ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Έφεση Ναυτεργατικό Ερήμην
Αριθμός απόφασης
364/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε νόμιμα από τoν Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Π. Γ.[S1] του Α.[S2] , κατοίκου Β…., ο οποίος παραστάθηκε διά δηλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Βασιλείου Σαξώνη.
Της εφεσίβλητης: εταιρείας με την επωνυμία «…[S3] », που εδρεύει στη Ν. Ι. Α.[S4] και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο εκκαλών ζήτησε να γίνει δεκτή η απευθυνόμενη στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς από 27-5-2013 και με αριθμό κατάθεσης …[S5] αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 279/2014 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε την από 18-1-2016 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …[S6] και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …[S7] ), η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις του.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθ. …[S8] έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Ι. Π.[S9] , την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίσιν έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Ωστόσο, κατά την ανωτέρω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εφεσίβλητη δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στο ακροατήριο, επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην, η δε συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).
Η υπό κρίσιν από 18-1-2016 (αριθ. καταθ. …[S10] και …[S11] ) έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος κατά της εφεσίβλητης – εναγομένης και κατά της υπ’ αριθ. 279/2014 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμολίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, νομοτύπως και εμπροθέσμως έχει ασκηθεί, καθώς από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από την έκδοσή της, οπότε εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ (η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 30-12-2014 και η υπό κρίσιν έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 16-5-2016), αρμοδίως δε φέρεται στο παρόν Δικαστήριο προς εκδίκαση κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Εν όψει τούτων, η υπό κρίσιν έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
Με την από 27-5-2013 και με αριθμό κατάθεσης …[S12] αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε, στον Πειραιά, την 15-2-2012 με την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία ρυμουλκού πλοίου «…[S13] », ναυτολογήθηκε σε αυτό, αυθημερόν, στο λιμάνι του Πειραιά, υπό την ειδικότητα του κυβερνήτη, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονταν στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών. Ότι στο ανωτέρω πλοίο εργάσθηκε από την ως άνω ημερομηνία ναυτολογήσεώς του έως και την 11-4-2012, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα της Αλβανίας κατόπιν καταγγελίας του λόγω βαρείας έναντι αυτού παραβάσεως των καθηκόντων της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ως άνω ναυτολογήσεώς του, το ανωτέρω πλοίο βρισκόταν στην Αλβανία κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, ο ίδιος δε, εργάσθηκε υπερωριακά κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ημέρες και ώρες και από την ανωτέρω σύμβαση ναυτικής εργασίας του διατηρεί, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά, αξιώσεις για διαφορές επί των δεδουλευμένων αποδοχών του, διαφορές επί της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, διαφορές επί της αμοιβής για τη νυχτερινή του εργασία καθώς επίσης και για αποζημίωση απόλυσης. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ζήτησε, κυρίως με βάση την εκ της συμβάσεως ναυτολογήσεως ευθύνη της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης και επικουρικώς με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη να του καταβάλει το ποσό των 8.554,46 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που έκαστο εκ των αναφερομένων στην αγωγή κονδυλίων κατέστη απαιτητό, άλλως από την ημέρα απολύσεώς του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 279/2014 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Ήδη με την υπό κρίσιν έφεσή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την αποδοχή της αγωγής του στο σύνολό της.
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται και ειδικότερα από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης, που δόθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση, υπ’ αριθ. 279/2014 πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεώς του, την υπ’ αριθ. …[S14] ένορκη βεβαίωση του Ν. Τ.[S15] , που δόθηκε νομότυπα, επιμελεία του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται και τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη την 15-2-2012, στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος και της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …[S16] , ρυμουλκού πλοίου «…[S17] », κοχ 98,87, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ναυτολογήθηκε αυθημερόν ως κυβερνήτης σε αυτό, στο οποίο και υπηρέτησε μέχρι την 11-4-2012. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης ναυτολογήσεώς του, οι αποδοχές και οι όροι εργασίας του διέπονταν από την οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών και δη την υπ’ αριθ. ΥΑ 3525.1.9-1-2012 περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών έτους 2012 (ΦΕΚ Β 3073/21-11-2012). Το ως άνω ρυμουλκό, κατά την ως άνω περίοδο της ναυτολογήσεως του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, βρισκόταν στην Αλβανία προσφέροντας βοηθητικές υπηρεσίες για τη διεύρυνση του λιμένος των Αγίων Σαράντα. Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, εν όψει του είδους αυτής και της ιδιαιτερότητας εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων προς την κατάσταση και τις ανάγκες του πλοίου και του έργου που είχε αυτός αναλάβει, αφενός βάσει του είδους της εργασίας του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, ο οποίος είχε τοποθετηθεί στο ως άνω ρυμουλκό πλοίο με την ειδικότητα του κυβερνήτη και ειδικότερα πραγματοποιούσε ρυμουλκήσεις τόσο του πλωτού γερανού (Π/Γ) «…[S18] » στα σημεία του λιμένος όπου γίνονταν εργασίες εκβάθυνσης και τοποθέτησης αναχωμάτων όσο και της φορτηγίδας (Φ/Γ) «…[S19] » στα σημεία – σε απόσταση 3-4 μιλίων εκτός του λιμένος – όπου μεταφέρονταν και εναποτίθεντο τα υλικά της εκσκαφής καθώς και εργασίες συντήρησης και επισκευής του ρυμουλκού και αφετέρου βάσει των χρονικών ορίων της εργασίας του, τα οποία, κατά τις ημέρες που εκτελούντο τα ως άνω δρομολόγια, υπερέβαιναν τις οκτώ ώρες ημερησίως ενώ επεκτείνοντο και σε εναλλασσόμενες με τα λοιπά μέλη του πληρώματος βάρδιες βραδινής ασφαλείας από τις 18.00 έως και τις 06.00, βάσει της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος του πλοίου, στο οποίο υπηρετούσαν συνολικά τρεις ναυτικοί καθώς και βάσει των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του ως άνω πλοίου και, ειδικότερα, της μη καθημερινής ενασχόλησής του (ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος) με το ως άνω έργο της ρυμούλκησης αλλά και της ανάγκης, εξαιτίας της πλημμελούς ασφαλείας του λιμένος, φύλαξης του πλοίου κατά τις ως άνω ώρες σε εναλλασσόμενες βάρδιες των μελών του πληρώματος, έτσι όπως τα ανωτέρω προκύπτουν από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο ημερολόγιο του πλοίου, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κρίνεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος στο ως άνω ρυμουλκό πλοίο, ανείρχετο σε δέκα (10) ώρες, για όλη τη χρονική περίοδο της ένδικης ναυτολογήσεώς του, απορριπτομένου του ισχυρισμού του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος περί δύο (2) περαιτέρω ωρών υπερωριακής απασχόλησης ημερησίως, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο με την εκκαλουμένη απόφασή του ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος στο ως άνω ρυμουλκό πλοίο, ανείρχετο σε δέκα (10) ώρες ήτοι σε δύο (2) ώρες κατά τις καθημερινές και Κυριακές και σε δέκα (10) ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες και, ως εκ τούτου, δεχόμενο εν μέρει τον ισχυρισμό του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος περί τεσσάρων (4) ωρών κατά τις καθημερινές και Κυριακές και δώδεκα (12) ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες, υπερωριακής απασχόλησής του, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου πρώτος εκ των λόγων της υπό κρίσιν εφέσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 1 και 76 παρ. ΚΙΝΔ προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολογήσεως ορισμένου ή αορίστου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί από τον ναυτικό οποτεδήποτε, εάν ο πλοίαρχος υποπέσει σε βαρεία έναντι αυτού παράβαση των καθηκόντων του. Στην περίπτωση αυτή οφείλεται στον ναυτικό αποζημίωση κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στις παραπάνω διατάξεις. Βαρεία παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου, κατά την έννοια των υπ’ όψιν διατάξεων, υπάρχει όταν η συμπεριφορά του πλοιάρχου έναντι του ναυτικού είναι τέτοια, ώστε στη συγκεκριμένη περίπτωση να μην μπορεί – κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ) να αξιωθεί να συνεχίσει ο ναυτικός να εργάζεται στο πλοίο εμμένοντας στη σύμβαση μέχρι το συμφωνημένο χρόνο διαρκείας της ή των εννέα μηνών από τη σύναψη της (άρθρο 73 ΚΙΝΔ) αλλά να επιβάλλεται η άμεση απ’ αυτόν καταγγελία της σύμβασης. Τέτοια παράβαση συνιστά – μεταξύ των άλλων – και η καθυστέρηση καταβολής στον ναυτικό των αποδοχών του στην έκταση που αυτές είναι αναγκαίες για τη συντήρηση του ιδίου και της οικογενείας του και εφόσον η καθυστέρηση αυτή δεν είναι συνήθης ή δικαιολογημένη από τη φύση ή την ιδιορρυθμία της ναυτικής εργασίας και δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία στον πλοιοκτήτη ή τον πλοίαρχο για την υποχρέωση καταβολής της συγκεκριμένης μισθολογικής παροχής ή για το ύψος αυτής (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 173/2003 ΕΝΔ 31.277 με συνδ. Αντ. Σέργη, όπου και άλλες παραπομπές στη νμλγ., ΕφΠειρ 621/2004 αδημ. και Καροτζή Ναυτ.Δ. τόμος πρώτος σελ. 378) (ΕφΠειρ 540/2006 αδημ.). Στην προκειμένη περίπτωση, η αποναυτολόγηση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος έλαβε χώρα ύστερα από μονομερή από την πλευρά του καταγγελία της επίδικης σύμβασης, έτσι όπως προκύπτει από τη σχετική καταχώρηση στο ημερολόγιο του πλοίου δε, την 11-4-2012, ο ενάγων και ήδη εκκαλών παρέδωσε το σκάφος στο λιμένα των Αγίων Σαράντα Αλβανίας καθώς και όλα τα ναυτιλιακά έγγραφα του σκάφους στον Τ. Ν.[S20] , δήλωσε ότι δεν έχει εξοφληθεί και κατήγγειλε τη σύμβαση. Πιο συγκεκριμένα, ο ενάγων και ήδη εκκαλών υποστηρίζει ότι κατήγγειλε τη σύμβαση λόγω βαρείας έναντί του παραβάσεως των καθηκόντων της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, συνισταμένης στη μη πλήρη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του και για το λόγο αυτό αιτείται τη νόμιμη κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στις σχετικές διατάξεις του ΚΙΝΔ αποζημίωση. Καθώς, ωστόσο, αποδεικνύεται και συνομολογείται, για την ανωτέρω αιτία η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη κατέβαλε στον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα το ποσό των 7.600 ευρώ, το οποίο σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής καταλογίζεται στο κονδύλιο αυτής (αγωγής), το οποίο αφορά στις δεδουλευμένες αποδοχές του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος και το οποίο εξοφλείται. Κατόπιν τούτου, απομένει η καθυστέρηση της οφειλόμενης στον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα διαφοράς για την υπερωριακή του απασχόληση, η οποία καθυστέρηση – αυτή καθεαυτή και χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστατικών – δεν συνιστά κατά την κρίση του Δικαστηρίου βαρεία παράβαση των καθηκόντων της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης κατά την έννοια που προαναφέρθηκε στην ως άνω μείζονα πρόταση. Και τούτο διότι η διαφορά που προέκυψε ως προς το ύψος της οφειλόμενης για την παραπάνω αιτία αμοιβής, έτσι όπως αυτή υπολογίστηκε, επί τη βάση της ορθής εκτιμήσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου περί δέκα (10) ωρών μέσης υπερωριακής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος στο ως άνω ρυμουλκό πλοίο, σε 1.773,60 ευρώ – υπολογισμός ο οποίος δεν προσβάλλεται αυτοτελώς με λόγο εφέσεως – ούτε ασυνήθης ούτε αδικαιολόγητη μπορεί να χαρακτηριστεί ενόψει ιδίως του γεγονότος ότι η διάρκεια της υπερωριακής απασχόλησης ήταν κυμαινόμενη, το οφειλόμενο δε ποσό αποτελείτο από άθροισμα μικρότερων διαφορών αναγόμενων σε μεγάλο χρονικό διάστημα, έτσι όπως αυτές παρατίθενται στην εκκαλουμένη. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, ούτε από τον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα προβλήθηκε ούτε από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις προέκυψε, ότι εξαιτίας της καθυστέρησης αυτής περιήλθε ο ενάγων και ήδη εκκαλών σε ανάγκη ή αδυναμία συντήρησης του ιδίου ή της οικογενείας του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας με την εκκαλουμένη απόφασή του το αίτημα του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος περί επιδικάσεως αποζημιώσεως απολύσεως λόγω βαρείας έναντί του παράβασης των καθηκόντων της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου, δεύτερος εκ των λόγων της υπό κρίσιν εφέσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίσιν έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Διάταξη περί δικαστικών εξόδων δεν θα περιληφθεί ελλείψει σχετικού αιτήματος της ερημοδικαζόμενης εφεσίβλητης δεδομένου ότι για την επιδίκαση δικαστικών εξόδων απαιτείται αίτημα του διαδίκου που νίκησε (βλ. ΑΠ 654/1974 ΑρχΝ 26.123), η δε εφεσίβλητη, η οποία νίκησε, δεν παραστάθηκε και επομένως ούτε σε έξοδα υποβλήθηκε, ούτε υπάρχει σχετικό αίτημα. Εξάλλου, παρέλκει ο ορισμός παραβόλου για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) από την ερημοδικαζόμενη εφεσίβλητη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της τελευταίας προς άσκηση τέτοιας ανακοπής (βλ. ΕφΘεσ 693/1984 Αρμ 40.431, ΕφΠειρ 32/1979 ΠειρΝ 1.46).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης.
Δέχεται την έφεση τυπικά.
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ