A.M.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 4797/2017
…
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟ Πρωτοδίκη-Εισηγητή, Σοφία ΚΑΒΑΡΙΝΟΥ Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Μαρία ΚΟΥΤΟΥΚΑΚΗ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία …, που έχει την έδρα της στο Μοσχάτο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κλεοπάτρα Μαδημένου (ΔΣΠ 003707).
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Δ. …, κάτοικου Β. Χ., ο οποίος ήταν παρών στο ακροατήριο και δεν παραστάθηκε με πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15-7-2016 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για τις 17-1-2017 και κατόπιν αναβολής για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο .
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους .
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 713, 714, 200, 211, 216, 218, 223, 281 και 288 ΑΚ προκύπτει ότι τόσο η υπέρβαση των ορίων της εντολής όσο και η κατάχρηση εκείνων της πληρεξουσιότητας, που μπορεί να αλληλοπροσδιορίζονται όταν υποκείμενη αιτία της δεύτερης είναι η πρώτη, υπάρχει και στην περίπτωση κατά την οποία ο εντολοδόχος ενεργεί κατά τρόπο που, μολονότι δεν υπερβαίνει τα τυπικά όρια της εντολής ή της πληρεξουσιότητας, είναι ωστόσο αντίθετος προς την υποχρέωση που έχει να χρησιμοποιεί την εξουσία, η οποία του δόθηκε, κατά τρόπο που να εξυπηρετεί, σύμφωνα με τις επιταγές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, το συμφέρον του εντολέα, όπως επιβάλλεται από την φύση της υποθέσεως, η διαχείριση της οποίας του έχει ανατεθεί, οφείλοντας να καταβάλει την επιμέλεια του συνετού στις συναλλαγές ανθρώπου, ευθυνόμενος, συνεπώς και για ελαφρή αμέλεια, δημιουργεί δε υποχρέωση του εντολοδόχου να αποζημιώσει τον εντολέα-πληρεξουσιοδότη για τη ζημία που υπαιτίως του προκάλεσε. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Τέτοια ευθύνη προκύπτει και για εκείνον που συναλλάσσεται με πληρεξούσιο ως εντολοδόχος, ο οποίος καταχράται τη σχέση, η οποία τον συνδέει με τον εντολέα-πληρεξουσιοδότη, εφόσον συμπράττει με αυτόν γνωρίζοντας αφενός τα περιστατικά που συνιστούν την υπέρβαση της εντολής και την κατάχρηση της πληρεξουσιότητας και αφετέρου ότι τα περιστατικά αυτά ήταν πρόσφορα να επιφέρουν βλάβη στον εντολέα- πληρεξουσιοδότη (ΑΠ 1228/1987 ΝοΒ 36.1442, ΑΠ 466/1977 ΝοΒ 26.46, ΕφΑΘ 4532/1978 ΝοΒ 27.229, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρα 714, 719, 720 και εκεί παραπομπές, Βαθρακοκοίλη, ΕρμΑΚ άρθ. 720 σελ. 987, Δεληγιάννη, Η κατάχρηση της πληρεξουσιότητας στο ελληνικό αστικό δίκαιο, Αρμ. 31 σελ. 509 επ) (ΕφΠειρ 1324/1996 δημ. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για τον καθορισμό του περιεχομένου της ουσιαστικής πληρεξουσιότητας, δηλαδή της αληθινής εξουσίας του αντιπροσώπου, λαμβάνεται υπόψη η γενικής κατευθύνσεως (και προς τον τρίτο, για τον οποίο ισχύει «το νοείν ό πάντες νοούσιν») διάταξη του άρθρου 200 ΑΚ και το γενικό καθήκον το οποίο έχει ο αντιπρόσωπος όπως κάνει καλόπιστη και σύμφωνα με τα χρηστά ήθη χρήση της πληρεξουσιότητας, γιατί το από αυτή δικαίωμα του πληρεξουσίου δεν είναι απόλυτο, αλλά περιορίζεται και προσδιορίζεται και για τον τρίτο από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281 και 288 ΑΚ. Κάθε πράξη του αντιπροσώπου, που αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό της πληρεξουσιότητας απαγορεύεται. Κατ’ εφαρμογήν αυτού, υπάρχει κατάχρηση και, συνεπώς, υπέρβαση των ορίων της ουσιαστικής πληρεξουσιότητας, όταν ο αντιπρόσωπος επιχειρεί στο όνομα του αντιπροσωπευομένου δικαιοπραξίες, οι οποίες, καίτοι εμπίμπτουν μέσα στα όρια της πληρεξουσιότητας, όπως διαγράφονται από την εσωτερική σχέση, εντούτοις αντιβαίνουν στα καλώς εννοούμενα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου ή στον σκοπό της πληρεξουσιότητας και ουδέποτε θα επιχειρούνταν από αυτόν. Δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει ο αντιπρόσωπος ότι η συναπτόμενη δικαιοπραξία είναι αντίθετη στα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου ή στον σκοπό της πληρεξουσιότητας, αλλά αρκεί ότι όφειλε, σύμφωνα με τα κρατούντα συναλλακτικά ήθη, να γνωρίζει αυτήν την αντίθεση. Τέτοια περίπτωση υπάρχει όταν η αντίθεση είναι προφανής (βλ. ΑΠ 466/1977 ΝοΒ 26.47). Αλλά ακόμα και ο τρίτος δεν μπορεί να στηριχθεί στην τυπική πληρεξουσιότητα αν, κατά τον χρόνο που συναλλασσόταν με τον αντιπρόσωπο, παρέβη υπαίτια την επιβαλλόμενη σε αυτόν υποχρέωση (ΑΚ 197) της τηρήσεως έναντι του αντισυμβαλλομένου του, που ουσιαστικά είναι ο αντιπροσωπευόμενος, την από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη υπαγορευόμενη συμπεριφορά (συναλλακτική ευθύτητα). Ειδικότερα, ο τρίτος δεν μπορεί να επικαλεσθεί το περιεχόμενο της πληρεξουσιότητας, που δημόσια ανακοινώθηκε με το πληρεξούσιο, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Εάν ενήργησε σε συνεννόηση με τον αντιπρόσωπο και με την πρόθεση να βλάψουν αμφότεροι τον αντιπροσωπευόμενο (συμπαιγνία), που είναι ακραία περίπτωση, β) Εάν γνώριζε απλώς, κατά την κατάρτιση της κρίσιμης δικαιοπραξίας με τον αντιπρόσωπο, ότι ο τελευταίος παραβίαζε τις εσωτερικές σχέσεις του με τον αντιπροσωπευόμενο, ή ότι καταχράται της πληρεξουσιότητας, και γ) Εάν απλώς όφειλε να γνωρίζει τα προαναφερόμενα περιστατικά, επιδεικνύοντας την συνηθισμένη επιμέλεια. Τεκμαίρεται δε κατ’ αρχήν (λογικά) ότι ο τρίτος γνώριζε όλα τα περιστατικά τα οποία γνώριζε κάθε συνηθισμένος άνθρωπος που θα βρισκόταν στην θέση του, γιατί μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να γίνει δεκτό «το μη νοείν ο πάντες νοούσιν». Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει ακυρότητα της δικαιοπραξίας που έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, είτε διότι δεν εμπίπτει στην εξουσία αντιπροσωπεύσεως (ΑΚ 200),είτε διότι εμπίπτει στα άρθρα 178 και 179 είτε διότι δεν εκπληρώθηκε η υποχρέωση του αντιπροσώπου σύμφωνα με το άρθρο 288, είτε, τέλος, διότι υπάρχει παραβίαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ με τα οποία (όρια) σκοπείται να παταχθεί η κακοπιστία και ανηθικότητα στις συναλλαγές και γενικά στην άσκηση κάθε δικαιώματος (βλ. και ΑΠ 1228/1987 ΝοΒ 36.1442, ΕφΘεσ 1010/1993 Αρμ. 1994.1019, I.Δεληγιάννη, Η κατάχρηση της πληρεξουσιότητας στο ελληνικό αστικό δίκαιο, Αρμ.ΛΑ’, 509 επ.) (ΕφΠατρ 28/2009 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Με τη διάταξη αυτή καθορίζονται ως απαραίτητα στοιχεία για το δικόγραφο της αγωγής : η ιστορική βάση της αγωγής, η θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, η δήλωση του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της αγωγής, η ακριβής περιγραφή του επιδίκου αντικειμένου κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, καθώς και τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, πρέπει το δικόγραφο της αγωγής να αναφέρει απαραίτητα τον τρόπο γένεσης του επιδίκου δικαιώματος, δηλαδή να αναφέρει ο ενάγων όλα τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία μπορούν με κάθε νομική υπαγωγή να παραγάγουν το επίδικο δικαίωμά του, καθώς και τα στοιχεία που δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, αφού ο ενάγων φέρει το βάρος για την επίκληση μόνο της ιστορικής αιτίας, την δε κατάλληλη νομική αιτία την αναζητεί ο δικαστής αυτεπαγγέλτως. Εάν το δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχει ιστορική βάση ή περιέχει ανεπαρκή πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν καλύπτουν όλες τις κατά νόμο προϋποθέσεις για τη γένεση του επιδίκου δικαιώματος, τότε το δικόγραφο πάσχει από αοριστία κατά τρόπο μη δεκτικό θεραπείας (πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σελ. 78). Η αοριστία αυτή του δικογράφου της αγωγής, δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, αλλά ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η αοριστία της αγωγής επάγεται απαράδεκτο αυτής, με συνέπεια την απόρριψή της, επειδή δε η απόρριψη γίνεται για λόγους τυπικούς, συγχωρείται η εκ νέου άσκηση αυτής, χωρίς βεβαίως την υπάρχουσα αοριστία (Κ. Μπέη, Τα κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία του δικογράφου της αγωγής, Δ3.356, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, 467/2000 ΕλλΔνη 41.1571 και Δ23.1065, 915/1980 ΝοΒ 29.296, ΕφΑΘ 137/1988 ΕλλΔνη 30.629). Εξάλλου, η αγωγή ως επιθετική πράξη πρέπει να περιέχει πλήρη τα στοιχεία του λογικού συλλογισμού, του οποίου την ελάσσονα πρόταση αποτελεί η ιστορική βάση, τη μείζονα ο νόμιμος λόγος και το συμπέρασμα η αίτηση. Επειδή ο δικαστής οφείλει να γνωρίζει και να εφαρμόζει αυτεπάγγελτα το νόμο, δεν χρειάζεται μνεία του νόμιμου λόγου ευθύνης. Είναι όμως απαραίτητο να τίθενται υπ’ όψιν του, με σαφή και ορισμένο τρόπο, τα γεγονότα που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, το δικαίωμα για το οποίο ζητείται η έννομη προστασία. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού που υιοθετεί ο ΚΠολΔ, για το ορισμένο της αγωγής δεν αρκεί μόνο η μνεία των στοιχείων εκείνων που προσδιορίζουν ατομικά τη δικαιολογική σχέση, στην οποία στηρίζεται η αγωγή, αλλά απαιτείται επί πλέον η ειδική μνεία των συγκεκριμένων παραγωγικών γεγονότων της, δηλαδή εκείνων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την εκ μέρους του ενάγοντος κατά του εναγομένου άσκησή της. Εξάλλου, το άρθρο 216 του ΚΠολΔ ορίζει ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει, ανάμεσα σε άλλα απαραίτητα στοιχεία, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου και ανεπίδεκτου δικαστικής εκτίμησης. Οι δικονομικές αυτές αρχές ισχύουν και όταν εγείρεται, κατά το άρθρο 70 του ΚΠολΔ, αναγνωριστική αντί καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 364/1988 δημ. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αναγνωριστική αγωγή μπορεί να εγερθεί σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία ο ενάγων έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης που τελεί σε αβεβαιότητα. Αντικείμενο δηλαδή της αναγνωριστικής αγωγής είναι μόνο κάποια έννομη σχέση. Ως έννομη σχέση νοείται, κατά την άποψη που έχει κρατήσει στη νομολογία και στη θεωρία, κάθε βιοτική σχέση προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή προσώπου προς αγαθό, η οποία ρυθμίζεται από την έννομη τάξη (ΑΠ 603/1985, Δ 18.198, ΑΠ 1582/1979 Δ 12.169, ΑΠ 919/1975 ΝοΒ 24.255, ΑΠ 959/1972 ΝοΒ 73.475, Γ. Μητσόπουλος, Η αναγνωριστική αγωγή κατά το ελληνικόν δικονομικόν δίκαιον, 1947 §7, σ. 124, Κ. Μπέης, Πολ. Δικ., 70.111, 3, σ. 382, Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος (1986) αριθ. 59 σ. 133, βλ. επίσης κριτική του ορισμού αυτού της έννομης σχέσης στον Β. Μάγνη, Η έννοια της έννομης σχέσης στο αστικό δικονομικό δίκαιο, Δ 13.5 επ.). Η διάγνωση οποιασδήποτε έννομης σχέσης απαιτεί την υπαγωγή πραγματικών γεγονότων στους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου. Μόνο έτσι η νομικά αχρωμάτιστη βιοτική σχέση μετασχηματίζεται σε έννομη. Από την υπαγωγή αυτή απορρέουν έννομες συνέπειες, οι οποίες, κατά κανόνα, ταυτίζονται με δικαιώματα και υποχρεώσεις (ΕφΑΘ 5799/1996 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίσιν αγωγή της, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού – τουριστικού πλοίου «…», εκθέτει ότι δυνάμει του από … ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο κατήρτισε με τον εναγόμενο, ανέθεσε στον τελευταίο τη διαχείριση και εκμετάλλευση του ως άνω πλοίου της, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι δυνάμει του υπ’ αριθ. … ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, Α. Π., εξουσιοδότησε τον εναγόμενο να την αντιπροσωπεύει ενώπιον δημόσιων αρχών και φυσικών ή νομικών προσώπων και να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια διαχείρισης του ως άνω πλοίου της, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι δυνάμει του από … ιδιωτικού συμφωνητικού, οποίο κατήρτισε με τον εναγόμενο, λύθηκε η ως άνω δυνάμει του από … ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ τους σχέση εντολής κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι δυνάμει του από … ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο κατήρτισε με τον εναγόμενο – όχι πλέον υπό την ιδιότητά του ως εντολοδόχου και πληρεξουσίου της – και τον Ε. Τ., εκναύλωσε στους τελευταίους το ως άνω πλοίο της για ένα έτος και με δικαίωμα αγοράς του από αυτούς, υπό τους αναφερόμενους στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό όρους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι στις … και ενώ τελούσε σε ισχύ το ως άνω τελευταίο ιδιωτικό συμφωνητικό, της επιδόθηκε εξώδικη διαμαρτυρία της εταιρείας με την επωνυμία «…», δυνάμει της οποίας την καλούσε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της, οι οποίες πήγαζαν από το από … συμφωνητικό ναυλώσεως, το οποίο είχε καταρτίσει (η ενάγουσα) διά του εναγομένου, ως εντολοδόχου και πληρεξουσίου της και από το περιεχόμενο του οποίου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, προκύπτει ότι καταρτίσθηκε από τον τελευταίο προς το σκοπό δημιουργίας υπέρογκων απαιτήσεων της ως άνω εταιρείας, κύριος μέτοχος της οποίας τυγχάνει ο Ε. Τ., κατά της ιδίας (ενάγουσας), τις οποίες (απαιτήσεις) και διεκδικεί δικαστικώς, ανερχόμενες στο ποσό των 446.220,15 ευρώ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι ο εναγόμενος, ενεργώντας καθ’ υπέρβαση των όρων της ανατεθείσας σε αυτόν εντολής και κατά κατάχρηση της χορηγηθείσας σε αυτόν πληρεξουσιότητας ήτοι παραβιάζοντας τόσο τις συμβατικές του υποχρεώσεις του όσο και αυτές που πηγάζουν από τις διατάξεις περί καλής πίστεως και χρηστών ηθών, επέδειξε συνολικά την αναλυτικώς περιγραφόμενη στο δικόγραφο της αγωγής παράνομη, υπαίτια, καταχρηστική και αδικοπρακτική συμπεριφορά, συνεπεία της οποίας η ενάγουσα : α) ενδέχεται να υποστεί θετική περιουσιακή ζημία, ανερχόμενη στο ποσό το οποίο ενδέχεται να επιδικάσει το Δικαστήριο στην εταιρεία «…» και β) έχει ήδη υποστεί ηθική βλάβη λόγω της μείωσης της φήμης και της κοινωνικοοικονομικής και επιχειρηματικής της υπόστασης, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται το ποσό των 50.000 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό και έτσι όπως παραδεκτά το αίτημά της περιορίστηκε με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της (άρθρα 223, 294, 295 και 297 ΚΠολΔ), ως προς το κονδύλιο της θετικής της ζημίας από την ενδεχόμενη επιδίκαση εις βάρος της του ποσού των 446.220,15 ευρώ, η ενάγουσα ζητά με την υπό κρίσιν αγωγή : α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ανατεθείσας στο εναγόμενο δυνάμει του από … ιδιωτικού συμφωνητικού εντολής, β) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της χορηγηθείσας δυνάμει του υπ’ αριθ. … ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, Α. Π., πληρεξουσιότητας και γ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Περαιτέρω δε, ζητά να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, η υπό κρίσιν αγωγή, α) για την κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ πληρότητα της οποίας, ως προς το κεφάλαιο της ηθικής βλάβης και το σχετικό αιτούμενο κονδύλιο, δεν απαιτείται η παράθεση άλλων επί πλέον στοιχείων, δεδομένου ότι παρατίθενται στο δικόγραφο αυτής, όλα τα απαραίτητα περιστατικά τα οποία συνιστούν την ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας και την υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου, καθώς επίσης και τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ως άνω υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς και της μη περιουσιακής ζημίας της καθώς και τα στοιχεία που προσδιορίζουν την τελευταία, από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ δε, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 914 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, διά της οποίας επιδιώκεται χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, πρέπει στο δικόγραφο να εκτίθεται με ακρίβεια η τέλεση της αδικοπραξίας υπό του υποχρέου, καθώς και η πρόκληση ψυχικής οδύνης ή ηθικής βλάβης (ή επί νομικών προσώπων η βλάβη της φήμης) για την οποία ζητείται ορισμένο χρηματικό ποσό, όχι όμως και η οικονομική κατάσταση και θέση των μερών, η οποία δεν απαιτείται για τη γένεση της αξιώσεως αλλά αποτελεί απλώς βοηθητικό στοιχείο, το οποίο δύναται να προκύψει από τις αποδείξεις (Κρητικός, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, εκδ. 1998, αρ. 996, ΑΠ 401/1987 ΕΕΔ 47.123, ΕφΑΘ 8981/1998 Δνη 42.750) (ΕφΑΘ 302/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου ως μη βασίμου του αντιθέτου περί αοριστίας ισχυρισμού του εναγομένου, ο οποίος δικονομικά λειτουργεί όχι ως ένσταση, αλλά ως αιτιολογημένη άρνηση διαδικαστικής προϋπόθεσης (βλ. ΑΠ 577/1999 ΕλΔνη 41.43) και β) για το καταψηφιστικό αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο δικαστικό ένσημο με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. 13985511/2016 διπλότυπο είσπραξης Δ.Ο.Υ. Γ’ Πειραιά), παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 12, 13, 18, 35 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 του Ν.2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Ειδικότερα, η κατά τόπον αρμοδιότητα αυτού του δικαστηρίου θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 35 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 3994/2011, εναρμονιζόμενο με τη διάταξη του άρθρου 5 σημείωση 3 του Κανονισμού 44/2001 (βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν. 3994/2011), σύμφωνα με την οποία «διαφορές από αδικοπραξία μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ή επίκειται η επέλευσή του» και όχι στη διάταξη του άρθρου 22 ΚΠολΔ που αφορά στη γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου, στην προκειμένη περίπτωση δε, η υπό κρίσιν αγωγή στηρίζεται σε διαφορά από αδικοπραξία, συνιστάμενη στο ζημιογόνο γεγονός της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς του εναγομένου εις βάρος της ενάγουσας, συνεπεία της επελεύσεως του οποίου η τελευταία, εταιρεία εδρεύουσα στο Μοσχάτο Αττικής, υπέστη μείωση της φήμης και της κοινωνικοοικονομικής και επιχειρηματικής της υπόστασης και δεν αφορά στην ερμηνεία των όρων ή στην εκτέλεση των ως άνω αναφερόμενων στο ιστορικό συμφωνητικών, στα οποία έχει συμπεριληφθεί πρόβλεψη περί παρέκτασης αρμοδιότητας κατ’ άρθρο 43 ΚΠολΔ. απορριπτομένου συνεπώς του ισχυρισμού περί ελλείψεως κατά τόπον αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου, τον οποίο προέβαλε ο εναγόμενος. Ωστόσο, με το ως άνω περιεχόμενο και τα ως άνω υπό στοιχ. (α) και (β) αιτήματα, η υπό κρίσιν αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς τα τελευταία, δεδομένου ότι με αυτά ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας της ανατεθείσας στον εναγόμενο, δυνάμει του από … ιδιωτικού συμφωνητικού, εντολής και της χορηγηθείσας, δυνάμει του υπ’ αριθ. … ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, Α. Π., πληρεξουσιότητας, χωρίς, ωστόσο, τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής και αφορούν στην καθ’ υπέρβαση των όρων της ανατεθείσας στον εναγόμενο εντολής και κατά κατάχρηση της χορηγηθείσας σε αυτόν πληρεξουσιότητας, παράνομη, υπαίτια, καταχρηστική και αδικοπρακτική συμπεριφορά του τελευταίου δίχως να προσβάλλουν το κύρος των ως άνω δικαιοπραξιών και συγκροτούν κατ’ αυτόν τον τρόπο την απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, να είναι συνυφασμένα με την υποβολή των υποβληθέντων με την υπό κρίσιν αγωγή ως άνω αιτημάτων, ώστε να δύναται να υπαχθούν στους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου προς το σκοπό της διάγνωσης ή μη της ακυρότητας των ως άνω επίδικων εννόμων σχέσεων, καθισταμένων, ως εκ τούτου, των σχετικών με την ως άνω διάγνωση αιτημάτων αόριστων, ανεπίδεκτων δικαστικής εκτιμήσεως και απορριπτέων. Εξάλλου, μετά την ως άνω απόρριψη ως απαραδέκτων λόγω αοριστίας των υπό στοιχ. (α) και (β) αιτημάτων της υπό κρίσιν αγωγής, παρέλκει η εξέταση της υποβληθείσας από τον εναγόμενο ένστασης παραγραφής του δικαιώματος της ενάγουσας προς ακύρωση του υπ’ αριθ. … ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, Α. Π., κατ’ άρθρο 157 ΑΚ. Περαιτέρω, η υπό κρίσιν αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 200, 211, 216, 222, 281, 288, 299, 346, 713, 714, 914, 919, 932 ΑΚ και 176, 907, 908 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίσιν αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Τέλος, ας σημειωθεί ότι η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας κλήθηκε κατ’ αρθρ. 227 ΚΠολΔ να προσκομίσει το οφειλόμενο, κατά τα άρθρα 61 παρ. 1 και 4 εδ. α’ του ν. 4194/2013, όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 7 παρ. 8α’ και 8γ’ του ν. 4205/2013, μη προσκομισθέν στο σύνολο του κατά την κατάθεση της αγωγής, γραμμάτιο προείσπραξης του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς για την κατάθεση της αγωγής, κατόπιν ομόφωνης απόφασης των μελών του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κρίθηκε ότι η σχετική έλλειψη συνιστά τυπική παράλειψη δεκτική συμπληρώσεως κατά το μνημονευθέν άρθρο 227 ΚΠολΔ (πρβλ. ΑΠ 622/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, των υπ’ αριθ. … ενόρκων βεβαιώσεων των Π. Α., Ν. Δ. και Ν. Ψ. αντίστοιχα, που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς (η πρώτη) και της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Π. Χ. (οι λοιπές δύο) αντίστοιχα, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως του εναγομένου, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Χ., Π. Τ. και Δ. Λ. αντίστοιχα, των υπ’ αριθ. … και … ενόρκων βεβαιώσεων των Ε. Τ. και Φ. Κ. αντίστοιχα, που ελήφθησαν με επιμέλεια του εναγομένου ενώπιον του συμβολαιογράφου Σάμου, Θ. Δ., κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της ενάγουσας, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Χ. Μ., καθώς και της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρος της ενάγουσας, Π. Α., που εξετάσθηκε νόμιμα στο ακροατήριο και περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού της …, δικάσιμο κατά την οποία αυτός κλήθηκε, κατ’ άρθρο 237 παρ. 6 ΚΠολΔ, να εξετασθεί στο ακροατήριο δυνάμει της υπ’ αριθ. 1/2017 διατάξεως της Προέδρου του παρόντος Δικαστηρίου, μαζί με τη μάρτυρα του εναγομένου, Φ. Κ., η οποία ωστόσο δεν εμφανίστηκε, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά Δυνάμει του από … ιδιωτικού συμφωνητικού, καταρτισθέντος στη Χίο, μεταξύ της ενάγουσας, νομίμως εκπροσωπούμενης από τον Ανδρέα Ανδρέου και του εναγομένου, η ενάγουσα, «έχουσα στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή της, το επαγγελματικό – τουριστικό σκάφος με το όνομα … Ν. Χ. αρ….», παραχώρησε στον εναγόμενο «το ανωτέρω σκάφος αναθέτοντάς του τη γενική διεύθυνση και διαχείριση για την εμπορική και επαγγελματική εκμετάλλευση αυτού για τα επόμενα δέκα έτη», περαιτέρω δε, δυνάμει του υπ’ αριθ. … ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, Α. Π., η ενάγουσα, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον Ανδρέα Ανδρέου, διόρισε Κ) πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο της, τον εναγόμενο, στον οποίο και παρέσχε «την ειδική εντολή, πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα να παρίσταται και να αντιπροσωπεύει την άνω εντολέα εταιρεία, νόμιμα εκπροσωπούμενη ενώπιον του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας ή οιασδήποτε άλλης Δημόσιας Αρχής ή Υπηρεσίας, επίσης ενώπιον οιουδήποτε νομικού ή φυσικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου και να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, όσον αφορά τις συνήθεις πράξεις διαχειρίσεως…» του ως άνω σκάφους. Στη συνέχεια και κατόπιν διαφορών, οι οποίες ανέκυψαν μεταξύ των διαδίκων και οι οποίες αφορούσαν τόσο στην εκτέλεση των καθηκόντων του εναγομένου σε σχέση με την ορθή εκμετάλλευση και διαχείριση του ως άνω σκάφους όσο και το οικονομικό σκέλος της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, δυνάμει του από … ιδιωτικού συμφωνητικού, οι συμβαλλόμενοι – διάδικοι συμφώνησαν ότι «ταυτόχρονα με την υπογραφή του παρόντος καταρτίστηκε μεταξύ των συμβαλλομένων το από … ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους με τους όρους και τις συμφωνίες που αναλυτικά περιγράφονται σε αυτό», ότι «δηλώνουν ρητά ότι εφόσον τηρηθεί το ανωτέρω από … ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους και με την εμπρόθεσμη, πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της οφειλής του πρώτου συμβαλλομένου (Ανδρέα Ανδρέου για λογαριασμό της ενάγουσας) προς τον δεύτερο συμβαλλόμενο (εναγόμενο), τότε υποχρεούνται να υπογράψουν την λύση του από … ιδιωτικού συμφωνητικού…» και ότι «ο δεύτερος συμβαλλόμενος (εναγόμενος) έχει παραδώσει όλα τα σχετικά με το ανωτέρω σκάφος έγγραφα στον πρώτο συμβαλλόμενο (Ανδρέα Ανδρέου για λογαριασμό της ενάγουσας) και από σήμερα και στο εξής δεν θα έχει καμία απολύτως σχέση ή υποχρέωση αναφορικά με το ως άνω σκάφος». Στις αρχές Απριλίου του 2014 και ενώ τηρείτο το ως άνω από … ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους περί μηνιαίας τμηματικής εξόφλησης του αναγνωρισθέντος από την ενάγουσα ως οφειλόμενου στον εναγόμενο ποσού, ο τελευταίος από κοινού με τον Ε. Τ. πρότειναν στην ενάγουσα να ναυλώσουν το ως άνω σκάφος της και στη συνέχεια να το αγοράσουν, κατόπιν σχετικών μεταξύ τους διαπραγματεύσεων δε, δυνάμει του από … ιδιωτικού συμφωνητικού, καταρτισθέντος μεταξύ της ενάγουσας, νομίμως εκπροσωπούμενης από τον Ανδρέα Ανδρέου και των εναγομένου – όχι πλέον υπό την ιδιότητά του ως εντολοδόχου και πληρεξουσίου της – και Ε. Τ., η ενάγουσα, έχουσα «στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή της, το επαγγελματικό – τουριστικό σκάφος με το όνομα … Ν. Χ. αρ…., το οποίο βρίσκεται για επισκευή και συντήρηση στο καρνάγιο Πλανάγκο στην Αίγινα» συμφώνησε να το «ενοικιάσει εις τους Β’ και Γ ‘συμβαλλόμενους (εναγόμενο και Ε. Τ.) για το χρονικό διάστημα 10 Απριλίου 2014 – 10 Απριλίου 2015 με πρόβλεψη να αγορασθεί από τους ανωτέρω, εφόσον το επιθυμούν, κλείνοντας τη συμφωνία πριν την εκπνοή της 30ης Σεπτεμβρίου 2014 με τους παρακάτω όρους και συμφωνίες», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και τα εξής «Έως τις 11/4/2014 η πωλήτρια εταιρεία (ενάγουσα) υποχρεούται να παραδώσει το σκάφος στους ενοικιαστές – αγοραστές (εναγόμενο και Ε. Τ.) προκειμένου να δοκιμαστεί από μηχανικούς και ναυπηγούς των τελευταίων σχετικά με την αξιοπλοΐα του και αξιοπιστία των μηχανών του…Ο έλεγχος θα πρέπει να ολοκληρωθεί από τους αγοραστές έως τις 20/4/2014…Απαραίτητη προϋπόθεση για την ενοικίαση και εν συνεχεία την αγορά/πώληση του σκάφους είναι η ελάχιστη υπηρεσιακή ταχύτηταν12 ν.μ. / ώρα καθώς και η σωστή λειτουργία μηχανών – γεννητριών και λοιπών οργάνων του σκάφους για την ασφαλή ναυσιπλοία…Εφόσον μετά τον έλεγχο οι Μ. Δ. (εναγόμενος) και Τ. Ε. κρίνουν ότι το σκάφος ανταποκρίνεται στο σκοπό για τον οποίο το προορίζουν – και το αργότερο έως τις 30/5/2014 – θα καταρτιστούν τα οριστικά συμβόλαια…». Ωστόσο, ενώ, σύμφωνα με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, το ως άνω σκάφος παραδόθηκε στους ανωτέρω ναυλωτές – αγοραστές, εναγόμενο και Ε. Τ. και ολοκλήρωσε τις εργασίες επισκευής και συντήρησης του στο ναυπηγείο «Πλανάκο» στην Αίγινα υπό τις εντολές και την επίβλεψη των τελευταίων, οι οποίοι είχαν προβεί και στη ναυτολόγηση πληρώματος, χωρίς ουδέποτε να παραπονεθούν στην ενάγουσα για μη εκπλήρωση των όρων του ως άνω συμφωνητικού και ενώ, περαιτέρω, το σκάφος αναχώρησε στις 23-5-2013 για δοκιμαστικό πλου από την Αίγινα στη μαρίνα Φλοίσβου, όπου και το ανέμεναν τόσο οι ανωτέρω ναυλωτές – αγοραστές όσο και ο εκπρόσωπος της ενάγουσας, προκειμένου να διαπιστωθεί η αξιοπλοϊα του και η ταχύτητά του, κατά τη διάρκεια του οποίου (πλου) διαπιστώθηκε βλάβη και τελικά αυτό ρυμουλκήθηκε, κατόπιν επιλογής και υποδείξεως των εναγομένου και Ε. Τ., στο ναυπηγείο Ψύχαλη στο Πέραμα, όπου και παρέμεινε για επισκευές, αρχικά με την παρουσία των ανωτέρω και στη συνέχεια – και μετά τη διαπίστωση του μεγέθους της ζημίας – άνευ αυτών, οι οποίοι το εγκατέλειψαν στο ναυπηγείο, στις …, επιδόθηκε στην ενάγουσα «εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωση με επιφύλαξη δικαιωμάτων» της εταιρείας με την επωνυμία «….», δυνάμει της οποίας η τελευταία καλούσε την ενάγουσα να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της, οι οποίες πήγαζαν από το από … συμφωνητικό εκναυλώσεως σκάφους, το οποίο είχε καταρτίσει η ενάγουσα ως εκναυλώτρια διά του εναγομένου, ως εντολοδόχου και πληρεξουσίου της, με αυτήν («….»), ως ναυλώτρια, μεταξύ των οποίων (υποχρεώσεων) περιλαμβανόταν και η παράδοση του σκάφους της σε αυτήν (ναυλώτρια εταιρεία) την 6-6-2014. Πιο συγκεκριμένα, δυνάμει του από … συμφωνητικού εκναυλώσεως σκάφους, καταρτισθέντος στον Πειραιά μεταξύ της ενάγουσας, εκπροσωπούμενης από τον εναγόμενο δυνάμει του υπ’ αριθ. 13.376/30-5- 2011 ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, Α. Π. και της εταιρείας με την επωνυμία «….», κύριος και ουσιαστικός μέτοχος της οποίας τυγχάνει ο έτερος των ναυλωτών – αγοραστών του σκάφους της ενάγουσας δυνάμει του από … ιδιωτικού συμφωνητικού, Ε. Τ., γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τον εναγόμενο, η ενάγουσα – εκναυλώτρια, η οποία έχει στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή της, το επαγγελματικό – τουριστικό σκάφος με το όνομα …, «εκναυλώνει το παραπάνω σκάφος στη ναυλώτρια για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών αρχόμενο την 24η Μαίου 2014 και λήγον την 23η Μαΐου 2017….Ρητά συμφωνείται μεταξύ των συμβαλλομένων ότι το σκάφος θα παραδοθεί στην ναυλώτρια την 6η Ιουνίου 2014 στο εν λόγω ναυπηγείο…Για κάθε ημέρα καθυστέρησης στην παράδοση του σκάφους στην πιο πάνω κατάσταση πέραν της 6-6-2014 η εκναυλώτρια θα οφείλει να καταβάλει στη ναυλώτρια το ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500€) ως ποινική ρήτρα…Ως ναύλος ορίζεται μεταξύ των συμβαλλομένων για το πρώτο έτος ναύλωσης (24/5/2014 – 23/5/2015) λόγω της ήδη δημιουργηθείσας καθυστέρησης εκ μέρους της ναυλώτριας στην παράδοση του σκάφους, το ποσό των…». Εξάλλου, παρά το ότι η ενάγουσα απέστειλε τόσο στην ως άνω αντισυμβαλλομένη της όσο και στους εναγόμενο και Ε. Τ. την από … εξώδικη διαμαρτυρία και δήλωσή της, με την οποία κατήγγειλε το εν αγνοία της καταρτισθέν από … συμφωνητικό εκναυλώσεως σκάφους ως εικονικό και συμπαικτικό, έσπευσε δε να προβεί στην ανάκληση του ως άνω υπ’ αριθ. … ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών, Α. Π., συνταχθείσης της υπ’ αριθ. …… πράξεως ανάκλησης πληρεξουσίου της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, η ως άνω, δυνάμει του από … συμφωνητικού, εκναυλώτρια άσκησε σχετική αγωγή κατά της ενάγουσας με την οποία ζήτησε να της επιδικασθεί για την ως άνω αιτία το συνολικό ποσό τω 446.220,15 ευρώ. Βάσει των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος, επιδεικνύοντας συνολικά την ως άνω εκτεθείσα συμπεριφορά, συνιστάμενη στην κατάρτιση για λογαριασμό της ενάγουσας και εν αγνοία αυτής, του από … συμφωνητικού εκναυλώσεως με έτερη εταιρεία και δη εταιρεία συμφερόντων του συνεταίρου του κατά την κατάρτιση του από … ιδιωτικού συμφωνητικού ναύλωσης και αγοράς του ως άνω σκάφους της ενάγουσας ενώ ίσχυε το τελευταίο, με αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό της ενάγουσας, την αναπόφευκτη ασυνέπειά της ως προς τις αναληφθείσες δυνάμει της νέας συμφωνίας υποχρεώσεις της και την επακόλουθη δημιουργία αξιώσεων εναντίον της, ανοιγείσης σχετικής δικαστικής διενέξεως, ενήργησε καθ’ υπέρβαση των όρων της ανατεθείσας σε αυτόν εντολής και κατά κατάχρηση της χορηγηθείσας σε αυτόν πληρεξουσιότητας ήτοι παραβίασε τόσο τις συμβατικές υποχρεώσεις του όσο και αυτές που πηγάζουν από τις διατάξεις περί καλής πίστεως και χρηστών ηθών, καθισταμένης της ως άνω συμπεριφοράς του παράνομης, υπαίτιας, καταχρηστικής και αδικοπρακτικής εις βάρος της ενάγουσας. Κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τη συναγωγή του ανωτέρω συμπεράσματος αποτελούν τόσο η υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση και η ένορκη επ’ ακροατηρίου κατάθεση, κατ’ άρθρο 237 παρ. 6 ΚΠολΔ, του μάρτυρος της ενάγουσας, Π. Α., ο οποίος, μετά λόγου γνώσεως, ως πλοίαρχος του σκάφους της ενάγουσας, ναυτολογηθείς ήδη από τις 2-5-2014, χρόνο κατά τον οποίο το τελευταίο βρισκόταν στο ναυπηγείο «Πλανάκο» στην Αίγινα, καταθέτει περί ναυτολογήσεώς του από τον εναγόμενο, περί διαβεβαιώσεώς του από τον τελευταίο ότι θα προέβαινε σε αγορά του σκάφους μαζί με τον Ε. Τ. μέχρι τις 30-5-2014, περί ολοκλήρωσης των εργασιών επισκευής και πρώτου δοκιμαστικού πλου του σκάφους από την Αίγινα στη μαρίνα Φλοίσβου, στις 23-5-2014, κατόπιν εντολής του εναγομένου, περί βλάβης κατά τον ως άνω πλού και ρυμούλκησης του σκάφους αυθημερόν στο ναυπηγείο Ψύχαλη στο Πέραμα, ομοίως κατόπιν εντολής του εναγομένου, περί πρότασης του εναγομένου στον ίδιο (μάρτυρα), στις 25-5-2014, να λάβει μέρος ως συνεταίρος στην ακόμα ισχύουσα συμφωνία περί αγοράς του σκάφους, περί διαπίστωσης του εύρους των ζημιών και της χρείας επισκευών του σκάφους της ενάγουσας κατά την παραμονή του στο ως άνω ναυπηγείο και περί εγκατάλειψής του από τον εναγόμενο στα τέλη Μαΐου του 2014 καθώς και η υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Ν. Ψ.. νόμιμου εκπροσώπου του ναυπηγείου στο οποίο ρυμουλκήθηκε το σκάφος της ενάγουσας μετά τη διαπίστωση της βλάβης του στις 23-5-2014, ο οποίος καταθέτει περί πληροφόρησής του από τον ίδιο τον εναγόμενο περί της ιδιότητος του τελευταίου ως ναυλωτή και αγοραστή του σκάφους της ενάγουσας, περί εγκατάλειψής του από τον τελευταίο και περί εκτάσεως ζημιών που δεν θα μπορούσαν να αποκατασταθούν μέχρι τις 6-6-2014 όσο και – κυρίως – η ημερομηνία κατάρτισης και το περιεχόμενο του από …, καταρτισθέντος μεταξύ της ενάγουσας, εκπροσωπούμενης από τον εναγόμενο και της εταιρείας με την επωνυμία «….», συμφωνητικού εκναυλώσεως σκάφους, από τα οποία προκύπτει ότι : α) αυτό καταρτίσθηκε μία ημέρα μετά τον πρώτο δοκιμαστικό πλου και την διαπίστωση βλάβης του σκάφους της ενάγουσας και πριν την ημερομηνία της 30-5-2014 ως καταληκτικής ημερομηνίας αγοράς του από τους εναγόμενο και Ε. Τ., ήτοι σε χρόνο κατά τον οποίο βρισκόταν σε ισχύ το από … ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της ενάγουσας ως εκναυλώτριας – πωλήτριας και των εναγομένου και Ε. Τ. ως ναυλωτών – αγοραστών, ιδιότητα με την οποία παρουσιάστηκε ο εναγόμενος στον ως άνω νόμιμο εκπρόσωπο του ναυπηγείου Ψύχαλη, κατά τη ρυμούλκηση του σκάφους σε αυτό, αλλά και πρότεινε στον ως άνω πλοίαρχο του σκάφους της ενάγουσας να συνεργαστούν ως αγοραστές του, μόλις την επομένη της κατάρτισης του από … συμφωνητικού, β) αυτό καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας, εκπροσωπούμενης από τον εναγόμενο και της εταιρείας με την επωνυμία «….», κύριος και ουσιαστικός μέτοχος της οποίας τυγχάνει ο Ε. Τ., αμφότεροι οι οποίοι τύγχαναν συνέταιροι – εκναυλωτές – αγοραστές – αντισυμβαλλόμενοι της ενάγουσας στα πλαίσια του ισχύοντος από … ιδιωτικού συμφωνητικού, γ) ο όρος περί της 6-6-2014, ως συμφωνηθείσας προβλεπόμενης ημερομηνίας παράδοσης του σκάφους της ενάγουσας – εκναυλώτριας στη ναυλώτρια εταιρεία και ο όρος περί ποινικής ρήτρας 500 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης της ως άνω παράδοσης, ετέθησαν προς το σκοπό δημιουργίας υπέρογκων απαιτήσεων της ως άνω ναυλώτριας εταιρείας εις βάρος της ενάγουσας δεδομένου ότι βάσει της βλάβης την οποία είχε υποστεί το σκάφος της ενάγουσας και της ευρείας εκτάσεως επισκευές τις οποίες θα χρειαζόταν και τις οποίες γνώριζε ο εναγόμενος κατόπιν της προσωπικής επικοινωνίας του, ως ναυλωτή και επικείμενου αγοραστή, με το ναυπηγείο Ψύχαλη όπου είχε ρυμουλκηθεί αυτό (σκάφος), η παράδοσή του κατά την ως άνω ημερομηνία στο νέο ναυλωτή θα ήταν αδύνατη και η κατάπτωση της ποινικής ρήτρας βέβαιη λόγω της προκληθείσας καθυστέρησης, η βεβαιότητα περί της οποίας (καθυστέρησης) καταδεικνύεται μάλιστα και από έτερο όρο του ως άνω συμφωνητικού, σύμφωνα με τον οποίο ο ναύλος που θα καταβληθεί στην εκναυλώτρια για το πρώτο έτος ναύλωσης προβλέπεται μειωμένος «λόγω της ήδη δημιουργηθείσας καθυστέρησης της εκναυλώτριας στην παράδοση του σκάφους». Αντίθετα, τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τους ισχυρισμούς του εναγομένου περί μη ισχύος του από … ιδιωτικού συμφωνητικού λόγω μη πλήρωσης του περιλαμβανόμενου σε αυτό όρου περί ελέγχου του σκάφους, ο οποίος θα έπρεπε να ολοκληρωθεί μέχρι τις 20-4-2014 καθώς και περί διαπίστωσης της μη αξιοπλοϊας του και της μη επίτευξης της ταχύτητας των 12 ν.μ./ώρα ήδη από το τέλος Απριλίου, δεδομένου ότι – ανεξάρτητα από την αντιφατικότητα των ως άνω ισχυρισμών – οι εργασίες επισκευής στο ναυπηγείο «Πλανάκο» της Αίγινας, η ναυτολόγηση του πληρώματος, ο δοκιμαστικός πλους της 23-5-2014, κατά τον οποίο για πρώτη φορά δοκιμάστηκε η αξιοπλοϊα και η ταχύτητα του σκάφους καθώς και η επικοινωνία με το ναυπηγείο Ψύχαλη που ακολούθησε, έγιναν υπό τις εντολές του εναγομένου, ως ναυλωτή – αγοραστή χωρίς ουδέποτε να εκφραστεί από τον τελευταίο, λόγω ή έργω, πρόθεσή του περί μη εφαρμογής του ως άνω συμφωνητικού, έτι περαιτέρω δε, δεν αναιρούνται ούτε από τον έτερο ισχυρισμό του περί προφορικής συμφωνίας, η οποία έλαβε χώρα στις αρχές Μαίου του 2014 – και κατόπιν του ανεπιτυχούς ελέγχου της αξιοπλοϊας του σκάφους στα πλαίσια του από … ιδιωτικού συμφωνητικού – σε σχετική συνάντηση μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας, Ανδρέα Ανδρέου και του εναγομένου, παρουσία των Φ. Κ. και Ε. Τ., περί ναυλώσεως του σκάφους της ενάγουσας στον τελευταίο, η οποία υλοποιήθηκε στις … δια του σχετικού συμφωνητικού, (ισχυρισμός) ο οποίος αφενός καταρρίπτεται από τις ως άνω καταθέσεις του ναυτολογηθέντος από τον εναγόμενο πλοίαρχο του σκάφους της ενάγουσας, ο οποίος αναφέρεται στην διαπίστωση της αναξιοπλοϊας το πρώτον κατά τον δοκιμαστικό πλου της 23-5-2014 και όχι νωρίτερα και αφετέρου εμφανίζεται αντιφατικός προς την ακόλουθη κατά τα ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου, καθ’ όλη τη διάρκεια του μηνός Μαίου του 2014, σε κάθε περίπτωση δε, δεν αποδεικνύεται από έτερο αποδεικτικό στοιχείο πλην της ενόρκου βεβαιώσεως του ιδίου του Ε. Τ., ο οποίος ωστόσο αντλεί έννομο συμφέρον από την αποδοχή μιας τέτοιας εκδοχής, σταθμιζομένης αναλόγως της αξιοπιστίας της καταθέσεώς του, καθώς και της ενόρκου βεβαιώσεως της φερόμενης ως παρισταμένης στην ως άνω συνάντηση, δικηγόρου του Ε. Τ., Φ. Κ., η οποία ωστόσο δεν προσήλθε να την επιβεβαιώσει μολονότι κλήθηκε προς τούτο, κατ’ άρθρο 237 παρ. 6 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το αποτέλεσμα των ανωτέρω πράξεων του εναγομένου ήταν να υποστεί πράγματι η ενάγουσα παράνομη και υπαίτια προσβολή της φήμης και της κοινωνικοοικονομικής και επιχειρηματικής της υπόστασης, του κύρους και της εμπορικής της πίστης, της αξιοπιστίας της στην ναυτιλιακή αγορά και του επιχειρηματικού της μέλλοντος στο χώρο της ναυτιλίας, συνεπώς δε και ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ευλόγου χρηματικής ικανοποιήσεως, την οποία το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν του (ΑΠ 1003/1999 ΕλλΔνη 40.1705, ΑΠ 350/1999 ΕλλΔνη 40.1515, ΑΠ 1349/1991 ΕλλΔνη 35.1272) τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε η προσβολή, τον βαθμό του πταίσματος του αδικοπραγήσαντος εναγομένου (δόλος), το μέγεθος και το είδος της προσβολής από την ως άνω, αυθαίρετη, υπαίτια, αθέμιτη και αντίθετη αντικειμενικώς και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου, προς τα συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά του εναγομένου, καθώς και την κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση των διαδίκων, καθορίζει στο ποσό των 10.000 ευρώ, το οποίο κρίνει ως εύλογο.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίσιν αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και πρέπει να καταδικασθεί ο εναγόμενος, να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 10.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το παρεπόμενο, ωστόσο, αίτημα περί κηρύξεως της παρούσης προσωρινώς εκτελεστής, θα πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν, διότι το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο και ότι η επιβράδυνση στην εκτέλεση δεν μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος του εναγομένου, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, λόγω της εν μέρει νίκης της, συμψηφιζομένων κατά τα λοιπά των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών (άρθρα 178, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000€) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Καταδικάζει τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό ευρώ (1.100€), συμψηφιζομένων κατά τα λοιπά των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 19-9-2017
και δημοσιεύθηκε στις 3-11-2017, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ