Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης    278/2017
(Αριθ. καταθ. …[S1] )

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

————————————

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα, Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 11η Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΑ : …[S2]  του Ε.,[S3]  κατοίκου Κ. Ρ.[S4] , ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Ελένης Κοντοσέα.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία «…[S5] », που εδρεύει στην Α.[S6]  και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Παρασκευά Ζουρντό, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών ζήτησε να γίνει δεκτή η από 4.2.2015 αγωγή του κατά της εφεσίβλητης, την οποίαν άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S7] , επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό …[S8]  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η αγωγή.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντα ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της, αναφέρθηκε στις γραπτές προτάσεις της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές, ενώ ο πληρεξουσίος δικηγόρος της εφεσίβλητης, κατόπιν μονομερούς δηλώσεώς του, που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η έφεση του ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών με τον αριθμό …[S9] , το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), την από 4.2.2015, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …[S10]  αγωγή του ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, αφού δεν προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 16.5.2016 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 516, 518 παρ. 2, 591 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης των ένδικων εφέσεων, ήτοι μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/23.7.2015, βλ. άρθρο ένατο, παρ.2 Ν. 4335/2015, ενώ, ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου προς εκδίκαση της υπό κρίση έφεσης, ορ. και αρθρ. 51 παρ.1γ Ν. 2172/1993). Είναι επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποίαν επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, που μπορεί ο ενάγων να αποδείξει, είναι κατά το άρθρο 53 ΚΙΝΔ η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασία ςτου στον εργοδότη (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει (βλ. ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.385, ΕφΠειρ 567/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2005, σ.345, με εκεί περαιτέρω αναφορές σε νομολογία). Εξάλλου, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποίαν ζητείται η επιδίκαση διαφορών αποδοχών και προσαυξήσεων για υπερεργασία, υπερωριακή εργασία, εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες και νύκτα, αρκεί να αναφέρονται συνολικά ο βασικός μισθός και τα επιδόματα και επί πλέον ο αριθμός των Κυριακών, αργιών και των ωρών υπερεργασίας, υπερωριακής και νυκτερινής εργασίας, καθώς και τα αξιούμενα για τις αιτίες αυτές ποσά. Δεν απαιτείται να αναφέρονται στην αγωγή και τα ποσά που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα από τον εναγόμενο εργοδότη, για κάθε επί μέρους αγωγικό κονδύλιο (αποδοχές, επιδόματα, προσαυξήσεις), γιατί οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν ένσταση εξόφλησης του εναγομένου κατ’ άρθρο 416 ΑΚ (ΑΠ 965/1998 ΕλΔνη 1999, σ.315, ΕφΠειρ 166/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΚρητ. 514/2007 ΕλΔνη 2008, σ.1512). Στην αγωγή, για να είναι αυτή ορισμένη, δε χρειάζεται να αναφέρονται ούτε οι νόμιμες κρατήσεις (για την καταβολή τους στους οργανισμούς κύριας και επικουρικής ασφαλίσεως, όπως το Ι.Κ.Α. και το Τ.Ε.Α.Μ., κατ’ αρθρ. 26 παρ.5 α.ν. 1846/1951, 22 και 32 του ν. 2084/1992 και εκτελεστικές υπουργικές αποφάσεις, καθώς και το φόρο μισθωτών υπηρεσιών, χαρτόσημο εξοφλήσεως μισθού κλπ.) που έγιναν ή πρέπει να γίνουν επί των αξιούμενων οικείων χρηματικών ποσών, ενώ, πλέον τούτου, δεν χρειάζεται να αναφέρονται τα σχετικώς στον ίδιο τον ενάγοντα καταβληθέντα έναντι των αξιώσεών του χρηματικά ποσά, εφόσον το γεγονός τούτο πρέπει να επικαλεστεί κατ’ ένσταση (αρθρ. 416 ΑΚ) ο εναγόμενος, κατά του οποίου προβάλλεται με την αγωγή η σχετική αξίωση (ΑΠ 1171/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εάν όμως γίνει ως εκ περισσού, ενέχει καθ’ υποφορά άρνηση άλλων περαιτέρω καταβολών. Έτσι, η αγωγή, στην οποία τυχόν αναφέρονται συνολικές μόνο καταβολές έναντι της αγωγικής αξίωσης, χωρίς επιμερισμό τους κατά κονδύλιο, δεν πάσχει αοριστία (ΕφΠειρ 546/2010, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.397ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.385, ΕφΠειρ 465/2006, προσκομιζόμενη, με εκεί περαιτέρω αναφορά σε νομολογία). Περαιτέρω, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σ’ αυτήν ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή. Επίσης για την κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής με την οποία ζητείται η καταβολή διαφοράς αποδοχών για παρασχεθείσα κατά Κυριακές και εορτές εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός αυτών, αλλ’ αρκεί ότι αναφέρεται ο αριθμός ωρών εργασίας που παρέσχε ο εργαζόμενος κατά το διάστημα τούτο. Τέλος, αν εκτίθεται στην αγωγή ότι έναντι της αμοιβής για την παρασχεθείσα κατά Κυριακές και εορτές εργασίας καταβλήθηκε στον ενάγοντα ορισμένο ποσό και αξιώνεται το υπόλοιπο, δεν απαιτείται για το ορισμένο του οικείου αγωγικού κονδυλίου να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής για ποιες Κυριακές ή άλλες αργίες και ποιες αντιστοίχως ώρες εξακολουθούν να υφίστανται οι σχετικές απαντήσεις που επιδιώκονται με την αγωγή, αφού αυτές εξευρίσκονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 422 ΑΚ (ΕφΠειρ 994/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.385). Τέλος, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών, είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον σ’ αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού. Διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός κατά τον πλού ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Περαιτέρω δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρεται σ’ αυτήν ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (βλ. ΕφΠειρ 892/2002, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2002, σ.479).

Με την υπό κρίση, από 4.2.2015 αγωγή του, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία (ΝΠ …[S11] ) ρυμουλκού πλοίου με το όνομα «…[S12] », κ.ο.χ. 67,04, υπό Διεθνές Διακριτικό Σήμα …[S13] , προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε την 22.6.2014 σε αυτό, για αόριστο χρόνο, με την ειδικότητα του Ναυκλήρου, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές προβλεπόμενες από την ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ρυμουλκών πλοίων, όπως αυτή ίσχυσε και αναδρομικά, μετά την κύρωσή της με την υπ’ αριθμ. 3525.1.9/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β΄1412/3.6.2014). Ότι, σε εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης ναυτολόγησης, εργάσθηκε στο ως άνω πλοίο μέχρι την  18.12.2014, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Ευδήλου Ικαρίας, λόγω καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ, χωρίς δικό του παράπτωμα, συγκεκριμένα, δε, λόγω «κλεισίματος» του ναυτολογίου και παροπλισμού του πλοίου. Ότι από την απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο, κατά τη διάρκεια της οποίας αυτό εκτελούσε ρυμουλκήσεις, προσφέροντας βοηθητικές υπηρεσίες στην κατασκευή λιμενικών έργων στο λιμάνι του Ευδήλου Ικαρίας, διατηρεί αξιώσεις κατά της εναγομένης – εφεσίβλητης, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών του ως άνω διαστήματος, διαφορές υπερωριακής αμοιβής, ειδικό επίδομα ταξιδιού, αποζημίωση αδείας και για διαφορά αποζημίωσης απόλυσης. Με βάση δε τα παραπάνω, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 10.553,74 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 18.12.2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ο ενάγων ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη αγωγή είναι πλήρως ορισμένη και περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση, χωρίς να υπάρχει υποχρέωση του ενάγοντα να αναλύσει λεπτομερώς τα ποσά που έλαβε από την εναγομένη για κάθε επιμέρους κονδύλιο και να δικαιολογήσει τις προκύπτουσες διαφορές για καθένα από αυτά, δεδομένου ότι οι εν λόγω καταβολές αναφέρονται καθ’ υποφορά στην αγωγή και το σχετικό βάρος για την επίκληση και απόδειξή τους φέρει η εναγομένη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Εξάλλου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν είναι αναγκαίο να εκτίθενται στην αγωγή οι επιμέρους συνθήκες εργασίες του ενάγοντα και το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελούνταν από μέρους του (αφού αναφέρεται στην αγωγή η ειδικότητα με την οποίαν προσλήφθηκε ο ενάγων, τα δε καθήκοντα της εν λόγω ειδικότητας καθορίζονται λεπτομερώς στους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες), ούτε ο χρόνος που απαιτείτο για την εκτέλεση εκάστης εργασίας. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή, στο σύνολό της (ειδικά δε, ως προς το σχετικό κονδύλιο) ως αόριστη, διότι δεν αναφέρονται σε αυτήν (την αγωγή) τα χρηματικά ποσά που έχουν καταβληθεί στον ενάγοντα μέχρι τη συζήτησή της για κάθε ένα από τα επίδικα κεφάλαια χωριστά και όχι συγκεντρωτικά, στο σύνολό τους, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, γι’ αυτό και ο πρώτος λόγος έφεσης, με τον οποίον ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται ότι η κρίση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν είναι ορθή, πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση. Αντίστοιχα, το εν λόγω δικόγραφο δεν πάσχει αοριστία εκ της απαρρίθμισης σε σε αυτό των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών κατά τις οποίες δεν εργάσθηκε ο ενάγων, ώστε να συνυπολογισθούν αυτές στις δικαιούμενες ημέρες αδείας του, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην εφαρμοζόμενη Σ.Σ.Ν.Ε. (αρθρ. 8 α της εφαρμοζόμενης Σ.Σ.Ν.Ε.), καθόσον επαρκώς εκτίθεται στο υπό κρίση δικόγραφο η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον εργοδότη και ο νόμιμος μισθός, σε συνδυαμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η Σ.Σ.Ν.Ε. που αρμόζει και να δύναται να επιδικασθεί το σχετικό κονδύλιο αποζημίωσης αδείας στον ενάγοντα, χωρίς να είναι αναγκαίο στοιχείο η περαιτέρω αναφορά στην αγωγή των ημερών αδείας τις οποίες έχει ήδη λάβει ο ενάγων, καθόσον τούτο συνιστά περιεχόμενο άρνησης της αγωγής. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή, στο σύνολό της (ειδικά δε, ως προς το σχετικό κονδύλιο) ως αόριστη, διότι δεν απαρριθμούνται σε αυτήν τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι αργίες που προσμετρώνται στις δικαιούμενες από το ναυτικό ενάγοντα ημέρες αδείας, βάσει της οικεία εφαρμοζόμενης Σ.Σ.Ν.Ε., έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, γι’ αυτό και ο δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίον ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται ότι η κρίση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν είναι ορθή, πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και ως προς το κεφάλαιο τούτο.

Κατά το άρθρο 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το έγγραφο (δικόγραφο κατά το άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ) της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατά τα άρθρα 118-120 στοιχεία και τους λόγδους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης αποτελούν παράπονα κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Εξάλλου, τα σφάλματα του δικαστή μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών ορισμών, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και η εγκατάλειψη αίτησης αδίκαστης. Ως «αίτηση» νοείται αυτή που αποτέλεσε κεφάλαιο της δίκης, δηλαδή το αίτημα ή η βάση της αγωγής, ανταγωγής, κυρίας παρέμβασης κλπ. «Αδίκαστη» δε θεωρείται ότι έμεινε η αίτηση όταν στο αίτημα αυτό δεν αποφάνθηκε το δικαστήριο (στο διατακτικό ή στις αιτιολογίες με προσόντα διατακτικού, ΑΠ 42/2007 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 106 του ΚΠολΔ, το οποίο καθιερώνει την αρχή της διάθεσης, η δικαστική προστασία παρέχεται μόνο αν ζητείται, στην έκταση που ζητείται και εφόσον εξακολουθεί να ζητείται από τους διαδίκους. Οι διάδικοι και κατά βάση ο ενάγων καθορίζουν με τις αιτήσεις τους το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης και το δικαστήριο δεσμεύεται από αυτές και δεν μπορεί να επιδικάσει περισσότερο ή διάφορο από αυτό που ζητήθηκε (ΕφΠειρ 402/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία).

Στην προκειμένη περίπτωση, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ουδέν διαλαμβάνει, είτε στις αιτιολογίες είτε στο διατακτικό αυτού, αναφορικά με το αίτημα της αγωγή περί επιδίκασης στον ενάγοντα διαφοράς αποζημίωσης απόλυσης, επομένως, ο τρίτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίον ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται ότι το εν λόγω αίτημα της αγωγής του παρέμεινε αδίκαστο, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν.

Σε συνέχεια των ανωτέρω, πρέπει, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί η αγωγή κατ’ ουσίαν (αρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι αυτή τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 54, 60, 72, 75, 76, 84 ΚΙΝΔ, 341, 346, 648, 655 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ρυμουλκών πλοίων, όπως αυτή ισχύει και αναδρομικά, μετά την κύρωσή της με την υπ’ αριθμ. 3525.1.9/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β΄ 1412/3.6.2014).

Περαιτέρω, με τη με αριθμό 3525.1.9/01/2014 (ΦΕΚ Β΄ 1412/03.06.2014) κυρώθηκε η Συλλογική Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών έτους 2014, η οποία ορίζει τα ακόλουθα, στα κάτωθι αναφερόμενα άρθρα αυτής : «Άρθρο 3ο ΟΡΟΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1. Καθημερινή εργασία: α) Τα πληρώματα των Ρυμουλκών θα εργάζονται επί οκτώ (8) συνεχείς ώρες την ημέρα σε βάρδιες (φυλακές) από Δευτέρα μέχρι Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής θεωρουμένων ως ημερών αργίας. β) Σε περίπτωση μίας ή περισσοτέρων βαρδιών (φυλακές) σε κάθε ρυμουλκό η αλλαγή των βαρδιών (φυλακών) είναι υποχρεωτική κάθε εβδομάδα, συμπεριλαμβανομένων και του Σαββάτου και της Κυριακής, ώστε να γίνεται δίκαιη κατανομή ημερήσιας και νυκτερινής εργασίας …  ζ) Οι επιπλέον βάρδιες (φυλακές) συμφωνήθησαν για να μειωθεί η υπερεργασία – υπερωρία, προς αντιμετώπιση της ανεργίας καθώς και για την ενίσχυση της ασφάλειας της εργασίας. … 2. Εργασία κατά το Σάββατο : Τα πληρώματα δεν θα εργάζονται τα Σάββατα. Αναγνωρίζεται όμως η υποχρέωση τους να εργάζονται κατ’ απόλυτη σειρά τα Σάββατα επί 8ωρον από 00:01 έως 24:00 σύμφωνα με τις ανάγκες της εργασίας, εφ’ όσον τους ζητηθεί τούτο κατά τη λήξη της εργασίας της προηγουμένης ημέρας, αμειβόμενα υπερωριακώς ως στο άρθρο 4 ορίζεται, μη δικαιουμένων αντιστοίχου ημέρας αναπαύσεως. 3. Εργασία κατά τις Κυριακές: α) Τα πληρώματα των Ρυμουλκών από 01/01/2003 και στο εξής θα εργάζονται τις Κυριακές κατ’ απόλυτη σειρά σε βάρδιες επί δώρο λόγω της φύσεως της εργασίας, εφ’ όσον τους ζητηθεί τούτο κατά τη λήξη της εργασίας της τελευταίας εργάσιμης ημέρας της εβδομάδος και όχι μετά από αυτήν και θα αμείβονται σύμφωνα με το Άρθρο 7 της παρούσας Σ.Σ.Ε. β) Στην περίπτωση που λόγω της φύσεως της εργασίας ή έκτακτης ανάγκης ο εργαζόμενος απασχοληθεί επί δύο συνεχείς Κυριακές, για την απασχόληση του κατά τη δεύτερη Κυριακή, επιπλέον της ιδιαίτερης αμοιβής που ορίζει το άρθρο 7, δικαιούται και μία εργάσιμη ημέρα ανάπαυση (ρεπό). γ) Και στην περίπτωση του Άρθρου 17 (παραγρ. α και β), μία εργάσιμη ημέρα ανάπαυση (ρεπό) θα δίδεται στους εργαζόμενους που έχουν απασχοληθεί επί δύο συνεχείς Κυριακές. Και στις δύο περιπτώσεις το ρεπό θα δίδεται κατά τις επόμενες δέκα πέντε ημέρες. δ) Στην μεμονωμένη περίπτωση που δεν δοθεί εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης (ρεπό) κατά τις ως άνω περιπτώσεις, στη διάρκεια των επόμενων δέκα πέντε ημερών, η 8ωρη απασχόληση κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα του 15ημέρου θα αμείβεται υπερωριακώς με προσαύξηση της υπερωρίας όπως ορίζει το (Άρθρο 4 παρ. β) για τη συγκεκριμένη περίπτωση, επιπλέον της οριζόμενης ιδιαίτερης αμοιβής του (Αρθρου 7). 4. Εργασία κατά τις Εορτές: α) Τα πληρώματα των Ρυμουλκών δεν θα εργάζονται τις Εορτές. Αναγνωρίζεται όμως ότι είναι υποχρέωση τους λόγω της φύσεως της εργασίας να εργάζονται και απόλυτη σειρά σε βάρδιες τις Εορτές επί 7ώρον, εφ’ όσον τους ζητηθεί τούτο κατά τη λήξη της εργασίας της τελευταίας εργάσιμης ημέρας και όχι μετά από αυτήν. Για κάθε αργία που εργάζονται πέραν της οριζόμενης κατωτέρω έξτρα αμοιβής, δικαιούται και μία εργάσιμη ανάπαυσης (ρεπό) που θα δίδεται υποχρεωτικά κατά τις επόμενες δέκα πέντε ημέρες. β) Στην μεμονωμένη περίπτωση που δεν δοθεί εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης (ρεπό) κατά τις ως άνω περιπτώσεις στη διάρκεια των επόμενων δέκα πέντε ημερών, η 8ωρη απασχόληση κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα θα αμείβεται υπερωριακώς με προσαύξηση της υπερωρίας όπως ορίζει το (Άρθρο 4 παρ. β) για τη συγκεκριμένη περίπτωση, επιπλέον της οριζόμενης έξτρα αμοιβής. γ) Οι κατωτέρω αναφερόμενες εορτές είναι αργίες και οι εργαζόμενοι κατ` αυτές δικαιούνται έξτρα αμοιβής. 1) Η 1η του έτους. 2) Των Θεοφανίων 3) Καθαρά Δευτέρα 4) Η 25η Μαρτίου 5) Η Μεγάλη Παρασκευή 6) Η ημέρα του Πάσχα 7) Η δεύτερη ημέρα του Πάσχα δ) Του Αγίου Γεωργίου 9) Η 1η Μαΐου 10) Η εορτή της Αναλήψεως 11) Η 15η Αυγούστου 12) Η 14η Σεπτεμβρίου 13) Η 2δη Οκτωβρίου 14) Του Αγίου Νικολάου 15) Η ημέρα των Χριστουγέννων 16) Η Δευτέρα ημέρα των Χριστουγέννων και 17) Η αναγνωρισμένη ως ημέρα αργίας, τοπική του Ελληνικού λιμένος που ευρίσκεται το Ρυμουλκό. δ) Διευκρινίζεται ότι εάν οποιαδήποτε εκ των ανωτέρω αργιών συμπέσει ημέρα Κυριακή ο ναυτικός θα αμείβεται επιπλέον αυτών που προβλέπονται από την παρούσα Σ.Σ.Ε. για της Κυριακές με ρεπό και με έξτρα 75%. ε) Διευκρινίζεται ότι εάν οποιαδήποτε εκ των ανωτέρω αργιών συμπέσει ημέρα Σάββατο ο ναυτικός θα αμείβεται επιπλέον αυτών που προβλέπονται από την παρούσα Σ.Σ.Ε. για το Σάββατο και με έξτρα 75%. 5. Υπερωριακή εργασία: α) Τα πληρώματα υποχρεούνται σε εκτέλεση υπερωριακής εργασίας αμειβόμενη σύμφωνα με το άρθρο 4. Ως υπερωριακή εργασία θεωρείται ο χρόνος εργασίας κατά μεν τις ημέρες από Δευτέρα έως Παρασκευή μετά τη λήξη της 8ώρης κανονικής εργασίας, κατά τις Κυριακές μετά τη λήξη της 8ωρης εργασίας και τις Εορτές μετά τη λήξη της 7ωρης έξτρα εργασίας, ενώ κατά τα Σάββατα όλες οι ώρες εργασίας από 00:01 έως 24:00. β) Η υπερωριακή εργασία που αρχίζει αμέσως μετά τη λήξη της 8ωρης κανονικής εργασίας τις καθημερινές δεν μπορεί να υπερβαίνει τις (4) ώρες ημερησίως, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων δηλαδή όταν δεν δύναται να γίνει διακοπή λόγω ρυμούλκησης και στις περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης για παροχή βοήθειας σε κινδυνεύοντα πλοία, κλπ. γ) Σε εξαιρετική περίπτωση που θα ζητηθεί από τα πληρώματα που έχουν σχολάσει να επανέλθουν να εργασθούν κατά τις ώρες ανάπαυσης, δηλαδή στο διάστημα από τη λήξη της 8ωρης κανονικής εργασίας και έως την έναρξη της εργασίας της επομένης ημέρας, εφ’ όσον το επιθυμούν και συμφωνούν, θα αμείβονται υπερωριακώς υποχρεωτικά από την λήξη της 8ωρης κανονικής εργασίας έως τη λήξη της εργασίας που εκτέλεσαν. δ) Συμφωνείται ότι, εάν ζητηθεί από τα πληρώματα των ρυμουλκών που έχουν εργασθεί Σάββατο Κυριακή ή αργία και έχουν σχολάσει, να επανέλθουν να εργασθούν και έχει παρέλθει 8ωρη ανάπαυση από την λήξη της προηγούμενης εργασίας τους, δεν θα αμείβονται υπερωριακώς συνεχόμενα από την λήξη της προηγούμενης εργασίας τους, αλλά θα αμείβονται με το ελάχιστον τέσσερις (4) ώρες υπερωρία ανεξαρτήτως αν έχουν εργασθεί λιγότερο. Εάν όμως η εργασία ξεπερνά τις τέσσερις ώρες θα αμείβονται υπερωριακώς για όσες ώρες έχουν εργασθεί. ε) Για το διάστημα που τα πληρώματα των Ρυμουλκών εκτελούν επιφυλακή ως Ρυμουλκά Ασφαλείας Λιμένος Πειραιώς ή Θεσσαλονίκης σύμφωνα με την απόφαση του Υ.Ε.Ν. θα αμείβονται υπερωριακώς ως ορίζει το Άρθρο 4 (παραγρ. γ), ανεξάρτητα εάν η επιφυλακή πραγματοποιείται, Σάββατο, Κυριακή, αργία ή καθημερινή…». Τέλος, στο άρθρο 4 ορίζονται, μεταξύ άλλων, αναφορικά με τον υπολογισμό των έξτρα αμοιβών και των αμοιβών υπερωριών «α) Δια την 7ώρο εργασία στο λιμάνι κατά τις Εορτές (και οι Εορτές που συμπίπτουν με Κυριακή ή Σαββάτο), καταβάλλεται και έξτρα αμοιβή ίση με το 75% του 1/25 του βασικού μισθού, της ημέρας υπολογιζόμενης από 00:01 μέχρι 24:00. β) Η αποζημίωση για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας ορίζεται σε 1/173 του βασικού μισθού, προσαυξημένου κατά 25% για τις ώρες υπερωριακής εργασίας από Δευτέρα έως Παρασκευή και κατά 50% για όλες τις ώρες εργασίας του Σαββάτου, για πέραν του 8ώρου ώρες εργασίας των Κυριακών, και τις πέραν του 7ωρου ώρες εργασίας των Εορτών. Στην μεμονωμένη περίπτωση που αναφέρει το Άρθρο 3 (παραγρ. 3, υποπαρ. δ), (παραγρ. 4, υποπαρ. β), και το Άρθρο 13 (παραγρ. 2, υποπαρ. δ) δεν δοθεί εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης (ρεπό) κατά τις ως άνω περιπτώσεις, η 8ωρη απασχόληση κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα του 15ημέρου θα αμείβεται υπερωριακώς με προσαύξηση της υπερωρίας κατά 100%. … γ) Οι ώρες υπερωριακής εργασίας που αναφέρει το άρθρο 3 (παραγρ. 5 υποπαρ. ε, ζ,) θα υπολογίζονται με το 1/173 του βασικού μισθού της Σ.Σ.Ε. δ) Για την νυκτερινή εργασία από 22:00 – 06:00 το βασικό ωρομίσθιο θα προσαυξάνεται κατά 25%. ε) Σε περίπτωση που  συμπίπτουν περισσότερες της μίας προσαυξήσεις, θα υπολογίζονται χωριστά και αθροιστικά στο βασικό ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο.». Με βάση τις παραπάνω ρυθμίσεις του ως άνω άρθρου καταχωρείται πίνακας υπερωριακής αμοιβής, σύμφωνα με τον οποίον, για την ειδικότητα του Ναυκλήρου, προβλέπεται (μεταξύ λοιπών προβλεπομένων προσαυξημένων αμοιβών) (α) υπερωριακή αμοιβή υπολογιζόμενη με βασικό 1/173 ωρομίσθιο, ποσού 8,29 Ευρώ, (β) υπερωριακή αμοιβή προσαυξημένη κατά 25%, ποσού 10,36 Ευρώ, (γ) υπερωριακή αμοιβή προσαυξημένη κατά 50%, ποσού 12,44 Ευρώ και (δ) υπερωριακή αμοιβή προσαυξημένη κατά 100%, ποσού 16,58 Ευρώ.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, ειδικότερα δε, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τη με αριθμό …[S14]  ένορκη βεβαίωση του …[S15] , ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ικαρίας, Μοσχούλας- Ζαχαρούλας Αλεξάνδρου Βαλανίδα, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία του ενάγοντα – εκκαλούντα, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης – εφεσίβλητης (βλ. την έκθεση επίδοσης με τον αριθμό …[S16]  της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Α. Ν. Α.,[S17]  αναφορικά με την επίδοση στην εναγομένη της από 24.9.2015 κλήσης γνωστοποίησης μαρτύρων), καθώς και από όλα, γενικά, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ρ/Κ πλοίου, με το όνομα «…[S18] », νηολογίου Πειραιά, με αριθμό …[S19] , κ.ο.χ. 67,04. Δυνάμει εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στο λιμάνι Ευδήλου Ικαρίας, την 22.6.2014, μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης, νομίμως εκπροσωπουμένης, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν, στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του Ναυκλήρου, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της ισχύουσας Σ.Σ.Ν.Ε. (πληρωμάτων Ρυμουλκών), προσέφερε, δε, την εργασία του, με την ως άνω ειδικότητα, μέχρι και την 18.12.2014, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι Ευδήλου Ικαρίας, λόγω καταγγελίας της σύμβασης ναυτολόγησής του, από τον Πλοίαρχο, κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ, λόγω «κλεισίματος ναυτολογίου». Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον ενάγοντα, αντίγραφα του ναυτικού φυλλαδίου του), ειδικότερα, δε, η ειδικότητα με την οποίαν προσλήφθηκε ο ενάγων, αποδεικνύεται, επιπρόσθετα, από τη σχετική εγγραφή στο ναυτολόγιο του πλοίου, αλλά και στο ημερολόγιο αυτού (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον ενάγοντα σχετικά έγγραφα). Εξάλλου, και ο μάρτυρας απόδειξης, Μ. Σ.[S20] , στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του, ο οποίος εργάσθηκε ως προσωπικό του πλωτού γερανού «…[S21] », ο οποίος, κατά την περίοδο εργασίας του ενάγοντα στην εναγομένη, μετακινούνταν με το ως άνω ρυμουλκό και, ως εκ τούτου, είχε ίδια γνώση περί των καθηκόντων του ενάγοντα στο προαναφερόμενο πλοίο της εναγομένης, βεβαιώνει ότι ο τελευταίος, κατά την εκτέλεση της εργασίας του εκτελούσε εργασίες της ειδικότητάς του, ως ναυκλήρου (βλ. σχετική αναφορά στην προααναφερόμενη ένορκη βεβαίωση). Η εναγομένη – εφεσίβλητη, ισχυρίζεται ανταποδεικτικά ότι ο ενάγων προσλήφθηκε στο εν λόγω πλοίο προκειμένου να απασχοληθεί με την ειδικότητα του ναύτη και αυτήν του ναυκλήρου, επικαλείται, δε, προς τούτο, την από 23.6.2014 έγγραφη ατομική σύμβαση εργασίας που συνήφθη με τον ενάγοντα, όπου αναγράφεται, ως ειδικότητα, αυτή του ναύτη. Ωστόσο, ούτε το ανωτέρω έγγραφο ούτε η κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, επαρκούν προς ανταπόδειξη του ισχυρισμού του ενάγοντα, καθόσον, αφενός μεν η ως άνω έγγραφη σύμβαση, καταρτισθείσα μεταξύ των εδώ διαδίκων στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων (αρθρ. 361 ΑΚ), συνιστά «ιδιότυπη οριστική σύμβαση» (προσύμφωνο ναυτολόγησης), που αποσκοπεί στη μελλοντική ναυτολόγηση του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο και η οποία διαστέλλεται σαφώς από τη σύμβαση ναυτολόγησης, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 53 του ΚΙΝΔ «συντελείται δια της εγγραφής αυτής στο ναυτολόγιον», όπως συνέβη εν προκειμένω, δια των σχετικών εγγραφών στο ναυτολόγιο του πλοίου, ως ανωτέρω εκτέθηκε, μεταξύ των οποίων και η ειδικότητα με την οποίαν, εν τέλει, ναυτολογήθηκε ο ενάγων, επιβιβάστηκε και ανέλαβε καθήκοντα επί του πλοίου (πρβλ. Α. Κιαντού – Παμπούκη, «Ναυτικό Δίκαιο», Ε΄ έκδοση, τ.Ι., σ.215 – 224), ήτοι αυτή του ναυκλήρου (σε αντιδιαστολή με τα αρχικώς συμφωνηθέντα στο προσύμφωνο ναυτολόγησης), αφετέρου, δε, ο μάρτυρας ανταπόδειξης αναφέρεται γενικά και αόριστα στην ειδικότητα με την οποίαν προσλήφθηκε ο ενάγων στο πλοίο της εναγομένης (κατά τον ίδιο, «ως ναύτης»), χωρίς περαιτέρω να εξειδικεύει τα επιμέρους καθήκοντα αυτού σε αυτό, ώστε να δύναται να συναχθεί ότι, πράγματι, απασχολήθηκε στο ως άνω πλοίο με αυτήν την ειδικότητα. Κατά το διάστημα της υπηρεσίας του ενάγοντα στο ως άνω πλοίο, αυτό εκτελούσε, επί το πλείστον, λιμενικά έργα στον Εύδηλο Ικαρίας, ενώ εκτέλεσε και δύο ταξίδια, κατά τα κατωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα (ορ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα, ημερολόγιο του πλοίου). Περαιτέρω, ο ενάγων, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του στο ως άνω πλοίο, παρείχε υπερωριακή εργασία σε αυτό, κατά τις ώρες εκτέλεσης ρυμουλκήσεων, σύμφωνα με τις βάρδιες που καθόριζε ο Πλοίαρχος του πλοίου και κατά τους προβλεπόμενους όρους παροχής εργασίας από την εφαρμοζόμενη Συλλογική Σύμβαση, όπως αυτοί προβλέπονται ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Οι ώρες αυτές εργασίας εκτείνονταν τόσο κατά τις καθημερινές και Κυριακές, όσο και κατά τα Σάββατα του εν λόγω διαστήματος και συνιστούσαν «κανονική» υπερωριακή εργασία του ενάγοντος ναυτικού, παρεχόμενη πέραν του ημερήσιου οκταώρου εργασίας του (υπό τους όρους του άρθρου 3 παρ. 5 εδ. α, β, γ, δ σε συνδ. με αρθρ.4 εδ.β), αλλά και νυκτερινή εργασία (αρθρ. 4 εδ.δ), ενώ η εκτέλεσή τους από τον ενάγοντα αποδεικνύεται από τις σχετικές εγγραφές στο ημερολόγιο του πλοίου, το οποίο έχει συνταχθεί από τον Πλοίαρχο του πλοίου και θεωρηθεί από την αρμόδια λιμενική αρχή (αρθρ. 41, 42 ΚΙΝΔ, 48 ΚΔΝΔ). Εξάλλου, ο ισχυρισμός εναγομένης- εφεσίβλητης, ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα – εκκαλούντα των εξοφλητικών αποδείξεων μισθοδοσίας του συνιστά πλήρη εξόφληση των επίδικων αξιώσεων αυτού, τυγχάνει μη νόμιμος, καθόσον κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας είναι άκυρη και απολύτως ανίσχυρη (βλ. ΕφΑθ 996/2014, ΕλΔνη 2013, σ.1049, ΕφΠειρ 660/2010, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 1/2003, ΕΝΑΥΤΔ 2003, σ. 124, με εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Σε κάθε, δε, περίπτωση, και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των καταστάσεων μισθοδοσίας (περιλαμβάνουσα και τις αποδοχές των υπερωριών) ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του (άφεση χρέους) η παραίτηση αυτή είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας είναι άκυρη (βλ. ΕφΠειρ 660/2010, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 1/2003, ΕΝΑΥΤΔ 2003, σ. 124). Εξάλλου, η απλή αδράνεια του εργαζομένου, και αν ακόμη δημιούργησε στον εργοδότη την πεποίθηση ότι ποτέ δεν θα ασκήσει το συγκεκριμένο δικαίωμά του δεν αρκεί για να καταστήσει την επακολουθήσασα άσκησή του καταχρηστική, εκτός και αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες ή περιστάσεις, υπό τις οποίες η ικανοποίηση του εργαζομένου θα προκαλέσει στον εργοδότη τόσο δυσβάσταχτες συνέπειες, ώστε για την αποτροπή τους, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να είναι επιβεβλημένη η θυσία του δικαιώματος (πρβλ. ΕφΠειρ 901/2002, ΠΕΙΡΝΟΜΟΛ 2003, σ.70), κάτι που ούτε η εναγομένη επικαλείται ούτε, άλλωστε, αποδείχθηκε στην προκειμένη περίπτωση.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο ενάγων, δικαιούται τα κάτωθι ποσά, ως παροχή αμοιβής εκ της εργασίας του στο ανωτέρω πλοίο, ήτοι : Ι. Ως δεδουλευμένες αποδοχές, το ποσό των 11.255,08 Ευρώ [(β.μ. 1.434,31 Ευρώ + επίδομα μερικής τροφοδοσίας 6% ποσού 86,06 Ευρώ + επίδομα εξειδικευμένης εργασίας 5% ποσού 71,72 Ευρω + επίδομα Κυριακών 22% ποσού 315,55 Ευρώ =) 1.907,64 Ευρώ Χ  5,90 μήνες εργασίας]. ΙΙ. Ως αμοιβή υπερωριακής εργασίας. Α) Κατά τις καθημερινές, του εν λόγω διαστήματος εργάσθηκε ως ακολούθως : Τη Δευτέρα 1.7.2014, από 07.00 έως 22.15, την Πέμπτη 3.7.2014, από ώρα 07.00 έως 17.10, την Τετάρτη 9.7.2014, από ώρα 07.00 έως 21.20, την Πέμπτη 10.7.2014 από ώρα 07.00 έως 20.35, την Παρασκευή 11.7.2014 από ώρα 07.00 έως 19.55, τη Δευτέρα 14.7.2014 από ώρα 07.00 έως 24.00, την Τρίτη 15.7.2014 από ώρα 00.01 έως 02.30 και από 07.00 έως 17.40, την Παρασκευή 18.7.2014 από ώρα 07.00 έως 17.00, την Τρίτη 22.7.2014 από ώρα 07.00 έως 21.25, την Τετάρτη 23.7.2014 από ώρα 07.00 έως 19.30, την Πέμπτη 24.7.2014, από ώρα 07.00 έως 17.15, τη Δευτέρα 28.7.2014 από ώρα 07.00 έως 18.00, την Τρίτη 29.7.2014 από 07.00 έως 18.25, την Τετάρτη 30.7.2014 από ώρα 07.00 έως 23.00, την Πέμπτη 31.7.2014 από ώρα 04.30 έως 17.00, την Παρασκευή 1.8.2014 από ώρα 07.00 έως 20.00, την Πέμπτη 21.8.2014 από ώρα 07.00 έως 17.15, την Παρασκευή 22.8.2014 από ώρα 07.00 έως 18.50, την Τετάρτη 27.8.2014 από ώρα 07.00 έως 18.15, την Τρίτη 2.9.2014 από ώρα 07.00 έως 16.40, την Παρασκευή 5.9.2014 από ώρα 07.00 έως 16.50, τη Δευτέρα 8.9.2014 από ώρα 07.00 έως 16.15, την Παρασκευή 12.9.2014 από ώρα 07.00 έως 17.20, την Πέμπτη 25.9.2014 από ώρα 07.00 έως 18.45, την Παρασκευή 26.9.2014 από ώρα 07.00 έως 17.15, την Τρίτη 7.10.2014 από ώρα 07.00 έως 18.50, την Τετάρτη 8.10.2014 από ώρα 07.00 έως 16.45, τη Δευτέρα 13.10.2014 από ώρα 07.00 έως 24.00, την Τρίτη 14.10.2014, από ώρα 00.01 έως 00.40 και από 07.00 έως 16.30, την Παρασκευή 17.10.2014 από ώρα 07.00 έως 18.55, τη Δευτέρα 3.11.2014, από ώρα 07.00 έως 17.00, τη Δευτέρα 24.11.2014, από ώρα 07.00 έως 24.00, την Τρίτη 25.11.2014, από ώρα 00.01 έως 18.00. Επομένως, εργάσθηκε αυτός υπερωριακά α) επί 132,5  ώρες κατά τη διάρκεια της ημέρας και δικαιούται το ποσό των (132,5 Χ 10,36 Ευρώ, ήτοι ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%, κατ’ αρθρ. 4 εδ.β ΣΣΕ =) 1.372,70 Ευρώ και β) επί 14,5 ώρες κατά τη διάρκεια της νύκτας και δικαιούται το ποσό των (14,5 Χ 12,44 Ευρώ, ήτοι ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και επιπλέον 25%, κατ’ αρθρ. 4 εδ.β, δ, ε ΣΣΕ =) 180,38 Ευρώ. Β) Κατά τα ακόλουθα Σάββατα και Κυριακές : Το Σάββατο 28.6.2014, από ώρα 07.00 έως 15.00, το Σάββατο 12.7.2014 από ώρα 07.00 έως 18.00, την Κυριακή 13.7.2014, από ώρα 07.00 έως 17.35, το Σάββατο 26.7.2014, από ώρα 07.00 έως 20.35, το Σάββατο 2.8.2014, από ώρα 07.00 έως 13.55, το Σάββατο 23.8.2014, από ώρα 07.00 έως 17.50, την Κυριακή 2.11.2014, από ώρα 07.00 έως 17.45, το Σάββατο 8.11.2014, από ώρα 07.00 έως 12.00, το Σάββατο 22.1.2014, από ώρα 07.00 έως 23.00, την Κυριακή 23.11.2014, από ώρα 07.00 έως 23.00 (με την επισήμανση ότι το αίτημα του ενάγοντος περί επιδίκασης σε αυτόν 2 ωρών υπερωρίας για την 22.6.2014 και 1 ώρας υπερωρίας κατά την 29.6.2014 τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα από ουσιαστική άποψη, διότι το μεν δεν αποδείχθηκε η παροχή υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος κατά την 22.6.2014, αφού η εγγραφή στο ημερολόγιο του πλοίου αναφέρει ως ώρα ναυτολόγησης του ενάγοντα την 16.30 της εν λόγω ημερομηνίας, ενώ, από τις εγγραφές στο ημερολόγιο του πλοίου, δεν αποδείχθηκε η παροχή εργασίας πέραν του οκταώρου την 29.6.2014). Επομένως, εργάσθηκε αυτός υπερωριακά α) επί 84 ώρες κατά τη διάρκεια της ημέρας και δικαιούται το ποσό των (84 Χ 12,44 Ευρώ, ήτοι ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%, κατ’ αρθρ. 4 εδ.β ΣΣΕ =) 1.044,96 Ευρώ και β) επί 2 ώρες κατά τη διάρκεια της νύκτας και δικαιούται το ποσό των (2 Χ 14,51 Ευρώ, ήτοι ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και επιπλέον 50%, κατ’ αρθρ. 4 εδ.β, δ, ε ΣΣΕ =) 29,02 Ευρώ. Συνεπώς, συνολικά για την ως άνω αιτία, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 2.627,06 Ευρώ. Εξάλλου, από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργάθηκε κατά την 22.6.2014, ημέρα Κυριακή, καθόσον η σχετική σημείωση στο ημερολόγιο του πλοίου αφορά σε ναυτολόγηση του ενάγοντα περί ώρα 16.30, οπότε το πλοίο περάτωσε τις εργασίες του και όχι από την έναρξη των εργασιών του ως άνω πλοίου κατά την ημέρα αυτή. Επομένως, το σχετικό αίτημα της αγωγής, περί χορήσης σε αυτόν προσαύξησης υπερωριακής εργασίας, επειδή δεν του χορηγήθηκε ημέρα ανάπαυσης (ρεπό), παρότι εργάσθηκε δύο συνεχόμενες Κυριακές, στις 22.6.2014 και 29.6.2014, τυγχάνει απορριπτέο ως αβάσιμο από ουσιαστική άποψη. Επομένως, συνολικά για τις ως άνω (υπό στοιχ. Ι και ΙΙ) αιτίες, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 13.882,14 Ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 8.133 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί με την αγωγή και τις προτάσεις του (ορ. σελ.4 προτάσεων του εκκαλούντος), επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 5.749,14 Ευρώ. Επισημαίνεται, στο σημείο τούτο, ότι η εναγομένη προέβαλε πρωτοδίκως, την επιγραμματικά καταχωρηθείσα στα πρακτικά ένσταση εξόφλησης (αρθρ. 416 ΑΚ, 262 ΚΠολΔ), την οποίαν στις πρωτόδικες προτάσεις διαχώρισε αφενός μεν (α) στα καταβληθέντα ποσά στον ενάγοντα, σε εξόφληση των εν γένει αποδοχών του, ύψους 9.133 Ευρώ, εξειδικεύοντας, περαιτέρω, ότι μέρος του ποσού αυτού (εκ της καταβολής που έλαβε χώρα την 18.12.2014), αφορά ποσό 1.000 Ευρώ, ως «Δώρο Χριστουγέννων», το οποίο, κατά την εναγομένη, θα πρέπει να καταλογισθεί στις καταβληθείσες στον ενάγοντα αποδοχές, ενόψει του ότι το επίδομα εορτών καταργήθηκε και ενσωματώθηκε στην άδεια η οποία καθορίζεται στο άρθρο 8 (με σχετική αναφορά στα αντίστοιχα άρθρα της εφαρμοζόμενης Σ.Σ.Ν.Ε.), άλλως θα πρέπει αυτό να καταλογισθεί στις αξιώσεις του ενάγοντα για αποζημίωση αδείας, αφετέρου δε (β) στις καταβληθείσες εισφορές υπέρ τρίτων, ήτοι στα παρακρατηθέντα από τις αποδοχές του ενάγοντα και καταβληθέντα υπέρ εκείνου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και στο Ν.Α.Τ., κατά τα ειδικότερα εκεί αναφερόμενα. Η ένσταση αυτή, η οποία προβλήθηκε παραδεκτά, με επιγραμματική καταχώρηση αυτής στα πρακτικά, (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 450/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 620/1999 ΕλΔνη 41 σ.73), ως προς μεν το υπό στοιχ. (α) σκέλος της αποδείχθηκε ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη, ειδικότερα δε, ως προς το ποσό των 8.133 Ευρώ, κατά τα ανωτέρω συνομολογηθέντα από τον ενάγοντα με την αγωγή και τις προτάσεις του, ως προς δε το ποσό των 1.000 Ευρώ, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα στο οικείο κεφάλαιο που αφορά στο κονδύλιο της αποζημίωσης αδείας που οφείλεται στον ενάγοντα (κατωτέρω υπό στοιχ. IV), ως προς δε το υπό στοιχ. (β) σκέλος της (για το ορισμένο και τη νομική βασιμότητα αυτής, ορ. ειδικότερα, ΕφΠειρ 361/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.208), τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, καθόσον ο μεν ενάγων αμφισβητεί ρητά την ορθότητα των εν λόγω καταβολών (ορ. σελ. 13 προσθήκης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου), η δε εναγομένη, προς απόδειξη της ενστάσεως αυτής (κατά το μέρος τούτο) προσκομίζει ανυπόγραφες από τον ενάγοντα μηνιαίες μισθοδοτικές καταστάσεις, όπως και επιταγές εκδόσεώς της υπέρ του ΝΑΤ, σε συνδυασμό με συνημμένα επ’ αυτών γραμμάτια είσπραξης μετρητών του ΝΑΤ, εξουσιοδότηση καταβολής ποσών προς τη Δ.Ο.Υ. πλοίων, καθώς και προσωρινές δηλώσεις απόδοσης φόρων και χαρτοσήμου που αφορούν στο εν λόγω πλοίο (μετά των συνημμένων σημειωμάτων για πληρωμή και εγγράφων με τίτλο «ταυτότητα οφειλής»), αλλά και σχετικά εντάλματα πληρωμής, τα οποία αφορούν συλλήβδην οφειλές και καταβολές ποσών προς τους εν λόγω οργανισμούς (ΝΑΤ, Δ.Ο.Υ.), χωρίς όμως να καθίσταται σαφές από τα έγγραφα αυτά το ακριβές ύψος των ποσών που η εναγομένη κατέβαλε στους ανωτέρω οργανισμούς υπέρ του ενάγοντα. Σε κάθε, δε, περίπτωση, οι κρατήσεις υπέρ τρίτων, ασφαλιστικών οργανισμών και ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών, που αποτελούν μέρος του μικτού μισθού και δύνανται να θεμελιώσουν ένσταση καταβολής, κατά το άρθρο 416 ΑΚ, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των αξιώσεων του ναυτικού προς καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, μπορούν, σε περίπτωση μη υποβολής της σχετικής ένστασης, να παρακρατηθούν από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης (πρβλ. ΑΠ 1678/2007, ΕφΠειρ 361/2013, ο.π., καθώς και ΕφΠειρ 166/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 567/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2005, σ.345). ΙΙΙ. Περαιτέρω, ο ενάγων δικαιούται, ως επίδομα ταξιδιού, κατ’ αρθρ. 13 παρ.1 της Σ.Σ.Ν.Ε., ποσό που ισούται προς 18/24 του 1/173 των βασικών αποδοχών για κάθε ώρα ταξιδιού, επιπλέον, δε, για κάθε ώρα αναμονής στο λιμάνι δικαιούται το 60% του ανωτέρω επιδόματος, πλέον ποσού 8,27 Ευρώ ημερησίως για αντίτιμο τροφής. Ειδικότερα, από το προσκομιζόμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό (ορ. ημερολόγιο του πλοίου) αποδείχθηκε ότι το πλοίο της εναγομένης πραγματοποίησε τα ακόλουθα δρομολόγια, ήτοι :  α) Την 31.7.2014 αναχώρησε από Εύδηλο για Άγιο Κήρυκο την 05.15 και έφθασε στον Άγιο Κήρυκο την 07.20. Από Άγιο Κήρυκο αναχώρησε την 08.25 και έφθασε στον Εύδηλο την 13.15, πραγματοποίησε, επομένως, 7 ώρες ταξιδιού και 1 ώρα αναμονής. β) Την 23.8.2014 το πλοίο αναχώρησε από Εύδηλο για Άγιο Κήρυκο την 08.00 και έφθασε στον Άγιο Κήρυκο την 13.30. Από Άγιο Κήρυκο αναχώρησε την 15.40 και έφθασε στον Εύδηλο την 17.40, πραγματοποίησε, επομένως, 7,5 ώρες ταξιδιού και 2 ώρες αναμονής. Επομένως, δικαιούται αμοιβή, (i) για 14,5 ώρες ταξιδιού, προς 6,22 Ευρώ ανά ώρα (βασικός μισθός 1.434,31 : 173 = 8,29 Ευρώ Χ 18/24 = 6,22 Ευρώ), ήτοι συνολικά (6,22 Χ 14,5 =) 90,19 Ευρώ, (ii) για 2 ώρες αναμονής, προς 3,73 Ευρώ την ώρα (6,22 Ευρώ Χ 60%), ήτοι συνολικά 7,46 Ευρώ και (iii) αντίτιμο τροφής προς 8,27 Ευρώ ημερησίως, ήτοι (2 ημέρες Χ 8,27 Ευρώ =) 16,54 Ευρώ, ήτοι συνολικά δικαιούται το ποσό των 114,19 Ευρώ. ΙV. Εξάλλου, ο ενάγων δικαιούτο, κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, να λάβει άδεια αναψυχής, ίση με οκτώ ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας, επομένως, για το διάστημα ναυτολόγησής του από 22.6.2014 έως 18.12.2014 (5,90 μήνες), ο ενάγων δικαιούται άδεια (5,90 Χ 8 =) 47,20 ημερών. Ωστόσο, αυτός έλαβε άδεια κατά το χρονικό διάστημα από 10.8.2014 έως 20.8.2014, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ίδιο τον ενάγοντα, ημερολόγιο του πλοίου (ορ. σαφή αναφορά επ’ αυτού, ότι «δεν εκτελουνται εργασιες ΑΡΓΙΑ εις ιδιαν θεσην του εργοταξιου»), επομένως δικαιούται αυτός να λάβει αποζημίωση αδείας, ποσού 2.368,90 Ευρώ [(βασικός μισθός 1.434,31 Ευρώ + επίδομα μερικής τροφοδοσίας 86,06 Ευρώ  + επίδομα εξειδικευμένης εργασίας 71,72 Ευρώ = 1.592,09 Ευρώ : 25 =) 63,68 Ευρώ Χ 37,20 ημέρες]. Έναντι του ποσού αυτού, ο ενάγων έχει λάβει το ποσό των 1.000 Ευρώ, με την αιτιολογία «Δωρο Χριστουγέννων» (βλ. τη με αριθμ. 13/18.12.2014 Απόδειξη πληρωμής που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη), πλην όμως, αφού το Δώρο Χριστουγέννων έχει ενσωματωθεί στην άδεια αναχυχής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ.2 της σχετικής Σ.Σ.Ε. [ορ. σχετικό άρθρο, όπου εκτίθεται ότι «Το επίδομα – δώρο εορτών, το οποίο αντιπροσωπεύει αποδοχές ίσες με 1/24 του Β. Μισθού επί δύο ημερομίσθια (2,00) για κάθε μήνα υπηρεσίας, καταργήθηκε από 01/01/2003 με την υπ’ αρ. 3525.9/01/2005 – 30 Νοεμβρίου 2005 απόφαση κύρωσης του ΥΕΝ, της Τροποποίησης και Συμπλήρωσης της Σ.Σ.Ε. πληρωματων Ρυμουλκών έτους 2003 και ενσωματώθηκε στην Άδεια η οποία καθορίζεται από το Άρθρο 8 της παρούσας Σ.Σ.Ε. Διευκρινίζεται ότι με την κύρωση της παραπάνω τροποποίησης, στους Βασικούς Μισθούς της παρούσης Σ.Σ.Ε δεν έχει ενσωματωθεί κανένα απολύτως επίδομα»] θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτό κατεβλήθη γιαι την ανωτέρω αιτία, δεκτής γενομένης ως εν μάρει βάσιμης από ουσιαστική άποψη της ένστασης εξόφλησης, που παραδεκτά προέβαλε η εναγομένη, κατ’ αρθρ. 416 ΑΚ συνδ. 262 ΚΠολΔ (ορ. ΜΠρΠειρ. 3286/2015, προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα). Επομένως, του οφείλεται η διαφορά, ποσού (2.368,90  – 1.000 =) 1.368,90 Ευρώ. Επισημαίνεται, στο σημείο τούτο, ότι, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εναγομένη,  δεν αφαιρούνται από τις ανωτέρω ημέρες αδείας, που δικαιούται ο ενάγων, τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι Αργίες, κατά τις οποίες δεν απασχολήθηκε, αφού αυτές δε συνιστούν ημέρες χορηγούμενης άδειας στους ναυτικούς, καθόσον σύμφωνα με τη σαφή διάταξη του άρθρου 8 εδ.δ της Σ.Σ.Ν.Ε. «η χορήγηση της άδειας θα γίνεται σε δύο τμήματα, ένα το Καλοκαίρι και ένα τον Χειμώνα», ενώ η αναφορά στο εδ.α του ιδίου άρθρου, ότι τα πληρώματα των Ρυμουλκών δικαιούνται ετήσια άδεια 96 ημερών «συνυπολογιζομένων Σαββάτων, Κυριακών και Αργιών», αφορά στον υπολογισμό των ημερών αυτών εντός των 96 ημερών χορηγούμενης αδείας και όχι στον συνυπολογισμό στις 96 ημέρες χορηγούμενης κατ’ έτος άδειας, των ημερών αργίας που, σποραδικά εντός του έτους, τυχόν δεν εργάσθηκαν οι ναυτικοί, λόγω αργίας. V. Τέλος, από το αντίγραφο του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντα (προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ίδιο) αποδεικνύεται ότι η σύμβαση ναυτολόγησης αυτού με την εναγομένη λύθηκε λόγω κλεισίματος του ναυτολογίου, λόγος ο οποίος συνιστά στην πραγματικότητα καταγγελία, για την οποία οφείλεται αποζημίωση απόλυσης, αφού ο λόγος αυτός (κλείσιμο ναυτολογίου) δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 75 εδ.δ ΚΙΝΔ, κατά την οποία ο ναυτικός δεν δικαιούται της κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ αποζημίωσης, εάν η καταγγελία της σύμβασης έγινε από πταίσμα αυτού (βλ. ΕφΠειρ346/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ. 271). Επομένως, δικαιούται αυτός αποζημίωση απόλυσης, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τα άρθρα 76 ΚΙΝΔ σε συνδυασμό με άρθρο 9 της εφαρμοζόμενης Σ.Σ.Ν.Ε., που ισούται με τακτικές αποδοχές δέκα πέντε ημερών, ήτοι ποσό 1.717,35 Ευρώ [β.μ. 1.434,31 Ευρώ + επίδομα μερικής τροφοδοσίας 6% ποσού 86,06 Ευρώ + επίδομα εξειδικευμένης εργασίας 5% ποσού 71,72 Ευρω + επίδομα Κυριακών 22% ποσού 315,55 Ευρώ + επίδομα αδείας 8 ημερομισθίων μηνιαίως ύψους 509,44 Ευρώ + μέσος όρος υπερωριακής υπερωριακής αμοιβής, υπολογιζόμενη ανωτέρω, ποσού (2.627,06 Ευρώ : 5,90 μήνες εργασίας =) 445,26 Ευρώ =] 2.862,34 Ευρώ : 25 = 114,49 Ευρώ ημερησίως Χ 15]. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 500 Ευρώ, όπως ο ίδιος συνολογεί στην αγωγή του, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 1.217,35 Ευρώ. Επομένως, συνολικά για τις ως άνω αιτίες, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (5.749,14 + 114,19 + 1.368,90 + 1.217,35 =) 8.449,58 Ευρώ.

Σε συνέχεια των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό των 8.449,58 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 19.12.2014, σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής (106 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα – εκκαλούντα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 178 , 183, 191 παρ 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 1273/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την ως άνω αγωγή του εκκαλούντα.

Δέχεται εν μέρει τη με αριθμό κατάθεσης …[S22]  αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα εννέα Ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών του Ευρώ (8.449,58 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 19.12.2014, μέχρι την εξόφληση και

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης (εφεσίβλητης) μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος (εκκαλούντος) για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) Ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις                   , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η      ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ