-2014 έγγραφο, το οποίο καταχωρήθηκε στα Μητρώα Εταιρειών της Δημοκρατίας των Νήσων Μ. την 1-10-2014, επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο του οποίου στην αγγλική γλώσσα, νόμιμα θεωρημένο, προσαρτήθηκε στο εν λόγω πληρεξούσιο, όπως στο εν λόγω πληρεξούσιο βεβαιώνεται ότι προσαρτήθηκε σε αυτό το από 28-12-2016 πιστοποιητικό συστάσεως και λειτουργίας που εκδόθηκε από τον αρχειοφύλακα εταιρειών της Δημοκρατίας των Νήσων Μ.. Από το εν λόγω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, το οποίο δεν προσβάλλεται ως πλαστό, αποδεικνύεται ότι υπάρχουν τα έγγραφα που μνημονεύονται σε αυτό και νομιμοποιούν την παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας, αφού η ανωτέρω συμβολαιογράφος, προκειμένου να συντάξει το ανωτέρω πληρεξούσιο ήταν υποχρεωμένη να ερευνήσει εάν υπάρχουν τα έγγραφα που νομιμοποιούν τον εμφανιζόμενο ως εντολέα με την ιδιότητα του εκπροσώπου της εταιρείας και βεβαιώνει την ύπαρξη αυτή (όμοια ΑΠ 203/1988 ΕλλΔνη 1989.66 επ.). Το γεγονός ότι στο εν λόγω πληρεξούσιο αναφέρεται ότι η πλειοψηφία των εγγράφων που μνημονεύονται και αφορούν τη σύσταση και λειτουργία της ενάγουσας εταιρείας έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα, ουδόλως ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι, όπως προελέχθη η συντάξασα το πληρεξούσιο αυτό συμβολαιογράφος βεβαιώνει τα έγγραφα που νομιμοποιούν τον χορηγήσαντα την πληρεξουσιότητα εκπρόσωπο της ενάγουσας. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν οι αιτιάσεις των εναγομένων, που περιέχονται στην προσθήκη των προτάσεών τους περί ακυρότητας του εν λόγω πληρεξουσίου και, ως εκ τούτου, περί απαραδέκτου του παραστάντος για λογαριασμό της ενάγουσας πληρεξουσίου δικηγόρου την οποία προβάλουν εκ του λόγου ότι το συνταχθέν κατά τα άνω πληρεξούσιο μνημονεύει τα περισσότερα έγγραφα που αφορούν τη σύσταση και λειτουργία της ανωτέρω ενάγουσας εταιρείας ότι είναι συντεταγμένα στην αγγλική γλώσσα, δεδομένης της διάταξης του άρθρου 438 ΚΠολΔ και της μη προσβολής του ανωτέρω πληρεξουσίου ως πλαστού.

Από τα έγγραφα που προσκομίζονται από τους διαδίκους, μεταξύ των οποίων και οι με αριθμό … αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, τις οποίες προσάγουν και οι εναγόμενοι, δίχως το Δικαστήριο να ασχολείται με τις, περιεχόμενες στην προσθήκη των προτάσεων, αιτιάσεις των εναγομένων περί παράνομης κτήσης των εν λόγω αποφάσεων – αποδεικτικών μέσων από την ενάγουσα, δεδομένου ότι ταυτόχρονα τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα προσκομίζονται και από τους εναγομένους ενόψει και της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και οι μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένης Φ. Δ. και … Γ., που περιέχονται στις με αριθμό 1335/29-12-2016 και 1336/29-12-2016 ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της ενάγουσας, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό 11466Δ/22-12-2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Ουρανίας Δημητρακοπούλου, με τη σημείωση ότι παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη και η ανωτέρω ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … ., αν και η ενάγουσα, δια της προσθήκης των προτάσεών της αξιώνει όπως μη ληφθεί υπόψη διότι, ο εν λόγω εξετασθείς μάρτυρας των εναγομένων, τυγχάνει πληρεξούσιος δικηγόρος αυτών (των εναγομένων), και τούτο διότι στην προμετωπίδα των κατατεθειμένων από την Ε. Γεωργιάδου, πληρεξουσία δικηγόρο των εναγομένων αναφέρεται ότι συνετάγησαν από την εταιρεία Ρ. Γ.ς και συνεργάτες δικηγορική εταιρεία, η δε υπογράφουσα τις προτάσεις των εναγομένων πληρεξουσία δικηγόρος Ε. Γ. και έκτη των εναγομένων τυγχάνει θυγατέρα αυτού, δεδομένου ότι ακόμη κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι ο ανωτέρω εξετασθείς μάρτυρας τυγχάνει πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγομένων, διότι η, κατά τις διατάξεις του άρθρου 400 ΚΠολΔ, ένσταση εξαίρεσης μπορεί να υποβληθεί από τον πελάτη του δικηγόρου και όχι τον αντίδικο αυτών, διότι το απόρρητο έχει ταχθεί προς το συμφέρον του πελάτη (ΑΠ 11/2004 ΕλλΔνη 2004.781), επιπλέον δε η παρ.3 του άρθρου 400 ΚΠολΔ, έχει ήδη καταργηθεί με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, απεδείχθησαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία, επικαλούμενη αντισυμβατική συμπεριφορά της, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, εταιρείας με την επωνυμία … ΑΕ, η οποία έλαβε χώρα αρχές μηνός Φεβρουαρίου 2006, ήγειρε, σε βάρος της εν λόγω μη διαδίκου εταιρείας, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, την από 18-2-2009 αγωγή της (αρ. εκθ. καταθ. …), με την οποία αξίωσε, για τους διαλαμβανομένους σε αυτή λόγους, αποζημίωση από την ανωτέρω εταιρεία και δη το ισάξιο κατά το χρόνο πληρωμής ποσό των 313.889,94 δολ. ΗΠΑ καθώς και ευρώ 98.402,16. Επί της αγωγής αυτής, εξεδόθη εν τέλει η με αριθμό 584/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία η ανωτέρω μη διάδικος στην παρούσα δίκη εταιρεία υποχρεώθηκε όπως καταβάλει στην ενάγουσα α) το ισάξιο σε ευρώ κατά το χρόνο επελεύσεως της ζημία ποσό δολ ΗΠΑ 260.792, β) το ισάξιο σε ευρώ κατά το χρόνο καταβολής της μισθοτροφοδοσίας του πληρώματος του πλοίου ποσό των 26.208 δολ ΗΠΑ καθώς και γ) το ποσό των 81.258,60. Η ενάγουσα, επεχείρησε να εισπράξει το εν λόγω επιδικασθέν ποσό μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της ανωτέρω εταιρείας, πλην όμως, εκ του ανωτέρω ποσού, κατάφερε να εισπράξει δια κατασχέσεως εις χείρας τρίτων και δη δια κατασχέσεως εις χείρας της Τράπεζας … το ποσό των 1.602,66 ευρώ καθώς και δια κατασχέσεως εις χείρας της το ποσό των 429,40 ευρώ, και συνολικά μόλις το ποσό των ευρώ 2.032,06, ενώ δεν έχει εισέτι ανεύρει περιουσία της ανωτέρω εταιρείας προκειμένου να ικανοποίηση, δια αναγκαστικής εκτελέσεως το υπόλοιπο της ανωτέρω απαίτησής της, το οποίο ήδη ανέρχεται στο ποσό των ευρώ 443.474,37 ευρώ. Η ενάγουσα, δια της ενδίκου αγωγής της, διατείνεται ότι κατά τη διάρκεια εκκρεμοδικίας της ανωτέρω από 18-2-2009 αγωγή της (αρ. εκθ. καταθ. …) την οποία ήγειρε, κατά της προαναφερομένης εταιρείας με την επωνυμία … ΑΕ, οι εναγόμενοι, ως μέλη του εκάστοτε ΔΣ αυτής, διέθεσαν κεφάλαια της αμέσως ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία … ΑΕ, σε προσωπικές επαγγελματικές τους δραστηριότητες, επιπλέον δε διέθεσαν κεφάλαια της ίδιας ως άνω εταιρείας προς σύσταση, άλλως εκπροσώπηση αντίστοιχης εταιρείας στη Ρουμανία, καθώς και προς ανάπτυξη της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας στην ίδια χώρα, Ρουμανία. Εν τούτοις, και δεδομένου ότι οι εναγόμενοι αρνούνται την ένδικη αγωγή, η ενάγουσα, η οποία έχει και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της, ουδέν αποδεικτικό μέσο προσεκόμισε προς απόδειξη αυτών (ανωτέρω ισχυρισμών της), οι οποίοι και θεμελιώνουν την παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων. Ειδικότερα, δεν έγινε εκ μέρους της επίκληση μαρτυρικής κατάθεσης που να επιβεβαιώνει τους ανωτέρω ισχυρισμούς της, αλλά ούτε προσεκομίσθησαν έγγραφα και δη μήνυση ή δικαστική απόφαση ποινικού ή αστικού δικαστηρίου από την οποία να αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι αφαίρεσαν ποσά από το ταμείο της ανωτέρω εταιρείας, τα οποία και διοχέτευσαν σε άλλες προσωπικές επιχειρηματικές δραστηριότητές τους. Εξάλλου, δεν έγινε σαφή επίκληση και δεν αποδείχθηκε, πότε, ποιος και ποίο ποσό έλαβε από το ταμείο της ανωτέρω εταιρείας, ποιες άλλες εταιρείες ιδρύθηκαν και πότε και εάν σε αυτές διοχετεύθηκαν, πότε και ποία ποσά από το ταμείο της ανωτέρω εταιρείας. Δεν απεδείχθησαν ποίες ήταν οι άλλες προσωπικές επαγγελματικές δραστηριότητες των εναγομένων και ποίες εταιρείες συνέστησαν και ότι σε αυτές διοχέτευσαν οι εναγόμενοι παρανόμως κτηθέντα ή αφαιρεθέντα από το ταμείο της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία … ΑΕ,, χρηματικά ποσά και ποίο το ύψος αυτών. Επιπλέον, δεν προσκομίζεται πράξη σύστασης Ρουμάνικης …, καθώς επίσης δεν αποδεικνύεται εάν πράγματι οι εναγόμενοι έχουν επαγγελματική δραστηριότητα στη Ρουμανία και διοχέτευσαν σε αυτή χρηματικά ποσά από το ταμείο της ανωτέρω εταιρείας … ΑΕ, πότε και ποίο το ύψος τους. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί της ενάγουσας δεν αποδεικνύονται ούτε από τους προσκομισθέντες ισολογισμούς της ανωτέρω εταιρείας ή τα έγγραφα που οι εναγόμενοι προσεκόμισαν και αφορούν την οικονομική διαχείριση της ανωτέρω εταιρείας. Επιπλέον, παράνομη αφαίρεση χρηματικών ποσών από το ταμείο της ανωτέρω εταιρείας και διοχέτευσή τους ούτε ειδικώς προς την εταιρεία με την επωνυμία Γ & Α.Π … ΕΠΕ, στην οποία αναφέρεται στη σελίδα 5 της προσθήκης της η ενάγουσα, δεδομένου ότι, ως προς την εν λόγω εταιρεία, η ίδια η ενάγουσα αναφέρει ότι έχει υποκαταστήσει στις δραστηριότητες της την ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία με την επωνυμία … ΑΕ, μέσω της οποίας και διεξάγονται πλέον επισκευές.

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αγωγή όσον αφορά στους πρώτο, δεύτερο, τέταρτο, πέμπτο, έκτη και έβδομο των εναγομένων, καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη και παραδεκτή ως αβάσιμη στην ουσία της και να καταδικασθεί η ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη αυτών (πρώτου, δευτέρου, τετάρτου πέμπτης και έκτου των εναγομένων), λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ και άρθρα 68 παρ.1 σε συνδ. με άρθρο 63 του Κώδικα περί Δικηγόρων, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος υπό των εναγομένων κατ’ άρθρο 191 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            Κηρύσσει ματαιωμένη τη συζήτηση της ένδικης αγωγής μεταξύ της ενάγουσας και του τρίτου των εναγομένων Δ. Κ. του Κ..

Δικάζει αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

Απορρίπτει την ένδικη αγωγή.

Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη των πρώτου, δευτέρου, τετάρτου, πέμπτου, έκτης και εβδόμου των εναγομένων, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των επτά χιλιάδων εξακοσίων πενήντα τριών (7.653) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την      21-7 -2017.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις         8-8 -2017.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ