Σ.Ε.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 5010/2017
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Παπαντωνίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 31 Ιανουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμος ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία … …) που έχει την έδρα της στο Η. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσαν προτάσεις οι πληρεξούσιοι δικηγόρο Χαρίκλεια Ανδριτσοπούλου – Πέππα (ΑΜ/ΔΣΠ: 001858), Μιχαήλ Πέππας (ΑΜ/ΔΣΑ:003243) και Δημήτριος Πέππας (ΑΜ/ΔΣΠ:001520) και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Χαρίκλεια Ανδριτσοπούλου – Πέππα και Δημήτριο Πέππα.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία … που έχει την έδρα της ………. και εκπροσωπείται νόμιμα κατά το καταστατικό της, για την οποία προκατέθεσαν προτάσεις οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Παναγιώτης Πατουλιώτης (ΑΜ/ΔΣΑ: 025186) και Στυλιανός Παπανδρεόπουλος (ΑΜ/ΔΣΑ: 003137), και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παναγιώτη Πατουλιώτη.
Η ενάγουσα, ζήτησε να γίνει δεκτή η από 17-8-2016 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Β) ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΟΥΣΑΣ ΔΙΚΗ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία … που έχει την έδρα της ……… και εκπροσωπείται νόμιμα (ΑΦΜ 094133195), η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Πατουλιώτη.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία … που έχει την έδρα της …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Στέργιο Σπυρόπουλο και Παναγιώτα Ζαχαροπούλου, 2) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … που έχει την έδρα της …….. και ……..τα γραφεία και την διοίκησή της και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τις πληρεξούσιες δικηγόρους Άννα Λάγιου και Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου, 3) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία … που έχει την έδρα της στον ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) Εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης με την επωνυμία … που έχει την έδρα της στη ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 5) Γ. Κ. του Φ., κατοίκου …… ο οποίος δεν προκατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 6) Θ. Π. του ……… κατοίκου …….., ο οποίος δεν προκατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ανακοινούσα δίκη, ζήτησε να γίνει δεκτή η από 17-8-2016 ανακοίνωση δίκης της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Γ) ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία … που έχει την έδρα της ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσαν προτάσεις οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Στέργιος Σπυρόπουλος (ΑΜ/ΔΣΑ:021263), Παναγιώτα Ζαχαροπούλου (ΑΜ/ΔΣΑ: 035390) και Σταύρο Λιναρδάκη (009785), και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Στέργιο Σπυρόπουλο και Παναγιώτα Ζαχαροπούλου.
ΥΠΕΡ: Της Ανωνύμου Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία … που έχει την έδρα της …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παναγιώτη Πατουλιώτη.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανωνύμου Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία …» που έχει την έδρα της στο Η. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσαν προτάσεις οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Χαρίκλεια Ανδριτσοπούλου – Πέππα (ΑΜ/ΔΣΠ: 001858), Μιχαήλ Πέππας (ΑΜ/ΔΣΠ 003243) και Δημήτριος Πέππας (ΑΜ/ΔΣΠ:001520) και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Χαρίκλεια Ανδριτσοπούλου – Πέππα και Δημήτριο Πέππα.
Η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18-11-2016 πρόσθετη παρέμβασή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Δ) ΤΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανωνύμου Εταιρείας με την επωνυμία «… και το διακριτικό τίτλο … που έχει την έδρα της ……… (…), και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσαν προτάσεις οι πληρεξούσιες δικηγόροι Άννα Λάγια (ΑΜ/ΔΣΑ: 020804) και Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου (ΑΜ/ΔΣΑ: 015196) και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τις πληρεξούσιες δικηγόρους Άννα Λάγια και Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου.
ΥΠΕΡ: Της Ανωνύμου Εταιρείας με την επωνυμία … που έχει την έδρα της ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Πατουλιώτη.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανωνύμου Εταιρείας με την επωνυμία … που έχει την έδρα της ….. ….. με … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσαν προτάσεις οι πληρεξούσιοι δικηγόροι Χαρίκλεια Ανδριτσοπούλου – Πέππα (ΑΜ/ΔΣΠ: 001858), Μιχαήλ Πέππας (ΑΜ/ΔΣΠ: 003243) και Δημήτριος Πέππας (ΑΜ/ΔΣΠ: 001520) και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Χαρίκλεια Ανδριτσοπούλου – Πέππα και Δημήτριο Πέππα.
Η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25-11-2016 πρόσθετη παρέμβασή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό …, προσδιορίστηκε για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) η από 17-8-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία … κατά της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία …, β) η από 12-10-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … ανακοίνωση δίκης της ως άνω εναγομένης προς 1) την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία …, 2) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία …, 3) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία …, 4) την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία …, 5) τον Γ. Κ. και 6) τον Θ. Π., γ) η από 18-11-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία … υπέρ της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία … και κατά της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία … (πρώτη πρόσθετη παρέμβαση) και δ) η από 25-11-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία … υπέρ της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία … και κατά της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία … (δεύτερη πρόσθετη παρέμβαση), οι οποίες υπάγονται στην ίδια – ως κατωτέρω – τακτική διαδικασία και θα πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας και διότι έτσι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων, αποφεύγεται δε η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρο 246 ΚΠολΔ).
Στο άρθρο 35α (που φέρει τον τίτλο «ακυρωσία αποφάσεων της γενικής συνέλευσης») του Ν. 2190/1920 «περί Ανωνύμων Εταιριών», όπως το εν λόγω άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του Ν. 3604/2007 (ΦΕΚ A 189/8.8.2007), προβλέπονται τα εξής : «1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 35β και 35γ, απόφαση της γενικής συνέλευσης που λήφθηκε με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό, ακυρώνεται από το δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για αποφάσεις τις οποίες έλαβε γενική συνέλευση που δεν είχε νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί. 2. Ακυρώσιμη είναι και η απόφαση που λήφθηκε : α) χωρίς να παρασχεθούν οφειλόμενες πληροφορίες, που ζητήθηκαν κατά το άρθρο 39 από μετόχους, οι οποίοι ζητούν την ακύρωση σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο, ή β) κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας, υπό τους όρους του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα. 3. Η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί με αγωγή από οποιονδήποτε μέτοχο, κάτοχο μετοχών που εκπροσωπούν τα δύο εκατοστά (2/100) του κεφαλαίου, αν δεν παρέστη στη συνέλευση ή αντιτάχθηκε στην απόφαση. Την ακύρωση μπορεί να ζητήσει και κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Στην περίπτωση αυτή, εάν παρίσταται ανάγκη, το δικαστήριο της παραγράφου 6 διορίζει, μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, ειδικό εκπρόσωπο της εταιρείας για τη διεξαγωγή της δίκης. Στην περίπτωση α` της παραγράφου 2, την ακύρωση μπορούν να ζητήσουν μόνο οι μέτοχοι που ζήτησαν τις πληροφορίες, εφόσον εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου……5. Η απόφαση της γενικής συνέλευσης δεν μπορεί να ακυρωθεί εξαιτίας : α) συμμετοχής σε αυτή προσώπων που δεν είχαν το δικαίωμα αυτό, εκτός εάν η συμμετοχή τους ήταν αποφασιστική για την επίτευξη απαρτίας ή η ψήφος τους ήταν αποφασιστική για την επίτευξη πλειοψηφίας, β) ακυρότητας ή ακυρωσίας επί μέρους ψήφων, εκτός εάν οι ψήφοι αυτές ήταν αποφασιστικές για την επίτευξη πλειοψηφίας, γ) ανακρίβειας, αοριστίας ή πλημμελειών τήρησης του σχετικού πρακτικού, εκτός εάν για τους λόγους αυτούς δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί το περιεχόμενο της απόφασης, δ) ελαττώματος της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου, με την οποία συγκλήθηκε η γενική συνέλευση, εκτός εάν για το λόγο αυτόν δεν υπήρξε έγκαιρη και επαρκής πληροφόρηση των μετόχων. 6. Η αγωγή ακύρωσης της απόφασης της γενικής συνέλευσης εκδικάζεται από το πολυμελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας. 7. Η ανωτέρω αγωγή στρέφεται κατά της εταιρείας και ασκείται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την υποβολή του σχετικού πρακτικού στην αρμόδια αρχή ή, εάν η απόφαση υποβάλλεται σε δημοσιότητα, από την καταχώριση της στο Μητρώο. 8. Οι ενάγοντες μέτοχοι οφείλουν να αποδείξουν ότι, τόσο κατά την άσκηση όσο και κατά τη συζήτηση της αγωγής, έχουν τις μετοχές που τους παρέχουν το δικαίωμα να ασκήσουν την αγωγή. Εάν μετά την άσκηση της αγωγής οι ενάγοντες μέτοχοι μεταβιβάσουν όλες τις μετοχές ή μέρος τούτων, ώστε κατά τη συζήτηση της αγωγής να μην συγκεντρώνουν πλέον τα ποσοστά της παραγράφου 3, οι ενάγοντες μέτοχοι μπορούν να ζητήσουν με τις προτάσεις τους αποζημίωση σύμφωνα με την παράγραφο 4. 9. Η ακύρωση της απόφασης ισχύει έναντι πάντων. Το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να λάβει τα μέτρα που επιβάλλει η κατάσταση η οποία προέκυψε από την ακύρωση. Σε κάθε περίπτωση δεν θίγονται τα δικαιώματα τρίτων που αποκτήθηκαν με απόφαση που ακυρώθηκε ή με πράξη που διενεργήθηκε με βάση την απόφαση αυτή, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε ή αγνοούσε από βαριά αμέλεια το ελάττωμα της απόφασης……11. Η δικαστική απόφαση που ακυρώνει απόφαση της γενικής συνέλευσης και η δικαστική απόφαση με την οποία αναστέλλεται η ισχύς της υποβάλλονται στη δημοσιότητα του άρθρου 7β». Περαιτέρω, στο άρθρο 35β (που φέρει τον τίτλο «ακυρότητα αποφάσεων της γενικής συνέλευσης») του Ν. 2190/1920, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 43 του Ν.3604/2007 (ΦΕΚ A 189/8.8.2007), προβλέπονται τα ακόλουθα : «1. Σε περίπτωση που δεν υπήρξε σύγκληση της γενικής συνέλευσης ή το περιεχόμενο της απόφασης της είναι αντίθετο στο νόμο ή το καταστατικό, η απόφαση είναι άκυρη. 2. Με την επιφύλαξη εφαρμογής του προηγούμενου άρθρου, θεωρείται ότι συγκλήθηκε η γενική συνέλευση, εάν υπήρξε πρόσκλησή της προερχόμενη από την εταιρεία και περιέχουσα τουλάχιστον ένδειξη της ημερομηνίας και του τόπου της γενικής συνέλευσης και η πρόσκληση αυτή δημοσιεύθηκε κατά το νόμο. 3. Η προβολή ακυρότητας εκ μέρους μετόχου λόγω έλλειψης σύγκλησης της γενικής συνέλευσης δεν είναι επιτρεπτή, εάν ο μέτοχος αυτός μεταγενέστερα δήλωσε προς την εταιρεία εγγράφως ή με δήλωση του στα πρακτικά, ότι η γενική συνέλευση συνεδρίασε νομίμως. 4. Η ακυρότητα μπορεί να προβληθεί από κάθε πρόσωπο, μέτοχο ή τρίτο, που έχει έννομο συμφέρον, εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από την υποβολή του σχετικού πρακτικού στην αρμόδια αρχή ή, εάν η απόφαση υποβάλλεται σε δημοσιότητα, από την καταχώριση της στο Μητρώο. Σε περίπτωση που με τροποποίηση του καταστατικού ο σκοπός της εταιρείας καθίσταται παράνομος ή αντικείμενος στη δημόσια τάξη, καθώς και όταν από την απόφαση προκύπτει διαρκής παραβίαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, η προβολή της ακυρότητας δεν υπόκειται σε προθεσμία. 5. Η ακυρότητα μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εντός της προθεσμίας της παραγράφου 4. 6. Η δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει την ακυρότητα απόφασης της γενικής συνέλευσης υποβάλλεται στη δημοσιότητα του άρθρου 7β». Έτι περαιτέρω, στο άρθρο 35γ του Ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 του Ν.3604/2007 (ΦΕΚ A 189/8.8.2007), προβλέπεται ότι : «1. Οι διατάξεις των άρθρων 35α και 35β δεν εφαρμόζονται στις ανυπόστατες αποφάσεις. 2. Μια απόφαση είναι ανυπόστατη όταν λαμβάνεται με τις ψήφους προσώπων τα οποία : α) δεν είχαν μετοχική ιδιότητα, ή β) είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα». Σχετικά με τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 35α, 35β και 35γ του Ν. 2190/1920, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, θα πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις : 1) ο έλληνας νομοθέτης υιοθέτησε από το αστικό δίκαιο την έννοια της ακυρώσιμης απόφασης, ως απόφασης ελαττωματικής, εξαιτίας παράβασης του νόμου ή του καταστατικού, η οποία δεν είναι αυτοδικαίως άκυρη, αλλά ακυρώνεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση επί ad hoc αγωγής ακύρωσης. Υπό το προϊσχύον δίκαιο (προ της τροποποίησής του με τον Ν. 3604/2007) η ακυρότητα των αποφάσεων της Γ.Σ. αποτελούσε τον κανόνα. Η νέα ρύθμιση του Ν. 3604/2007 διεύρυνε αποφασιστικά τους λόγους ακυρωσίας, μετάγοντας πλείστες παραβάσεις του νόμου ή του καταστατικού, από το κατά το προϊσχύον δίκαιο πεδίο της ακυρότητας ή ακόμη και του ανυπόστατου, στο πεδίο της ακυρωσίας. Με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς προβλέπονται πλέον τέσσερις κατηγορίες ακυρώσιμων αποφάσεων : α) αποφάσεις που ελήφθησαν κατά τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο ή το καταστατικό, β) αποφάσεις που ελήφθησαν από Γ.Σ. που δεν είχε νόμιμα συγκληθεί ή συγκροτηθεί, γ) αποφάσεις που ελήφθησαν χωρίς να παρασχεθούν οι οφειλόμενες πληροφορίες κατά το άρθρο 39, δ) αποφάσεις που ελήφθησαν κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας, υπό τους όρους του άρθρου 281 ΑΚ. Κοινός τόπος όλων των προαναφερόμενων περιπτώσεων είναι ότι ανάγονται στα interna corporis της εταιρίας και αφορούν αποκλειστικά στα συμφέροντα των μετόχων και όχι των τρίτων. Τα λεγόμενα διαδικαστικά ελαττώματα, ως παραβάσεις τάξεως, αποτελούν πλέον κατά κανόνα λόγους ακυρωσίας και όχι ακυρότητας. Μόνο ιδιαίτερης βαρύτητας διαδικαστικές παρανομίες, που πλήττουν καίρια τα δικαιώματα διοικήσεων των μετόχων, εκφεύγουν από τον κανόνα της ακυρωσίας και θεμελιώνουν ακυρότητα (έλλειψη σύγκλησης της Γ.Σ.) ή και ανυπόστατο (λήψη απόφασης με ψήφους μη μετόχων). Αντιθέτως, παρανομίες του περιεχομένου της απόφασης συνιστούν πλέον λόγους ακυρότητας, με εξαίρεση τις αποφάσεις που ελήφθησαν κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας (βλ. Ευάγγελου Περάκη, Το Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρίας, Γ` έκδοση, τόμος Α΄, υπό αρ. 35α, σελ. 1333- 1334, παρ. 14 -16). 2). Ειδικότερα, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι ο Ν. 3604/2007 καθιέρωσε δύο λόγους ακυρότητας των αποφάσεων της Γ.Σ., εκ των οποίων ο πρώτος έγκειται σε μία διαδικαστική πλημμέλεια (λήψη απόφασης χωρίς σύγκληση Γ.Σ.), η οποία, λόγω της σοβαρότητάς της, εξαιρείται από τον κανόνα της ακυρωσίας του άρθρου 35α του Ν. 2190/1920, και ο δεύτερος θεμελιώνεται όταν το περιεχόμενο της απόφασης είναι αντίθετο στο νόμο ή στο καταστατικό της Α.Ε..
Περαιτέρω, η απόφαση της γενικής συνέλευσης της ανώνυμης εταιρείας είναι η βούληση των μετόχων, η οποία λογίζεται ως βούληση της ανώνυμης εταιρείας όταν διαμορφώνεται και δηλώνεται σε συνέλευση με ψηφοφορία επί ορισμένης προτάσεως. Η απόφαση της γενικής συνέλευσης Α.Ε. παρίσταται ως ιδιόρρυθμη δικαιοπραξία, πολυμερής κατά κανόνα (με εξαίρεση την απόφαση της μονοπρόσωπης Α.Ε.), με την έννοια ότι οι ψήφοι των μετόχων τείνουν στον σχηματισμό αυτόνομης συλλογικής βουλήσεως για τις υποθέσεις της εταιρείας. Όπως κάθε δικαιοπραξία, έτσι και η απόφαση της Γ.Σ. Α.Ε. μπορεί να λογίζεται για το δίκαιο ως ανυπόστατη, το δε ανυπόστατο αποτελεί μία από τις τρεις κατηγορίες παθολογίας της δικαιοπραξίας, στις οποίες περιλαμβάνονται προσέτι η ακυρότητα και η ακυρωσία. Ανυπόστατη δικαιοπραξία είναι το περιστατικό που εν όλω ή εν μέρει δεν αντιστοιχεί στη μορφή της δικαιοπραξίας. Το περιστατικό από το οποίο λείπει ένα τουλάχιστον από τα στοιχεία που συνθέτουν την ολότητα – ή το «πραγματικό» – της δικαιοπραξίας. Εάν μία απόφαση συλλογικού οργάνου ενώσεως προσώπων, όπως είναι και η απόφαση των πολυπρόσωπων οργάνων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, ως είδος ιδιόρρυθμης πολυμερούς δικαιοπραξίας, δεν συγκεντρώνει τα απαραίτητα από τον νόμο στοιχεία της νομοτυπικής της μορφής, είναι ανυπόστατη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Σύμφωνα με αυτά, ανυπόστατη είναι η απόφαση που δεν φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα της απόφασης (πρβλ ΑΠ 1489/1999 ΕλλΔνη 2000.127, αναφερόμενη και στο γεγονός ότι τέτοια απόφαση δεν υπόκειται σε αποσβεστικές προθεσμίες) ή έχει ληφθεί μόνον κατά φαινόμενο (βλ. Αλικάκο, Η απόφαση στις ενώσεις προσώπων και στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, έκδ. 2004, σ. 274, 275) (ΕφΘεσ 549/2016 δημ. ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, άκυρη ή ακυρώσιμη δικαιοπραξία είναι το περιστατικό το οποίο πληροί εξ ολοκλήρου τη μορφή της δικαιοπραξίας, το οποίο όμως, εξαιτίας κάποιου ελαττώματος, είτε δεν παράγει το αποτέλεσμα της δικαιοπραξίας (ακυρότητα), είτε τα παράγει αλλά αυτά μπορεί να ανατραπούν με δικαστική απόφαση (ακυρωσία). Και ναι μεν το ανυπόστατο και η ακυρότητα συμπίπτουν κατ’ αποτέλεσμα, αφού και τα δύο δεν επιτρέπουν στο «πραγματικό» της δικαιοπραξίας, που πάσχει από ατέλεια ή ελάττωμα, να παραγάγει τις έννομες συνέπειες στις οποίες κατευθύνεται, όμως ορισμένα γεγονότα καλύπτουν – με την έννοια ότι θεραπεύουν – την ακυρότητα (άρθρο 35β παρ. 3, 4 και 5 Ν. 2190/1920), ενώ το ανυπόστατο δεν επιδέχεται θεραπεία (επιχείρημα από άρθρο 35γ παρ. 1) (Κ. Παμπούκη, Ανυπόστατες αποφάσεις της γεν. συνέλευσης, ΕπισκΕμπΔ Β/2008, σελ. 473 – 475). Άλλως, οι ανυπόστατες δικαιοπραξίες δεν είναι δεκτικές επικυρώσεως (βλ Μ. Μαρίνο, Ανυπόστατες αποφάσεις Γ.Σ., ΧρΙΔ 2013, σελ. 244 με περαιτέρω παραπομπές). Όσον αφορά στην τυπική ανώνυμη εταιρεία, στοιχείο στη μορφή της απόφασης της Γ.Σ. – στο «πραγματικό» της – είναι η ψηφοφορία σε συνέλευση επί ορισμένης προτάσεως. Ειδικότερα, δικαίωμα στις γενικές συνελεύσεως ανωνύμου εταιρίας όπως προκύπτει από τα άρθρα 27 παρ. 2 και 29 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 έχουν μόνο οι κύριοι μετοχών με ή χωρίς ψήφο και όχι ο απλός κάτοχος (μεσεγγυούχος ή θεματοφύλακας). Ο κάτοχος μετοχών θεωρείται κατά μαχητό τεκμήριο (ΑΚ 1110, 1039) και κύριος των τίτλων αυτών και συνεπώς δικαιούται να μετέχει στην γενική συνέλευση αφού αρκεί για την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη μετοχή ή την κατοχή των, σε περίπτωση δε ανατροπής του ως άνω τεκμηρίου ύστερα από αμφισβήτηση της κυριότητας των μετοχών θα είναι άκυρες οι αποφάσεις που ελήφθησαν με τις ψήφους των προσώπων που κατέχουν αυτές και τους επετράπη να συμμετάσχουν στις γενικές συνελεύσεις (Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες (1996), σελ. 192, 244, Στ. Κιντή, Ακυρότητα και ακυρωσία αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως της ανώνυμης εταιρίας (1981), σελ. 80) (ΕφΑθ 7894/2003 δημ. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 35γ παρ. 2 του Ν. 2190/1920, που εισήχθη με τον Ν. 3604/2007 «Μία απόφαση είναι ανυπόστατη όταν λαμβάνεται με τις ψήφους προσώπων τα οποία : α) δεν είχαν μετοχική ιδιότητα, ή β) είχαν αρυσθεί το δικαίωμα ψήφου από πρόσωπα που δεν είχαν μετοχική ιδιότητα». Το γράμμα της διάταξης αυτής υπαινίσσεται τους ακόλουθους δύο κανόνες : πρώτον, ότι η ρύθμισή της αναφέρεται σε αποφάσεις οι οποίες ελήφθησαν με ψηφοφορία σε συνέλευση και δεύτερον ότι εφαρμόζεται όταν στην ψηφοφορία έλαβαν μέρος και πρόσωπα που δεν ήσαν μέτοχοι ή δεν αντιπροσώπευαν μετόχους και, παραλλήλως, με τις ψήφους τους σχημάτισαν την απαιτούμενη πλειοψηφία. Ο δεύτερος κανόνας, όμως αναιρείται από την εύλογη νέα διάταξη του άρθρου 35α παρ. 5 στοιχ. α΄, σύμφωνα με την οποία είναι ακυρώσιμη η απόφαση της Γ.Σ. λόγω «συμμετοχής σε αυτή προσώπων που δεν είχαν το δικαίωμα αυτό», εφόσον «η ψήφος τους ήταν αποφασιστική για την επίτευξη πλειοψηφίας». Εν όψει τούτου, λοιπόν, η διάταξη του άρθρου 35γ παρ. 2 αναφέρεται στην εντελώς υποθετική περίπτωση, στην οποία η απόφαση ελήφθη με ψηφοφορία σε συνέλευση που δεν συγκροτήθηκε από μετόχους ή αντιπροσώπους μετόχων (ΠολΠρΘεσ 11678/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Με τη διάταξη αυτή καθορίζονται ως απαραίτητα στοιχεία για το δικόγραφο της αγωγής: η ιστορική βάση της αγωγής, η θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, η δήλωση του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της αγωγής, η ακριβής περιγραφή του επιδίκου αντικειμένου κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, καθώς και τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, πρέπει το δικόγραφο της αγωγής να αναφέρει απαραίτητα τον τρόπο γένεσης του επιδίκου δικαιώματος, δηλαδή να αναφέρει ο ενάγων όλα τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία μπορούν με κάθε νομική υπαγωγή να παραγάγουν το επίδικο δικαίωμά του, καθώς και τα στοιχεία που δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, αφού ο ενάγων φέρει το βάρος για την επίκληση μόνο της ιστορικής αιτίας, την δε κατάλληλη νομική αιτία την αναζητεί ο δικαστής αυτεπαγγέλτως. Εάν το δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχει ιστορική βάση ή περιέχει ανεπαρκή πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν καλύπτουν όλες τις κατά νόμο προϋποθέσεις για τη γένεση του επιδίκου δικαιώματος, τότε το δικόγραφο πάσχει από αοριστία κατά τρόπο μη δεκτικό θεραπείας (πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σελ. 78). Η αοριστία αυτή του δικογράφου της αγωγής, δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, αλλά ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η αοριστία της αγωγής επάγεται απαράδεκτο αυτής, με συνέπεια την απόρριψή της, επειδή δε η απόρριψη γίνεται για λόγους τυπικούς, συγχωρείται η εκ νέου άσκηση αυτής, χωρίς βεβαίως την υπάρχουσα αοριστία (Κ. Μπέη, Τα κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία του δικογράφου της αγωγής, Δ3.356, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, 467/2000 ΕλλΔνη 41.1571 και Δ23.1065, 915/1980 ΝοΒ 29.296, ΕφΑθ 137/1988 ΕλλΔνη 30.629). Εξάλλου, η αγωγή ως επιθετική πράξη πρέπει να περιέχει πλήρη τα στοιχεία του λογικού συλλογισμού, του οποίου την ελάσσονα πρόταση αποτελεί η ιστορική βάση, τη μείζονα ο νόμιμος λόγος και το συμπέρασμα η αίτηση. Επειδή ο δικαστής οφείλει να γνωρίζει και να εφαρμόζει αυτεπάγγελτα το νόμο, δεν χρειάζεται μνεία του νόμιμου λόγου ευθύνης. Είναι όμως απαραίτητο να τίθενται υπ’ όψιν του, με σαφή και ορισμένο τρόπο, τα γεγονότα που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, το δικαίωμα για το οποίο ζητείται η έννομη προστασία. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού που υιοθετεί ο ΚΠολΔ, για το ορισμένο της αγωγής δεν αρκεί μόνο η μνεία των στοιχείων εκείνων που προσδιορίζουν ατομικά τη δικαιολογική σχέση, στην οποία στηρίζεται η αγωγή, αλλά απαιτείται επί πλέον η ειδική μνεία των συγκεκριμένων παραγωγικών γεγονότων της, δηλαδή εκείνων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την εκ μέρους του ενάγοντος κατά του εναγομένου άσκησή της. Συνεπώς, αν η αγωγή δεν περιέχει τα στοιχεία αυτά, απορρίπτεται ως αόριστη μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Η αοριστία αυτή του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με άλλο έγγραφο ή με παραπομπή σε όσα περιέχονται σ’ αυτό.
Με την υπό κρίσιν αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι τυγχάνει μέτοχος της εναγομένης κατά ποσοστό 47,5%. Ότι δυνάμει της από 18-5-2016 προσκλήσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, σε εκτέλεση της από 18-5-2016 σχετικής αποφάσεώς του, συνεκλήθη τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της εναγομένης για την 15-6-2016 με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής οκτώ θέματα ημερησίας διατάξεως. Ότι δυνάμει της από 30-6-2016 αποφάσεως του Δ.Σ. της εναγομένης, συμπεριελήφθη, κατόπιν αιτήματος της μετόχου Τράπεζας Πειραιώς, και ένατο θέμα ημερησίας διατάξεως στην ως άνω ορισθείσα Γ.Σ. και πιο συγκεκριμένα η ανάκληση του Δ.Σ. της εναγομένης και η εκλογή νέου Δ.Σ.. Ότι κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. την 13-6-2016, ο πίνακας των εχόντων δικαίωμα ψήφου μετόχων κατά την ως άνω ορισθείσα Γ.Σ. εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία, μειοψηφούντων των δύο εκπροσώπων της ενάγουσας και απόντος του Προέδρου του Δ.Σ. Ότι κατά την τακτική Γενική Συνέλευση της 15-6-2016, ελήφθη απόφαση περί αναβολής της για την 24-6-2016. Ότι κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. την 22-6-2016, ο πίνακας των εχόντων δικαίωμα ψήφου μετόχων κατά την ως άνω μετ’ αναβολή ορισθείσα Γ.Σ. εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία, μειοψηφούντων των δύο εκπροσώπων της ενάγουσας ενώ ο Προέδρος του Δ.Σ. ανέφερε ότι είχε προσφάτως διαπιστώσει ότι μεγάλος αριθμός μετοχών έφερε τη μηχανική του υπογραφή εν αγνοία του και χωρίς τη συγκατάθεσή του αλλά και χωρίς να γνωρίζει την έκδοση των μετοχών αυτών, η οποία δεν είχε εγκριθεί από το Δ.Σ.. Ότι η ενάγουσα έλαβε μέρος στη Γ.Σ. της 24-6-2016 με ποσοστό μετοχών 47,5%, κατάψήφισε τον πίνακα των εχόντων δικαίωμα ψήφου μετόχων και αιτήθηκε την εκ νέου αναβολή της Γ.Σ., η οποία, μετά την απόρριψη του ως άνω αιτήματος, προέβη σε λήψη αποφάσεων επί των θεμάτων ημερησίας διατάξεως. Ότι αμφότερες οι ως άνω αποφάσεις της Γ.Σ. της 15-6-2016 και της 24-6-2016 τυγχάνουν ανυπόστατες, άλλως άκυρες άλλως ακυρώσιμες στο σύνολό τους ή ως προς συγκεκριμένα θέματα ημερησίας διατάξεως, κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής διακρίσεις. Ότι ειδικότερα : α) οι αποφάσεις της Γ.Σ. της 24-6-2016 για όλα τα θέματα ημερησίας διατάξεως τυγχάνουν ανυπόστατες διότι ελήφθησαν με τις – καθοριστικές για το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας – ψήφους των …, …, «…», Γ. Κ. και Θ. Π., οι οποίοι δεν είχαν αποκτήσει εγκύρως τη μετοχική ιδιότητα δεδομένου ότι οι τίτλοι με τους οποίους εμφανίσθηκαν και ψήφισαν και οι οποίοι έφεραν τη μηχανική υπογραφή του Προέδρου του Δ.Σ., εξεδόθησαν εν αγνοία του, χωρίς τον έλεγχο και την έγκριση του ιδίου ή του Δ.Σ., περαιτέρω δε, δεν ενεγράφησαν νομίμως στο βιβλίο μετόχων κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, β) η απόφαση της Γ.Σ. της 24-6-2016 ως προς το 9ο θέμα ημερησίας διατάξεως ήτοι την ανάκληση του Δ.Σ. της εναγομένης και την εκλογή νέου Δ.Σ. τυγχάνει άκυρη λόγω αντίθεσής της στο νόμο δεδομένου ότι η μέτοχος …, η οποία, κατά την ως άνω Γ.Σ., με μεθοδεύσεις εμφανίσθηκε να ελέγχει αμέσως και εμμέσως το 48,6% των μετοχών της εναγομένης με αποτέλεσμα να επιτύχει την αλλαγή του Δ.Σ. και την τοποθέτηση σε αυτό μελών ελεγχομένων από αυτήν, έχει πραγματοποιήσει, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, συγκέντρωση επιχειρήσεων, έτσι όπως αυτή ορίζεται στο Ν. 3959/2011 ενώ δεν έχει γνωστοποιήσει την ως άνω συγκέντρωση στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, ως όφειλε βάσει του άρθρου 6 του ως άνω νόμου, επικουρικά δε, (τυγχάνει άκυρη) δεδομένου ότι, βάσει του ιδίου ως άνω ιστορικού, το περιεχόμενο αυτής είναι καταχρηστικό κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, γ) η απόφαση της Γ.Σ. της 24-6-2016 ως προς το 9ο θέμα ημερησίας διατάξεως ήτοι την ανάκληση του Δ.Σ. της εναγομένης και την εκλογή νέου Δ.Σ. τυγχάνει άκυρη λόγω αντίθεσής της στο νόμο και δη στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των μετόχων (άρθρο 30 παρ. 2 Ν. 2190/1920) δεδομένου ότι η μέτοχος …, κατά την ως άνω Γ.Σ., με μεθοδεύσεις εμφανίσθηκε να ελέγχει αμέσως και εμμέσως το 48,6% των μετοχών της εναγομένης με αποτέλεσμα να επιτύχει την αλλαγή του Δ.Σ. και την τοποθέτηση σε αυτό μελών ελεγχομένων από αυτήν, έτσι ώστε η ίδια (ενάγουσα), μολονότι μεγαλομέτοχος, να μην εκπροσωπείται στο νεοεκλεγέν Δ.Σ., επικουρικά δε τυγχάνει ακυρώσιμη δεδομένου ότι, βάσει του ιδίου ως άνω ιστορικού, λήφθηκε με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο και δη με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 2 Ν. 2190/1920 περί της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων. δ) η απόφαση της Γ.Σ. της 24-6-2016 ως προς το 6ο θέμα ημερησίας διατάξεως ήτοι τη λήψη απόφασης για την υιοθέτηση μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 47 του Κ.Ν. 2190/1920, το οποίο συμπαρασύρει λόγω συνάφειας και τα υπ’ αριθ. 1, 2, 3 και 5 θέματα ημερησίας διατάξεως, τυγχάνει άκυρη αφενός λόγω αντίθεσής της στο νόμο δεδομένου ότι το μέτρο που υιοθετήθηκε βάσει της ως άνω αποφάσεως ήτοι η μη διάθεση κερδών στους μετόχους για πέντε έτη, δεν προβλέπεται από το νόμο, είναι μελλοντικό και αβέβαιο και αφετέρου λόγω αντίθεσής της στο καταστατικό της εναγομένης, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 15 αυτού, για τη λήψη αποφάσεων της Γ.Σ. σε θέματα που αφορούν την επαύξηση των υποχρεώσεων των μετόχων και τη μεταβολή του τρόπου διαθέσεως των κερδών απαιτείται εξαιρετική απαρτία και πλειοψηφία της Γ.Σ. των 2/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, προϋπόθεση που δεν πληρώθηκε εν προκειμένω, επικουρικά δε (τυγχάνει άκυρη) δεδομένου ότι, βάσει του ιδίου ως άνω ιστορικού αναφορικά με το ότι η μέτοχος …, κατά την ως άνω Γ.Σ., με μεθοδεύσεις εμφανίσθηκε να ελέγχει αμέσως και εμμέσως το 48,6% των μετοχών της εναγομένης, με αποτέλεσμα να υπερψηφισθεί το ως άνω μέτρο, το περιεχόμενο αυτής (αποφάσεως) είναι καταχρηστικό κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, ε) η απόφαση της Γ.Σ. της 15-6-2016 περί αναβολής της συγκλήσεώς της για την 24-6-2016 τυγχάνει ακυρώσιμη διότι λήφθηκε με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο και δη με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 3 Ν. 2190/1920 περί αναβολής της Γ.Σ. δεδομένου ότι ο Πρόεδρος αυτής ανέβαλε αυτήν ορίζοντας ημέρα συνέχισης της συνεδρίασης την 24-6-2016 γενομένης δεκτής της σχετικής αιτήσεως της μετόχου «Τράπεζας Πειραιώς» και όχι την προτεινόμενη από την ιδία (ενάγουσα) απώτερη ημέρα της 14-7-2016, γεγονός που καθιστά ακυρώσιμη στο σύνολό της και την Γ.Σ. της 24-6-2016, η οποία αποτελεί συνέχειά της, στ) οι αποφάσεις της Γ.Σ. της 24-6-2016 για όλα τα θέματα ημερησίας διατάξεως τυγχάνουν ακυρώσιμες διότι ελήφθησαν χωρίς να παρασχεθούν οφειλόμενες πληροφορίες που ζητήθηκαν κατά το άρθρο 39 του Ν. 2190/1920 από μετόχους ήτοι κατά παραβίαση του δικαιώματος πληροφόρησης της μειοψηφίας, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, μολονότι η ενάγουσα ζήτησε τόσο κατά τις συνεδριάσεις του Δ.Σ. που προηγήθηκαν των συγκλήσεων των Γ.Σ. της 15-6-2016 και 24-6-2016 όσο και με σχετικές επιστολές αλλά και με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα προσωρινής διαταγής το οποίο έγινε δεκτό, τις απαραίτητες προς διενέργεια ουσιαστικού ελέγχου της νομιμοποιήσεως των εχόντων δικαίωμα ψήφου μετόχων κατά τις Γ.Σ. της 15-6-2016 και 24-6-2016 πληροφορίες, η εναγομένη αρνήθηκε επανειλημμένως να της τις παράσχει και ζ) οι αποφάσεις της Γ.Σ. της 24-6-2016 για όλα τα θέματα ημερησίας διατάξεως τυγχάνουν ακυρώσιμες διότι ελήφθησαν κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας υπό τους όρους του άρθρου 281 του ΑΚ, δεδομένου ότι βάσει του ιδίου ως άνω ιστορικού αναφορικά με το ότι η μέτοχος …, κατά την ως άνω Γ.Σ., με μεθοδεύσεις εμφανίσθηκε να ελέγχει αμέσως και εμμέσως το 48,6% των μετοχών της εναγομένης, ελήφθησαν οι ως άνω αποφάσεις με αποτέλεσμα αφενός την αλλαγή του Δ.Σ. της εναγομένης και την τοποθέτηση σε αυτό μελών ελεγχομένων από την «Τράπεζα Πειραιώς» έτσι ώστε η ίδια (ενάγουσα), μολονότι μεγαλομέτοχος, να μην εκπροσωπείται στο νεοεκλεγέν Δ.Σ. και αφετέρου την παράτυπη υπερψήφιση του παράνομου κατ’ άρθρο 47 Ν. 2190/1920 μέτρου της μη διάθεσης κερδών στους μετόχους για πέντε έτη, έτσι ώστε η ίδια (ενάγουσα) να υφίσταται δυσανάλογη επαύξηση των υποχρεώσεών της ως μετόχου. Βάσει των ανωτέρω, η ενάγουσα ζητά να αναγνωρισθεί το ανυπόστατο των αποφάσεων της Γενικής Συνελεύσεως της εναγομένης της 24-6-2016, άλλως : α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της απόφασης της Γ.Σ. της 24-6-2016 ως προς το 9ο θέμα ημερησίας διατάξεως ήτοι την ανάκληση του Δ.Σ. της εναγομένης και την εκλογή νέου Δ.Σ. λόγω αντίθεσής της στο νόμο, κυρίως στο Ν. 3959/2011 και επικουρικώς στο άρθρο 281 ΑΚ, β) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα, επικουρικώς δε να κηρυχθεί άκυρη η απόφαση της Γ.Σ. της 24-6-2016 ως προς το 9ο θέμα ημερησίας διατάξεως ήτοι την ανάκληση του Δ.Σ. της εναγομένης και την εκλογή νέου Δ.Σ. λόγω αντίθεσής της στο νόμο και δη στο άρθρο 30 παρ. 2 Ν. 2190/1920 και γ) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της απόφασης της Γ.Σ. της 24-6-2016 ως προς το 6ο θέμα ημερησίας διατάξεως ήτοι τη λήψη απόφασης για την υιοθέτηση μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 47 του Ν. 2190/1920 καθώς και των αποφάσεων ως προς τα υπ’ αριθ. 1, 2, 3 και 5 θέματα ημερησίας διατάξεως λόγω συνάφειας, λόγω αντίθεσής της τόσο στο νόμο (29 παρ. 3, 31 παρ. 2, 47 Ν. 2190/1920) όσο και στο καταστατικό της εναγομένης (άρθρο 15) και επικουρικώς λόγω αντίθεσής της στο νόμο και δη στο άρθρο 281 ΑΚ, άλλως δ) να κηρυχθούν άκυρες τόσο η απόφαση της Γ.Σ. της 15-6-2016 περί αναβολής της συγκλήσεώς της για την 24-6-2016 όσο και οι αποφάσεις της Γ.Σ. της 24-6-2016 ως προς άπαντα τα θέματα ημερησίας διατάξεως διότι λήφθηκαν με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο και δη με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 3 Ν. 2190/1920, ε) να κηρυχθούν άκυρες οι αποφάσεις της Γ.Σ. της 24-6-2016 ως προς άπαντα τα θέματα ημερησίας διατάξεως διότι ελήφθησαν χωρίς να παρασχεθούν οφειλόμενες πληροφορίες που ζητήθηκαν κατά το άρθρο 39 του Ν. 2190/1920 από μετόχους και στ) να κηρυχθούν άκυρες οι αποφάσεις της Γ.Σ. της 24-6-2016 ως προς όλα τα θέματα ημερησίας διατάξεως διότι ελήφθησαν κατά κατάχρηση της εξουσίας της πλειοψηφίας υπό τους όρους του άρθρου 281 του ΑΚ. Περαιτέρω δε, ζητά να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, η υπό κρίσιν αγωγή, ασκηθείσα εντός τριμήνου από τη δημοσίευση στο ΓΕΜΗ των σχετικών δημοσιευτέων πράξεων, παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 18, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 του Ν.2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) με την επισήμανση ότι υπάρχει ενεργητική, προς έγερσή της, νομιμοποίηση της ενάγουσας (οράτε ΕφΑθ 4393/1999 ΕλλΔνη 2006 σελ. 898), ως μετόχου, που συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της εναγομένης με ποσοστό 47,5%.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρ. 91 και 92 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η ανακοίνωση δίκης δεν αποτελεί μορφή αιτήσεως παροχής ένδικης προστασίας και δεν δημιουργεί υποχρέωση του Δικαστηρίου να αποφανθεί επ’ αυτής, ούτε του προς ον η ανακοίνωση να απαντήσει στην ιστορική βάση αυτής. Στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ του ανακοινούντος και του προς ον η ανακοίνωση θα ερευνηθεί αν αυτή είναι έγκυρη και προκάλεσε την έκπτωση του προς ον η ανακοίνωση από την δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα της τριτανακοπής (ΑΠ 1012/1991, ΤΝΠ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»). Επομένως το παρόν Δικαστήριο δεν προβαίνει σε περαιτέρω έρευνα ή αξιολόγηση της υπό κρίσιν ανακοίνωσης δίκης της εναγομένης προς : 1) την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία …, 2) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία …, 3) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία …, 4) την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία …, 5) τον Γ. Κ. και 6) τον Θ. Π., η πρώτη και η δεύτερη εκ των οποίων άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση.
Έτι περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ότι απαραίτητη προϋπόθεση της πρόσθετης παρέμβασης είναι η στον παρεμβαίνοντα τρίτο ύπαρξη του ειδικού εννόμου συμφέροντος όπως η μεταξύ άλλων εκκρεμής δίκη αποβεί υπέρ εκείνου του αρχικού διαδίκου που παρεμβαίνει. Το έννομο συμφέρον πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς στο δικόγραφο της παρέμβασης κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 81 παρ 1 περ. β΄ ΚΠολΔ. Έννομο δε συμφέρον προς παρέμβαση υφίσταται, όταν με την άσκησή της μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η σε βάρος του δημιουργία νομικής υποχρέωσης, πρέπει όμως αυτά να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή την εκτελεστότητα της εκδοθησόμενης απόφασης ή της προσβολής αυτών από τις αντανακλαστικές συνέπειές της και υπό την προϋπόθεση ότι δημιουργούν πράγματι σε βάρος του υποχρεώσεις, οι οποίες καταφάσκονται, όταν η έκδοση της εν λόγω απόφασης, υπό ορισμένο διατακτικό, αποτελεί στοιχείο της νομοτυπικής μορφής του προβλέποντος αυτές κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ενώ δεν συνιστά αντανακλαστική συνέπεια της απόφασης, υπό την προαναφερομένη έννοια, θεμελιώνουσα έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος, το ενδεχόμενο εκτίμησης αυτής ως δικαστικού τεκμηρίου επ’ ευκαιρία άλλης δίκης του τελευταίου (ΟλΑΠ 4/2009, 14/2008, 28/2007 ΔΕΕ 13.947, ΑΠ 214/2000 ΕΕΝ 68.584). Εξάλλου, εφόσον ασκηθεί αγωγή αναγνωριστική της ακυρότητας αποφάσεως γενικής συνέλευσης ανώνυμης εταιρείας, όποιος έχει έννομο συμφέρον να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί η προς ακύρωση αγωγή, μπορεί να παρέμβει στη δίκη ακυρώσεως είτε υπέρ του ενάγοντος είτε υπέρ του εναγομένου. Έτσι, κάθε μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας, παρότι δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει πρόσθετη υπέρ αυτής παρέμβαση σε δίκη σχετική με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της, όταν αντικείμενο της δίκης κατά της εταιρείας είναι η εγκυρότητα ή μη των αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως, των σχετικών με την ύπαρξη και την έκταση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας έναντι της πλειοψηφίας, μπορεί να παρέμβει στη δίκη και χωρίς να συντρέχουν οι πρόσθετες προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά τη διάταξη του άρθρου 35α του Ν. 2190/1920, δηλαδή έστω και αν δεν έχει δικαίωμα εγέρσεως αγωγής ακυρώσεως, καθόσον είναι πρόδηλο το έννομο συμφέρον του για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, διότι η απόφαση που δέχεται την αγωγή ισχύει έναντι πάντων και συνεπώς η τυχόν κατά της εταιρίας απόφαση θα δεσμεύει και αυτούς (βλ. Εφ Πειρ 1351/97 ΕΕμπΔ 1998.575, ΕφΑθ 14292/88 ΕΕμπΔ 1989.238, Στ. Κιντή, Ακυρότης και ακυρωσία των αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως της ανώνυμης εταιρίας, επιμέλεια ύλης Ε. Περάκη, Β έκδοση 2000, τόμ. Δ, σ. 259). Η πρόσθετη αυτή παρέμβαση, εφόσον με αυτήν γίνεται επίκληση λόγων που κατατείνουν στην απόρριψη της αγωγής και υπάρχει αίτημα ως εκ τούτου να αναγνωρισθεί η εγκυρότητα της αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως, φέρει το χαρακτήρα της αυτοτελούς πρόσθετης (βλ. ΕφΠειρ 1351/97 ΕΕμπΔ 1998.575, Στ. Κιντή, Το Δίκαιο της ανώνυμης εταιρίας, επιμέλεια ύλης Ε. Περάκη, έκδοση 2000, τόμ. Δ, σ. 259).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίσιν πρώτη πρόσθετη παρέμβαση, η προσθέτως παρεμβαίνουσα τραπεζική εταιρεία παρεμβαίνει στη μεταξύ των διαδίκων εκκρεμή δίκη, υπέρ της εναγομένης και κατά της ενάγουσας, επιδιώκοντας να απορριφθεί η υπό κρίσιν αγωγή, επικαλούμενη έννομο συμφέρον ως μέτοχος της εναγόμενης εταιρείας, εκπροσωπούσα ποσοστό 40,44% του μετοχικού κεφαλαίου της, συμμετέχουσα στις επίμαχες Γ.Σ. και φερόμενη από την ενάγουσα να έχει μεθοδεύσει τις εν λόγω αποφάσεις κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της υπό κρίσιν αγωγής.
Περαιτέρω, με την υπό κρίσιν δεύτερη πρόσθετη παρέμβαση, η προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία παρεμβαίνει στη μεταξύ των διαδίκων εκκρεμή δίκη, υπέρ της εναγομένης και κατά της ενάγουσας, επιδιώκοντας να απορριφθεί η υπό κρίσιν αγωγή, επικαλούμενη έννομο συμφέρον ως μέτοχος της εναγόμενης εταιρείας, εκπροσωπούσα ποσοστό 2,98% του μετοχικού κεφαλαίου της και συμμετέχουσα στις επίμαχες Γ.Σ. κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της υπό κρίσιν αγωγής.
Με το παραπάνω περιεχόμενο και με τα παραπάνω αιτήματα, αμφότερες οι ως άνω υπό κρίσιν πρόσθετες παρεμβάσεις, οι οποίες, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, έχουν το χαρακτήρα αυτοτελών προσθέτων παρεμβάσεων, παραδεκτά εισάγονται προς εκδίκαση από τις παρεμβαίνουσες, που έχουν σχετικό έννομο συμφέρον, αφού, όπως και με την υπό κρίσιν κύρια αγωγή συνομολογείται, είναι οι μέτοχοι της πλειοψηφίας που έλαβαν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις της Γ.Σ. των μετόχων της εναγομένης και η δίκη ανάγεται στην εγκυρότητα ή μη των αποφάσεων αυτών (άρθρα 68, 80, 81 ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 31 παρ. 1 ΚΠολΔ) στηρίζονται δε στα άρθρα 80 και 83 του ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, συνεκδικαζόμενες, κατά τα ανωτέρω, με την υπό κρίσιν κύρια αγωγή, όσον αφορά στο ορισμένο και νόμιμο των αγωγικών αιτημάτων της τελευταίας δε, θα πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα : Ως προς το κύριο αίτημα της υπό κρίσιν αγωγής, με το οποίο η ενάγουσα ζητά να αναγνωρισθεί το ανυπόστατο των αποφάσεων της Γενικής Συνελεύσεως της εναγομένης της 24-6-2016, αυτό θα πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, δεν μπορεί να ζητηθεί η αναγνώριση του ανυπόστατου των αποφάσεων Γ.Σ., κατ’ άρθρο 35γ παρ. 2 του Ν. 2190/1920, παρά μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία η απόφαση ελήφθη με ψηφοφορία σε συνέλευση που δεν συγκροτήθηκε από μετόχους ή αντιπροσώπους μετόχων ενώ ο κάτοχος μετοχών θεωρείται κατά μαχητό τεκμήριο (ΑΚ 1110, 1039) και κύριος των τίτλων αυτών και συνεπώς δικαιούται να μετέχει στην Γενική Συνέλευση αφού αυτό αρκεί για την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη μετοχή ή την κατοχή των, σε περίπτωση δε ανατροπής του ως άνω τεκμηρίου ύστερα από αμφισβήτηση της κυριότητας των μετοχών, οι αποφάσεις που ελήφθησαν με τις ψήφους των προσώπων που κατέχουν αυτές και τους επετράπη να συμμετάσχουν στις Γενικές Συνελεύσεις θα είναι άκυρες και όχι ανυπόστατες. Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν τη νομική θεμελίωση του υπό κρίσιν αιτήματος, η Γ.Σ. της εναγομένης της 24-6-2016 συνεκλήθη νομίμως με τη συμμετοχή τόσο της ενάγουσας ως μεγαλομετόχου, κατέχουσας το 47,5% των μετοχών της εναγομένης όσο και της έτερης μεγαλομετόχου και πρώτης προσθέτως παρεμβαίνουσας Τ. Π. Α.Ε. – της οποίας η μετοχική ιδιότητα και η νομιμότητα της συμμετοχής δεν προσβάλλεται – κατέχουσας το 40,44% των μετοχών της εναγομένης, πληρουμένης ως εκ τούτου, της προϋποθέσεως της νόμιμης απαρτίας της ως άνω Γ.Σ., τα επικαλούμενα δε από την ενάγουσα ελαττώματά της (Γ.Σ. της εναγομένης) ήτοι η συμμετοχή σε αυτή των εταιρειών …, …, «…» και των ιδιωτών Γ. Κ. και Θ. Π., που εμφανίσθηκαν ως κάτοχοι μετοχών της εναγομένης και των οποίων η μετοχική ιδιότητα αμφισβητείται (μάλιστα μόνο εν μέρει ως προς την πρώτη εξ αυτών) από την ενάγουσα λόγω έλλειψης ελέγχου της νομιμοποιήσεώς τους, έτσι όπως αυτή αναλύεται στα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν τη νομική θεμελίωση του υπό στοιχ. (στ΄) αιτήματος περί παραβιάσεως του δικαιώματος πληροφόρησης της μειοψηφίας, δεν είναι παρατυπίες που να αφορούσαν γενικά σε αποκλεισμό των δικαιουμένων να συμμετάσχουν στη γενική συνέλευση μετόχων και σε συμμετοχή στη Γενική Συνέλευση της εταιρείας μόνον μη δικαιουμένων προσώπων ήτοι τα ελαττώματα αυτά δεν αρκούσαν για να αφαιρέσουν από τις αποφάσεις επί των θεμάτων ημερησίας διατάξεως που ελήφθησαν την ως άνω ημέρα, τα χαρακτηριστικά της αποφάσεως Γενικής Συνελεύσεως ανωνύμου εταιρίας ούτε για να χαρακτηρισθούν αυτές ως ανυπόστατες ή νομικά ανύπαρκτες αποφάσεις Γενικής Συνελεύσεως (Ν. Ρόκα, ό.π., σελ. 191, Κιντή ό.π., 21, 8384, Αεβαντή, Ανώνυμες Εταιρίες Τομ. Β΄ (1996) άρθρο 35α, σελ. 64 Πασσιά, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρίας Β`, σελ. 384, Κρητικού, ακυροι Αποφάσεις Γενικών Συνελεύσεων Σωματείων (1977), σελ. 221 επ., ΑΠ Ολ 410/1963 ΝοΒ 1963,946, ΑΠ 569/1961 ΝοΒ 1962,260) (ΕφΑθ 7894/2003 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Ως προς το υπό στοιχ. (α) επικουρικό αίτημα της υπό κρίσιν αγωγής, με το οποίο η ενάγουσα ζητά να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της απόφασης της Γ.Σ. της 24-6-2016 ως προς το 9ο θέμα ημερησίας διατάξεως ήτοι την ανάκληση του Δ.Σ. της εναγομένης και την εκλογή νέου Δ.Σ. λόγω αντίθεσής της στο νόμο, κυρίως στο Ν. 3959/2011 και επικουρικώς στο άρθρο 281 ΑΚ, αυτό θα πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο ως προς το πρώτο και ως αόριστο ως προς το δεύτερο σκέλος του. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Ν 3959/2011 : 1. Κάθε Συγκέντρωση επιχειρήσεων πρέπει να γνωστοποιείται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού μέσα σε τριάντα ημέρες από τη σύναψη της συμφωνίας ή τη δημοσίευση της προσφοράς ή ανταλλαγής ή την ανάληψη υποχρέωσης για την απόκτηση συμμετοχής, που εξασφαλίζει τον έλεγχο της επιχείρησης, όταν ο συνολικός κύκλος εργασιών όλων των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση κατά το άρθρο 10 ανέρχεται, στην παγκόσμια αγορά τουλάχιστον σε εκατόν πενήντα εκατομμύρια (150.000.000) ευρώ και δύο τουλάχιστον από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις πραγματοποιούν, η καθεμία χωριστά, συνολικό κύκλο εργασιών άνω των δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) ευρώ στην ελληνική αγορά….3. Υποχρεούνται σε γνωστοποίηση : α) όταν οι συγκεντρώσεις συνίστανται σε συγχώνευση κατά την έννοια της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 5 ή σε απόκτηση κοινού ελέγχου κατά την έννοια της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 5, από κοινού οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν στις πράξεις αυτές. β) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το πρόσωπο ή η επιχείρηση που αποκτά τον έλεγχο στο σύνολο ή σε τμήματα μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων… 4. Σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης της υποχρέωσης προς γνωστοποίηση η Επιτροπή Ανταγωνισμού επιβάλλει στον καθένα από τους υπόχρεους προς γνωστοποίηση κατά την παράγραφο 3 πρόστιμο ύψους τουλάχιστον τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού κύκλου εργασιών, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 10. Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ιδίως υπόψη η οικονομική ισχύς των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση, το πλήθος των επηρεαζόμενων αγορών και το επίπεδο του ανταγωνισμού σε αυτές, καθώς και η εκτιμώμενη επίδραση της συγκέντρωσης στον ανταγωνισμό». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ως άνω νόμου «1. Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού απαγορεύεται κάθε συγκέντρωση επιχειρήσεων, η οποία υπόκειται σε προηγούμενη γνωστοποίηση και η οποία μπορεί να περιορίσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στην εθνική αγορά ή σε ένα σημαντικό σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων ή των υπηρεσιών τμήμα της, ιδίως με τη δημιουργία ή ενίσχυση μιας δεσπόζουσας θέσης». Έτι περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ως άνω νόμου «1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού εξετάζει τη γνωστοποιούμενη συγκέντρωση, μόλις υποβληθεί η σχετική γνωστοποίηση…2. Αν διαπιστωθεί ότι η γνωστοποιηθείσα συγκέντρωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παράγραφος 1, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μέσα σε ένα μήνα από τη γνωστοποίηση, εκδίδει πράξη, η οποία κοινοποιείται στα πρόσωπα ή στις επιχειρήσεις που έχουν προβεί στη γνωστοποίηση. Η πράξη αυτή δεν περιορίζει την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 και 2… 3. Αν διαπιστωθεί ότι η γνωστοποιηθείσα συγκέντρωση, παρ’ ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 6, δεν προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβατό αυτής με τις απαιτήσεις λειτουργίας του ανταγωνισμού στις επί μέρους αγορές στις οποίες αφορά, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, με απόφαση της που εκδίδεται μέσα σε ένα μήνα από τη γνωστοποίηση, εγκρίνει τη συγκέντρωση….4. Αν διαπιστωθεί ότι η γνωστοποιηθείσα συγκέντρωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου και προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβατό αυτής με τις απαιτήσεις λειτουργίας του ανταγωνισμού στις επί μέρους αγορές στις οποίες αφορά, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με απόφαση του που εκδίδεται μέσα σε ένα μήνα από τη γνωστοποίηση, κινεί τη διαδικασία της πλήρους διερεύνησης της γνωστοποιηθείσας συγκέντρωσης και ενημερώνει αμελλητί τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις σχετικά με την απόφαση του. Από τη γνωστοποίηση στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις της κίνησης της διαδικασίας πλήρους διερεύνησης, οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις μπορούν από κοινού να προβαίνουν σε τροποποιήσεις στη συγκέντρωση ή να προτείνουν την ανάληψη δεσμεύσεων, ώστε να μην προκαλούν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβατό αυτής με τις απαιτήσεις λειτουργίας του ανταγωνισμού στις επί μέρους αγορές στις οποίες αφορά, και να τις κοινοποιούν στην Επιτροπή Ανταγωνισμού…6. Με απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία εκδίδεται μέσα σε ενενήντα ημέρες από την ημερομηνία κίνησης της διαδικασίας πλήρους διερεύνησης, απαγορεύεται η συγκέντρωση όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 7 και, στην περίπτωση της παραγράφου 5 του άρθρου 5, όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επιτρέπει τη συγκέντρωση. Η πάροδος της προθεσμίας των ενενήντα ημερών, χωρίς την έκδοση απορριπτικής απόφασης, θεωρείται ως έγκριση της συγκέντρωσης εκ μέρους της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία εκδίδει υποχρεωτικώς τη σχετική διαπιστωτική πράξη.». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ως άνω νόμου, «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3, απαγορεύεται η πραγματοποίηση της συγκέντρωσης μέχρι την έκδοση μιας από τις αποφάσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του άρθρου 8. Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για τις συγκεντρώσεις που δεν γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 6. Σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης της απαγόρευσης αυτής, επιβάλλεται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, σε όσους υπέχουν την υποχρέωση γνωστοποίησης κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 6, πρόστιμο τουλάχιστον τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού κύκλου εργασιών, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 10. Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ιδίως υπόψη η οικονομική ισχύς των συμμετεχουσών στη Συγκέντρωση επιχειρήσεων, ο αριθμός των επηρεαζόμενων από τη συγκέντρωση σχετικών αγορών και οι συνθήκες του ανταγωνισμού που επικρατούν σε αυτές, καθώς και τα εκτιμώμενα αποτελέσματα στον ανταγωνισμό από τη συγκέντρωση…. 4. Αν η συγκέντρωση έχει ήδη πραγματοποιηθεί κατά παράβαση των διατάξεων ή των αποφάσεων που απαγορεύουν την πραγματοποίηση της ή έχει πραγματοποιηθεί κατά παράβαση ενός όρου ή μιας προϋπόθεσης που συνοδεύει απόφαση που ελήφθη δυνάμει της παραγράφου 8 του άρθρου 8, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί με απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 8 ή με χωριστή απόφαση χωρίς τήρηση προθεσμίας: α) να διατάσσει το διαχωρισμό των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση, ιδίως με τη διάλυση της συγχώνευσης ή τη διάθεση όλων των μετοχών ή στοιχείων του ενεργητικού που έχουν αποκτηθεί, ούτως ώστε να επανέλθει η κατάσταση που επικρατούσε πριν από την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης. β) να διατάσσει τη λήψη άλλου κατάλληλου μέτρου για να εξασφαλίζει τη λύση της συγκέντρωσης από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή τη λήψη άλλων μέτρων αποκατάστασης. Σε βάρος των επιχειρήσεων που δεν συμμορφώνονται με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη συγκέντρωση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10 και επιπλέον πρόστιμο ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, για κάθε ημέρα που παρέρχεται χωρίς συμμόρφωση προς την απόφαση…. 5. Το κύρος των δικαιοπραξιών που καταρτίζονται κατά παράβαση της παραγράφου 1 εξαρτάται από την απόφαση που εκδίδεται κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 2, 3 και 6 του άρθρου 8 ή κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 4. Ωστόσο, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ουδόλως θίγουν το κύρος των χρηματιστηριακών συναλλαγών επί τίτλων γενικώς, περιλαμβανομένων και των τίτλων που είναι μετατρέψιμοι σε άλλους τίτλους, εκτός αν οι αγοραστές ή οι πωλητές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι η σχετική συναλλαγή πραγματοποιείται κατά παράβαση της παραγράφου 1». Βάσει των ανωτέρω διατάξεων, η παράλειψη γνωστοποίησης της επικαλούμενης από την ενάγουσα συγκέντρωσης επιχειρήσεων στην οποία έχει προβεί η μεγαλομέτοχος της εναγομένης και πρώτη προσθέτως παρεμβαίνουσα …, η οποία κατά την ως άνω Γ.Σ. εμφανίσθηκε να ελέγχει αμέσως και εμμέσως το 48,6% των μετοχών της εναγομένης με αποτέλεσμα να επιτύχει την αλλαγή του Δ.Σ. και την τοποθέτηση σε αυτό μελών ελεγχομένων από αυτήν, και αληθής υποτιθέμενη, δεν επιφέρει αυτοδικαίως την ακυρότητα των εντός των πλαισίων αυτής καταρτισθεισών δικαιοπραξιών οι οποίες ως εκ τούτου δεν θίγονται αναδρομικά ώστε να δύναται να ζητηθεί η αναγνώριση της ακυρότητάς τους από τρίτους αλλά εξαρτάται από τη σχετική απόφαση της αρμόδιας αρχής ήτοι της Επιτροπής Ανταγωνισμού, συνεπάγεται δε, την επιβολή διοικητικών κυρώσεων έτσι όπως αυτές καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 4 και 5 του Ν. 3959/2011 και τις οποίες έχει δικαίωμα μόνο η αρμόδια αρχή ήτοι η Επιτροπή Ανταγωνισμού να επιβάλει, ομοίως κατόπιν σχετικής αποφάσεώς της, την έκδοση της οποίας, σε κάθε περίπτωση, η ενάγουσα δεν επικαλείται. Εξάλλου, αθεράπευτη – κατά τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας – αοριστία, που καθιστά την υπό κρίσιν αγωγή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και ως εκ τούτου απορριπτέα, υπάρχει όσον αφορά στο σκέλος του υπό στοιχ. (α) επικουρικού αιτήματος της υπό κρίσιν αγωγής, με το οποίο η ενάγουσα ζητά να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της απόφασης της Γ.Σ. της 24-6-2016 ως προς το 9ο θέμα ημερησίας διατάξεως ήτοι την ανάκληση του Δ.Σ. της εναγομένης και την εκλογή νέου Δ.Σ. λόγω αντίθεσής της στο νόμο και δη στο άρθρο 281 ΑΚ, δεδομένου ότι η ενάγουσα επικαλείται μεν το ίδιο ως άνω αναλυτικά εκτεθέν στο δικόγραφο της αγωγής ιστορικό της συγκεντρώσεως επιχειρήσεων από τη μεγαλομέτοχο της εναγομένης και πρώτη προσθέτως παρεμβαίνουσα …, η οποία κατά την ως άνω Γ.Σ. εμφανίσθηκε να ελέγχει αμέσως και εμμέσως το 48,6% των μετοχών της εναγομένης με αποτέλεσμα να επιτύχει την αλλαγή του Δ.Σ. και την τοποθέτηση σε αυτό μελών ελεγχομένων από αυτήν, χωρίς ωστόσο να αναφέρει πραγματικά περιστατικά που να στοιχειοθετούν την παραβίαση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τις διατάξεις περί μη υπέρβασης των ορίων της καλής πίστεως, των συναλλακτικών ηθών και του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και η οποία καθιστά το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης της Γ.Σ. ως καταχρηστικό, μόνη δε η αόριστη αναφορά της σε «παράνομες μεθοδεύσεις» της μεγαλομετόχου της εναγομένης και πρώτης προσθέτως παρεμβαίνουσας … δεν αρκεί.
Ως προς το υπό στοιχ. (β) επικουρικό αίτημα της υπό κρίσιν αγωγής, με το οποίο η ενάγουσα ζητά να αναγνωρισθεί η ακυρότητα, επικουρικώς δε να κηρυχθεί άκυρη η απόφαση της Γ.Σ. της 24-6-2016 ως προς το 9ο θέμα ημερησίας διατάξεως ήτοι την ανάκληση του Δ.Σ. της εναγομένης και την εκλογή νέου Δ.Σ. λόγω αντίθεσής της στο νόμο και δη στο άρθρο 30 παρ. 2 Ν. 2190/1920, δεδομένου ότι η μεγαλομέτοχος και πρώτη προσθέτως παρεμβαίνουσα …, κατά την ως άνω Γ.Σ., με μεθοδεύσεις εμφανίσθηκε να ελέγχει αμέσως και εμμέσως το 48,6% των μετοχών της εναγομένης με αποτέλεσμα να επιτύχει την αλλαγή του Δ.Σ. και την τοποθέτηση σε αυτό μελών ελεγχομένων από αυτήν, έτσι ώστε η ίδια (ενάγουσα), μολονότι μεγαλομέτοχος, να μην εκπροσωπείται στο νεοεκλεγέν Δ.Σ., αυτό θα πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο, καθόσον από τη στιγμή που η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι στο καταστατικό της εναγομένης περιλαμβάνεται ρύθμιση σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 3 και 6 του Ν. 2190/1920 περί εκπροσώπησης συγκεκριμένων μετόχων στο Διοικητικό Συμβούλιο και περί εκλογής υποψηφίων μελών Διοικητικού Συμβουλίου βάσει καταλόγων κατά την αναλογία των ψήφων που λαμβάνει κάθε κατάλογος αντίστοιχα, ώστε να εξασφαλίζεται η εκπροσώπηση της ενάγουσας στο Δ.Σ. της εναγομένης, η λειτουργία της τελευταίας δε, διέπεται από την αρχή της πλειοψηφίας (άρθρο 31 παρ. 1 Ν.2190/1920), από το συνδυασμό της οποίας με τη διάταξη του άρθρου 33 του Ν. 2190/1920, που ορίζει ότι η Γενική Συνέλευση των μετόχων είναι το ανώτατο όργανο της εταιρείας και δικαιούται να αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση, προκύπτει ότι η Γενική Συνέλευση δικαιούται οποτεδήποτε και χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος να ανακαλεί ελευθέρως τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και ότι το δικαίωμα της Γενικής Συνελεύσεως να ανακαλεί ελευθέρως τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν υπόκειται σε περιορισμούς είτε αυτοί καθιερώνονται ευθέως, είτε εμμέσως με τη μορφή επιζήμιων συνεπειών σε περίπτωση ασκήσεώς του, και αν ακόμη έχουν συμφωνηθεί (ΑΠ 1606/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ), η απόφαση της Γ.Σ. της εναγομένης της 24-6-2016 περί ανάκλησης του Δ.Σ. της εναγομένης και περί εκλογής νέου Δ.Σ. αποτελούμενου από μέλη, ελεγχόμενα σύμφωνα με τα εκτεθέντα στο δικόγραφο της αγωγής από την έτερη μεγαλομέτοχο της εναγομένης και πρώτη προσθέτως παρεμβαίνουσα … και η μη εκπροσώπηση της ενάγουσας μολονότι μεγαλομετόχου, στο νεοεκλεγέν Δ.Σ., εφόσον ελήφθη από το αρμόδιο προς τούτο όργανο και με την απαιτούμενη πλειοψηφία, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι παραβιάζει αλλά αντίθετα ελήφθη διεπόμενη από την αρχή της ίσης μεταχείρισης των μετόχων, σύμφωνα με την οποία «Η εταιρεία διασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων των μετόχων που βρίσκονται στην ίδια θέση» (άρθρο 30 παρ. 2 Ν. 2190/1920).
Ως προς το υπό στοιχ. (γ) επικουρικό αίτημα της υπό κρίσιν αγωγής, με το οποίο η ενάγουσα ζητά να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της απόφασης της Γ.Σ. της 24-6-2016 ως προς το 6ο θέμα ημερησίας διατάξεως ήτοι τη λήψη απόφασης για την υιοθέτηση μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 47 του Ν. 2190/1920 – που συμπαρασύρει λόγω συνάφειας σε ακυρότητα και τις αποφάσεις επί των υπ’ αριθ. 1, 2, 3 και 5 θεμάτων ημερησίας διατάξεως – αφενός λόγω αντίθεσής της στο νόμο, δεδομένου ότι το μέτρο που υιοθετήθηκε βάσει της ως άνω αποφάσεως ήτοι η μη διάθεση κερδών στους μετόχους για πέντε έτη, δεν προβλέπεται από το νόμο, είναι μελλοντικό και αβέβαιο και αφετέρου λόγω αντίθεσής της στο καταστατικό της εναγομένης, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 15 αυτού (καταστατικού), για τη λήψη αποφάσεων της Γ.Σ. σε θέματα που αφορούν την επαύξηση των υποχρεώσεων των μετόχων και τη μεταβολή του τρόπου διαθέσεως των κερδών, απαιτείται εξαιρετική απαρτία και πλειοψηφία της Γ.Σ. των 2/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, προϋπόθεση που δεν πληρώθηκε εν προκειμένω, επικουρικώς δε, λόγω αντίθεσής της στο νόμο και δη στο άρθρο 281 ΑΚ, αυτό (αίτημα) θα πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο ως προς το πρώτο και ως αόριστο ως προς το δεύτερο σκέλος του. Πιο συγκεκριμένα, από την εκτίμηση των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων που αφορούν στην εξέταση της νομιμότητας του συγκεκριμένου αιτήματος σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Ν. 2190/1920, σύμφωνα με το οποίο «Σε περίπτωση που το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας, όπως προσδιορίζονται στο υπόδειγμα ισολογισμού που προβλέπεται από το άρθρο 42γ, γίνει κατώτερο από το μισό (1/2) του μετοχικού κεφαλαίου, το Διοικητικό Συμβούλιο υποχρεούται να συγκαλέσει τη Γενική Συνέλευση, μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από τη λήξη της χρήσης, που θα αποφασίσει τη λύση της εταιρείας ή την υιοθέτηση άλλου μέτρου», προκύπτει ότι η ως άνω απόφαση της Γ.Σ. της 24-6-2016 περί υιοθέτησης ως μέτρου σύμφωνα με το άρθρο 47 του Κ.Ν. 2190/1920 του «συμψηφισμού από τα καθαρά κέρδη των επόμενων πέντε οικονομικών χρήσεων», ληφθείσα κατόπιν του υπ’ αριθ. 5947/31-3-2016 εγγράφου της Περιφέρειας Αττικής – Τμήμα Ανωνύμων Εταιρειών, σύμφωνα με το οποίο «επισημαίνουμε ότι το σύνολο ιδίων Κεφαλαίων της ανωτέρω εταιρείας είναι μικρότερο από το 1/2 του Μετοχικού Κεφαλαίου, συνεπώς συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 47 του Κ.Ν. 2190/1920. Κατόπιν τούτου σημειώνουμε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο υποχρεούται να συγκαλέσει Γενική Συνέλευση των μετόχων που θα αποφασίσει τη λύση της εταιρείας ή τη υιοθέτηση άλλου μέτρου» και κατόπιν της αποφάσεως του Δ.Σ. της εναγομένης (πρακτικό υπ’ αριθ. 503/25-6-2016) περί προτάσεως στη Γ.Σ. του ως άνω μέτρου ως του πλέον κατάλληλου και πρόσφορου προς αντιμετώπιση της κατάστασης, προηγηθείσας μακράς συζητήσεως και εξετάσεως και άλλων εναλλακτικών λύσεων στα πλαίσια της συνεδριάσεώς του (Δ.Σ.), δεν δύναται να τυγχάνει άκυρη λόγω υιοθετήσεως μέτρου, το οποίο έρχεται σε αντίθεση στο νόμο ως μη προβλεπόμενο σε αυτόν, μελλοντικό και αβέβαιο, δεδομένου ότι από την ως άνω γραμματική διατύπωσή του, δεν προκύπτει ότι ο νόμος προβλέπει περιορισμούς ως προς τον αριθμό και το είδος των εκάστοτε υιοθετούμενων μέτρων, μεταξύ των οποίων δύναται να περιληφθεί και ο ως άνω συμψηφισμός, ως μορφή χρηματοδοτήσεως της εταιρείας, ηπιότερη της αυξήσεως μετοχικού κεφαλαίου – την οποία είχε προτείνει η ενάγουσα αλλά απορρίφθηκε – εξαρτώμενη από την ύπαρξη κερδών καθώς και από την ετήσια απόφαση της Γ.Σ. της εναγομένης περί εγκρίσεως των ετήσιων – καταρτισθέντων επί τη βάσει του ως άνω συμψηφισμού – ισολογισμών, ως εκ των ως άνω στοιχείων δε, προκύπτει ότι το ως άνω υιοθετηθέν από τη Γ.Σ. της 24-6-2016 μέτρο κατ’ άρθρο 47 του Ν. 2190/1920, δεν συνιστά άνευ ετέρου μη διανομή κερδών και επαύξηση των υποχρεώσεων των μετόχων, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα, ως εκ τούτου για τη λήψη απόφασης επ’ αυτού (μέτρο), δεν απαιτείται η απαιτούμενη από το άρθρο 15 του καταστατικού της εναγομένης εξαιρετική απαρτία και πλειοψηφία της Γ.Σ. των 2/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, ως ομοίως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Εξάλλου, αθεράπευτη – κατά τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας – αοριστία, που καθιστά την υπό κρίσιν αγωγή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και ως εκ τούτου απορριπτέα, υπάρχει όσον αφορά στο σκέλος του υπό στοιχ. (γ) επικουρικού αιτήματος της υπό κρίσιν αγωγής, με το οποίο η ενάγουσα ζητά να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της απόφασης της Γ.Σ. της 24-6-2016 ως προς το 6ο θέμα ημερησίας διατάξεως ήτοι τη λήψη απόφασης για την υιοθέτηση μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 47 του Ν. 2190/1920, το οποίο συμπαρασύρει λόγω συνάφειας σε ακυρότητα και τις αποφάσεις επί των υπ’ αριθ. 1, 2, 3 και 5 θεμάτων ημερησίας διατάξεως, λόγω αντίθεσής της στο νόμο και δη στο άρθρο 281 ΑΚ, δεδομένου ότι η ενάγουσα επικαλείται μεν το ίδιο ως άνω αναλυτικά εκτεθέν στο δικόγραφο της αγωγής ιστορικό της συγκεντρώσεως επιχειρήσεων από τη μεγαλομέτοχο της εναγομένης και πρώτη προσθέτως παρεμβαίνουσα …, η οποία κατά την ως άνω Γ.Σ. εμφανίσθηκε να ελέγχει αμέσως και εμμέσως το 48,6% των μετοχών της εναγομένης με αποτέλεσμα να επιτύχει την υπερψήφιση του ως άνω μέτρου της μη διάθεσης κερδών στους μετόχους για πέντε έτη, χωρίς ωστόσο να αναφέρει πραγματικά περιστατικά που να στοιχειοθετούν την παραβίαση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τις διατάξεις περί μη υπέρβασης των ορίων της καλής πίστεως, των συναλλακτικών ηθών και του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και η οποία καθιστά το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης της Γ.Σ. ως καταχρηστικό, μόνη δε η αόριστη αναφορά της σε «παράνομες μεθοδεύσεις» της μεγαλομετόχου της εναγομένης και πρώτης προσθέτως παρεμβαίνουσας … δεν αρκεί.
Ως προς το υπό στοιχ. (δ) επικουρικό αίτημα της υπό κρίσιν αγωγής, με το οποίο η ενάγουσα ζητά να κηρυχθούν άκυρες τόσο η απόφαση της Γ.Σ. της 15-6-2016 περί αναβολής της συγκλήσεώς της για την 24-6-2016 όσο και οι αποφάσεις της Γ.Σ. της 24-6-2016 ως προς άπαντα τα θέματα ημερησίας διατάξεως διότι λήφθηκαν με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με το νόμο και δη με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 3 Ν. 2190/1920 περί αναβολής της Γ.Σ., δεδομένου ότι ο Πρόεδρος αυτής ανέβαλε την πρώτη (15-6-2016) ορίζοντας ημέρα συνέχισης της συνεδρίασης την 24-6-2016 γενομένης δεκτής της σχετικής αιτήσεως της μετόχου και πρώτης προσθέτως παρεμβαίνουσας Τ. Π. Α.Ε. και όχι την προτεινόμενη από την ιδία (ενάγουσα) απώτερη ημέρα της 14-7-2016, γεγονός που καθιστά ακυρώσιμη στο σύνολό της και την Γ.Σ. της 24-6-2016, η οποία αποτελεί συνέχειά της, θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 3 του Κ.Ν. 2190/1920, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του τελευταίου εδαφίου της από τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του Ν. 3884/2010 (ΦΕΚ A 168/24.9.2010) «Με αίτηση μετόχου ή μετόχων που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, ο πρόεδρος της συνέλευσης υποχρεούται να αναβάλει μια μόνο φορά τη λήψη αποφάσεων από τη γενική συνέλευση, τακτική ή έκτακτη, για όλα ή ορισμένα θέματα, ορίζοντας ημέρα συνέχισης της συνεδρίασης, αυτή που ορίζεται στην αίτηση των μετόχων, η οποία όμως δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από τριάντα (30) ημέρες από τη χρονολογία της αναβολής. Η μετά από αναβολή γενική συνέλευση αποτελεί συνέχιση της προηγούμενης και δεν απαιτείται η επανάληψη των διατυπώσεων δημοσίευσης της πρόσκλησης των μετόχων, σε αυτήν μπορούν να μετέχουν και νέοι μέτοχοι, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 27 παρ. 2, 28 και 28α». Από το συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης με αυτές των διατάξεων του άρθρου 35α παρ. 1 και 2, 3, 7, 9 και 11 του Κ.Ν. 2190/1920 προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα : Στο άρθρο 39 παρ. 3 του Κ.Ν. 2190/1920 καθιερώνεται δικαίωμα της μειοψηφίας των μετόχων στην ανώνυμη εταιρία, σύμφωνα με το οποίο μέτοχος ή μέτοχοι εκπροσωπούντες το 5% του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου έχουν το δικαίωμα να αιτηθούν από τον Πρόεδρο της γενικής συνέλευσης και κατ’ ουσίαν να επιβάλουν σε αυτόν την εφάπαξ αναβολή λήψης αποφάσεως οποιοσδήποτε φύσης, για χρονικό διάστημα έως τριάντα ημέρες, ανεξαρτήτως του είδους της γενικής συνέλευσης ως τακτικής ή έκτακτης. Η ratio της ρύθμισης έγκειται στη νομοθετική πρόθεση να παρασχεθεί στην οριζόμενη μειοψηφία η ευκαιρία μίας καλύτερης προετοιμασίας αναφορικά με τα καίρια ζητήματα της ανώνυμης εταιρείας, που πρόκειται να συζητηθούν στη γενική συνέλευση, αλλά και η αντιμετώπιση των τυχόν αιφνιδιασμών, που μπορούν να προκαλέσουν πρωτοβουλίες της πλειοψηφίας (βλ Σπυρίδωνος, Τα δικαιώματα της μειοψηφίας στην ανώνυμη εταιρία, 2π έκδ., 2016, σελ 98-99, Γεωργακόπουλο, Εταιρίες και συνδεδεμένες επιχειρήσεις, 1996, σελ. 329). Ο όρος «μειοψηφία» αποτελεί αφηρημένη νομική έννοια, που κατ’ αρχάς αντιδιαστέλλεται στην έννοια της πλειοψηφίας, από τον συσχετισμό δε της διάταξης του άρθρου 39 με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Κ.Ν. 2190/1920 για τον τρόπο λήψης των αποφάσεων στη γενική συνέλευση βάσει της κεφαλαιουχικής πλειοψηφίας επί του εκπροσωπούμενου στη γενική συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου, προκύπτει κατ’ αρχάς το συμπέρασμα ότι η μειοψηφία αναφέρεται σε έναν ή περισσότερους μετόχους, οι μετοχές των οποίων εκπροσωπούν ποσοστό μικρότερο του 50% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου (βλ Παναγιωτοπούλου σε Ανώνυμες Εταιρίες, επιμ. Αντωνόπουλου/Μούζουλα, Τ. Π, 2013, υπό το άρθρο 39, στους αρ. περ. 4 επ., σελ 1011 επ.). Ειδικώς καθόσον αφορά στο δικαίωμα της μειοψηφίας για την αναβολή λήψης απόφασης της γενικής συνέλευσης, η ρύθμιση του νόμου εξισορροπεί τα πιθανώς αντιτιθέμενα συμφέροντα. Από τη μία πλευρά επιτρέπει στη μειοψηφία να προπαρασκευάσει τη συμμετοχή της στη γενική συνέλευση καλύτερα, ώστε να αποφευχθεί η λήψη επιζήμιων γι’ αυτήν αποφάσεων (πχ επί ζητημάτων απαλλαγής μελών του ΔΣ, επειδή δεν έχει συγκεντρώσει τα αναγκαία στοιχεία) ή αιφνιδιασμοί της από την πλειοψηφία, η οποία ελέγχοντας το διοικητικό συμβούλιο ευχερώς δύναται να προβεί σε διατύπωση πχ με αόριστο τρόπο της ημερήσιας διάταξης, προκειμένου να υφαρπάξει τις επιθυμητές γι’ αυτήν αποφάσεις. Από την άλλη, ωστόσο, πλευρά, ο περιορισμός της μίας μόνο αναβολής ανά θέμα και των τριάντα ημερών, εντός των οποίων πρέπει να συγκληθεί η γενική συνέλευση μετ’ αναβολή, στοχεύει στην αντιμετώπιση της ενδεχομένως σκόπιμης, παρελκυστικής συμπεριφοράς της μειοψηφίας, επ’ ωφελεία τόσο της πλειοψηφίας, όσο και της ίδιας της εταιρείας, που μπορεί να βλάπτεται από την καθυστέρηση στη λήψη σημαντικών ή επειγουσών αποφάσεων (βλ για όλα τα ανωτέρω Σπυρίδωνος, Τα δικαιώματα της μειοψηφίας στην ανώνυμη εταιρία, 2η έκδ., 2016, σελ 99, στους αρ. περ. 246-248, Λεβαντή/Γρηγοράκου, Το Δίκαιον των Εμπορικών Εταιρειών, Τ. Γ`, 8η έκδ., 1989, σελ 1077). Οι υποβάλλοντες την αίτηση πρέπει να συγκεντρώνουν ποσοστό 5% του μετοχικού κεφαλαίου. Το δικαίωμα ασκείται αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα (ή μέρος θέματος) έχει συμπεριληφθεί στην ημερήσια διάταξη ή και αναφορικά με οιοδήποτε θέμα ετέθη κατά την (αυτόκλητη ή μη) καθολική γενική συνέλευση εκτός ημερήσιας διάταξης και συμφωνήθηκε από όλους τους μετόχους να συζητηθεί (βλ Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, 7η έκδ., σελ 419, Σπυρίδωνος, ο.π., σελ 101, στον αρ. περ. 257, Παναγιωτοπούλου, ο.π., σελ 1042, στον αρ. περ. 56). Το αίτημα αναβολής απευθύνεται προς τον Πρόεδρο της γενικής συνέλευσης και πρέπει να περιέχει α) αίτημα αναβολής λήψης συγκεκριμένης απόφασης επί οιουδήποτε θέματος, β) ορισμένη ημερομηνία, στην οποία ζητείται η μετάθεση της ψηφοφορίας, μη απέχουσα πλέον των τριάντα ημερών από την ημερομηνία της γενικής συνέλευσης, κατά την οποία υποβάλλεται το αίτημα [βλ και ΜΠρΘεσ 503/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ (ασφ. μ.) για την περίπτωση, που στην αίτηση δεν αναφέρεται συγκεκριμένη ημερομηνία ή η αναφερόμενη στην αίτηση ημερομηνία απέχει πλέον των τριάντα ημερών] και γ) υποβολή από μέτοχο ή μετόχους, που εκπροσωπούν το 5% του μετοχικού κεφαλαίου (βλ Σπυρίδωνος, ο.π., σελ 101-102, στους αρ. περ. 258-265). Η αίτηση δεν είναι αναγκαίο να περιέχει οποιαδήποτε αιτιολογία ασκήσεως του δικαιώματος, αφού η άσκησή του δεν συνδέεται από τον νόμο με οποιαδήποτε αιτία ούτε είναι δυνατή η εξέταση της σκοπιμότητας άσκησης αυτού (βλ Σπυρίδωνος, ο.π., σελ 101, στον αρ. περ. 263). Κατά μία άποψη η υποβολή της αίτησης προϋποθέτει την προηγούμενη συγκρότηση της γενικής συνέλευσης σε σώμα, κατ’ ορθότερη, ωστόσο, άποψη το οικείο αίτημα μπορεί να υποβληθεί ακόμα και στον προσωρινό Πρόεδρο της γενικής συνέλευσης, μετά την έναρξη της συνεδρίασής της, οπότε, όμως, και θα πρέπει να διαβιβασθεί στον οριστικό Πρόεδρο της γενικής συνέλευσης, πριν τη λήψη απόφασης επί του συγκεκριμένου θέματος, προκειμένου το αίτημα να κριθεί από τον τελευταίο ως μόνο αρμόδιο κατά τον νόμο (βλ Δρακόπουλο σε ΔικΑΕ, γ` έκδ., 2013, Τ. II, υπό το άρθρο 39, σελ 1506, στον αρ. περ. 129, Σπυρίδωνος, ο.π., σελ 102-103, στον αρ. περ. 271-274). Στην περίπτωση που μία συγκεκριμένη μειοψηφία υποβάλει το αίτημα αναβολής της ψηφοφορίας για όλα τα θέματα στη συνέλευση, το δε αίτημα κριθεί από τον Πρόεδρο, οι λοιποί μέτοχοι δεν είναι δυνατόν πλέον να ζητήσουν αναβολή για τριάντα ημέρες, καθώς η αναβολή χορηγείται μία μόνο φορά για κάθε θέμα, η δε απόφαση του Προέδρου της γενικής συνέλευσης είναι οριστική και δεν ανακαλείται (βλ Σπυρίδωνος, ο.π., σελ 103, στον αρ. περ. 275 και σελ 107, στον αρ. περ. 298). Στην περίπτωση, βέβαια, που υποβληθούν πλείονες αιτήσεις αναβολής από πλείονες ομάδες μετόχων και δη πριν ο Πρόεδρος της συνέλευσης αποφανθεί εφ’ οιασδήποτε εξ αυτών, τίθεται το ζήτημα της σειράς εξέτασης των αιτήσεων αυτών ή της επιλογής μεταξύ των περισσοτέρων της μίας προτεινομένων ημερομηνιών για την μετ’ αναβολή συνεδρίαση της γενικής συνέλευσης. Κατά μία μεμονωμένη άποψη, η σειρά υποβολής των αιτημάτων καθορίζει και τη σειρά ικανοποίησής τους (βλ Χαρλαύτη, Τα δικαιώματα των μειοψηφιών των μετόχων διά τον έλεγχον των ανωνύμων εταιριών σε Τιμ. Τόμο Λουκόπουλου, σελ 433 επ. και ιδία σελ 435). Αν, συνεπώς, με τη χρονικά προγενέστερη αίτηση ζητείται η αναβολή λήψης μίας απόφασης για συντομότερη ημερομηνία, έναντι της αιτούμενης με τη χρονικά δεύτερη αίτηση, ως ημερομηνία της μετ’ αναβολή συνεδρίασης για τη λήψη της απόφασης ορίζεται η αναφερόμενη στη χρονικά προηγούμενη αίτηση. Ωστόσο, ένας κανόνας χρονικής προτεραιότητας για τον τρόπο συντονισμού, συσχετισμού και ικανοποίησης των πλειόνων αιτημάτων αναβολής δεν καθιερώνεται στις κείμενες διατάξεις. Επιπλέον, μία τέτοια ερμηνεία είναι βέβαιο ότι θα δημιουργούσε εντάσεις και αμφισβητήσεις ως προς τον ακριβή χρόνο υποβολής εκάστου αιτήματος σε ένα ιδιότυπο διαγωνισμό και διαγκωνισμό κατά την υποβολή των πλειόνων αιτημάτων. Προσέτι, η εν λόγω ερμηνεία είναι δυνατό να οδηγήσει σε φαλκίδευση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας, δεδομένου ότι ο εκπροσωπών ποσοστό 5% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου, πληροφορούμενος την πρόθεση έτερης μειοψηφούσας ομάδας να αιτηθεί την αναβολή στο απώτατο δυνατό χρονικό διάστημα των τριάντα ημερών, παρά την περί του αντιθέτου προσωπική του επιθυμία, θα έσπευδε να υποβάλει πρώτος αυτός το αίτημα της αναβολής, αιτούμενος τον προσδιορισμό της σε συντομότερο χρόνο, με αποτέλεσμα την εν τοις πράγμασι αδυναμία της έτερης μειοψηφίας να επιτύχει την αναβολή σε απώτερη ημερομηνία εντός του χρονικού πλαισίου των τριάντα ημερών, ενόψει και του κανόνα της άπαξ αναβολής για το αυτό θέμα ψηφοφορίας. Εντούτοις, η μειοψηφία στην ανώνυμη εταιρία ως μόνο τρόπο προστασίας της διαθέτει τα αποσπασματικώς προβλεπόμενα στον νόμο δικαιώματα μειοψηφίας, οι σχετικές με τα οποία διατάξεις τυγχάνουν αναγκαστικού δικαίου, με αποτέλεσμα τυχόν αντίθετες καταστατικές διατάξεις, με τις οποίες τα εν λόγω δικαιώματα περιστέλλονται να θεωρούνται άκυρες. Για τον ίδιο λόγο, οι προβλέπουσες τα δικαιώματα μειοψηφίας σχετικές νομοθετικές διατάξεις τυγχάνουν στενά, υπέρ της μειοψηφίας και της προστασίας των δικαιωμάτων της, ερμηνευτέες. Όταν, συνεπώς, πλείονες ερμηνευτικές εκδοχές παρίστανται ως δυνατές στο πλαίσιο μιας διάταξης, που καθιερώνει ένα δικαίωμα μειοψηφίας, πρέπει να προκρίνεται εκείνη εξ αυτών, που θωρακίζει αποτελεσματικότερα το ως άνω δικαίωμα και υπηρετεί τον σκοπό, για τον οποίο ετέθη από τον νομοθέτη (βλ Σπυρίδωνος, ο.π., σελ 7 ως προς την ερμηνεία των διατάξεων, που αφορούν σε δικαιώματα μειοψηφίας). Στην ανωτέρω περίπτωση των πλειόνων αιτημάτων αναβολής, ευρέως υποστηριζόμενη παρίσταται η ερμηνευτική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η μετ’ αναβολή συνεδρίαση προσδιορίζεται στην απώτερη εκ των προτεινομένων ημερομηνιών εντός του εκ του νόμου προβλεπομένου πλαισίου των τριάντα ημερών (βλ έτσι Σπυρίδωνος, ο.π., σελ- 103, στον αρ. περ. 275 και σελ- 106-107, στους αρ. περ. 296-297, Λεβαντή/Γρηγοράκο, ο.π., σελ. 1081, Λεβαντή, Ανώνυμες Εταιρίες, τ. 2, Τ. Α, 1997, σελ. 99, Δρακόπουλο σε ΔικΑΕ, γΆ έκδ., 2013, Τ. Π, υπό το άρθρο 39, στον αρ. περ. 145, σελ. 1509). Η εν λόγω θέση πρέπει να προκριθεί ως ορθότερη, διότι απαλλάσσεται από τα άτοπα, στα οποία οδηγείται η έτερη, μεμονωμένα υποστηριζόμενη άποψη και διασφαλίζει κατά τρόπο αποτελεσματικότερο τα δικαιώματα της μειοψηφίας. Το δικαίωμα αναβολής λήψης απόφασης της γενικής συνέλευσης δεν πρέπει να ασκείται καταχρηστικά, υποστηρίζεται δε, ότι σε μία τέτοια περίπτωση, ο Πρόεδρος της γενικής συνέλευσης δικαιούται να αγνοήσει το ζήτημα [ΜΠρΗρακλ 414/2001 (ασφ. μ.) ΕΕμπΔ 2002. 81, Ν. Ρόκας, Εμπορικές Εταιρίες, 7η έκδ., σελ. 419 και 414-415]. Πράγματι το δικαίωμα της μειοψηφίας να αιτηθεί την αναβολή της λήψης απόφασης από τη γενική συνέλευση υπόκειται στον έλεγχο της πιθανής καταχρηστικής άσκησής του, όπως και κάθε δικαίωμα. Ο Πρόεδρος, βέβαια, της γενικής συνέλευσης, ως εκλεγείς από την πλειοψηφία της γενικής συνέλευσης, είναι πιθανό να ταυτίζεται με τις απόψεις της, η τελική, όμως, κρίση περί την καταχρηστικότητα ή μη της απόφασης ανήκει εν τέλει στο δικαστήριο, στην περίπτωση που ο μέτοχος ή οι μέτοχοι της μειοψηφίας αποφασίσουν να προσφύγουν σε αυτό. Όπως, όμως, χαρακτηριστικά επισημαίνεται, η κατάφαση της καταχρηστικότητας του υποβαλλόμενου αιτήματος και εντεύθεν και η νομιμοποίηση της απόρριψής του (ή εν μέρει αποδοχής του επί υποβολής πλειόνων αιτημάτων αναβολής και επιλογής της χρονικά προγενέστερης ημερομηνίας αντί της απώτερης) πρέπει να επιφυλάσσεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Ο νομοθέτης έχει ήδη σταθμίσει τα αντιτιθέμενα συμφέροντα κατά την κατάστρωση της διάταξης και ως αντίβαρο στο σχετικό δικαίωμα της μειοψηφίας και την συνεπαγόμενη από την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος καθυστέρηση στη λήψη της απόφασης έχει θεσπίσει αφενός τον κανόνα της άπαξ αναβολής, αφετέρου την απώτατη προθεσμία των τριάντα ημερών από τη λήψη της περί την αναβολή απόφασης για τον προσδιορισμό της μετ’ αναβολή συνεδρίασης. Δεδομένου, συνεπώς, ότι το εν λόγω δικαίωμα αποσκοπεί στην προάσπιση των συμφερόντων της μειοψηφίας και επιπλέον έχουν προβλεφθεί επαρκείς δικλείδες ασφαλείας για τη μη παρακώλυση των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας, η θεώρηση της άσκησης του δικαιώματος ως καταχρηστικής πρέπει να επιφυλάσσεται μόνο σε ακραίες περιπτώσεις και δη όταν από την άσκηση του δικαιώματος είναι σφόδρα πιθανό να προκληθεί ανεπανόρθωτη βλάβη στην εταιρεία εντός των τριάντα αυτών ημερών (βλ έτσι Σπυρίδωνος, ο.π., σελ 104-105, στους αρ. περ. 286-287, Παναγιωτοπούλου, ο.π., σελ 1045, στον αρ. περ. 62, Λεβαντή, ο.π., σελ 97). Ως καταχρηστική, άλλωστε, και εντεύθεν ως άκυρη και μη επιφέρουσα έννομα αποτελέσματα έχει προταθεί να αξιολογείται η αίτηση, με την οποία ζητείται η αναβολή από την πλειοψηφία, όταν αποσκοπεί στο να καταστήσει τυπικώς αναλωθέν το δικαίωμα της μειοψηφίας (βλ Σπυρίδωνος, ο.π., σελ 105, στον αρ. περ. 287). Αν το δικαίωμα του άρθρου 39 παρ. 3 του Κ.Ν. 2190/1920 ασκήθηκε νομίμως και μολαταύτα αγνοήθηκε ή απορρίφθηκε μη νομίμως από τον Πρόεδρο της γενικής συνέλευσης η δε γενική συνέλευση προχώρησε εν συνεχεία στη λήψη απόφασης επί των θεμάτων, για τα οποία είχε ζητηθεί η αναβολή, η απόφαση αυτή της γενικής συνέλευσης επί των εν συνεχεία τεθέντων σε ψηφοφορία ζητημάτων τυγχάνει ακυρώσιμη λόγω παράβασης κανόνων σχετικών με τη διαδικασία, ήτοι ως ληφθείσα κατά μη σύμφωνο προς τον νόμο τρόπο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 35α παρ. 1 εδ. α του κ.ν. 2190/1920 [ΠΠρθεσ 17526/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μπρθεσ 503/2012 (ασφ. μ.) ΕΕμπΔ 2012. 73, Σπυρίδωνος, ο.π., σελ 108-109, στους αρ. περ. 304-306, Ρόκας, ο.π., σελ 411, Δρακόπουλος, ο.π., σελ 1509, στον αρ. περ. 146, Αλεξανδρίδου, Δίκαιο εμπορικών εταιριών, β` έκδ., 2016, σελ 427, στον αρ. περ. 24), πρβλ υπό το προγενέστερο του ν. 3604/2007 καθεστώς και ΠΠρΑΘ 8069/1977 Αρμ. 1979. 551], Στην περίπτωση αυτή είναι δυνατό να ζητηθεί η ακύρωση της απόφασης της γενικής συνέλευσης υπό τις οριζόμενες στο άρθρο 35α παρ. 3 του Κ.Ν. 2190/1920 προϋποθέσεις, με την έκδοση διαπλαστικής απόφασης του αρμόδιου Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Τα ανωτέρω είναι απολύτως ευκρινή στην περίπτωση της απόρριψης του ασκούμενου από τη μειοψηφία αιτήματος αναβολής και στην εν συνεχεία λήψη απόφασης από την ίδια γενική συνέλευση επί της ουσίας των τεθέντων προς ψηφοφορία ζητημάτων. Στην περίπτωση, όμως, που η παθογένεια στη διαδικασία εντοπίζεται όχι στην απόρριψη του αιτήματος αναβολής, αλλά στην κατόπιν μερικής αποδοχής του, αναβολή της υπόθεσης όχι στην προταθείσα ημερομηνία, αλλά σε συντομότερη ημερομηνία, που προτάθηκε από έτερη ομάδα μετόχων, τίθεται το ερώτημα του αν ακυρώσιμη τυγχάνει μόνο η περί την αναβολή (σε κοντινότερη ημερομηνία) απόφαση ή και η επί της ουσίας των τεθέντων προς ψηφοφορία ζητημάτων απόφαση της γενικής συνέλευσης στη μετ’ αναβολή ορισθείσα συνεδρίαση. Με την υιοθέτηση της δεύτερης εκδοχής, το ελάττωμα της αρχικής απόφασης περί την αναβολή εξακολουθεί να βαραίνει και τη μετ’ αναβολή συνεδρίαση, της οποίας η απόφαση δύναται να προσβληθεί για τον ίδιο λόγο, όπως και η πρώτη, χωρίς να συντρέχει λόγος για την επίκληση νέων ελαττωμάτων της δεύτερης αυτής συνεδρίασης, με εξαίρεση την περίπτωση που η τυχόν αναντίρρητη και ανεπιφύλακτη παράσταση των μετόχων μειοψηφίας, των οποίων το αίτημα αναβολής είχε προηγουμένως μερικώς ικανοποιηθεί στην προηγούμενη συνεδρίαση, ερμηνευθεί ως παραίτηση από το δικαίωμά τους να αιτηθούν την ακύρωση της οικείας απόφασης. Η δεύτερη αυτή εκδοχή πρέπει να προκριθεί ως ορθότερη για τους ακόλουθους λόγους: Το υποβαλλόμενο αίτημα της αναβολής αποσκοπεί στη μετάθεση του χρόνου λήψης της απόφασης της γενικής συνέλευσης επί των τιθέμενων σε ψηφοφορία ζητημάτων. Η επί της αναβολής απόφαση δεν έχει αυτοτελή αξία, αφού ουδεμία μεταβολή επιφέρει σε διαχειριστικό, εκπροσωπευτικό ή εταιρικό επίπεδο, αντιθέτως δε, αντλεί τη χρησιμότητα και την αποστολή της από την επί της ουσίας απόφαση της γενικής συνέλευσης, στην προπαρασκευή της οποίας αποσκοπεί, με τη χρονική τοποθέτησή της σε σημείο κατάλληλο για την προετοιμασία του μετόχου μειοψηφίας, πριν τη συμμετοχή του στην επί της ουσίας λήψη απόφασης. Όταν, συνεπώς, υποβάλλονται συγχρόνως δύο αιτήματα αναβολών προς τον Πρόεδρο της γενικής συνέλευσης και αντί της επιλογής της προτεινόμενης απώτερης ημερομηνίας, εντός πλαισίου της τασσομένης εκ του νόμου τριακονθήμερης προθεσμίας, επιλέγεται η κοντινότερη ημερομηνία, που προτείνεται από έτερη ομάδα, ως ακυρώσιμη παρίσταται όχι μόνο η περί την αναβολή απόφαση (επί των θεμάτων, για τα οποία ζητήθηκε η αναβολή), αλλά και η μετ’ αναβολή ορισθείσα, κατά την οποία λαμβάνονται οι επί της ουσίας αποφάσεις επί του ιδίου θέματος, πολλώ δε μάλλον που ρητά εξαγγέλλεται στο νόμο ότι η μετ’ αναβολή οριζόμενη γενική συνέλευση αποτελεί όχι νέα συνέλευση, αλλά συνέχεια της προηγούμενης. Όπως, λοιπόν, επί ολικής απόρριψης του αιτήματος αναβολής, οι επί της ουσίας αποφάσεις της αρχικής συνέλευσης επί των θεμάτων, για τα οποία είχε ζητηθεί η αναβολή, θα τύγχαναν ακυρώσιμες, έτσι και στην περίπτωση της συνέχισης της ίδιας συνεδρίασης σε κατά παράβαση του νόμου ορισθείσα ημερομηνία, οι ίδιες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης θα βαρύνονται με το αυτό ελάττωμα, αρκούσης και μόνο της προσβολής τους ως ακυρώσιμων χωρίς την ανάγκη επίκλησης και πρόσθετων λόγων ακυρωσίας. Τούτο συνάδει και με τη θέση ότι επί υποβολής πλειόνων αιτημάτων η γενική συνέλευση πρέπει να θεωρείται ως αναβληθείσα στην απώτερη προταθείσα, παρά την περί του αντιθέτου σχετική απόφαση του Προέδρου της γενικής συνέλευσης. Μόνη η ακύρωση της αναβλητικής απόφασης, άλλωστε, ουδεμία αποτελεσματική προστασία θα μπορούσε να προσφέρει στον μέτοχο της μειοψηφίας στην ανωτέρω περίπτωση, που παρά την εμφιλοχωρούσα ελαττωματικότητα στη διαδικασία, δεν θα απαλλασσόταν από το βάρος να αποδυθεί σε έναν αγώνα για την προσβολή της νεότερης απόφασης με επίκληση νέων λόγων, χωρίς να αντλεί οφέλη από την έγκυρη προσβολή της αρχικής απόφασης. Ακριβέστερα, εξάλλου, η αρχική απόφαση για την αναβολή αποτελεί κατά τον νόμο απόφαση του Προέδρου της γενικής συνέλευσης και όχι απόφαση της γενικής συνέλευσης ως συγκροτηθέντος σώματος, με αποτέλεσμα μία απόφαση να υφίσταται επί αναβολής και δη η λαμβανόμενη στη μετ’ αναβολή ορισθείσα συνεδρίαση. Τέλος, δεν πρέπει να παροραθεί ότι η γενική συνέλευση λαμβάνει κανονικά χώρα κατόπιν τήρησης σειράς δημοσιεύσεων και προσκλήσεων που ορίζονται στο άρθρο 26 του Κ.Ν. 2190/1920, η δε νομίμως λαμβανόμενη απόφαση για την αναβολή, κατ’ άρθρο 39 παρ. 3 του Κ.Ν. 2190/1920, έχει ως συνέπεια να μην τυγχάνει αναγκαία η τήρηση νέων διατυπώσεων δημοσιότητας της πρόσκλησης των μετόχων ούτε η εκ νέου νομιμοποίηση των παραστάντων μετόχων. Για τον ίδιο λόγο, η μη νομίμως χορηγούμενη αναβολή καθιστά ελαττωματική και αυτήν καθεαυτή τη σύγκληση του οικείου οργάνου στην ορισθείσα ημερομηνία, η οποία πραγματοποιείται κατά παράλειψη οιασδήποτε άλλης διατύπωσης δημοσιότητας (ΠολΠρωτΘες 3074/2017 δημ. ΝΟΜΟΣ). Βάσει των ανωτέρω, η υπό κρίσιν αγωγή ως προς το ως άνω υπό στοιχ. (δ) αίτημά της τυγχάνει νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 39 παρ. 3, 35α παρ. 1, 2β, 3 και 7 του Κ.Ν. 2190/1920, 281, 184 ΑΚ, 218, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, όπως ήδη προεξετέθη στην ως άνω μείζονα πρόταση της παρούσας, επί υποβολής πλειόνων, νομίμων αιτημάτων αναβολής, αρμόδιος να καθορίσει την ημερομηνία της μετ’ αναβολή συνεδρίασης είναι αποκλειστικά ο Πρόεδρος της γενικής συνέλευσης, η αρμοδιότητα του οποίου είναι δεσμία. Στην ως άνω περίπτωση, μάλιστα, ο Πρόεδρος της γενικής συνέλευσης οφείλει να αναβάλει τη λήψη της απόφασης επί των αναφερομένων στο οικείο αίτημα ζητημάτων στην απώτερη αιτηθείσα ημερομηνία και όχι αναλόγως του περιεχομένου της χρονικά προγενέστερης αιτήσεως, δεδομένου ότι μόνο η πρώτη ερμηνεία θωρακίζει κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο το σχετικό μειοψηφικό δικαίωμα και αντιμετωπίζει δραστικά τον κίνδυνο από την καταχρηστική υποβολή αιτημάτων από έτερες ομάδες μετόχων, για τον προσδιορισμό της μετ’ αναβολή συνεδρίασης σε συντομότερο χρόνο. Μόνη νόμιμη δυνατότητα άρνησης του Προέδρου παρίσταται η επίκληση και απόδειξη της καταχρηστικότητας του υποβληθέντος αιτήματος, η οποία επιφυλάσσεται σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και κρίνεται εν τελεί από το Δικαστήριο σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας. Εξάλλου, το υποβαλλόμενο αίτημα της αναβολής κατά την αρχική ημερομηνία, αποσκοπεί στη μετάθεση του χρόνου λήψης της απόφασης της γενικής συνέλευσης επί των τιθέμενων σε ψηφοφορία ζητημάτων, η δε επί της αναβολής απόφαση δεν έχει αυτοτελή αξία, αλλά αντλεί τη χρησιμότητα και την αποστολή της από την επί της ουσίας των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης απόφαση της γενικής συνέλευσης, στην προπαρασκευή της οποίας αποσκοπεί, μέσω της χρονικής τοποθέτησής της σε σημείο κατάλληλο για την προετοιμασία του μετόχου μειοψηφίας. Στην προκειμένη περίπτωση, συνεπώς, όπου φέρονται ως υποβληθέντα δύο αιτήματα αναβολών προς τον Πρόεδρο της γενικής συνέλευσης και αντί της επιλογής της προταθείσας από την ενάγουσα απώτερης ημερομηνίας, εντός πλαισίου της τασσομένης εκ του νόμου τριακονθήμερης προθεσμίας, φέρεται ότι επελέγη η κοντινότερη ημερομηνία, που προτάθηκε από την έτερη μέτοχο και πρώτη προσθέτως παρεμβαίνουσα … ως ακυρώσιμη παρίσταται, κατά τα εκτιθέμενα, όχι μόνο η περί την αναβολή απόφαση της γενικής συνέλευσης της 15-6-2016, αλλά και η μετ` αναβολή ορισθείσα, κατά την οποία ελήφθησαν οι επί των ζητημάτων της ημερήσιας διάταξης κρίσιμες επί της ουσίας αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, πολλώ δε μάλλον που η μετ` αναβολή ορισθείσα γενική συνέλευση αποτελεί κατά το νόμο όχι νέα συνέλευση, αλλά συνέχεια της προηγούμενης, μίας και μοναδικής συνέλευσης. Μόνη η ακύρωση της αναβλητικής απόφασης, άλλωστε, ουδεμία αποτελεσματική προστασία θα μπορούσε να προσφέρει στην ενάγουσα ως μέτοχο της μειοψηφίας, που παρά τη σχετική ελαττωματικότητα στη διαδικασία, δεν θα απαλλασσόταν σε διαφορετική περίπτωση από το βάρος να αποδυθεί σε έναν αγώνα για την προσβολή της νεότερης απόφασης της γενικής συνέλευσης και δη με επίκληση νέων λόγων, χωρίς να αντλεί οφέλη από την έγκυρη προσβολή της αρχικής απόφασης. Πρέπει, συνεπώς, η υπό κρίσιν αγωγή ως προς το ως άνω υπό στοιχ. (δ) αίτημά της να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων που αφορούν στην εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας του συγκεκριμένου αιτήματος σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης : Δυνάμει της από 18-5-2016 προσκλήσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, σε εκτέλεση της από 18-5-2016 σχετικής αποφάσεώς του, συνεκλήθη τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της εναγομένης για την 15-6-2016 με ορισθέντα θέματα ημερησίας διατάξεως : 1) Υποβολή και έγκριση των Ετήσιων Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων, εταιρικών και ενοποιημένων, σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) για τη χρήση 01.01.2015 έως 31.12.2015, μετά των σχετικών εκθέσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και του Ορκωτού Ελεγκτή – Λογιστή, 2) Απαλλαγή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των Ορκωτών Ελεγκτών – Λογιστών από κάθε ευθύνη αποζημίωσης για τη χρήση 01.01.2015 έως 31.12.2015, 3) Εκλογή Εταιρείας Ορκωτών Ελεγκτών – Λογιστών των Εταιρικών και Ενοποιημένων Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων για τον έλεγχο της χρήσης 01.01.2016 έως 31.12.2016 και καθορισμός της αμοιβής τους, 4) Έγκριση καταβολής αμοιβών και αποζημιώσεων Προέδρου, Διευθύνοντος Συμβούλου, Αντιπροέδρων και μελών του Διοικητικού Συμβουλίου για τη χρήση 2015 και προέγκριση για τη χρήση από 01.01.2016 έως την επόμενη Τακτική Γενική Συνέλευση της Εταιρείας, που θα λάβει χώρα εντός του έτους 2017, 5) Χορήγηση άδειας σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 του Κ.Ν. 2190/1920, ως ισχύει, για τη συμμετοχή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας καθώς και των διευθυντών της στα Διοικητικά Συμβούλια ή στην Διοίκηση και στα όργανα άλλων συνδεδεμένων εταιρειών καθώς επίσης και στα Διοικητικά Συμβούλια ή στην Διοίκηση και στα όργανα εταιρειών που επιδιώκουν παρόμοιους με την Εταιρεία σκοπούς, 6) Λήψη απόφασης για την υιοθέτηση μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Κ.Ν. 2190/1920, 7) Επικύρωση εκλογής νέου μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, 8) Ανακοινώσεις και 9) (Πρόσθετο) Ανάκληση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και εκλογή νέου για τριετή θητεία σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 2 του καταστατικού της εταιρείας. Στη Γ.Σ. κατά την ως άνω ορισθείσα ημερομηνία, παρέστησαν μέτοχοι της εναγομένης, εκπροσωπούντες το 95,70% του μετοχικού της κεφαλαίου, μεταξύ των οποίων η ενάγουσα, κάτοχος ούσα των 36.794.761 μετοχών της εναγομένης, η πρώτη προσθέτως παρεμβαίνουσα …, κάτοχος ούσα 31.388,080 μετοχών της εναγομένης και η δεύτερη προσθέτως παρεμβαίνουσα «Ανώνυμη Ναυτιλιακή Εταιρεία ……..– …, κάτοχος ούσα 2.020.431 μετοχών της εναγομένης. Μετά την επαλήθευση των μετοχών και ψήφων και την διαπίστωση απαρτίας και πριν την εκλογή οριστικού Προέδρου της Γ.Σ., ο αντιπρόσωπος της ενάγουσας υπέβαλε προφορικώς και εγγράφως στον προσωρινό Πρόεδρο της Γ.Σ. Γεράσιμο Στρίντζη, αίτημα αναβολής της Γ.Σ., αίτημα το οποίο δεν εξετάσθηκε από τον ως άνω προσωρινό Πρόεδρο, δηλώθηκε δε από τον αντιπρόσωπο της ενάγουσας ότι θα επανυποβληθεί. Μετά την εκλογή ως οριστικού Προέδρου της Γενικής Συνέλευσης του Στυλιανού Παπανδρεόπουλου, ο αντιπρόσωπος της πρώτης προσθέτως παρεμβαίνουσας Τ. Π. Α.Ε. υπέβαλε προφορικώς και εγγράφως αίτημα αναβολής της Γ.Σ., στον ως άνω Πρόεδρο, ο οποίος αφού απευθύνθηκε στον αντιπρόσωπο της ενάγουσας ενημερώνοντάς τον ότι η προηγούμενη κατάθεση του αιτήματος αναβολής στο προσωρινό Προεδρείο δεν ήταν η κατά νόμο ενδεδειγμένη και, συνεπώς θα προηγείτο η ανάγνωση της νομίμως κατατεθείσας στο οριστικό Προεδρείο αίτησης αναβολής της πρώτης προσθέτως παρεμβαίνουσας, ενημέρωσε το σώμα δια της διαδοχικής αναγνώσεως των σχετικών εγγράφων ότι τόσο η πρώτη προσθέτως παρεμβαίνουσα όσο και η ενάγουσα είχαν υποβάλει προς αυτόν αίτηση αναβολής της Γενικής Συνέλευσης (για τη λήψη απόφασης εφ’ οιουδήποτε θέματος της ημερήσιας διάταξης), αιτούμενες η μεν πρώτη προσθέτως παρεμβαίνουσα την αναβολή της συνέλευσης για τις 24-6-2016, η δε ενάγουσα την αναβολή για τις 14-7-2016, αμφότερες χωρίς να επικαλούνται ειδική αιτιολογία. Μετά ταύτα, όπως αναγράφεται στο οικείο υπ’ αριθ. 60/15-6-2016 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης, ο Πρόεδρός της, αφού απέρριψε τον ισχυρισμό του αντιπροσώπου της ενάγουσας περί επιλογής σε περίπτωση δύο αιτήσεων αναβολής, αυτής για την απώτερη ημερομηνία, αποφάσισε την «αποδοχή του αιτήματος της πρώτης νόμιμα κατατεθείσης αιτήσεως», δηλαδή αυτού της πρώτης προσθέτως παρεμβαίνουσας και ανέβαλε τη συζήτηση και τη λήψη αποφάσεων επί όλων των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως για τις 24-6-2016. Ωστόσο, η ως άνω απόφαση του αρμόδιου προς αυτό Προέδρου της Γενικής Συνέλευσης για αναβολή της λήψης των αποφάσεων επί των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης στις 24-6-2016 πάσχει επειδή δι’ αυτής επελέγη η κοντινότερη ημερομηνία αναβολής της 24ης-6-2016, παρά το γεγονός ότι είχαν υποβληθεί δύο αιτήματα αναβολών από διαφορετικούς μετόχους, έκαστος των οποίων συμμετείχε στο μετοχικό κεφάλαιο της εναγόμενης με μετοχές, που αντιστοιχούν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 1/20 του μετοχικού κεφαλαίου της εναγόμενης, χωρίς, ωστόσο, η μετ’ αναβολή συνεδρίαση να οριστεί στην απώτερη ημερομηνία. Ειδικότερα, τόσο η ενάγουσα όσο και η πρώτη προσθέτως παρεμβαίνουσα αμφότερες οι οποίες συμμετέχουν στο μετοχικό κεφάλαιο της εναγομένης με ποσοστό 47,5% και 40,44% αντιστοίχως, μετά την έναρξη της Γενικής Συνέλευσης, υπέβαλαν προς τον οριστικό Πρόεδρο αυτής, αίτημα αναβολής λήψης αποφάσεων επί όλων των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης. Αμφότερες ζήτησαν την αναβολή σε ημερομηνίες μη απέχουσες πλέον των 30 ημερών από την ημέρα της αρχικής συνεδρίασης. Ενόψει της ύπαρξης πλειόνων αιτημάτων αναβολής, ο Πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης είχε κατ’ άρθρο 39 παρ. 3 του Κ.Ν. 2190/1920 αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίσει για την ημερομηνία της αναβολής. Σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, στην περίπτωση που υποβληθούν πλείονες αιτήσεις αναβολής από πλείονες ομάδες μετόχων και δη πριν ο Πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης αποφανθεί εφ’ οιασδήποτε εξ αυτών, το ζήτημα δεν είναι δυνατό να επιλυθεί βάσει ενός κανόνα χρονικής προτεραιότητας επί των υποβληθεισών αιτήσεων. Πέραν της εγγενούς δυσχέρειας να εξακριβωθεί μία τέτοια χρονική προτεραιότητα, αλλά και των εντάσεων και αμφισβητήσεων ως προς τον ακριβή χρόνο υποβολής εκάστου αιτήματος, που εν προκειμένω πράγματι δημιουργήθηκαν εξ αιτίας της υποβολής του αιτήματος της ενάγουσας, το πρώτον ενώπιον του προσωρινού Προέδρου της Γ.Σ., η εν λόγω ερμηνεία είναι δυνατό να οδηγήσει σε φαλκίδευση δικαιωμάτων της μειοψηφίας, δεδομένου ότι ο εκπροσωπών ποσοστό 5% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου, πληροφορούμενος την πρόθεση έτερης μειοψηφούσας ομάδας να αιτηθεί την αναβολή σε απώτερο χρόνο, θα έσπευδε να υποβάλει πρώτος αυτός το αίτημα της αναβολής, αιτούμενος τον προσδιορισμό της σε συντομότερο χρόνο, με αποτέλεσμα την εν τοις πράγμασι αδυναμία της έτερης μειοψηφίας να επιτύχει την αναβολή σε απώτερη ημερομηνία. Ενόψει, άλλωστε, του ότι πλείονες ερμηνευτικές εκδοχές παρίστανται ως δυνατές στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 39 παρ. 3 του Κ.Ν. 2190/1920, που καθιερώνει ένα δικαίωμα μειοψηφίας, πρέπει να προκριθεί εκείνη εξ αυτών, που θωρακίζει αποτελεσματικότερα το ως άνω δικαίωμα και υπηρετεί τον σκοπό, για τον οποίο ετέθη από τον νομοθέτη, ήτοι εν προκειμένω η ερμηνευτική θέση ότι επί πλειόνων ημερομηνιών αναβολής πρέπει να επιλέγεται η απώτερη. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, αντί της απώτερης ημερομηνίας της 14ης-7-2016, την οποία πρότεινε η ενάγουσα, επελέγη από τον Πρόεδρο της Γ.Σ. η συντομότερη ημερομηνία της 24ης-6-2016, η οποία σημειωτέον ήταν και συντομότερη από την ημερομηνία της 30-6-2016, η οποία είχε προκαθορισθεί για την επαναληπτική τυχόν Γενική Συνέλευση, στην περίπτωση που δεν επιτυγχανόταν απαρτία στην αρχική Γενική Συνέλευση. Σύμφωνα, ομοίως, με τα αναφερθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, ο νομοθέτης στάθμισε τα αντιτιθέμενα συμφέροντα ήδη κατά την κατάστρωση της διάταξης του άρθρου 39 παρ. 3 του Κ.Ν. 2190/1920 και ως αντίβαρο στο σχετικό δικαίωμα της μειοψηφίας και τη συνεπαγόμενη από την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος καθυστέρηση στη λήψη της απόφασης, θέσπισε αφενός μεν τον κανόνα της άπαξ αναβολής, αφετέρου δε την απώτατη προθεσμία των τριάντα ημερών από τη λήψη της περί την αναβολή απόφασης για του προσδιορισμό της μετ’ αναβολή συνεδρίασης. Καθώς, συνεπώς, το εν λόγω δικαίωμα αποσκοπεί στην προάσπιση των συμφερόντων της μειοψηφίας, προσέτι δε, έχουν προβλεφθεί επαρκείς δικλείδες ασφαλείας για τη μη παρακώλυση των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας, η θεώρηση της άσκησης του δικαιώματος ως καταχρηστικής επιφυλάσσεται μόνο σε ακραίες περιπτώσεις και δη όταν από την άσκηση του δικαιώματος είναι σφόδρα πιθανό να προκληθεί ανεπανόρθωτη βλάβη στην εταιρεία εντός των τριάντα αυτών ημερών. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, δεν αποδεικνύεται ότι η εναγομένη εταιρεία θα υφίστατο οιαδήποτε ανεπανόρθωτη βλάβη από την αναβολή της Γενικής Συνέλευσης στην αιτηθείσα από την ενάγουσα ημερομηνία της 14ης-7-2016, αντί της 24ης-6-2016, που προτάθηκε από την πρώτη προσθέτως παρεμβαίνουσα. Ουδόλως, δηλαδή, αποδείχθηκε ότι μία αναβολή της λήψης αποφάσεως επί των ως άνω θεμάτων ημερησίας διατάξεως για είκοσι περαιτέρω ημέρες, θα επέφερε σε αυτήν ανεπανόρθωτη βλάβη. Δεν ήταν, συνεπώς, η άσκηση του ενδίκου δικαιώματος της ενάγουσας που υπερέβαινε προφανώς τα όρια που επέβαλλαν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του οικείου δικαιώματος, αντιθέτως δε, η υποβολή του αιτήματος αναβολής της πρώτης προσθέτως παρεμβαίνουσας χωρίς επίκληση ενός λόγου που να σχετίζεται με τα ζητήματα ημερήσιας διάταξης της Γενικής Συνέλευσης, και η εμμονή επιλογής της συντομότερης ημερομηνίας, χωρίς αποχρώντα λόγο, ενδεικνύουν ότι κύρια επιδίωξη της έτερης μεγαλομετόχου πρώτης προσθέτως παρεμβαίνουσας, με την υποβολή του αιτήματος αναβολής, ήταν απλώς η μετάθεση της συνέχισης της Γενικής Συνέλευσης σε έναν συντομότερο χρόνο, χωρίς να αποδεικνύεται ταυτόχρονη συγκεκριμένη ωφέλεια για την ίδια την εναγόμενη εταιρεία. Συνεπώς, η ληφθείσα απόφαση του Προέδρου της Γ.Σ. περί αναβολής της για τη συντομότερη ημερομηνία της 24-6-2016, κατ’ αποδοχήν του σχετικού αιτήματος της πρώτης προσθέτως παρεμβαίνουσας που επεδίωξε την κατά τον ως άνω τρόπο αποτροπή αναβολής της Γ.Σ. σε απώτερο χρόνο, τυγχάνει καταχρηστική. Ενόψει των ανωτέρω, άλλωστε, η Γενική Συνέλευση θα έπρεπε να θεωρείται ως αναβληθείσα στην απώτερη ημερομηνία της 14ης-7-2016 και όχι στην παρανόμως αποφασισθείσα ημερομηνία της 24ης-6-2016. Η μετ’ αναβολή πραγματοποίηση της Γενικής Συνέλευσης κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία ήταν αποτέλεσμα παραβίασης των κανόνων της διαδικασίας και των εν γένει κανόνων σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης, αφού η μετ’ αναβολή Γενική Συνέλευση θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης και για τον λόγο αυτό δεν τηρούνται οι διατυπώσεις δημοσιότητας και πραγματοποίησης νέων προσκλήσεων, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η αναβολή στην εν λόγω ημερομηνία είναι εγκύρως και νομίμως αποφασισθείσα. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, η κατά τα ως άνω αποδεικνυόμενη κατά παράβαση του νόμου μερική μόνο παραδοχή του αιτήματος αναβολής της ενάγουσας, με την αναβολή της Γ.Σ. όχι στην προταθείσα από αυτήν ημερομηνία, αλλά στη συντομότερη ημερομηνία, που προτάθηκε από την πρώτη προσθέτως παρεμβαίνουσα, καθιστά ακυρώσιμη την επί της ουσίας των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, για τα οποία η ενάγουσα αιτήθηκε την αναβολή, ήτοι εν προκειμένω για το σύνολο αυτών. Το υποβληθέν από την ενάγουσα αίτημα της αναβολής κατά την αρχική ημερομηνία, εξάλλου, αποσκοπούσε στη μετάθεση του χρόνου λήψης της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης επί των τεθέντων σε ψηφοφορία ζητημάτων, η δε επί της αναβολής απόφαση δεν είχε αυτοτελή αξία, αλλά αντλούσε τη χρησιμότητα και την αποστολή της από την επί της ουσίας των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, στην προπαρασκευή της οποίας αποσκοπούσε. Η κατά τα ως άνω επιλογή της συντομότερης και όχι της απώτερης ημερομηνίας καθιστά ακυρώσιμη όχι μόνο την περί της αναβολής απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της 15ης-6-2016, ως μια παρατύπως ληφθείσα από αυτήν απόφαση επί του υποβληθέντος από την πρώτη προσθέτως παρεμβαίνουσα, ως μειοψηφούσα μέτοχο, αιτήματος, η οποία λόγω του προεκτεθέντος ελαττώματος της μη επιλογής της απώτερης από τις δύο προταθείσες ημερομηνίες και της καταχρηστικότητάς της ήταν ελαττωματική και πρέπει για τους λόγους αυτούς να ακυρωθεί, μη δυνάμενη να αποτελέσει ασφαλές έρεισμα για τη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης στις 24-6-2016 αλλά και τη μετ’ αναβολή ορισθείσα τελευταία, κατά την οποία ελήφθησαν οι επί των ζητημάτων της ημερήσιας διάταξης, για τα οποία ζητήθηκε η αναβολή, κρίσιμες επί της ουσίας αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης. Η ενάγουσα, εξάλλου, παρέστη στη Γενική Συνέλευση κατά τη μετ’ αναβολή ορισθείσα ημερομηνία, κατά την οποία όχι μόνο δεν συμμετέσχε αναντίρρητα, αλλά υπέβαλε εκ νέου αίτημα αναβολής.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίσιν αγωγή να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να ακυρωθούν τόσο η από 15-6-2016 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της εναγομένης περί αναβολής της συγκλήσεώς της για την 24-6-2016 όσο και οι ληφθείσες κατά τη συνεδρίαση της 24ης-6-2016 αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης της εναγομένης επί απάντων των θεμάτων της ημερήσιας διατάξεώς της ενώ η εναγομένη πρέπει να καταδικαστεί λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, κατόπιν αποδοχής σχετικού νομίμου (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) αιτήματος της τελευταίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Εξάλλου, γενομένης δεκτής της υπό κρίσιν αγωγής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης, πρέπει αμφότερες οι υπό κρίσιν πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ της εναγομένης και κατά της ενάγουσας, να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες και εκάστη των προσθέτως παρεμβαινουσών πρέπει να καταδικαστεί λόγω της ήττας της (άρθρο 182 παρ. 1 ΚΠολΔ), στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ής οι πρόσθετες παρεμβάσεις κατόπιν αποδοχής σχετικού νομίμου (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) αιτήματός της τελευταίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Ενώνει και συνεκδικάζει : α) την από 17-8-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή β) την από 12-10-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … ανακοίνωση δίκης, γ) την από 18-11-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … πρόσθετη παρέμβαση και δ) την από 25-11-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … πρόσθετη παρέμβαση.
Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.
Δέχεται την από 17-8-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή.
Ακυρώνει : α) την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της εναγομένης της 15-6-2016 περί αναβολής της συγκλήσεώς της για την 24-6-2016 και β) τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης της εναγομένης της 24-6-2016 ως προς άπαντα τα θέματα της ημερησίας διατάξεώς της.
Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500€).
Απορρίπτει την από 18-11-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … πρόσθετη παρέμβαση.
Καταδικάζει την προσθέτως παρεμβαίνουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ής η πρόσθετη παρέμβαση, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300€).
Απορρίπτει την από 25-11-2016 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … πρόσθετη παρέμβαση.
Καταδικάζει την προσθέτως παρεμβαίνουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ής η πρόσθετη παρέμβαση, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300€)
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 10-10-2017 και δημοσιεύθηκε στις 14-11-2017, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ