Μενού Κλείσιμο

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΑ – ΜΙΣΘΟΙ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ – ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ – ΔΩΡΑ ΚΛΠ)

 

Αριθμός απόφασης
101/2017
(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης κλήσης …[S1] )
(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής …[S2] )

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ουρανία Γκίζα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 8 Δεκεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Δ. Ο.[S3] , κατοίκου Κ.[S4]  (οδός …[S5] ), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Νικολάου Αλεξόπουλου.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία «…[S6] .» που εδρεύει στον Πειραιά επί της οδού …[S7] , νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο.
Ο ΚΑΛΩΝ – ΕΝΑΓΩΝ με την από 9-03-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …[S8]  κλήση του, με την οποία ως χρόνος συζήτησης της υπόθεσης προσδιορίστηκε η δικάσιμος της 12-04-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, επαναφέρει προς περαιτέρω συζήτηση την από 15-04-2013 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …[S9] , προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 10-06-2013 και εγγράφηκε στο πινάκιο, μετά δε από αναβολές ματαιώθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντα ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣE ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται για συζήτηση με την υπ’ αριθ. καταθ. δικογρ. …[S10]  κλήση η από 15-04-2013 αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …[S11] .

Από τις με αριθμούς …[S12]  και …[S13]  εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …[S14] , που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, προκύπτει ότι ακριβές επικυρω­μέ­νο αντίγραφο της κρινομένης αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλή­ση προς συζή­τη­ση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 10ης-06-2013, καθώς και αντίγραφο της με αριθμ. εκθ. καταθ. …[S15]  κλήσης προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 12-04-2016, επιδόθηκε με επιμέλειά του, νο­μό­τυπα και εμπρόθεσμα στην εναγομένη, σύμφωνα με τα άρθρα 122 παρ. 1, 123, 124§2, 126 παρ. 1 περ. δ’, 129 και 591 παρ. 1α  ΚΠολΔ. Ωστόσο, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού αποδεικνύεται, ότι η εναγομένη δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και, συνακόλουθα αφού η αναβολή της συζητήσεως και η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο, επέχει θέση κλητεύσεως προς όλους τους διαδίκους, χωρίς ν’ απαιτείται νέα τοιαύτη στη μετ’ αναβολή δίκη (άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ), επομένως πρέπει να δικασθεί ερήμην. Η διαδικασία, ωστόσο, προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (αρθρ. 270 παρ.1 τελευτ. εδ. και 271 παρ.1, σε συνδυασμό με αρθρ. 672 του ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 7 εδ. α΄ Ν. 2112/1920 «πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως βλάπτουσα τον υπάλληλο, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου». Κατά τον όρο της διάταξης αυτής «μονομερής μεταβολή» θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται κατ` αθέτηση της εργασιακής σύμβασης, ανεξαρτήτως αν αυτή είναι επωφελής ή βλαπτική για τον εργαζόμενο. Για την εφαρμογή όμως της εν λόγω διάταξης απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ’ αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της σύμβασης και γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ο εργαζόμενος δεν προστατεύεται μόνο από τη διάταξη αυτή, αλλά και εκείνη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης βάσει του διευθυντικού του δικαιώματος, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Εξάλλου, από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648 και 652 ΑΚ προκύπτει ότι στην περίπτωση σύμβασης παροχής εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή, εν τη ασκήσει του διευθυντικού δικαιώματός του, προβεί κατά κατάχρηση αυτού στον προσδιορισμό της παροχής της εργασίας, ο μισθωτός έχει διαζευτικώς τις εξής δυνατότητες: α) Να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη εφ’ όσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη. β) Να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη καταγγελία, εκ μέρους του, της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή αποζημίωσης που προβλέπεται από τον Ν. 2112/20. Αν ο εργαζόμενος δηλώσει ότι θεωρεί την μεταβολή ως απόλυση, επέρχεται η λύση της σύμβασης και ο εργοδότης δεν μπορεί να αξιώσει την εργασία του μισθωτού, δηλώνοντας ότι ανακαλεί τη βλαπτική μεταβολή, εκτός αν καταρτισθεί νέα σύμβαση με τη συγκατάθεση εννοείται του μισθωτού. Η διάταξη, δηλαδή, του άρθρου 7 Ν. 2112/1920 δεν καθιερώνει πλάσμα δικαίου, ώστε η μονομερής βλαπτική μεταβολή, που επιχειρείται από τον εργοδότη, να θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως καταγγελία και να συνεπάγεται αφ’ εαυτής τη λύση της σύμβασης, αλλά τεκμήριο υπέρ του εργαζομένου, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να μη θεωρήσει την βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία (ΕφΑθ 3615/2003 ΕλλΔνη 2004.546) και  γ) Να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτήν καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας, ή, εκφράζοντας την αντίδρασή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους. (ΑΠ 24/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΑΠ 77/2013 ΔΕΕ 2013.852, ΑΠ 1012/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1729/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την υπό κρίση αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και εκπροσώπου της εναγομένης την 1-01-2007 στον Πειραιά, προσελήφθη από την τελευταία προκειμένου να εργαστεί με την ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου. Ότι έκτοτε, παρείχε ανελλιπώς τις ως άνω υπηρεσίες του στην εναγομένη μέχρι και τις 28-6-2010, οπότε και προέβη σε επίσχεση της υπ’ αυτού παρεχομένης εργασίας, εξαιτίας της μη καταβολής των νομίμων αποδοχών του, κι ότι θεωρεί αυτή (μη καταβολή δεδουλευμένων) ως καταγγελία της εργασιακής του συμβάσεως από την εναγομένη με υπαιτιότητά της. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ζητεί, κατά παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, κατόπιν προφορικής δήλωσης του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και επαναλαμβάνεται αναλυτικά στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε στο ακροατήριο (άρ.223, 224, 295 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ.-Α.Π.713/2002 Ελλ.Δνη 44.707) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 47.849,86 ευρώ που αντιστοιχεί σε δεδουλευμένους μισθούς από τον Οκτώβριο 2009 έως και τις 28-06-2010, μισθούς υπερημερίας από τις 28-06-2010 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2012, επίδομα αδείας των ετών 2010, 2011 και 2012, επιδόματα εορτής Πάσχα ετών 2010, 2011 και 2012 και Χριστουγέννων ετών 2009, 2010, 2011 και 2012, καθώς και ποσό 6.515,70 ευρώ, το οποίο αφορά μη ληφθείσες άδειες επί 6 έτη. Επίσης ποσό 2.533,88 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης λόγω της παράνομης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, κατά τα ανωτέρω. Τα ποσά δε αυτά ζητεί εντόκως νομίμως αφ’ ότου εκάστη επιμέρους παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθεί η εναγομένη σε καταβολή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης. Ότι επικουρικά, σε περίπτωση που η προαναφερόμενη σύμβαση εργασίας του κριθεί άκυρη, τα παραπάνω ποσά οφείλονται σε αυτόν σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού απορρέουν από ακύρως παρασχεθείσα εργασία και αντιστοιχούν στην ωφέλεια που αποκόμισε η εναγομένη, η οποία συνίσταται στις αποδοχές που θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας, υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας (ειδικότητα, καθήκοντα) με εκείνες του ενάγοντα. Η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 16 αριθ. 2, 25 παρ. 2, 33 και 664 ΚΠολΔ) κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντα το οικείο γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών (βλ. το με αριθμό Α106204/13-12-2016 γραμμάτιο του ΔΣΠ). Όμως ως προς το κονδύλιο που αφορά σε μη ληφθείσες άδειες έξι (6) ετών είναι, απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της, καθόσον δεν προσδιορίζεται ποια είναι τα έτη κατά τα οποία ο ενάγων δεν έλαβε την άδειά του, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατο για το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση επί του αιτήματος αυτού. Επίσης αόριστο τυγχάνει και το κονδύλιο της αποζημίωσης απολύσεως, καθόσον ο ενάγων δεν εκθέτει στο δικόγραφο πότε ακριβώς έλαβε χώρα η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, ούτως ώστε, αφενός να διαπιστωθεί εάν η υπό κρίση αγωγή, ασκήθηκε παραδεκτά, εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, δεδομένου ότι το δικόγραφο της αγωγής επιδόθηκε στην εναγομένη στις 16-05-2013 (βλ. ανωτέρω έκθεση επίδοσης) και αφετέρου να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο χρόνος που απασχολήθηκε ο ενάγων στην εναγομένη, στοιχείο απαραίτητο για τον υπολογισμό της τυχόν οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης.  Περαιτέρω ως προς τα υπόλοιπα κονδύλια, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 325, 340, 341, 345, 346, 361, 648, 651, 652, 653, 655 και 656 ΑΚ, 68, 70, 176, 218 και 219 ΚΠολΔ., 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 3, 6 της με αρ. 19040/1981 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1, 3 παρ. 1,3,8 ΑΝ 539/1945, όπως το άρθρο 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν. 3302/2004, ως προς δε την επικουρική της βάση στις ίδιες παραπάνω διατάξεις και σε εκείνες των άρθρων 3, 174, 180 και 904 επ. ΑΚ. Σημειωτέον ότι μετά το μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, μη νόμιμη τυγχάνει η αγωγή, ως προς το αίτημα όπως κηρυχθεί αυτή προσωρινά εκτελεστή, καθόσον η αναγνωριστική απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπό την έννοια του άρθρου 904 ΚΠολΔ, η ύπαρξη του οποίου αποτελεί προϋπόθεση της προσωρινής εκτελεστότητας και της εκτελεστότητας της εκδοθησόμενης απόφασης εν γένει. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από την εκτίμηση της ένορκης εξέτασης του μάρτυρα απόδειξης Ε. Λ.[S16]  ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της συζητήσεως και το σύνολο των εγγράφων, τα οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, ακόμη και αν δεν μνημονεύεται ρητά παρακάτω,αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα εξής: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντα και εκπροσώπου της εναγομένης την 1-01-2007 στον Πειραιά, προσελήφθη από την τελευταία προκειμένου να εργαστεί με την ειδικότητα του υπαλλήλου γραφείου. Έκτοτε, παρείχε ανελλιπώς τις ως άνω υπηρεσίες του στην εναγομένη μέχρι και τις 28-6-2010, οπότε και προέβη σε επίσχεση της υπ’ αυτού παρεχομένης εργασίας, εξαιτίας της μη καταβολής των νομίμων αποδοχών του. Όμως η εναγομένη εξακολουθούσε να μην του καταβάλει τα οφειλόμενα, καταστάσα έτσι υπερήμερη. Επομένως, οφείλει στον ενάγοντα, τις δεδουλευμένες αποδοχές του για το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 2009 έως και τις 28-06-2010, καθώς και τις αποδοχές του από 28-06-2010 έως και τον Δεκέμβριο 2012, διάστημα κατά το οποίο, υφισταμένης της επισχέσεως εργασίας, τελούσε σε υπερημερία εργοδότη, ήτοι του οφείλει τα κάτωθι ποσά: αποδοχές Οκτωβρίου 2009 486,91 ευρώ, Νοεμβρίου 2009 986,91 ευρώ, Δεκεμβρίου 2009 986,91 ευρώ, Ιανουαρίου 2010 1.027,91, Φεβρουαρίου 2010 1.027,91 ευρώ, Μαρτίου 2010 1.027,91 ευρώ, Απριλίου 2010 1.027,91 ευρώ, Μαΐου 2010 1.027,91 ευρώ, Ιουνίου 2010 1.027,91 ευρώ, Ιουλίου 2010 1.027,91 ευρώ, Αυγούστου 2010 1.027,91 ευρώ, Σεπτεμβρίου 2010 1.027,91 ευρώ, Οκτωβρίου 2010 1.027,91 ευρώ, Νοεμβρίου 2010 1.027,91 ευρώ, Δεκεμβρίου 2010 1.027,91 ευρώ, Ιανουαρίου 2011 1.091,54 ευρώ, Φεβρουαρίου 2011 1.091,54 ευρώ, Μαρτίου 2011 1.091,54 ευρώ, Απριλίου 2011 1.091,54 ευρώ, Μαΐου 2011 1.091,54 ευρώ, Ιουνίου 2011 1.091,54 ευρώ, Ιουλίου 2011 1.091,54 ευρώ, Αυγούστου 2011 1.085,95 ευρώ, Σεπτεμβρίου 2011 1.085,95 ευρώ, Οκτωβρίου 2011 1.085,95 ευρώ, Νοεμβρίου 2011 1.085,95 ευρώ, Δεκεμβρίου 2011 1.085,95 ευρώ, Ιανουαρίου 2012 1.085,95 ευρώ, Φεβρουαρίου 2012 1.085,95 ευρώ, Μαρτίου 2012 1.085,95 ευρώ, Απριλίου 2012 1.085,95 ευρώ, Μαΐου 2012 1.085,95 ευρώ, Ιουνίου 2012 1.085,95 ευρώ, Ιουλίου 2012 1.085,95 ευρώ, Αυγούστου 2012 1.085,95 ευρώ, Σεπτεμβρίου 2012 1.085,95 ευρώ, Οκτωβρίου 2012 1.085,95 ευρώ, Νοεμβρίου 2012 1.085,95 ευρώ και Δεκεμβρίου 2012 1.085,95 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 40.897,58 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δεν έχει καταβάλει στον ενάγοντα τα επιδόματα αδείας ετών 2010, 2011 και 2012, τα οποία του οφείλει και συγκεκριμένα για επίδομα αδείας έτους 2010 το ποσό των 513,96 ευρώ (1.027,91 : 2),  για επίδομα αδείας έτους 2011 το ποσό των 542,98 ευρώ (1.085,95 : 2) και για επίδομα αδείας έτους 2012 το ποσό των 542,98 ευρώ (1.085,95 : 2), ήτοι συνολικά ποσό 1.599,92 ευρώ. Επίσης αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα τα επιδόματα εορτής Πάσχα ετών 2010, 2011 και 2012, τα οποία του οφείλει και συγκεκριμένα για επίδομα εορτής Πάσχα 2010 το ποσό των 531,14 ευρώ, για επίδομα εορτής Πάσχα 2011 το ποσό των 563,97 ευρώ και για επίδομα εορτής Πάσχα 2012 το ποσό των 563,97 ευρώ και συνολικά ποσό 1.659,08 ευρώ, ούτε τα επιδόματα εορτής Χριστουγέννων έτους 2009 ποσού 419,70 ευρώ, έτους 2010 ποσού 1.062,32 ευρώ, έτους 2011 ποσού 1.105,63 ευρώ και έτους 2012 ποσού 1.105,63 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσό 3.693,28 ευρώ. Επομένως η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 47.849,86 ευρώ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και από ουσιαστική άποψη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 47.849,86 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής εκάστου αγωγικού κονδυλίου (ΟλΑΠ 39-40/2002), ως ακολούθως: τους μισθούς από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα, κατά τον οποίο ο ενάγων παρείχε την εργασία του (άρθρα 341 παρ. 1 και 655 ΑΚ), για τους μισθούς υπερημερίας από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία μέρα κάθε μήνα που ο ενάγων θα προσέφερε την εργασία του, για το επίδομα εορτής Χριστουγέννων και αδείας από την 1-1 του επομένου έτους, αφού σύμφωνα με τα άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του Α.Ν.539/1945, του Ν.4504/1961 και 1 παρ. 3 του Ν.Δ. 4547/1966, δήλη ημέρα καταβολής τους είναι η 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους (ΟλΑΠ 40/2002 ΕΕργΔ 2002.1477, ΑΠ 201/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και για το επίδομα εορτής Πάσχα από 1-5 του έτους στο οποίο πρέπει να καταβληθεί, αφού δήλη ημέρα καταβολής είναι η 30η Απριλίου του έτους αυτού (ΟλΑΠ 40/2002 ο.π.). Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μνεία ότι καθόσον η υφιστάμενη μεταξύ των μερών σύμβαση εργασίας κρίθηκε έγκυρη, παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας της ερειδόμενης στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, επικουρικής βάσης της αγωγής. Ακολούθως, πρέπει να οριστεί παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την εναγομένη κατά της απόφασης αυτής (αρθρ. 591 παρ.1, συνδ. αρθρ. 505 και 673 ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της μερικής ήττας της (άρθρα  178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

-ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.

-ΟΡΙΖΕΙ παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, το ύψος του οποίου καθορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

-ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των σαράντα επτά χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (47.849,86 €), εντόκως νομίμως κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα σε βάρος της εναγομένης, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων ογδόντα (1.580) ευρώ.

ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 10 Ιανουαρίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντα.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ