Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης    237 /2017
(Αριθμ. Κατάθ. ..)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

————————————

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Νοεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΑ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …[S3]  του Ν.[S4] , κατοίκου Π……, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Γεωργίου Κοντοσέα.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ  – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία «…[S5] », που εδρεύει στην Α……, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Μαρία Σταμούλη, βάσει δηλώσεως, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 29.12.2014, με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S6]  και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S7]  αγωγή του κατά της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό,τι αναφέρεται σε αυτήν. Το Δικαστήριο, με τη με αριθμό 190/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Ο εκκαλών – εφεσίβλητος, με την από 25.5.2016 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, …[S8] , με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S9]  και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …[S10] ) έφεσή του, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, ζητώντας τη μεταρρύθμισή της, για τους εκεί αναφερόμενους λόγους. Η εκκαλούσα – εφεσίβλητη, με την από 26.5.2016 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, …[S11] , γενικό αριθμό κατάθεσης …[S12]  και ειδικό αριθμό κατάθεσης …[S13]  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου) έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή, ζητώντας την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντα – εφεσίβλητου – ενάγοντα ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του, αναφέρθηκε στις γραπτές προτάσεις του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές, ενώ η πληρεξουσία δικηγόρος της εφεσίβλητης – εκκαλούσας – εναγομένης, κατόπιν μονομερούς δηλώσεώς της, που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 25.5.2016, με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά …[S14] , και με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S15]  και ειδικό αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …[S16]  έφεση του ενάγοντα και ήδη εκκαλούντος – εφεσίβλητου, καθώς και η από 26.5.2016, με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά …[S17] , και με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S18]  και ειδικό αριθμό κατάθεσης …[S19] , έφεση της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας, πρέπει, σύμφωνα με το αρθρ. 246 ΚΠολΔ, να ενωθούν και συνεκδικασθούν, αφού ασκούνται από τους διαδίκους της πρωτοβάθμιας δίκης, στρέφονται κατά της αυτής απόφασης (190/2015 Ειρηνοδικείου Πειραιώς) και δικάζονται κατά την αυτή διαδικασία εργατικών διαφορών, με την συνεκδίκαση δε αυτή επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της διαδικασίας και η μείωση των εξόδων.

Οι κρινόμενες εφέσεις του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος – εφεσιβλήτου και της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας, κατά της υπ’ αριθμ. 190/25.9.2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, 82 ΚΙΝΔ) επί της από 29.12.2014 (με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S20]  και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S21] ) αγωγής του εφεσιβλήτου κατ’ αυτής, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ.1, 516, 517, 518 παρ.2 και 520 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης των ένδικων εφέσεων, ήτοι μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/23.7.2015 (βλ. άρθρο ένατο, παρ.2 Ν. 4335/2015), αφού δεν προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, οι δε εφέσεις αμφοτέρων των διαδίκων κατατέθηκαν στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 27.5.2016. Επομένως, πρέπει οι κρινόμενες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές (αρθρ. 532 ΚΠολΔ) και να εξετασθούν περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (αρθρ. 533 παρ.1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.

Ο ενάγων (ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος), με την από 29.12.2014 ένδικη αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, εξέθετε ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, μεταξύ του ιδίου και της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας ναυτικής εταιρείας, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο με το όνομα «…[S22] », νηολογίου Πειραιώς (αριθμ. 10.579), κ.ο.χ. 13.615, με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, ακολούθως, δε, με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες του ελληνικού δικαίου και της οικείας και κάθε φορά ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών πλοίων και ότι, σε εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης, εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο, το οποίο εκτελούσε τα αναφερόμενα στην αγωγή (κατά τα ειδικότερα προσδιοριζόμενα χρονικά διαστήματα) δρομολόγια, κατά τα διαστήματα από 29.9.2013 έως 24.12.2013 (ως ναυτόπαις), από 2.1.2014 έως 12.2.2014 (ως ναυτόπαις), από 24.2.2014 έως 26.3.2014 (ως ναυτόπαις), από 26.3.2014 έως 16.7.2014 (ως ναύτης) και από 25.10.2014 έως 22.12.2014 (ως ναύτης), οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 13.147,74 Ευρώ, ως διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες των ως άνω διαστημάτων, διαφορά επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2013, διαφορά επιδόματος εορτής Πάσχα έτους 2014 και διαφορά  επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2014, με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του (22.12.2014), άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση του ποσού αυτού. Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη, με αριθμό 190/2015 απόφασή του, με την οποίαν έκανε εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη την αγωγή, και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.068,56 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, κατά τα ειδικότερα στην απόφαση αναφερόμενα, κήρυξε προσωρινά εκτελεστή την εν λόγω διάταξη και επέβαλε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντα σε βάρος της εναγομένης. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται ο ενάγων – εκκαλών – εφεσίβλητος, με την έφεσή του, για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο δικόγραφο και που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί, δε, την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή του και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στα δικαστικά του έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Εξάλλου, η εναγομένη –εφεσίβλητη – εκκαλούσα, με την έφεσή της παραπονείται κατά της εκκαλουμένης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε τη μεταρρύθμισή της και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της και, επιπρόσθετα, να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ώστε να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος – ενάγων να καταβάλει στην εκκαλούσα – εναγομένη το ποσό που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστό με την εκκαλουμένη (3.086,56 Ευρώ, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής, ποσού 267,47 Ευρώ, τα οποία καταβλήθηκαν από την εναγομένη στον ενάγοντα την 23.11.2015) και να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Στο σημείο τούτο, πριν την εξέταση του παραδεκτού και βασίμου των λόγων έφεσης, σημειώνεται ότι η κρινόμενη αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής αναπτύχθηκε ανωτέρω τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, που επαναφέρεται με τις προτάσεις της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον επαρκώς εκτίθενται σε αυτήν η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοσθεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει, αλλά και ο αριθμός των παρασχεθεισών από το ναυτικό ωρών υπερωρίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, χωρίς να αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σ’ αυτήν ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, ούτε το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν (ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.385, ΕφΠειρ 567/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2005, σ.345, ΕφΠειρ 140/2004, ΕΝΑΥΤΔ 2004, σ.114, ΕφΠειρ 892/2002, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2002, σ.479).

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, ειδικότερα δε από τη με αριθμό …[S23]  ένορκη βεβαίωση του Ν.[S24]  Κ.[S25] , ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών, Καλλιόπης Φραντζή, που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων (ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος) και ελήφθη με επιμέλεια του ενάγοντα κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης (αρθρ. 671 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης και συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, αρθρ. ένατο παρ.4 του Ν. 4335/2015) κλήτευσης της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας (βλ. την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα, με αριθμό …[S26]  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Ι. Ν. Α.[S27] ) και τη με αριθμό …[S28]  ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας, Ν.[S29]  Π.[S30] , ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη και ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης (αρθρ. 671 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ) κλήτευσης του ενάγοντα, ήδη εκκαλούντα – εφεσίβλητου (βλ. την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εναγομένη, με αριθμό …[S31]  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Ν.[S32]  Η. Ζ.[S33] ), καθώς και από όλα, γενικά, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, με την επισήμανση ότι παραδεκτά λαμβάνεται υπόψιν η ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ενάγοντα, Ν.[S34]  Κ.[S35] , παρότι έχει αυτός ασκήσει όμοια αγωγή με τον εδώ ενάγοντα κατά της εναγομένης, καθόσον η έκβαση της παρούσας δίκης δεν έχει ως αναγκαία συνέπεια την ωφέλεια του άνω μάρτυρα εκ μόνου του λόγου ότι έχει αυτός ασκήσει άλλη αγωγή σε βάρος της εναγομένης (πρβλ. Κεραμέα/ Κονδύλη/ Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 400 αριθμ.10, ΕφΑθ 3879/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 231/1990, Ε.Ν.Δ. 18, σ.202). Άλλωστε στην τηρούμενη εν προκειμένω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά ρητή επιταγή του άρθρου 671 παρ.1 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και οι εξαιρετέοι μάρτυρες (ΕφΠειρ 578/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) ενώ, σε κάθε περίπτωση, η κατάθεση του παραπάνω μάρτυρα εκτιμάται από το Δικαστήριο, ανάλογα με την αξιοπιστία και το λόγο γνώσεως αυτού : Δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκαν, μεταξύ του ενάγοντα, απογεγραμμένου έλληνα ναυτικού και της εναγομένης, νομίμως εκπροσωπουμένης, πλοιοκτήτριας του υπό Ελληνική σημαία πλοίου με το όνομα «…[S36] », νηολογίου Πειραιά, αρ. 10.579, κ.ο.χ. 13.615, ο  ενάγων ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο, με τις ακόλουθες ειδικότητες, τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα, με τις αποδοχές και τους όρους εργασίας που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, ήτοι : α) Από την 29.9.2013 έως και την 24.12.2013, με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, β) από την 2.1.2014 έως 12.2.2014, με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, γ) από την 24.2.2014 έως την 26.3.2014, με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, δ) από την 26.3.2014 έως 16.7.2014, με την ειδικότητα του ναύτη και ε) από την 25.10.2014 έως 22.12.2014, με την ειδικότητα του ναύτη. Εξάλλου, κατά τα διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντα στο ως άνω πλοίο, αυτό εκτελούσε τα κάτωθι, μη αμφισβητούμενα (261 ΚΠολΔ) δρομολόγια, ήτοι: α) Από 29.9.2013 έως 19.10.2013, το πλοίο πραγματοποιούσε δρομολόγια με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά προς Σαντορίνη, Κω, Ρόδο και επιστροφή (κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά στις 18.00 και αφού προσέγγιζε τα ανωτέρω λιμάνια, κατέπλεε στο λιμάνι της Ρόδου την 10.00 της επομένης, ενώ αντιστοίχως, αναχωρούσε από το λιμάνι της Ρόδου κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή στις 16.00 το απόγευμα και έφθανε στον Πειραιά στις 08.00 το πρωί της επομένης, αφού προσέγγιζε αντιστρόφως τα ίδια λιμάνια). β) Κατά τα διαστήματα από 20.10.2013 έως και 9.12.2013, από 9.1.2014 έως και 12.2.2014, από 24.2.2014 έως και 16.7.2014 και από 25.10.2014 έως και 22.12.2014, το πλοίο εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια μεταξύ των λιμένων Πειραιά και Ηρακλείου Κρήτης (μία ημέρα αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21.00 και κατέπλεε στο λιμάνι προορισμού του, το Ηράκλειο, την 06.00 της επομένης, από όπου και αναχωρούσε στις 21.30 της ίδιας ημέρας και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά στις 06.00 της επομένης). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα δρομολόγια του ανωτέρω πλοίου παρέμειναν ανεκτέλεστα τις ακόλουθες ημέρες : Την 3.12.2013, λόγω απαγορευτικού, την 10.12.2013 λόγω απαγορευτικού, την 24.12.2013, την 31.3.2014 λόγω απεργίας της ΠΝΟ, την 1.4.2014 λόγω απεργίας της ΠΝΟ, την 2.4.2014 λόγω απεργίας της ΠΝΟ, την 19.4.2014 και 20.4.2014 (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την εναγομένη, πίνακα δρομολογίων του ως άνω πλοίου). Εξάλλου, το πλοίο παρέμεινε σε ακινησία από 10.12.2013 έως 8.1.2014 λόγω ετήσιας επιθεώρησης. Στο πλοίο αυτό υπηρετούσαν, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ως πλήρωμα καταστρώματος, ένας (1) ναύκληρος, δύο (2) υποναύκληροι, δώδεκα (12) ναύτες και δύο (2) ναυτόπαιδες (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την εναγομένη, αντίγραφο της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος του πλοίου). Κατά τη διάρκεια απασχόλησής του ως ναυτόπαις στο ως άνω πλοίο, ο ενάγων απασχολούνταν καθημερινά σε εργασίες καθαρισμού και συντήρησης του πλοίου, ενώ όταν το πλοίο προσέγγιζε στους λιμένες προορισμού, εκτελούσε εργασίες απόδεσης των οχημάτων, φορτοεκφόρτωσης και έχμασης. Εξάλλου, κατά τα διαστήματα απασχόλησής του ως ναύτη, ο ενάγων εκτελούσε, πέραν των ανωτέρω, και φυλακές (βάρδιες). Η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντα δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, ενόψει του είδους αυτής και της ιδιαιτερότητας εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων προς τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων δρομολογίων και την επιβατική κίνηση, ανάλογα με τη χρονική περίοδο. Ο ενάγων, κατά τη διάρκεια ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, όταν αυτό εκτελούσε δρομολόγια, απασχολούνταν πέραν του νομίμου ωραρίου, υπερωριακώς, ήτοι πέραν του οκταώρου τις καθημερινές και καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του τα Σάββατα και τις αργίες. Ισχυρή απόδειξη πραγματοποίησης της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, αποτελεί το γεγονός ότι σε αυτόν καταβαλλόταν μηνιαίως χρηματικό ποσό για υπερωρίες, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους, με επίκληση, λογαριασμούς μισθοδοσίας. Την εκτέλεση υπερωριακής εργασίας από τον ενάγοντα, επιβεβαιώνει στην ένορκη βεβαίωσή του ο μάρτυρας απόδειξης, Νικόλαος Κ.[S37] ς, ενώ αντίθετη περί τούτου απόδειξη, δε δύναται να συναχθεί από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Ν.[S38]  Π.[S39] , καθόσον ο τελευταίος επιβεβαιώνει την φύση των εργασιών που, κατά τα άνω εκτεθέντα, εκτελούσε ο ενάγων κατά τη ναυτολόγησή του στο ως άνω πλοίο, πλην όμως οι παρατιθέμενες από μέρους του ώρες απασχόλησης του ενάγοντα (8 με 8,5 ώρες ημερησίως, καθώς και δύο ώρες επιπλέον για τη φόρτωση, όταν αυτός εκτελούσε βάρδια 12.00 – 16.00 στο δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο) αντιφάσκουν με το λοιπό προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό, αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής (αρθρ. 336 παρ.4 ΚΠολΔ), λαμβανομένου υπόψιν ότι η ίδια η εναγομένη παρείχε στον ενάγοντα πάγια αμοιβή μηνιαίως (κατά τα κατωτέρω ειδικότερα εκτεθέντα), λόγω παροχής υπερωριακής από μέρους του εργασίας. Βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει: α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του ως άνω πλοίου, το οποίο εκτελούσε τα προαναφερόμενα δρομολόγια κατά τις ανωτέρω διακριτές χρονικές περιόδους, β) των χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, ως ναυτόπαιδα και, στη συνέχεια, ως ναύτη, δ) της πτώσης της επιβατικής κίνησης κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα απασχόλησης του ενάγοντα, συγκριτικά με τα προηγούμενα έτη, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης από την οποίαν διέρχεται η Χώρα, ε) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο κατά τις καθημερινές και Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες και ε) των διδαγμάτων της κοινής πείρας και των κανόνων της λογικής, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 336 παρ.4 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων, κατά την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του καθόλα τα διαστήματα ναυτολόγησής του στο ως άνω πλοίο, απασχολήθηκε, κατά μέσον όρο επί ένδεκα (11) ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, κατά τα διαστήματα που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια (δηλαδή εξαιρουμένων των ημερών που αναφέρθηκαν ανωτέρω, κατά τις οποίες το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια, οπότε ο ενάγων δεν εργάσθηκε πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως). Αντιστοίχως, ο αγωγικός ισχυρισμός του ενάγοντα, επαναφερόμενος με την κρινόμενη έφεσή του, ότι εργαζόταν α) επί 13 ώρες ημερησίως (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών) όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια και β) επί 11 ώρες ημερησίως κατά τα διαστήματα από 10.12.2013 έως 24.12.2013 και από 2.1.2014 έως 8.1.2014, οπότε το πλοίο παρέμεινε σε ακινησία λόγω διενέργειας εργασιών ετήσιας επιθεώρησης σε αυτό, κρίνεται υπερβολικός και μη ανταποκρινόμενος στα πράγματα, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε από το προσκομιζόμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό. Ομοίως, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ότι ο ενάγων απασχολείτο, κατά κανόνα επί 8 ώρες ημερησίως (και 8,5 ώρες ημερησίως το διάστημα που εργάσθηκε ως ναυτόπαις στη γραμμή Πειραιάς – Ηράκλειο), δεν κρίνεται πειστικός, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι, το γεγονός ότι το ανωτέρω πλοίο της εναγομένης είχε την προβλεπόμενη κατά το νόμο σύνθεση πληρώματος δεν αποτελεί τεκμήριο και δη αμάχητο ότι δεν απαιτείτο για τις ανάγκες της λειτουργίας τους η παροχή εκ μέρους του πληρώματος (συγκεκριμένα του εδώ ενάγοντος) υπερωριακής εργασίας, ούτε αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία, δεδομένου μάλιστα ότι η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 180/2008, ΕΝΔ 2008, σ. 308, ΕφΠειρ 1/2003, ΕΝΔ 31,σ.123). Άλλωστε, το γεγονός ότι ο ενάγων είχε συμφωνήσει όπως λαμβάνει μηνιαίως ένα συγκεκριμένο ποσό για υπερωριακή εργασία, υπογράφοντας τις μισθοδοτικές καταστάσεις (που περιλάμβαναν και τις αποδοχές για υπερωρίες) δεν αποκλείει την απόδειξη εκ μέρους του με άλλα αποδεικτικά μέσα ότι πραγματοποίησε περισσότερες ώρες υπερωριακής εργασίας, από όσες υπέγραψε και πληρώθηκε, όπως έγινε εν προκειμένω. Εξάλλου, η προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών, όπου περιλαμβάνονται και οι αποδοχές υπερωριών, δε συνιστά παραίτηση από τα σχετικά εκ των υπερωριών δικαιώματά του, λαμβανομένης υπόψη της δύσκολης θέσης κάθε εργαζομένου, που φοβάται την απόλυσή του και μάλιστα σε περίοδο υψηλού δείκτη ανεργίας και της ανάγκης του για εργασίας. Σε κάθε, δε, περίπτωση, και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των καταστάσεων μισθοδοσίας (περιλαμβάνουσα και τις αποδοχές των υπερωριών) ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του (άφεση χρέους) η παραίτηση αυτή είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας είναι άκυρη (βλ. ΕφΠειρ 257/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 660/2010, ΕφΠειρ 180/2008, ο.π. ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 1/2003, ΕΝΑΥΤΔ 2003, σ. 124). Πρέπει να σημειωθεί ότι η εναγομένη, αμφισβητώντας το ύψος των υπερωριών που επικαλείται ο ενάγων, υποστηρίζει ότι επί του πλοίου ετηρείτο βιβλίο υπερωριών και πρόσθετων αμοιβών (άρθρο 157 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας Επιβατηγών Πλοίων και 19 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε.) στο οποίο δεν υπάρχει σχετική εγγραφή για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, πέραν αυτής που αναγράφεται στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του και είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει σταθερώς κατά μήνα και για την οποία έχει εξοφληθεί πλήρως, ο δε ενάγων, καθόλο το διάστημα των ναυτολογήσεών του, ουδέποτε εναντιώθηκε, αλλά υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις αποδείξεις πληρωμής του. Όμως, οι παραπάνω εγγραφές δεν ήσαν ακριβείς, όπως βασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, ο οποίος πράγματι εργαζόταν υπερωριακώς, όπως πιο πάνω αναλυτικά εκτίθεται, αναγκαζόμενος να υπογράφει δίπλα από τις ανακριβείς εγγραφές των ωρών υπερωρίας, υπό τον φόβο της τυχόν απόλυσής του, σε περίπτωση διαμαρτυρίας του (πρβλ. ΕφΠειρ 56/2015, ΕφΠειρ 452/2010, προσκομιζόμενες). Ενόψει των ανωτέρω, η οφειλόμενη αμοιβή του ενάγοντα λόγω υπερωριακής απασχόλησης, κατά τις περιόδους ναυτολόγησής του στα πλοία της εναγομένης, διαμορφώνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6, 11, 13, 18 των εφαρμοζόμενων στην ένδικη υπόθεση, από 31.7.2013 και από 13.6.2014 Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2013 και 2014, αντίστοιχα, οι οποίες κυρώθηκαν με την 3525.1.1.5/01/2013 και 3525.1.5/01/2014 αποφάσεις του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, αντίστοιχα (ΦΕΚ Β΄ 2079/26.8.2013 και ΦΕΚ Β΄1664/24.6.2014), ως ακολούθως, κατά το  μη αμφισβητούμενο ειδικά με λόγο έφεσης αριθμό των ημερών εργασίας του ενάγοντα : Ι. Αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές : A) Περίοδοι ναυτολόγησης από 29.9.2013 έως 9.12.2013, από 9.1.2014 έως 12.2.2014 και από 24.2.2014 έως 25.3.2014, οπότε ήταν ναυτολογημένος με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, το ποσό των (113 καθημερινές και Κυριακές, μη υπολογιζόμενης της 3.12.2013 οπότε το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο και ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά Χ 3 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 6,71 Ευρώ ανά ώρα =) 2.274,69 Ευρώ. Β) Περίοδοι ναυτολόγησης από 10.12.2013 έως 24.12.2013 και από 2.1.2014 έως 8.1.2014, οπότε ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, πλην όμως το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια, ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά κατά τις καθημερινές και Κυριακές, επομένως ουδέν του οφείλεται για την αιτία αυτήν. Γ) Κατά τις περιόδους ναυτολόγησης από 26.3.2014 έως 16.7.2014 και από 25.10.2014 έως 22.12.2014, οπότε ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος με την ειδικότητα του ναύτη, δικαιούται αυτός το ποσό των (137 καθημερινές και Κυριακές, μη υπολογιζομένων των 5 ημερών των εν λόγω περιόδων, κατά τις οποίες το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, Χ 3 ώρες ημερησίως Χ 8,38 Ευρώ ανά ώρα =) 3.444,18 Ευρώ. Επομένως, συνολικά για την ως άνω αιτία, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 5.718,87 Ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των (403,41 Ευρώ κατά την περίοδο ναυτολόγησής του ως ναυτόπαιδα + 2.780,90 Ευρώ κατά την περίοδο ναυτολόγησής του ως ναύτη =) 3.184,31 Ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από αμφότερους τους διαδίκους αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντα, σε συνδυασμό με την ομολογία του ιδίου στην υπό κρίση αγωγή, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 2.534,56 Ευρώ, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμης από ουσιαστική άποψη της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη (αρθρ. 416 ΑΚ, 262 ΚΠολΔ) και επαναφέρει με το δεύτερο λόγο της έφεσής της. ΙΙ. Αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες : A) Περίοδοι ναυτολόγησης από 29.9.2013 έως 9.12.2013, από 9.1.2014 έως 12.2.2014 και από 24.2.2014 έως 25.3.2014, οπότε ήταν ναυτολογημένος με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, το ποσό των (19 Σάββατα και 4 αργίες Χ 11 ώρες υπερωρίας Χ 8,06 Ευρώ ανά ώρα =) 2.039,19 Ευρώ. Β) Περίοδοι ναυτολόγησης από 10.12.2013 έως 24.12.2013 και από 2.1.2014 έως 8.1.2014, οπότε ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, πλην όμως το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια, ο ενάγων απασχολήθηκε επί 8 ώρες για 3 Σάββατα και 1 αργία, επομένως δικαιούται το ποσό των (4 Χ 8 Χ 8,06 Ευρώ =) 257,92 Ευρώ. Γ) Κατά τις περιόδους ναυτολόγησης από 26.3.2014 έως 16.7.2014 και από 25.10.2014 έως 22.12.2014, οπότε ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος με την ειδικότητα του ναύτη, δικαιούται αυτός το ποσό των [(23 Σάββατα και 7 αργίες = 30 ημέρες Χ 11 ώρες ημερησίως Χ 10,05 Ευρώ ανά ώρα =) 3.316,50 Ευρώ + το Σάββατο 19.4.2014, οπότε το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, επομένως ο ενάγων δεν εκτέλεσε εργασία υπερβαίνουσα το οκτάωρο, το ποσό των (8 ώρες Χ 10,05 Ευρώ =) 80,40 Ευρώ =] 3.396,90 Ευρώ. Επομένως, συνολικά για την ως άνω αιτία, ο ενάγων έλαβε το ποσό των 5.694,01 Ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των (1.935,66 Ευρώ κατά την περίοδο ναυτολόγησής του ως ναυτόπαιδα + 2.582,55 Ευρώ κατά την περίοδο ναυτολόγησής του ως ναύτη =) 4.518,21 Ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από αμφότερους τους διαδίκους αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντα, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 1.175,80 Ευρώ, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμης από ουσιαστική άποψη της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη (αρθρ. 416 ΑΚ, 262 ΚΠολΔ), την οποίαν επαναφέρει με το δεύτερο λόγο της έφεσής της. Συνεπώς, η εκκαλουμένη που έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται, ως διαφορά αμοιβής για υπερωριακή εργασία α) κατά τα χρονικά διαστήματα από 29.9.2013 έως και 9.12.2013, από 9.1.2014 έως και 12.2.2014 και από 24.2.2014 έως και 25.3.2014,  καθώς και από 10.12.2013 έως και 24.12.2013 και από 2.1.2013 έως και 8.1.2014, που ήταν ναυτολογημένος με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, το ποσό των 159,94 Ευρώ για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες και το ποσό των 1.368,03 Ευρώ για υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές και Κυριακές και β) κατά τα χρονικά διαστήματα από 26.3.2014 έως και 16.7.2014 και από 25.10.2014 έως και 22.12.2014, που ήταν ναυτολογημένος με την ειδικότητα του ναύτη, το ποσό των 890,89 Ευρώ για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες και το ποσό των 75,91 Ευρώ, και όχι τα ανωτέρω ποσά, ήτοι, συνολικά για τα διαστήματα εργασίας του, ποσό 1.175,80 Ευρώ ως διαφορά αμοιβής παροχής υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες και ποσό  2.534,56 Ευρώ, ως διαφορά αμοιβής παροχής υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές,  έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμου από ουσιαστική άποψη του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης του ενάγοντος και (αναφορικά με το ζήτημα των ωρών εργασίας του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα που το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, συμπεριλαμβανομένων των ημερών κατά τις οποίες το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο για την ετήσια επιθεώρησή του) του πρώτου λόγου της έφεσης της εναγομένης.

Περαιτέρω, αναφορικά με το δεύτερο και τέταρτο λόγο της κρινόμενης  (δεύτερης) έφεσης της εναγομένης, με τον οποίον η εναγομένη παραπονείται για το ότι η εκκαλουμένη απέρριψε την ένσταση εξόφλησης του κονδυλίου της υπερωριακής αμοιβής με τις καταβληθείσες από αυτήν έκτακτες αμοιβές δυνάμει του όρου 1 των συμβάσεων εργασίας του ενάγοντος, σύμφωνα με τον οποίον οι υπέρτερες των νομίμων αποδοχές του ναυτικού συμψηφίζονται με τυχόν πραγματοποιούμενες από αυτόν υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της πλοιοκτήτριας σχετικές με τη σύμβαση εργασίας, λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη υπό τίνος εκ των δεσμευομένων υπό συλλογικής συμβάσεως, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη συλλογική σύμβαση όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντιθέτων συμφωνιών. Όροι, όμως, ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκώτεροι δια τον μισθωτόν από τους διαλαμβανόμενους σε συλλογική σύμβαση εργασίας είναι επικρατέστεροι. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και συμπεριλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων αποδοχές, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις υφιστάμενες κατά τον χρόνο της σύναψης της ατομικής συμβάσεως αλλά και διά τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της συμβάσεως, στην οποία με τον ίδιο όρο διελήφθη πρόβλεψη για καταλογισμό στις συμφωνηθείσες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές εκείνων οι οποίες θα θεσπισθούν τυχόν στο μέλλον, από της καθιερώσεως των οποίων ενεργοποιείται η αιτία για την οποίαν κατεβλήθησαν οι υπέρτερες, δηλαδή η κάλυψή τους συμψηφιστικά. Το ίδιο ισχύει και για τις αξιώσεις από τη ναυτική εργασία, οι οποίες στηρίζονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσόν της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη εργασία, γιατί η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ΝΔ 4020/1959 – η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελαχίστων ορίων συμβατικές αποδοχές στην χερσαία εργασία – δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών τις οποίες προβλέπουν οι ΣΣΝΕ διά μερικές ειδικότητες ναυτικών. Συνεπώς, εάν συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στον ναυτικό κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου υπό της οικείας ΣΣΕ μισθού και πρόσθετο  χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία επιμίσθιο, ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτου, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθή προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Το ως άνω επιμίσθιο μπορεί να συμψηφισθεί προς μεταγενέστερες αυξήσεις των προβλεπομένων από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών, μόνον τότε όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση περί του καταλογισμού των μελλοντικών αυξήσεων στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι προκύπτει όταν συμφωνήθηκε μισθός ανώτερος του νομίμου ως κλειστός μισθός, δηλαδή όταν συμφωνηθεί αμοιβή του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίον περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά. Η έννοια του κλειστού μισθού περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη ειδικού καθορισμού τους, ενώ το ανωτέρω επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογισθεί στον καταλογισμό. Άλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (βλ. ΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 141/2012, ΠΕΙΡΝΟΜ 2012, σ.160, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.257, ΕφΠειρ 640/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010/39, ΕφΠειρ 465/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009/276, ΕφΠειρ 568/2009, ΕΝΔ 2009, σ.276). Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο κλειστός μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της εννοίας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σ’ αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψιν και των συναλλακτικών ηθών (ΕφΠειρ 361/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.208, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.397, ΕφΠειρ 457/2000, ΔΕΕ 2009, σ.895). Στην προκειμένη περίπτωση, δυνάμει του όρου υπ’ αριθμ. 1 των από 29.9.2013, από 11.12.2013, από 9.1.2014 και από 26.3.2014 έγγραφων συμβάσεων ναυτικής εργασίας που συνήψε ο ενάγων με την εναγομένη συμφωνήθηκε ότι «κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες  από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας».  Από τον ανωτέρω συμβατικό όρο, που ερμηνεύεται με βάση την αληθινή βούληση των μερών χωρίς προσήλωση στις λέξεις καθώς και όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, δεν προέκυψε ότι συνέτρεξαν οι προαναφερθείσες στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, εφόσον δεν προσδιορίσθηκαν με αυτόν (συμβατικό όρο) ειδικά κατά ποσό, οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο), που θα μπορούσαν να συμψηφισθούν με μελλοντικές αυξήσεις (προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία) των παρεχόμενων συμβατικών αποδοχών, καθώς και ο χρόνος καταβολής του ανωτέρω ποσού, ενώ τα ποσά που ελάμβανε μηνιαίως ο ενάγων και αναγράφονταν στις μισθοδοτικές καταστάσεις υπό τον τίτλο «έκτακτες αμοιβές» δεν προσδιορίσθηκαν ορισμένα και ειδικά στην εν λόγω σύμβαση ως υπέρτερες αποδοχές (επιμίσθιο), οι οποίες θα μπορούν να συμψηφίζονται με στηριζόμενες στο νόμο τυχόν αξιώσεις του πέραν των συμβατικώς προβλεπομένων (βλ. ΕφΠειρ 213/2016, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 160/2015, προσκομιζόμενες, ΕφΠειρ 647/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.257, ΕφΠειρ 465/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.276). Εξάλλου, αν τα ποσά αυτά καταβάλλονταν, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, για αμοιβή λόγω υπερωριακής εργασίας, θα καταλογίζονταν στους σχετικούς λογαριασμούς μισθοδοσίας, ως «υπερωρίες» και όχι ως «έκτακτες αμοιβές» (βλ. ΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αντίστοιχη ένσταση, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, της αιτιολογίας της εκκαλουμένης συμπληρούμενης με την παρούσα απόφαση (αρθρ. 534 ΚΠολΔ). Κατ’ ακολουθίαν, οι σχετικοί, δεύτερος και τέταρτος λόγοι της κρινόμενης (δεύτερης) έφεσης της εναγομένης, τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Περαιτέρω, με το άρθρο 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. ορίστηκε ότι «1. Στα πληρώματα των πλοίων … καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός 15 ημερών επ’ ευκαιρία των εορτών του Πάσχα. 2. Τα δώρα εορτών υπολογίζονται καταβαλλομένων παγίων και σταθερών αποδοχών ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων περιλαμβανομένων και των υπερωριών». Από το συνδυασμό δε της προαναφερθείσας διάταξης με εκείνες των  άρθρων 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/82 Υ.Α. (ΕΝ) “περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς” (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1/7 Ιανουαρίου 1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 ημίσεως μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, προς υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψιν ο καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντιστοίχως και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές (ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009, σ.267, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝΔ 2009, σ.102), μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, λαμβανομένου άρα υπόψη και του ημερήσιου αντίτιμου τροφής προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003, σ.345, ΕφΠειρ 56/2015, προσκομιζόμενη, ΕφΠειρ 587/2011, ΕΝΔ 2012, σ.19, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝΔ  2009, σ.273). Στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης (ΕφΠειρ 200/2016, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 561/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 211/2015, Α΄  δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 521/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Το προβλεπόμενο, όμως, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 – 3 και 20 της ως άνω Συλλογικής Συμβάσεως επίδομα ιματισμού, του οποίου δικαιούνται οι ναυτικοί, οι οποίοι αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προς αντιμετώπιση των δαπανών της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, το οποίο, όμως, δεν οφείλεται, εάν η στολή παρέχεται από τον πλοιοκτήτη, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κυρία και βασική αιτία χορηγήσεως τούτου είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, και συνεπώς δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΕφΠειρ 56/2015, προσκομιζόμενη, ΕφΠειρ 626/2014, ΕλΔνη 2015, σ.508, ΕφΠειρ 164/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ 434/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.204, ΕφΠειρ 377/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.262, ΕφΠειρ 238/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.102, πρβλ. ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 σ.1300, ΑΠ 226/2003 ΔΕΝ 59, σ.1138).

Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται τα κάτωθι ποσά, ως διαφορά αμοιβής επιδομάτων εορτών του επίδικου χρονικού διαστήματος, ήτοι : 1) Αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2013 (χρονικό διάστημα από 29.9.2013 έως 24.12.2013, ήτοι 87 ημέρες), το ποσό των 1.297,74 Ευρώ {[μισθός ενεργείας 928,36 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 204,24 ΕΥΡΩ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ΕΥΡΩ + μηνιαία τροφοδοσία 576,30 Ευρώ + άδεια 353,46 ΕΥΡΩ (μισθός ενεργείας 928,36 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 204,24 ΕΥΡΩ = 1.132,60 Χ 1/22 Χ 5 ημέρες μηνιαίως = 257,41 ΕΥΡΩ + αντίτιμο τροφής 96,05 ΕΥΡΩ κατά τα άρθρα 3 και 15 της προαναφερομένης Συλλογικής Συμβάσεως Ναυτικής Εργασίας, δηλ. 19,21 ΕΥΡΩ Χ 5 ημέρες) + μέσος όρος υπερωριών, Σαββάτου και αργιών, καθημερινών και Κυριακών 1.034,40 Ευρώ (ήτοι αμοιβή υπερωριακής απασχολήσεως του ενάγοντος κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα απασχόλησής του ενάγοντος στο ως άνω πλοίο κατά τα έτη 2013 – 2014, υπολογιζόμενη ανωτέρω, ποσού 11.412,88 Ευρώ : 331 ημέρες απασχόλησης του ενάγοντα κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα Χ 30 ημέρες) + μέσος όρος αμοιβής έχμασης των οχημάτων στο γκαράζ του πλοίου, 409,90 Ευρώ (συνολική αμοιβή έχμασης, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντα, ύψους 4.522,41 Ευρώ : 331 ημέρες απασχόλησης του ενάγοντα κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα Χ 30 ημέρες) =] 3.541,88 Ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήμερο εργασίας Χ 4,58 (87 ημέρες : 19) δεκαεννιαήμερα}. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των (12,8 + 192,92 + 191,93 + 153,53 =) 551,18 Ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από αμφότερα τα διάδικα μέρη καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος (παραδεκτά λαμβανομένων υπόψιν, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και αυτών που δε φέρουν την υπογραφή του ενάγοντα, βλ. ΟλΑΠ 15/2003, ΑΠ 934/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), επομένως του η διαφορά, ποσού  (1.297,74 – 551,18 =) 746,56 Ευρώ, κατά παραδοχή ως βάσιμης από ουσιαστική άποψη της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη (αρθρ. 416 ΑΚ, 262 ΚΠολΔ) και επαναφέρεται με την έφεση της εναγομένης. 2) Αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα έτους 2014 για τα διαστήματα ναυτολόγησης από 2.1.2014 έως 12.2.2014 και από 24.2.2014 έως 25.3.2014, κατά το οποίο ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος ως ναυτόπαις, το ποσό των 1.062,56 Ευρώ {μηνιαίες αποδοχές, υπολογιζόμενες ανωτέρω, ύψους 3.541,88 Ευρώ : 2 Χ 1/15 για κάθε οκταήμερο εργασίας Χ 9 (72 ημέρες : 8) οκταήμερα}. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των (191,91 + 76,77 + 32,25 + 160,19 =) 461,12 Ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος (παραδεκτά λαμβανομένων υπόψιν, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και αυτών που δε φέρουν την υπογραφή του ενάγοντα, βλ. ΟλΑΠ 15/2003, ΑΠ 934/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), επομένως του η διαφορά, ποσού  (1.062,56  – 461,12  =) 601,44 Ευρώ, κατά παραδοχή ως βάσιμης από ουσιαστική άποψη της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη (αρθρ. 416 ΑΚ, 262 ΚΠολΔ). 3) Αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα έτους 2014 για τα διαστήματα ναυτολόγησης από 26.3.2014 έως 30.4.2014, κατά το οποίο ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος ως ναύτης, το ποσό των 566,66 Ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.157,99 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 254,76 ΕΥΡΩ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ΕΥΡΩ + μηνιαία τροφοδοσία 576,30 Ευρώ + άδεια 417,13 ΕΥΡΩ (μισθός ενεργείας 1.157,99 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 254,76 ΕΥΡΩ = 1.412,75 Χ 1/22 Χ 5 ημέρες μηνιαίως = 321,08 ΕΥΡΩ + αντίτιμο τροφής 96,05 ΕΥΡΩ κατά τα άρθρα 3 και 15 της προαναφερομένης Συλλογικής Συμβάσεως Ναυτικής Εργασίας, δηλ. 19,21 ΕΥΡΩ Χ 5 ημέρες) + μέσος όρος υπερωριών, Σαββάτου και αργιών, καθημερινών και Κυριακών 1.034,40 Ευρώ (ήτοι αμοιβή υπερωριακής απασχολήσεως του ενάγοντος κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα απασχόλησής του ενάγοντος στο ως άνω πλοίο κατά τα έτη 2013 – 2014, υπολογιζόμενη ανωτέρω, ποσού 11.412,88 Ευρώ : 331 ημέρες απασχόλησης του ενάγοντα κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα Χ 30 ημέρες) + μέσος όρος αμοιβής έχμασης των οχημάτων στο γκαράζ του πλοίου, 409,90 Ευρώ (συνολική αμοιβή έχμασης, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντα, ύψους 4.522,41 Ευρώ : 331 ημέρες απασχόλησης του ενάγοντα κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα Χ 30 ημέρες) =] 3.885,70 Ευρώ : 2 Χ 1/15 για κάθε οκταήμερο εργασίας Χ 4,375 (35 ημέρες : 8) οκταήμερα}. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των (49,61 + 290,41 =) 340,05 Ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος (παραδεκτά λαμβανομένων υπόψιν, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και αυτών που δε φέρουν την υπογραφή του ενάγοντα, βλ. ΟλΑΠ 15/2003, ΑΠ 934/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού  (566,66  – 340,05  =) 226,61 Ευρώ, κατά παραδοχή ως βάσιμης από ουσιαστική άποψη της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη (αρθρ. 416 ΑΚ, 262 ΚΠολΔ). 4) Αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2014 (χρονικό διάστημα από 1.5.2014 έως 16.7.2014 και από 25.10.2014 έως 22.12.2014, ήτοι 136 ημέρες), το ποσό των 2.225,73 Ευρώ {μηνιαίες αποδοχές, υπολογιζόμενες ανωτέρω, ύψους 3.885,70 Ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήμερο εργασίας Χ 7,16 (136 ημέρες : 19) δεκαεννιαήμερα}. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των (300,02 + 300,02 + 160 + 69,6 + 300,02 + 220,01 =) 1.349,67 Ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος (παραδεκτά λαμβανομένων υπόψιν, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και αυτών που δε φέρουν την υπογραφή του ενάγοντα, βλ. ΟλΑΠ 15/2003, ΑΠ 934/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), επομένως του η διαφορά, ποσού  (2.225,73 – 1.349,67 =) 876,06 Ευρώ, κατά παραδοχή ως βάσιμης από ουσιαστική άποψη της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη (αρθρ. 416 ΑΚ, 262 ΚΠολΔ). Συνεπώς, η εκκαλουμένη, η οποία δεν συμπεριέλαβε στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντα το αντίτιμο τροφοδοσίας και την αμοιβή για την έχμαση των οχημάτων στο γκαράζ του πλοίου, ούτε την αμοιβή υπερωριακής εργασίας που πράγματι εκτέλεσε αυτός υπολογίσθηκε ανωτέρω και, συνακόλουθα, επεδίκασε στον ενάγοντα, α) ως διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2013, το ποσό των 247,25 Ευρώ, αντί του ορθού ανωτέρω ποσού των 746,56 Ευρώ, β) ως διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτής Πάσχα έτους 2014 για το διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντα ως ναυτόπαιδα, το ποσό των 192,64 Ευρώ, αντί του ορθού ανωτέρω ποσού των 601,44 Ευρώ, γ) ως διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτής Πάσχα έτους 2014 για το διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντα ως ναύτη, το ποσό των 38,40 Ευρώ, αντί του ορθού ανωτέρω ποσού των 226,61 Ευρώ και δ) ως διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2014, 95,50 Ευρώ, αντί του ορθού ανωτέρω ποσού των 876,06 Ευρώ, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμου του δεύτερου λόγου της (πρώτης) έφεσης του ενάγοντα, απορριπτομένου ως αβάσιμου από ουσιαστική άποψη του περί του αντιθέτου, τρίτου λόγου της (δεύτερης) έφεσης της εναγομένης.

Σε συνέχεια των ανωτέρω πρέπει, να γίνoυν δεκτές οι κρινόμενες εφέσεις (του ενάγοντα και της εναγομένης), ως ουσιαστικά βάσιμες, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμων των λόγων της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της (ήτοι και για τα μη προσβληθέντα κεφάλαια αυτής, για τη δημιουργία ενιαίου τίτλου εκτέλεσης), περιλαμβάνοντος και τη διάταξη της εκκαλούμενης περί δικαστικών εξόδων (ΑΠ 103/2001, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ ουσία, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή κατά ένα μέρος, ως και κατ’ ουσία βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των  (2.534,56 + 1175,80 + 746,56 + 601,44 + 226,61 + 876,06 =) 6.161,03 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται ειδικά με λόγο έφεσης, μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση. Τέλος, η ηττημένη και στην έκκλητη δίκη εναγομένη (εφεσίβλητη – εκκαλούσα) πρέπει να καταδικαστεί και σε, ανάλογο με την έκταση της νίκης και ήττας του κάθε διαδίκου, μέρος των δικαστικών εξόδων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας του ενάγοντος, όπως καθορίζονται στο διατακτικό (άρθρ. 183, 178§1, 189 και 191§2 του ΚΠολΔ).

Ενόψει των ανωτέρω, απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα της εκκαλούσας – εναγομένης, με την υπό κρίση εφεσή της, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης, κατ’ αρθρ. 525 παρ.3 συνδ. 914 ΚΠολΔ και υποχρέωσης του εφεσιβλήτου όπως της καταβάλει το ποσό των 3.086,56 Ευρώ, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής, ύψους 267,47 Ευρώ το οποίο είχε ο ενάγων λάβει σε μερική εξόφληση του προσωρινώς επιδικασθέντος κεφαλαίου, καθόσον αυτό υπολείπεται του κατά τα άνω επιδικασθέντος στον ενάγοντα  – εκκαλούντα – εφεσίβλητο, ποσού (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1997, υπό αρθρ. 914, αριθμ.8).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 25.5.2016 (με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S40]  και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …[S41] ) έφεση και από την από 26.5.2016 (με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S42]  και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του δικαστηρίου τούτου …[S43] ) έφεση.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Δέχεται κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 190/2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά.

Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση.

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων εκατόν εξήντα ενός Ευρώ και τριών λεπτών του Ευρώ (6.161,03 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση.

Απορρίπτει την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα αυτών κατάσταση.

Καταδικάζει την εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, που το καθορίζει και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας σε τετρακόσια πενήντα (450) Ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις                   , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η     ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ