ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 5732/2017
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, και από την Γραμματέα Κρυσταλλία Κριμιζά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 30-5-2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Υπό εκκαθάριση ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία … με …, που εδρεύει στην Κ. Σ. και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, Ιωάννης Γιαννάτος, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Π. ( Π.) Ο., 2) Π. ( Π.) Χ., αμφοτέρων κατοίκων Π. Α., και 3) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στο ………. με … ……. και διακριτικό τίτλο … νομίμως εκπροσωπουμένης, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, Σταύρος Μαυρομάτης, και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-11-2016 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με ειδ. αριθ. κατ. δικογράφου …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα [για την οποία προσκομίστηκε εντός της οριζόμενης στο άρθρο 237 παρ. 1 εδ. β΄ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) προθεσμίας το από … πληρεξούσιο έγγραφο του εκκαθαριστή αυτής (ενάγουσας), Ι. Κ. {βλ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα βεβαίωση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας, Πλωτάρχη Λ.Σ. Α. Σ., από την οποία αποδεικνύεται η ιδιότητα του Ι. Κ. ως εκκαθαριστή της (ενάγουσας)}, προς τον υπογράφοντα την κρινόμενη αγωγή και τις κατατεθείσες προτάσεις της (ενάγουσας), δικηγόρο Ι. Γ., απορριπτομένων όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι εναγόμενες], εκθέτει ότι, δυνάμει συμβάσεως παρακαταθήκης που συνήφθη τον Φεβρουάριο του 2007 μεταξύ της ίδιας και της τρίτης εναγόμενης εταιρείας, η τελευταία παρέλαβε δια των οργάνων της, προς το σκοπό της αποθήκευσης και φύλαξης, τον περιγραφόμενο στο δικόγραφο εξοπλισμό του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου … που ανήκει στην πλοιοκτησία της ίδιας (ενάγουσας)˙ ότι οι πρώτη και δεύτερη των εναγομένων, ομόρρυθμες εταίροι και διαχειρίστριες της τρίτης εναγόμενης εταιρείας, ενεργώντας ως νόμιμοι εκπρόσωποι και καταστατικά όργανα αυτής (γ΄ εναγομένης), αρνήθηκαν, παρά τη σχετική όχληση εκ μέρους της (ενάγουσας), να αποδώσουν στην ίδια τον προεκτιθέμενο εξοπλισμό, ως όφειλαν να πράξουν σε εκτέλεση της αναληφθείσας με την επίδικη σύμβαση υποχρέωσης, και προέβησαν σε παράνομη ιδιοποίησή του, ήτοι τέλεσαν το αδίκημα της υπεξαίρεσης αυτού, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα και με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, η ενάγουσα ζητεί, κατ’ ορθή εκτίμηση του αιτήματος της αγωγής, όπως παραδεκτά περιορίστηκε με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, κατ’ άρθρο 223 εδ. β΄ του ΚΠολΔ (όπως το άρθρο 223 τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το συνολικό ποσό των 256.000,00 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η αξία του υπεξαιρεθέντος κατά τα ανωτέρω εξοπλισμού, ως αποζημίωση για την ανόρθωση της ζημίας που αυτή υπέστη από την προπεριγραφόμενη παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά τους, με το νόμιμο τόκο από τις 22-4-2016, οπότε έλαβε χώρα σχετική εξώδικη όχλησή τους (εναγομένων), επικουρικά δε από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, καθώς και να απαγγελθεί εις βάρος των πρώτης και δεύτερης εξ αυτών (εναγομένων) προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στα δικαστικά της έξοδα. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 22, 25 παρ. 2 και 35 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), και είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 249 του Ν. 4072/2012, 65, 67, 68, 71, 297, 298, 330, 340, 345, 346, 361, 481, 822 επ., 827, 914 ΑΚ και 375 παρ. 1 ΠΚ, εκτός από τα παρεπόμενα αιτήματα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση κατά των πρώτης και δεύτερης των εναγομένων ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας, τα οποία τυγχάνουν απορριπτέα ως μη νόμιμα, εφόσον στις αποφάσεις επί αναγνωριστικών αγωγών δεν νοείται αναγκαστική άρα ούτε και προσωρινή εκτέλεση (ΕφΠειρ 1014/1992 Αρχ. Ν. 44. 63, Ι. Μπρίνια, Αναγκ. Εκτ., παρ. 47, VII, σελ. 132-133, Κ. Κεραμέα, Αστ. Δικ. Δικ. ΙΙ, 1978, παρ. 58, σελ. 66). Επομένως, πρέπει η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της: α) μετά τον κατά τα προεκτιθέμενα περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματός της σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου {άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 σε συνδ. με άρθ. 7 παρ. 3 του ν.δ. 1544/1942, όπως η παρ. 3 του ως άνω άρθ. 7 του ν.δ. 1544/1942 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 Ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016)}, β) για το παραδεκτό των διαδικαστικών πράξεων της κατάθεσης της αγωγής και των προτάσεων έχουν κατατεθεί το με αριθμό Α109775 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΔΣΠ (κατάθεση αγωγής) και τα με αριθ. Α134043 και Α134074 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών ΔΣΠ (κατάθεση προτάσεων) κατ’ άρθρο 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013 (παράρτημα I και III), όπως η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8 Ν. 4205/2013.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 937 εδ. α΄ του ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Από τις διατάξεις αυτές του νόμου σαφώς προκύπτει ότι προϋπόθεση για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής της αξίωσης που προήλθε από αδικοπραξία, είναι η γνώση από τον παθόντα τόσο της ζημίας, όσο και του υπόχρεου προς αποζημίωση, δηλαδή όλων εκείνων των πραγματικών περιστατικών που παρέχουν σε αυτόν τη δυνατότητα να ασκήσει ορισμένη αγωγή εναντίον συγκεκριμένου προσώπου. Εάν ένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι γνωστό, η αξίωση παραγράφεται μετά είκοσι έτη από την τέλεση της αδικοπραξίας. Ως γνώση της ζημίας, για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής, νοείται η γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της πράξης, όχι δε η γνώση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημιώσεως (ΟλΑΠ 24/2003 ΝοΒ 2004. 1180, ΑΠ 72/2013 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Όμως, στο ίδιο ως άνω άρθρο 937 εδ. β΄ του ΑΚ ορίζεται ότι «Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης». Ο νομοθέτης, αναφερόμενος στη μακρότερη ποινική παραγραφή, απέβλεψε προδήλως στην προβλεπόμενη in abstracto ποινική παραγραφή, άνευ συνυπολογισμού σ’ αυτήν και του διαστήματος της κατ’ άρθρ. 113 παρ. 3 ΠΚ αναστολής (ΟλΑΠ 21/2003 ΕλλΔνη 2003. 946, ΑΠ 994/2010 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, ο περί παραγραφής της αξίωσης από αδικοπραξία ισχυρισμός θεμελιώνει ένσταση του εναγομένου, η οποία για να είναι ορισμένη, κατά το άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με την προπαρατεθείσα διάταξη, πρέπει να αναφέρει το χρόνο κατά τον οποίο ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση και το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ο χρόνος έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής. Το δε δικαστήριο μπορεί να δεχθεί, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, μεταγενέστερο χρόνο έναρξης της παραγραφής, όχι όμως και το αντίστροφο (ΑΠ 1239/2010, ΕφΑθ 1008/2015 αμφότερες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Σύμφωνα, τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 1995. 1531, 62/1990 ΝοΒ 1991. 389). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΑΠ 321/2002 ΕλλΔνη 44. 143). Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενες, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους (άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθ. 1 άρθ. δεύτερο παρ. 2 Ν. 4335/2015), αφού αρνήθηκαν την αγωγή, υποστήριξαν περαιτέρω: α) ότι η αγωγική αξίωση έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 εδ. α΄ του ΑΚ, ενόψει του χρόνου που ο επίδικος εξοπλισμός μεταφέρθηκε στις εγκαταστάσεις της τρίτης εξ αυτών (εναγομένων), άλλως ενόψει του χρόνου που αυτός απορρίφθηκε ως άχρηστος και ως άνευ αξίας μεταπώλησης ή χρήσης, και β) ότι καταχρηστικώς ασκείται εν προκειμένω η υπό κρίση αγωγή, διότι, ενόψει της, μετά τη σύναψη της ένδικης σύμβασης, μακρόχρονης αγαστής συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων στα πλαίσια παροχής εκ μέρους της τρίτης εναγομένης υπηρεσιών ελέγχου, επισκευών και επιθεώρησης σωστικών μέσων και πυροσβεστικού εξοπλισμού των πλοίων του ομίλου SAOS, όπου ανήκει και η ενάγουσα εταιρεία, για την οποία μάλιστα η τελευταία κατέβαλε στην πρώτη (γ΄ εναγομένη) τη συνομολογηθείσα αμοιβή της, χωρίς ουδέποτε αυτή (ενάγουσα) να εγείρει αξιώσεις από την εν λόγω σύμβαση, δημιουργήθηκε ευλόγως στις ίδιες (εναγόμενες) η πεποίθηση ότι η ενάγουσα είχε αποδεχθεί ότι ο επίδικος εξοπλισμός ήταν άνευ αξίας και ότι ορθώς τον απέρριψαν, η δε αξίωση αποζημίωσής της (ενάγουσας) μετά την παρέλευση εννέα και πλέον ετών υπερβαίνει προφανώς τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματός της. Από τους ως άνω ισχυρισμούς, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, ο υπό στοιχείο α΄ είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του, αφού δεν εξειδικεύεται μ’ αυτόν ο χρόνος κατά τον οποίο η ζημιωθείσα ενάγουσα έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί ο χρόνος έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής και αν, με αφετηρία το εναρκτήριο χρονικό σημείο και μέχρι την επίδοση της αγωγής, από την οποία διακόπτεται η παραγραφή κατ’ άρθρο 261 ΑΚ, συμπληρώθηκε ο χρόνος αυτής, ο δε υπό στοιχείο β΄ ισχυρισμός των εναγομένων συνιστά διακωλυτική της αγωγής ένσταση, η οποία είναι νόμω βάσιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 ΚΠολΔ και 281 ΑΚ και πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.
Σύμφωνα με το άρθρο 421 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, «οι διάδικοι μπορούν να προσάγουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επόμενων άρθρων», ενώ κατ’ άρθ. 424 του ίδιου Κώδικα, όπως ομοίως προστέθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, «ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων.». Στην προκείμενη περίπτωση, από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ενάγουσας, Π. Μ., κατοίκου Αθηνών, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, Μαρίας – Χρυσάνθης Βαλάτα, η οποία ελήφθη μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Γ. Π.), και τις υπ’ αριθ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγομένων, Κ. Δ. και Γ. Μ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες ελήφθησαν μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Σ. Μ.), μη λαμβανομένων υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας, των υπ’ αριθ. … και … ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της ενάγουσας, Φ. Μ., κατοίκου Κοιτάδας Σαμοθράκης, και Α. Α., κατοίκου Νέου Ηρακλείου Αττικής, αντίστοιχα, ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου Αθηνών, Μαρίας – Χρυσάνθης Βαλάτα, κατ’ άρθ. 421 και 424 ΚΠολΔ, που ελήφθησαν χωρίς να προκύπτει προηγούμενη νομότυπη κλήτευση των εναγομένων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως που συνήφθη τον Φεβρουάριο του 2007 μεταξύ της ενάγουσας, που ανήκει στον όμιλο ναυτιλιακών εταιρειών ΣΑΟΣ και δραστηριοποιείται στον τομέα της θαλάσσιας μεταφοράς προσώπων και πραγμάτων με το υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο ιδιοκτησίας της με το όνομα … και της τρίτης εναγόμενης εταιρείας, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο της παροχής υπηρεσιών ελέγχου, επισκευών και επιθεώρησης σωστικών μέσων και πυροσβεστικού εξοπλισμού, νομίμως εκπροσωπούμενης από τις δύο πρώτες εναγόμενες, ομόρρυθμες εταίρους και διαχειρίστριες αυτής, η τελευταία (γ΄ εναγομένη) παρέλαβε δια των οργάνων της, προς το σκοπό της αποθήκευσης και φύλαξης, τον εξής σωστικό εξοπλισμό του ως άνω πλοίου της ενάγουσας: α) 1 σωστικό σύστημα MES, μάρκας LSA, INFLATABLE EVACUATION SLIDE 17.0Μ Mk2, με σειριακό αριθμό, s.n. 172.02.01.1200 – STB (ΔΕ), β) 1 σωστικό σύστημα MES, μάρκας LSA, INFLATABLE EVACUATION SLIDE 17.0Μ Mk2, με σειριακό αριθμό, s.n. 172.02.03.1200 – PORT (AP), γ) 1 link liferaft 100 ατόμων, INFLATABLE LIFE RAFT 100P Mk 1Α, με σειριακό αριθμό 100.03.12.1100, STB MES, και δ) 1 link liferaft 100 ατόμων, INFLATABLE LIFE RAFT 100P Mk 1Α, με σειριακό αριθμό 100.03.10.1100, PORT MES. Ειδικότερα, τα δύο ως άνω σωστικά συστήματα MES (αρχικά γράμματα του ναυτιλιακού όρου Marine Evacuation Systems) αποτελούν τους λεγόμενους ολισθητήρες ή γλίστρες διάσωσης, δηλαδή τα συστήματα εκκένωσης του πλοίου από τους επιβάτες του, ενώ τα link liferafts 100 ατόμων συνιστούν πνευστές σωσίβιες σχεδίες (βαρελάκια), οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε πτυσσόμενους κυλίνδρους με αυτόματη εκδίπλωση. Την παραλαβή του προπεριγραφόμενου εξοπλισμού, προς το σκοπό της αποθήκευσης και φύλαξής του, αποδέχθηκαν και επιβεβαίωσαν οι δύο πρώτες εναγόμενες, ως εκπρόσωποι της τρίτης εναγομένης, οι οποίες συνέταξαν και υπέγραψαν ιδιοχείρως την από 1-3-2007 επιστολή τους, απευθυνόμενη προς τον εκπρόσωπο του ομίλου εταιρειών ΣΑΟΣ, Φώτιο Μανούση, η οποία (επιστολή) απεστάλη αυθημερόν με τηλεομοιοτυπία. Στο ίδιο δε έγγραφο ρητά βεβαιώνεται η συμφωνία περί αναμονής περαιτέρω οδηγιών της ενάγουσας για τη διαχείριση του εν λόγω εξοπλισμού εκ μέρους των εναγομένων. Δεδομένης, μάλιστα, της προσωρινής μη δραστηριοποίησης της ενάγουσας ήδη από το έτος 2009 (το πλοίο της Μ.», στο οποίο η ενάγουσα θα τοποθετούσε τον ανωτέρω εξοπλισμό, παρέμενε «δεμένο» και ακατάλληλο προς πλεύση στην Επισκευαστική Βάση Περάματος, βλ. προς τούτο τη νομίμως προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τις εναγόμενες, υπ’ αριθ. 186/29-8-2011 απόφαση του Δ.Σ. του ΟΛΠ περί διενέργειας επαναληπτικού ανοικτού πλειοδοτικού διαγωνισμού στις 27-9-2011 για την αναγκαστική απομάκρυνση, μέσω διαδικασίας εκποίησης, του επικίνδυνου και επιβλαβούς πλοίου … με τιμή εκκίνησης 664.000 ευρώ), η τελευταία (ενάγουσα) δεν ζήτησε στο μετέπειτα χρονικό διάστημα την απόδοση του ανωτέρω εξοπλισμού ούτε χορήγησε στις εναγόμενες κάποια νεώτερη εντολή περί διαχείρισής του, θεωρώντας ευλόγως ότι αυτός παραμένει φυλασσόμενος και αποθηκευμένος στο σταθμό της τρίτης εναγόμενης εταιρείας. Όπως περαιτέρω αποδείχθηκε, δυνάμει σχετικής συμφωνίας που συνήφθη στις 26-11-2013, η τρίτη εναγόμενη εταιρεία ανέλαβε τον έλεγχο και τη διεξαγωγή επιθεώρησης των σωστικών μέσων του πλοίου … ιδιοκτησίας της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία … ιδίων συμφερόντων με την ενάγουσα, στα πλαίσια δε της συνεργασίας των ανωτέρω εταιρειών ο Φώτιος Μανούσης, ενεργώντας ως εκπρόσωπος της τελευταίας … συναντήθηκε με τις δύο πρώτες εναγόμενες στα γραφεία της τρίτης εναγομένης στο Ν. Ικόνιο Περάματος, περί τα μέσα Δεκεμβρίου 2015, οπότε, όταν έθεσε το ζήτημα του επίδικου ως άνω εξοπλισμού του πλοίου Μ.» της ενάγουσας, έλαβε την απάντηση εκ μέρους των εναγομένων ότι αυτός είχε καταστραφεί ως άχρηστος και άνευ αξίας μεταπώλησης ή χρήσης. Ακολούθως, η ενάγουσα, διαμαρτυρόμενη για την αντισυμβατική αυτή συμπεριφορά των εναγομένων, απέστειλε στην τρίτη εξ αυτών την από … εξώδικη διαμαρτυρία και πρόσκλησή της, νομίμως κοινοποιηθείσα δυνάμει της με αριθ. 8206Γ/25-4-2016 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Δημητρίου Ραπατζίκου, με την οποία την καλούσε να δώσει τις δέουσες εξηγήσεις, επιδεικνύοντας παράλληλα επίσημα έγγραφα τρίτου φορέα περί της καταστροφής του επίδικου εξοπλισμού, για την οποία δεν είχε προηγηθεί σχετική ενημέρωσή της (ενάγουσας), άλλως, σε περίπτωση κατά την οποία ο εν λόγω εξοπλισμός είχε πωληθεί, χωρίς τη συναίνεσή της, ζητήθηκε να της χορηγηθούν τα σχετικά τιμολόγια και να της καταβληθεί το τίμημα που εισπράχθηκε. Τοιουτοτρόπως, όπως αποδείχθηκε, οι δύο πρώτες εναγόμενες, οι οποίες ουδέποτε απάντησαν στην ανωτέρω εξώδικη διαμαρτυρία και πρόσκληση της ενάγουσας, δεν απέδωσαν στην τελευταία τον προεκτιθέμενο εξοπλισμό της που νομίμως περιήλθε στην κατοχή τους στο πλαίσιο της εκτέλεσης της ένδικης σύμβασης, ως όφειλαν να πράξουν σε εκτέλεση της αναληφθείσας με την ως άνω σύμβαση υποχρέωσης, με την ιδιότητα των νομίμων εκπροσώπων και διαχειριστριών της τρίτης εναγόμενης εταιρείας, αλλά τον ιδιοποιήθηκαν παρανόμως, ενσωματώνοντάς τον στην περιουσία τους, κατά παράβαση του άρθρου 375 παρ. 1 ΠΚ, επιφέροντας στην ίδια (ενάγουσα) ισόποση της αξίας του εν λόγω εξοπλισμού περιουσιακή ζημία, συνολικού ύψους 116.000,00 ευρώ, ήτοι 30.000,00 ευρώ για έκαστο σωστικό σύστημα MES και 28.000,00 ευρώ για έκαστο link liferaft 100 ατόμων {βλ. σχετ. το νομίμως προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τις εναγόμενες υπ’ αριθ. 326/13-10-2015 τιμολόγιο της τρίτης εξ αυτών (εναγομένων), στο οποίο φαίνεται ότι δύο MES, μάρκας LSA, όπως τα επίδικα, έτους κατασκευής 2010, πωλήθηκαν από την τελευταία (γ΄ εναγομένη) στην ναυτιλιακή εταιρεία «SEA JETS ΤΑΧΥΠΛΟΑ» αντί 30.000,00 ευρώ έκαστο και συνολικά 60.000,00 ευρώ, καθώς και το νομίμως προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα, από 10-1-2007 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε η LSA (κατασκευάστρια εταιρεία) στη μητρική εταιρεία του ομίλου εταιρειών στον οποίο ανήκει η ενάγουσα, «ΣΑΟΣ ΑΝΕΣ», για την πώληση link liferaft 100 ατόμων, από το οποίο προκύπτει ότι η αξία για κάθε πνευστή σωσίβια σχεδία (βαρελάκι), όπως τα επίδικα, ορίστηκε για το έτος 2007 στο ποσό των 47.500,00 δολαρίων Αυστραλίας, ήτοι 28.500,00 ευρώ, δεδομένου ότι, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ ευρώ και δολαρίου Αυστραλίας κατά τον ως άνω χρόνο, το 1 ευρώ ισούτο με 1,6664 δολάρια Αυστραλίας (βλ. το Δελτίο Συναλλαγματικών Ισοτιμιών Αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 10-1-2007)}. H ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από όσα οι εναγόμενες αναφέρουν στις προτάσεις τους περί απόρριψης του επίδικου εξοπλισμού ως άχρηστου και άνευ αξίας μεταπώλησης ή χρήσης, λόγω της διαπιστωθείσας αμέσως μετά την παραλαβή του εκτεταμένης μυκητίασής του και ενόψει του κινδύνου μετάδοσης αυτής (μυκητίασης) και σε άλλα σωστικά μέσα που υπήρχαν προς επιθεώρηση στον σταθμό της τρίτης εναγομένης, που καθιστούσε επείγουσα την ανάγκη απομάκρυνσης του εν λόγω εξοπλισμού απ’ αυτόν (σταθμό) και για την οποία έλαβαν χώρα επανειλημμένες τηλεφωνικές κλήσεις προς την ΣΑΟΣ, χωρίς όμως οι υπεύθυνοι αυτής να δώσουν κάποια σχετική εντολή ούτε να φροντίσουν για την παραλαβή των επίδικων ως άνω σωστικών μέσων. Ειδικότερα, οι εν λόγω ισχυρισμοί των εναγομένων δεν κρίνονται πειστικοί, αφού δεν προκύπτουν από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, ενόψει του ότι αφενός μεν ως προς το προσκομιζόμενο προς επίρρωση αυτών (ισχυρισμών) από 5-5-2008 fax προς την SAOS, στο οποίο αναφέρεται ότι: «Κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον κ. Μακρή, όπου σας ενημερώσαμε ότι τα 2 MES και τα 2 Link LR του ανωτέρω πλοίου έχουν εκτεταμένες ζημιές και εφόσον καμία εντολή δεν έχουμε από εσάς, θα προβούμε στην απόσυρση αυτών», δεν προκύπτει η αποστολή του (φαξ), αφού δεν εκτυπώνονται επ’ αυτού ο αριθμός της τηλεφωνικής σύνδεσης του αποστολέα και η ημερομηνία και η ώρα αποστολής, αφετέρου δε η αξιοπιστία των μαρτύρων των εναγομένων είναι εκ των πραγμάτων μειωμένη, λόγω του ότι, όπως επισήμαναν και οι ίδιοι στις ένορκες βεβαιώσεις τους, εργάζονται στην τρίτη εναγόμενη εταιρεία, ήτοι τελούν σε οικονομική εξάρτηση από την ίδια, γεγονός το οποίο αντικειμενικώς αξιολογείται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Μάλιστα, ο ως άνω ισχυρισμός περί εκτεταμένης μυκητίασης του επίδικου εξοπλισμού και κινδύνου μετάδοσης αυτής και σε άλλα σωστικά μέσα που υπήρχαν στον σταθμό της τρίτης εναγομένης δεν κρίνεται πειστικός, αν ληφθεί υπόψη και το ότι οι εναγόμενες μερίμνησαν μόλις 14 μήνες μετά την παραλαβή του εξοπλισμού να στείλουν το επικαλούμενο από τις ίδιες ως άνω φαξ, με κίνδυνο δηλαδή να καταστραφεί όλος ο λοιπός αποθηκευμένος εξοπλισμός, ενώ, όπως διαλαμβάνεται στις προτάσεις των εναγομένων, τα ένδικα σωστικά μέσα αποσύρθηκαν «οριστικά εκτός του χώρου της εταιρείας» μόλις τον Φεβρουάριο του 2010, ήτοι 3 χρόνια μετά την παραλαβή τους. Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι το διαλαμβανόμενο στις κατατεθείσες προτάσεις των εναγομένων αίτημα, κατ’ άρθρο 451 παρ. 1 του ΚΠολΔ, να προσκομίσει η ενάγουσα τα παραστατικά αγοράς του επίδικου εξοπλισμού, από τα οποία θα προκύπτει ποιος ήταν ο αγοραστής και ιδιοκτήτης αυτού κατά το χρόνο της παράδοσής του στις ίδιες (εναγόμενες), όπως επίσης και η αξία του (εξοπλισμού), το οποίο (αίτημα), ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι ορισμένο, καθόσον δεν γίνεται μνεία της ύπαρξης αυτών των εγγράφων στην κατοχή της ενάγουσας, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν, αφού δεν κρίνεται αναγκαία κατά τα ανωτέρω η επίδειξη των εν λόγω εγγράφων για την ουσιαστική έρευνα εν γένει της επίδικης διαφοράς, αλλά και ειδικότερα του ισχυρισμού των εναγομένων περί ελλείψεως της ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας να ασκήσει στο δικό της όνομα την επίδικη αξίωση (βλ. και ΕφΠειρ 440/2006 ΕΝΔ 2006. 367, Ερμ. ΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, έκδ. 2000, άρθρο 450, αριθ. 3, άρθρο 451, αριθ. 4, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία), αν ληφθεί άλλωστε υπόψη ότι και από την προαναφερθείσα από 1-3-2007 επιστολή των εναγομένων προς τον εκπρόσωπο του ομίλου εταιρειών ΣΑΟΣ Φώτιο Μανούση προδήλως προκύπτει ότι ο επίδικος εξοπλισμός ανήκει στο πλοίο Μ.» της ενάγουσας και όχι σε άλλο νομικό πρόσωπο, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενες. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και απορριπτομένης ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν της προβαλλόμενης εκ μέρους των εναγομένων ενστάσεως περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας, καθόσον δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά πρόσφορα να καταστήσουν την άσκηση της αγωγής υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του επίδικου δικαιώματος, δεδομένου άλλωστε ότι η επικαλούμενη από τις ίδιες (εναγόμενες) συνεργασία μεταξύ αυτών και της ενάγουσας, για την οποία μάλιστα η τελευταία κατέβαλε στην τρίτη εναγομένη τη συνομολογηθείσα αμοιβή της, χωρίς αυτή (ενάγουσα) να εγείρει αξιώσεις από την εν λόγω σύμβαση, αφορούν σε χρονικό διάστημα πριν την κοινοποίηση της προεκτιθέμενης από … εξώδικης διαμαρτυρίας και πρόσκλησής της (ενάγουσας) προς την τρίτη των εναγομένων, στην οποία ουδέποτε απάντησε η τελευταία, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει η άσκηση της ένδικης αγωγής τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, πρέπει η αγωγή αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρον ευθυνόμενες, στην ενάγουσα το ποσό των 116.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, απορριπτομένου του αγωγικού αιτήματος να επιδικαστούν τόκοι από την κοινοποίηση της ως άνω από … εξώδικης δήλωσης, καθόσον η εν λόγω δήλωση δεν συνιστά έγκυρη όχληση, αφού με αυτήν η ενάγουσα δεν αιτείται την καταβολή οποιουδήποτε συγκεκριμένου ποσού (βλ. και ΑΠ 1123/1995 ΕΕΝ 1997. 61). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της τελευταίας (ενάγουσας), κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος των εναγομένων, ευθυνόμενων εις ολόκληρον, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, το ποσό των εκατόν δέκα έξι χιλιάδων (116.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων (4.400,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 15-12-2017 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις 28-12-2017.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ