ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΝΑΥΤΗΣ – ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ – ΔΩΡΑ – ΑΔΕΙΑ – ΙΜΑΤΙΣΜΌΣ – ΑΠΟΡΡΙΤΠΕΙ ΓΙΑΤΙ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ)
Αριθμός απόφασης
491/2017
(Αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …[S1] )
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Ουρανία Γκίζα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 17 Ιανουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ: …[S2] του Ν…., κατοίκου …[S3] (οδός …[S4] ), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Απόστολου Γεωργούλα.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρίας με την επωνυμία «…[S5] », που εδρεύει στη Β. Α.[S6] (επί των οδών …[S7] ) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Μαρίας Κάτσενου.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 7-09-2015 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …[S8] , προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 15-10-2015 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 10-12-2015 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 10-05-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης που έγινε δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993 «συνιστάται στο Πρωτοδικείο Πειραιά ειδικό τμήμα στο οποίο εκδικάζονται: 1. α) οι ναυτικές διαφορές που εισάγονται στο Πρωτοδικείο αυτό, β) οι υποθέσεις που εισάγονται στο ίδιο Πρωτοδικείο και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εφόσον αφορούν τη ρύθμιση δικαιωμάτων ή καταστάσεων που σχετίζονται άμεσα με πράξεις αναφερόμενες στην παράγραφο 3 και γ) οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων των περιφερειών των Πρωτοδικείων Πειραιά και Αθήνας που κρίνουν διαφορές και υποθέσεις των προηγούμενων εδαφίων (τμήμα ναυτικών διαφορών). 2. Για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιά εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής. 3. Α. Ναυτικές διαφορές είναι οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ` αυτό». Περαιτέρω, από την εισαγωγή του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – Ν. 3816/1958), όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 αυτού, γίνεται διάκριση μεταξύ των όρων του εφοπλιστή, του κυρίου πλοίου, του πλοιοκτήτη και του διαχειριστή ξένου πλοίου (ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΜΠρΠειρ 6777/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Επομένως, δεν είναι κατά νόμο δυνατή η σύγχρονη επί του ίδιου πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή (ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 20.71, ΕφΠειρ 762/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 350/1996 Νομ.Ναυτ.Τμ. ΕφΠειρ 1996-1997, σελ. 199). Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105 – 106 του ΚΙΝΔ, ο εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του το πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση, εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Ως εκμετάλλευση, η οποία πάντως δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών (όπως μεταφορά προσώπων και πραγμάτων, αλιεία, ρυμούλκηση) με σκοπό το κέρδος, ενώ στοιχεία αυτής (εκμετάλλευσης) είναι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου από τον εφοπλιστή (ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012.39). Βασική πάντως προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απολαβή των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΕφΠειρ 762/2013, ΕφΠειρ 37/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει στη λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι ο πρώτος θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό. Εάν δεν γίνει η δήλωση αυτή, παράγεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, ότι δηλαδή είναι πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο, όμως, αυτό είναι, όπως προαναφέρθηκε, μαχητό και δύναται να αποκρουσθεί από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, αν αυτός αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο (ΑΠ 689/2013, ΑΠ 5/2009, ΕφΠειρ 672/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος. Ο κύριος του πλοίου, για να ανατρέψει το τεκμήριο, πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει, όχι μόνο ότι το πλοίο εκμεταλλεύεται άλλος, αλλά και ότι ο τρίτος γνώριζε αυτό όταν συνήπτε με τον πλοίαρχο τη σύμβαση και στην περίπτωση που ενδιαφέρει τη σύμβαση ναυτολόγησης. Τούτο διότι οι πιο πάνω διατυπώσεις δημοσιότητας σκοπό έχουν να προστατέψουν τους τρίτους, που επισήμως λαμβάνουν γνώση της μεταβολής και ως εκ τούτου η μη τήρησή τους δημιουργεί σε αυτούς την εντύπωση ότι το πλοίο εκμεταλλεύεται ο ίδιος, που δεν τις τήρησε (ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΑΠ 954/2004 ΕΝΔ 32.342, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 762/2013 ΕΝΔ 2013.190, ΕφΠειρ 110/2013, ΕφΠειρ 764/2012, ΕφΠειρ 624/2012, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 259/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο διαχειριστής πλοίου έχει ευρύτατες εξουσίες, οι οποίες αφορούν τόσο την τεχνική, όσο και την εμπορική διαχείριση τούτου (πλοίου). Ειδικότερα, αυτός, μεταξύ άλλων, προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και την διατήρηση του σε κατάσταση αξιοπλοΐας, μεριμνά για την επιθεώρηση τακτική ή έκτακτη του πλοίου και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών για την διατήρηση της κλάσεως του, συνάπτει συμβάσεις εφοδιασμού του πλοίου με καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά και άλλα αναγκαία υλικά και προβαίνει στην εκναύλωση του πλοίου συμφώνα προς τις οδηγίες του πλοιοκτήτη. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους επ` ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπος του. Συνεπώς τα έννομα αποτελέσματα εκάστης υπ` αυτού επιχειρούμενης πράξης εντός των πλαισίων της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Ο τελευταίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, οι οποίες απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής υπό αυτή του την ιδιότητα, και αυτός (πλοιοκτήτης) ενέχεται έναντι των δανειστών. Εφ` όσον ο διαχειριστής ενεργεί επ` ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας που συνάπτει υπό την ιδιότητά του αυτή και κατ` επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνον όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει εκ των περιστάσεων ότι επιχειρεί την σχετική δικαιοπραξία για αυτόν, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Προκύπτει, συνεπώς, ότι ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως την βούληση να ασκήσει και δεν ασκεί την εκμετάλλευσή του για δικό του λογαριασμό. Ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή μη, επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους και απολαύει τα κέρδη. Οι δανειστές, οι οποίοι δημιουργούνται εκ της δράσεως του διαχειριστή, δύνανται να στραφούν κατά του εκμεταλλευομένου το πλοίο και ν` αξιώσουν από αυτόν την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως ή την καταβολή αποζημιώσεως για την μη εκτέλεση της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν από τον διαχειριστή την ικανοποίηση αυτής τους της απαίτησης. Κατ` επέκταση, όταν το πλοίο εκμεταλλεύεται ο κύριος, οι δανειστές αυτοί έχουν υπέγγυο κάθε περιουσιακό στοιχείο αυτού, θαλάσσιο και χερσαίο, επομένως και το πλοίο (ΕφΠειρ 832/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 211, 212 και 216 του ΑΚ – οι οποίες εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο (ΕφΠειρ 63/2013, ΕφΠειρ 832/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) – συνάγεται ότι, για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών, πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο σ` εκείνον, προς τον οποίον γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, δοθέντος ότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την “αρχή του εμφανούς”. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση επ` ονόματι άλλου, υπάρχει όχι μόνον όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν εκ των περιστάσεων προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε επ` ονόματι του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), εξαιρέσει βεβαίως της περιπτώσεως κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο. Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βουλήσεως επιχειρείται επ` ονόματι άλλου, είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με την μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δηλώσεως βουλήσεως, δηλ. δια της προσφυγής σε αντικειμενικά κριτήρια και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, εις τρόπον ώστε η λειτουργία της αμέσου αντιπροσωπεύσεως να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά, που υφίσταντο κατά την σύναψη της δικαιοπραξίας ήσαν τέτοια, ώστε εις πάντα συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποίαν ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενος του (ΕφΠειρ 63/2013, ΕφΠειρ 832/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ενάγων, με την κρινόμενη αγωγή του, εκθέτει ότι, δυνάμει της από 1-01-2014 συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας διάρκειας ενός (1) έτους, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτού και της εναγομένης, η οποία τυγχάνει ναυτική εταιρεία με αποκλειστικό σκοπό την κτήση κυριότητας, την εκμετάλλευση και διαχείριση πλοίων αναψυχής με ελληνική σημαία, προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στο πλοίο «…[S9] », νηολογίου Πειραιά …[S10] , με διακριτικό σήμα …[S11] και αριθμό ΙΜΟ …[S12] με την ειδικότητα του ναύτη. Ότι είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει μηνιαίο μισθό ποσού 2.600 ευρώ καθαρά, κατά τα λοιπά δε η σύμβαση εργασίας του διεπόταν από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014. Περαιτέρω, αναφέρει ότι, κατά το διάστημα της ναυτολόγησής του, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, διότι σε αυτό διενεργούνταν εργασίες επισκευής, προς κάλυψη των δημιουργουμένων αναγκών, λόγω των συνθηκών, που περιγράφει στην αγωγή του, εργάσθηκε υπερωριακά τις ημέρες και ώρες που αναλυτικά περιγράφει στην αγωγή του. Με βάση τα ανωτέρω, μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, κατόπιν προφορικής δήλωσης του πληρεξουσίου του δικηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά πριν την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και επαναλαμβάνεται αναλυτικά στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσε στο ακροατήριο (άρθρα 223, 294, 295 και 297 και 591§1 ΚΠολΔ), ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 52.497,21 ευρώ, για διαφορές αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης (τις καθημερινές τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες), για διαφορές δώρου Πάσχα και Χριστουγέννων έτους 2014, αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια έτους 2044, για επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, καθώς και για επίδομα ιματισμού έτους 2014. Όλα τα ανωτέρω κονδύλια ζητεί να του καταβληθούν νομιμότοκα από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από τη λήξη της συμβάσεως εργασίας του στις 31-12-2014, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επιπλέον, τα ανωτέρω ποσά τα αιτείται και σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον η εναγομένη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντα, χωρίς νόμιμη αιτία, ο δε πλουτισμός σώζεται μέχρι σήμερα. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα. Η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά – κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη – φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25 παρ. 2, 33 ΚΠoλΔ και 51 παρ. 1, 2 και 3Α του Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), απορριπτομένης ως αβάσιμης της ένστασης περί κατά τόπον αναρμοδιότητας του παρόντος δικαστηρίου που προέβαλε η εναγομένη, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΚΙΝΔ). Είναι δε επαρκώς ορισμένη παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εναγομένη, αφού όταν ζητείται η καταβολή υπερωριακής αμοιβής στο ναυτικό, αρκεί να προκύπτουν οι ώρες υπερωριακής απασχόλησής του και δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην αγωγή οι κατ’ ιδίαν εργασίες, ο χρόνος που έγιναν αυτές, αν υπήρχε ανάγκη και το πρόσωπο που έδωσε την εντολή. Στην ένδικη αγωγή αναφέρονται, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για όλες τις αξιώσεις από ναυτεργατική σύμβαση και συγκεκριμένα ο χρόνος σύναψής της, το είδος της εργασίας και η συμφωνία σχετικά με τον τρόπο αμοιβής του ενάγοντα, η διάρκεια της καθημερινής του απασχόλησης και για όλο το κρίσιμο διάστημα, από την οποία, με σαφήνεια και ακρίβεια προκύπτουν οι ώρες της κανονικής, αλλά και της υπερωριακής εργασίας του, στοιχεία που, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ είναι αρκετά και καθιστούν έτσι πλήρως ορισμένη την αγωγή κατά το κεφάλαιο της αυτό (ΑΠ 1686/2007, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 140/2004 Ε.Ν.Δ. 2004.114, ΕφΠειρ 984/2007 αδημ., ΕφΠειρ 901/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 1875/2009). Ακολούθως, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη κατά την κύρια βάση της στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 ΑΚ, 68, 70, 176, 191§2 ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 82, 84, 105 και 106 του Κ.Ι.Ν.Δ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄1/1982) και της από 8-04-2014 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων για το έτος 2014 (ΥΑ 3525.1.10/01/2014 ΦΕΚ Β’ 1665/24.06.2014), κατά την επικουρική δε βάση της, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις και στις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, σε συνδυασμό με το άρθρο 904 επ. ΑΚ. Ωστόσο πρέπει να γίνει μνεία ότι το παρεπόμενο αίτημα, περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθόσον με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται από το δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 1993.63, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706). Κατόπιν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, δεδομένου ότι μετά τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, αφού το αιτούμενο καταψηφιστικώς ποσό, δεν υπερβαίνει το όριο της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου [άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 17 Ν. 2479/1997, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ. 1α ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011)], ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. τα με αριθμούς …[S13] και …[S14] γραμμάτια του ΔΣ Πειραιώς).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης Ε. Χ.[S15] και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης Δ. Α.[S16] , που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, καθώς και των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ) και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη τυγχάνει ναυτική εταιρεία με αποκλειστικό σκοπό την κτήση κυριότητας, την εκμετάλλευση και διαχείριση πλοίων αναψυχής με ελληνική σημαία. Δυνάμει της από 1-01-2014 συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας διάρκειας ενός (1) έτους, που καταρτίστηκε στη Β.[S17] μεταξύ του ενάγοντα και της εναγομένης, διαχειρίστριας του με ελληνική σημαία επιβατηγού – τουριστικού πλοίου «…[S18] », με αριθμό νηολογίου Πειραιά …[S19] , με διακριτικό σήμα …[S20] και αριθμό ΙΜΟ …[S21] πλοιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία «…[S22] .», ο ενάγων προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, αντί μηνιαίου μισθού ποσού 2.600 ευρώ, κατά τα λοιπά δε η σύμβαση εργασίας του διεπόταν από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων. Ο ενάγων εργάστηκε ανελλιπώς στο παραπάνω πλοίο έως τις 31-12-2014, οπότε έληξε η σύμβαση εργασίας του. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη εταιρεία, εκμεταλλευόταν το ανωτέρω πλοίο για δικό της λογαριασμό, φέρουσα απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του, ήτοι ότι ήταν εφοπλίστρια του εν λόγω πλοίου και όχι διαχειρίστρια αυτού. Κατά συνέπεια, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη, δεν ενέχεται η ίδια, αλλά η πλοιοκτήτρια του πλοίου, για τις οποίες αξιώσεις του ενάγοντα από την ανωτέρω σύμβαση ναυτολόγησης. Το ότι ενήργησε δε ως διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου, δηλαδή ως άμεσος αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρείας, και όχι για δικό της λογαριασμό, ήταν ένα γεγονός σε πλήρη γνώση του ενάγοντα, καθώς κατά τη σύναψη της από 1-01-2014 σύμβασης εργασίας του, αφενός, ρητώς αναγράφηκε ότι η εναγομένη ενεργεί ως διαχειρίστρια, αφετέρου, στην σφραγίδα που έχει τεθεί στο τέλος της ανωτέρω σύμβασης αναφέρεται «…[S23] ». Θα πρέπει δε να σημειωθεί, ότι οι εξετασθέντες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μάρτυρες τίποτα δεν κατέθεσαν σχετικά με την ιδιότητα υπό την οποία ενεργούσε η εναγομένη, ούτε προσκομίζεται κάποιο έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι αυτή είχε αποκτήσει την ιδιότητα της εφοπλίστριας του εν λόγω πλοίου. Άλλωστε και η εναγομένη στις προτάσεις της, αναφέρει ότι είχε αναλάβει τη γενική διαχείριση του πλοίου, χωρίς να κάνει λόγο περί εφοπλισμού αυτού. Επομένως, εφόσον δεν αποδείχθηκε συνδρομή πραγματικών περιστατικών νόμιμης απόκτησης από την εναγομένη, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, της ιδιότητας της εφοπλίστριας του εν λόγω πλοίου, κατά το χρόνο της ένδικης συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος, ιδιότητα με την οποία και αποκλειστικώς ενήχθη, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αυτής, παρέλκει δε η εξέταση της ενστάσεως του άρθρου 281 ΑΚ που προέβαλε η εναγομένη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντα, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης σε βάρος του ενάγοντα, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Φεβρουαρίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ