ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 276 /2017
(Αριθμ. Κατάθ. …[S1] )
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
————————————
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Νοεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία «…[S2] », που εδρεύει στα Χ. Κ.[S3] , νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Αικατερίνης Σταματελοπούλου.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …[S4] [S5] του …[S6] , κατοίκου Α. Π. Α. Ρ.[S7] , ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από το δικηγόρο του, Βασίλειο Σαξώνη, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 17.12.2012, με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S8] και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S9] αγωγή του κατά της εκκαλούσας – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό,τι αναφέρεται σε αυτήν. Το Δικαστήριο, με τη με αριθμό 44/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Η εκκαλούσα, με την από 31.3.2016 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, …[S10] , γενικό αριθμό κατάθεσης …[S11] και ειδικό αριθμό κατάθεσης …[S12] ) έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή, ζητώντας την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία «…[S13] .», αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου, Δημητρίου Σ.[S14] , δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 44/27.2.2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, 82 ΚΙΝΔ) επί της από 17.12.2012 (με γενικό αριθμό κατάθεσης …[S15] και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S16] ) αγωγής του εφεσιβλήτου κατ’ αυτής, ασκήθηκε ενώπιον του καθ’ ύλην αρμοδίου Δικαστηρίου (αρθρ. 17Α ΚΠολΔ), νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ.1, 516, 517, 518 παρ.1 και 520 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης, ήτοι μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/23.7.2015 (βλ. άρθρο ένατο, παρ.2 Ν. 4335/2015), εντός της τασσόμενης από το νόμο τριακονθήμερης προθεσμίας, αφού η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος στην εναγομένη την 4.3.2016 (βλ. τη με αριθμό …[S17] έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …[S18] ), ενώ η έφεση της εναγομένης κατατέθηκε από την τελευταία στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 1.4.2016. Επομένως, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (αρθρ. 532 ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533 παρ.1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.
Ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος), με την από 17.12.2012 ένδικη αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, εξέθετε ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, μεταξύ του ιδίου και της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας ναυτικής εταιρείας, νομίμως εκπροσωπουμένης, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στα ακόλουθα πλοία της εναγομένης, με την ειδικότητα του επίκουρου, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες του ελληνικού δικαίου και της οικείας και κάθε φορά ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών πλοίων, για τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, ήτοι α) από 7.12.2010 έως 3.3.2011, στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο με το όνομα «…[S19] », νηολογίου Χανίων (αριθμ. ..), κ.ο.χ. 12.230, β) από 1.4.2011 έως 9.4.2011, στο ίδιο ως άνω πλοίο, «…[S20] » και γ) από 24.5.2011 έως 14.9.2011, στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο με το όνομα «…[S21] », νηολογίου Χανίων (αριθμ….), κ.ο.χ. 15.404. Ότι, κατά τα διαστήματα απασχόλησής του στα ανωτέρω πλοία, εργάσθηκε καθημερινά, στα πλαίσια των καθηκόντων της ειδικότητάς του, επί 12 ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, ενώ το διάστημα από 1.6.2011 έως 14.9.2011 εργάσθηκε επί 16 ώρες ημερησίως. Με βάση τα παραπάνω, ζητούσε, κυρίως μεν με βάση τη σύμβαση εργασίας και επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 9.929,01 Ευρώ (επιμεριζόμενο σε 1.752,32 Ευρώ, 1.616,21 Ευρώ και 6.560,48 Ευρώ για κάθε επιμέρους διάστημα εργασίας του), ως διαφορές αποδοχών πλήρους μηνός και διαφορά μισθού αδείας, κατ’ αρθρ. 60 ΚΙΝΔ, εκ της εργασίας του στο πλοίο «…[S22] » κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.2011 έως 9.4.2011, ως διαφορές υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, ως αμοιβή για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, και ως διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ως άνω χρονικών διαστημάτων ναυτολόγησής του στα πλοία της εναγομένης, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την ημέρα της κάθε φορά απόλυσής του (ήτοι από 3.3.2011, από 9.4.2011 και 14.9.2011, αντίστοιχα), άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφλησή της. Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη, με αριθμό 44/2015 απόφασή του, με την οποίαν έκανε εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη την αγωγή, ως προς την κύρια βάση της και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8.313,77 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 15.9.2011, κατά τα ειδικότερα στην απόφαση αναφερόμενα. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα – εναγομένη, με την έφεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο δικόγραφο και που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί, δε, να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στα δικαστικά της έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Κατά το άρθρο 60 του Ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ), «Εάν ο μισθός συνωμολογήθη κατά μήνα ο ναυτικός δικαιούται εις τον μισθόν των μηνών και ημερών, καθ`ας διήρκεσεν η ναυτολόγησις. Εάν όμως αύτη διήρκεσεν έλασσον του μηνός ο ναυτικός δικαιούται εις πλήρη μηνιαίον μισθόν. Ως πλήρης ημέρα θεωρείται και η απλώς αρξαμένη». Από την προαναφερθείσα διάταξη προκύπτει ότι, εάν ο μισθός της σύμβασης ναυτολόγησης έχει συνομολογηθεί κατά μήνα, ο ναυτικός δικαιούται του μισθού των μηνών και ημερών, κατά τους οποίους διήρκεσε η ναυτολόγηση, εάν, όμως, η ναυτολόγηση διήρκεσε έλασσον του μηνός, ο ναυτικός δικαιούται πλήρους μηνιαίου μισθού, εκτός εάν η λύση της σύμβασης προήλθε εξ υπαιτιότητας ή εκ της αποκλειστικής βούλησης του ιδίου, οπότε δεν δικαιούται πλήρους μισθού, ισχυρισμός ο οποίος αποτελεί ένσταση κατά της σχετικής αξίωσης του ναυτικού (ΕφΠειρ 603/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 319/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.216, πρβλ. ΕφΠειρ 97/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.97, ΕφΠειρ 69/1994, ΕΝΑΥΤΔ 1995, σ.273. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 520, 525 και 527 ΚΠολΔ, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι ενστάσεις του εναγομένου, που είχαν προταθεί πρωτοδίκως και απορριφθεί, επαναφέρονται στο εφετείο από τον εκκαλούντα – εναγόμενο, εφόσον αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, μόνο με λόγο έφεσης περιεχόμενο στο εφετήριο ή στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων της έφεσης (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο), διαφορετικά, αν προταθούν με τις προτάσεις, είναι απαράδεκτοι. Άλλως έχουν τα πράγματα προκειμένου περί ενστάσεων που προτείνονται για πρώτη φορά στο εφετείο από τον εκκαλούντα – εναγόμενο, όχι προς εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, αλλά προς απόρριψη της αγωγής, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, βάσει άλλου λόγου έφεσης και τη διακράτηση της υπόθεσης από το εφετείο (ΑΠ 194/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ` έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης, 2) γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή: α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία, β) αν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται εγγράφως και το δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να είχε πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι το εφετείο δεν μπορεί να λάβει υπόψη αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό παρά μόνο αν προτάθηκε παραδεκτώς στον πρώτο βαθμό και επαναφέρεται νομίμως, κατά τη διάταξη του άρθρου 240 ΚΠολΔ ή αν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ (ΑΠ 442/2014, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 571/2011, ΑΠ 443/2011, ΕφΠειρ 52/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 19 του Ν. 2915/2001, τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά, οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο και όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα, τα συντασσόμενα από το γραμματέα πρακτικά συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σε αυτές, τις καταθέσεις των μαρτύρων κ.λπ.. Από την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις (του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) συνάγεται σαφώς ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 ΚΠολΔ), όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις, στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική πρόταση των ισχυρισμών αυτών, που, “ως γενόμενο κατά τη συζήτηση”, σημειώνεται στα πρακτικά. Από τη δεύτερη δε των ως άνω διατάξεων (του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ ΚΠολΔ) συνάγεται ότι η, κατά την πρώτη διάταξη (του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), σημείωση της προφορικής πρότασης του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της πρότασης αυτών (ισχυρισμών), είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 442/2014, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 450/2013, ΕφΠειρ 31/2013, ΠΕΙΡΝΟΜ 2013, σ.108, ΕφΠειρ 319/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.216).
Η εκκαλούσα, με τον πρώτο λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται, για το διάστημα ναυτολόγησής του στο πλοίο «…[S23] » από 1.4.2011 έως 9.4.2011, πλήρεις μηνιαίες αποδοχές (μισθό πλέον αποδοχές αδείας 5 ημερών), καθόσον, ενόψει του ότι η σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντα λύθηκε, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, «αμοιβαία συναινέσει», πρωτίστως μεν δεν εκτίθεται στην αγωγή, για το ορισμένο της σχετικής αξίωσης, ποιος εκ των διαδίκων αιτήθηκε τη λύση της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, επικουρικά δε, η σχετική αξίωση του ενάγοντα, πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε, ασκείται καταχρηστικά, ως αντικείμενη στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα στην υπό κρίση αγωγή, σε συνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο ενάγων επαρκώς εκθέτει στο υπό κρίση δικόγραφο, για τη θεμελίωση της εν λόγω αξίωσης περί καταβολής σε αυτόν μισθού ενός μηνός, κατ’ αρθρ. 60 ΚΙΝΔ, το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντα με την εναγομένη, την ειδικότητα του ενάγοντος και τη συμφωνία αμοιβής με μηνιαίο μισθό, καθοριζόμενο από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό με το χωρητικότητα του πλοίου (πρβλ. ΕφΠειρ 567/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2005, σ.345), καθώς και ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του λύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου, προ της παρέλευσης μηνός, χωρίς να απαιτούνται, για το ορισμένο της σχετικής αξίωσης, κατ’ αρθρ. 216 ΚΠολΔ, περαιτέρω στοιχεία, ενόψει του ότι η απόλυση του ενάγοντα – ναυτικού από τον πλοίαρχο, με την συναίνεσή του, δε συνιστά υπαιτιότητα ή παράπτωμά του, στην οποίαν και μόνον περίπτωση, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 65 ΚΙΝΔ, δε θα δικαιούτο αυτός μισθό ο ναυτικός (πρβλ. ΕιρΠειρ 69/1994, ΕΝΑΥΤΔ 1995, σ.273), επομένως ο περί του αντιθέτου λόγος της υπό κρίση έφεσης τυγχάνει απορριπτέος. Εξάλλου, ο ως άνω ισχυρισμός της εναγομένης, ακόμη και αν ήθελε εκτιμηθεί ως ισχυρισμός περί του ότι η λύση της επίδικης σύμβασης εργασίας του ενάγοντα ναυτικού προήλθε εξ υπαιτιότητος ή εκ της αποκλειστικής βούλησης του ιδίου (οπότε δε θα δικαιούτο αυτός πλήρους μισθού), ο οποίος, κατά τα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας, συνιστά ένσταση, επί της προκειμένης υπόθεσης, που δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (αρθρ. 663 επ. ΚΠολΔ), όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων (αρθρ. 666 συνδ. 115 παρ.3 ΚΠολΔ) δεν προτάθηκε παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ήτοι προφορικώς κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, με συνοπτική ανάπτυξη των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και καταχώρηση στα πρακτικά (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από αμφοτέρους τους διαδίκους, πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά), μη αρκούσης της αναφοράς στις κατατεθείσες προτάσεις και τους ισχυρισμούς που αυτές εμπεριέχουν και, συνακόλουθα, απαραδέκτως προβάλλεται ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δε γίνεται επίκληση των λόγω της βραδείας προβολής της σχετικής ένστασης, για να είναι δυνατόν να κριθεί, αν οι λόγοι αυτοί εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του παραδεκτού της βραδείας προβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 269 παρ.2 και 527 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα αντίστοιχα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Σε κάθε, δε, περίπτωση, ο ισχυρισμός περί αντίθεσης της αξίωσης στο άρθρο 281 ΑΚ, τυγχάνει απορριπτέος λόγω αοριστίας, καθόσον δεν εξειδικεύεται αυτός, με την επίκληση των απαιτούμενων στοιχείων, ήτοι ότι δημιουργήθηκε στην εναγομένη, λόγω της επί μακρόν αδράνειας του ενάγοντος, η εντύπωση ότι δεν θα ασκήσει στο μέλλον τις επίδικες αξιώσεις του και ότι συντρέχουν, επιπροσθέτως, ειδικώς μνημονευόμενες ειδικές συνθήκες, οι οποίες καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματος, ώστε να κριθεί ότι η άσκηση της εν λόγω αξίωσης αντίκειται, και μάλιστα προφανώς, στις καθοριζόμενες από το άρθρο 281 ΑΚ αρχές της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος (βλ. ΕφΠειρ 603/2015, ο.π., με εκεί εκτενείς αναφορές σε σχετική νομολογία). Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, τυγχάνει, κατά τα ανωτέρω, απορριπτέος.
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, ειδικότερα δε από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, Ν. Ν.[S24] , στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά του ιδίου Δικαστηρίου, τη με αριθμό …[S25] ένορκη βεβαίωση του Γ. Σ.[S26] , ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιά και τη με αριθμό …[S27] ένορκη βεβαίωση του Γ. Ν.[S28] , ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιά, που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη (ήδη εκκαλούσα) και ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης (αρθρ. 671 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης και συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, αρθρ. ένατο παρ.4 του Ν. 4335/2015) κλήτευσης του ενάγοντα, ήδη εφεσίβλητου (βλ. την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εναγομένη, με αριθμό …[S29] έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Δ. Σ. Κ.[S30] , περί επίδοσης της σχετικής κλήσης στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντα), καθώς και από όλα, γενικά, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντα, απογεγραμμένου έλληνα ναυτικού και της εναγομένης, νομίμως εκπροσωπουμένης, πλοιοκτήτριας του υπό Ελληνική σημαία πλοίου (νηολογίου Χανίων, αρ. ..), με το όνομα «…[S31] », κ.ο.χ. 12.230, και του, ομοίως υπό Ελληνική σημαία πλοίου (νηολογίου Χανίων, αρ…), πλοίου με το όνομα «…[S32] », κ.ο.χ. 15.404, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του επίκουρου, με τις αποδοχές και τους όρους εργασίας που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και υπηρέτησε σε αυτά, κατά τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα, ήτοι : Ι. Στο πλοίο «…[S33] », α) από 7.12.2010 μέχρι 3.3.2011, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά, αμοιβαία συναινέσει και β) από 1.4.2011 έως 9.4.2011, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά, αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου. ΙΙ. Στο πλοίο «…[S34] », από 24.5.2011 έως 14.9.2011, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά, λόγω ασθενείας (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα, ναυτικό φυλλάδιο αυτού, όπως άλλωστε συνομολογεί και η εναγομένη, με τις προτάσεις της τόσο ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στη σ.1 και 4, αντίστοιχα, αρθρ. 352 ΚΠολΔ). Κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος στα παραπάνω πλοία, το μεν πλοίο «…[S35] » εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο Κρήτης, με καθημερινές αναχωρήσεις από Πειραιά στις 20.30 το βράδυ και άφιξη στον προορισμό του στις 06.00 της άλλης ημέρας και αναχώρηση εκ νέου από το Ηράκλειο Κρήτης στις 20.30 το βράδυ και άφιξη στον Πειραιά στις 06.00 το πρωί. Εξάλλου, κατά το διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντα στο πλοίο «…[S36] », αυτό εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Χ. Κ.[S37] και αντίστροφα, με καθημερινές αναχωρήσεις περί ώρα 21.00 και αφίξεις περί ώρα 06.00, ενώ κατά τη θερινή περίοδο ναυτολόγησης του ενάγοντα σε αυτό, το πλοίο εκτελούσε, για ορισμένες ημέρες (2 ημέρες το μήνα Ιούνιο 2011, 18 ημέρες το μήνα Ιούλιο 2011 και 20 ημέρες τον Αύγουστο 2011, 4 κατά το Σεπτέμβριο 2011), εκτός από τα ανωτέρω δρομολόγια και ημερήσια δρομολόγια, με αναχώρηση από κάθε λιμένα (Πειραιά ή Χανίων) περί ώρα 10.00 και άφιξη αντιστοίχως στο λιμένα προορισμού (Χανίων ή Πειραιά) περί ώρα 17.30 (βλ. καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις τους, σε συνδυασμό με τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την εναγομένη, μηνιαία πληροφοριακά δελτία, από τα οποία εμφαίνονται τα δρομολόγια του πλοίου «…[S38] », κατά τους μήνες Ιούνιο – Σεπτέμβριο 2011 και Ιούνιο 2012). Η οργανική σύνθεση των ως άνω πλοίων, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ήταν α) στο πλοίο «…[S39] », 14 θαλαμηπόλοι και 10 επίκουροι, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από έως 31.10, υπηρετούσαν 22 θαλαμηπόλοι (κατά το μήνα Οκτώβριο υπηρετούσαν 20 θαλαμηπόλοι) και 14 επίκουροι και β) στο πλοίο «…[S40] », κατά το χρονικό διάστημα από 1 Νοεμβρίου έως 31 Μαρτίου κάθε έτους, 24 θαλαμηπόλοι, 16 επίκουροι/τραπεζοκόμοι, ένας προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος και δύο αρχιθαλαμηπόλοι, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 1 Απριλίου έως 31 Οκτωβρίου κάθε έτους, 36 θαλαμηπόλοι (το διάστημα από 1.4 έως 30.9 προστίθεντο δύο ακόμη θαλαμηπόλοι), 25 επίκουροι/τραπεζοκόμοι, ένας προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος και δύο αρχιθαλαμηπόλοι (βλ. προσκομιζόμενους και επικαλούμενους από την εναγομένη, πίνακες οργανικής σύνθεσης των ως άνω πλοίων). Ο ενάγων, καθόλα τα διαστήματα των ναυτολογήσεών του στα ανωτέρω πλοία, παρείχε τις υπηρεσίες του όλες τις ημέρες της εβδομάδος, απασχολούμενος ως «διαμεριστής» επίκουρος θαλαμηπόλος, δηλαδή εργαζόταν στις καμπίνες των επιβατών, ως βοηθός κάποιου «διαμεριστή» θαλαμηπόλου, στην επιβίβαση και αποβίβαση και στην τραπεζαρία επιβατών. Συγκεκριμένα, η εργασία του άρχιζε περί ώρα 06.00 το πρωί, με τον καθαρισμό και τακτοποίηση των καμπινών (καθαρισμός μοκέτας, καθαρισμός τουαλέτας, συλλογή απορριμμάτων), έως ώρα 10.00 περίπου. Το απόγευμα, η εργασία ξεκινούσε ξανά περί ώρα 18.00, με την παραλαβή των επιβατών και τακτοποίηση αυτών στις καμπίνες, ενώ αργότερα, περί ώρα 20.30 άρχιζε η εργασία του στην τραπεζαρία σελφ σέρβις και στις 21.00 στην κύρια τραπεζαρία, όπου εκεί ελάμβανε χώρα σερβίρισμα βραδινού φαγητού και, στη συνέχεια, μέχρι ώρα 01.00 περίπου, συμμετοχή σε εργασίες καθαρισμού της τραπεζαρίας και πλυσίματος των σκευών στους χώρους πλυντηρίων της κουζίνας (περί των καθηκόντων του ενάγοντα, βλ. κατάθεση μάρτυρα απόδειξης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ανταπόδειξης). Εξάλλου, κατά τη διάρκεια των κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα ημερήσιων πλόων του πλοίου «…[S41] », κατά τη θερινή περίοδο, ο ενάγων, απασχολείτο επιπλέον από τις 12.00 έως ώρα 14.00 στην ίδια επιστασία με αυτήν που ήταν τοποθετημένος και την υπόλοιπη περίοδο (βλ. ομολογία της εναγομένης, στη σελ. 5 των προτάσεών της, ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και σελ. 6 των προτάσεών της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, καθώς και ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Γ. Ν.[S42] , όπου εκτίθεται «… ο Σ.[S43] ς, στα ημερήσια δρομολόγια εργαζόταν στο ίδιο πόστο που ήταν τοποθετημένος και τις υπόλοιπες ημέρες, επί 2 ώρες»). Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 334 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, κατά τη διάρκεια των ένδικων ναυτολογήσεων του επί των ανωτέρω πλοίων, απασχολούνταν πέραν του νομίμου ωραρίου, υπερωριακώς (ήτοι, πέραν του οχταώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθόλη της διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες). Ισχυρή απόδειξη πραγματοποίησης της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος αποτελεί το γεγονός ότι σε αυτόν καταβαλλόταν μηνιαίως χρηματικό ποσό για υπερωρίες, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους, με επίκληση, λογαριασμούς μισθοδοσίας. Βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει: α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του ως άνω πλοίου, το οποίο εκτελούσε το προαναφερόμενο δρομολόγιο, β) των χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, και γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, ως θαλαμηπόλου, κρίνεται ότι ο ενάγων, για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, απασχολούνταν κατά μέσο όρο, επί 11 ώρες ημερησίως, επιπρόσθετα, δε, κατά τις ημέρες κατά τις οποίες, κατά τη θερινή περίοδο ναυτολόγησης του ενάγοντα (στο πλοίο «…[S44] ») το πλοίο εκτελούσε, πέραν των βραδινών, και ημερήσια δρομολόγια (διπλά δρομολόγια), επί 13 ώρες ημερησίως κατά μέσον όρο. Εξάλλου, την εκτέλεση υπερωριακής εργασίας από τον ενάγοντα, επιβεβαιώνει στην κατάθεσή του, στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο μάρτυρας απόδειξης, Νικόλαος Νομικός, ο οποίος απασχολούνταν στο πλοίο «…[S45] », το οποίο εκτελούσε όμοια δρομολόγια με αυτά των πλοίων όπου ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, πλην όμως, συγκρινόμενης της κατάθεσής του, με την κατάθεση των μαρτύρων ανταπόδειξης, Γ. Σ.[S46] και Γ. Ν.[S47] (στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις τους), οι οποίοι υπηρέτησαν ως Προϊστάμενοι Αρχιθαλαμηπόλοι στα πλοία «…[S48] » και «…[S49] », αντίστοιχα και, ως εκ τούτου, ήταν υπεύθυνοι για τον καθορισμό των καθηκόντων των ναυτικών της ειδικότητας του ενάγοντος, σε συνδυασμό με το λοιπό εισφερόμενο αποδεικτικό υλικό και τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 336 εδ.δ ΚΠολΔ), το Δικαστήριο δε δύναται να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση περί παροχής από μέρους του ενάγοντος των ωρών εργασίας τις οποίες ισχυρίζεται στην αγωγή του (κατά τα ανωτέρω ειδικότερα σε αυτήν εκτεθέντα), απορριπτομένων, κατά τα λοιπά, των σχετικών αγωγικών ισχυρισμών, ως υπερβολικών, αναπόδεικτων και μη ανταποκρινόμενων στα πράγματα. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι, το γεγονός ότι το ανωτέρω πλοίο της εναγομένης είχε την προβλεπόμενη κατά το νόμο σύνθεση πληρώματος δεν αποτελεί τεκμήριο και δη αμάχητο ότι δεν απαιτείτο για τις ανάγκες της λειτουργίας τους η παροχή εκ μέρους του πληρώματος (συγκεκριμένα του εδώ ενάγοντος) υπερωριακής εργασίας, ούτε αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία, δεδομένου μάλιστα ότι η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 1/2003, ΕΝΔ 31, σ.123). Άλλωστε, το γεγονός ότι ο ενάγων είχε συμφωνήσει όπως λαμβάνει μηνιαίως ένα συγκεκριμένο ποσό για υπερωριακή εργασία, υπογράφοντας τις μισθοδοτικές καταστάσεις (που περιλάμβαναν και τις αποδοχές για υπερωρίες) δεν αποκλείει την απόδειξη εκ μέρους του με άλλα αποδεικτικά μέσα ότι πραγματοποίησε περισσότερες ώρες υπερωριακής εργασίας, από όσες υπέγραψε και πληρώθηκε, όπως έγινε εν προκειμένω. Εξάλλου, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των καταστάσεων μισθοδοσίας (περιλαμβάνουσα και τις αποδοχές των υπερωριών) ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του (άφεση χρέους) η παραίτηση αυτή είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας είναι άκυρη (βλ. ΕφΠειρ 660/2010, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 1/2003, ΕΝΑΥΤΔ 2003, σ. 124).
Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων διατηρεί έναντι της εναγομένης τις ακόλουθες αξιώσεις : Ι. Κατά το δεύτερο διάστημα εργασίας του, ήτοι από 1.4.2011 έως 9.4.2011, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 60 ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αποδοχές πλήρους μηνός, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι η λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας του με την εναγομένη προήλθε από υπαιτιότητα ή από αποκλειστική βούληση του ιδίου (ορ. κατάθεση μάρτυρα απόδειξης στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποίαν «…Δούλεψε εννέα ημέρες … Και μετά από εννέα ημέρες πάλι με πήρε τηλέφωνο. Μου λέει, φεύγω. Θα με πάνε σε άλλο καράβι …»), ήτοι α) πλήρη μηνιαίο μισθό, ποσού (βασικό μισθός 928,36 + επίδομα Κυριακών 204,24 Ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 Ευρώ =) 1.167,82 Ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 350,35 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του και δέχθηκε και η εκκαλουμένη, χωρίς να υπάρχει ως προς τούτο παράπονο, με λόγο έφεσης, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού (1.167,82 – 350,35 =) 817,47 Ευρώ και β) αποδοχές αδείας (υπολογιζόμενες για 5 ημέρες μηνιαίως, καθόσον από τις βεβαιώσεις υπηρεσίας που προσκομίζει και επικαλείται η ίδια η εναγομένη, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε θαλάσσια υπηρεσία πέραν των δύο ετών), ύψους {[(βασικό μισθός 928,36 + επίδομα Κυριακών 204,24 Ευρώ =) 1.132,60 Ευρώ : 22 =] 51,48 Ευρώ Χ 5 = 257,41 Ευρώ + (19,21 Χ 5 =) 96,05 Ευρώ =} 353,46 Ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 106,03 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του και δέχθηκε και η εκκαλουμένη, χωρίς να υπάρχει ως προς τούτο παράπονο, με λόγο έφεσης, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού (353,46 – 106,03 =) 247,43 Ευρώ. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται, για τις ανωτέρω αιτίες, τα ως άνω ποσά, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου, και για το λόγο τούτο, του περί του αντιθέτου πρώτου λόγου της υπό κρίση έφεσης. ΙΙ. Περαιτέρω, η οφειλόμενη αμοιβή του ενάγοντα λόγω υπερωριακής απασχόλησης, κατά τις περιόδους ναυτολόγησής του στα πλοία της εναγομένης, διαμορφώνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6, 11, 13, 18 της εφαρμοζόμενης στην ένδικη υπόθεση, από 31.3.2011 Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2011, η οποία κυρώθηκε με την 3525.1.5.1/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 1070/31.5.2011), ως ακολούθως, κατά το μη αμφισβητούμενο ειδικά με λόγο έφεσης αριθμό των ημερών εργασίας του ενάγοντα : (Α). Ναυτολόγηση στο πλοίο «…[S50] » – 1) Περίοδος ναυτολόγησης από 1.1.2011 έως 3.3.2011, α) κατά τις 52 καθημερινές και Κυριακές της ως άνω περιόδου, το ποσό των (52 ημέρες Χ 3 ώρες ημερησίως Χ 6,71 Ευρώ =) 1.046,76 Ευρώ και β) κατά τα 8 Σάββατα και 2 αργίες της ως άνω περιόδου, το ποσό των (10 ημέρες Χ 11 ώρες Χ 8,06 Ευρώ =) 886,60 Ευρώ, ήτοι συνολικά ποσό 1.933,36 Ευρώ, έναντι του οποίου η εναγομένη του κατέβαλε το ποσό των 1.041,16 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του και δέχθηκε και η εκκαλουμένη, χωρίς να υπάρχει ως προς τούτο παράπονο, με λόγο έφεσης, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 892,20 Ευρώ. 2) Περίοδος ναυτολόγησης από 1.4.2011 έως 9.4.2011, α) κατά τις 7 καθημερινές και Κυριακές της ως άνω περιόδου, το ποσό των (7 ημέρες Χ 3 ώρες ημερησίως Χ 6,71 =) 140,91 Ευρώ και β) κατά τα 2 Σάββατα της ως άνω περιόδου, το ποσό των (2 ημέρες Χ 11 ώρες Χ 8,06 Ευρώ =) 177,32 Ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 318,23 Ευρώ, έναντι του οποίου η εναγομένη του κατέβαλε το ποσό των 148,74 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του και δέχθηκε και η εκκαλουμένη, χωρίς να υπάρχει ως προς τούτο παράπονο, με λόγο έφεσης, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού (318,23 – 148,74 =) 169,49 Ευρώ. Β. Ναυτολόγηση στο πλοίο «…[S51] » – 1) Περίοδος ναυτολόγησης από 24.5.2011 έως 31.5.2011, α) κατά τις 7 καθημερινές και Κυριακές της ως άνω περιόδου, το ποσό των (7 ημέρες Χ 3 ώρες ημερησίως Χ 6,71 Ευρώ =) 140,91 Ευρώ και β) κατά το 1 Σάββατο της ως άνω περιόδου, το ποσό των (1 Χ 11 Χ 8,06 Ευρώ =) 88,66 Ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 229,57 Ευρώ, έναντι του οποίου η εναγομένη του κατέβαλε το ποσό των 132,21 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του, επομένως του οφείλεται η διαφορά ποσού (229,57 – 132,21 =) 97,36 Ευρώ. 2) Περίοδος ναυτολόγησης από 1.6.2011 έως 14.9.2011, α) κατά τις 56 καθημερινές και Κυριακές της ως άνω περιόδου κατά τις οποίες το πλοίο «…[S52] » εκτελούσε μονά δρομολόγια (την 29.6.2011 δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο, λόγω απεργίας της ΠΝΟ), το ποσό των (56 Χ 3 Χ 6,71 Ευρώ =) 1.127,28 Ευρώ, β) κατά τις 31 καθημερινές και Κυριακές της ως άνω περιόδου, κατά τις οποίες το πλοίο «…[S53] » εκτελούσε διπλά δρομολόγια (1.7, 3.7, 8.7, 10.7, 15.7, 17.7, 20.7, 21.7, 22.7, 27.7, 28.7, 29.7, 3.8, 4.8, 5.8, 7.8, 10.8, 11.8, 12.8, 14.8, 16.8, 18.8, 19.8, 24.8, 25.8, 26.8, 28.8, 31.8, 2.9, 4.9, 11.9), το ποσό των (31 ημέρες Χ 5 ώρες Χ 6,71 Ευρώ =) 1.040,05 Ευρώ, γ) κατά τα 3 Σάββατα και 3 αργίες (της Αναλήψεως, 15.8, 14.9) κατά τα οποία το πλοίο «…[S54] » εκτελούσε μονά δρομολόγια, το ποσό των (6 ημέρες Χ 11 ώρες ημερησίως Χ 8,06 Ευρώ =) 531,96 Ευρώ, δ) κατά τα 12 Σάββατα της ως άνω περιόδου κατά τα οποία το πλοίο «…[S55] » εκτέλεσε διπλά δρομολόγια (18.6, 25.6, 2.7, 9.7, 16.7, 23.7, 30.7, 6.8, 13.8, 20.8, 27.8, 3.9), το ποσό των (12 ημέρες Χ 13 ώρες ημερησίως Χ 8,06 Ευρώ =) 1.257,36 Ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται συνολικά για τις ως άνω αιτίες, το ποσό των 3.956,65 Ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 1.718,74 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του και δέχθηκε και η εκκαλουμένη, χωρίς να υπάρχει ως προς τούτο παράπονο, με λόγο έφεσης, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού (3.956,65 – 1.718,74 =) 2.237,91 Ευρώ. Συνεπώς, η εκκαλουμένη που έκρινε ότι ο ενάγων εργάσθηκε, κατά μέσο όρο, (α) επί 12 ώρες ημερησίως κατά τα διαστήματα ναυτολόγησής του από 7.12.2010 έως 3.3.2011, από 1.4.2011 έως 9.4.2011 και από 24.5.2011 έως 31.5.2011 και (β) επί 14 ώρες ημερησίως κατά το διάστημα από 1.6.2011 έως 14.9.2011 και επιδίκασε σε αυτόν διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας 1.706,69 Ευρώ για τις ανωτέρω, υπό στοιχ. (α) χρονικές περιόδους και ποσό 4.211,63 Ευρώ για την ανωτέρω, υπό στοιχ. (β) χρονική περίοδο, αντί να κρίνει ότι εργαζόταν επί 11 ώρες ημερησίως κατά τις ως άνω περιόδους, επιπρόσθετα δε, κατά δύο επιπλέον ώρες (ήτοι επί 13 ώρες ημερησίως) κατά τις ανωτέρω αναφερόμενες ημέρες της θερινής περιόδου κατά τις οποίες το πλοίο εκτελούσε και ημερήσιους πλόες και να του επιδικάσει, για την αιτία αυτήν, τα ανωτέρω ποσά των 892,20 Ευρώ για το διάστημα ναυτολόγησης από 1.1.2011 έως 3.3.2011, των 169,49 Ευρώ για το διάστημα από 1.4.2011 έως 9.4.2011, των 97,36 Ευρώ για το διάστημα από 24.5.2011 έως 31.5.2011 και των 2.237,91 Ευρώ για το διάστημα από 1.6.2011 έως 14.9.2011, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου, ως εν μέρει βάσιμου από ουσιαστική άποψη, του δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσης. ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 16 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε., προβλέπεται η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού του πλοίου μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, σε περίπτωση δε που δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, χορηγείται στο ναυτικό αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, ήτοι 1/22 του βασικού μισθού, ενώ για την παρεχόμενη άδεια διανυκτέρευσης πρέπει να γίνεται μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου από τον Πλοίαρχο και να επικυρώνεται από τη Λιμενική Αρχή (ΕφΠειρ 315/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 553/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 56/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό, ιδίως δε την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, κατά το διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντα στα ως άνω πλοία, χορηγούσε μόνο μία ημέρα ως άδεια διανυκτέρευσης, επομένως δικαιούται αυτός αμοιβής λόγω μη παροχής δεύτερης διανυκτέρευσης κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2011, το ποσό των [(1/22 Χ μισθός ενεργείας 928,36 Ευρώ =) 42,19 Ευρώ Χ 2=] 84,38 Ευρώ. Αντιθέτως, κατά το διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντα από 24.5.2011 έως 14.9.2011, η εναγομένη χορήγησε συνολικά εννέα (9) διανυκτερεύσεις στον ενάγοντα κατά τους μήνες Ιούνιο και Αύγουστο, επομένως ουδέν του οφείλεται για την αιτία αυτή, όπως δέχτηκε η εκκαλουμένη και δεν προσβάλλεται ειδικά με λόγο έφεσης. Επομένως, η εκκαλουμένη, που δέχτηκε ότι ο ενάγων δικαιούται, ως αποζημίωση, λόγω μη παροχής διανυκτερεύσεων κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2011, το ποσό των 84,39 Ευρώ, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου, τρίτου λόγου της υπό κρίση έφεσης. IV. Περαιτέρω, με το άρθρο 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. ορίστηκε ότι «1. Στα πληρώματα των πλοίων … καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός 15 ημερών επ’ ευκαιρία των εορτών του Πάσχα. 2. Τα δώρα εορτών υπολογίζονται καταβαλλομένων παγίων και σταθερών αποδοχών ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων περιλαμβανομένων και των υπερωριών». Από το συνδυασμό δε της προαναφερθείσας διάταξης με εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/82 Υ.Α. (ΕΝ) “περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς” (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/7 Ιανουαρίου 1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 ημίσεως μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, προς υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψιν ο καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντιστοίχως και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές (ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009, σ.267, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝΔ 2009, σ.102), μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, λαμβανομένου άρα υπόψη και του ημερήσιου αντίτιμου τροφής προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003, σ.345, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝΔ 2009, σ.273). Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται τα κάτωθι ποσά, ως διαφορά αμοιβής επιδομάτων εορτών, για τα επίδικα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στα πλοία της εναγομένης, ήτοι : 1) Για τη ναυτολόγηση στο πλοίο «…[S56] » (διαστήματα εργασίας από 1.1.2011 έως 3.3.2011 και από 1.4.2011 έως 9.4.2011, ήτοι 71 ημέρες), αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα έτους 2011, το ποσό των 797,42 Ευρώ {[μισθός ενεργείας 928,36 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 204,24 ΕΥΡΩ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ΕΥΡΩ + μηνιαία τροφοδοσία 576,30 Ευρώ + μέσος όρος υπερωριών, Σαββάτου και αργιών, καθημερινών και Κυριακών του εν λόγω διαστήματος 951,38 Ευρώ [αμοιβή υπερωριακής εργασίας, υπολογιζόμενη ανωτέρω, ποσού (1.933,36 + 318,23 =) 2.251,59 Ευρώ : 71 ημέρες Χ 30 ημέρες)] = 2.695,50 Ευρώ : 2 Χ 1/15 για κάθε οκταήμερο εργασίας Χ 8,875 (71 ημέρες : 8) οκταήμερα}. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των (406,98 + 58,16 =) 465,14 Ευρώ, όπως συνομολογεί ο ενάγων στην αγωγή του και δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς να υπάρχει ως προς τούτο παράπονο, με λόγο έφεσης. Επομένως, για την ως άνω αιτία, ο ενάγων δικαιούται τη διαφορά, ποσού (797,42 – 465,14 =) 332,28 Ευρώ. 2) Για τη ναυτολόγηση στο πλοίο «…[S57] » (από 24.5.2011 έως 14.9.2011, ήτοι 114 ημέρες εργασίας), αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2011, το ποσό των 1.365,96 Ευρώ {[μισθός ενεργείας 928,36 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 204,24 ΕΥΡΩ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ΕΥΡΩ + μηνιαία τροφοδοσία 576,30 Ευρώ + μέσος όρος υπερωριών, Σαββάτου και αργιών, καθημερινών και Κυριακών του εν λόγω διαστήματος 1.101,64 Ευρώ [αμοιβή υπερωριακής εργασίας, υπολογιζόμενη ανωτέρω, ποσού (229,57 + 3.956,65 =) 4.186,22 Ευρώ : 114 ημέρες Χ 30 ημέρες)] = 2.845,76 Ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήμερο εργασίας Χ 6 (114 ημέρες : 19) δεκαεννιαήμερα}. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 717,06 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί στην αγωγή του και δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς να υπάρχει ως προς τούτο παράπονο, με λόγο έφεσης. Επομένως, για την ως άνω αιτία, ο ενάγων δικαιούται τη διαφορά, ποσού (1.101,64 – 717,06 =) 648,90 Ευρώ. Συνεπώς, η εκκαλουμένη, η οποία υπολόγισε στις μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα μέσο όρο αμοιβής υπερωριακής εργασίας που υπερβαίνει τη δικαιούμενη από τον ενάγοντα, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα και, συνακόλουθα, επεδίκασε σε αυτόν, α) ως διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτής Πάσχα 2011, το ποσό των 383,18 Ευρώ, αντί να επιδικάσει το ανωτέρω ποσό των 332,28 Ευρώ και β) ως διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2011, το ποσό των 862,98 Ευρώ, αντί να επιδικάσει το ανωτέρω ποσό των 648,90 Ευρώ, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή των νόμων, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμου του τέταρτου λόγου της κρινόμενης έφεσης. Σε συνέχεια των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμων των λόγων τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της (ήτοι και για τα μη προσβληθέντα κεφάλαια αυτής, για τη δημιουργία ενιαίου τίτλου εκτέλεσης), περιλαμβάνοντος και τη διάταξη της εκκαλούμενης περί δικαστικών εξόδων (ΑΠ 103/2001, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ ουσία, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή κατά ένα μέρος, ως και κατ’ ουσία βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (817,47 + 247,43 + 892,20 + 169,49 + 97,36 + 2.237,91 + 84,38 + 332,28 + 648,90 =) 5.527,42 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως ακολούθως : α] το ποσό των (817,47 + 247,43 + 892,20 + 169,49 + 97,36 + 2.237,91 + 84,38 + 332,28 =) 4.878,52 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 15.9.2011, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται ειδικά με λόγο έφεσης, μη μεταβιβασθείσας της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως προς το σημείο τούτο (βλ. ΑΠ 1116/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση και β] το ποσό των 648,90 Ευρώ, που αφορά σε διαφορά επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2011, με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2012, απορριπτομένου κατά τα λοιπά του αιτήματος της αγωγής περί επιδίκασης του ποσού αυτού από την 15.9.2011, ως μη νόμιμου, καθόσον το επίδομα Χριστουγέννων, οφείλεται από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους στο οποίο αφορά (αρθρ. 655 του Α.Κ., ΟλΑΠ 39-40/2002, ΑΠ 1537/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 51/2005, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), δυναμένου του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου όπως εξετάσει τη νομική βασιμότητα της αγωγής ως προς το αίτημα αυτό, αυτεπαγγέλτως, χωρίς ειδικό παράπονο, εφόσον με την κρινόμενη έφεση η εναγομένη αιτείται την απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 154/1995, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η ηττημένη και στην έκκλητη δίκη εναγομένη (εκκαλούσα) πρέπει να καταδικαστεί και σε, ανάλογο με την έκταση της νίκης και ήττας της, μέρος των δικαστικών εξόδων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας του ενάγοντος, όπως καθορίζονται στο διατακτικό (άρθρ. 183, 178§1, 189 και 191§2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 44/2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά.
Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση.
Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι επτά Ευρώ και σαράντα δύο λεπτών του Ευρώ (5.527,42 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο ως εξής : α) Το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα οκτώ Ευρώ και πενήντα δύο λεπτών του Ευρώ (4.878,52 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 15.9.2011 και β] το ποσό των εξακοσίων σαράντα οκτώ Ευρώ και ενενήντα λεπτών του (648,90 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2012, μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση.
Καταδικάζει την εναγομένη – εκκαλούσα σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, που το καθορίζει και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας σε τριακόσια πενήντα (350) Ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ