ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ναύτης) δεδουλευμένα – υπερωρίες – αδεια – τροφοδοσία- αποζημίωση απολύσεως
Αριθμός απόφασης
494/2017
(Αριθμός έκθεσης κατάθεσης …[S1] )
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Τσέκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 28 Νοεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …[S2] του Ι.,[S3] κατοίκου Ρ. Κ.[S4] , ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Τρανταλίδη.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…[S5] », που εδρεύει στην Α…. (οδός …[S6] ) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) …[S7] , κατοίκου Α….. (οδός …[S8] ), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Αθανασίου Λαμπρόπουλου.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-12-2015 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …[S9] , προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 31-03-2016 και εγγράφηκε στο πινάκιο, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 § 1, 4 §§ 1, 2, 3, 6 § 2 και 9 του Ν. 3190/1955 «περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης» σαφώς προκύπτει, ότι η ΕΠΕ αποκτά, μετά την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας για τη σύστασή της, νομική προσωπικότητα, συνέπεια της οποίας είναι η περιουσιακή της αυτοτέλεια. Η εταιρική περιουσία είναι υπέγγυα απέναντι στους εταιρικούς δανειστές για τα χρέη και τις εταιρικές υποχρεώσεις της ΕΠΕ, που αναλαμβάνει στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δράσης. Η ευθύνη της δε είναι απεριόριστη, δηλαδή η εταιρεία ευθύνεται με όλη της την περιουσία. Εξάλλου οι εταίροι έχουν τη βασική υποχρέωση απέναντι στην ΕΠΕ για την καταβολή της εισφοράς τους, προκειμένου να σχηματιστεί το εταιρικό κεφάλαιο. Αν οι εταίροι εκπληρώσουν την υποχρέωση τους αυτή, παύουν να έχουν ευθύνη απέναντι στην ΕΠΕ. Κατά συνέπεια ο εταίρος δεν φέρει καμία ευθύνη για τις εταιρικές υποχρεώσεις. Ο κανόνας του ανεύθυνου των εταίρων δεν μπορεί να τροποποιηθεί ούτε με αντίθετη συμφωνία τους, καθόσον η διάταξη του άρθρου 1 § 1 του παραπάνω νόμου είναι δημόσιας τάξης και έτσι κάθε τέτοια συμφωνία θα ήταν ανίσχυρη (ΕφΠατρ 81/2004, ΕφΛαρ 95/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 70, 71, 748 ΑΚ και 26 του ανωτέρω νόμου, προκύπτει ότι ο εκπρόσωπος νομικού προσώπου, όπως είναι και ο διαχειριστής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, ανεξάρτητα από το γεγονός αν είναι μέτοχος ή όχι της τελευταίας, δεν έχει προσωπική ευθύνη έναντι τρίτων για τα χρέη της εταιρείας (άρθρο 1 Ν. 3190/1955 «περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης»). Είναι όμως δυνατή η προσωπική ευθύνη των διαχειριστών της ΕΠΕ σε ολόκληρο με την εταιρεία έναντι των τρίτων για την άμεση ζημία την οποία υφίστανται από αδικοπραξία, κατά το άρθρο 914 ΑΚ [ΜΕφΠειρ 195/2015, ΕφΑθ 3236/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 341/2007 Αρμ. 1345.2007]. Περαιτέρω, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό που στη ναυτική ορολογία ονομάζεται «κλειστός» και περιλαμβάνει τον βασικό μισθό και τα επιδόματα ή άλλες αποδοχές που προβλέπονται από τη σχετική ΣΣΝΕ είναι, κατ’ αρχήν, θεμιτή κατ’ άρθρο 361 ΑΚ. Αυτό όμως τελεί υπό την προϋπόθεση ότι ο κλειστός μισθός είναι υπέρτερος των νομίμων αποδοχών του, ενώ αν δεν καλύπτεται το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών του, η συμφωνία δεν είναι έγκυρη, διότι πρόκειται για ανεπίτρεπτη κατά νόμο παραίτηση εκ των προτέρων από δικαιώματα που παρέχονται στο ναυτικό από κανόνες δημόσιας τάξεως, με αποτέλεσμα αυτός να δικαιούται τη διαφορά (ΕφΠειρ 209/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012. 174). Με την κρινομένη αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτού και της πρώτης εναγομένης εταιρείας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία επαγγελματικού πλοίου αναψυχής «…[S10] », ολικής χωρητικότητας 496 κόρων, με αριθμό νηολογίου Αγίου Νικολάου …, της οποίας διαχειριστής ήταν ο δεύτερος εναγόμενος, ναυτολογήθηκε στο παραπάνω πλοίο στις 13-10-2012 ως ναύκληρος. Ότι παρότι η από 1-04-2015 σύμβασή του ήταν εξάμηνης διάρκειας με λήξη στις 30-09-2015, στις 19-09-2015 ο Πλοίαρχος κατήγγειλε πρόωρα τη σύμβασή του, ανεγράφη δε τύποις στο φυλλάδιό του ως λόγος απόλυσης «αμοιβαία συναινέσει». Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασής του, εργαζόταν επί επτά ημέρες την εβδομάδα και δεκαέξι ώρες την ημέρα. Ότι οι εναγόμενοι, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασής του, δεν κατέβαλαν σε αυτόν μέρος των δεδουλευμένων μισθών του, την αμοιβή για τις υπερωρίες που πραγματοποίησε, το επίδομα αδείας, το αντίτιμο τροφής και την τροφοδοσία αδείας ετών 2014 και 2015, ούτε την αποζημίωση απόλυσης, όπως κάθε κονδύλιο ειδικότερα προσδιορίζεται στην αγωγή, ανερχομένου του συνολικά οφειλόμενου ποσού από τις αιτίες αυτές σε 69.504,87 ευρώ. Με βάση τα προεκτεθέντα, μετά την παραδεκτή, εν μέρει τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντα, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, πριν την προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης (άρθρα 223, 294, 295 και 297 και 591§1 ΚΠολΔ) και αναλύεται στις προτάσεις που κατέθεσε, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, ζητεί α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 20.000 ευρώ που αντιστοιχεί σε μέρος του επιδόματος αδείας και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 49.504,87 ευρώ που αντιστοιχεί στις λοιπές απαιτήσεις του, τα ανωτέρω ποσά δε με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του στις 19-09-2015, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά του έξοδα. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, παραδεκτά εισάγεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 22, 25 παρ. 2 και 37 ΚΠoλΔ και 51 παρ. 3Α του Ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΚΙΝΔ) και είναι επαρκώς ορισμένη παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους εναγόμενους, αφού όταν ζητείται η καταβολή υπερωριακής αμοιβής στο ναυτικό, αρκεί να προκύπτουν οι ώρες υπερωριακής απασχόλησής του και δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην αγωγή οι κατ’ ιδίαν εργασίες, ο χρόνος που έγιναν αυτές (ούτε δρομολόγια του πλοίου, ο προορισμός του, τα ενδιάμεσα λιμάνια και η ώρα απασχόλησης του), αν υπήρχε ανάγκη και το πρόσωπο που έδωσε την εντολή. Στην ένδικη αγωγή αναφέρονται, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για όλες τις αξιώσεις από ναυτεργατική σύμβαση και συγκεκριμένα ο χρόνος σύναψής της, το είδος της εργασίας και η συμφωνία σχετικά με τον τρόπο αμοιβής του ενάγοντα, η διάρκεια της καθημερινής του απασχόλησης και για όλο το κρίσιμο διάστημα, από την οποία, με σαφήνεια και ακρίβεια προκύπτουν οι ώρες της κανονικής, αλλά και της υπερωριακής εργασίας του, στοιχεία που, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ είναι αρκετά και καθιστούν έτσι πλήρως ορισμένη την αγωγή κατά το κεφάλαιο της αυτό (ΑΠ 1686/2007, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 984/2007 αδημ., ΕφΠειρ 140/2004 Ε.Ν.Δ. 2004.114, ΕφΠειρ 901/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 1875/2009). Ακολούθως, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655, 656, 669 ΑΚ, 68, 70, 74, 176, 191 § 2, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε΄ ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 72 επ., 82, 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ και της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επαγγελματικών Πλοίων Αναψυχής Ν. 2743/1999, ετών 2009, 2010 και 2011, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.8/01/2011 Απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β’ 1880/25-8-2011). Ωστόσο πρέπει να γίνει μνεία ότι το παρεπόμενο αίτημα, περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, μετά τη μερική τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, τυγχάνει νόμιμο μόνο ως προς το καταψηφιστικό σκέλος της, ενώ πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, ως προς το αντίστοιχο αναγνωριστικό, καθόσον με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται από το δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 1993.63, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706). Κατόπιν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, δεδομένου ότι μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον το καταψηφιστικό της αίτημα δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, με βάση το άρ. 71 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με το άρ. 14 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ., ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 61 παρ. 4 Ν. 4194/2013, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8β΄ Ν. 4205/2013 και ισχύει από 1-11-2013 σύμφωνα με τα άρθρα 165 παρ. 11 Ν. 4194/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 13δ΄Ν. 4205/2013, προσκομίστηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα οικεία γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. το με αριθμό …[S11] και …[S12] γραμμάτια του ΔΣΠ).
Οι εναγόμενοι αρνούνται την αγωγή, ενώ με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και αναλύεται στις προτάσεις που κατέθεσαν, προβάλλουν την ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του δεύτερου εξ αυτών διότι ήταν, σύμφωνα με το καταστατικό της πρώτης εναγομένης εταιρείας, διαχειριστής αυτής και συνεπώς δε νομιμοποιείται παθητικά έναντι του ενάγοντα. Επ` αυτού θα πρέπει να σημειωθεί ότι για την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι αυτός και ο εναγόμενος, είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή αν είναι αυτός αληθής. Αν όμως αυτός αποδειχθεί αναληθής (π.χ. ότι ο εναγόμενος δεν είναι κάτοχος του διεκδικούμενου ακινήτου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), τότε αυτή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος. Η απόδειξη της νομιμοποίησης δηλαδή, συμπίπτει με την απόδειξη των θεμελιωτικών της ιστορικής βάσης της αγωγής πραγματικών περιστατικών. Εν όψει της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης για κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, η από τον εναγόμενο, αμφισβήτηση των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης του περιστατικών, συνιστά όχι έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος και φέρει προς τούτο το βάρος της απόδειξης (Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, άρθρο 68, αρ. 3, 16, 18). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 281 Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολ.ΑΠ 17/95, ΟλΑΠ 62/90 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου (ΟλΑΠ 62/90). Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του, διότι η υπέρβαση των ορίων που θέτει ο νόμος στην άσκηση των δικαιωμάτων είναι προφανής, όταν προκαλεί την εντύπωση έντονης αδικίας σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου από την ικανοποίηση του δικαιώματός του. Επομένως, μόνη η επίκληση κινδύνου επελεύσεως δυσμενών για τον υπόχρεο συνεπειών χωρίς την ταυτόχρονη επίκληση συγκεκριμένης συμπεριφοράς του δικαιούχου και χωρίς συσχετισμό των εις βάρος του υποχρέου συνεπειών με το αναμενόμενο όφελος του δικαιούχου από ικανοποίηση του δικαιώματος ή αντιστοίχως τον κίνδυνο επαχθών συνεπειών του τελευταίου από την ματαίωσή της, δεν αρκεί για να συγκροτήσει το πραγματικό της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ και να παραλύσει την αξίωση του δικαιούχου για την ικανοποίηση του δικαιώματός του (ΑΠ 1284/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω οι εναγόμενοι παραδεκτά προβάλουν την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος για καταβολή των αιτούμενων κονδυλίων της κρινομένης αγωγής, καθόσον αυτός (ενάγων) συνήψε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας με την πρώτη εναγομένη, χωρίς ποτέ να διατυπώσει αντίρρηση περί των καταβαλλομένων αποδοχών του, ενώ ουδέν ανέφερε περί οφειλομένων ενώπιον του αρμοδίου λιμενικού υπαλλήλου, ούτε ανεγράφη κάτι στο ημερολόγιο του πλοίου. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη στηριζόμενη στο άρθρο 281 ΑΚ και θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρα ανταπόδειξης …[S13] και την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντα που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, της με αριθμό …[S14] ένορκης βεβαίωσης του Κ. Χ.[S15] ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, η οποία ελήφθη νόμιμα (αρθρ. 671 ΚΠολΔ), με επιμέλεια του ενάγοντα μετά από νόμιμη πριν από 24 ώρες κλήτευση των αντιδίκων του (βλ. τη με αριθμ. …[S16] έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μ. Κ.[S17] ), κι η οποία παραδεκτά λαμβάνεται υπ’ όψιν, παρότι ο ανωτέρω έχει καταθέσει αγωγή με όμοιο περιεχόμενο κατά των εναγομένων, καθόσον τα πρόσωπα που είναι διάδικοι σε υπόθεση παρόμοια με την εκδικαζομένη δε θεωρούνται εξαιρετέοι μάρτυρες, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 400 αρ.3 ΚΠολΔ (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 400 αριθμ.10, ΕφΠειρ 231/1990, Ε.Ν.Δ. 18, σ.202, ΕφΠειρ 1082/1986, Ε.Ν.Δ. 15, σ.389), της με αριθμό …[S18] ένορκης βεβαίωσης της Μ. Κ.[S19] ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, η οποία ελήφθη νόμιμα (αρθρ. 671 ΚΠολΔ), με επιμέλεια του ενάγοντα μετά από νόμιμη πριν από 24 ώρες κλήτευση των αντιδίκων του (βλ. τη με αριθμ. …[S20] έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μ. Κ.[S21] ), καθώς και της με αριθμό …[S22] ένορκης βεβαίωσης του Β. Σ.[S23] ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά Αγγελικής Ρεσβάνη, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι εναγόμενοι, η οποία ελήφθη νόμιμα (αρθρ. 671 ΚΠολΔ), μετά από νόμιμη πριν από 24 ώρες κλήτευση του αντιδίκου τους (βλ. τη με αριθμ. …[S24] έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γ. Ν.[S25] ), καθώς και των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ) και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στην Γλυφάδα στις 13-10-2012 μεταξύ του ενάγοντα και της πρώτης εναγομένης εταιρείας, νόμιμα εκπροσωπούμενης, πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία επαγγελματικού πλοίου αναψυχής «…[S26] », ολικής χωρητικότητας 496 κόρων, με αριθμό νηολογίου Αγίου Νικολάου …., ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο παραπάνω πλοίο με την ειδικότητα του ναύκληρου. Σε εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε και εργάστηκε ανελλιπώς στο παραπάνω πλοίο με την ανωτέρω ειδικότητα έως τις 29-10-2012, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει, από 29-10-2012 έως τις 9-05-2013, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει, από 9-05-2013 έως τις 20-10-2014, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας, από 31-10-2014 έως 15-12-2014 οπότε απολύθηκε λόγω αδείας, από 31-12-2014 έως 15-01-2015, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας και από 16-02-2015 έως τις 19-09-2015, οπότε απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου (βλ. αντίγραφο ναυτικού φυλλαδίου που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων). Δέον στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι ο δεύτερος εναγόμενος ήταν διαχειριστής της εναγομένης Ε.Π.Ε. και συνεπώς, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας δεν έχει προσωπική ευθύνη έναντι τρίτων για τα χρέη της εταιρείας, οπότε η πρώτη εναγομένη είναι η μόνη υπεύθυνη για την καταβολή των αποδοχών και των οποιωνδήποτε άλλων αξιώσεων του ενάγοντα. Συνεπώς, ως και εκ της αρνήσεως, αιτιολογημένης (ΑΠ 413/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 1685/2008 αδημ.), του δεύτερου εναγομένου, δεν ευθύνεται ο τελευταίος από την ως άνω σχέση εργασίας του ενάγοντος και πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως προς αυτόν ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της, λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει κλειστό μηνιαίο μισθό ποσού 3.096,09 ευρώ μικτά, ο οποίος περιελάμβανε τον βασικό μισθό και τα επιδόματα ή άλλες αποδοχές που προβλέπονταν από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας των Πληρωμάτων των Επιβατηγών Τουριστικών Σκαφών του Ν.2743/1999. Οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του, όπως αυτές ορίζονται στην ανωτέρω ΣΣΝΕ, ανέρχονται στο ποσό των 1.543,80 ευρώ για την ειδικότητα του ναύκληρου {846 € βασικός μισθός + 186,12 € επίδομα Κυριακών + 12€ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 499,68 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [ήτοι άδεια οκτώ ημερών ανά μήνα υπηρεσίας κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 της ΣΣΕ (1/22 του βασικού μισθού πλέον επιδομάτων) επομένως: 846 € βασικός μισθός + 186,12 € επίδομα Κυριακών + 12 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας = 1.044,12 € Χ 1/22 = 47,46 € Χ 8 ημέρες = 379,68 € + αντίτιμο τροφής 8 ημερών 15 Χ 8 = 120 €) = 499,68 €] = 1.543,80 €}. Έτι περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τη θερινή περίοδο, τις ημέρες που το πλοίο ήταν ναυλωμένο είχε την εποπτεία της λειτουργίας του καταστρώματος (καθαριότητα κλπ.), ενώ ήταν υπεύθυνος και για την ασφάλεια του σκάφους (πχ αν το σκάφος είναι δεμένο στο λιμάνι, αν έχει τις απαραίτητες αποστάσεις από τον κόσμο που βρίσκεται στην αποβάθρα, ήλεγχε τις αποστάσεις του πλοίου από παραπλέοντα σκάφη και από την αποβάθρα προκειμένου να αποφευχθούν υλικές ζημιές με τη χρήση μπαλονιών, ήλεγχε τα σχοινιά που κρατούσαν δεμένο το πλοίο). Επίσης ο ενάγων ήταν αρμόδιος και για την εύρυθμη ροή του ναύλου (διαθεσιμότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών για τους πελάτες, θαλάσσια σπορ, παιχνίδια στο νερό κλπ.). Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τη σαφή και αναλυτική κατάθεση της ενόρκως βεβαιούσας μάρτυρος Μ. Κ.[S27] , η οποία συνυπηρέτησε στο ανωτέρω πλοίο με τον ενάγοντα, αρχικά ως επίκουρος και εν συνεχεία ως ναυτόπαις (βλ. αντίγραφο ναυτικού της φυλλαδίου που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων). Για την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών ο ενάγων απαιτείτο να εργάζεται πέραν του νομίμου ωραρίου του, ήτοι των 8 ωρών ημερησίως και συγκεκριμένα απασχολείτο τις ημέρες αυτές επί 12 ώρες ημερησίως, ήτοι πραγματοποιούσε 4 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας της πρώτης εναγομένης Π. Τ.[S28] . Ειδικότερα, το πλοίο το επίδικο χρονικό διάστημα και ιδίως τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο των ετών 2014 και 2015, ήταν ναυλωμένο: για το έτος 2014: από 12-06-2014 έως 21-06-2014, ήτοι 10 ημέρες εκ των οποίων 7 καθημερινές, από 2-07-2014 έως 13-07-2014, ήτοι 12 ημέρες εκ των οποίων 8 καθημερινές, από 1-08-2014 έως 8-08-2014, ήτοι 8 ημέρες εκ των οποίων 6 καθημερινές, από 9-08-2014 έως 17-08-2014, ήτοι 9 ημέρες εκ των οποίων 5 καθημερινές, από 18-08-2014 έως 25-08-2014, ήτοι 7 ημέρες εκ των οποίων 6 καθημερινές και από 10-09-2014 έως 18-09-2014, ήτοι 8 ημέρες εκ των οποίων 7 καθημερινές και για το έτος 2015: από 15-06-2015 έως 17-06-2015, ήτοι 3 ημέρες, όλες καθημερινές, από 12-07-2015 έως 17-07-2015, ήτοι 6 ημέρες εκ των οποίων 5 καθημερινές, από 19-07-2015 έως 22-07-2015, ήτοι 4 ημέρες, όλες καθημερινές, από 23-07-2015 έως 29-07-2015, ήτοι 7 ημέρες εκ των οποίων 5 καθημερινές, από 30-07-2015 έως 31-07-2015, ήτοι 1 ημέρα καθημερινή, από 1-08-2015 έως 8-08-2015, ήτοι 8 ημέρες, εκ των οποίων 5 καθημερινές, από 10-08-2015 έως 14-08-2015, ήτοι 4 ημέρες, όλες καθημερινές, από 24-08-2015 έως 31-08-2015, ήτοι 8 ημέρες εκ των οποίων 6 καθημερινές και από 1-09-2015 έως 7-09-2014, ήτοι 7 ημέρες εκ των οποίων 6 καθημερινές. Σημειωτέον ότι στην υπό κρίση αγωγή ο ενάγων αιτείται την καταβολή υπερωριών για τις καθημερινές των μηνών Ιουνίου έως και Σεπτεμβρίου ετών 2014 και 2015, για το λόγο αυτό δεν συνυπολογίζονται οι ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής, ούτε οι ημέρες που το πλοίο ήταν ναυλωμένο τον Μάιο του έτους 2014. Επομένως ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά: τον Ιούνιο 2014 για 7 καθημερινές, οπότε 7 ημέρες Χ 4 ώρες = 28 ώρες Χ 4,33 € (σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής, αν και βάσει της ειδικότητάς του δικαιούται μεγαλύτερο ποσό, πλην όμως το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει πλέον του αιτηθέντος, άρθρο 106 ΚΠολΔ) = 121,24 ευρώ, τον Ιούλιο 2014 για 8 καθημερινές, οπότε 8 ημέρες Χ 4 ώρες = 32 ώρες Χ 4,33 € = 138,56 ευρώ, τον Αύγουστο 2014 για 17 καθημερινές, οπότε 17 ημέρες Χ 4 ώρες = 68 ώρες Χ 4,33 € = 294,44 ευρώ, τον Σεπτέμβριο 2014 για 7 καθημερινές, οπότε 7 ημέρες Χ 4 ώρες = 28 ώρες Χ 4,33 € = 121,24 ευρώ, τον Ιούνιο 2015 για 3 καθημερινές, οπότε 3 ημέρες Χ 4 ώρες = 12 ώρες Χ 4,33 € = 51,96 ευρώ, τον Ιούλιο 2015 για 15 καθημερινές, οπότε 15 ημέρες Χ 4 ώρες = 60 ώρες Χ 4,33 € = 259,80 ευρώ, τον Αύγουστο 2015 για 15 καθημερινές, οπότε 15 ημέρες Χ 4 ώρες = 60 ώρες Χ 4,33 € = 259,80 ευρώ και τον Σεπτέμβριο 2015 για 6 καθημερινές, οπότε 6 ημέρες Χ 4 ώρες = 24 ώρες Χ 4,33 € = 103,92 ευρώ. Ο ενάγων είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει μηνιαίως ποσό 3.096,09 ευρώ μικτά, το οποίο ξεπερνούσε το νόμιμο βάσει της ανωτέρω ΣΣΕ μισθό ποσού 1.543,80 ευρώ (όπως αυτός αναλύθηκε ανωτέρω) κατά το ποσό των 1.552,29 ευρώ, με τη συμφωνία ότι στο ποσό αυτό περιλαμβάνεται και η αμοιβή για τυχόν πραγματοποιηθείσες υπερωρίες. Συνεπώς αυτός (ενάγων) δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή για τις ανωτέρω ώρες υπερωριακής του απασχόλησης, διότι αυτές καλύπτονται από τον κλειστό μισθό που του καταβλήθηκε. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τους μήνες Οκτώβριο έως και Μάιο των ετών 2014 και 2015, εκτελούσε βάρδιες που ξεκινούσαν στις 8 το πρωί του Σαββάτου και έληγαν στις 12 το μεσημέρι της Κυριακής, ήτοι ότι εργαζόταν επί 28 ώρες συνεχόμενα. Η ενόρκως βεβαιούσα μάρτυρας …[S29] , όλως αορίστως καταθέτει ότι το χειμώνα οι βάρδιες του ενάγοντα ήταν από τις 8 το πρωί της Δευτέρας ως τις 12 το μεσημέρι της Τρίτης, την Τετάρτη, την Πέμπτη και την Παρασκευή από 8 ώρες και από τις 8 το πρωί του Σαββάτου έως τις 12 το μεσημέρι της Δευτέρας, δηλαδή επί 52 ώρες συνεχόμενα (αν και ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του ότι εργαζόταν επί το Σαββατοκύριακο επί 28 ώρες συνεχόμενα), κι ότι οι παραπάνω βάρδιες γίνονταν για 2 εβδομάδες το μήνα, ενώ τις άλλες δύο εβδομάδες ο ενάγων απασχολείτο επί 8 ώρες την ημέρα και μία φορά την εβδομάδα έκανε βάρδια 24 ώρες, χωρίς καν να αναφέρει ποιες εργασίες εκτελούνταν στις ανωτέρω βάρδιες, ώστε να δικαιολογείται η διάρκεια αυτών. Σημειωτέον ότι ο έτερος μάρτυρας Κ. Χ.[S30] δεν αναφέρει τίποτα περί των ωρών και των συνθηκών εργασίας του ενάγοντα κατά τη χειμερινή περίοδο, κι επομένως μόνη η κατάθεση της ανωτέρω μάρτυρος, η οποία δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, δεν κρίνεται αρκετή, προκειμένου να οδηγήσει σε αντίθετη κρίση το Δικαστήριο, δεδομένου ότι αντικρούεται από την ένορκη βεβαίωση του Πλοιάρχου Β. Σ.[S31] , καθώς και την ένορκη κατάθεση του επίσης Πλοιάρχου …[S32] , οι οποίοι κατέθεσαν ότι ο ενάγων τους χειμερινούς μήνες απασχολείτο μόνο κατά το ωράριό του, ήτοι επί 8 ώρες ημερησίως. Άλλωστε δεν είναι δυνατόν να εργάζεται ο ενάγων επί 16 ώρες ημερησίως τα χρονικά διαστήματα που αναφέρει χωρίς να αμείβεται και παρόλα αυτά, να εξακολουθεί επί 12 έτη να απασχολείται στο ανωτέρω πλοίο (βλ. αντίγραφο ναυτικού του φυλλαδίου σε συνδυασμό με την 5η σελίδα της ένορκης βεβαίωσης του Κ. Χ.[S33] ). Σημειωτέον ότι σε κάθε περίπτωση οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός λόγω της φύσεως του επαγγέλματος του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ 1 του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 442/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013.220, ΕφΠειρ 209/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, I. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ. 3η σελ. 160). Συνεπώς, οι συμφωνημένες και καταβαλλόμενες κλειστές αποδοχές του ενάγοντα ήταν ανώτερες των νομίμων, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, για την οποία θα δικαιούτο ποσό που υπερβαίνει τον πιο πάνω κλειστό μισθό, κι επομένως η σχετική συμφωνία είναι έγκυρη. Ο ενάγων λοιπόν, έπρεπε να λάβει για το επίδικο χρονικό διάστημα (1-01-2014 έως 19-09-2015) το συνολικό ποσό των 3.096,09 € Χ 20,6 μήνες = 63.779,45 ευρώ (μικτά). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη κατέβαλε μηνιαίως στον ενάγοντα το ποσό των 2.480,35 ευρώ καθαρά, κι επομένως του έχει καταβάλει συνολικά το ποσό των 52.087,35 ευρώ (καθαρά), όπως συνομολογεί και ο ενάγων στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής του, κι απομένει υπόλοιπο ποσού 11.692,10 ευρώ, το οποίο οφείλει να του καταβάλει. Σημειώνεται ότι αντικείμενο της αξίωσης, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών κλπ, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού. Επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές, αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών (ΑΠ 2126/2007, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 567/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2005, σ.345). Έτσι, αν ο εργοδότης έχει ήδη εκουσίως ή συνεπεία Π.Ε.Ε. καταβάλει στον ασφαλιστικό φορέα τις εισφορές για οφειλόμενες σε εργαζόμενο αποδοχές, τούτο στηρίζει ένσταση καταβολής κατά το άρθρο 416 ΑΚ αποσβεστική κατά το οικείο ποσό της αξίωσης του εργαζομένου για δεδουλευμένες αποδοχές. Αν δεν υποβληθεί τέτοια ένσταση, οι εν λόγω ασφαλιστικές εισφορές παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης (ΑΠ 178/2010, ΑΠ 59/2009, ΑΠ 332/2008, ΑΠ 1678/2007, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 335/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.287). Εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη έχει πράγματι καταβάλει κάποιο ποσό για νόμιμες εισφορές που αφορούν στον ενάγοντα, καθόσον δεν προσκομίζει κάποιο επίσημο έγγραφο που να αποδεικνύει τους ισχυρισμούς της. Επομένως, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, θα επιδικασθούν στον ενάγοντα οι μικτές αποδοχές του και οι ασφαλιστικές και λοιπές εισφορές που τυχόν έχει καταβάλει η πρώτη εναγομένη για λογαριασμό του ενάγοντα θα παρακρατηθούν από αυτή κατά την εκτέλεση της παρούσας απόφασης. Όσον αφορά στα αιτούμενα κονδύλια περί καταβολής επιδόματος αδείας οκτώ ημερών ανά μήνα υπηρεσίας κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 της ΣΣΕ ετών 2014 και 2015 και τροφοδοσίας αδείας των ημερών αυτών, τα ποσά αυτά έχουν ήδη συνυπολογιστεί στις μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα, όπως αυτές εξετέθησαν ανωτέρω και για τις οποίες αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα υπόλοιπο ποσού 11.692,10 ευρώ. Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει εκ νέου επιδίκαση των σχετικών ποσών στον ενάγοντα, διότι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του καταβάλει εις διπλούν τα εν λόγω ποσά. Έτι περαιτέρω, απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο τυγχάνει το κονδύλιο περί καταβολής ποσού 9.450 ευρώ στον ενάγοντα για αντίτιμο τροφής, καθόσον αποδείχθηκε από την κατάθεση του μάρτυρα …[S34] , ότι το πλήρωμα σιτιζόταν κανονικά καθημερινά εντός του πλοίου, ακόμα και τους χειμερινούς μήνες που δεν υπήρχε μάγειρας, όταν δε παράγγελλαν φαγητό από έξω, το πλήρωνε ο Πλοίαρχος. Άλλωστε και η μάρτυρας …[S35] κατέθεσε ότι τους χειμερινούς μήνες του έτους 2015 που δεν υπήρχε μάγειρας στο πλοίο, μαγείρευε αυτή και ο Πλοίαρχος για το πλήρωμα. Σημειωτέον δε ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 20-10-2014 έως 31-10-2014, από 15-12-2014 έως 31-12-2014 και από 15-01-2015 έως 16-02-2015 είχε απολυθεί λόγω αδείας, κι επομένως δεν βρισκόταν εντός του πλοίου. Ως προελέχθη, στις 19-09-2015, ο ενάγων απολύθηκε από το πλοίο αμοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου, παρόλο που την 1-04-2015 είχε υπογράψει με την πρώτη εναγομένη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, εξάμηνης διάρκειας, ήτοι έως τις 30-09-2015. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η καταγγελία αυτή της σύμβασης έγινε μονομερώς από την πρώτη εναγομένη και τύποις αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο «αμοιβαία συναινέσει». Όμως ο ισχυρισμός του αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθόσον ούτε στο ναυτικό του φυλλάδιο, ούτε στο ημερολόγιο του πλοίου υπάρχει καταγεγραμμένη η οποιαδήποτε αντίρρηση από μέρους του για τη λύση της σύμβασης εργασίας του. Η πραγματικότητα είναι πως στις 20-09-2015 το πλοίο απέπλευσε από τον Πειραιά για το Μόντε Κάρλο του Μονακό στο οποίο θα παρέμενε για μεγάλο διάστημα και σίγουρα πλέον της 30ης Σεπτεμβρίου 2015, οπότε έληγε η σύμβαση του ενάγοντα και αυτός δεν επιθυμούσε να ακολουθήσει το πλοίο και να παραμείνει σε αυτό και πλέον της διάρκειας της σύμβασής του, παρά μόνο με ειδικούς όρους, όπως αύξηση μισθού κλπ., οι οποίοι λόγω στενότατων χρονικών περιθωρίων δεν ήταν δυνατόν να συζητηθούν (βλ. σελ. 5 ένορκης κατάθεσης Β. Σ.[S36] ). Για το λόγο αυτό συμφώνησε να λυθεί η σύμβαση εργασίας του αμοιβαία συναινέσει, όπως άλλωστε προβλέπεται και στον όρο 5.4 της από 1-04-2015 έγγραφης σύμβασης εργασίας του. Όσον αφορά στην από 19-09-2015 υπεύθυνη δήλωση που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων και στην οποία δηλώνει επί λέξει ότι «αμοιβαία συναινέσει και επειδή δεν έχω εξοφληθεί οικονομικά από το σκάφος …[S37] επιφυλάσσομαι κάθε νομίμου δικαιώματος από την εταιρεία …[S38] …[S39] », η οποία φέρεται υπογεγραμμένη ενώπιον της λιμενικής αρχής, ουδόλως αναιρεί τα ανωτέρω αποδειχθέντα, αντιθέτως επιβεβαιώνει ότι ο ενάγων συμφώνησε στη λύση της σύμβασής του, επιφυλάχθηκε δε να αναζητήσει τυχόν οφειλόμενα ποσά. Επομένως, το αιτούμενο κονδύλι για αποζημίωση απόλυσης τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η προβληθείσα από την πρώτη εναγομένη ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος για καταβολή των αιτούμενων κονδυλίων της κρινομένης αγωγής, τυγχάνει απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, καθόσον αποδείχθηκε ότι στον ενάγοντα οφείλονται μόνο διαφορές από τον συμφωνηθέντα μισθό, ποσό το οποίο ο ενάγων δικαιούται να διεκδικήσει και για το οποίο επιφυλάχθηκε, ως προελέχθη, με την από 19-09-2015 υπεύθυνη δήλωσή του, ήτοι την αυτή ημέρα της λύσεως της συμβάσεως εργασίας του, ενώ μόλις 3 μήνες μετά κατέθεσε την υπό κρίση αγωγή του. Το γεγονός δε ότι δεν διατύπωσε διαμαρτυρία για τα οφειλόμενα διαρκούσης της σύμβασης εργασίας του ή κατά την επαναυτολόγησή του, οφειλόταν στη βούλησή του να μην διαταράξει την εργασιακή του σχέση, καθόσον είχε συμφέρον να συνεχίζει να εργάζεται στην πρώτη εναγομένη, ή σε άλλη εταιρεία συμφερόντων των ιδίων μετόχων (ΑΠ 139/2010 ΔΕΕ 2011.109). Συνεπώς, δεν υφίσταται καταχρηστική άσκηση του δικαιώματός του, δεδομένου ότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αφενός δεν δικαιολογείται η δημιουργία εύλογης πεποίθησης στην πρώτη εναγομένη περί μη διεκδίκησης των οφειλομένων σε αυτόν, αφού ουδέποτε ο ενάγων ρητά παραιτήθηκε από τις σχετικές αξιώσεις του (πρβλ. ΑΠ 556/2008 και ΕφΠειρ 185/2010, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφετέρου δεν αποδεικνύεται η πρόκληση δυσμενών επιπτώσεων σε βάρος της, αφού δεν προσκομίζει προς τούτο κανένα στοιχείο αποδεικτικό της οικονομικής της κατάστασης (πρβλ. ΟλΑΠ 8/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινομένη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη από ουσιαστική άποψη ως προς την πρώτη εναγομένη και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της (πρώτης εναγομένης) να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 11.692,10 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων μισθών, με το νόμιμο τόκο, κατά το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής, από την επομένη της λύσης της σύμβασης του ενάγοντα στις 19-09-2015 μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου εναγομένου πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της πρώτης εναγομένης, λόγω της μερικής ήττας της (άρθρα 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο.
-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του δευτέρου εναγομένου, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη.
-ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των έντεκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και δέκα λεπτών (11.692,10 €), όπως αυτό αναλυτικά εκτέθηκε στο σκεπτικό της παρούσας, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της σύμβασης του ενάγοντα στις 19-09-2015, μέχρι την πλήρη εξόφληση.
-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της πρώτης εναγομένης, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.
ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 7 Φεβρουαρίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ