ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 4625/2017
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Κρυσταλλία Κριμιζά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21-3-2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας “….” που εδρεύει στις νήσους … (στερείται ΑΦΜ) και εκπροσωπείται στην Ελλάδα από τη “….” (…) εταιρία … (με ΑΦΜ …), που έχει νόμιμα εγκατασταθεί στην Ελλάδα σύμφωνα με το νόμο 89/69 και η οποία εκπροσωπείται από τον … (με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Αβραάμ Πασιπουλαρίδης, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) … του Δημήτριου, κατοίκου … Αττικής, και 2) … του Μελετίου, κάτοικου … Αττικής, οι οποίοι δεν προκατέθεσαν προτάσεις και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, 3) …, κάτοικου …, και 4) εταιρείας …. που εδρεύει στο Κερατσίνι και εκπροσωπείται νόμιμα, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, Παναγιώτης Χιωτέλης, και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, 5) … του Εμμανουήλ, κάτοικου … και 6) εταιρείας …. που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, Ελευθέριος Ελευθερίου, και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 7-11-2016 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με ειδ. αριθ. κατ. δικογράφου …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, …, που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους πρώτο και δεύτερο των εναγομένων {άρθρα 126 παρ. 1 περ. α΄, 128 παρ. 1 και 4, 129 και 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 1 του άρθ. 126, η παρ. 1 του άρθ. 128 και η παρ. 2 του άρθ. 215 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθ. πρώτο παρ. 2 και δεύτερο παρ. 2 αντίστοιχα του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015)}, η δε εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο κατά την ορισθείσα δικάσιμο που διαλαμβάνεται στην αρχή της παρούσας, επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης των α΄ και β΄ εναγομένων (άρθρο 237 παρ. 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθ. δεύτερο παρ. 2 του ως άνω Ν. 4335/2015). Οι τελευταίοι, όμως, δεν έλαβαν μέρος κανονικά στη δίκη κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, αφού δεν κατέθεσαν προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, ως ισχύει κατά τα ανωτέρω, και, επομένως, πρέπει να δικαστούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 115 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, όπως οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 271 και το άρθρο 115 αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθ. δεύτερο παρ. 2 και πρώτο παρ. 2 αντίστοιχα του ως άνω Ν. 4335/2015).
Σύμφωνα με το άρθρο 169 ΚΠολΔ, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα, ή το διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεσθεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του. Από τη διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση του εναγομένου (του καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή του καθ’ ου ασκήθηκε το ένδικο μέσο) για την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του οικείου δικαστηρίου, σε συνδυασμό προς εκείνες (διατάξεις) των άρθρων 171 και 172 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι: α) για να υπάρξει υποχρέωση προς παροχή εγγυοδοσίας του ενεργούντος την επιθετική πράξη διαδίκου υπέρ του αντιδίκου του απαιτείται να υποβληθεί αίτηση του τελευταίου και, μάλιστα, κατά την πρώτη συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου (άρθρο 263 περ. γ΄ ΚΠολΔ), β) κριτήριο της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διάδικου μέρους. Ο σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής και τούτο ισχύει, λόγου χάρη, όταν ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, είναι άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ίδιου του διαδίκου και ήδη αιτούντος και εν γένει αφερέγγυος, γ) για να διαταχθεί η ανωτέρω εγγυοδοσία πρέπει, κατά την κρίση του δικαστηρίου που δικάζει και σχηματίζεται με ελεύθερη απόδειξη προαποδεικτικώς από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπ’ όψιν του (άρθρο 162 ΚΠολΔ), να υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας εκτέλεσης της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα, σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης σ’ αυτά του υπόχρεου στην καταβολή της εγγυοδοσίας διαδίκου, δ) το δικαστήριο, που δέχεται τη διακωλυτική της δίκης ένσταση για εγγυοδοσία, καθορίζει όχι μόνο το ποσό αυτής, αλλά και την προθεσμία εντός της οποίας οφείλει ο υπόχρεος να την καταβάλει (άρθρο 162 ΚΠολΔ), ενώ, αν αυτή παρέλθει άπρακτη, το δικαστήριο, με αίτηση εκείνου που ζήτησε την εγγυοδοσία, αποφασίζει ότι ανακλήθηκε η αγωγή ή η κύρια παρέμβαση ή το ένδικο μέσο. Η ανάκληση μάλιστα αυτή θεωρείται ότι αφορά το δικόγραφο και όχι το δικαίωμα προς άσκηση της αγωγής, της κύριας παρέμβασης ή του ένδικου μέσου. ε) Το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων της εν λόγω δικονομικής αναβλητικής ένστασης (που εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα) φέρει ο εναγόμενος, ο καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή εκείνος κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ αυτή (ένσταση) είναι βάσιμη αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 1875/2014 ΧρΙδΔ 2015. 283, 990/2008 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την εξαίρεση του άρθρου 170 αριθ. 1 του ίδιου Κώδικα, είναι συμβατή με το άρθρο 20 του Συντάγματος, αλλά και προς το Κοινοτικό Δίκαιο και συγκεκριμένα το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) ή Σύμβασης της Ρώμης (04-11-1950), σύμφωνα με την οποία «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικασθεί δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο…», έχει δε ως σκοπό όχι μόνο τη διασφάλιση της απαίτησης για τα δικαστικά έξοδα, αλλά και την περιστολή της καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα δικαιώματα του ανθρώπου έχει κρίνει ότι δεν προσβάλλεται το θεμελιακό δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στα δικαστήρια με τη διατασσόμενη εγγυοδοσία για τα δικαστικά έξοδα (Ε.Σ.Δ.Α. 6 παρ. 1). Το είδος δε της αγωγής ως αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής είναι αδιάφορο (ΑΠ 990/2008 ό.π.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 162, 163 και 164 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εγγυοδοσία γίνεται με κατάθεση μετρητών χρημάτων στο ταμείο παρακαταθηκών και δανείων, το δε γραμμάτιο της κατάθεσης κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που διέταξε την εγγυοδοσία, εντός της προθεσμίας που ορίσθηκε απ’ αυτό (δικαστήριο) για την καταβολή της εγγυοδοσίας. Τέλος, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει να δοθεί εγγυοδοσία με έναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 164 ΚΠολΔ τρόπους, μόνον όμως ύστερα από αίτηση του υποχρέου. Στην προκείμενη περίπτωση, οι τρίτος και τέταρτη των εναγομένων, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, ζητούν να επιβληθεί εγγυοδοσία σε βάρος της ενάγουσας λόγω υπάρξεως προφανούς κινδύνου αδυναμίας εκτελέσεως της διατάξεως για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης της (ενάγουσας) σ’ αυτά, αφού η τελευταία (ενάγουσα) αφενός έχει διαγραφεί από το Μητρώο Εταιρειών των Νήσων … όπου εδρεύει, αφετέρου στερείται περιουσιακών στοιχείων, οφείλει δε στους ίδιους (γ΄ και δ΄ εναγομένους) δικαστική δαπάνη ύψους 10.800,00 ευρώ, κατόπιν τελεσίδικης απόρριψης της υπ’ αριθ. κατ. … αγωγής της (ενάγουσας). Το ανωτέρω αίτημα των γ΄ και δ΄ εναγομένων, το οποίο συνιστά δικονομική, αναβλητική της δίκης, ένσταση, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, παραδεκτώς προβάλλεται κατά την παρούσα συζήτηση της υπόθεσης και τυγχάνει νόμιμο, καθώς στηρίζεται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ. Πρέπει δε να γίνει δεκτό και ως ουσία βάσιμο, αφού από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι γ΄ και δ΄ εναγόμενοι, αποδεικνύεται η προφανής οικονομική αδυναμία της ενάγουσας να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης της σ’ αυτά. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από την προσκομισθείσα από 10 Οκτωβρίου 2016 ηλεκτρονική τηλεομοιοτυπία, του Μητρώου Εταιρειών των Νήσων …, η ενάγουσα έχει διαγράφει από τα οικεία Μητρώα της ήδη από τις αρχές του 2015 {χωρίς, ας σημειωθεί, το γεγονός αυτό να επηρεάζει την ικανότητά της να είναι διάδικος ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι γ΄ και δ΄ εναγόμενοι, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι κατά το δίκαιο της έδρας της η ενάγουσα δεν έχει νομική προσωπικότητα, αφού η τελευταία (ενάγουσα), ως ένωση προσώπων, έχει αυτήν την ικανότητα (να είναι διάδικος) ευθέως από τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 62 ΚΠολΔ, η οποία, ως διάταξη του δικονομικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori), εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση (ΑΠ 1309/1991 ΕλλΔνη 1992. 1181, ΕφΠειρ 542/2012 ΕΝΔ 2012. 418)}, ενώ δεν έχει περιουσία, αφού το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, ήτοι το πλοίο «…», νηολογίου Παναμά με αριθ. ΙΜΟ …, έχει πωληθεί για παλιοσίδερα ήδη από το Νοέμβριο του 2013, όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία της ιστοσελίδας του Equasis, οφείλει δε στους ανωτέρω εναγομένους δικαστική δαπάνη που τους επιδικάστηκε και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε σχέση με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 3-1-2013 και με αρ. κατ. … προηγούμενη αγωγή της (νυν ενάγουσας) εναντίον τους, η οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα, και δη το ποσό των 10.500 ευρώ ως κατ’ αναλογία επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη με βάση την υπ’ αριθ. 390/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και το ποσό των 300 ευρώ ως κατ’ αναλογία επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη με βάση την υπ’ αριθ. 541/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, ήτοι συνολικά το ποσό των 10.800 ευρώ. Από τα ανωτέρω εκτιθέμενα, τα οποία άλλωστε δεν αμφισβητούνται από την ενάγουσα, προκύπτει περαιτέρω η λειτουργική αδράνεια στην οποία έχει περιέλθει η τελευταία και το αναξιόχρεο αυτής, ενώ η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από τα διαλαμβανόμενα στην προθήκη των προτάσεων της (ενάγουσας) περί υπάρξεως απαιτήσεών της από ναυαγιαιρέσεις και περί διαπραγματεύσεών της για αγορά νέου πλοίου. Εξάλλου, με την κρινόμενη αγωγή, όπως το καταψηφιστικό αίτημα αυτής παραδεκτά περιορίστηκε σε αναγνωριστικό, κατ’ άρθρο 223 εδ. β΄ του ΚΠολΔ {όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015)}, η ενάγουσα ζητεί, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το συνολικό ποσό των 433.864 ευρώ ως αποζημίωση, καθώς και το ποσό των 29.960 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ενόψει του ανωτέρω αγωγικού αιτήματος, σε περίπτωση ενδεχόμενης ήττας της ενάγουσας, η δικαστική δαπάνη που πρέπει να επιδικασθεί στους γ΄ και δ΄ εναγομένους κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 176 και 189 ΚΠολΔ (και με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 179 του ίδιου Κώδικα), ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των 9.000,οο ευρώ (άρθρα 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 και 84 παρ. 1 ν. 4194/2013). Κατ’ ακολουθίαν, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος, σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής, η ενδεχόμενη καταδίκη της ενάγουσας στα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης να μην καταστεί δυνατό να εκτελεσθεί. Επομένως πρέπει, γενομένης δεκτής της περί εγγυοδοσίας ένστασης των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων, να υποχρεωθεί η ενάγουσα να παράσχει εγγυοδοσία ποσού 9.000,οο ευρώ για τα έξοδα αυτών (γ΄ και δ΄ εναγομένων) της παρούσας δίκης, εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη νόμιμη κοινοποίηση σ’ αυτήν της παρούσας απόφασης, με κατάθεση μετρητών χρημάτων στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (εφόσον η τελευταία δεν αιτείται να δοθεί η εγγυοδοσία με έναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 164 ΚΠολΔ τρόπους), καταθέτοντας στη συνέχεια το σχετικό γραμμάτιο, μέσα στην ίδια ως άνω προθεσμία, στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου. Πρέπει, επίσης, να ανασταλεί η συζήτηση της ένδικης αγωγής, ως προς τους τρίτο και τέταρτη των εναγομένων, ώσπου να κατατεθεί από την ενάγουσα η εν λόγω εγγυοδοσία. Εξάλλου, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, για την ενότητα της κρίσεως, την τελική λύση της διαφοράς και την αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, να αναβληθεί η συζήτηση και ως προς τους λοιπούς παριστάμενους πέμπτο και έκτη των εναγομένων, που δεν προέβαλαν τη σχετική ένσταση εγγυοδοσίας, για να εκδικασθεί ενιαία η διαφορά (ΕφΘεσ 1028/2002 ΔΕΕ 2002. 714, ΕφΑθ 2103/1995 ΕλλΔνη 1998. 385). Δικαστικά έξοδα δεν θα επιδικασθούν, διότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική κατά την έννοια του άρθρου 191 ΚΠολΔ.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 934 και 935 του ΑΚ προκύπτει ότι, στην περίπτωση που αφαιρέθηκε πράγμα με παράνομη πράξη, ο δικαιούχος μπορεί να ζητήσει την αυτούσια απόδοση αυτού, καθώς και αποζημίωση για τη στέρησή του. Δικαιούται, όμως, να ζητήσει και πλήρη αποζημίωση σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης του πράγματος ή έλλειψης συμφέροντος αυτού στην αυτούσια απόδοσή του (ΑΠ 1576/1995 ΕλλΔνη 38. 1045, ΕφΑθ 3747/2002 ΕλλΔνη 43. 1437). Επομένως, αν μετά την παράνομη αφαίρεση ο ενάγων δεν έχει συμφέρον στην ανάκτηση του πράγματος, δικαιούται να ζητήσει απ’ ευθείας αποζημίωση σε χρήμα λόγω αδικοπραξίας, για τη θεμελίωση της οποίας δεν απαιτείται να ισχυρισθεί και ότι το πράγμα δεν σώζεται ή ότι είναι πλέον άχρηστο γι αυτόν (ΕφΑθ 3747/2002 ό.π.). Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 914, 297 και 298 ΑΚ οφειλόμενη σε χρήμα αποζημίωση για την αφαίρεση, καταστροφή ή γενικά την απώλεια του πράγματος, συνίσταται στην αξία που αυτό είχε ως μεταχειρισμένο και όχι στη δαπάνη που απαιτείται για την απόκτηση καινούργιου, γιατί έτσι εκείνος που ζημιώθηκε θα αποκόμιζε και ωφέλεια, πράγμα που θα ήταν αντίθετο με την έννοια της αποζημίωσης (ΑΠ 449/2014 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 3121/1987 ΕλλΔνη 1988. 155). Επί παράνομης, τέλος, αφαίρεσης πράγματος (άρθρο 934 ΑΚ), η απόδοση του οποίου είναι αδύνατη, η αποζημίωση περιλαμβάνει την αξία του πράγματος κατά το χρόνο της πρώτης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτησης της υπόθεσης (ΟλΑΠ 1/1997 ΝοΒ 1998. 17, ΑΠ 640/2014 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα, πλοιοκτήτρια του πλοίου με το όνομα «…», νηολογίου Παναμά με αριθ. ΙΜΟ …, εκθέτει ότι, τον Μάρτιο 2012, είχε εξαγάγει από το ως άνω πλοίο και αποθέσει στην προβλήτα του Περάματος μία προπέλα διαμέτρου 6,30 μέτρων και βάρους 12.800 τόνων από ορείχαλκο, προκειμένου να την επισκευάσει˙ ότι οι εναγόμενοι από κοινού ενεργώντας αφαίρεσαν την προπέλα αυτή από την κατοχή της, με σκοπό παράνομης ιδιοποίησής της, με συνέπεια να υποστεί ζημία συνιστάμενη στη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε για αγορά νέας προπέλας ποσού 300.900 δολ. ΗΠΑ, καθόσον η έρευνά της για εξεύρεση μεταχειρισμένης προπέλας αποδείχθηκε άκαρπη˙ ότι, εξαιτίας της προπεριγραφόμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, υπέστη περαιτέρω περιουσιακή ζημία ύψους 144.000 ευρώ, συνιστάμενη στη δαπάνη επιπλέον παραμονής του ανωτέρω πλοίου της στο Ναυπηγείο … επί 4 μήνες από 17-5-2012, οπότε θα είχε ολοκληρωθεί η επισκευή της προπέλας και το πλοίο θα ήταν έτοιμο να αποπλεύσει αν δεν είχε λάβει χώρα η παράνομη αφαίρεσή της (προπέλας) από τους εναγομένους, μέχρι 15-9-2012, που ολοκληρώθηκε η τοποθέτηση της νέας προπέλας, η οποία είχε παραγγελθεί από την Κίνα και παραδόθηκε στην ίδια (ενάγουσα) σε αναγκαίο χρονικό διάστημα τριών μηνών˙ ότι για την εν λόγω περίοδο παραμονής του πλοίου στο Ναυπηγείο … απαιτήθηκε να παραμείνει ναυτολογημένος σ’ αυτό ο πλοίαρχός του (πλοίου) …, ώστε να είναι σε επιφυλακή και σε περίπτωση ανάγκης να μπορεί να επιμεληθεί του πλοίου, με αποτέλεσμα η ίδια (ενάγουσα) να υποστεί επιπλέον ζημία ύψους 18.000 ευρώ, λόγω της καταβολής του ποσού αυτού στον ανωτέρω πλοίαρχο ως αμοιβή για την τετράμηνη ναυτολόγησή του, ήτοι του ποσού των 4.500 ευρώ μηνιαίως. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, η ενάγουσα ζητεί, κατ’ ορθή εκτίμηση του αγωγικού αιτήματος, όπως παραδεκτά περιορίστηκε με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, κατ’ άρθρο 223 εδ. β΄ του ΚΠολΔ {όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015)}, το καταψηφιστικό αίτημά της σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της τέλεσης της αδικοπραξίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής, α) τα προεκτιθέμενα ποσά ως αποζημίωση, ήτοι συνολικά {(300.900 δολ. ΗΠΑ=) 271.864 ευρώ (με βάση την ισοτιμία Δολ. ΗΠΑ – Ευρώ κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής) + 144.000 ευρώ + 18.000 ευρώ=} 433.864 ευρώ, άλλως το συνολικό ποσό των {150.000 ευρώ (ήτοι η τρέχουσα αξία της κλαπείσας προπέλας κατά την πρώτη ενώπιον του ακροατηρίου συζήτηση, συμπεριλαμβανομένου του κόστους επισκευής της) + 144.000 ευρώ + 18.000 ευρώ=} 312.000 ευρώ, επικουρικά δε το συνολικό ποσό των {110.000 ευρώ (ήτοι η τρέχουσα αξία της κλαπείσας προπέλας κατά την πρώτη ενώπιον του ακροατηρίου συζήτηση, αφαιρουμένης της δαπάνης επισκευής της) + 144.000 ευρώ + 18.000 ευρώ=} 272.000 ευρώ, και β) το ποσό των 29.960 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους, συνιστάμενη στην τρώση της φήμης, της εμπορικής πίστης και της αξιοπιστίας αυτής, αφαιρουμένου του ποσού των 40,00 ευρώ, ως προς το οποίο η ίδια (ενάγουσα) επιφυλάχθηκε προκειμένου να το διεκδικήσει για την ίδια αιτία κατά τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής εναντίον των εναγομένων ενώπιον του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 22 και 35 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, η οποία αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας ως προς την ενάγουσα, είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3 και 4 παρ. 1 και 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία και με την οποία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό η προπεριγραφόμενη αδικοπραξία. Κατ’ ακολουθίαν, η αγωγή είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 340, 345 {ο κατά το άρθρο 223 ΚΠολΔ γενόμενος με τις προτάσεις της ενάγουσας περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της υπό κρίση αγωγής σε αναγνωριστικό δεν επηρεάζει το χαρακτήρα της επίδοσής της ως οχλήσεως δημιουργικής υπερημερίας των εναγομένων και οφειλής των αντίστοιχων τόκων, σύμφωνα με το άρθρο 345 ΑΚ (ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 35. 1259, ΑΠ 1266/2010 ΕλλΔνη 52. 979, 1126/2010 σε ΤΝΠ «Νόμος»)}, 346, 481, 914, 926 και 932 ΑΚ, 372 παρ. 1 ΠΚ, εκτός α) από το κύριο αίτημα επιδικάσεως της δαπάνης για την απόκτηση καινούργιας προπέλας και του επικουρικού αιτήματος επιδικάσεως της τρέχουσας αξίας της κλαπείσας προπέλας κατά την πρώτη ενώπιον του ακροατηρίου συζήτηση, συμπεριλαμβανομένου του κόστους επισκευής της, τα οποία πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμα, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας, διότι η μείωση της περιουσίας της ενάγουσας που συνδέεται αιτιωδώς, κατά τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο, με την επικαλούμενη παράνομη αφαίρεση της μεταχειρισμένης ως άνω προπέλας, δεν συνίσταται στα προαναφερθέντα ποσά, αλλά στην τρέχουσα αξία της προπέλας αυτής αφαιρουμένης της δαπάνης επισκευής της, β) του παρεπόμενου αιτήματος περί επιδικάσεως τόκων από την επόμενη ημέρα της τέλεσης της αδικοπραξίας, το οποίο πρέπει να απορριφθεί επίσης ως μη νόμιμο, διότι επί αδικοπραξίας, όπως εν προκειμένω, οφείλονται τόκοι από την επίδοση αγωγής και όχι από την επέλευση της ζημίας, αφού ο οφειλέτης δεν περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας χωρίς δικαστική ή εξώδικη όχληση, στην προκείμενη δε περίπτωση η ενάγουσα δεν επικαλείται σχετική όχληση των εναγομένων. Ας σημειωθεί, μάλιστα, ότι η διάταξη του άρθρου 934 ΑΚ, που ορίζει ότι «όποιος οφείλει πράγμα που αφαιρέθηκε με παράνομη πράξη είναι υπερήμερος από το χρόνο της αφαίρεσης», εννοεί οφειλή ενσώματου πράγματος αυτούσιου, το οποίο αφαιρέθηκε παρανόμως, οπότε επέρχεται υπερημερία χωρίς όχληση, όχι δε και χρηματική οφειλή (ΑΠ 1253/2003 ΕλλΔνη 45. 487, 310/1993 ΕλλΔνη 35. 1528, ΕφΠειρ 193/1999 ΕΝΔ 27. 6). Και γ) του αιτήματος να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το οποία τυγχάνει απορριπτέο επίσης ως μη νόμιμο, εφόσον στις αποφάσεις επί αναγνωριστικών αγωγών δεν νοείται αναγκαστική άρα ούτε και προσωρινή εκτέλεση (ΕφΠειρ 1014/1992 Αρχ. Ν. 44. 63, Ι. Μπρίνια, Αναγκ. Εκτ., παρ. 47, VII, σελ. 132-133, Κ. Κεραμέα, Αστ. Δικ. Δικ. ΙΙ, 1978, παρ. 58, σελ. 66). Επομένως, πρέπει η ένδικη αγωγή, ως προς τους πρώτο και δεύτερο των εναγομένων, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της: α) μετά τον κατά τα προεκτιθέμενα περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματός της σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου {άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 σε συνδ. με άρθ. 7 παρ. 3 του ν.δ. 1544/1942, όπως η παρ. 3 του ως άνω άρθ. 7 του ν.δ. 1544/1942 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016) και, σύμφωνα με την παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του, β) για το παραδεκτό των διαδικαστικών πράξεων της κατάθεσης της αγωγής, της παράστασης στο ακροατήριο και της κατάθεσης των προτάσεων έχουν κατατεθεί το με αριθμό … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΔΣΠ (κατάθεση αγωγής) και το με αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΔΣΠ (παράσταση και προτάσεις) κατ’ άρθρο 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013 (παράρτημα I και III), όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8 Ν. 4205/2013.
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει αυτή (αγωγή) δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, ως προς τους πρώτο και δεύτερο των εναγομένων, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας τους, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας αποδεικνύονται πλήρως, αφού θεωρούνται ομολογημένοι από αυτούς [άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθ. 271 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)]. Συγκεκριμένα, αφού ληφθεί περαιτέρω υπ’ όψιν το είδος και η έκταση της προσβολής της φερεγγυότητας της ενάγουσας εταιρείας, εξαιτίας της προπεριγραφόμενης παράνομης και υπαίτιας πράξης των α΄ και β΄ εναγομένων, του βαθμού του πταίσματος των τελευταίων (δόλος) και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των ανωτέρω διαδίκων, σύμφωνα δε με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, η ανάλογη χρηματική ικανοποίηση που δικαιούται η ενάγουσα, ο καθορισμός του ύψους της οποίας δεν καλύπτεται από το τεκμήριο της ερημοδικίας αλλά γίνεται κατά την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου, ανέρχεται στο ποσό των 5.000,00 ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των α΄ και β΄ εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (110.000 + 144.000 + 18.000 + 5.000=) 277.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους των α΄ και β΄ εναγομένων άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της, μέρος δε της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος των ως άνω εναγομένων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των πρώτου και δεύτερου των εναγομένων και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την ενάγουσα να παράσχει εγγυοδοσία ποσού εννέα χιλιάδων (9.000,00) ευρώ για τα έξοδα των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων της παρούσας δίκης, με κατάθεση μετρητών χρημάτων στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, και να καταθέσει στη συνέχεια το σχετικό γραμμάτιο στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη νόμιμη κοινοποίηση σ’ αυτήν της παρούσας απόφασης.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ τη συζήτηση της αγωγής ως προς τους τρίτο και τέταρτη των εναγομένων, ώσπου να κατατεθεί από την ενάγουσα η ως άνω εγγυοδοσία.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση της υπόθεσης ως προς τους πέμπτο και έκτη των εναγομένων για το ενιαίο της κρίσεως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς τους πρώτο και δεύτερο των εναγομένων.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι πρώτος και δεύτερος εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των διακοσίων εβδομήντα επτά χιλιάδων (277.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους πρώτο και δεύτερο των εναγομένων, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων (9.500,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 18-9-2017 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις 23-10-2017.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ