ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός αποφάσεως 4410 /2017
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Λέκκου, Πρόεδρο Πρωτοδικών – Εισηγήτρια, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο Πρωτοδίκη και Χαρίλαο Παππά, Πρωτόδικη, και από τη Γραμματέα Κριμιζά Κρυσταλλία.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21/3/…7 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη Γ. και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Άννα Κοζώνη.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη Σ. και εκπροσωπείται νόμιμα, και η οποία κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρου Εγγλέζου Εμμανουήλ και Ερικέτης Κολυβά.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 15/12/…5 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμ. καταθ. … και επί της οποίας προσδιορίστηκε δικάσ…ς προς συζήτηση αρχικά η … και μετ’ αναβολή η παραπάνω και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αφού προκατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ΝΔ 4570/1966: «Δ.Σ. περί συντηρητικής κατασχέσεως θαλασσοπλοούντων πλοίων» «Πάσα αμφισβήτησις σχετική προς την ευθύνην του δανειστού λόγω ζημιών προξενηθεισών εκ της κατασχέσεως πλοίου ή λόγω δαπανών εγγυοδοσίας ή ετέρας ασφαλείας παρασχεθείσης δια την άρσιν ή την αποτροπήν της κατασχέσεως του πλοίου, ρυθμίζεται υπό του δικαίου του συμβαλλομένου κράτους εντός της δικαιοδοσίας του οποίου ενηργήθη ή εζητήθη η κατάσχεσις. Οι δικονομικοί κανόνες οι σχετικοί προς την κατάσχεσιν πλοίου, την χορήγησιν της εν άρθρω 4 αναφερομένης αδείας Αρχής και πάν έτερον παρεμπίπτον δικονομικόν ζήτημα, το οποίον ήθελε τυχόν προκληθή εκ της κατασχέσεως, ρυθμίζονται υπό του δικαίου του συμβαλλομένου Κράτους εντός του οποίου ενεργήθη ή εζητήθη η κατάσχεσις.». Κατά τις διατάξεις του άρθρου 703 ΚΠολΔ «Αν απορριφθεί τελεσίδικα ως αβάσιμη η αγωγή για την κύρια υπόθεση, όποιος ζήτησε να διαταχθούν Ασφαλιστικά μέτρα είναι υποχρεωμένος να καταβάλει Αποζημίωση για τη ζημία που προξένησε από την εκτέλεση της απόφασης που τα διέταξε ή από την εγγύηση που δόθηκε, μόνο αν γνώριζε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε ότι δεν υπήρχε το δικαίωμα.». Με την τελευταία αυτή διάταξη, καθιερώνεται ιδιότυπη αδικοπρακτική ευθύνη, σύμφωνα με την οποία, αν απορριφθεί τελεσίδικα ως (νομικά ή ουσιαστικά) αβάσιμη η αγωγή για την κύρια υπόθεση, αυτός που ζήτησε να διαταχθούν τα ασφαλιστικά μέτρα είναι υποχρεωμένος, εφόσον γνώριζε ή από βαρεία αμέλεια αγνοούσε την ανυπαρξία αντίστοιχου ασφαλιστέου δικαιώματός του, να καταβάλει αποζημίωση για τις ζημίες που προκλήθηκαν από την εκτέλεση της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων ή από την παροχή εγγυήσεως. Η εν λόγω ρύθμιση, επιβλήθηκε από την ανάγκη να προσδοθεί παράνομος χαρακτήρας στην εκτέλεση των ασφαλιστικών μέτρων, που υλοποιήθηκαν παρά την έλλειψη ουσιαστικού δικαιώματος, αφού διαφορετικά η ίδια συμπεριφορά βασιζόμενη σε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή σε διαταγή πληρωμής (άρθρο 724 ΚΠολΔ), δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί παράνομη, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ (Κράνης, Η κατ’ άρθρο 703 ΚΠολΔ αποζημίωση, ΕλλΔνη 2008.1). Προκειμένου και για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης, απαιτείται τελεσίδικη, με οιονδήποτε τρόπο αποδίκαση του κρίσ…υ ουσιαστικού δικαιώματος. Το τελευταίο αυτό στοιχείο δεν αποτελεί απλή διαδικαστική προϋπόθεση, αλλά αίρεση δικαίου, από τη συνδρομή της οποίας εξαρτάται η ίδια η γένεση της αξιώσεως αποζημιώσεως και κατ’ επέκταση η βασιμότητα της αντίστοιχης αγωγής. Εάν ελλείπει το στοιχείο αυτό, η αγωγή αποζημιώσεως δεν μπορεί να ασκηθεί προληπτικά με στήριγμα τη διάταξη του άρθρου 69 Ιε ΚΠολΔ, αφού η διάταξη αυτή αφορά αξιώσεις που εξαρτώνται από την πλήρωση γνήσιας δικαιοπρακτικής αιρέσεως ή την επέλευση γεγονότος και δεν καλύπτει τις απλές αιρέσεις δικαίου (Κράνης ο.π. σελ. 8). Βέβαια, η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης με επίγνωση της ανυπαρξίας ουσιαστικού δικαιώματος μπορεί, ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, να θεμελιώσει αδικοπρακτική ευθύνη κατά την έννοια του άρθρου 919 ΑΚ, που απαιτεί όμως παράλληλα η αντίθετη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά να εκδηλώνεται με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Έτσι, εάν ο νομοθέτης επαφίονταν στη ρύθμιση του άρθρου 919 ΑΚ, θα περιοριζόταν σημαντικά το δικαίωμα αποζημίωσης για ζημίες συναρτώμενες με τα ασφαλιστικά μέτρα, ενώ επιθυμία του ήταν να αποζημιώνονται οι ζημίες από τα ασφαλιστικά μέτρα και όταν αυτός που τα επέβαλε αγνοούσε από βαρεία αμέλεια την ανυπαρξία αντίστοιχου ουσιαστικού δικαιώματος (Κράνης ο.π. σελ. 6 και 7). Περαιτέρω, η τελεσίδικη αποδίκαση του ουσιαστικού δικαιώματος, για την άμεση προστασία του οποίου εκδόθηκε προσωρινή διαταγή (άρθρο 691Α ΚΠολΔ), επισύρει την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 703 ΚΠολΔ, προκειμένου να αποκατασταθούν οι ζημίες από την εκτέλεση της προσωρινής διαταγής. Υποχρεούται έτσι αυτός που επέσπευσε ή εκβίασε την εκτέλεση της προσωρινής διαταγής, γνωρίζοντας ή από βαρεία αμέλεια αγνοώντας την ανυπαρξία ουσιαστικού δικαιώματός του, να αποκαταστήσει τις ζημίες που προκάλεσε η εκτέλεσή της στον καθού. Ωστόσο, ο αυξημένος βαθμός υπαιτιότητος που απαιτείται για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης κατά το άρθρο 703 ΚΠολΔ, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εάν στη συνέχεια η προσωρινή διαταγή καλυφθεί (επιβεβαιώθηκε) με αντίστοιχη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και λήφθηκαν σε εκτέλεσή της ή με βάση διαταγή πληρωμής (άρθρο 724 ΚΠολΔ) ανάλογα ασφαλιστικά μέτρα. Εάν όμως η προσωρινή διαταγή δεν ενισχύθηκε από απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή διαταγής πληρωμής και εμφανίζεται έτσι μετά την τελεσίδικη αποδίκαση του ουσιαστικού δικαιώματος παντελώς αδικαιολόγητη, τότε αυτός που επέσπευσε ή εκβίασε την εκτέλεσή της, πρέπει να ευθύνεται και για ελαφρά αμέλεια κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, αναλαμβάνοντας στην περίπτωση αυτή την ευθύνη και τις συνέπειες από την έκδοση και την εκτέλεση της προσωρινής διαταγής, αφού αυτή δεν περιέχει την οποιαδήποτε αυθεντική διάγνωση ως προς τη νομιμότητά της και εκδίδεται συνήθως χωρίς κλήτευση του καθού και χωρίς αποδεικτικά κατά κανόνα μέσα, με πιθανολόγηση μόνον των ισχυρισμών των αιτούντων (Κράνης, ο.π. σελ. 10). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, οι διάδικοι, οι νόμ…ι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι αυτών, οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις. Η διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στον περιορισμό της καταχρήσεως των δικονομικών δυνατοτήτων, επιβάλλει στο διάδικο την τήρηση, κατά τη διενέργεια των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων, των κανόνων των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως. Επίσης, καθιερώνει ως γνήσια υποχρέωση (και όχι απλώς ως δικονομικό βάρος), την τήρηση του καθήκοντος αληθείας. Τούτο απαγορεύει στα ανωτέρω πρόσωπα να προβάλλουν αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς, την ανακρίβεια των οποίων γνωρίζουν, και περαιτέρω να αμφισβητούν πραγματικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου, καίτοι γνωρίζουν ότι είναι αληθείς. Δηλαδή η παράβαση του καθήκοντος αυτού προϋποθέτει ενσυνείδητο ψεύδος (ΕφΠειρ 233/1992 ΠειρΝομ 1992.301, ΕφΑθ 4340/1988 ΕλλΔνη 31(1990)377, 379, ΕφΑθ 3098/1986 ΕλλΔνη 27(1986)951, 954, ΕφΑθ 5454/ 1986 ΕλλΔνη 28(1987)654, ΕφΑθ 4769/1984 ΕλλΔνη 26 (1985)676, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι, 2003, σελ. 560 επ.). Η παράβαση του καθήκοντος αυτού και γενικότερα η παράβαση της αρχής της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, συνεπάγεται, εκτός από δικονομικές κυρώσεις (επιβολή χρηματικής ποινής, καταδίκη στα έξοδα) και την πειθαρχική ευθύνη του πληρεξούσιου δικηγόρου, ενδεχόμενα και ποινική ευθύνη του παραβάτη. Αν ο εν γνώσει ψευδόμενος ενώπιον του δικαστηρίου- διάδικος είναι αυτός που προβάλλει επιθετικά τον αναληθή ισχυρισμό (με αβάσιμη αγωγή ή ένσταση), τότε μόνο στοιχειοθετείται απάτη επί δικαστηρίου (άρθρο 368 ΠΚ), όταν η παράβαση του καθήκοντος αλήθειας συνοδεύεται από ψευδή αποδεικτικά μέσα (ενδεικτικά βλ. ΑΠ (συμ.) 404/2002 Ποιν Χρον 52(2002)984). Εν τούτοις, η κατά τα ανωτέρω απάτη συντελείται και όταν η δίκη διεξάγεται κατά την ειδική διαδικασία, κατά την οποία δεν τηρούνται οι κανόνες του ΚΠολΔ που αναφέρονται στα μέσα αποδείξεων και την αποδεικτική δύναμη αυτών, το δε δικαστήριο αποφασίζει κατά πιθανολόγηση των προβαλλομένων ισχυρισμών, η οποία συντελείται με οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, όπως ισχύει και στην διαδικασία λήψης ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 682 επ. ΚΠολΔ). Στην τελευταία περίπτωση, αρκεί η προβολή ψευδών ισχυρισμών για την στοιχειοθέτηση της απάτης (ΑΠ 858/2003 ΝΟΜΟΣ). Διαφορετικά όμως έχει το πράγμα για την ποινική ευθύνη του διαδίκου, του νομίμου αντιπροσώπου και του δικηγόρου του, όταν αυτοί απαντούν ψευδώς, εν γνώσει της αναλήθειας, σε αγωγικό ισχυρισμό ή ένσταση του αντιδίκου και, παρότι είναι αληθινός, δεν τον συνομολογούν, αλλά τον αρνούνται. Διότι το αδίκημα της απάτης είναι υπαλλακτικώς μικτό και συντελείται όχι μόνο με την από τον υπαίτιο (που έχει σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλο πρόσωπο παράνομο περιουσιακό όφελος) εν γνώσει παράσταση σε τρίτο ψευδών γεγονότων ως αληθινών, αλλά και με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, εφόσον η παραπλάνηση του τρίτου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή που συνεπάγεται βλάβη της περιουσίας είτε αυτού του ίδιου του παραπλανηθέντος είτε τρίτου προσώπου. Ειδικότερα, η παρασιώπηση (που αποτελεί έναν από τους τρόπους τελέσεως του εγκλήματος της απάτης) ως προϋπόθεση έχει την υποχρέωση προς ανακοίνωση της αλήθειας, είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη ενέργεια του δράστη της απάτης. Σύμφωνα όμως με τα προαναφερόμενα, οι διάδικοι, οι νόμ…ι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι αυτών έχουν νόμιμη υποχρέωση (άρθρο 116 ΚΠολΔ) να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις. Γι` αυτό, όταν η αποσιώπηση της αλήθειας μπορεί να παραπλανήσει το δικαστήριο και να το οδηγήσει στην έκδοση δυσμενούς για τον αντίδικο αποφάσεως, η οποία θα προξενήσει σ` αυτόν περιουσιακή βλάβη που θα αποφευγόταν αν ο διάδικος, ο δικηγόρος κλπ., τηρώντας τις προαναφερθείσες υποχρεώσεις τους, ανακοίνωναν στο δικαστήριο την αλήθεια, συνομολογώντας τη βασιμότητα του κρίσ…υ ισχυρισμού του αντιδίκου, μπορεί να στηριχθεί σε βάρος αυτών κατηγορία για εξαπάτηση του δικαστηρίου, εφόσον βέβαια συντρέχουν και οι λοιπές αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις του εγκλήματος αυτού {ΑΠ (συμβ.) 1310/1989 ΠοινΧρον 40(1990)567}. Περαιτέρω, η παράβαση του καθήκοντος της αλήθειας, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν πληροί και τις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της απάτης, συνεπάγεται και υποχρέωση προς αποζημίωση του αντιδίκου (άρθρα 914, 919 ΑΚ) αν δεν αντιμάχεται το δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση που τελικά εκδόθηκε, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν η αγωγή που ασκήθηκε κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας απορρίφθηκε τελεσίδικα ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΕφΠειρ 233/1992 ό.π., ΕφΑθ 4769/1984 ό.π., ΕφΑθ 5769/1984 ό.π., Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο, 1983, σελ. 375, 379, Ν. Νίκας, ό.π., σελ. 566, contra Κ. Καλαβρός, Δ 4(1973)198 επ.). Και τούτο διότι η διάσπαση του δεδικασμένου που αποκτήθηκε με δόλο δεν επιτρέπεται ούτε έμμεσα με την άσκηση από το διάδικο που νικήθηκε αγωγής αποζημιώσεως κατά του νικήσαντος, κατά τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ, αφού, σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία της πρόσφορης αιτίας, η ζημία του ενάγοντος δεν προήλθε από τη δικαστική απόφαση ή την εκτέλεση αυτής, αλλά από τις δόλιες ενέργειες του αντιδίκου, η δε μείωση της περιουσίας του ενάγοντος από την εκτέλεση της αποφάσεως δεν αποτελεί ζημία κατά την έννοια των άρθρων 914 και 919, αφού με δύναμη δεδικασμένου έχει κριθεί ότι αποτελεί νόμιμη υποχρέωση του καταδικασθέντος (ΑΠ 1571/1987 ΕΝ 1988.842). Διαφορετικά όμως έχει το πράγμα όταν δεν παρήχθη δεδικασμένο, είτε γιατί η αγωγή που ασκήθηκε κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας απορρίφθηκε τελεσίδικα ως ουσιαστικά αβάσιμη, είτε γιατί κατά το νόμο δεν γεννάται από την απόρριψη ουσιαστικό δεδικασμένο, όπως συμβαίνει λ.χ. στην περίπτωση του άρθρου 933 παρ. 4 ΚΠολΔ, όταν αποσβεστικός της απαίτησης ισχυρισμός προταθεί με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά πράξεως αναγκαστικής εκτελέσεως και απορριφθεί ως απαράδεκτος γιατί δεν αποδείχθηκε αμέσως με έγγραφα ή ομολογία (ΟλΑΠ 10/1993 Δ 25(1994)652). Στην περίπτωση αυτή, όποιος βλάφτηκε από την παράβαση του καθήκοντος αληθείας του αντιδίκου του, μπορεί να αξιώσει από τον παραβάτη αποζημίωση για περιουσιακή ζημία που έπαθε (επιπλέον εκείνης που καλύφθηκε από τη δικαστική δαπάνη), εφόσον η ζημιά του τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράβαση, καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητάς του και γενικά για ηθική βλάβη, αφού μια τέτοια αγωγή (για αποζημίωση ή ηθική βλάβη) δεν αντιμάχεται το ουσιαστικό δεδικασμένο, αλλά συμπορεύεται μ` αυτό. Απαιτείται όμως η παράβαση του καθήκοντος αληθείας να έγινε δολίως κατά τρόπο που αντιβαίνει τα χρηστά ήθη κλπ., ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 919 ΑΚ (ΕφΑθ 4340/1988 ό.π., ΕφΑθ 4769/1984 ό.π., Γεωργιάδης, Σταθόπουλου-Γεωργιάδη ΑΚ, άρθρο 919 αριθ. 29α και 41 επίσης για τη δυνατότητα αποζημίωσης από τα καλούμενα διαδικαστικά αδικήματα βλ. ΕφΑθ 7752/1991 ΕλλΔνη 34(1993)1637 και Κ. Φαφούτη υπό την ΟλΑΠ 448/1984 ΝοΒ 33(1985)61). Εξάλλου, η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, για την ικανοποίηση απαιτήσεως εξοπλισμένης με εκτελεστό τίτλο, αποτελεί άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος και δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα τιθέμενα από το άρθρο 281 του ΑΚ όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μάλιστα, η καταχρηστική επίσπευση της εκτέλεσης συνιστά ουσιαστικό ελάττωμα του τίτλου (ΑΠ 243/2001, αδημοσίευτη). Εκτός από τις δικονομικές κυρώσεις της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος αυτού, ως ουσιαστική κύρωση θεωρείται και η αξίωση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης του ζημιωθέντος από την επίσπευση της εκτέλεσης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ κατά τα προαναφερόμενα, δεδομένου ότι η κακόπιστη συμπεριφορά στην αναγκαστική εκτέλεση απαγορεύεται και από το άρθρο 116 ΚΠολΔ (ΕΛαρ. 138/2004 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 71, 297, 298 και 914 ΑΚ, η ευθύνη του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, όπως η ανώνυμη εταιρία, για αποζημίωση, βάσει των διατάξεων αυτών προϋποθέτει παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη των νόμιμων εκπροσώπων του, δηλαδή αδικοπραξία που συντελείται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί (ΑΠ 769/1995 ΕΕΝ 63(1996)663). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του με αριθμό 1346/2000 Κανονισμού του Συμβουλίου «περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας», «1. Ο παρών κανονισμός ισχύει για όλες τις συλλογικές διαδικασίες οι οποίες προϋποθέτουν την αφερεγγυότητα του οφειλέτη, συνεπάγονται τη μερική ή ολική πτωχευτική του απαλλοτρίωση και το διορισμό συνδίκου». Κατά το άρθρο 2 του ιδίου Κανονισμού «Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού: … στ) ως «χρόνος ενάρξεως της διαδικασίας» νοείται το χρονικό σημείο κατά το οποίο αρχίζει να παράγει αποτελέσματα η περί ενάρξεως απόφαση, είτε υπόκειται σε ένδικα μέσα είτε όχι.». Κατά την παρ.1 του άρθρου 3 του ιδίου Κανονισμού «1. Αρμόδια για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη. Για τις εταιρείες και τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι το κέντρο των κυρίων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας.». Εξάλλου, κατά την παρ.1 και 2 του άρθρου 4 του ιδίου Κανονισμού υπό τον τίτλο «Εφαρμοστέο Δίκαιο» «1. Εάν ο παρών κανονισμός δεν ορίζει άλλως, δίκαιο εφαρμοστέο στη διαδικασία αφερεγγυότητας και στα αποτελέσματά της είναι το δίκαιο του κράτους μέλους έναρξης της διαδικασίας, κατωτέρου καλουμένου «κράτος έναρξης». 2. Το δίκαιο του κράτους έναρξης ρυθμίζει τις προϋποθέσεις έναρξης, τη διεξαγωγή και την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Βάσει του δικαίου αυτού, ορίζονται συγκεκριμένα: α) …β) η πτωχευτική και η μεταπτωχευτική περιουσία, … στ) τα αποτελέσματα της διαδικασίας αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών, εκτός αν υφίσταται εκκρεμοδικίας… Θ) οι κανόνες διανομής του προϊόντος της ρευστοποιήσεως των περιουσιακών στοιχείων, η κατάταξη των απαιτήσεων και τα δικαιώματα των πιστωτών, οι οποίοι ικανοποιήθηκαν εν μέρει μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, βάσει εμπραγμάτου δικαιώματος ή δια συμψηφισμού…». Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ιδίου Κανονισμού, υπό τον τίτλο «Εμπράγματα δικαιώματα τρίτων» «1. Η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν θίγει εμπράγματα δικαιώματα πιστωτών ή τρίτων επί πραγμάτων ή ασωμάτων αντικειμένων, κινητών ή ακινήτων (τόσο συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων όσο και περιουσιών, ως σύνολο που κατά καιρούς αλλάζει), ανηκόντων στον οφειλέτη και ευρισκομένων σε άλλο κράτος μέλος κατά την έναρξη της διαδικασίας. 2. Εμπράγματα δικαιώματα κατά την έννοια της παρ.1 είναι: α) το δικαίωμα απευθείας ή μέσω τρίτου διάθεσης περιουσιακού στοιχείου και ικανοποίησης από το τίμημα ή τις προσόδους του, ιδίως δυνάμει ενεχύρου ή υποθήκης. Β) το αποκλειστικό δικαίωμα είσπραξης μιας απαίτησης…, γ) το δικαίωμα διεκδίκησης του περιουσιακού στοιχείου εις χείρας οιουδήποτε κατέχοντος ή καρπώμενου αντίθετα προς την επιθυμία του δικαιούχου…, δ) …». Κατά την παρ. 1 εδ.α του άρθρου 16 του ιδίου Κανονισμού υπό τον τίτλο «Βασική αρχή» «1. Η κήρυξη της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας από τα κατ’ άρθρο 3 αρμόδια δικαστήρια κράτους μέλους, αναγνωρίζεται στο έδαφος άλλων κρατών μελών μόλις αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της στο κράτος έναρξης.». Τέλος, κατά την παρ.1 του άρθρου 17 του ιδίου κανονισμού «1. Η απόφαση έναρξης διαδικασίας του άρθρου 3 παρ.1 παράγει άνευ ετέρου σε κάθε άλλο κράτος μέλος τα αποτελέσματα που ορίζει το δίκαιο του κράτους έναρξης, εφόσον ο παρών κανονισμός δεν προβλέπει άλλως και ενόσω δεν έχει κινηθεί σ’ αυτό το άλλο κράτος μέλος καμία άλλη διαδικασία του άρθρου 3 παρ.2. 2.». Με την τελευταία διάταξη του εν λόγω Κανονισμού, η απόφαση έναρξης της κυρίας διαδικασίας, παράγει άνευ ετέρου, σε όλα τα κράτη μέλη, τα αποτελέσματα που ορίζει το Δικαστήριο του κράτους μέλους έναρξης. Σύμφωνα με τον προαναφερόμενο γενικό κανόνα σύγκρουσης του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού, εφαρμοστέο δίκαιο στη διαδικασία αφερεγγυότητας και στα αποτελέσματά της είναι κατ’ αρχήν, ήτοι εάν δεν προβλέπεται άλλως, το δίκαιο του κράτους έναρξη (lex fori concursus) το οποίο διέπει σειρά δικονομικών και ουσιαστικών θεμάτων, όπως αυτά περιγράφονται με τρόπο μη εξαντλητικό στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου (Λία Αθανασίου, Η διασυνοριακή πτώχευση της ναυτιλιακής επιχείρησης, σελ 121). Ο εν λόγω ευρωπαϊκός Κανονισμός για τη διαδικασία αφερεγγυότητας δεν θέτει «ουσιαστικό κανόνα», αλλά καθορίζει το δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία και το εφαρμοστέο δίκαιο. Εν τούτοις, ο κανόνας της lex fori concursus υπόκειται σε σημαντικό αριθμό εξαιρέσεων, από τις οποίες άλλες θέτουν εκποδών και άλλες διεμβολίζουν τα αποτελέσματα του ενιαίου εφαρμοστέου δικαίου (Λία Αθανασίου, Η διασυνοριακή πτώχευση της ναυτιλιακής επιχείρησης, σελ 121). Περαιτέρω, όπως γίνεται δεκτό, το πτωχευτικό δίκαιο μεριμνά κατά κύριο λόγο για την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών μέσω του ενεργητικού της πτώχευσης ή μέσω της αναδιοργάνωσης της επιχείρησης. Αντίθετα, το ναυτικό δίκαιο εστιάζει στη φύση της απαίτησης, διαχωρίζοντας από άποψη νομοθετικής ρύθμισης τις ναυτικές από τις μη ναυτικές απαιτήσεις (Λία Αθανασίου, ο.π. σελ. 141). Η διαπίστωση της συμμετοχής ναυτικών δανειστών σε μια πτωχευτική διαδικασία δεν αρκεί από μόνη της να δικαιολογήσει την απόκλιση από τους κοινούς κανόνες του πτωχευτικού δικαίου και τούτο διότι η κτήση, λειτουργία και εκμετάλλευση του πλοίου, παράγει πληθώρα απαιτήσεων που διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό από το νομικό καθεστώς τους και ιδίως ως προς την έκταση προστασίας που τους επιφυλάσσεται από το ουσιαστικό δίκαιο (Λία Αθανασίου ο.π. σελ. 147-148). Εξάλλου, οι μηχανισμοί ναυτικής πίστης θωρακίζουν τις βασικότερες ναυτικές απαιτήσεις, αυτές που προέρχονται κυρίως από πιστωτικές συναλλαγές, μέσω της χρήσης του βασικού περιουσιακού στοιχείου της ναυτιλιακής επιχείρησης ως ασφάλειας. Στη ναυτική πίστη υπό ευρεία έννοια περιλαμβάνεται κάθε θεσμός εξασφαλιστικός απαίτησης του δανειστή είτε συνομολογείται με βάση την ιδιωτική βούληση είτε τίθεται εκ του νόμου με υπέγγυο το πλοίο ή και το ναύλο. Οι θεσμοί αυτοί, ιδωμένοι συνδυαστικά και στο σύνολό τους σε σχέση με τους εξασφαλιστικούς μηχανισμούς του κοινού δικαίου, παρουσιάζουν τις εξής ιδιαιτερότητες: α) οι εξασφαλιστικοί μηχανισμοί που θεμελιώνονται στην ιδιωτική βούληση αντιμετωπίζουν το πλοίο ως ακίνητο λόγω της μεγάλης αξίας του και της δημοσιότητος της νηολόγησής του. Υπόκεινται σε συστατικές διατυπώσεις δημοσιότητος και διέπονται κατά κανόνα από το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, και β) οι ex lege εξασφαλιστικοί μηχανισμοί, ήτοι τα ναυτικά προνόμια ή maritime liens, αποτελούν την κύρια ιδιαιτερότητα της ναυτικής πίστης, είναι ουσιαστικά μη υποκείμενα σε δημοσιότητα εξασφαλιστικά δικαιώματα επί του πλοίου για την προστασία και προνομιακή ικανοποίηση ενός ευρέως φάσματος απαιτήσεων, συμβατικών – οιονεί συμβατικών – εξωσυμβατικών που έχουν προκληθεί από την οικονομική χρησ…ποίηση του συγκεκριμένου πλοίου (Λία Αθανασίου, ο.π. σελ. 148-149). Τη συλλογικότητα της πτωχευτικής διαδικασίας χαρακτηρίζει η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών. Εν τούτοις, κοινό χαρακτηριστικό της συντριπτικής πλειοψηφίας των εθνικών νομοθεσιών αποτελεί η κατά προτίμηση ικανοποίηση των ενέγγειων πιστωτών από το περιουσιακό στοιχείο στο οποίο έχει συσταθεί η γενική ή ειδική εξασφάλισή τους, με αποτέλεσμα από την ιδιαίτερη αυτή μεταχείριση να εισάγεται εξαίρεση στην αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών στα πλαίσια της διαδικασίας της πτώχευσης. Στα πλαίσια του ανωτέρω Κανονισμού, με την προμνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 5 του εν λόγω Κανονισμού, επιφυλάσσεται μια τέτοια ιδιαίτερη μεταχείριση στα εμπράγματα δικαιώματα τρίτων. Τα ναυτικά προνόμια είναι χωρίς καμία αμφιβολία δικαιώματα in rem του άρθρου 5 του ανωτέρω Κανονισμού 1346/2000 (Λία Αθανασίου ο.π. σελ. 307, σημ. 129). Όπως γίνεται δεκτό (Λία Αθανασίου ο.π. σελ. 313), ο πτωχευτικός Δικαστής με βάση το δικό του ιδ.δ.δ. θα αποφανθεί υπέρ της ύπαρξης και των χαρακτηριστικών τυχόν ναυτικού προνομίου. Εν τούτοις, το εάν πλέον οι απαιτήσεις που εξασφαλίζονται με ναυτικό προνόμιο θα καταταγούν και σε ποία θέση, έχει να κάνει με το δίκαιο που διέπει την κατάταξη των απαιτήσεων (Λία Αθανασίου σελ. 325 επ.). Εάν εν τέλει το πλοίο καταλαμβάνεται από την πτωχευτική διαδικασία τίθεται ζήτημα εάν τα ναυτικά προνόμια διατηρούν εντός της διαδικασίας τη σειρά κατάταξης που τους επιφυλάσσει το ναυτικό δίκαιο. Έχουν υποστηριχθεί και οι δύο απόψεις, με μάλλον ορθότερη αυτή κατά την οποία το ναυτικό προνόμιο διατηρείται διότι αυτό, παρουσιάζει όλα τα στοιχεία του δικαιώματος in rem μεταξύ των οποίων εξουσία διώξεως και εξουσία ικανοποιήσεως από τη διάθεση του πράγματος (Λία Αθανασίου, ο.π. σελ. 330 – 331). Περαιτέρω, με τη ΔΣ του 1952 προβλέφθηκε ο θεσμός της συντηρητικής κατάσχεσης πλοίων εφόσον αφορά ναυτικές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 αυτού. Για το κατά πόσο ο εν λόγω ειδικός δικονομικός μηχανισμός συντονίζεται με τη διαδικασία τη αφερεγγυότητας δεν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη. Μόνον εμμέσως μπορεί να συναχθεί από την ερμηνεία των οικείων διατάξεων. Έτσι υποστηρίζεται (Λία Αθανασίου, ο.π. σελ. 167) ότι στην περίπτωση της συντηρητικής κατάσχεσης με βάση τη ΔΣ 1952, δεν μπορεί να γίνει λόγος για στεγανό υπερισχύον σύστημα σε σχέση με την πτωχευτική διαδικασία, δεδομένου ότι κατά την άποψη αυτή ήδη η διάδοχος ΔΣ 1999 προβλέπει πλέον ρητώς στο άρθρο 6 ότι οι διατάξεις της δεν εμποδίζουν την εξουσία των συμβαλλομένων κρατών ή των δικαστηρίων τους να επιλαμβάνονται του συνόλου της περιουσίας του πτωχευτικού οφειλέτη. Η ίδια άποψη χρησ…ποιεί ως επιχείρημα και τη φύση των εκατέρωθεν διαδικασιών. Αμφισβήτηση επικρατεί σχετικά με το κατά πόσο ο δικαστής του κατασχόντος δικαστηρίου οφείλει να άρει την αποδέσμευση σε περίπτωση ενωσιακής πτώχευσης του κυρίου του πλοίου, ιδίως όταν η συντηρητική κατάσχεση δεν έχει πραγματοποιηθεί από εμπραγμάτως εξασφαλισμένο δανειστή, εν τέλει δε το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον το σύστημα της ΔΣ υπερισχύει λόγω ειδικότητας και διεθνούς νομοθετικής προέλευσης των συνεπειών της πτώχευσης, επιπλέον δε ο δικαστής του δικαστηρίου της κατάσχεσης θα αποφασίσει με βάση το δικό του δίκαιο ή τη lex concursus. Έχει υποστηριχθεί η άποψη από μέρος αλλοδαπής θεωρίας και νομολογία (σχετική παραπομπή Λία Αθανασίου ο.π. σελ. 353 και σημ. 276 και 277) ότι υποχρέωση άρσης του ασφαλιστικού μέτρου δεν υφίσταται, διότι η ΔΣ 1952 δημιουργεί ένα καθεστώς προτίμησης αυτόνομο και νομικώς ισχυρότερο από τη ρύθμιση της διεθνούς πτώχευσης. Εν τούτοις, υποστηρίζεται και η άποψη ότι η ΔΣ 1952 δεν περιέλαβε μεν την πτώχευση του κυρίου του πλοίου ως λόγο αποδέσμευσης, όχι διότι δεν τη θεώρησε ως τέτοια αλλά διότι δεν αντιμετώπισε εν γένει τη λειτουργία του θεσμού σε κατάσταση αφερεγγυότητας του κυρίου του πλοίου (σχετικά Λία Αθανασίου, ο.π. σελ. 637). Κατά την ίδια άποψη κατισχύουν οι κανόνες της ενωσιακής αφερεγγυότητας. Εν τούτοις, και κατά την άποψη αυτή, αναγνωρίζεται ότι σε ορισμένες δικαιοδοσίες εάν η απαίτηση εξασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο, η κατάσχεση παραμένει εν ισχύ και ο δανειστής μπορεί να ζητήσει τον αναγκαστικό πλειστηριασμό του πλοίου και να ικανοποιηθεί από το πλειστηρίασμα (σχετικά Λία Αθανασίου, ο.π. σελ. 353-354 σημ, 278). Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 89 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα υπό τον τίτλο «Απαγόρευση Εκτέλεσης» «(1) Ατομικοί πτωχευτικοί πιστωτές δεν μπορούν να εκτελέσουν στην πτωχευτική περιουσία ή σε άλλη περιουσία του οφειλέτη κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αφερεγγυότητας.». Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 169 ΚΠολΔ «Το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε η κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα, ή το διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο ίδιο Δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του στα έξοδα». Σκοπός της εν λόγω διατάξεως είναι η εξασφάλιση του αμυνόμενου διαδίκου ως προς τα δικαστικά έξοδα, αλλά και η περιστολή της καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη. Προκειμένου το δικαστήριο να επιβάλλει την εν λόγω εγγυοδοσία, πρέπει να κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας εκτελέσεως της ενδεχόμενης καταδίκης του επιτιθέμενου διαδίκου στα δικαστικά έξοδα (ΑΠ 1876/2009 ΕφΑΔ …0.338). Τέτοιος κίνδυνος υπάρχει όταν ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εντελώς εμφανών περιουσιακών στοιχείων (ΕΠ 1373/1992 ΠειρΝ 1992.827), ή είναι αγνώστου διαμονής, αναξιόχρεος και αφερέγγυος (ΑΠ 1875/…4 ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, δεν θεωρείται ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος που δικαιολογεί την εγγυοδοσία όταν υπάρχει απλή δυσχέρεια εκτέλεσης επειδή για παράδειγμα τα περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται στο εξωτερικό (ΕΘ 567/1983 Αρμ. 1984.474) ή από το γεγονός και μόνο ότι ο διάδικος είναι κάτοικος εξωτερικού ή αλλοδαπός ή από την απλή οικονομική δυσπραγία (Ε. Μπαλογιάννης/Μ. Γεωργιάδου εις Χαρ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία Κατ’ άρθρο τόμος πρώτος 4ης έκδοση, υπό το άρθρο 169σελ. 546). Για την κρίση του Δικαστηρίου ότι πρόκειται περί προφανούς κινδύνου απαιτείται πλήρης δικαστική πεποίθηση (ΠΠΑθ 7130/1998 Δ30.499).
Η ενάγουσα, εδρεύουσα στην αλλοδαπή και δη στη Γ., εταιρεία, με την ένδικη αγωγή της, και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, διατείνεται ότι, δυνάμει του από … χρονοναυλωσυμφώνου που είχε καταρτισθεί μεταξύ της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, αλλοδαπής και δη εδρεύουσας στο Α. Γ.ς, εταιρείας με την επωνυμία «…», ως πλοιοκτήτριας του υπό γερμανική σημαία … πλοίου, με αριθμό … …, και της εναγομένης, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία είχε χρονοναυλώσει αυτό στην εναγομένη, ομοίως αλλοδαπή εδρεύουσα στην Σ. εταιρεία, για διάστημα 4 έως 6 μηνών. Η εν λόγω σύμβαση χρονοναύλωσης κατηγγέλθη την 26/7/…3 από την ανωτέρω πλοιοκτήτρια, λόγω ζημιών στο πλοίο που δεν επέτρεπαν την εκμετάλλευσή του. Κατόπιν της υπό της ανωτέρω πλοιοκτήτριας, ασκηθείσης την 8/8/…3 και ώρα 16.00 Γ.ς, ενώπιον του Ειρηνοδικείου του … Γ.ς, αίτησης, αυτή (ανωτέρω πλοιοκτήτρια) υπήχθη από την … και τοπική ώρα Γ.ς 11.30 ήτοι ώρα Ελλάδος 12.30, σε διαδικασία αφερεγγυότητος με τη διαταγή της ιδιοδιαχείρισης, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην αίτηση διατάξεις του γερμανικού δικαίου, επιπλέον ορίσθηκε όπως οι αξιώσεις των πιστωτών πτώχευσης, γνωστοποιηθούν στον εποπτεύοντα την εν λόγω διαδικασία έως την 1-10-…3 και ορίσθηκε ημερομηνία συνέλευσης των πιστωτών η 1-10-…3 και ώρα 09.10. Ενώ η εναγομένη είχε ενημερωθεί από την … ότι η ανωτέρω πλοιοκτήτρια είχε υποβάλλει ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων αίτηση υπαγωγής της σε διαδικασία αφερεγγυότητος, την … και ώρα Ελλάδος 13.38, καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο ευρίσκετο στο λιμάνι του Πειραιά, επικαλούμενη απαιτήσεις της εκ ποσού 210.000 δολ. ΗΠΑ, προερχόμενες από την πρόωρη λήξη της ανωτέρω σύμβασης χρονοναύλωσης, ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) αίτηση εναντίον της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας με την οποία ζητούσε τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας και ιδίως τη συντηρητική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου αυτής, προς εξασφάλιση της ανωτέρω απαίτησής της, έως του ποσού των 350.000 δολ. ΗΠΑ, μολονότι γνώριζε την υποβολή αίτησης έναρξης διαδικασίας αφερεγγυότητας και επομένως ότι είχε ξεκινήσει η διαδικασία αφερεγγυότητας της ανωτέρω πλοιοκτήτριας, η οποία δεν επέτρεπε σε δανειστές μη έχοντες εμπράγματο δικαίωμα επί πραγμάτων ή περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, όπως και η ίδια η εναγομένη ετύγχανε, να επιδιώκει ξεχωριστή ικανοποίηση, και επιπλέον, ισχυριζόμενη μάλιστα αναληθώς ότι διατηρεί την ανωτέρω εκ ποσού 210.000 δολ. ΗΠΑ απαίτησή της, αν και δεν είχε τέτοια απαίτηση η οποία θα της επέτρεπε να ζητήσει ξεχωριστή μεταχείριση και ικανοποίηση από το ανωτέρω πλοίο στην Ελλάδα, επικαλέσθηκε προς απόδειξη της απαίτησής της αναληθώς ότι αυτή είχε αναγνωρισθεί με το από … συμφωνητικό που είχε συνταχθεί μεταξύ της ανωτέρω πλοιοκτήτριας, της εναγομένης και της μη διαδίκου εταιρείας … υποψήφιας αγοράστριας του ανωτέρω πλοίου, γεγονός που δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια εφόσον αφενός μεν το ανωτέρω συμφωνητικό δεν είχε υπογραφεί και από την ίδια την εναγομένη, αφετέρου δε η ανωτέρω συμφωνία τελούσε υπό την προϋπόθεση και τον όρο της υπογραφής του συμφωνητικού πώλησης, γεγονός που εν τέλει δεν έλαβε χώρα, με αποτέλεσμα η απαίτησή της (εναγομένης) να μην τυγχάνει νόμιμη, βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Τοιουτοτρόπως, επέτυχε αρχικώς την απαγόρευση απόπλου του ανωτέρω πλοίου από την … έως την … και ώρα …, ακολούθως δε η ίδια εναγομένη δεν συνήναισε έως και τη συζήτηση της ανωτέρω αίτησης στο ακροατήριο την 20-9-…3 στην άρση αυτής (απαγόρευσης απόπλου), με αποτέλεσμα να απαγορευθεί ο απόπλους του ανωτέρω πλοίου με τον όρο αντικατάστασης αυτού με καταβολή εγγυοδοσίας από την ανωτέρω ημερομηνία (…) έως της εκδόσεως αποφάσεως επί της ανωτέρω αιτήσεως (…) αλλά και έως την …, οπότε έλαβε γνώση η ανωτέρω πλοιοκτήτρια της απορριπτικής, της αιτήσεως περί συντηρητικής κατάσχεσης, αποφάσεως. Τοιουτοτρόπως, η εναγομένη, μετερχόμενη παράνομη συμπεριφορά και δη κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της ένδικης αίτησης (1) μολονότι εγνώριζε ήδη από … ότι η ανωτέρω πλοιοκτήτρια είχε υποβάλλει αίτηση υπαγωγής της σε διαδικασία αφερεγγυότητος με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται στους δανειστές της και επομένως και στην εναγομένη, ως μη έχουσα εμπράγματο δικαίωμα, να επιδιώκει ικανοποίηση ξεχωριστά δια του πλοίου της ισχυριζόμενης υπ’ αυτής απαίτησης, (2) επικαλούμενη ότι η απαίτησή της είχε αναγνωρισθεί από την ανωτέρω πλοιοκτήτρια με το από 2-8-…3 συμφωνητικό που είχε καταρτισθεί μεταξύ της πλοιοκτήτριας, της εναγομένης και της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας … υποψήφιας αγοράστριας του ανωτέρω πλοίου, αν και το εν λόγω συμφωνητικό δεν κατηρτίσθη τελικώς, εφόσον αυτό δεν είχε υπογράψει η ίδια η εναγομένη, επιπλέον δε αυτό τελούσε υπό την προϋπόθεση και τον όρο ότι θα υπογραφεί το μνημόνιο αγοραπωλησίας του εν λόγω πλοίου το οποίο εν τέλει δεν υπεγράφη, (3) επικαλούμενη αναληθώς ότι διατηρεί απαίτηση εκ ποσού 210.000 δολ. ΗΠΑ, ενώ η απαίτησή της, γεγονός που εγνώριζε, δεν ήταν βέβαιη και εκκαθαρισμένη, (4) εγνώριζε ήδη από … ότι είχε υπαχθεί σε διαδικασία αφερεγγυότητος, και (5) η ανωτέρω απαίτησή της δεν ήταν εξασφαλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια, και τοιουτοτρόπως, επέτυχε, αρχικώς την απαγόρευση του απόπλου του πλοίου την …, καθώς και την … και ακολούθως δεν συνήναισε στην άρση αυτής έως και τη συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που ήγειρε, τούτο δε έπραξε κακόβουλα και σκόπιμα, με σκοπό να εξαναγκάσει την πλοιοκτήτρια όπως της καταβάλει τις, υπ’ αυτής (εναγομένης), ισχυριζόμενες απαιτήσεις της, και τοιουτοτρόπως επέτυχε αφενός μεν να απαγορευθεί ο απόπλους του ανωτέρω πλοίου, αφ’ ετέρου δε να ακυρωθεί, συνεπεία τούτου συμφέρουσα πώληση του πλοίου σε τρίτον αγοραστή. Από την εν λόγω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης, και συνεπεία της απαγόρευσης του απόπλου του ανωτέρω πλοίου από … έως εκδόσεως της με αριθμό 2457/…3 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία δημοσιεύθηκε την … και με την οποία απερρίφθη η ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της ήδη εναγομένης, και έως την άρση της ανωτέρω απαγόρευσης απόπλου που έλαβε χώρα την …, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία υπέστη ζημία και δη: (Α) εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 80.000, άλλως ευρώ 72.839,84, κατά την ισοτιμία του δολ. ΗΠΑ με το ευρώ κατά το χρόνο σύνταξης της ένδικης αγωγής, άλλως ευρώ 60.753,93 κατά την ισοτιμία των ανωτέρω νομισμάτων της 31-8-…3, οπότε και ματαιώθηκε η ανωτέρω πώληση του ενδίκου πλοίου από την ανωτέρω πλοιοκτήτρια προς τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία …, η οποία είχε συμφωνηθεί ότι θα γίνει αντί του τιμήματος των 2.300.000 δολ. ΗΠΑ, συνεπεία της εκ της απαγόρευσης απόπλου του ανωτέρω πλοίου ματαίωσης της πώλησης αυτού στην ανωτέρω εταιρεία, δεδομένου ότι αυτό εν τέλει επωλήθη σε άλλη αγοράστρια εταιρεία την 17-10-…3, αντί του ποσού των δολ. ΗΠΑ 2.200.000, (Β) αμοιβές και έξοδα της ναυτικής πράκτορος εταιρείας με την επωνυμία …, συνολικού ποσού 80.699,28 δολ. ΗΠΑ με την ισοτιμία προφανώς κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας εκ ποσού ευρώ 73.362,99, (Γ) για καταβολή συμπληρωματικών διαχειριστικών αμοιβών το ποσό των ευρώ 102.221,11 με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ και ευρώ κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής άλλως ευρώ 100.825,13 με την ισοτιμία κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας, (Δ) για αμοιβές δικηγόρων και λοιπά έξοδα για την υπεράσπιση της υπόθεσης το ποσό των 120.701,88, και (Ε) για λοιπές ζημίες εκ της καθυστέρηση του πλοίου το ποσό των 208.404,67 ευρώ με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ και ευρώ κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής άλλως ευρώ 185.087,53 με βάση τις επιμέρους ισοτιμίες κατά το χρόνο επελεύσεως της ζημίας και συνολικά το ποσό των 80.000 δολ. ΗΠΑ άλλως ευρώ 72.839,84, άλλως ευρώ 60.573,93, πλέον ευρώ 625.663,99 άλλως ευρώ 585.529,44. Την εν λόγω απαίτησής της η ανωτέρω πλοιοκτήτρια έχει εκχωρήσει στην ενάγουσα δυνάμει σχετικής σύμβασης εκχώρησης, η οποία διέπεται κατά το γερμανικό δίκαιο. Κατόπιν αυτών, και όπως το αίτημα της ένδικης αγωγής, παραδεκτώς με τις έγγραφες προτάσεις περιορίσθηκε στο σύνολό του σε αναγνωριστικό, ζητεί όπως δι’ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη της οφείλει το ανωτέρω ποσό, με το νόμιμο… τόκο από της επιδόσεως της αγωγής και περαιτέρω να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη.
Η εναγομένη δια των εγγράφων προτάσεών της, προέβαλε κατ’ ένσταση, το αίτημα όπως η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία, υποχρεωθεί σε εγγυοδοσία για τα δικαστικά έξοδα της προκείμενης δίκης, επικαλούμενη ότι υπάρχει έκδηλη οικονομική αδυναμία της και προφανής αφερεγγυότητα αυτής ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεσης της αποφάσεως που θα εκδοθεί κατά τη διάταξη που θα αφορά την, ενδεχόμενη, καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος τυγχάνει νόμιμος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του, δεδομένου ότι η εναγομένη, η οποία έχει και το βάρος απόδειξης αυτής, δεν απέδειξε ότι η ενάγουσα τελεί σε οικονομική αδυναμία και προφανή αφερεγγυότητα, δεδομένου ότι προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτού επικαλείται μόνον πιστοποιητικά του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς ότι η εν λόγω ενάγουσα εταιρεία δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία στην περιφέρεια του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, ο δε υπ’ αυτής εξετασθείς μάρτυρας …, η κατάθεση του οποίου περιέχεται στη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση η οποία ελήφθη του Έλληνα Προξένου στην Σ., περιορίζεται στο να καταθέσει ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει να έχει περιουσιακά στοιχεία η ενάγουσα. Εν τούτοις, η τελευταία, προσκομίζει ως σχετικό … αντίγραφο από το Εμπορικό Μητρώο Β του τοπικού Δικαστηρίου του Α.υ, που αφορά το περιεχόμενο αυτού έως 2-3-…7 ώρα 13.18 από το οποίο αποδεικνύεται ότι η ανωτέρω ενάγουσα εταιρεία με κεφάλαιο 25.000 ευρώ είναι σε λειτουργία. Ενόψει των ανωτέρω, και επιπλέον, (α) του γεγονότος ότι η ενάγουσα έχει το βάρος απόδειξης της εν λόγω ένστασης, (β) του γεγονότος ότι δεν αρκεί η ενάγουσα να είναι αλλοδαπή εταιρεία ή να μη διαθέτει περιουσία στην ημεδαπή, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία σκέψη της παρούσας, και (γ) του γεγονότος ότι το παρόν Δικαστήριο περί της ύπαρξης προφανούς κινδύνου αδυναμίας να εκτελεσθεί η ενδεχόμενη καταδίκη αυτής στα έξοδα, δεν δύναται να αρκεσθεί σε πιθανολόγηση, η ανωτέρω ένσταση της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της.
Η ανωτέρω αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής παραδεκτώς εκτιμήθηκε, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας, κατεβλήθη η νόμιμη προείσπραξη της δικηγορικής αμοιβής των παρισταμένων δικηγόρων, αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω του αιτουμένου ποσού (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ.1, 13 και 18 σε συνδυασμό με 14 ΚΠολΔ) και κατά τόπο (άρθρο 35 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με το ναυτικό χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς (άρθρο 51 του Ν. 2172/1993). Συνακόλουθα, το Δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς (άρθρο 3 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ και άρθρα 7 παρ. 2 και 66 παρ.1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/…2). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσίαν – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης, είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει. Ως προς την ευθύνη της εναγομένης εταιρείας εφαρμοστέο τυγχάνει ομοίως το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του 6 του ΝΔ 4570/1966: «Δ.Σ. περί συντηρητικής κατασχέσεως θαλασσοπλοούντων πλοίων» αλλά και κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ.1 περ.α του Κανονισμού 864/2007, δεδομένου ότι τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου επικαλούνται αμφότερες οι διάδικες πλευρές κατ’ αρχήν. Ειδικώς όσον αφορά στην επικαλούμενη σύμβαση εκχώρησης των ενδίκων απαιτήσεων από την αρχικώς ζημιωθείσα πλοιοκτήτρια εταιρεία προς την ενάγουσα, εφαρμόστεο κρίνεται το Γερμανικό Δίκαιο (άρθρο 14 του Κανονισμού Ρώμη Ι) ως προς τις σχέσεις εκχωρητή και εκδοχέα, ενώ για το εκχωρητό της απαίτησης, τις σχέσεις μεταξύ εκδοχέα και οφειλέτη και τους όρους κατά τους οποίους μπορεί να γίνει επίκληση της εκχώρησης έναντι του οφειλέτη εφαρμοστέο τυγχάνει, κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ.2 του Κανονισμού Ρώμη Ι (Κανονισμός 593/2008) ομοίως το ελληνικό Δίκαιο. Κατόπιν αυτών, η ένδικη αγωγή, η οποία παραδεκτώς εγείρεται από την ενάγουσα από άποψη ενεργητικής νομιμοποίησης δεδομένου ότι επικαλείται σύμβαση εκχώρησης της εν λόγω απαίτησης καταρτισθείσα μεταξύ της ανωτέρω πλοιοκτήτριας και της ενάγουσας, οι δε αμφισβητήσεις της εναγομένης αφορούν το ουσία βάσιμο της ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας, τυγχάνει νόμιμη, θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 919, 297, 298, 330, 455 επ., 345, 346 ΑΚ, 116 και 176 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η ενάγουσα επικαλείται πραγματικά περιστατικά εξαπάτησης του δικαστή που εξέδωσε την ανωτέρω προσωρινή διαταγή καθώς και των δικαστών που διατήρησαν την ισχύ αυτής, καθώς και επιδίωξη εκ μέρους της εναγομένης, δια της εκτέλεσης της αναφερομένης στην αγωγή προσωρινής διαταγής, επαγωγής ζημίας στην ανωτέρω πλοιοκτήτρια, ήτοι προϋποθέσεις διάφορες από αυτές του άρθρου 703 ΚΠολΔ το πραγματικό της οποίας αφορά εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων και κατ’ αναλογία δικαίου προσωρινής διαταγής συνεπεία ανυπαρξίας ουσιαστικού δικαιώματος. Εν τούτοις, ειδικώς όσον αφορά την επικαλούμενη από την ενάγουσα έλλειψη απαίτησης βέβαιης και εκκαθαρισμένης εκ μέρους της εναγομένης δυνάμει της οποίας ελήφθη η αναφερομένη στην αγωγή απαγόρευση απόπλου η οποία εκτελέσθηκε, ως μεμωνομένο περιστατικό, θα πρέπει να σημειωθεί, και δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν επικαλείται έκδοση τελεσίδικης απόφασης που να απορρίπτει την απαίτηση αυτή ως αβάσιμη, η αγωγή τυγχάνει νόμιμη, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη. Μη νόμιμα εν τούτοις τυγχάνουν τα αιτήματα (α) κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, κατόπιν της τροπής του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, (β) επιδίκασης της αξιούμενης αποζημίωσης συνεπεία της επικαλούμενης στην ένδικη αγωγή παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ με ευρώ κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, η οποία τυγχάνει νόμιμη με βάση την ισοτιμία των ανωτέρω νομισμάτων κατά το χρόνο αποκατάστασης της ζημίας κατά τις διατάξεις του άρθρου 297 ΑΚ (ΟλΑΠ 15/1996), ισοτιμία που περιέχεται στην αγωγή, (γ) επιδίκασης δικαστικών δαπανών που έγιναν στα πλαίσια της αναφερομένης στην αγωγή αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, καθώς και των (δ) υπό στοιχείο Β5 δαπάνης, εκ ποσού ευρώ 7.040, για αμοιβή λάντζας, το οποίο τυγχάνει νόμιμο μόνον καθόσον αφορά στην διενεργηθείσα την 11/10/…3 εκ ποσού ευρώ 650,00 δαπάνη, μη νόμιμο κατά τα λοιπά δεδομένου ότι αφορά χρονικό διάστημα μετά την άρση της απαγόρευσης απόπλου, υπό στοιχεία Β26 δαπάνης διενεργηθείσας για πληρωμή του Ελληνοολλανδικού Πρακτορείου, του προηγούμενου πράκτορα του πλοίου για την περίοδο από 19/8/…3 έως 23/8/…3, εκ ποσού ευρώ 2.605,30, το οποίο τυγχάνει μη νόμ… καθόσον αφορά έως και τη διενεργηθείσας έως την … εν λόγω δαπάνη, δεδομένου ότι η παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης αφορά στο χρονικό διάστημα από … και εντεύθεν, της δαπάνης διαχειριστικής αμοιβής μηνός Αυγούστου …3 της ναυτιλιακής εταιρείας … Α.) ποσού 10.000 ευρώ το οποίο τυγχάνει νόμιμο μόνον καθό αφορά το χρονικό διάστημα από … έως τέλος Αυγούστου …3, δεδομένου ότι για τον προγενέστερο χρόνο δεν περιγράφεται παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης που να συνδέεται αιτιωδώς με την εν λόγω ζημία, της δαπάνης διαχειριστικής αμοιβής μηνός Νοεμβρίου …3 της ναυτιλιακής εταιρείας … Α.) εκ ποσού 10.000 ευρώ το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο καθό αφορά το χρονικό διάστημα από 2-11-…3 έως 30-11-…3, δεδομένου ότι την … ήρθη η ανωτέρω απαγόρευση απόπλου δίχως να περιγράφεται παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης που να συνδέεται αιτιωδώς με την εν λόγω ζημία για το μεταγενέστερο διάστημα, δαπάνη εκ ποσού ευρώ 3.405,35 που αφορά διοικητικά και λοιπά έξοδα της πλοιοκτήτριας εταιρείας για τη χρονική περίοδο 19-8-…3 έως 31-8-…3, το οποίο τυγχάνει νόμιμο μόνον καθόσον αφορά έξοδα μετά την …, δαπάνη εκ ποσού ευρώ 1.633,24 για διαχειριστική αμοιβή της εταιρείας … το οποίο αφορά χρονικό περίοδο από 1-10-…3 έως 5-11-…3, το οποίο τυγχάνει νόμιμο έως της άρσης της ανωτέρω απαγόρευσης απόπλου, και δαπάνης εκ ποσού ευρώ 6.278,20 καθώς και ποσού ευρώ 1.333,48 για αμοιβή πληρώματος μετά την … οπότε ήρθη η ανωτέρω απαγόρευση απόπλου. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, πλην του υπό στοιχεία Β6 κονδυλίου, που αφορά έξοδα μεταφοράς των επιθεωρητών δυνάμει των Τιμολογίων No. @ της «@» ποσού Ευρώ 333,71, Ευρώ 320,00, Ευρώ 230,00 και Euro 200,00 αντίστοιχα καθώς και άλλα τιμολόγια αυτοκινητιστών και συνολικού ποσού ευρώ 3.030,00, το οποίο τυγχάνει αόριστο δεδομένου ότι δεν αναφέρεται η αιτία της εν λόγω δαπάνης και η αιτιώδης σύνδεση αυτής με την επικαλούμενη παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης, δεδομένου ότι κατά την ίδια την αγωγή η απαγόρευση απόπλου ήρθη την …, και της υπό στοιχεία Β7 δαπάνης μεταφοράς (μη συνδεόμενων με το πλήρωμα) της «…» εκ ποσού ευρώ 480,00, το οποίο τυγχάνει εντελώς αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέο, δεδομένου ότι δεν προσδιορίζεται ποία πρόσωπα αφορά, πότε έγινε η μεταφορά, για ποίο λόγο και ποία η σχέση της δαπάνης αυτής με την αναφερόμενη στην ένδικη αγωγή παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης. Πρέπει, ως εκ τούτου, καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη και ορισμένη, η ένδικη αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία της.
Από την από … ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης … … που περιέχεται στη με αριθμό πρωτ. ……ένορκη βεβαίωση που ελήφθη ενώπιον του Επισήμου Γενικού Προξένου της Ελλάδος στη Σ., κατόπιν εμπροθέσμου και νομίμου κλητεύσεως της ενάγουσας, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς Βασιλείου Χρήστου, και τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν μεταξύ των οποίων και η με αριθμό ……….. ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της εναγομένης Κ. … την οποία προσκομίζει η ενάγουσα και η οποία ελήφθη στα πλαίσια ασφαλιστικών μέτρων, η οποία παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απεδείχθησαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από …3 συμφωνητικού χρονοναύλωσης που καταρτίσθηκε μεταξύ της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη αλλοδαπής και δη εδρεύουσας στη Γ., εταιρείας με την επωνυμία …. “…” …, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Γ.ς εγγεγραμμένου στα νηολόγια Γ.ς και με δεύτερη σημαία λόγω ναυλώσεως Μάλτας Φ/Γ πλοίου …, και της εναγομένης αλλοδαπής και δη εδρεύουσας στην Σ., εταιρείας, καταρτίσθηκε σύμβαση, δυνάμει της οποίας η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία εξεναύλωσε στην εναγομένη για, κατ’ ελάχιστο χρόνο τεσσάρων μηνών και κατά μέγιστο χρόνο έξι μηνών, το ανωτέρω πλοίο, αντί ημερησίου ναύλου εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 6.800, προκαταβλητέο δεκαπέντε ημέρες πριν. Κατά τον όρο 2 του εν λόγω ναυλοσυμφώνου, το έγγραφο της οποίας προσκομίζεται από τους διαδίκους σε αποσπασματική μετάφραση, όσο θα διαρκούσε η εν λόγω ναύλωση, η εναγομένη ναυλώτρια ανέλαβε και τη δαπάνη καυσίμων του πλοίου, εκτός αντίθετης συμφωνίας. Επιπλέον, κατά τον όρο 18 του εν λόγω ναυλοσυμφώνου, συμφωνήθηκε κατά το ενδιαφέρον εδώ σημείο ότι, η εναγομένη ναυλώτρια θα έχει προνόμιο επί του πλοίου για όλα τα ποσά που έχουν πληρωθεί προκαταβολικά και δεν έχουν κερδιθεί πάνω στο πλοίο και οποιοσδήποτε αχρεωστήτως καταβληθείς ναύλος ή επιπλέον κατάθεση θα επιστρέφεται αμέσως. Εξάλλου, κατά τον όρο 65 του ιδίου συμφωνητικού, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία διατήρησε το δικαίωμα να πωλήσει το πλοίο κατά τη διάρκεια ισχύος του συμφωνητικού ναυλώσεως, κατόπιν, ωστόσο, προηγούμενης συγκατάθεσης της εναγομένης, την οποία η τελευταία, προβλέφθηκε ότι δεν μπορεί να αρνηθεί αδικαιολόγητα, οι δε νέοι πλοιοκτήτες συμφωνήθηκε ότι θα δεσμεύονται από το εν λόγω συμφωνητικό ναυλώσεως και θα υποχρεούντο όπως διατηρήσουν τη σημαία του πλοίου. Κατά τον όρο 79 του εν λόγω ναυλοσυμφώνου, συμφωνήθηκε ότι η εν λόγω σύμβαση ναύλωσης θα διέπετο από το αγγλικό δίκαιο. Η εν λόγω σύμβαση λειτούργησε κανονικά, στα πλαίσια δε αυτής, την ……3, η ανωτέρω εναγομένη, κατέβαλε στην ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρία τον συμφωνηθέντα κατά τα άνω ημερήσιο ναύλο για το δεκαπενθήμερο από 13 Ιουλίου …3 έως 28 Ιουλίου …3, συνολικού ποσού 97.872,47 δολ. ΗΠΑ καθώς και την αξία των καυσίμων. Εν τούτοις, το ανωτέρω πλοίο υπέστη ζημία καθόν χρόνο ευρίσκετο στη Βάρνα Βουλγαρίας και ετέθη προσωρινά εκτός ναυλώσεως για το χρονικό διάστημα από 20 Ιουλίου …3 έως 29 Ιουλίου …3. Καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο ευρίσκετο προς επισκευές στη Βάρνα Βουλγαρίας, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο από την εναγομένη από 26-7-…3 ηλεκτρονικό μήνυμα του μεσίτη αυτής … με το οποίο προωθήθηκε στην εναγομένη μήνυμα του δικηγόρου της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας προς αυτήν (εναγομένη), η αποστολή καθώς και το περιεχόμενο του οποίου δεν αμφισβητήθηκε από την ενάγουσα, όπως δεν αμφισβητήθηκε η ανταλλαγή απάντων των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που προσκομίζει η εναγομένη, ο δικηγόρος της ανωτέρω πλοιοκτήτριας ανέφερε ότι η οικονομική κατάσταση της ανωτέρω πλοιοκτήτριας ήταν απογοητευτική, συνεπεία δε της δαπάνης επισκευής των λαμαρίνων των δεξαμενών καθίζησης του εν λόγω πλοίου, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια βγήκε εκτός προϋπολογισμού, με αποτέλεσμα να μη δύναται να συνεχισθεί η ανωτέρω σύμβαση ναυλώσεως. Κατά το ίδιο μήνυμα, ο δικηγόρος της ανωτέρω πλοιοκτήτριας, ενημέρωνε την εναγομένη ναυλώτρια ότι ο προϋπολογισμός της πλοιοκτήτριας επέτρεπε μόνον την επισκευή των ανωτέρω ζημιών και παράδοση των εμπορευματοκιβωτίων επί του σκάφους στον Πειραιά αμέσως μετά την ολοκλήρωση των επισκευών και ακολούθως την άμεση πώληση του πλοίου μετά την άφιξή του στον Πειραιά. Τυχόν απόκλιση από αυτόν τον προϋπολογισμό, κατά το ίδιο μήνυμα, θα οδηγούσε άμεσα την ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία σε αφερεγγυότητα και απαγόρευση απόπλου του πλοίου στη Βάρνα, με αποτέλεσμα να πληγεί και η ίδια η εναγομένη ναυλώτρια από μια τέτοια απαγόρευση απόπλου. Κατόπιν αυτών, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια, δια του ανωτέρω νομικού της συμβούλου, πρότεινε στην εναγομένη ναυλώτρια, να «επιστρέψει» το ανωτέρω πλοίο άμεσα σε ναύλωση κατόπιν προφανώς ολοκλήρωσης των επισκευών στη Βάρνα, να πλεύσει το πλοίο στον Πειραιά μέσω Κωνσταντινούπολης, και να τερματισθεί η επίδικη σύμβαση ναύλωσης στην Κωνσταντινούπολη. Κατά το ίδιο μήνυμα, το οποίο όπως προελέχθη προήρχετο από το δικηγόρο της πλοιοκτήτριας, το επιπλέον ποσό του ναύλου, με τον τελευταίο ναύλο, καθώς και η πληρωμή των καυσίμων που χρησιμοποιήθηκαν από την πλοιοκτήτρια κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτός ναυλώσεως, καθώς και τα καύσιμα που παρέμεναν στο πλοίο, θα διευθετούντο από το τίμημα της αγοραπωλησίας, η δε πλοιοκτήτρια θα εφρόντιζε προκειμένου οι αγοραστές του πλοίου να καταβάλουν τα συμφωνηθέντα ποσά απευθείας σε έναν καθορισμένο λογαριασμό της εναγομένης ναυλώτριας. Κατά το ίδιο μήνυμα, η διαδικασία αυτή ήταν η μόνη που θα καταστούσε δυνατό για την εναγομένη να μετριάσει τις απώλειές της, δίχως ακόμη να διασφαλίζετο ότι η θέση της ανωτέρω πλοιοκτήτριας σε αφερεγγυότητα μπορούσε να αποφευχθεί, πλήν όμως λόγω των ανωτέρω γεγονότων, κατά το ίδιο μήνυμα, η παραπάνω διαδικασία ήταν χωρίς εναλλακτικές και χρειαζόταν επειγόντως τη συμφωνία της εναγομένης. Από το προσκομιζόμενο ως σχετικό 5 από την εναγομένη ηλεκτρονικό μήνυμα, αποδεικνύεται ότι την …3, η εναγομένη, σε απάντηση του αμέσως ανωτέρω αναφερομένου ηλεκτρονικού μηνύματος, απέστειλε προς την ανωτέρω πλοιοκτήτρια μέσω του ανωτέρω μεσίτη της ηλεκτρονικό μήνυμα, συνταχθέν από τον διαχειριστή των νομικών της θεμάτων Ρ. Μ., στο οποίο αφού γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι δυνάμει του ανωτέρω ναυλοσυμφώνου, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια για την πώληση του εν λόγω πλοίου έπρεπε να λάβει τη συγκατάθεση και της εναγομένης – ναυλώτριας, καθώς και στον όρο 65 του ναυλοσυμφώνου κατά το οποίο οι νέοι πλοιοκτήτες θα δεσμεύονταν κατά την τυχόν πώληση του ανωτέρω πλοίου από το ανωτέρω συμφωνητικό ναυλώσεως, υπό την αριθμό 4 παράγραφο του μηνύματος, αναφέρεται ότι αυτή (εναγομένη) δεν ήθελε να εμπλακεί με τους νέους πλοιοκτήτες, και επιπλέον, ενόψει της οικονομικής κατάστασης της πλοιοκτήτριας, δεν επιθυμούσε να βλάψει τον προϋπολογισμό της, συμφωνούσε να επαναπαραδώσει το πλοίο κατά τους ορισμούς της ανωτέρω πλοιοκτήτριας και προς τούτο θα ενημέρωνε την πλοιοκτήτρια ή τους αγοραστές (παρ. 6), εφόσον το πλοίο θα ολοκλήρωνε το ταξίδι στον Πειραιά και θα ξεφορτώνονταν τα εμπορευματοκιβώτια από το πλοίο. Επιπλέον δε, (παρ.5 ανωτέρω μηνύματος), ανέφερε ότι αφού ενημερώθηκε περί του ότι οι αγοραστές θα ήταν αυτοί που θα κατέβαλαν στην εναγομένη τον επιπλέον ναύλο, τα καύσιμα που απέμεναν στο πλοίο και τις απαιτήσεις για την περίοδο εκτός ναυλώσεως, επεσήμανε ότι καλό θα ήταν να έρθει σε επαφή με τους αγοραστές για την επαναπαράδοση προκειμένου να εξακριβώσει τη θέση τους σχετικά με την εκτέλεση του τρέχοντος ναυλοσυμφώνου. Όπως αποδεικνύεται από το από …3 (με ώρα …) ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο η ανωτέρω μεσίτρια της εναγομένης προώθησε σε αυτήν (εναγομένη), η πλοιοκτήτρια εταιρεία μέσω των νομικών της συμβούλων, αφού έλαβε υπόψιν της το ανωτέρω ηλεκτρονικό μήνυμα της εναγομένης προς αυτήν, ανέφερε σαφώς ότι έπρεπε να συμφωνηθεί ο τερματισμός της εν λόγω ναύλωσης κατά την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά, δεδομένου ότι η πλοιοκτήτρια είχε υποσχεθεί στους αγοραστές ότι το πλοίο θα ευρίσκετο εκτός ναυλώσεως, επιπλέον δε ότι ο αχρεωστήτως καταβληθείς ναύλος και τα καύσιμα θα πληρωνόταν από το τίμημα και η εναγομένη έπρεπε να συμφωνήσει ότι δεν θα απαγόρευε τον απόπλου του πλοίου είτε στη Βάρνα Βουλγαρίας, είτε μετά τον τερματισμό της ναύλωσης, είτε, τέλος, μετά την παράδοση του πλοίου στους αγοραστές. Από το από …3 ηλεκτρονικό μήνυμα που προσκομίζεται ως σχετικό 6 από την εναγομένη, αποδεικνύεται ότι η τελευταία (εναγομένη) ενημερώθηκε ότι η πλοιοκτήτρια ήταν προετοιμασμένη να πληρώσει 200.000 δολ. ΗΠΑ για την πλήρη και οριστική τακτοποίηση όλων των αξιώσεων της εναγομένης που προέκυπταν ή σχετιζόταν από το ανωτέρω ναυλοσύμφωνο, ποσό το οποίο θα καταβαλλόταν κατά την παράδοση του πλοίου την 15-8-…3, ότι η πληρωμή του θα κανονίζετο με ένα τριμερές προσάρτημα στο μνημόνιο συμφωνίας πώλησης και εάν η εναγομένη συμφωνούσε έπρεπε να το γνωστοποιήσει στην πλοιοκτήτρια έως ώρα Α.υ 10.30 π.μ.. Η εναγομένη, όπως αποδεικνύεται από το από …3 ηλεκτρονικό μήνυμα, προκειμένου να καλύψει τη ζημία της από την πρόωρη λύση του ναυλοσυμφώνου, ζήτησε να της καταβληθεί το ποσό των 210.000 δολ. ΗΠΑ, επιπλέον δε εδήλωσε ότι δεν συμφωνούσε να καταβληθεί το ποσό αυτό σε κοινό λογαριασμό αγοραστή πωλητή, αντίθετα εδέχετο να σκεφθεί την υπογραφή μιας τριμερούς πρόσθετης συμφωνίας στο Μνημόνιο αγοραπωλησίας ούτως ώστε να πληρωθεί απευθείας σε ιδικό της λογαριασμό κατά την παράδοση του ανωτέρω πλοίου στην αγοράστρια. Από το από …3 ηλεκτρονικό μήνυμα που προσκομίζεται ως σχετικό 7β από την εναγομένη, αποδεικνύεται ότι η ανωτέρω πλοιοκτήτρια απεδέχθη τους όρους της εναγομένης που ετέθησαν με το αμέσως προηγούμενο ηλεκτρονικό μήνυμα, η δε πλοιοκτήτρια ανέλαβε να συντάξει ένα τριμερές συμφωνητικό, το οποίο εν ευθέτω χρόνο θα προωθούσε προς μελέτη στην εναγομένη. Το εν λόγω τριμερές συμφωνητικό συνετάγη και απεστάλη με υπογραφή μόνον της ανωτέρω πλοιοκτήτριας πωλήτριας στην εναγομένη την 2-8-…3, με το ίδιο δε ηλεκτρονικό μήνυμα, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια ενημέρωνε την εναγομένη ότι το μνημόνιο αγοραπωλησίας του ανωτέρω πλοίου θα έφερε ημερομηνία 2-8-…3, πλην όμως, η παράδοση του πλοίου στον αγοραστή είχε προγραμματιστεί για την 19 Αυγούστου …3. Το ανωτέρω πλοίο, όπως αμφότεροι οι διάδικοι συνομολογούν, παρεδόθη αμέσως μετά την εκφόρτωσή του στον Πειραιά από την εναγομένη στην πλοιοκτήτρια την 2-8-…3, το δε τριμερές συμφωνητικό υπογεγραμμένο και από τους αγοραστές απεστάλη στην εναγομένη την 5-8-…3 (σχετικά ηλεκτρονικό μήνυμα προσκομιζόμενο ως σχετ. 11α από την εναγομένη), με την επισήμανση όπως αποσταλεί πίσω στην πλοιοκτήτρια υπογεγραμμένο από την εναγομένη. Η ανωτέρω πλοιοκτήτρια, με το από 5-8-…3 ηλεκτρονικό μήνυμα που προσκομίζεται από την εναγομένη, ενημέρωσε την τελευταία ότι η καταβολή των 210.000 δολ. ΗΠΑ θα εγίνετο απευθείας σε αυτήν (εναγομένη) κατά την παράδοση του πλοίου στην αγοράστρια, αλλά όχι αργότερα από τρεις εργάσιμες ημέρες, η δε παράδοση αναμενόταν ότι θα εγίνετο μεταξύ 19-8-…3 και 31-8-…3, κατ’ επιλογή των πωλητών. Την 6-8-…3, η πλοιοκτήτρια, με νέο ηλεκτρονικό μήνυμα που έστειλε στην εναγομένη μέσω του μεσίτη της, ενημέρωσε την εναγομένη σχετικά με το στάδιο στο οποίο ευρίσκετο η υπογραφή του μνημονίου αγοραπωλησίας και δη ότι οι αγοραστές, αφού έκαναν τα σχόλιά τους στο μνημόνιο αγοραπωλησίας, ανέμεναν τους δικηγόρους τους προκειμένου να επιβεβαιώσουν τα σχόλιά τους. Μάλιστα, με νεότερο μήνυμα της 6-8-…3 που έφερε ώρα 17.29, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια ζητούσε συγγνώμη από την εναγομένη για την καθυστέρηση, καθώς επίσης αξίωνε την κατανόησή της, δεδομένου ότι, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο εν λόγω μήνυμα «…τα εμπλεκόμενα μέρη χρειαζόταν χρόνο για να γίνουν όλα σωστά…». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η εναγομένη να αποστείλει προς την πλοιοκτήτρια το από 7-8-…3 ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση, αξιώνοντας όπως της αποσταλεί το μνημόνιο αγοραπωλησίας την ίδια ημέρα ώστε να το υπογράψει και να κλείσει το ζήτημα. Την επομένη ημέρα 8-8-…3 και ώρα 16.00, και δίχως να προσκομίζεται από τους διαδίκους κάποιο νεότερο ηλεκτρονικό μήνυμα που τυχόν αντηλλάγη μεταξύ πλοιοκτήτριας του ανωτέρω πλοίου και εναγομένης κατά τον ενδιάμεσο χρόνο, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία κατέθεσε αίτηση περί υπαγωγής της σε διαδικασία αφερεγγυότητος στο Δικαστήριο Ρεινμπεκ. Μάλιστα, όπως ο ίδιος ο νόμ…ς εκπρόσωπος της ανωτέρω πλοιοκτήτριας Πίτερ Ρίεκ, παραδέχεται στο από 24-9-…3 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε ακολούθως και δη την 24-9-…3, στην εναγομένη, ο ίδιος σταμάτησε αμέσως την ανωτέρω πώληση του εν λόγω πλοίου και υπέβαλε αίτηση υπαγωγής της πλοιοκτήτριας σε διαδικασία φερεγγυότητας διότι η διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία παρουσίαζε μια πρόβλεψη ρευστότητας επί εβδομάδες και μήνες που βασιζόταν σε ψευδείς πληροφορίες. Η εναγομένη, για την ανωτέρω εξέλιξη, ήτοι την υποβολή εκ μέρους της ανωτέρω πλοιοκτήτριας αίτησης περί υπαγωγής της σε διαδικασία αφερεγγυότητος, ενημερώθηκε από την πλοιοκτήτρια εταιρεία μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, το οποίο η πλοιοκτήτρια απέστειλε στον μεσίτη της εναγομένης και το οποίο προσκομίζεται από την εναγομένη ως σχετικό 15. Με αυτό το μήνυμα ενημερώνεται επιπλέον η εναγομένη ότι το ανωτέρω Δικαστήριο όρισε κάποιο δικηγορικό γραφείο να ετοιμάσει μια γνωμοδότηση για το δικαστήριο αναφορικά με την αίτηση για αφερεγγυότητα, ότι η διαδικασία είναι σε προκαταρκτικό στάδιο και η διαδικασία αφερεγγυότητος θα προχωρούσε από το προκαταρκτικό στάδιο περίπου σε μια εβδομάδα. Επιπλέον, σε αυτό, η πλοιοκτήτρια αναφέρει ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται σε μια απρόβλεπτη απώλεια μιας ασφαλιστικής απαίτησης. Η εναγομένη, δια του προσκομιζομένου με αριθμό σχετικού 11γ ηλεκτρονικού μηνύματος, την 15-8-…3 προώθησε προς την πλοιοκτήτρια υπογεγραμμένο το ανωτέρω τριμερές συμφωνητικό. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εναγομένη ήδη με την ένδικη αγωγή της αρνείται ότι η εναγομένη είχε υπογράψει το τριμερές συμφωνητικό πλην όμως δεν αρνείται ότι έλαβε το ανωτέρω ηλεκτρονικό μήνυμα, σε κάθε δε περίπτωση το εν λόγω συμφωνητικό προσκομίζεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου υπογεγραμμένο από άπαντα τα συμβαλλόμενα μέρη. Η εναγομένη, ακολούθως απευθύνθηκε στη δικηγόρο Ανν – Κάθριν Μπουρχαρντ, προκειμένου να ενημερωθεί αφενός μεν εάν πράγματι είχε υποβληθεί στη Γ. αίτηση υπαγωγής της ανωτέρω πλοιοκτήτριας σε διαδικασία αφερεγγυότητος και είχαν τυχόν εκδοθεί διαταγές από το Δικαστήριο, αφ’ ετέρου δε την άποψή της για τα νομικά θέματα που περιέχονται στο προσκομιζόμενο ως σχετικό 17 από την εναγομένη, από 16-8-…3 έγγραφο της ανωτέρω δικηγόρου. Με το εν λόγω έγγραφο, η ανωτέρω δικηγόρος ενημέρωνε την εναγομένη ότι προσπαθήσαμε να λάβει πληροφορίες σχετικά με την υποβολή αίτησης από την ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία για υπαγωγή αυτής σε διαδικασία αφερεγγυότητας και πιθανές διαταγές του πτωχευτικού δικαστηρίου σχετικά με την ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία MS “…” Schifffahrtsgesellschaft mbh & Co. KG), πλην όμως το πτωχευτικό δικαστήριο αρνήθηκε να απαντήσει, έως δε τότε δεν υπήρχε επίσημη δημοσίευση στο διαδίκτυο, ούτε στο πτωχευτικό δικαστήριο στο Ράινμπεκ, ούτε στο πτωχευτικό δικαστήριο στο Α., κατά δε τα αποσπάσματα της 15-8-…3 του εμπορικού μητρώου, η εν λόγω εταιρεία εξακολουθεί να εδρεύει στο Α., με αποτέλεσμα σε αυτήν την πόλη κατά την άποψή της να πρέπει να προχωρήσουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας. Γνωστοποίησε δε στην εναγομένη και την ηλεκτρονική διεύθυνση από την οποία ηδύνατο να ενημερώνεται και η ίδια (εναγομένη). Όπως σημειώνεται στο εν λόγω έγγραφο τυχόν έκδοση διαταγής του Δικαστηρίου περί απαγόρευσης της απαγόρευσης απόπλου του πλοίου, δεν είναι υποχρεωτική κατά το γερμανικό δίκαιο. Παρόλα ταύτα, υποθέτοντας ότι η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία είχε εν τω μεταξύ υποβάλλει αίτηση περί υπαγωγής της σε διαδικασία αφερεγγυότητας, σε συνδυασμό με την αίτηση για διαδικασία κατοχής (“Eigenverwaitung”) κατά την εν λόγω δικηγόρο η νομική κατάσταση θα είχε ως ακολούθως, όπως αναφέρεται στο προσκομιζόμενο σε μετάφραση έγγραφο: «1. Το πλοίο συνιστά μέρος της περιουσίας του αφερέγγυου πλοιοκτήτη ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται στην πραγματικότητα το πλοίο ή το πού θα βρίσκεται μελλοντικά. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε προσπάθεια να ζητηθεί ικανοποίηση από την απαγόρευση απόπλου του πλοίου, χωρίς να έχετε ναυτικό προνόμιο θεσμικό ή εκ σύμβασης προνόμιο, υπέχει τον κίνδυνο είτε να είναι άκυρη είτε να μπορεί να αμφισβητηθεί σύμφωνα με το Γερμανικό Πτωχευτικό Κώδικα, εάν ξεκινήσει η διαδικασία αφερεγγυότητας. Εάν η Πλοιοκτήτρια έχει υποβάλει αίτηση όχι μόνο για αφερεγγυότητα αλλά και για διαδικασία κατοχής δεν έχει σημασία. Και στις δύο περιπτώσεις, είτε ο σύνδικος είτε ο επίτροπος (“Saehwalter”) θα πρέπει να επιτεθεί στην απαγόρευση απόπλου ή να ζητήσει την επιστροφή των χρημάτων από ένα πλειστηριασμό. Μια απαγόρευση απόπλου από ένα εγχειρόγραφο πιστωτή μέσα σε ένα μήνα πριν η υποβολή της αίτησης να ακυρωθεί εκ του νόμου κατά τη στιγμή της τελικής έναρξης (άρθρο 88 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα). Μια απαγόρευση απόπλου από έναν εγχειρόγραφο πιστωτή μέσα στους τρεις τελευταίους μήνες πριν την υποβολή της αίτησης ή μετά την υποβολή μπορεί εύκολα να αμφισβητηθεί σύμφωνα με το άρθρο 131 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα κατόπιν της τελικής έναρξης. Αυτό συμβαίνει ανεξάρτητα από την έκδοση ή όχι διαταγής που να απαγορεύει την απαγόρευση απόπλου του πλοίου της Πλοιοκτήτριας. 2) Ο όρος 83 Η ρήτρα 83 των Επιπλέον Όρων του ναυλοσυμφώνου αναφέρει: “Σε περίπτωση που οι (…) Πλοιοκτήτες (…) τεθούν σε εκκαθάριση, είτε εθελοντικά είτε υποχρεωτικά, κηρυχθούν σε αφερεγγυότητα ή πτώχευση, λαμβάνουν όλα τα μέτρα για την προστασία του Πλοίου ή / και Πλοιοκτήτες (…) από τους πιστωτές, ή να έχουν ένα δέκτη/εκκαθαριστή διορισμένο ή να συνάψουν διακανονισμό με τους πιστωτές (…) οι ναυλωτές θα έχουν τη δυνατότητα να καταγγείλουν τη ναύλωση και να επαναπαραδώσουν το Πλοίο στο πλησιέστερο ασφαλές λιμάνι ». Όπως σας είπα χθες το πρωί, μια απόφαση του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου δημοσιεύτηκε πρόσφατα, που μας δίνει λόγο να πιστεύουμε ότι, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, η ρήτρα καταγγελίας του ναυλοσυμφώνου θεωρείται άκυρη (BGH ν 15. 11….2 -. IX ZR 169 / 11). Η ενότητα 108 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα ορίζει ότι ορισμένες συμβάσεις παραμένουν σε ισχύ όταν η αφερεγγυότητα ξεκινήσει. Αυτό περιλαμβάνει επίσης συμβάσεις, όπως τα ναυλοσύμφωνα. Σύμφωνα με την ενότητα 119 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα, οποιαδήποτε ρήτρα καταγγελίας εμποδίζει την εφαρμογή της ενότητας 108 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα και ως εκ τούτου τη διατήρηση του ναυλοσυμφώνου, είναι άκυρη. Το δικαστήριο έχει τώρα αποφασίσει ότι πλέον, όχι μόνο ένα δικαίωμα καταγγελίας στη βάση της κήρυξης του ανοίγματος των διαδικασιών αφερεγγυότητας, αλλά και στη βάση της απλής κατάθεσης αίτησης προς υποβολή σε διαδικασία αφερεγγυότητας, δε συμμορφώνεται με την ενότητα 108 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα. 3. Σε περίπτωση που από κοινού τα μέρη συμφωνούσαν τον τερματισμό του συμβολαίου μεταξύ του Ναυλωτή και της Πλοιοκτήτριας πριν από την κατάθεση για αφερεγγυότητα, ο Ναυλωτής θα είχε ήδη τώρα το δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή προκαταβληθέντων ναύλων. Επίσης καταλαβαίνουμε ότι ο Ναυλωτής μπορεί να απαιτήσει την καταβολή του πλεονάσματος καυσίμων κατά την επαναπαράδοση του πλοίου. Ο όρος 18 του ναυλοσυμφώνου έχει ως εξής «(…) Ότι οι Ναυλωτές έχουν προνόμιο επί του Πλοίου για όλα τα ποσά που έχουν πληρωθεί προκαταβολικά και δεν έχουν κερδηθεί πάνω στο Πλοίο, και οποιοσδήποτε αχρεωστήτως καταβληθείς ναύλος ή επιπλέον κατάθεση να επιστρέφεται αμέσως. Οι Ναυλωτές δεν θα υποστούν ούτε θα επιτρέψουν να συνεχιστεί οποιοδήποτε προνόμιο ή βάρος που πραγματοποιήθηκε από τους ίδιους (…), τα οποία θα μπορούσαν να έχουν προτεραιότητα σε σχέση με τον τίτλο και το συμφέρον των Πλοιοκτητών. ». Όσον αφορά τους προπληρωμένους, αλλά μη κερδηθέντες ναύλους ο Ναυλωτής θα έχει προνόμιο επί του Πλοίου. Αυτό το προνόμιο σύμφωνα με το Γερμανικό δίκαιο δίνει στο Ναυλωτή το προνομιακό δικαίωμα για ξεχωριστή ικανοποίηση από το Πλοίο, ενότητα 50 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα. Το ίδιο μπορεί να ισχύσει σε σχέση με την απαίτηση για τα καύσιμα εάν ο όρος 18 ερμηνευτεί με τρόπο ώστε το προνόμιο να καλύπτει όλες τις αξιώσεις του Ναυλωτή. Λόγω του προνομίου ο Ναυλωτής δικαιούται να απαγορεύσει τον απόπλου του πλοίου στην Ελλάδα, να ζητήσει ξεχωριστή ικανοποίηση για τις ασφαλισμένες απαιτήσεις του. Μόνο στην περίπτωση που το πτωχευτικό δικαστήριο εκδώσει διαταγή που ρητά να απαγορεύει την απαγόρευση απόπλου προς το παρόν, μια απαγόρευση απόπλου μπορεί να είναι παράνομη και μπορεί να αμφισβητηθεί. 4. Όσο το πλοίο είναι εντός Ε.Ε., αμφιβάλλουμε εάν ένα Γερμανικό πτωχευτικό δικαστήριο θα είχε ακόμα και το δικαίωμα να εκδώσει τέτοια διαταγή. Τα μέτρα για να προστατευτούν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη κατά τη διάρκεια της προδικασίας περιγράφονται στην ενότητα 21 του Γερμανικού Πτωχευτικού κώδικα, όπως η απαγόρευση της απαγόρευσης απόπλου της κινητής περιουσίας του οφειλέτη. Τα ποντοπόρα πλοία θεωρούνται ακίνητη – περιουσία και έτσι δεν μπορούν να περιληφθούν, ενότητα 49 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα. Το περιφερειακό δικαστήριο της Βρέμης (ΛΓ Βρέμη, 14.8….1-2Τ 435/11) αποφάσισε για το αντίθετο, αλλά οι περιπτώσεις, κατά την άποψή μας, δεν συγκρίνονται. Το περιφερειακό δικαστήριο της Βρέμης είχε να αντιμετωπίσει ένα πλοίο που βρισκόταν εκτός της Ε.Ε, ώστε δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να διατηρηθεί το status quo των περιουσιακών στοιχείων από το να αντιμετωπίσει το πλοίο ως εξαίρεση σαν κινητό πράγμα. Στην περίπτωσή μας το πλοίο βρίσκεται εντός Ε.Ε., έτσι ο προκαταρκτικός σύνδικος πτώχευσης έχει την επιλογή, σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κανονισμού 1346/2000 να αιτηθεί για προστατευτικά μέτρα σύμφωνα με το Ελληνικό δίκαιο. Παρόλα ταύτα, εάν το Γερμανικό πτωχευτικό δικαστήριο θα έπρεπε να εκδώσει μια διαταγή στην Γ. απαγορεύοντας την απαγόρευση απόπλου του πλοίου αυτό θα είναι δεσμευτικό εφόσον η διαταγή δεν έχει ακυρωθεί από το δικαστήριο. Σύμφωνα με ένα συμβατικό προνόμιο στο πλοίο για προπληρωμένο ναύλο ο Ναυλωτής έχει μια απαίτηση in rem. 5. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1346/2000 η απαίτηση in rem ενός πιστωτή στο πλοίο θα παραμείνει άθικτη από τη Γερμανική διαδικασία αφερεγγυότητας και τις διαταγές του πτωχευτικού δικαστηρίου, εφόσον το πλοίο είναι εκτός, αλλά εντός Ε.Ε. Εάν η πρόβλεψη αυτή εφαρμόζεται και σε περίπτωση που η απαίτηση in rem ενός εκτός Ε.Ε. πιστωτή δεν μπορούμε να το πούμε με σιγουριά χωρίς πιο λεπτομερή έλεγχο. Αλλά ακόμα και αν ένας εκτός Ε.Ε. πιστωτής μπορεί γενικά να βασιστεί στο άρθρο 5 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1346/2000, αμφιβάλλουμε εάν οι νομικές προϋποθέσεις της διάταξης πληρούνται. Αρθρο., του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1346/2000 σύμφωνα με το λεκτικό του απαιτεί την τελική έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αλλά η προδικασία θεωρείται αρκετή υπό την προϋπόθεση ότι το αφερέγγυο μέρος δεν μπορεί με διαταγή του δικαστηρίου να διαθέτει τα περιουσιακά του στοιχεία χωρίς την προηγούμενη έγκριση του προκαταρκτικού συνδίκου αφερεγγυότητας (απόφαση Eurofood / Parmalat του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) Παρόλ’ αυτά σε περίπτωση αίτησης για διαδικασία κατοχής, το πτωχευτικό δικαστήριο θα απέχει τακτικά από την εγκατάσταση προκαταρκτικού διαχειριστή και από τον περιορισμό των δικαιωμάτων των οφειλετών. Επομένως, ακόμα και αν ο Ναυλωτής έχει μια απαίτηση in rem λόγω προνομίου στο πλοίο, δεν θα είναι προνομιούχος σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1346/2000 όταν θα απαγορεύσει τον απόπλου ενός πλοίου στην Ελλάδα εάν υπήρχε έγκυρη διαταγή Γερμανικού πτωχευτικού δικαστηρίου που να απαγορεύει τέτοια απαγόρευση απόπλου. 6. Αναφερόμενη στο Μνημόνιο Αγοραπωλησίας (ΜΑ), το οποίο δεν έχουμε λάβει ακόμα και το Τριμερές Συμφωνητικό της 2.8….3 υπογραφέν αλλά μη σταλθέν ακόμα από τους Ναυλωτές, θα θέλαμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα: Το Τριμερές Συμφωνητικό αναφέρει ότι: «(…) έχει συμφωνηθεί μεταξύ Πωλητών, Αγοραστών και Ναυλοτών ότι το ποσό των Δολλ ΗΠΑ 210.000 (…) το οποίο περιλαμβάνει την αξία των καυσίμων στο πλοίο, τα οποία ανήκουν στους Ναυλωτές, θα πρέπει να πληρωθούν απευθείας στους Ναυλωτές από τους Αγοραστές στον υποδειχθησόμενο από τους Ναυλωτές λογαριασμό ως αντάλλαγμα για τον τερματισμό του Ναυλοσυμφώνου από τους Ναυλωτές και ότι η ανωτέρω πληρωμή θα θεωρείται επίσης ως μέρος της πληρωμής του συμφωνημένου τιμήματος αγοραπωλησίας σύμφωνα με το ΜΑ.» Οι καταβολές από τον Αγοραστή στο Ναυλωτή κατά τη διάρκεια της προδικασίας μπορεί να αμφισβητηθεί από τον διαχειριστή της αφερεγγυότητας/ σύνδικο κατόπιν της τελικής έναρξης, ενότητα 129 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα. Ο Ναυλωτής θα πρέπει να επιστρέψει τη ληφθείσα πληρωμή στον διαχειριστή της αφερεγγυότητας/ σύνδικο. 7. Περίληψη Εφόσον δεν υπάρχει διαταγή του πτωχευτικού δικαστηρίου που να απαγορεύει την απαγόρευση απόπλου του πλοίου κατά τη διάρκεια της προδικασίας, ο Ναυλωτής δικαιούται να απαγορεύσει τον απόπλου του πλοίου. Παρόλα ταύτα, μόνο εάν η απαγόρευση απόπλου βασίζεται σε ένα προνόμιο των Ναυλωτών στο πλοίου σύμφωνα με το άρθρο 18 του Ναυλοσυμφώνου, η απαγόρευση απόπλου και ο πλειστηριασμός δεν θα ακυρωθούν ούτε θα αμφισβητηθούν σύμφωνα με το γερμανικό πτωχευτικό δίκαιο, όταν το πτωχευτικό δικαστήριο αποφασίσει τελικά την έναρξη της αφερεγγυότητας. Σε περίπτωση που τέτοια διαταγή έχει εκδοθεί είναι δεσμευτική για τα μέλη της Ε,Ε. σύμφωνα με το άρθρο 25 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1346/2000 εφόσον η διαταγή υπάρχει. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι να πιστεύουμε ότι μια τέτοια διαταγή θα μπορούσε να πολεμηθεί με επιτυχία στη Γ.. Σε περίπτωση προνομίου, η αξίωση του Ναυλωτή είναι προνομιούχος, παρέχοντάς του το δικαίωμα σε χωριστή ικανοποίηση από έναν πλειστηριασμό του πλοίου το αργότερο κατόπιν της τελικής έναρξης. Επιπλέον, ο Ναυλωτής, δεδομένου ότι έχει κυριότητα επί του πλεονάσματος των καυσίμων, έχει δικαίωμα για χωριστή ικανοποίηση από την περιουσία (“Aussonderungsrecht”). Πριν προχωρήσετε σε απαγόρευση απόπλου είναι φρόν… να ελέγξετε ξανά για πιθανές νέες πληροφορίες στη σελίδα www.insolvenzbekarmtmachungen.de. Επίσης, θα πρέπει να ελέγξετε με τον κ. Πίτερ Ρίεκ (Peter Rieck) τι πιθανές διαταγές δικαστηρίου μπορεί να έχει λάβει για λογαριασμό του αφερέγγυου πλοιοκτήτη. Τέλος, θα πρέπει να προσπαθήσουμε ξανά να έρθουμε σε επαφή με το πτωχευτικό δικαστήριο του Ρέινμπεκ και να πιέσουμε για δεύτερη φορά για πλήρη ενημέρωση. Σε περίπτωση τυχόν ερωτήσεων, μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας.». Την … δημοσιεύθηκε απόφαση του Ειρηνοδικείου Reinbek με την οποία αποφασίσθηκε ότι η διαδικασία πτώχευσης επί των περιουσιακών στοιχείων της ανωτέρω πλοιοκτήτριας θα αρχίσει την … και ώρα 11.30, ήτοι ώρα Ελλάδος, κατά την ίδια την αγωγή, 12.30. Την ίδια ημέρα (…) και ώρα Ελλάδος 13.38, δεδομένου ότι το πλοίο της ανωτέρω πλοιοκτήτριας ευρίσκετο στον Πειραιά, όπου, κατά την αγωγή είχε καταπλεύσει προς επισκευές, η εναγομένη, δίχως να αποδεικνύεται ότι είχε προηγούμενα λάβει γνώση τυχόν δημοσίευσης της ανωτέρω απόφασης, δεδομένου μάλιστα ότι ως προς το χρόνο δημοσίευσης και ανάρτησής της στο διαδίκτυο δεν προσκομίζονται στοιχεία, επικαλούμενη απαίτησή της κατά της ανωτέρω πλοιοκτήτριας εκ ποσού ευρώ 210.000 δολ. ΗΠΑ, υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αιτουμένη τη συντηρητική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου της ανωτέρω πλοιοκτήτριας, προς εξασφάλιση της ανωτέρω επικαλουμένης υπ’ αυτής απαίτησής της, υποβάλλοντας παράλληλα αίτηση χορήγησης προσωρινής διαταγής. Κατά την υποβολή της αίτησης, χορηγήθηκε προσωρινή διαταγή απαγόρευσης απόπλου του εν λόγω πλοίου έως συζητήσεως του αιτήματος προσωρινής διαταγής, δικάσ…ς επί του οποίου ορίσθηκε η επομένη ημέρα (…) και ώρα Ελλάδος … με προηγούμενη τηλεφωνική κλήτευση της της ανωτέρω πλοιοκτήτριας από τη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου. Την επομένη ημέρα (…) και ώρα Ελλάδος … συζητήθηκε η ανωτέρω προσωρινή διαταγή, ερήμην της καθής η ανωτέρω αίτηση ανωτέρω πλοιοκτήτριας εταιρείας και έγινε δεκτό το αίτημα της ήδη εναγομένης και τότε αιτούσας περί χορήγησης προσωρινής διαταγής και απαγορεύθηκε ο απόπλους του ανωτέρω πλοίου έως συζητήσεως της αίτησης περί συντηρητικής κατάσχεσης του ανωτέρω πλοίου και υπό τον όρο συζήτησης αυτής κατά την ορισθείσα δικάσ… της 20-9-…3. Όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο αντίγραφο της εν λόγω αίτησης, η τότε αιτούσα και ήδη εναγομένη ανέφερε στην ανωτέρω αίτησή της ότι δυνάμει του προαναφερομένου ναυλοσυμφώνου είχε ναυλώσει από την ανωτέρω πλοιοκτήτρια το ανωτέρω πλοίο, μνημονεύοντας τους ουσιώδεις όρους αυτής. Επιπλέον, ότι η ανωτέρω πλοιοκτήτρια, τον μήνα Ιούλιο του …3, της είχε ζητήσει πρόωρη λύση της ανωτέρω σύμβασης λόγω οικονομικών της δυσκολιών σε συνδυασμό με ζημίες που είχε υποστεί το ανωτέρω πλοίο, και ότι ζητούσε τον τερματισμό της ανωτέρω σύμβασης ναύλωσης προκειμένου η ανωτέρω πλοιοκτήτρια να πωλήσει το ανωτέρω πλοίο και να ικανοποιήσει τους πιστωτές της. Ότι η ίδια δέχθηκε τον τερματισμό της ναύλωσης, υπό την προϋπόθεση ότι θα της κατέβαλε η πλοιοκτήτρια ποσό δολ. ΗΠΑ 210.000, το οποίο θα καταβαλλόταν μέσω του τιμήματος πώλησης του ανωτέρω πλοίου. Προς τούτο υπεγράφη μεταξύ αυτής, της πλοιοκτήτριας και της αγοράστριας του από 2-8-…3 τριμερές συμφωνητικό. Ότι η ίδια πλοιοκτήτρια, την … μέσω των ναυλομεσιτών την ενημέρωσε ότι υπέβαλε αίτηση για θέση της σε διαδικασία εκκαθάρισης ενώπιον του Δικαστηρίου Ράινμπεκ της Γ.ς η οποία κατά την αίτηση ευρίσκεται σε προκαταρκτικό στάδιο και ότι η πώληση του εν λόγω πλοίου είχε ήδη ματαιωθεί. Είναι προφανές ότι με την ένδικη αίτηση η εναγομένη δεν απέκρυψε από το Δικαστή του ανωτέρω Δικαστηρίου ότι είχε υποβληθεί αίτηση υπαγωγής της ανωτέρω πλοιοκτήτριας σε διαδικασία αφερεγγυότητος στη Γ.. Με την ένδικη αγωγή της, και κατ’ εκτίμηση των ισχυρισμών της, η ενάγουσα υπολαμβάνει την υποβολή αίτηση προς έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητος ως έναρξη της διαδικασίας αυτής. Εν τούτοις, από το αντίγραφο της απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου που προσκομίζεται σε μετάφραση, με την οποία (απόφαση) ξεκίνησε η διαδικασία αφερεγγυότητος, αποδεικνύεται ότι αυτή (διαδικασία αφερεγγυότητας) ορίσθηκε με την ίδια απόφαση ότι άρχισε την … και ώρα 11.30 Γ.ς, δεδομένου ότι, από το προσκομιζόμενο σε μετάφραση σχετικό 5 της εναγομένης αναφέρεται σε αυτή «… Στην υπόθεση σχετικά με την αίτηση για την έναρξη της διαδικασίας πτώχευσης επί των περιουσιακών στοιχείων της … θα αρχίσει, λόγω της παρούσας αδυναμίας να πληρώσει, την Τετάρτη 21 Αυγούστου …3, ώρα ……». Πέραν δε τούτου, η ίδια η ενάγουσα δεν επικαλείται αλλά ούτε απέδειξε ότι η ήδη εναγομένη εγνώριζε ότι είχε εκδοθεί κατά το χρόνο υποβολής της ανωτέρω αίτησης περί συντηρητικής κατάσχεσης του ανωτέρω πλοίου με την οποία ζητούσε προσωρινή διαταγή απαγόρευσης απόπλου του ανωτέρω πλοίου, τέτοια απόφαση, δεδομένου ότι περί τούτου ούτε η ίδια η ενάγουσα αναφέρει τι, αλλά κυρίως, δεν αποδεικνύεται ούτε ο χρόνος δημοσίευσης αυτής της απόφασης, καθώς και ο χρόνος ανάρτησής της στην οικεία διαδικτυακή διεύθυνση. Περαιτέρω, η ήδη ενάγουσα διατείνεται ότι η εναγομένη με την ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αλλά και ενώπιον του ανωτέρω Δικαστή επικαλέσθηκε αναληθώς ότι η απαίτησή της είχε αναγνωρισθεί με το προαναφερόμενο από 2-8-…3 τριμερές συμφωνητικό αν και αυτό, αφενός μεν δεν είχε καταρτισθεί εφόσον η ίδια η εναγομένη δεν το είχε υπογράψει, αφετέρου δε, διότι τελικώς δεν είχε υπογραφεί το σχετικό μνημόνιο αγοραπωλησίας του πλοίου η υπογραφή του οποίου αποτελούσε προϋπόθεση και όρο του από 2-8-…3 σχεδίου ιδιωτικού συμφωνητικού. Εν τούτοις, απεδείχθη ότι το εν λόγω τριμερές συμφωνητικό εν τέλει υπεγράφη κατά τα άνω και από την εναγομένη. Εξάλλου, το γεγονός ότι το εν λόγω συμφωνητικό προϋπέθετε την πώληση του εν λόγω πλοίου προκειμένου να ισχύσει και επομένως να αναλάβει η αγοράστρια να καταβάλει το ποσό των 210.000 ευρώ, είναι προφανές και προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενό του, στην δε ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν αναφέρει η εναγομένη κάτι διαφορετικό, αντίθετα σαφώς αναφέρει ότι το ποσό αυτό είχε αναλάβει να καταβάλει η ανωτέρω αγοράστρια, επιπλέον δε στη σελίδα 4 της εν λόγω αιτήσεως σαφώς αναφέρεται ότι η πώληση του πλοίου ματαιώθηκε την 19-8-…3. Εν τούτοις, το γεγονός ότι η ανωτέρω πλοιοκτήτρια υπέγραψε το ανωτέρω συμφωνητικό στο οποίο αναφέρει μεταξύ άλλων κατά το προσκομιζόμενο σε μετάφραση ως σχετικό 11δ από την εναγομένη «… Ενώ έχει συμφωνηθεί μεταξύ των πωλητών, των αγοραστών και των ναυλωτών ότι ποσό 210.000 δολ. ΗΠΑ (ολογράφως: διακόσιες δέκα χιλιάδες Δολ. ΗΠΑ) το οποίο περιλαμβάνει την αξία των καυσίμων επί του πλοίου, που ανήκει στους Ναυλωτές θα πληρωθεί απευθείας στους Ναυλωτές από τους Αγοραστές σε καθορισμένο λογαριασμό των ναυλωτών ως αμοιβή για τον τερματισμό του Χρονοναυλοσυμφώνου από τους Ναυλωτές …», αναγνωρίζοντας τοιουτοτρόπως το ανωτέρω ποσό ως οφειλόμενο υπ’ αυτής στην εναγομένη, δεν αναιρείται εκ του γεγονότος ότι εν τέλει το εν λόγω συμφωνητικό δεν ίσχυσε διότι δεν ολοκληρώθηκε η πώληση. Εξάλλου, αξίζει να σημειωθεί ότι στην ίδια αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, πέραν του ανωτέρω συμφωνητικού, η τότε αιτούσα και ήδη εναγομένη επικαλέσθηκε και το προαναφερόμενο από …3 (με ώρα …) ηλεκτρονικό μήνυμα, για το οποίο έγινε λόγος αναλυτικά ανωτέρω. Είναι προφανές ότι μια εξώδικη συμπεριφορά έχει αποδεικτική αξία και, επομένως, ευλόγως δικαιούται έκαστος των διαδίκων να την επικαλεσθεί. Περαιτέρω, η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της και κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτής διατείνεται ότι παρανόμως η ήδη εναγομένη με την ανωτέρω αίτησή της εζήτησε την εξασφάλιση της επικαλούμενης υπ’ αυτής απαίτησης αν και δεν ήταν εμπραγμάτως εξασφαλισμένη και, ως εκ τούτου, δεν επιτρέπονταν η απαγόρευση απόπλου του εν λόγω πλοίου ισχυρισμός για τον οποίο θα γίνει λόγος ακολούθως. Την … οπότε και είχε ορισθεί να συζητηθεί το αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής απαγόρευσης απόπλου, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση αυτής και ερήμην αυτής έγινε δεκτό το αίτημα της τότε αιτούσας και ήδη εναγομένης περί απαγόρευσης απόπλου του ανωτέρω πλοίου έως συζητήσεως της ανωτέρω αίτησης περί συντηρητικής κατάσχεσης που ορίσθηκε την 20-9-…3. Ακολούθως η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία υπέβαλε την από …3 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …3 αίτησή της, ενώπιον του ανωτέρω Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προκειμένου να ανακληθεί η ανωτέρω κατά τα άνω χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή απαγόρευσης απόπλου του ανωτέρω πλοίου, επικαλούμενη το γεγονός ότι τελεί υπό πτώχευση και μάλιστα ότι η σχετική απόφαση του αρμοδίου πτωχευτικού Δικαστηρίου είχε ορισθεί προ της υποβολής της ανωτέρω αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης, η οποία εν τούτοις απερρίφθη. Ακολούθως, η ανωτέρω αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης συζητήθηκε αντιμωλίαν των διαδίκων την 20-9-…3, οπότε διατηρήθηκε η ισχύς της ανωτέρω προσωρινής διαταγής έως εκδόσεως αποφάσεως επί της αιτήσεως, η οποία εν τέλει εξεδόθη την 21-10-…3. Με την με αριθμό 2457/…3 απόφαση του ανωτέρω Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων η ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της ήδη εναγομένης απερρίφθη καθόσον πιθανολογήθηκε ότι οι αξιώσεις της αιτούσας δεν εξοπλίζονται με ναυτικό προνόμιο κατά το αγγλικό δίκαιο, αλλά ούτε και τους ορισμούς της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης (1993) για τα ναυτικά προνόμια και υποθήκες και κατά συνέπεια η εναγομένη δεν δύναται να επιδιώξει ατομικώς την ικανοποίηση της απαίτησής της από την πτωχευτική περιουσία επιβάλλοντας προς τούτο συντηρητική κατάσχεση επί των στοιχείων της και ιδίως επί του ανωτέρω πλοίου, διότι κατά την άποψη του ιδίου Δικαστηρίου, δεν συντρέχει ούτε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 5 του Κανονισμού 1340/2000, ούτε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 49 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα κατά την οποία «οι πιστωτές με δικαίωμα ικανοποίησης από αντικείμενα υποκείμενα στην εκτέλεση κατά ακινήτων δικαιούνται σε ξεχωριστή ικανοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις της Πράξης Υποχρεωτικού Πλειστηριασμού της Ακίνητης Περιουσίας». Από το περιεχόμενο της ανωτέρω δικαστικής απόφασης αποδεικνύεται ότι η εναγομένη, προς απόδειξη του υπ’ αυτής επικαλουμένου κατά τις διατάξεις του αγγλικού δικαίου ναυτικού προνομίου της απαίτησής της επικαλέσθηκε και προσεκόμισε γνωμοδότηση του Άγγλου δικηγόρου Stephenson Harwood, η οποία εν προκειμένω δεν προσκομίζεται, καθώς και την από 25-9-…3 νεότερη γνωμοδότηση της ανωτέρω δικηγόρου Ανν – Κάθριν Μπουρχάντ, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται: «… Η απαγόρευση απόπλου του πλοίου (όπως ορίζεται κατωτέρω) μετά την τελική έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ήταν νόμιμη και συμμορφώνεται με τους κανόνες του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα… 4. Όσον αφορά στον όρο 18 του Ναυλοσυμφώνου η αξίωση των Ναυλωτών να επιστραφεί ο ναύλος που προπληρώθηκε, αλλά δεν κερδήθηκε, είναι εξασφαλισμένη με συμβατικό προνόμιο επί του Πλοίου. To ίδιο ισχύει και όσον αφορά στα καύσιμα που οι Ναυλωτές προμήθευσαν και που ήταν επί του Πλοίου την ημέρα της επαναπαράδοσης. Αυτό συμβαίνει γιατί ο όρος 18 δεν παρέχει στους Ναυλωτές προνόμιο μόνο για την περίπτωση του προπληρωμένου, αλλά μη κερδηθέντος ναύλου, αλλά καλύπτει οποιαδήποτε εκ των προτέρων καταβολή από τους Ναυλωτές στους Πλοιοκτήτες. Αυτό περιλαμβάνει επίσης την προμήθεια καυσίμων του πλοίου ενώ δε μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν το πλοίο εξαιτίας ενός πρόωρου και τότε απρόβλεπτου τερματισμού του ναυλοσυμφώνου…. 5. Επιπλέον, η καθ’ ης δεσμεύεται από το άρθρο 45 υποπαράγραφος 2 Εισαγωγικός Νόμος στο Γερμανικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΕΝΓΚΠολΔ) το οποίο αναφέρει ότι είναι το δίκαιο της σύμβασης που καθορίζει την ύπαρξη ενός εκ του νόμου προνομίου επί του καταχωρημένου πλοίου, ήτοι το Αγγλικό δίκαιο…. 8. Σύμφωνα με το Γερμανικό δίκαιο ο σύνδικος ή σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας υπό κατοχή (in possession), ο οφειλέτης υπό αυτοδιαχείριση δικαιούται μόνο να υποβάλει αίτηση για τη λήψη προσωρινής διαταγής προστασίας αναφορικά με τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 δ της Πράξης Υποχρεωτικού Πλειστηριασμού Ακίνητης Περιουσίας (“ZVG”). Η διάταξη του επιτρέπει να απαγορεύσει προσωρινά έναν πλειστηριασμό του πλοίου που έχει ήδη αρχίσει από έναν προνομιούχο δανειστή. Ήδη, συνάγεται σιωπηρά ότι η απλή απαγόρευση απόπλου/συντηρητική κατάσχεση του πλοίου από έναν προνομιούχο δανειστή δεν μπορεί να απαγορευθεί προσωρινά από μια δικαστική διαταγή μετά από αίτηση του διοικητή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή αντίστοιχα του οφειλέτη υπό αυτοδιαχείριση… 9. Το ίδιο ισχύει εξετάζοντας το υπόβαθρο των διατάξεων που ασχολούνται με τα προσωρινά μέτρα που διασφαλίζουν τα περιουσιακά στοιχεία του αφερέγγυου μέρους. Ο Γερμανός νομοθέτης έχει αρνηθεί προφανώς στο διοικητή της διαδικασίας αφερεγγυότητας κάθε δικαίωμα να απαγορεύσει ήδη την απαγόρευση απόπλου ενός πλοίου. Αυτό ισχύει επειδή όταν τροποποίησε τις νομικές δυνατότητες του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας για να εξασφαλίσει προσωρινά το status quo των περιουσιακών στοιχείων του αφερέγγυου οφειλέτη κατά και των προνομιούχων δανειστών σύμφωνα με τα άρθρα 49, 50 και 51 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα ο Γερμανός νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση των δυνατοτήτων απαγόρευσης απόπλου. Μολαταύτα, αποφάσισε να διαφοροποιήσει τις πράξεις της εκτέλεσης από τους προνομιούχους πιστωτές κατά της κινητής και ακίνητης περιουσίας… 10. Μία απαγόρευση απόπλου όπως επίσης και άλλες πράξεις εκτέλεσης σε κινητά περιουσιακά στοιχεία ήδη κατά τη διάρκεια προκαταρκτικών διαδικασιών μπορούν να απαγορευτούν προσωρινά από το πτωχευτικό δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 21 (2) αριθμ. 3 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα. Μετά την τελική έναρξη, σύμφωνα με το άρθρο 166 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα, μόνο ο σύνδικος που έχει στην κατοχή του το περιουσιακό στοιχείο μπορεί να την πραγματοποιήσει (σ.τ.μ. την απαγόρευση) παρά την ύπαρξη προνομιακών δικαιωμάτων στα κινητά περιουσιακά στοιχεία. Ωστόσο, οι προνομιούχοι πιστωτές θα ικανοποιηθούν πρώτοι… 11. Αντίθετα, σε περίπτωση ακίνητων περιουσιακών στοιχείων όπως τα πλοία (άρθρο 864 του Γερμανικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) σύμφωνα με το άρθρο 30 δ της Πράξης Υποχρεωτικού Πλειστηριασμού Ακίνητης Περιουσίας (“ZVG”), δεν είναι το πτωχευτικό δικαστήριο, αλλά το δικαστήριο της εκτέλεσης (“VoiJstreckungsgericht”) αρμόδιο να διατηρήσει προσωρινά το status quo της περιουσίας του οφειλέτη. Επιπλέον η διάταξη εφαρμόζεται τόσο στις προκαταρκτικές όσο και στις τελικές πτωχευτικές διαδικασίες. Κατόπιν αίτησης του προκαταρκτικού/τελικού διαχειριστή και υπο την προϋπόθεση ικανοποίησης επιπλέον νομικών απαιτήσεων όπως περιγράφονται στο άρθρο 30 δ μόνο ένας πλειστηριασμός που ξεκίνησε από προνομιούχο πιστωτή μπορεί να ανασταλεί προσωρινά. Μετά την τελική έναρξη σύμφωνα με το άρθρο 165 του Γερμανικού Πτωχευτικού Κώδικα ο διαχειριστής μπορεί να αρχίσει τον πλειστηριασμό παράλληλα με τον προνομιούχο πιστωτή. Η άρση ήδη, μιας απαγόρευσης απόπλου που έχει ως στόχο να κρατήσει το πλοίο προσβάσιμο στον πιστωτή ώστε να έχει την ευκαιρία ενός πλειστηριασμού ή να φτάσει σε μια συμφωνία με το σύνδικο/διαχειριστή για μια ιδιωτική πώληση σίγουρα δεν ήταν η πρόθεση του Γερμανού νομοθέτη. 12. Το άρθρο 30 δ της Πράξης Υποχρεωτικού Πλειστηριασμού Ακίνητης Περιουσίας αναφέρεται στην περιουσία του αφερέγγυου μέρους που βρίσκεται στη Γ.. Ωστόσο, και στην περίπτωση που το ακίνητο περιουσιακό στοιχείο του αφερέγγυου μέρους βρίσκεται εκτός Γ.ς, ο σύνδικος/οφειλέτης σε αυτοδιαχείριση υπόκειται στα ίδια δικαιώματα και περιορισμούς του Γερμανικού δικαίου ως εάν η περιουσία να ήταν μέσα στα όρια της Γερμανικής δικαιοδοσίας. Το γεγονός ότι το πλοίο είναι εκτός Γ.ς δεν μπορεί να αυξήσει τη δύναμη του αφερέγγυου διαχειριστή /οφειλέτη σε αυτοδιαχείριση σχετικά με τον περιορισμό δυνατοτήτων κατά προνομιούχων δανειστών. Έτσι η απαγόρευση απόπλου του πλοίου είτε στη Γ. είτε στην Ελλάδα βασιζόμενη σε συμβατικό προνόμιο δεν μπορεί να προσβληθεί σύμφωνα με το Γερμανικό νόμο.13. Η απαγόρευση απόπλου έλαβε χώρα κατόπιν της έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας και έχει βασιστεί σε μία “in rem” αξίωση της αιτούσας. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΚ) υπ’ αριθμ. 1346/2000 οι “in rem” αξιώσεις πάνω στα περιουσιακά στοιχεία ενός αφερέγγυου μέρους παραμένουν ανεπηρέαστες από την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας υπό τον όρο ότι το περιουσιακό στοιχείο βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος της ΕΚ κατά τη στιγμή της έναρξης. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και στην περίπτωση που ο Γερμανικός Πτωχευτικός Κώδικας ή το Γερμανικό δίκαιο που σχετίζεται με αυτό προέβλεψε περιορισμούς έναντι των πιστωτών, οι “in rem” πιστωτές δε θα επηρεάζονταν καθόλου… 14. Έτσι – με κάθε επιφύλαξη, ακόμα και αν υποτεθεί ότι σύμφωνα με το Γερμανικό Πτωχευτικό νόμο μια απαγόρευση απόπλου θα μπορούσε να απαγορευθεί- το Ελληνικό δικαστήριο οφείλει να αναγνωρίσει τον προνομιακό ρόλο της αιτούσας ως “in rem” πιστώτρια. Για να προστατεύσει το “in rem” δικαίωμά της το οποίο βασίζεται στα προνόμιά της πάνω στο πλοίο για προπληρωμένα ναύλα και προπληρωμένα καύσιμα που βρίσκονται πάνω στο επαναπαραδοθέν πλοίο η απαγόρευση απόπλου δεν πρέπει να αρθεί. Όσον αφορά τον Γερμανικό Πτωχευτικό Κώδικα, οι Ναυλωτές ενήργησαν νόμιμα όταν απαγόρευσαν τον απόπλου του πλοίου στην Ελλάδα. Τα συμφέροντα των άλλων πιστωτών των Πλοιοκτητών δεν έχουν παραβιαστεί λόγω του προνομιακού χαρακτήρα των αξιώσεων των Ναυλωτών. Επιπλέον το Ελληνικό δικαστήριο οφείλει να αναγνωρίσει την “in rem” αξίωση βάσει του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000. Οποιαδήποτε αναφορά σε «απαγόρευση απόπλου» εφαρμόζεται επίσης και για τη συντηρητική κατάσχεση…». Ακολούθως, το ανωτέρω πλοίο επωλήθη στα πλαίσια της διαδικασίας της πτώχευσης, πλην όμως η εναγομένη ουδέν ποσό έλαβε από την πώληση του ανωτέρω πλοίου, ούτε καν για τα καύσιμα που παρέμεναν στο πλοίο αξίας κατά την εναγομένη 73.225,37 Δολ. ΗΠΑ, όπως η εναγομένη αναφέρει με τις προτάσεις και δεν αμφισβητείται ειδικώς από την ενάγουσα, τα οποία (καύσιμα) είχε η ίδια (εναγομένη) πληρώσει, όπως και η ίδια η εναγομένη αναφέρει στις έγγραφες προτάσεις της, δεν αμφισβητείται από την ενάγουσα, και αποδεικνύεται και από το προσκομιζόμενο από …4 ηλεκτρονικό μήνυμα της προαναφερομένου δικηγόρου Ανν-Κάθριν Μπούρχαντ. Με την ένδικη αγωγή της η ενάγουσα καταλογίζει πέραν της ανωτέρω παράνομης συμπεριφοράς για την οποία έγινε ειδική μνεία ανωτέρω, ότι επιπλέον η εναγομένη με την ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αναληθώς υποστήριξε ότι διαθέτει απαίτηση ικανή να δικαιολογήσει συντηρητική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου και παρά ταύτα υπέβαλε την ανωτέρω αίτησή της, επέτυχε την έκδοση της ανωτέρω προσωρινής διαταγής, δεν συνήναισε στην ανάκληση αυτής και επιπλέον εζήτησε και επέτυχε τη διατήρηση αυτής και κατά τη συζήτηση της ανωτέρω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Και πράγματι είναι αληθές ότι το ανωτέρω Δικαστήριο με την προαναφερομένη με αριθμό 2457/…3 απόφασή του, απέρριψε με την ανωτέρω αιτιολογία την αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης, δεχόμενο ότι εν προκειμένω δεν υφίσταται προνόμιο της εναγομένης που να δικαιολογεί την ατομική δίωξη και επομένως και τη συντηρητική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου. Εν τούτοις, όσον αφορά στην επικαλούμενη από την εναγομένη με την ανωτέρω αίτησή της απαίτηση, τουλάχιστον ως προς τα αξιούμενα ναύλα και καύσιμα, αυτή (εναγομένη) ευλόγως, ενόψει των ανωτέρω γνωμοδοτήσεων ειδικών νομομαθών που είχε λάβει, δεδομένου ότι πρόκειται για εταιρεία που ευρίσκεται εκτός ΕΕ, θεωρούσε ότι εκαλύπτετο από ναυτικό προνόμιο δυνάμει του αγγλικού δικαίου ως δικαίου που κατά τη συμφωνία των μερών εφαρμόζετο στην ανωτέρω σύμβαση ναυλώσεως, και περαιτέρω ότι ενέπιπτε στην ανωτέρω εξαίρεση του άρθρου 5 του ανωτέρω Κανονισμού, που της επέτρεπε να επιδιώξει συντηρητική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου, δεδομένης και της πολυπλοκότητας του νομικού ζητήματος. Εξάλλου, από την πλευρά της η ανωτέρω πλοιοκτήτρια, προσεκόμισε για πρώτη φορά με το έγγραφο σημείωμά της αντίθετη και δη την από 9-9-…3 γνωμοδότηση του δικηγορικού γραφείου HOHLKE NIETHAMMER και συνεργάτες, όπως η ίδια αναφέρει στις έγγραφες προτάσεις της (σελ. 4-5 εγγράφων προτάσεών της). Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η εναγομένη ενήργησε δολίως και με σκοπό βλάβης της ανωτέρω πλοιοκτήτριας, εν γνώσει της ότι δεν δικαιούται να ζητήσει την απαγόρευση απόπλου του ανωτέρω πλοίου, ούτε κάτι τέτοιο μπορεί να συναχθεί από την προαναφερομένη ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της ήδη εναγομένης Κ.ς Μ., που περιέχεται στη, προαναφερομένη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση, δεδομένου ότι σε αυτή πράγματι η ανωτέρω μάρτυρας καταθέτει «… Το πλοίο θα αποπλεύσει και εμείς δεν θα μπορέσουμε να ικανοποιήσουμε τις απαιτήσεις μας, επειδή αναμένεται ότι όταν η διαδικασία αφερεγγυότητας προχωρήσει, η αξίωσή μας, θα έχει πρακτικά χαθεί ανάμεσα στις αξιώσεις των λοιπών δανειστών που θα ανακοινωθούν …», πλην όμως από το απόσπασμα αυτό δεν δύναται να συναχθεί δόλια συμπεριφορά της εναγομένης και δη επί σκοπώ βλάβης της ανωτέρω πλοιοκτήτριας, δεδομένου ότι η ίδια μάρτυρας σε άλλη περικοπή της εν λόγω μαρτυρικής της κατάθεσης κατέθεσε «… Γνωρίζω από τους νομικούς μας συμβούλους ότι η απαίτησή μας είναι προνομιακή και ότι στο πλοίο μπορεί να απαγορευθεί ο απόπλους, ακόμη κι αν οι Πλοιοκτήτες τεθούν σε διαδικασία αφερεγγυότητας υπό το Γερμανικό νόμο, έτσι συντηρητική κατάσχεσή του στον Πειραιά θα διασφαλίσει την – άλλως επισφαλή – απαίτηση που έχουμε κατά των πλοιοκτητών…» Κατόπιν της εκτίμησης όλων των ανωτέρω κρίνεται ότι η εναγομένη ενήργησε καλόπιστα και με προφανή σκοπό να προασπίσει και να ικανοποιήσει απλώς και μόνο τα επικαλούμενα υπ’ αυτής δικαιώματα, γενομένου δεκτού σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης κατά τον οποίο είχε την πεποίθηση ότι εδικαιούτο στην υποβολή της ανωτέρω αίτησης. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων και δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν διερευνάται από το παρόν Δικαστήριο η ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης της εναγομένης σε βάρος της ανωτέρω πλοιοκτήτριας, οπότε θα ετίθετο θέμα διερεύνησης τυχόν συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 914 ΑΚ, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, ανεξάρτητα εάν έπρεπε να προηγηθεί τελεσίδικη απόρριψη αγωγής που θα έκρινε αυτή, η επικαλούμενη με την αγωγή παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης και δη η δόλια εξαπάτηση των δικαστικών αρχών και η αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 919 ΑΚ και 116 ΚΠολΔ δικονομική της συμπεριφορά της ιδίας, δεν απεδείχθη, με αποτέλεσμα, η ένδικη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της.
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της η ένδικη αγωγή και να καταδικασθεί η ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη της εναγομένης, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει Αντιμωλίαν των διαδίκων.
Απορρίπτει την ένδικη αγωγή.
Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη της εναγομένης το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των ένδεκα χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και ογδόντα λεπτών (11.377,80 ευρώ).
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 26/9/2017.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ